EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32003R0960

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 960/2003 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 2003, για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές οπτικών δίσκων με δυνατότητα εγγραφής καταγωγής Ινδίας

ΕΕ L 138 της 5.6.2003, p. 1–25 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 05/06/2008

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2003/960/oj

32003R0960

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 960/2003 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 2003, για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές οπτικών δίσκων με δυνατότητα εγγραφής καταγωγής Ινδίας

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 138 της 05/06/2003 σ. 0001 - 0025


Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 960/2003 του Συμβουλίου

της 2ας Ιουνίου 2003

για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές οπτικών δίσκων με δυνατότητα εγγραφής καταγωγής Ινδίας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2026/97 του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας(1) ("βασικός κανονισμός"), και ιδίως το άρθρο 15,

την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Α. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1. Παρούσα διαδικασία

(1) Στις 17 Μαΐου 2002, η Επιτροπή, με ανακοίνωση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(2), ανήγγειλε την έναρξη διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων όσον αφορά τις εισαγωγές στην Κοινότητα οπτικών δίσκων με δυνατότητα εγγραφής (εφεξής "CD-R") καταγωγής Ταϊβάν και άρχισε έρευνα.

(2) Η έναρξη παράλληλης διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές του ιδίου προϊόντος καταγωγής της ίδιας χώρας, αναγγέλθηκε με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(3) την ίδια ημερομηνία.

(3) Η διαδικασία κινήθηκε μετά από καταγγελία που υποβλήθηκε τον Απρίλιο 2002 από την Committee of European CD-Rs Manufacturers ("CECMA"), εξ ονόματος των παραγωγών που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο τμήμα της συνολικής κοινοτικής παραγωγής CD-R. Η καταγγελία περιείχε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την άσκηση πρακτικών επιδοτήσεων στο υπό εξέταση προϊόν και τη σημαντική ζημία που προέκυπτε, τα οποία στοιχεία θεωρήθηκαν επαρκή για να δικαιολογήσουν την έναρξη διαδικασίας.

(4) Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα τους καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς, καθώς και τους άλλους γνωστούς κοινοτικούς παραγωγούς, τον παραγωγό-εξαγωγέα, τους εισαγωγείς και τις ενώσεις χρηστών που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται και τους αντιπροσώπους της Ινδίας σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας. Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν τη δυνατότητα να εκθέσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση εντός της προθεσμίας που προβλεπόταν στην ανακοίνωση σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας.

(5) Η κυβέρνηση της Ινδίας, ο μοναδικός παραγωγός-εξαγωγέας στην Ινδία κατά την ΠΕ, καθώς και ο καταγγέλλων και άλλοι κοινοτικοί παραγωγοί, εισαγωγείς, ενώσεις καταναλωτών και προμηθευτές, γνωστοποίησαν γραπτώς τις απόψεις τους. Όλα τα μέρη που υπέβαλαν σχετική αίτηση εντός της προαναφερθείσας προθεσμίας και ανέφεραν ότι είχαν ειδικούς λόγους για να γίνουν δεκτά σε ακρόαση, έγιναν πράγματι δεκτά.

(6) Ορισμένα μέρη ισχυρίστηκαν ότι οι αιτούντες κοινοτικοί παραγωγοί δεν πληρούσαν τις απαιτήσεις του άρθρου 10 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97 του Συμβουλίου και ότι δεν ήταν δικαιολογημένη η έναρξη της έρευνας. Σχετικά με αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι είχαν τηρηθεί οι όροι για την έναρξη της διαδικασίας, δηλαδή τα κατώτατα όρια 25 % και 50 % που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 8, και ότι, επομένως, η έναρξη της έρευνας ήταν δικαιολογημένη.

(7) Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι ένας από τους καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό του αντιπροσωπευτικού χαρακτήρα των αιτούντων εφόσον αυτή η εταιρεία, κατά τους ισχυρισμούς, είχε χάσει το δικαίωμά της κατασκευής του υπό εξέταση προϊόντος για λόγους δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

(8) Πρέπει να αναφερθεί ότι η εν λόγω εταιρεία παρήγαγε και πωλούσε de facto το υπό εξέταση προϊόν στην αγορά της Κοινότητας κατά την ΠΕ και ότι συνεργάστηκε με την έρευνα. Το γεγονός ότι αυτός ο παραγωγός είχε εμπλακεί σε νομική διαδικασία, δεν σημαίνει ότι πρέπει να αποκλεισθεί αυτομάτως από τον ορισμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι η εταιρεία άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία έχανε την άδειά του. Δεδομένου ότι δεν λήφθηκε τελική απόφαση, δεν ήταν εν πάση περιπτώσει δυνατό να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο παραγωγός είχε χάσει οριστικά το δικαίωμά του παραγωγής CD-R. Επομένως το επιχείρημα απορρίφθηκε.

(9) Η Επιτροπή αναζήτησε, μέσω ερωτηματολογίων που απεστάλησαν σε όλα τα γνωστά μέρη, και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που έκρινε αναγκαίες για τον προκαταρκτικό προσδιορισμό των επιδοτήσεων, της ζημίας και του συμφέροντος της Κοινότητας. Σχετικά με αυτό, η Επιτροπή πραγματοποίησε επισκέψεις επαλήθευσης στην έδρα της κυβέρνησης της Ινδίας στο Νέο Δελχί και στις εγκαταστάσεις των ακόλουθων εταιρειών:

α) Παραγωγός-εξαγωγέας στην Ινδία

- Moser Baer India Ltd, Νέο Δελχί, Ινδία·

β) Παραγωγοί στην Κοινότητα

- Computer Support Italcard SRL, Μιλάνο, Ιταλία,

- CDA Datenträger Albrechts GmbH, Albrechts, Γερμανία,

- CPO Magnetic Products BV, Oosterhout, Κάτω Χώρες,

- Fuji Magnetics GmbH, Kleve, Γερμανία,

- Mitsui Advanced Media SA, Ensisheim, Γαλλία,

- MPO Media SAS, Averton, Γαλλία,

- TDK Recording Media Europe SA, Bascharage, Λουξεμβούργο,

- Prime Disc Technologies GmbH, Wiesbaden, Γερμανία,

- IMAG Optical Storage Ltd, Limerick, Ιρλανδία,

- Multimedia Info-Tech Ltd, Μπέλφαστ, Βόρεια Ιρλανδία·

γ) Προμηθευτές στην Κοινότητα

- Bayer AG, Leverkusen, Γερμανία,

- Steag Hamatech, Sternenfels, Γερμανία.

(10) Η έρευνα για την πρακτική επιδοτήσεων και τη ζημία κάλυψε την περίοδο από την 1η Απριλίου 2001 ως τις 31 Μαρτίου 2002 ("περίοδος έρευνας" ή ΠΕ). Η εξέταση των τάσεων που είχαν σχέση με τον προσδιορισμό της ζημίας κάλυψε την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1998 έως το τέλος της περιόδου έρευνας (εφεξής η "εξεταζόμενη περίοδος" ή "ΕΠ").

2. Προσωρινά μέτρα

(11) Δεδομένου ότι είναι αναγκαίο να εξεταστούν περαιτέρω ορισμένες πτυχές των επιδοτήσεων, δεν επιβλήθηκαν προσωρινοί αντισταθμιστικοί δασμοί στους CD-R καταγωγής Ινδίας.

3. Επακόλουθη διαδικασία

(12) Όλα τα μέρη ενημερώθηκαν σχετικά με τα ουσιαστικά πραγματικά περιστατικά και τις παρατηρήσεις βάσει των οποίων επρόκειτο να συσταθεί η επιβολή οριστικών αντισταθμιστικών δασμών. Στα ανωτέρω μέρη παραχωρήθηκε επίσης προθεσμία, εντός της οποίας μπορούσαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους μετά την εν λόγω κοινοποίηση. Οι προφορικές και γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη ελήφθησαν υπόψη και, όπου κρίθηκε σκόπιμο, τα συμπεράσματα τροποποιήθηκαν ανάλογα.

4. Ισχύοντα μέτρα στις εισαγωγές CD-R καταγωγής Ταϊβάν

(13) Τον Ιούνιο 2002, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1050/2002(4) το Συμβούλιο επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές οπτικών δίσκων με δυνατότητα εγγραφής (CD-R) καταγωγής Ταϊβάν.

Β. ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

1. Υπό εξέταση προϊόν

(14) Το υπό εξέταση προϊόν είναι το ίδιο με εκείνο που αφορούσε η διαδικασία αντιντάμπινγκ κατά της Ταϊβάν δηλαδή οπτικοί δίσκοι με δυνατότητα εγγραφής ("CD-R") που υπάγονται προς το παρόν στον κωδικό ΣΟ ex 8523 90 00.

(15) Οι CD-R είναι δίσκοι από πολυκαρβονικό υλικό, επενδεδυμένοι με χρωστική στρώση, με στρώση ανακλαστικού υλικού, όπως χρυσού ή αργύρου, και με στρώση προστατευτικού υλικού. Η εγγραφή στους δίσκους αυτούς γίνεται μόνο μία φορά και ως εκ τούτου οι δίσκοι θεωρούνται τύπου "WORM" (Write Once Read Many - γράφεται μία φορά, διαβάζεται πολλές). Οι δίσκοι αποτελούν υποθέματα για αποθήκευση ψηφιακών δεδομένων ή μουσικής. Η εγγραφή είναι δυνατή όταν η χρωστική στρώση εκτίθεται σε υπέρυθρη δέσμη λέιζερ σε μια συσκευή εγγραφής CD-R.

Οι CD-R διαχωρίζονται αναλόγως του τύπου των δεδομένων που αποθηκεύονται σ' αυτούς (CD-R δεδομένων και CD-R μουσικής), της χωρητικότητας, της ανακλαστικής μεταλλικής στρώσης (κυρίως από άργυρο) και του εάν φέρουν ή όχι εκτύπωση.

Επίσης, το προϊόν πωλείται σε διαφορετικές ποιότητες και υπάρχει στην αγορά σε διαφορετικές συσκευασίες και συνηθέστερα σε κανονικές ή λεπτές θήκες του ενός CD-R, σε θερμοσυστελλόμενες συσκευασίες των 10 ή των 100 CD-R, σε κουτιά των 10 ή των 100 CD-R, σε φακέλους του ενός CD-R συσκευασμένους σε σελοφάν, σε κιβώτια από χαρτόνι, κ.λπ.

Παρόλο που μπορούν να διαφέρουν οι πιθανές ειδικές χρήσεις και η ποιότητα διαφόρων τύπων CD-R, αυτό δεν δημιουργεί σημαντικές διαφορές στα βασικά φυσικά χαρακτηριστικά των διαφόρων τύπων. Συνεπώς θεωρούνται ως ενιαίο προϊόν για τους σκοπούς της παρούσας έρευνας.

2. Ομοειδές προϊόν

(16) Η έρευνα κατέδειξε ότι οι CD-R που παράγονται και πωλούνται στην εγχώρια αγορά της Ινδίας διαθέτουν παρόμοια βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά και χρήσεις σε σύγκριση με το προϊόν που εξάγεται από τη χώρα αυτή στην Κοινότητα. Κατ' αναλογία, οι CD-R που παράγονται από τον αιτούντα και από άλλους κοινοτικούς παραγωγούς και πωλούνται στην κοινοτική αγορά διαθέτουν παρόμοια βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά και χρήσεις σε σύγκριση με το προϊόν που εξάγεται στην Κοινότητα από την εν λόγω χώρα.

(17) Συνεπώς, οι CD-R που πωλούνται στην εγχώρια αγορά της Ινδίας και εξάγονται στην Κοινότητα, καθώς και οι CD-R που παράγονται και πωλούνται στην Κοινότητα, θεωρούνται προϊόντα ομοειδή κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

Γ. ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΙΣ

1. Εισαγωγή

(18) Με βάση τις πληροφορίες που περιέχει η καταγγελία και τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής, η Επιτροπή εξέτασε τα ακόλουθα πέντε καθεστώτα, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς, συνεπάγονται τη χορήγηση των εξαγωγικών επιδοτήσεων:

i) - Καθεστώς απαλλαγής από το φόρο εισοδήματος.

ii) - Ελεύθερες βιομηχανικές ζώνες εξαγωγών/μονάδες με εξαγωγικό προσανατολισμό (EPZ/EOU).

