Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32004D0689

    2004/689/: Απόφαση του Συμβουλίου, της 4ης Οκτωβρίου 2004, για τη σύσταση της επιτροπής κοινωνικής προστασίας και την κατάργηση της απόφασης 2000/436/ΕΚ

    ΕΕ L 314 της 13.10.2004, p. 8–10 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)
    ΕΕ L 142M της 30.5.2006, p. 424–426 (MT)

    Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (BG, RO, HR)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2004/689/oj

    13.10.2004   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 314/8


    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

    της 4ης Οκτωβρίου 2004

    για τη σύσταση της επιτροπής κοινωνικής προστασίας και την κατάργηση της απόφασης 2000/436/ΕΚ

    (2004/689/ΕΚ)

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 144,

    την πρόταση της Επιτροπής,

    τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)

    Με την ανακοίνωσή της «Συντονισμένη στρατηγική για τον εκσυγχρονισμό της κοινωνικής προστασίας» της 14ης Ιουλίου 1999, η Επιτροπή υπέβαλε προτάσεις σχετικές με την ενίσχυση της συνεργασίας στον τομέα της κοινωνικής προστασίας, μεταξύ άλλων με τη σύσταση ομάδας υπαλλήλων υψηλού επιπέδου.

    (2)

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο ψήφισμα της 16ης Φεβρουαρίου 2000, επικρότησε την ανακοίνωση της Επιτροπής και τη δημιουργία μιας τέτοιας ομάδας.

    (3)

    Το Συμβούλιο, στα συμπεράσματά του της 17ης Δεκεμβρίου 1999 σχετικά με την ενίσχυση της συνεργασίας για τον εκσυγχρονισμό και τη βελτίωση της κοινωνικής προστασίας (2), υποστήριξε την πρόταση της Επιτροπής να συσταθεί μηχανισμός ενισχυμένης συνεργασίας, που θα αναπτυχθεί από τις εργασίες μιας ομάδας υπαλλήλων υψηλού επιπέδου, για την εφαρμογή της δράσης αυτής. Το Συμβούλιο τόνισε ότι η συνεργασία αυτή θα πρέπει να καλύπτει όλες τις μορφές κοινωνικής προστασίας και θα πρέπει να βοηθάει τα κράτη μέλη, όπου αυτό χρειάζεται, να βελτιώνουν και να ενισχύουν τα συστήματα κοινωνικής προστασίας τους σύμφωνα με τις εθνικές τους προτεραιότητες. Επίσης, υπενθύμισε την αρμοδιότητα των κρατών μελών για την οργάνωση και τη χρηματοδότηση της κοινωνικής προστασίας και υιοθέτησε τους τέσσερις γενικούς στόχους, στα πλαίσια της ευρύτερης πρόκλησης του εκσυγχρονισμού των συστημάτων κοινωνικής προστασίας, όπως τους προσδιόρισε η Επιτροπή, ήτοι: εξασφάλιση οικονομικά αποδοτικής εργασίας και ασφαλούς εισοδήματος, εξασφάλιση ασφαλών συντάξεων και βιώσιμων συνταξιοδοτικών συστημάτων, προαγωγή της κοινωνικής ένταξης και εξασφάλιση βιώσιμης υγειονομικής περίθαλψης υψηλής ποιότητας· επίσης τόνισε ότι η ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών πρέπει να ενσωματωθεί σε όλες τις δραστηριότητες που αποβλέπουν στους τέσσερις αυτούς στόχους. Τέλος, το Συμβούλιο αναγνώρισε ότι τα θέματα που έχουν σχέση με τα οικονομικά είναι κοινά σε όλους τους στόχους.

    (4)

    Με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισσαβόνας, στις 23 και 24 Μαρτίου 2000 αναγνωρίστηκε η σπουδαιότητα της κοινωνικής προστασίας για την περαιτέρω ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό ενός ενεργού και δυναμικού κράτους πρόνοιας στην Ευρώπη, ενώ το Συμβούλιο κλήθηκε να ενισχύσει τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών μέσω της ανταλλαγής εμπειριών και ορθών πρακτικών βάσει βελτιωμένων δικτύων πληροφοριών.

    (5)

    Στη Νίκαια και στις επακόλουθες συνόδους του, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε τακτικά τις εργασίες της επιτροπής κοινωνικής προστασίας για την προώθηση της ανταλλαγής εμπειριών σε κοινοτικό επίπεδο όσον αφορά την κοινωνική προστασία.

    (6)

    Η επιτροπή κοινωνικής προστασίας που συγκροτήθηκε με την απόφαση 2000/436/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 2000 (3) απέδειξε σαφώς τη χρησιμότητά της ως συμβουλευτικό όργανο τόσο του Συμβουλίου όσο και της Επιτροπής και συνέβαλε ενεργώς στην ανάπτυξη της ανοικτής μεθόδου συντονισμού όπως ορίσθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβόνας.

    (7)

    Μετά την έναρξη ισχύος της συνθήκης της Νίκαιας την 1η Φεβρουαρίου 2003, μια επιτροπή κοινωνικής προστασίας με πρόσθετα καθήκοντα θα πρέπει να αντικαταστήσει την υφιστάμενη επιτροπή με την ίδια ονομασία, ώστε να καταστεί δυνατή η συνέχιση του έργου της. Ως εκ τούτου, η απόφαση 2000/436/ΕΚ θα πρέπει να καταργηθεί από την ημερομηνία κατά την οποία αναλαμβάνει καθήκοντα η νέα επιτροπή κοινωνικής προστασίας,

    ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

    Άρθρο 1

    1.   Συγκροτείται επιτροπή κοινωνικής προστασίας (καλούμενη στο εξής «η επιτροπή») με συμβουλευτικό χαρακτήρα, για να προαγάγει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και με την Επιτροπή σε θέματα πολιτικών κοινωνικής προστασίας, με πλήρη συμμόρφωση προς τη συνθήκη και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις εξουσίες των θεσμικών οργάνων και των οργανισμών της Κοινότητας.