(19) Εκτός από αυτά τα δύο καθεστώτα, η καταγγελία απαριθμεί άλλα τρία καθεστώτα: το καθεστώς πιστώσεων εισαγωγικών δασμών (DEPB), το καθεστώς προώθησης των εξαγωγών που αφορούν κεφαλαιουχικά αγαθά (EPCG) και το καθεστώς προκαταβολικής έκδοσης αδειών ως πιθανή πηγή επιδοτήσεων για τους Ινδούς παραγωγούς-εξαγωγείς CD-R. Εντούτοις, η έρευνα έδειξε ότι υπάρχει μόνον ένας παραγωγός-εξαγωγέας CD-R στην Ινδία που λειτουργεί ως μονάδα με εξαγωγικό προσανατολισμό. Αυτός ο παραγωγός-εξαγωγέας έχει συνεργασθεί πλήρως με την έρευνα και δεν επωφελήθηκε από κάποιο άλλο καθεστώς εκτός από εκείνα που απαριθμούνται στην αιτιολογική σκέψη 16. Πρακτικά, δεν χρειάζεται να χρησιμοποιεί άλλα καθεστώτα εφόσον αποκομίζει τα ίδια οφέλη από το καθεστώς μονάδων με εξαγωγικό προσανατολισμό. Επομένως, αυτά τα καθεστώτα δεν εξετάστηκαν περαιτέρω στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας.

Το καθεστώς που αφορά την απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος, βασίζεται στο νόμο του 1961 περί φόρου εισοδήματος, ο οποίος τροποποιείται ετησίως από το νόμο περί δημοσιονομικών.

Το καθεστώς EPZ/EOU (ελεύθερες βιομηχανικές ζώνες/μονάδες με εξαγωγικό προσανατολισμό) βασίζεται στο νόμο του 1992 περί εξωτερικού εμπορίου (ανάπτυξη και ρύθμιση (αριθ. 22 του 1992) που άρχισε να ισχύει στις 7 Αυγούστου 1992 ("Νόμος περί εξωτερικού εμπορίου"). Ο νόμος περί εξωτερικού εμπορίου (τμήμα 5) εξουσιοδοτεί τις ΔΑΙ να δημοσιεύουν ανακοινώσεις σχετικά με την πολιτική στον τομέα των εξαγωγών και των εισαγωγών. Οι ανακοινώσεις αυτές συνοψίζονται στα έγγραφα με τίτλο "Πολιτική εξαγωγών και εισαγωγών", που εκδίδονται από το υπουργείο εμπορίου ανά πενταετία και αναπροσαρμόζονται στην τρέχουσα κατάσταση ετησίως. Η περίοδος έρευνας της παρούσας υπόθεσης καλύπτεται από ένα έγγραφο για την πολιτική εξαγωγών και εισαγωγών, και συγκεκριμένα από το πενταετές πρόγραμμα που αφορά το διάστημα 1.4.1997-31.3.2002. Εξάλλου, οι ΔΑΙ καθόρισαν τις διαδικασίες που διέπουν το εξωτερικό εμπόριο της Ινδίας στο "Εγχειρίδιο των εισαγωγικών και εξαγωγικών διαδικασιών 1.4.1997-31.3.2002" (Τόμος 1).

Σύστημα απαλλαγής από το φόρο εισοδήματος (ITES)

α) Νομική βάση

(20) Το καθεστώς απαλλαγής από το φόρο εισοδήματος βασίζεται στο νόμο του 1961 περί φόρου εισοδήματος. Ο νόμος αυτός, που τροποποιείται ετησίως από τον ετήσιο νόμο περί οικονομικών, ορίζει τους όρους είσπραξης των φόρων, καθώς και τις διάφορες απαλλαγές/μειώσεις που μπορούν να ζητηθούν. Μεταξύ των απαλλαγών που μπορεί να ζητηθούν από τις εταιρείες, περιλαμβάνονται εκείνες που καλύπτονται από τα άρθρα 10Α, 10Β και 80 HHC του νόμου, ο οποίος προβλέπει απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος για τα κέρδη που προέρχονται από τις εξαγωγές.

β) Επιλεξιμότητα

(21) Η απαλλαγή δυνάμει του τμήματος 10Α μπορεί να ζητηθεί από τις εταιρείες που βρίσκονται στις ελεύθερες βιομηχανικές ζώνες εξαγωγών. Η απαλλαγή δυνάμει του τμήματος 10Β μπορεί να ζητηθεί από τις μονάδες με εξαγωγικό προσανατολισμό. Η απαλλαγή δυνάμει του τμήματος 80 ΗΗC μπορεί να ζητηθεί από οποιαδήποτε επιχείρηση που εξάγει εμπορεύματα.

γ) Πρακτική εφαρμογή

(22) Για να επωφεληθεί από τις απαλλαγές/μειώσεις των προαναφερόμενων φόρων, μία εταιρεία πρέπει να υποβάλει αίτηση απαλλαγής/μείωσης τη στιγμή κατάθεσης της φορολογικής της δήλωσης στις φορολογικές αρχές στο τέλος του φορολογικού έτους. Το φορολογικό έτος διαρκεί από την 1η Απριλίου έως 31 Μαρτίου. Η φορολογική δήλωση πρέπει να υποβληθεί στις διοικητικές αρχές πριν από τις 30 του επόμενου Νοεμβρίου το αργότερο. Η τελική αξιολόγηση από τις αρχές μπορεί να διαρκέσει μέχρι 3 έτη από την υποβολή της φορολογικής δήλωσης. Μία εταιρεία μπορεί να ζητήσει μία μόνο από τις μειώσεις που προβλέπονται στα προαναφερόμενα τρία τμήματα.

δ) Συμπέρασμα σχετικά με το σύστημα απαλλαγής από το φόρο εισοδήματος

(23) Το στοιχείο ε) του επεξηγηματικού καταλόγου εξαγωγικών επιδοτήσεων (παράρτημα Ι του βασικού κανονισμού) αναφέρει ότι "η ολοσχερής ή μερική απαλλαγή ... ειδικώς για τις εξαγωγές και αφορούν άμεσους φόρους" αποτελούν εξαγωγική επιδότηση. Στο πλαίσιο του καθεστώτος ΙΤΕS, υπάρχει χρηματοδοτική συνεισφορά στην εταιρεία από την κυβέρνηση της Ινδίας, η οποία παραιτείται από την απαίτηση δημόσιων εσόδων υπό μορφή άμεσων φόρων οι οποίοι θα ήταν διαφορετικά απαιτητοί αν δεν είχε ζητήσει η εταιρεία απαλλαγή φόρου εισοδήματος. Η χρηματοδοτική αυτή συνεισφορά αποφέρει όφελος στον δικαιούχο, δεδομένου ότι μειώνει το φόρο εισοδήματός του.

(24) Η επιδότηση εξαρτάται de jure από την επίτευξη εξαγωγικής επίδοσης κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι τα κέρδη που αποκομίζονται από τις εξαγωγικές πωλήσεις απαλλάσσονται από φόρους και, επομένως, θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα.

ε) Υπολογισμός του ύψους της επιδότησης

(25) Η εταιρεία που αποτέλεσε αντικείμενο της έρευνας κατασκευάζει CD-R σε μία μονάδα με εξαγωγικό προσανατολισμό. Έτσι μπορεί να ζητήσει εξαίρεση από τη φορολογία εισοδήματος σύμφωνα με το τμήμα 10Β επί των κερδών από τις εξαγωγικές πωλήσεις της μονάδας με εξαγωγικό προσανατολισμό. Η εταιρεία, παρόλο που έχει ενσωματώσει έναν υπολογισμό για την απαλλαγή 10Β στη φορολογική της δήλωση, δεν ζήτησε τελικά απαλλαγή του φόρου εισοδήματος βάσει του 10Β, επειδή η φορολογική της δήλωση δεν έδειχνε φορολογητέα κέρδη για την εταιρεία συνολικά κατά την ΠΕ. Σημειώνεται ότι η εταιρεία λειτουργεί άλλες μονάδες για διάφορα προϊόντα εκτός της μονάδας με εξαγωγικό προσανατολισμό. Εντούτοις, οι υπολογισμοί του φόρου εισοδήματος στη φορολογική δήλωση της εταιρείας και οι επισυναπτόμενες προδιαγραφές έδειξαν ότι η εταιρεία αύξησε σημαντικά την απόσβεση των στοιχείων του ενεργητικού αλλάζοντας τα στοιχεία αυτά από κατηγορία με χαμηλότερο ποσοστό απόσβεσης (μηχανήματα) στον φορολογικό υπολογισμό του προηγούμενου έτους σε κατηγορία (καλούπια) με σημαντικά υψηλότερο ποσοστό απόσβεσης στον φορολογικό υπολογισμό κατά την ΠΕ.

(26) Η Επιτροπή θεώρησε νομικά αμφισβητήσιμη την ανακατάταξη των στοιχείων ενεργητικού για φορολογικούς λόγους, ειδικότερα επειδή η εταιρεία έκανε ανακατάταξη των στοιχείων ενεργητικού μόνον για φορολογικούς λόγους και όχι στα λογιστικά της βιβλία όπως απαιτείται από το νόμο. Όντως, και ο ινδικός νόμος περί εταιρειών (που εφαρμόζεται για φορολογικούς λόγους) και ο ινδικός νόμος φορολογίας εισοδήματος (που εφαρμόζεται για την φορολόγηση) προβλέπουν τον ίδιο συντελεστή απόσβεσης για την κατηγορίας στην οποία έγινε η ανακατάταξη των στοιχείων ενεργητικού για φορολογικούς λόγους. Γι' αυτούς τους λόγους, η Επιτροπή ζήτησε εξηγήσεις από τις ινδικές φορολογικές αρχές και από την εταιρεία. Οι ινδικές φορολογικές αρχές δεν έδωσαν καμία απάντηση που να μπορούσε να διευκρινίσει την κατάσταση. Η εταιρεία ισχυρίστηκε αρχικά ότι αυτή η αλλαγή ήταν αναγκαία για να διορθωθεί ένα λάθος κατάταξης ορισμένων στοιχείων ενεργητικού για φορολογικούς λόγους τα προηγούμενα έτη. Αλλά, μετά την κοινοποίηση των διαπιστώσεων της έρευνας, ισχυρίστηκε ότι αυτή η αλλαγή κατηγορίας των στοιχείων ενεργητικού είχε γίνει μετά από την προτροπή φορολογικών συμβούλων και σκοπός της αλλαγής ήταν να μειωθούν τα φορολογητέα κέρδη για να αποτραπεί η καταβολή φόρου εισοδήματος.

(27) Εντούτοις, φαίνεται ότι το όφελος σε ρευστά που αποκόμισε η εταιρεία με αυτήν την ανακατάταξη των στοιχείων ενεργητικού, της ήταν ήδη διαθέσιμο από τις διατάξεις του τμήματος 10Β του ινδικού νόμου φορολογίας εισοδήματος. Επιπλέον, το όφελος που μπορούσε να αποκοιμίσει η εταιρεία βάσει του τμήματος 10Β χωρίς την αμφισβητήσιμη ανακατάταξη των στοιχείων ενεργητικού ισοδυναμεί με το όφελος φόρου εισοδήματος από την ίδια αμφισβητήσιμη ανακατάταξη των στοιχείων ενεργητικού.

(28) Η κατάσταση που περιγράφεται ανωτέρω έδειξε ότι η εταιρεία δεν ωφελήθηκε απευθείας, σ' αυτό το στάδιο, από αντισταθμίσιμη επιδότηση στο πλαίσιο του τμήματος 10Β κατά την ΠΕ. Αυτό αποφασίζεται με βάση το σκεπτικό ότι για να είναι αντισταθμίσιμη μια επιδότηση, πρέπει να έχει χορηγηθεί στην εταιρεία ή να έχει ληφθεί απόφαση για την χορήγησή της.

(29) Ζώνες μεταποίησης προς εξαγωγή (ΕΡΖ)/Μονάδες εξαγωγικού προσανατολισμού (EOU)

α) Νομική βάση

(30) Το καθεστώς ελεύθερων βιομηχανικών ζωνών εξαγωγών/Μονάδων εξαγωγικού προσανατολισμού (EPZ/EOU), το οποίο θεσπίστηκε το 1965, είναι ένα μέσο της "πολιτικής εισαγωγών και εξαγωγών" που αφορά την παροχή κινήτρων για τις εξαγωγές. Κατά την ΠΕ, το καθεστώς ρυθμιζόταν από τις τελωνειακές ανακοινώσεις υπ' αριθ. 53/97 και 133/94. Λεπτομέρειες για τα καθεστώτα περιέχονται στο κεφάλαιο 9 και στο προσάρτημα Ι του εγγράφου 1997/2002 για την "Πολιτική εισαγωγών και εξαγωγών", καθώς και στο σχετικό εγχειρίδιο διαδικασιών.

β) Επιλεξιμότητα

(31) Καταρχήν, οι εταιρείες που αναλαμβάνουν την υποχρέωση να εξάγουν ολόκληρη την παραγωγή εμπορευμάτων και υπηρεσιών τους μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς EPZ/EOU. Μόλις χορηγηθεί το καθεστώς, οι εν λόγω εταιρείες μπορούν να αποκομίσουν ορισμένα οφέλη. Στην Ινδία υπάρχουν τέσσερεις ελεύθερες βιομηχανικές ζώνες εξαγωγών (EPZ). Μονάδες εξαγωγικού προσανατολισμού (EOU) μπορεί να βρίσκονται οπουδήποτε στην Ινδία. Αυτές αποτελούν μονάδες αποθήκευσης εμπορευμάτων υπό την εποπτεία των τελωνειακών υπαλλήλων σύμφωνα με το τμήμα 65 του νόμου περί τελωνείων. Ο παραγωγός-εξαγωγέας που αποτέλεσε αντικείμενο της έρευνας, υπήχθη στο καθεστώς EOU για την μονάδα παραγωγής του που κατασκευάζει CD-R. Παρόλο που οι εταιρείες που λειτουργούν υπό καθεστώς EOU/EPZ κανονικά οφείλουν να εξάγουν τη συνολική παραγωγή τους, οι ΔΑΙ επιτρέπουν σ' αυτές τις μονάδες να πωλούν μέρος της παραγωγής τους στην εγχώρια αγορά υπό ορισμένες συνθήκες.

γ) Πρακτική εφαρμογή

(32) Οι εταιρείες που ζητούν μεταχείριση EOU ή είναι εγκατεστημένες σε ΕΡΖ υποχρεούνται να υποβάλλουν σχετική αίτηση στις αρμόδιες αρχές. Η αίτηση αυτή πρέπει να περιέχει λεπτομέρειες σχετικές, μεταξύ άλλων, με τις προβλεπόμενες ποσότητες παραγωγής, την προβλεπόμενη αξία των εξαγωγών, τις ανάγκες εισαγωγών και τις εγχώριες ανάγκες για την επόμενη πενταετία. Αν οι αρχές δεχθούν την αίτηση της εταιρείας, η εταιρεία ενημερώνεται για τους όρους και τις προϋποθέσεις που απορρέουν από την αποδοχή αυτή. Οι εταιρείες που βρίσκονται στις ελεύθερες βιομηχανικές ζώνες εξαγωγών και οι μονάδες με εξαγωγικό προσανατολισμό μπορούν να παράγουν οποιοδήποτε προϊόν. Η συμφωνία για αναγνώριση μιας εταιρείας ως εταιρεία ελεύθερης βιομηχανικής ζώνης εξαγωγών ή μονάδας με εξαγωγικό προσανατολισμό ισχύει για μια πενταετία. Η περίοδος αυτή μπορεί να παραταθεί.

Οι μονάδες ΕΡΖ/EOU δικαιούνται να προσπορίζονται τα παρακάτω οφέλη:

i) απαλλαγή από εισαγωγικούς δασμούς όλων των εμπορευμάτων (συμπεριλαμβανομένων κεφαλαιουχικών αγαθών, πρώτων υλών και καταναλωτικών αγαθών) που απαιτούνται για την κατασκευή, την παραγωγή, τη μεταποίηση ή έχουν σχέση με αυτές,

ii) απαλλαγή από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης επί των εμπορευμάτων που αγοράζονται στην εγχώρια αγορά,

iii) απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος που πρέπει να καταβληθεί κανονικά επί των εξαγωγικών πωλήσεων σύμφωνα με το τμήμα 10A ή 10B του νόμου περί φορολογίας εισοδήματος, μέχρι το 2010 (βλέπε ITES ανωτέρω),

iv) επιστροφή του φόρου κεντρικών πωλήσεων που έχει καταβληθεί για τα εμπορεύματα που έχουν αγοραστεί στην εγχώρια αγορά,

v) 100 % ξένη ιδιοκτησία μετοχών,

vi) ευχέρεια πώλησης τμήματος της παραγωγής στην εγχώρια αγορά κατά την πληρωμή των καταβλητέων δασμών, ως εξαίρεση από την γενική απαίτηση να εξάγεται η συνολική παραγωγή.

(33) Οι εν λόγω εταιρείες θα πρέπει να καταχωρούν, με συγκεκριμένο τρόπο, όλες τις σχετικές εισαγωγές τους, καθώς και την κατανάλωση και χρησιμοποίηση όλων των εισαχθέντων υλικών και όλων των πραγματοποιηθεισών εξαγωγών. Αυτές οι καταχωρήσεις πρέπει να υποβάλλονται ανά τακτά διαστήματα, σύμφωνα με τον οριζόμενο τρόπο, στις αρμόδιες αρχές.

(34) Θα πρέπει επίσης να εξασφαλίζουν ένα ελάχιστο ποσοστό κερδών σε συνάλλαγμα επί των εξαγωγών και εξαγωγικών επιδόσεων όπως ορίζεται στο σχετικό έγγραφο πολιτικής. Όλες οι πράξεις των εταιρειών ελεύθερων βιομηχανικών ζωνών εξαγωγών και των μονάδων με εξαγωγικό προσανατολισμό πρέπει να διενεργούνται στις τελωνειακές εγκαταστάσεις αποθήκευσης εμπορευμάτων.

δ) Συμπεράσματα σχετικά με τις ελεύθερες βιομηχανικές ζώνες εξαγωγών και τις μονάδες με εξαγωγικό προσανατολισμό

(35) Στην παρούσα διαδικασία, το καθεστώς EPZ/EOU χρησιμοποιήθηκε για την εισαγωγή πρώτων υλών, κεφαλαιουχικών αγαθών καθώς και για την προμήθεια εμπορευμάτων στην εγχώρια αγορά. Διαπιστώθηκε ότι ο παραγωγός-εξαγωγέας είχε χρησιμοποιήσει τις εκχωρήσεις που αφορούν την απαλλαγή από τελωνειακούς δασμούς επί των κεφαλαιουχικών αγαθών και πρώτων υλών, καθώς και την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης επί των εμπορευμάτων που αγοράζονται από εγχώριες πηγές. Συνεπώς, η Επιτροπή εξέτασε τον αντισταθμίσιμο χαρακτήρα των εν λόγω εκχωρήσεων. Εν προκειμένω, η απαλλαγή από τους δασμούς επί των πρώτων υλών και των κεφαλαιουχικών αγαθών προϋποθέτει τη χορήγηση επιδοτήσεων, δεδομένου ότι οι εν λόγω παραχωρήσεις αποτελούν χρηματοδοτικές συνεισφορές των ΔΑΙ, αφού η κυβέρνηση παραιτείται από την απαίτηση κανονικά οφειλόμενων εσόδων και ο δικαιούχος προσπορίζεται όφελος. Δεδομένου ότι η χορήγηση αυτών των επιδοτήσεων εξαρτάται, σύμφωνα με την ινδική νομοθεσία, από τις εξαγωγικές επιδόσεις κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, θεωρείται ότι οι επιδοτήσεις αυτές είναι ατομικού χαρακτήρα και κατά συνέπεια αντισταθμίσιμες. Στην περίπτωση της απαλλαγής από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, διαπιστώθηκε ότι ο δασμός που καταβλήθηκε επί των πωλήσεων από μονάδα που δεν υπάγεται σε μονάδα εξαγωγικού προσανατολισμού (ΕΟU) θεωρήθηκε ως επιστροφή δασμού (CENVAT) και χρησιμοποιείται για την πληρωμή του ειδικού φόρου κατανάλωσης στις εγχώριες πωλήσεις. Συνεπώς, με την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης επί των αγορών από μονάδα με εξαγωγικό προσανατολισμό, η κυβέρνηση δεν παραιτείται από την απαίτηση περαιτέρω οφειλών και επομένως η εν λόγω μονάδα δεν προσπορίζεται άλλα οφέλη.

ε) Υπολογισμός του ύψους της επιδότησης

Απαλλαγή των πρώτων υλών από εισαγωγικούς δασμούς

(36) Αν και η εταιρεία που λειτουργεί υπό το καθεστώς αυτό υποχρεούται κανονικά να εξάγει ολόκληρη την παραγωγή της, το καθεστώς επιτρέπει στην εταιρεία να πωλεί τμήμα της παραγωγής της στην εγχώρια αγορά υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Κατά την επίσκεψη επαλήθευσης, η εταιρεία μπόρεσε να αποδείξει ότι όλες οι εισαγόμενες πρώτες ύλες, που είχαν απαλλαγεί από τους εισαγωγικούς δασμούς, είχαν χρησιμοποιηθεί είτε για την παραγωγή των εξαχθέντων αγαθών, ή, κατά την πώληση στην εγχώρια αγορά των εμπορευμάτων στα οποία είχαν ενσωματωθεί αυτές οι πρώτες ύλες, ότι πληρούνταν οι απαιτούμενοι όροι. Ειδικότερα, καθορίστηκε ότι οι ισχύοντες δασμοί που κατέβαλε η εταιρεία επί των εγχωρίων πωλήσεών της κάλυπταν όλες τις απαιτήσεις δασμών επί των εισαχθέντων πρώτων υλών που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή των εμπορευμάτων που πωλήθηκαν στην εγχώρια αγορά.

(37) Με βάση τα ανωτέρω, συνήχθη το συμπέρασμα ότι η απαλλαγή από τους εισαγωγικούς δασμούς επί των πρώτων υλών που χορηγήθηκε στην εν λόγω εταιρεία, τηρεί τα κριτήρια των παραρτημάτων Ι και ΙΙ του βασικού κανονισμού, ειδικότερα εφόσον δεν σημειώθηκε επιπλέον διαγραφή εισαγωγικών δασμών σ' αυτήν την περίπτωση. Επομένως, θεωρείται ότι σ' αυτήν την περίπτωση η εταιρεία που αποτέλεσε αντικείμενο της έρευνας δεν αποκόμισε αντισταθμίσιμο όφελος με την εισαγωγών πρώτων υλών κατά την ΠΕ.

Απαλλαγή από εισαγωγικούς δασμούς επί των κεφαλαιουχικών αγαθών

(38) Αντίθετα από τις πρώτες ύλες, τα κεφαλαιουχικά αγαθά δεν ενσωματώνονται φυσικά στα τελικά προϊόντα. Για τον υπολογισμό, το ποσό του δασμού που δεν εισπράχθηκε, ισοδυναμεί με επιχορήγηση κάθε εισαγωγής κεφαλαιουχικών αγαθών. Συνεπώς, το όφελος της εξεταζόμενης εταιρείας υπολογίστηκε με βάση το ποσό των μη καταβληθέντων τελωνειακών δασμών επί των εισαγομένων κεφαλαιουχικών αγαθών με την κατανομή αυτού του ποσού στην περίοδο απόσβεσης που εφαρμόζεται για λογιστικούς λόγους.

(39) Ο παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίστηκε ότι η περίοδος απόσβεσης 13 ετών όπως καθορίζεται στα λογιστικά του αρχεία, αντανακλά καλύτερα την πραγματική κατάσταση της εταιρείας, επειδή συμφωνεί με τον ινδικό νόμο περί εταιρειών και προσδιορίζεται από τα διοικητικά του στελέχη και τους ελεγκτές του. Επιπλέον, δήλωσε ότι σε άλλες έρευνες κατά των επιδοτήσεων η μέθοδος απόσβεσης όπως καθορίζεται στα λογιστικά αρχεία, έχει χρησιμοποιηθεί ως η βάση κατανομής αυτού του οφέλους. Αναφέρθηκε επίσης σε έκθεση της άτυπης ομάδας εμπειρογνωμόνων του ΠΟΕ για τις επιδοτήσεις, που ανέφερε ότι "πρέπει κατά προτίμηση να χρησιμοποιούνται περισσότερο τα λογιστικά στοιχεία από τις περιόδους απόσβεσης σε σχέση με τη φορολογία για τον καθορισμό της ωφέλιμης διάρκειας ζωής των στοιχείων ενεργητικού, επειδή τα λογιστικά στοιχεία αντανακλούν περισσότερο την σημερινή ωφέλιμη διάρκεια ζωής των στοιχείων του ενεργητικού". Ο παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίστηκε επίσης ότι δεν είναι σωστό να καθορίζεται η περίοδος απόσβεσης με βάση την περίοδο που χρησιμοποιείται για λόγους φορολογίας, επειδή αυτή η περίοδος στηρίζεται στη φθίνουσα μέθοδο υπολογισμού αποσβέσεων και όχι στην μέθοδο σταθερής απόσβεσης που χρησιμοποιείται κανονικά γι' αυτόν τον σκοπό.

(40) Η έρευνα έδειξε ωστόσο ότι υπάρχουν αντικρουόμενες πληροφορίες από την εταιρεία σχετικά με την απόσβεση των εν λόγω στοιχείων του ενεργητικού. Η εταιρεία μετέβαλε την κατάταξη αυτών των στοιχείων ενεργητικού για λόγους φορολογίας, δηλαδή για λόγους φορολογίας θεωρήθηκαν καλούπια και όχι μηχανήματα, και η απόσβεσή τους έγινε με τη φθίνουσα μέθοδο υπολογισμού αποσβέσεων. Εντούτοις, η εταιρεία εξακολούθησε να θεωρεί μηχανήματα αυτά τα στοιχεία ενεργητικού για λόγους φορολογίας παρά το γεγονός ότι ο ινδικός νόμος περί εταιρειών και ο ινδικός νόμος φόρου εισοδήματος προβλέπουν την ίδια κατάταξη για λόγους φορολογίας και για λογιστικούς λόγους. Αν η εταιρεία είχε κατατάξει τα στοιχεία ενεργητικού ως καλούπια επίσης για λογιστικούς λόγους, δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί η ισχύουσα περίοδος απόσβεσης για τα μηχανήματα, δηλαδή 13 έτη. Όντως, η περίοδος θα ήταν 6 χρόνια αν είχε εφαρμοστεί η μέθοδος γραμμικής απόσβεσης, ή, αν είχε εφαρμοστεί η φθίνουσα μέθοδος υπολογισμού όπως έγινε στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τα καλούπια, το 80 % περίπου της αξίας των στοιχείων ενεργητικού θα είχε αποσβεσθεί κατά τα πρώτα τρία χρόνια.