    2.   Τα καθήκοντα της επιτροπής είναι τα ακόλουθα:

    α)

    να παρακολουθεί την κοινωνική κατάσταση και την εξέλιξη των πολιτικών κοινωνικής προστασίας στα κράτη μέλη και στην Κοινότητα·

    β)

    να διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών, εμπειριών και ορθών πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής·

    γ)

    με την επιφύλαξη του άρθρου 207 της συνθήκης, να εκπονεί εκθέσεις, να διατυπώνει γνώμες ή να αναλαμβάνει άλλες δραστηριότητες στους τομείς της αρμοδιότητάς της, κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου ή της Επιτροπής ή εξ ιδίας πρωτοβουλίας.

    3.   Η επιτροπή συνεργάζεται, όπου χρειάζεται, με άλλα αρμόδια όργανα και επιτροπές που ασχολούνται με θέματα κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής, όπως είναι η επιτροπή απασχόλησης και η επιτροπή οικονομικής πολιτικής.

    4.   Για την εκπλήρωση της εντολής της, η επιτροπή αναπτύσσει κατάλληλες επαφές με τους κοινωνικούς εταίρους και τις κοινωνικές μη κυβερνητικές οργανώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τους αντίστοιχους ρόλους τους και τις ευθύνες τους στον τομέα της κοινωνικής προστασίας. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα ενημερώνεται σχετικά με τη δραστηριότητα της επιτροπής.

    Άρθρο 2

    1.   Η επιτροπή αποτελείται από δύο αντιπροσώπους οι οποίοι διορίζονται από κάθε κράτος μέλος και δύο αντιπροσώπους της Επιτροπής. Οι αντιπρόσωποι μπορούν να επικουρούνται από δύο αναπληρωτές.

    Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή εξασφαλίζουν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ισορροπία μεταξύ των δύο φύλων στη σύνθεση των αντιπροσωπειών.

    2.   Η επιτροπή μπορεί να απευθύνεται σε εξωτερικούς εμπειρογνώμονες όταν η ημερήσια διάταξη το επιβάλλει.

    3.   Η επιτροπή αναπτύσσει επαφές με αντιπροσώπους των υποψήφιων χωρών.

    Άρθρο 3

    1.   Η επιτροπή εκλέγει τον (την) πρόεδρό της μεταξύ των αντιπροσώπων των κρατών μελών για μη ανανεώσιμη θητεία διάρκειας δύο ετών.

    Ο (η) πρόεδρος επικουρείται από τέσσερις αντιπροέδρους, δύο εκ των οποίων εκλέγονται από την επιτροπή μεταξύ των μελών της για διετή θητεία. Ο τρίτος είναι αντιπρόσωπος του κράτους μέλους που ασκεί την προεδρία του Συμβουλίου και ο τέταρτος είναι αντιπρόσωπος του κράτους μέλους που θα ασκήσει την επόμενη προεδρία.

    2.   Ο (η) πρόεδρος συγκαλεί την επιτροπή με δική του (της) πρωτοβουλία ή μετά από αίτηση των μισών τουλάχιστον μελών της επιτροπής.

    3   Η επιτροπή καταρτίζει τον εσωτερικό της κανονισμό. Οι δαπάνες επιστρέφονται σύμφωνα με τους ισχύοντες διοικητικούς κανόνες.

    4.   Η Επιτροπή παρέχει αναλυτική και οργανωτική υποστήριξη στην επιτροπή. Ορίζει ως γραμματέα ένα μέλος του προσωπικού της, το οποίο ενεργεί βάσει οδηγιών της επιτροπής όταν την επικουρεί στην εκτέλεση των καθηκόντων της.

    Η Επιτροπή συνεργάζεται με τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου όσον αφορά τη διεξαγωγή των συνεδριάσεων.

    Άρθρο 4

    Η επιτροπή μπορεί να αναθέτει τη μελέτη συγκεκριμένων θεμάτων στα αναπληρωματικά της μέλη ή να δημιουργεί ομάδες εργασίας για τον σκοπό αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές, η προεδρία ασκείται είτε από μέλος είτε από αναπληρωματικό μέλος της επιτροπής ή από υπάλληλο της Επιτροπής που διορίζει η επιτροπή.

    Οι ομάδες εργασίας μπορούν να ζητούν να συνδράμονται από εμπειρογνώμονες.

    Άρθρο 5

    Η απόφαση 2000/436/ΕΚ καταργείται από την ημερομηνία της πρώτης συνεδρίασης της επιτροπής. Η πρώτη συνεδρίαση της επιτροπής θα πραγματοποιηθεί το αργότερο τέσσερις μήνες από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης.

    Λουξεμβούργο, 4 Οκτωβρίου 2004.

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    A. J. DE GEUS


    (1)  Γνώμη που διατυπώθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2004 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

    (2)  ΕΕ C 8 της 12.1.2000, σ. 7.

    (3)  ΕΕ L 172 της 12.7.2000, σ. 26.


    Top