(41) Παρόλο που εννοείται ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν διάφοροι περίοδοι απόσβεσης για λόγους φορολογίας και για λογιστικούς λόγους, δεν επιτρέπεται να κατατάσσονται τα στοιχεία ενεργητικού ως καλούπια για φορολογικούς λόγους και ως μηχανήματα για λογιστικούς λόγους. Φαίνεται ότι τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού μπορούσαν να είναι είτε μηχανήματα είτε καλούπια αλλά όχι και τα δύο ταυτόχρονα. Αυτή η λογική ακολουθείται από την αντίστοιχη ινδική νομοθεσία η οποία προβλέπει τη σχετική κατάταξη για φορολογικούς και λογιστικούς λόγους.

(42) Σ' αυτήν την περίπτωση, η εταιρεία εφήρμοσε για λόγους φορολογίας τη φθίνουσα μέθοδο υπολογισμού της απόσβεσης, η οποία κατέληξε στην απόσβεση περίπου του 80 % των στοιχείων ενεργητικού τα πρώτα τρία χρόνια. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί ποια θα ήταν η κατάλληλη περίοδος απόσβεσης αν η εταιρεία είχε εφαρμόσει, ως συνέπεια της ανακατάταξης των στοιχείων ενεργητικού για φορολογικούς λόγους, παρόμοια ανακατάταξη για λογιστικούς λόγους.

(43) Σχετικά με αυτό, εξετάστηκαν δύο περιπτώσεις που θεωρήθηκαν πιθανές εναλλακτικές λύσεις βάσει του ινδικού νόμου περί φόρου εταιρειών, δηλαδή περίοδος απόσβεσης 6 ετών με τη μέθοδο γραμμικής απόσβεσης ή τη φθίνουσα μέθοδο υπολογισμού κατά την οποία η απόσβεση της αξίας των στοιχείων ενεργητικού, σε βάση υπόλοιπης αξίας, γίνεται κατά 40 % ετησίως. Η εταιρεία δεν έδειξε καμία προτίμηση αλλά εξακολούθησε να προβάλει επιχειρήματα υπέρ της εφαρμογής της περιόδου απόσβεσης 13 ετών που είχαν εφαρμόσει για τα μηχανήματα.

(44) Σχετικά με αυτό, συνήχθη το συμπέρασμα ότι η πιο εύλογη μέθοδος για να αποφασισθεί η καταλληλότερη περίοδος απόσβεσης, ήταν να ληφθεί υπόψη η συνήθης πρακτική του βιομηχανικού κλάδου, και να εξεταστούν οι ειδικές περιστάσεις αυτής της εταιρείας που είναι πολύ αποδοτική και πραγματοποιεί συνεχώς υψηλές επενδύσεις για το υπό εξέταση προϊόν. Από τις πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της έρευνας, φαίνεται ότι οι περισσότερες εταιρείες σημειώνουν ζημίες, και έχουν σημειώσει ζημίες για σημαντική χρονική περίοδο. Αυτό το γεγονός επιβραδύνει τις επενδύσεις και καταλήγει σε μακρύτερες περιόδους απόσβεσης. Η μέση περίοδος γι' αυτές τις εταιρείες που σημειώνουν ζημία είναι περίπου 6 έτη.

(45) Εντούτοις, η θέση του παραγωγού-εξαγωγέα είναι διαφορετική από το μέσο όρο των εταιρειών. Είναι πολύ αποδοτικός, πραγματοποιεί συνεχώς υψηλές επενδύσεις και είναι επομένως εύλογο να υποτεθεί ότι η περίοδος απόσβεσης θα είναι σχετικά μικρότερη γι' αυτόν τον παραγωγό από τον προαναφερόμενο μέσο όρο. Επομένως, θεωρήθηκε σκόπιμο να εφαρμοστεί η φθίνουσα μέθοδος υπολογισμού της απόσβεσης που λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι επιτρέπει την εσπευσμένη απόσβεση από ό,τι η γραμμική μέθοδος. Σημειώνεται ότι σε συνθήκες συνεχών τακτικών επενδύσεων, η φθίνουσα μέθοδος υπολογισμού αποσβέσεων που προβλέπει ο ινδικός νόμος περί εταιρειών και αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 43, επιτρέπει ταχύτερη κατά 30 % απόσβεση από ό,τι η αντίστοιχη γραμμική μέθοδος απόσβεσης σε αντιπροσωπευτική περίοδο 6 ετών που εφαρμόζεται όταν χρησιμοποιείται η γραμμική μέθοδος. Αυτό αντιστοιχεί σε περίοδο 4,2 ετών σε σύγκριση με τα 6 χρόνια για την γραμμική μέθοδο και αυτή η βραχύτερη περίοδος χρησιμοποιήθηκε για την κατανομή του οφέλους.

(46) Το ποσό που υπολογίστηκε κατά τον τρόπο αυτό, το οποίο αποδίδεται στην ΠΕ, προσαρμόστηκε με την προσθήκη του τόκου που αντιστοιχεί στην ΠΕ κατά τρόπο ώστε να καθοριστεί η συνολική αξία του οφέλους που προσπορίστηκε ο δικαιούχος δυνάμει του καθεστώτος αυτού. Λόγω του χαρακτήρα της επιδότησης αυτής, που αντιστοιχεί σε εφάπαξ επιχορήγηση, κρίθηκε κατάλληλο το μακροπρόθεσμο εμπορικό επιτόκιο που ίσχυε στην Ινδία κατά την ΠΕ. Το ποσό της επιδότησης κατανεμήθηκε επί του συνολικού κύκλου εργασιών των εξαγωγών της μονάδας με εξαγωγικό προσανατολισμό.

(47) Το οριστικό ποσό κατ' αξία της επιδότησης που καθορίστηκε για την απαλλαγή από τους εισαγωγικούς δασμούς επί των κεφαλαιουχικών αγαθών για την εταιρεία που αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας κατά την ΠΕ, ήταν 7,3 %.

2. Ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων

(48) Το οριστικό ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του βασικού κανονισμού, εκφραζόμενο κατ' αξίαν, για τους παραγωγούς-εξαγωγείς που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας, ανέρχεται σε 7,3 %. Δεδομένου ότι υπάρχει μόνον ένας παραγωγός-εξαγωγέας στην Ινδία, αυτή η διαπίστωση ισχύει για όλες τις ινδικές εξαγωγές.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Δ. ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

1. Κοινοτική παραγωγή

(49) Κατά την ΠΕ, οι CD-R κατασκευάζονταν στην Κοινότητα από τις ακόλουθες εταιρείες:

- πέντε καταγγέλλοντες παραγωγούς που συνεργάστηκαν στη διαδικασία,

- τέσσερεις μη καταγγέλλοντες παραγωγούς που υποστήριξαν την καταγγελία και συνεργάστηκαν με τη διαδικασία,

- δύο μη καταγγέλλοντες παραγωγούς που υποστήριξαν την καταγγελία αλλά αρνήθηκαν να συνεργαστούν επαρκώς με την έρευνα,

- έναν μη καταγγέλλοντα παραγωγό που υποστήριξε την καταγγελία και παρείχε ορισμένες γενικές πληροφορίες στην Επιτροπή,

- άλλους μη καταγγέλλοντες παραγωγούς που δεν συνεργάστηκαν κατά τη διαδικασία.

(50) Το γεγονός ότι ορισμένοι μη καταγγέλλοντες κοινοτικοί παραγωγοί συνεργάστηκαν στο πλαίσιο της έρευνας έδωσε στην Επιτροπή την ευκαιρία να εξετάσει σε βάθος το καθεστώς τους σε σχέση με το άρθρο 9 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Διαπιστώθηκε ότι ορισμένοι συνεργαζόμενοι παραγωγοί (καθώς και ορισμένοι από τους αρχικά μη καταγγέλλοντες) είχαν εισαγάγει CD-R αλλά κανένας δεν είχε κάνει εισαγωγές από την Ινδία. Επιπλέον, σημαντικό τμήμα αυτών των αγορών έγινε μόνον για να καλυφθεί η βραχυπρόθεσμη ζήτηση της αγοράς ενώ είχε δημιουργηθεί νέα ή πρόσθετη παραγωγική ικανότητα, που αντιπροσώπευε σχετικά ελάχιστο ποσοστό των αγορών σε σχέση με τις συνολικές πωλήσεις και την παραγωγή κατά την ΠΕ. Επομένως, δεν υπήρχε λόγος για να αποκλεισθούν αυτές οι εταιρείες από τον ορισμό της κοινοτικής παραγωγής.

(51) Πάνω σ' αυτή τη βάση, θεωρήθηκε ότι οι CD-R που παρήχθησαν από όλες τις προαναφερόμενες εταιρείες αποτελούν την κοινοτική παραγωγή κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

2. Ορισμός του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(52) Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 49, εννέα κοινοτικοί παραγωγοί που υποστήριξαν την καταγγελία συνεργάστηκαν πλήρως με την έρευνα. Αυτοί οι παραγωγοί αντιπροσώπευαν το μεγαλύτερο τμήμα της συνολικής κοινοτικής παραγωγής CD-R κατά την ΠΕ, στην παρούσα υπόθεση πάνω από το 60 %. Συνεπώς, θεωρήθηκε ότι αποτελούν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 1 και του άρθρου 10 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού. Οι εν λόγω παραγωγοί καλούνται εφεξής ο "κοινοτικός κλάδος παραγωγής".

Ε. ΖΗΜΙΑ

1. Κοινοτική κατανάλωση

(53) Η κοινοτική κατανάλωση υπολογίστηκε με βάση τον όγκο των πωλήσεων CD-R που παράγει ο ίδιος ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, τον όγκο των πωλήσεων δύο εταιρειών που αρνήθηκαν να συνεργαστούν επαρκώς και επομένως δεν αποτελούν τμήμα του κοινοτικού κλάδου, τον όγκο των πωλήσεων της εταιρείας που παρείχε μόνον γενικές πληροφορίες, τις πληροφορίες που παρείχε ο συνεργαζόμενος παραγωγός-εξαγωγέας, τα στοιχεία για τις εισαγωγές της Eurostat όσον αφορά τους όγκους καταγωγής άλλων τρίτων χωρών και τις εκτιμήσεις των πωλήσεων των υπόλοιπων μη συνεργαζόμενων κοινοτικών παραγωγών με βάση τις πληροφορίες που συγκέντρωσε η Επιτροπή όταν εξέτασε αν πρέπει να γίνει αποδεκτή η καταγγελία.

(54) Πάνω σ' αυτή τη βάση, διαπιστώθηκε ότι η κοινοτική κατανάλωση αυξήθηκε σημαντικά μεταξύ του 1998 και της ΠΕ (+ 1759000 χιλιάδες μονάδες). Λεπτομερέστερα, αυξήθηκε σημαντικά μεταξύ του 1998 και του 2000 και έφθασε στο υψηλότερο σημείο το 2001. Στη συνέχεια, μεταξύ του 2001 και της ΠΕ σημείωσε ελαφρά πτώση. Η εξέλιξη της κατανάλωση πρέπει να εξεταστεί με βάση το γεγονός ότι ότι οι CD-R είναι σχετικά πρόσφατα προϊόντα. Άρχισαν να διατίθενται στο ευρύ κοινό τελευταία και καθιερώθηκαν κυρίως κατά τα έτη 1997-1998. Έκτοτε, η αύξηση της ζήτησης αυτού του νέου μέσου αποθήκευσης δεδομένων υπήρξε θεαματική. Το γεγονός αυτό αιτιολογεί την εξέλιξη που εμφανίζουν ορισμένοι δείκτες, όπως η κατανάλωση.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

2. Εισαγωγές CD-R στην Κοινότητα

α) Όγκος και μερίδιο αγοράς των εισαγωγών καταγωγής Ινδίας

(55) Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, ο όγκος των εισαγωγών από την Ινδία αυξήθηκε θεαματικά κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Ενώ αυτές οι εισαγωγές ήταν ασήμαντες το 1998 και 1999, αυξήθηκαν σε περίπου 2000 εκατ. μονάδες κατά την ΠΕ. Η αύξηση των εισαγωγών ήταν ιδιαίτερα έντονη μεταξύ του 1999 και 2000 (οι εισαγωγές πολλαπλασιάστηκαν επί 26), παρόλο που πρέπει να αναφερθεί ότι το μερίδιο της αγοράς των ινδικών εισαγωγών βρισκόταν ήδη σε ελάχιστο επίπεδο εκείνη την περίοδο, και μεταξύ του 2000 και του 2001, όταν οι όγκοι πολλαπλασιάστηκαν επί 10. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την Eurostat, η Ινδία έγινε κατά το 2001 και την ΠΕ, η δεύτερη σημαντικότερη χώρα εισαγωγής του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(56) Το μερίδιο της αγοράς που κατέχει η εν λόγω χώρα, αυξήθηκε από μηδέν σε 9 % μεταξύ του 1998 και της ΠΕ. Η αύξηση ήταν ιδιαίτερα αισθητή στο διάστημα μεταξύ 2000 και 2001, οπότε αυξήθηκαν κατά 6 εκατοστιαίες μονάδες.

(57) Η αύξηση του μεριδίου αγοράς της Ινδίας πρέπει να εξεταστεί παράλληλα με την αύξηση του μεριδίου αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την περίοδο από το 1998 έως την ΠΕ. Ενώ το μερίδιο αγοράς της Ινδίας αυξήθηκε κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες κατά την εξεταζόμενη περίοδο, το μερίδιο του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε μόνον κατά 3,7 ποσοστιαίες μονάδες την ίδια περίοδο.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

β) Εξέλιξη των τιμών

(58) Η μέση τιμή εισαγωγής CD-R από την Ινδία αυξήθηκε κατ' αρχήν σημαντικά μεταξύ του 1998 και του 1999. Εντούτοις, αυτές οι αυξήσεις τιμών δεν ήταν πιθανώς πολύ αντιπροσωπευτικές λόγω των μικρών ποσοτήτων που εξήχθησαν.

(59) Από το 1999, οι τιμές μειώθηκαν σημαντικά μέχρι το 2001 (συνολικά 77 % κατά την ίδια περίοδο) και εν συνεχεία αυξήθηκαν και πάλι παρόλο που αυτή η αύξηση ήταν μόνον 17 % μεταξύ του 2001 και της ΠΕ όταν διαπιστώθηκε ότι ήταν 0,33 ευρώ ανά μονάδα. Εν συνεχεία, μεταξύ του 2000 και του 2001, οι τιμές εισαγωγής μειώθηκαν πάλι μαζικά. Αυτό συνοδεύτηκε από εξίσου μαζική αύξηση των όγκων των εισαγωγών από την Ινδία. Η μείωση των τιμών από το 2000 μέχρι το τέλος της ΠΕ ανήλθε σε συνολικά 59 %.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(60) Ο συνεργαζόμενος παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίστηκε ότι ήταν ο μοναδικός παραγωγός-εξαγωγέας στην Ινδία κατά την ΠΕ, και ότι άρχισε την παραγωγή του CD-R μόνον το 1999. Κατά συνέπεια τα στοιχεία της Eurostat που χρησιμοποίησε η Επιτροπή ήταν παραπλανητικά και δεν αποτελούσαν την κατάλληλη βάση για να υπολογιστεί η εξέλιξη των ινδικών τιμών. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι αυτή η προσέγγιση οδηγεί σε τεχνητά διογκωμένη μείωση της τιμής εισαγωγής 59 % μεταξύ του 2000 και της ΠΕ.

(61) Εντούτοις, όπως ήδη αναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 10, η ανάλυση των τάσεων σχετικά με την ζημία καλύπτει μεγαλύτερη χρονική περίοδο από την ΠΕ. Επιπλέον, όπως αναφέρεται κατωτέρω, τα στοιχεία της Eurostat οδηγούν σε παρόμοια τάση με εκείνην που δείχνουν τα στοιχεία τα οποία υπέβαλε ο ίδιος ο παραγωγός εξαγωγέας.

(62) Όντως για να μην υπάρξουν αμφιβολίες ως προς την προσέγγιση που εφαρμόζεται, τα στοιχεία που υπέβαλε ο παραγωγός-εξαγωγέας εξετάστηκαν και παρουσιάζονται κατωτέρω σε μορφή δείκτη, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι αυτά τα στοιχεία στηρίζονται στο φορολογικό έτος, δηλαδή Απρίλιος έως Μάρτιος, σε αντίθεση με το ημερολογιακό έτος, δηλαδή Ιανουάριος έως Δεκέμβριος.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(63) Πάνω σ' αυτή τη βάση, ο όγκος των εισαγωγών από τον Ινδό παραγωγό-εξαγωγέα αυξήθηκε θεαματικά εφόσον πολλαπλασιάστηκε επί 28 από την έναρξη της παραγωγής αυτού του συγκεκριμένου παραγωγού-εξαγωγέα το 1999 έως την ΠΕ, το μερίδιο αγοράς του αυξήθηκε από μηδέν σε πάνω από 10 % μεταξύ του 2000 και της ΠΕ και οι τιμές πωλήσεών του μειώθηκαν κατά 54 % μεταξύ του 2000 και της ΠΕ.

(64) Οι ανωτέρω τάσεις για την περίοδο 2000 έως την ΠΕ είναι παρόμοιες με τις τάσεις που διαπιστώθηκαν με βάση τα στοιχεία της Eurostat για παρόμοια περίοδο. Επιπλέον, η ανάλυση της ζημίας γίνεται σε επίπεδο χώρας και δεν πρέπει να περιοριστεί στην ανάλυση ατομικής εταιρείας. Επειδή δεν μπορούσε να αποκλεισθεί το ότι άλλοι άγνωστοι Ινδοί κατασκευαστές παρήγαν και εξήγαν CD-R στην Κοινότητα κατά την ΠΕ, αποφασίσθηκε να χρησιμοποιηθούν τα στοιχεία της Eurostat την ανάλυση των τάσεων της ζημίας. Εν πάση περιπτώσει, τα συμπεράσματα όσον αφορά τη ζημία έχουν επικεντρωθεί στην περίοδο 2000 έως την ΠΕ, δηλαδή την περίοδο κατά την οποία ο εν λόγω παραγωγός πραγματοποιούσε τις εξαγωγές του. Υπό αυτές τις συνθήκες, και για τους λόγους που εξηγούνται ανωτέρω, η Επιτροπή αποφάσισε να προβεί σε ανάλυση της ζημίας με βάση τα στοιχεία της Eurostat.

γ) Τιμές χαμηλότερες των κοινοτικών

(65) Για τον καθορισμό των της πρακτικής πώλησης σε τιμές χαμηλότερες των κοινοτικών, η Επιτροπή ανέλυσε τα στοιχεία όσον αφορά τις τιμές που αναφέρονται στην περίοδο έρευνας. Οι σχετικές τιμές πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής είναι καθαρές τιμές μετά την αφαίρεση των μειώσεων, εκπτώσεων και των επιβαρύνσεων. Οι τιμές αυτές προσαρμόστηκαν, εφόσον ήταν απαραίτητο, σε επίπεδο "εκ του εργοστασίου", δηλαδή εξαιρουμένων των εξόδων μεταφοράς στην Κοινότητα. Οι τιμές των εισαγωγών από την Ινδία που συγκρίθηκαν είναι και αυτές καθαρές, με αφαίρεση των εκπτώσεων και μειώσεων και προσαρμόζονται όπου κρίνεται απαραίτητο στην τιμή cif στα κοινοτικά σύνορα.

(66) Μετά από τις αιτούμενες διευκρινίσεις εκ μέρους του Ινδού παραγωγού-εξαγωγέα, επιβεβαιώνεται, όπως αναφέρεται ανωτέρω (βλέπε αιτιολογική σκέψη 65), ότι, όταν κρίθηκε σκόπιμο, έγινε προσαρμογή των κοινοτικών τιμών πωλήσεων για να μειωθούν οι εισφορές για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας.

(67) Βάσει των απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο, είναι δυνατός ο προσδιορισμός διαφορετικών κατηγοριών CD-R για λόγους σύγκρισης με βάση τα ακόλουθα κριτήρια: χωρητικότητα, τύπος εγγεγραμμένων δεδομένων, φύση της ανακλαστικής στρώσης, εκτύπωση και συσκευασία. Όπως και κατά την προηγούμενη υπόθεση της Ταϊβάν, διαπιστώθηκε ότι τα φυσικά χαρακτηριστικά των CD-R δεν επέδρασαν αποφασιστικά στην τιμή πώλησης των CD-R, ενώ αποδείχθηκε ότι η συσκευασία αποτέλεσε σημαντικό κριτήριο για τη σύγκριση.

(68) Οι τιμές πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και οι τιμές εισαγωγής των παραγωγών-εξαγωγέων της Ινδίας συγκρίθηκαν σε επίπεδο εκ του εργοστασίου και σύνορα της Κοινότητας αντιστοίχως, σε ανεξάρτητους πελάτες στην κοινοτική αγορά, με τις δέουσες προσαρμογές, όπου ήταν απαραίτητο.

(69) Πάνω σ' αυτή τη βάση, διαπιστώθηκε η εφαρμογή τιμών χαμηλότερων από τις κοινοτικές για τις εισαγωγές από την Ινδία. Το επίπεδο αυτών των χαμηλότερων τιμών, εκφρασμένο ως ποσοστό της μέσης τιμής πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, κυμαινόταν από 3,47 % σε 66,25 %. Το μέσο σταθμισμένο περιθώριο πώλησης σε τιμές χαμηλότερες από τις κοινοτικές ήταν 17,69 %. Επιπλέον, λόγω των απωλειών που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής και των συμπιεσμένων τιμών, διαπιστώθηκαν επίσης πωλήσεις σε τιμές κατώτερες από τις τιμές-στόχους των κοινοτικών παραγωγών.

(70) Ο Ινδός παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίστηκε ότι η σύγκριση δεν έγινε σε σωστό επίπεδο εμπορίας, εφόσον το μεγαλύτερο τμήμα των εξαγωγών του στην Κοινότητα αφορούσε πωλήσεις ΚΑΕ (δηλ. κατασκευαστών ανάλογου εξοπλισμού), ενώ ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής προσανατολίζεται, κατά τους ισχυρισμούς, κυρίως σε τελικούς χρήστες και σε αγορές λιανικής πώλησης.

(71) Τελικά, πρέπει να αναφερθεί ότι η ινδική εταιρεία έδωσε στον όρο ΚΑΕ μια σχετικά ευρεία έννοια. Για παράδειγμα, συμπεριέλαβε σ' αυτόν επίσης τις πωλήσεις σε εταιρείες οι οποίες κατασκευάζουν άλλα προϊόντα εκτός CDR και οι οποίες μεταπωλούν αυτά τα CDR με το δικό τους εμπορικό σήμα. Ο ορισμός ΚΑΕ που χρησιμοποίησε η ινδική εταιρεία δεν αντιστοιχεί στον ορισμό που χρησιμοποιούν συνήθως τα κοινοτικά όργανα. Εντούτοις, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι οι πωλήσεις σε ΚΑΕ έχουν την ευρεία έννοια που τους δίνει η ινδική εταιρεία, το μέσο σταθμισμένο περιθώριο τιμών χαμηλότερων από τις κοινοτικές που διαπιστώθηκε, είναι εξίσου σημαντικό, δηλαδή περίπου 12 %.

3. Κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

α) Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

i) Επιπτώσεις του προηγούμενου ντάμπινγκ

Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής βρίσκεται ακόμη σε φάση ανάκαμψης από τις επιπτώσεις προηγούμενου ντάμπινγκ που είχε ασκηθεί στις εισαγωγές CD-R καταγωγής Ταϊβάν. Όντως, επειδή ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1050/2002(5) για την επιβολή οριστικών μέτρων στις εισαγωγές από την Ταϊβάν, τέθηκε μόλις πρόσφατα σε ισχύ (τον Ιούνιο 2002), ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν ήταν ακόμη σε θέση να ανακάμψει πλήρως.

ii) Έναρξη παραγωγής CD-R στην Κοινότητα

(72) Όπως αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2479/2001(6) της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2001, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές οπτικών δίσκων με δυνατότητας εγγραφής καταγωγής Ταϊβάν που ασχολείται με τους CDR από την Ταϊβάν, το πρώτο κύμα ευρωπαϊκών εγκαταστάσεων παραγωγής τοποθετείται γύρω στο 1997, που πρέπει επομένως να θεωρηθεί ως το έτος έναρξης παραγωγής με αναπόφευκτα υψηλό κόστος μονάδας και χαμηλό ποσοστό χρησιμοποίησης της ικανότητας παραγωγής. Μετά την επίτευξη εύλογης κλίμακας παραγωγής και τη σημαντική μείωση του κόστους παραγωγής, οι προοπτικές για τον συγκεκριμένο κλάδο ήταν ευνοϊκές το 1999. Αυτό προσέλκυσε περισσότερες επενδύσεις και νέους παραγωγούς στην αγορά. Επιπλέον, πρέπει να υπενθυμισθούν οι εξαιρετικές συνθήκες της αγοράς που ήδη αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 54. Η αύξηση της κοινοτικής κατανάλωσης ήταν θεαματική κατά την εξεταζόμενη περίοδο και αυτό εξηγεί το λόγο για τον οποίο ορισμένοι δείκτες, όπως η παραγωγή ή ο όγκος των πωλήσεων, σημείωσαν ταχεία ανάπτυξη.

β) Παραγωγή, παραγωγική ικανότητα και χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(73) Λόγω της ανάπτυξης της κοινοτικής κατανάλωσης, η παραγωγή CD-R του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε συνεχώς κατά την εξεταζόμενη περίοδο εφόσον αυξήθηκε κατά μέσον όρο 80 εκατ. μονάδες ετησίως μεταξύ του 1998 και της ΠΕ. Η αύξηση ήταν ιδιαίτερα υψηλή μεταξύ του 1999 και του 2000 (+ 74 %) και μεταξύ του 2000 και του 2001 (+ 30 %), αλλά μειώθηκε κατά την ΠΕ (+ 4 %).

(74) Η ικανότητα παραγωγής ακολούθησε παρόμοια τάση με εκείνη της παραγωγής. Πολλαπλασιάστηκε επί 5 μεταξύ του 1998 και της ΠΕ. Από το 1998 μέχρι το τέλος του 1999, η αύξηση της ικανότητας οφειλόταν κυρίως σε σημαντικές επενδύσεις σε μηχανήματα και εξοπλισμό, που έγιναν μετά την περίοδο έναρξης των δραστηριοτήτων και που συμφωνούσαν με την εξαιρετική αύξηση της κατανάλωσης. Από το 2001, εντούτοις, η αύξηση της ικανότητας περιορίστηκε και αυτό μπορεί κυρίως να εξηγηθεί από τις επενδύσεις για να αντικατασταθούν τα μηχανήματα της πρώτης γενεάς από νέο και πιο αποτελεσματικό εξοπλισμό.

(75) Ως συνέπεια της παράλληλης εξέλιξης της παραγωγής και της ικανότητας, η χρησιμοποίηση της παραγωγής ικανότητας αυξήθηκε κατά λιγότερο από 3 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ του 1998 και της ΠΕ.

γ) Όγκος των πωλήσεων, τιμή πώλησης και παράγοντες που επηρεάζουν τις τιμές, μερίδιο αγοράς και μεγέθυνση

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(76) Ο όγκος των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε σημαντικά κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Από το 1998 μέχρι την ΠΕ, οι πωλήσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής σε όγκο πολλαπλασιάστηκαν επί 6,6 δηλαδή σημειώθηκε αύξηση περίπου 250 εκατ. μονάδων. Αυτή η αύξηση του όγκου των πωλήσεων πρέπει εντούτοις να εξεταστεί σύμφωνα με την εξέλιξη της κοινοτικής κατανάλωσης που αυξήθηκε κατά 1759 εκατ. μονάδες κατά την υπό εξέταση περίοδο. Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι, ενώ οι όγκοι αυξήθηκαν κατά 66 % μεταξύ του 2000 και του 2001, αυξήθηκαν μόνον κατά 6 % μεταξύ της ΠΕ σε σύγκριση με το 2001.

(77) Οι μέσες τιμές πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκαν κατά 59 % κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Η μείωση της ιδιαίτερα έντονη μεταξύ του 2000 και της ΠΕ όταν οι τιμές πωλήσεων μειώθηκαν κατά 36 %.

(78) Κατά την εξέταση παραγόντων που επηρεάζουν τις εγχώριες τιμές η ανάλυση επικεντρώθηκε κυρίως στη συρρίκνωση της ζήτησης μεταξύ του 2001 και της ΠΕ και στο κόστος παραγωγής. Δεδομένου ότι οι τιμές των επιδοτούμενων εισαγωγών ήταν πολύ χαμηλές στην κοινοτική αγορά, θεωρείται ότι η συρρίκνωση της ζήτησης από μόνη της δεν είχε σοβαρές συνέπειες στις τιμές εφόσον οφείλεται κυρίως στη μείωση των εισαγωγών με χαμηλές τιμές από την Ταϊβάν μετά την επιβολή των μέτρων αντιντάμπινγκ. Όπως εξηγείται κατωτέρω (βλέπε αιτιολογική σκέψη 90) το κόστος παραγωγής μειώθηκε συνεχώς μεταξύ του 1998 και της ΠΕ. Κανονικά σε θεμιτές συνθήκες αγοράς, αυτή η μείωση του κόστους πρέπει να έχει άμεσες συνέπειες στην αποδοτικότητα. Εντούτοις, αυτό δεν συνέβη εφόσον, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 91), η αποδοτικότητα ήταν θετική μόνον μια φορά το 1999 και εν συνεχεία ήταν αρνητική μέχρι την ΠΕ.

(79) Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ανέκτησε 3,7 ποσοστιαίες μονάδες μεριδίου αγοράς μεταξύ του 1998 και της ΠΕ όταν οι πωλήσεις τους αντιστοιχούσαν, όπως διαπιστώθηκε, στο 13,4 % της κοινοτικής κατανάλωσης.

δ) Αποθέματα

(80) Τα αποθέματα CD-R ιδίας παραγωγής αυξήθηκαν σημαντικά προς τα τέλη του 1999 και ακόμη περισσότερο προς τα τέλη του 2001. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο όγκος των πωλήσεων αυξήθηκε λιγότερο από ό,τι είχε προβλεφθεί. Τα αποθέματα, εκφρασμένα ως ποσοστό της παραγωγής CD-R, ήταν 15 % κατά την ΠΕ.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(81) Ο παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίστηκε ότι η εξέταση των αποθεμάτων που έκανε η Επιτροπή, δεν είναι ορθή εφόσον τα στοιχεία περιλαμβάνουν το επίπεδο αποθεμάτων τριών εταιρειών που είναι συνδεδεμένες με τους κατασκευαστές της Ταϊβάν και ότι αυτές οι εταιρείες έχουν αυξήσει τα αποθέματά τους CD-R δικής τους παραγωγής για να απορροφήσουν τις τεράστιες ποσότητες CD-R που εισάγονταν από την Ταϊβάν πριν την επιβολή των μέτρων αντιντάμπινγκ.

(82) Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι μια από τις εταιρείες που αναφέρει ο Ινδός παραγωγός-εξαγωγέας δεν συμπεριλήφθηκε στον ορισμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής επειδή αρνήθηκε να συνεργαστεί επαρκώς με την έρευνα.

(83) Για μία από τις δύο άλλες εταιρείες που αναφέρει ο Ινδός παραγωγός-εξαγωγέας, τα αποθέματα CD-R δικής του παραγωγής όταν άρχισε να αγοράζει το υπό εξέταση προϊόν, ήταν τα χαμηλότερα ολόκληρης της περιόδου 1998-ΠΕ και το μερίδιό του στο σύνολο των στοιχείων για τα αποθέματα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής είναι ελάχιστο. Επομένως, τα αποθέματά του CD-R δικής του παραγωγής δεν έχουν αυξηθεί τεχνητά από τις αγορές του και επιπλέον, δεν επηρέασαν σημαντικά την εξέλιξη των στοιχείων για τα αποθέματα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

(84) Για την τρίτη εταιρεία, πρέπει να αναφερθεί ότι αυτή η εταιρεία εισήλθε στην αγορά CD-R μόνον το 2000 και έπρεπε να ανταποκριθεί στη ζήτηση με προϊόντα που αγόραζε πριν γίνουν εντελώς λειτουργικές οι δικές της εγκαταστάσεις παραγωγής. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η χρησιμοποίηση της ικανότητας παραγωγής του ήταν η υψηλότερη ολόκληρης της εξεταζόμενης περιόδου όταν άρχισε να αγοράζει, και έτσι δεν είχε άλλη επιλογή από το να ικανοποιεί την επιπλέον ζήτηση με τις αγορές.

(85) Προβλήθηκε επίσης το επιχείρημα ότι μία από αυτές τις δύο εταιρείες έχει μειώσει εσκεμμένως την παραγωγή της για να απορροφήσει τις αγορές της CD-R από την Ταϊβάν που είχε πραγματοποιήσει πριν την επιβολή των μέτρων αντιντάμπινγκ.

(86) Εντούτοις, πρέπει να αναφερθεί ότι οι αγορές αυτής της εταιρείας άρχισαν αρκετά πριν την έναρξη της έρευνας αντιντάμπινγκ στην Ταϊβάν (δηλαδή, το 2000 ενώ η ανακοίνωση δημοσιεύθηκε το 2001). Επομένως δεν φαίνεται πιθανό αυτές οι αγορές να έγιναν για να μην καταβληθούν οι δασμοί αντιντάμπινγκ και πρέπει να μάλλον να θεωρηθούν ως ένας τρόπος για να συμπληρώσει αυτή η εταιρεία το φάσμα προϊόντος του ομοειδούς προϊόντος. Επιπλέον, αυτές οι αγορές μειώθηκαν κατά πάνω από 25 % μεταξύ του 2000 και του 2001.

(87) Τέλος, ο Ινδός παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίστηκε ότι, παρόλο που τα αποθέματα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, εκφρασμένα ως ποσοστό της παραγωγής του CD-R, ήταν 15 % κατά την ΠΕ, αναφέρθηκε στοιχείο 20 % για το 2000 στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2479/2001 της Επιτροπής για την επιβολή των μέτρων στην Ταϊβάν, πράγμα που βελτίωσε κατά 25 % το επίπεδο των αποθεμάτων μεταξύ του 2000 και της ΠΕ.

(88) Σχετικά με αυτό, παρόλο που σημειώθηκε ελαφρά βελτίωση μεταξύ του 2000 και της ΠΕ, αυτή δεν πλησιάζει το 25 % που ανέφερε ο παραγωγός-εξαγωγέας, και επιπλέον πρέπει να τονιστεί ότι τα στοιχεία από τις δύο έρευνες δεν είναι συγκρίσιμα εφόσον ο ορισμός του κοινοτικού κλάδου παραγωγής δεν είναι ο ίδιος σ' αυτές τις έρευνες.

(89) Για όλους τους λόγους που δίνονται ανωτέρω, τα επιχειρήματα απορρίφθηκαν.

ε) Κόστος παραγωγής και αποδοτικότητα

(90) Το συνολικό κόστος μονάδας παραγωγής μειώθηκε σημαντικά (δηλαδή κατά 55 %) μεταξύ του 1998 και της ΠΕ. Ως συνέπεια των βελτιώσεων και των προσαρμογών της διαδικασίας παραγωγής, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής μπορούσε να μειώνει τακτικά το κόστος κατασκευής του, το οποίο αντιστοιχούσε κατά την ΠΕ στο 80 % περίπου του πλήρους κόστους παραγωγής CD-R.

(91) Παρά τις προσπάθειές του να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά του μειώνοντας το κόστος, η αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου μειώθηκε κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ του 1998 και της ΠΕ. Κατ' αρχήν βελτιώθηκε μεταξύ του 1998 και του 1999 όταν διαπιστώθηκε ότι βρισκόταν σε θετικά επίπεδα. Εν συνεχεία μειώθηκε το 2000 στα ίδια επίπεδα ζημιών όπως και το 1998 (δηλαδή - 1 %), μειώθηκε κατά περαιτέρω 11 ποσοστιαίες μονάδες το 2001 και κατά την ΠΕ σημείωσε ζημία 11 %). Η σημαντική μείωση του κόστους που έλαβε χώρα μεταξύ του 2000 και της ΠΕ (δηλαδή 30 %), δεν ήταν επομένως επαρκής για να αντισταθμίσει τη μείωση 36 % των τιμών που σημειώθηκε κατά την ίδια περίοδο.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

στ) Επενδύσεις, απόδοση των επενδύσεων, ταμειακές ροές και ικανότητα άντλησης κεφαλαίων

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(92) Κατά τη διάρκεια του 1998 πραγματοποιήθηκαν σημαντικές επενδύσεις, όταν ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής βρισκόταν ακόμη στη φάση έναρξης των δραστηριοτήτων και κατά τη διάρκεια του 1999 και μέρους του 2000 όταν έλαβε χώρα ένα δεύτερο κύμα επενδύσεων, λόγω των ευνοϊκών συνθηκών της αγοράς που επικρατούσαν την οποία που γίνονταν οι εκτιμήσεις των επενδύσεων.

(93) Λόγω της θεαματικής αλλαγής των συνθηκών της αγοράς και ειδικότερα της μείωσης των τιμών πώλησης στην αγορά, οι νέες αποφάσεις για επενδύσεις το 2000 κατά ένα μεγάλο ποσοστό αναβλήθηκαν ή ακυρώθηκαν, παρά την περαιτέρω αύξηση της κοινοτικής κατανάλωσης.

(94) Ο ινδός παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίστηκε ότι τα στοιχεία για τις επενδύσεις δεν συμφωνούν με τα στοιχεία που αφορούν την παραγωγή και την ικανότητα παραγωγής που δείχνουν τάση αύξησης. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι τα στοιχεία των επενδύσεων είναι μόνον 14 εκατ. ευρώ για την ΠΕ ενώ σύμφωνα με τις μη εμπιστευτικές απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο ενός προμηθευτή μηχανημάτων, αυτός ο τελευταίο είχε ο ίδιος πωλήσεις εξοπλισμό σε Ευρωπαίους παραγωγούς CD-R συνολικής αξίας 17 εκατ. ευρώ κατά την ΠΕ.

(95) Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ των επενδύσεων και της εξέλιξης της παραγωγής εφόσον παρέρχεται χρονικό διάστημα πολλών μηνών μεταξύ της αγοράς του εξοπλισμού και της έναρξης παραγωγής. Επιπλέον, η αύξηση παραγωγής απορρέει επίσης από τη βελτίωση της διαδικασίας παραγωγής και όχι αναγκαστικά μόνον από το νέο εξοπλισμό. Όσον αφορά την ικανότητα, πρέπει να αναφερθεί ότι η ικανότητα που χρησιμοποιήθηκε ως δείκτης της ζημίας είναι η τεχνική ικανότητα η οποία επίσης διαφέρει από ένα έτος στο άλλο λόγω τεχνικών προβλημάτων ή/και αποφάσεων διαχείρισης που στηρίζονται σε προγνωστικά της αγοράς, χωρίς να έχει επιπτώσεις στον αριθμό των μηχανημάτων.

(96) Δεύτερον, όσον αφορά τον προμηθευτή, η επίσκεψη επαλήθευσης στις εγκαταστάσεις του έδειξε ότι τα στοιχεία που δήλωσε στην απάντηση στο ερωτηματολόγιο δεν μπορούσαν να συγκριθούν απευθείας με τα στοιχεία των επενδύσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και ήταν λανθασμένα εφόσον, πρώτον, συμπεριλάμβαναν Ευρωπαίους πελάτες και, δεύτερον, δεν συμπεριλάμβαναν μόνον πωλήσεις CD-R σε κατασκευαστές αλλά και σε άλλους τύπους παραγωγών οπτικών δίσκων.

(97) Η απόδοση των επενδύσεων, εκφρασμένη ως η σχέση μεταξύ του καθαρού κέρδους του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και της καθαρής λογιστικής αξίας των επενδύσεών του, ακολούθησε κατά πολύ την τάση της αποδοτικότητας και μειώθηκε από - 1 % το 1998 σε - 18 % κατά την ΠΕ.

(98) Οι ταμειακές ροές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής παρόλο που παρέμειναν θετικές, δεν ήταν εντούτοις επαρκείς για να αντισταθμίσουν την απόσβεση, τις προσαρμογές της αξίας και τις προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων. Οι ταμειακές ροές σημείωσαν συνεχή πτώση από το 1999.

(99) Η έρευνα καθόρισε ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αντιμετώπιζε όλο και μεγαλύτερες δυσκολίες άντλησης κεφαλαίων κατά την υπό εξέταση περίοδο λόγω της οικονομικής του κατάστασης και ειδικότερα της επιδείνωσης της αποδοτικότητάς του.

ζ) Απασχόληση, παραγωγικότητα και μισθοί

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(100) Η απασχόληση για το υπό εξέταση προϊόν διπλασιάστηκε κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Η αύξηση αυτή συμβαδίζει με τη δημιουργία νέας ικανότητας. Η παραγωγικότητα ανά απασχολούμενο αυξήθηκε επίσης συνεχώς μεταξύ του 1998 και της ΠΕ όταν διαπιστώθηκε ότι ήταν δύο φορές σημαντικότερη από ό,τι το 1998. 0ι μέσοι μισθοί ανά υπάλληλο αυξήθηκαν κατά 29 % κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου.

η) Μέγεθος των επιδοτήσεων

(101) Λαμβανομένων υπόψη του μεγάλου όγκου και των χαμηλών τιμών των εισαγωγών από την Ινδία, οι επιπτώσεις των επιδοτήσεων στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής δεν μπορούν να θεωρηθούν ελάχιστες.

4. Συμπέρασμα για τη ζημία

(102) Ο όγκος των εισαγωγών σε χαμηλές τιμές από την Ινδία αυξήθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Το μερίδιο αγοράς τους αυξήθηκε από μηδέν σε 9 %, παρόλο που οι Ινδικές τιμές εισαγωγής αυξήθηκαν κατά τα έτη 1998-1999, και εν συνεχεία μειώθηκαν σημαντικά αν και όχι στα επίπεδα του 1998. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αύξηση των Ινδικών εισαγωγών και η μείωση της τιμής πωλήσεων ήταν ιδιαίτερα αισθητές μεταξύ του 2000 και της ΠΕ. Οι όγκοι των εισαγωγών κατά την περίοδο αυτή πολλαπλασιάστηκαν επί 10 και οι τιμές εισαγωγής μειώθηκαν κατά 59 %, σε επίπεδα χαμηλότερα από τις τιμές πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής (που σημείωσε ζημία) κατά μέσον όρον περίπου 17,7 % κατά την ΠΕ.

(103) Ορισμένοι οικονομικοί δείκτες που αφορούν την κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, όπως η παραγωγή CD-R, η παραγωγική ικανότητα, η χρησιμοποίηση της ικανότητας, ο όγκος των πωλήσεων, το μερίδιο παραγωγής, η απασχόληση και η παραγωγικότητα, σημείωσαν θετικές εξελίξεις κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Εν πάση περιπτώσει, αυτές οι θετικές εξελίξεις εξουδετερώθηκαν από άλλους δείκτες που επιδεινώθηκαν θεαματικά κατά την ίδια περίοδο όπως οι μέσες τιμές πωλήσεων, τα αποθέματα, οι επενδύσεις, η αποδοτικότητα, η απόδοση των επενδύσεων και οι ταμειακές ροές.

(104) Η μείωση του κόστους παραγωγής σε συνδυασμό με την αύξηση της παραγωγικότητας, επέτρεψε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να επιτύχει αποδοτικότητα το 1999 αλλά οι περαιτέρω μειώσεις του κόστους δεν ήταν επαρκείς για να αντισταθμίσουν τη σημαντική μείωση των τιμών πωλήσεων που οδήγησαν σε σημαντικές οικονομικές ζημίες κατά την ΠΕ.

(105) Λαμβάνοντας υπόψη τους προαναφερθέντες παράγοντες, ειδικότερα το γεγονός ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν μπόρεσε να επωφεληθεί από τη μείωση του κόστους, ότι τα επενδυτικά προγράμματα για CD-R μειώθηκαν σε σημαντικό βαθμό εξαιτίας της καθοδικής τάσης των τιμών πώλησης, ότι οι τιμές πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ήταν υψηλότερες από τις τιμές των εισαγωγών από την Ινδία, την οικονομική ζημία κατά την ΠΕ, θεωρείται ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία.

ΣΤ. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

1. Εισαγωγή

(106) Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφοι 6 και 7 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε αν οι εισαγωγές CD-R καταγωγής Ινδίας που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων προκάλεσαν στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής ζημία σε βαθμό που να μπορεί να θεωρηθεί σημαντικός. Εξετάστηκαν επίσης και διάφοροι άλλοι γνωστοί παράγοντες, πέραν των επιδοτούμενων εισαγωγών, που μπορούσαν να προκαλέσουν συγχρόνως ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, ώστε να εξασφαλιστεί ότι η πιθανή ζημία που προκλήθηκε από αυτούς δεν αποδόθηκε στις επιδοτούμενες εισαγωγές.

(107) Κατά την ανάλυση της αιτιώδους συνάφειας, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι είχε συναχθεί προηγουμένως το συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές καταγωγής Ταϊβάν είχαν προκαλέσει σημαντική ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Η περίοδος έρευνας σχετικά με την Ταϊβάν ήταν το ημερολογιακό έτος 2000 και τα προσωρινά μέτρα στις εισαγωγές καταγωγής Ταϊβάν επιβλήθηκαν τον Δεκέμβριο 2001. Οι εισαγωγές από την Ινδία εντούτοις ήταν παρούσες στην κοινοτική αγορά σε σημαντικούς όγκους το 2001 και κατά την ΠΕ, δηλαδή με άλλα λόγια ακριβώς μετά την ΠΕ για την διαδικασία όσον αφορά την Ταϊβάν. Βάσει αυτών των εξελίξεων, τα συμπεράσματα στην παρούσα υπόθεση πρέπει να συναχθούν σε συνδυασμό με τις διαπιστώσεις της διαδικασίας όσον αφορά την Ταϊβάν.

2. Επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων

(108) Η κοινοτική κατανάλωση CD-R αυξήθηκε θεαματικά κατά την εξεταζόμενη περίοδο από 459 εκατομμύρια CD-R το 1998 σε 2218 εκατομμύρια CD-R κατά την ΠΕ. Οι πωλήσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκαν με παρόμοιο ρυθμό, ενώ οι επιδοτούμενες εισαγωγές καταγωγής Ινδίας αυξήθηκαν πολύ περισσότερο κατά την ίδια περίοδο, φθάνοντας τις 196 εκατ. μονάδες την ΠΕ, που αντιστοιχεί σε αύξηση μεριδίου αγοράς από 0 σε 9 %. Κατά την ίδια περίοδο, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αύξησε το μερίδιο της αγοράς του κατά μόνον 3,7 ποσοστιαίες μονάδες δηλαδή από 9,7 σε 13,4 % που αντιστοιχεί σε πωλήσεις 297 εκατ. μονάδων κατά την ΠΕ. Επιπλέον, οι εισαγωγές από την Ινδία ανέκτησαν το τμήμα του μεριδίου αγοράς που έχασε η Ταϊβάν, αφού επιβλήθηκαν προσωρινοί δασμοί αντιντάμπινγκ το Δεκέμβριο 2001.

(109) Παρόλο που οι ινδικές τιμές εισαγωγής αυξήθηκαν κατά την υπό εξέταση περίοδο, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι οι εισαχθέντες όγκοι από την Ινδία δεν ήταν σημαντικοί μέχρι το τέλος του έτους 2000 όταν άρχισε να αυξάνεται ο όγκος των εισαγωγών. Μεταξύ του έτους 2000 όταν οι ινδικές εισαγωγές έφθασαν για πρώτη φορά το 1 % της κοινοτικής κατανάλωσης και της ΠΕ όταν αντιστοιχούσαν στο 9 % της κοινοτικής κατανάλωσης, οι ινδικές τιμές εισαγωγής μειώθηκαν κατά 59 %. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, οι ινδικές τιμές εισαγωγής ήταν, το 2001, 32 % χαμηλότερες από τις τιμές πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Κατά την ΠΕ, ήταν ακόμη κατά 18 % χαμηλότερες από τις τιμές πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και το περιθώριο χαμηλότερων τιμών από τις κοινοτικές που διαπιστώθηκε ήταν περίπου 17,7 %.

(110) Επιπλέον, παρόλο που οι ινδικές τιμές εισαγωγής αυξήθηκαν κατά 17 % μεταξύ του 2001 και της ΠΕ, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι αυτή η αύξηση δεν ήταν επαρκής για να αντισταθμίσει την σοβαρή μείωση των τιμών κατά 65 % που σημειώθηκε μεταξύ του 2000 και του 2001. Η συνεπακόλουθη γενική τάση των τιμών δείχνει σημαντική μείωση, η οποία ακόμη και αν λαμβάνεται υπόψη η σημαντική αύξηση της κοινοτικής κατανάλωσης, δείχνει αρνητικές επιπτώσεις στην αγορά. Επιπλέον, αυτή η αύξηση των τιμών είναι ελάχιστη σε σχέση με την αύξηση του όγκου (πολλαπλασιασμένου επί 10 μεταξύ του 2000 και της ΠΕ) που οι τιμές του έτους 2000 επέτρεπαν στις ινδικές εισαγωγές να επιτύχουν. Τέλος, αυτή η συμπεριφορά ως προς τις τιμές επέτρεψαν τους Ινδούς εισαγωγείς να ανακτήσουν μερίδιο 9 % της κοινοτικής αγοράς εντός 2 ετών.

(111) Ο ινδός παραγωγός-εξαγωγέας διαφώνησε με αυτήν την ανάλυση και τόνισε ότι οι ινδικές εισαγωγές έγιναν σημαντικές μόνον μετά το έτος 2000 και ότι μεταξύ του 2000 και της ΠΕ, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ανέκτησε 5 ποσοστιαίες μονάδες μεριδίου αγοράς. Αμφισβήτησε επίσης το γεγονός ότι οι ινδικές τιμές μειώθηκαν κατά 59 % μεταξύ του 2000 και της ΠΕ, και ισχυρίστηκε ότι η μείωση είχε υπολογιστεί σε τεχνητά χαμηλότερα επίπεδα λόγω της χρήσης στοιχείων της Eurostat. Για τους ίδιους λόγους, αμφισβήτησε τη μείωση 65 % των ινδικών τιμών πωλήσεων μεταξύ του 2000 και του 2001.

(112) Παρόλο που είναι αλήθεια ότι μεταξύ του 2000 και της ΠΕ, μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ανέκτησε 5 ποσοστιαίες μονάδες, το ινδικό μερίδιο της αγοράς αυξήθηκε περισσότερο κατά την ίδια περίοδο, δηλαδή με 8 ποσοστιαίες μονάδες. Όσον αφορά την τιμή, διαπιστώθηκε στην αιτιολογική σκέψη 63 ότι ακόμη και αν ληφθούν υπόψη τα στοιχεία του ιδίου του παραγωγού-εξαγωγέα, η μείωση των τιμών του μεταξύ του 2000 και του 2001 και μεταξύ του 2000 και της ΠΕ βρίσκεται πολύ κοντά στα αποτελέσματα που απορρέουν από τα στοιχεία της Eurostat. Επειδή η χρήση των ιδίων στοιχείων του παραγωγού δεν θα άλλαζε ουσιαστικά την τάση των τιμών, οι ισχυρισμοί του επομένως απορρίφθηκαν.

(113) Επομένως, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές από την Ινδία άσκησαν αξιοσημείωτες καθοδικές πιέσεις στις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής από το 2000 και ότι οι εν λόγω εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο επιπτώσεων και διατίθενται σε χαμηλές τιμές είχαν αρνητικές επιπτώσεις στην κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και επιβράδυναν τις επενδύσεις.

3. Επιπτώσεις άλλων παραγόντων

α) Εξέλιξη της κατανάλωσης

(114) Κατά την υπό εξέταση περίοδο η κοινοτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά περίπου 1759 εκατ. μονάδες. Επομένως, η εξέλιξη της κατανάλωσης δεν συνέβαλε στη ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

β) Εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες

(115) Εξετάστηκε το κατά πόσον άλλοι παράγοντες, εκτός από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων από την Ινδία, μπορεί να προκάλεσαν ή να συνέβαλαν στη ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής και ιδίως κατά πόσον οι εισαγωγές από χώρες άλλες εκτός της Ινδίας μπορεί να συνέβαλαν στην εν λόγω ζημιογόνο κατάσταση.

i) Ταϊβάν

(116) Όσον αφορά τις εισαγωγές από άλλες χώρες, έχει ήδη καθοριστεί από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1050/2002 του Συμβουλίου, ότι οι εισαγωγές του ομοειδούς προϊόντος από την Ταϊβάν αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και ότι είχαν προκαλέσει σημαντική ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής μεταξύ του 1997 και του 2000. Οι εισαγωγές από την Ταϊβάν αυξήθηκαν ακόμη μεταξύ του 2000 και του 2001 και εν συνεχεία μειώθηκαν ελαφρά μεταξύ του 2001 και της ΠΕ. Παρόλο που η περίοδος έρευνας για τη διαδικασία αντιντάμπινγκ που κατέληξε στην επιβολή των μέτρων αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές CD-R καταγωγής Ταϊβάν, ήταν το έτος 2000, δεδομένου ότι οι προσωρινοί δασμοί αντιντάμπινγκ επιβλήθηκαν μόνον το Δεκέμβριο 2001, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ότι οι εισαγωγές από την Ταϊβάν αποτελούσαν επίσης αντικείμενο ντάμπινγκ το 2001 μέχρι το Δεκέμβριο και επομένως ότι προκάλεσαν μέρος της ζημίας που έχει υποστεί ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής μεταξύ του 2000 και μέρους της ΠΕ.

(117) Ο ινδός παραγωγός-εξαγωγέας που συνεργάστηκε, προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η τιμή στην κοινοτική αγορά καθορίζεται από τους Ταϊβανούς παραγωγούς, και ότι η ινδική εταιρεία αναγκάζεται να ακολουθήσει. Εντούτοις, οι ινδικές τιμές εισαγωγής μειώθηκαν σε τέτοιο βαθμό ώστε οι Ινδοί εισαγωγείς δεν ήταν μόνον αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό της Ταϊβάν αλλά και να κερδίσουν το 8 % του μεριδίου της αγοράς μεταξύ του 2000 και της ΠΕ και να ανακτήσουν μέρος του μεριδίου αγοράς που έχασε η Ταϊβάν μεταξύ του 2001 και της ΠΕ. Σε μία αγορά που χαρακτηρίζεται από διαφάνεια και την ελαστικότητα των τιμών, οι χαμηλές τιμές των ινδικών εισαγωγών είχαν σημαντική επίδραση στον καθορισμό των τιμών στην Κοινότητα. Επομένως, παρόλο που οι εισαγωγές από την Ταϊβάν έχουν επηρεάσει την κοινοτική αγορά κατά την εξεταζόμενη περίοδο, τουλάχιστον μέχρι τον Δεκέμβριο 2001, δεν ήταν τέτοιες ώστε να διασπάσουν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών από την Ινδία και της ζημίας που έχει προκληθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

(118) Η ίδια εταιρεία ισχυρίστηκε επίσης ότι η μείωση των τιμών το 2001 ήταν η συνέπεια του γεγονότος ότι πραγματοποιήθηκαν εισαγωγές CD-R από την Ταϊβάν σε πολύ υψηλούς όγκους κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2001, αφενός λόγω της προοπτικής να επιβληθούν πιθανώς δασμοί αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές από την Ταϊβάν, και αφετέρου επειδή η Ταϊβάν απέστειλε μεγάλους όγκους CD-R οι οποίοι λόγω των περιορισμένων τεχνικών χαρακτηριστικών τους είχαν αρχίσει να γίνονται παρωχημένοι.

Αυτό το θέμα εξετάστηκε και ως βάση χρησιμοποιήθηκαν τα μηνιαία στατιστικά στοιχεία της Eurostat. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat σε τόνους, οι όγκοι που εισήχθησαν κάθε μήνα από την Ταϊβάν μεταξύ του Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου 2001 ήταν διπλοί από τους όγκους που εισήχθησαν κάθε μήνα κατά την προηγούμενη πεντάμηνη περίοδο, δηλαδή από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο 2001.

Με βάση τα στοιχεία της Eurostat τα οποία μετατράπηκαν σε αριθμητικές μονάδες, ο αριθμός CD-R που εισήχθησαν στην Κοινότητα από την Ταϊβάν μηνιαίως ήταν κατά 72 % υψηλότερος μεταξύ του Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου 2001 από ό,τι μεταξύ του Απριλίου και Αυγούστου 2001. Εντούτοις, η τιμή μονάδας ανά τεμάχιο ήταν, όπως διαπιστώθηκε, κατά μέσον όρο 15 % υψηλότερη κατά τους τελευταίους τέσσερεις μήνες του 2001 από ό,τι μεταξύ Απριλίου και Αυγούστου 2001. Επομένως, παρόλο που αυξήθηκαν οι όγκοι από τον Σεπτέμβριο έως το Δεκέμβριο 2001, αυτές οι εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν επίσης σε υψηλότερες τιμές. Αυτή η ιδιαίτερη αύξηση του όγκου μεταξύ Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου 2001 δεν είναι τέτοια που να μπορεί να διασπάσει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών από την Ινδία και τη ζημία που έχει προκληθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

Ο ινδός συνεργαζόμενος παραγωγός ισχυρίστηκε επίσης ότι η σύνθεση του προϊόντος των εισαγωγών από την Ταϊβάν μεταβλήθηκε ξαφνικά από τον Σεπτέμβριο 2001 και ότι η αναλογία του μη επεξεργασμένου προϊόντος είχε διπλασιαστεί σε βάρος των συσκευασμένων προϊόντων, πράγμα που οδήγησε σε ακόμη υψηλότερους όγκους και σε χαμηλότερες τιμές μονάδας. Εντούτοις, αυτή η υπόθεση δεν είναι τεκμηριωμένη εφόσον η ίδια εταιρεία προέβαλε τον ισχυρισμό ότι αυτή η αύξηση των εισαγωγών από την Ταϊβάν οφείλεται στην εκκαθάριση των αποθεμάτων του προϊόντος που κινδύνευαν να γίνουν παρωχημένα. Συνεπώς, αυτά τα προϊόντα είχαν παραχθεί και επομένως πωληθεί, κατά πάσα πιθανότητα, πριν τον Σεπτέμβριο 2001 και αν όντως σημειώθηκε αλλαγή του τρόπου συσκευασίας, αυτό άρχισε να γίνεται ελάχιστους μήνες πριν τον Σεπτέμβριο 2001. Εντούτοις, δεν υποβλήθηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να επιβεβαιώνει αυτή την αλλαγή της σύνθεσης των εξαγωγών. Ο ισχυρισμός συνεπώς απορρίφθηκε.

ii) Άλλες τρίτες χώρες

(119) Όσον αφορά άλλες χώρες εκτός της Ταϊβάν και της Ινδίας, ο όγκος των εισαγωγών τους αυξήθηκε ελάχιστα μεταξύ του 1998 και της ΠΕ (+ 3 %). Εκτός από την Ινδία και την Ταϊβάν, οι άλλες κυριότερες χώρες εξαγωγής είναι η Ιαπωνία, το Χονγκ Κονγκ, η Ελβετία, η Κίνα και η Σιγκαπούρη που κατείχαν όλες μαζί μόνον το 10 % του μεριδίου αγοράς κατά την ΠΕ.

(120) Ειδικότερα, οι εισαγωγές από την Ιαπωνία οι οποίες ήταν παραδοσιακά σημαντικές λόγω του γεγονότος ότι δύο ιαπωνικές εταιρείες (οι Sony και Tai Yuden) ανακάλυψαν τη διαδικασία παραγωγής CD-R (μαζί με την Philips), μειώθηκαν κατά 20 % και έγιναν οι τρίτες σε σειρά εισαγωγές στην αγορά της Κοινότητας κατά την ΠΕ. Βρίσκονται πολύ χαμηλότερα από το επίπεδο των εισαγωγών της Ταϊβάν και της Ινδίας.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(121) Το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών καταγωγής τρίτων χωρών εκτός της Ταϊβάν και της Ινδίας μειώθηκε κατά 39 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ του 1998 και της ΠΕ όταν διαπιστώθηκε ότι ήταν 11 %. Επομένως, οι εισαγωγές από αυτές τις χώρες δεν μπορούσαν να διασπάσουν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών και της ζημίας που έχει προκληθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Οι τιμές των εισαγωγών καταγωγής τρίτων χωρών που δεν καλύπτονται από μέτρα αντιντάμπινγκ μειώθηκαν κατά 22 % μεταξύ του 1998 και της ΠΕ παρόλο που η τάση είναι διαφορετική από μία χώρα στην άλλη. Παρόλο που η μέση τιμή ορισμένων τρίτων χωρών φαίνεται χαμηλότερη από τις ινδικές τιμές, οι ινδικές τιμές εισαγωγής είναι κατά μέσον όρο 34 % κάτω της μέσης τιμής των εισαγωγών καταγωγής τρίτων χωρών εκτός της Ταϊβάν. Όσον αφορά ειδικότερα τις μέσες τιμές των εισαγωγών καταγωγής Χονγκ Κονγκ, η Ελβετία και η Κίνα που διαπιστώθηκε ότι ήταν χαμηλότερες από τις τιμές της Ινδίας κατά την ΠΕ, πρέπει να σημειωθεί ότι οι ινδικές εισαγωγές είναι κατά 5 έως 6 φορές μεγαλύτερες σε όγκο από ό,τι οι εισαγωγές από καθεμία από αυτές τις 3 χώρες. Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι αυτές οι τελευταίες χώρες κατείχαν μικρά αλλά σταθερά μερίδια της αγοράς καθόλη την εξεταζόμενη περίοδο και ατομικά κατείχαν μερίδιο αγοράς 2 % κατά την ΠΕ, το οποίο, με βάση τους όγκους των εισαγωγών από την Ταϊβάν και την Ινδία, δεν ήταν τέτοιο ώστε να επηρεάζει την αγορά της Κοινότητας.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

γ) Εξαγωγική δραστηριότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(122) Ο όγκος των εξαγωγών αυξήθηκε κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Εντούτοις, από το 2000 παρέμεινε σταθερός. Επειδή οι εξαγωγές CD-R σε τρίτες χώρες ήταν μια σχετικά λιγότερο σημαντική δραστηριότητα για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής (κατά την ΠΕ αντιπροσώπευε το 9 % των πωλήσεών του σε μη συνδεδεμένους πελάτες στην Κοινότητα για CD-R που παρήγαγε ο ίδιος), θεωρείται ότι η εξαγωγική δραστηριότητα δεν φαίνεται να έχει συμβάλει στην ζημία που έχει προκληθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

δ) Αγορές από άλλες τρίτες χώρες

(123) Υπενθυμίζεται ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν εισήγαγε το υπό εξέταση προϊόν από την Ινδία κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

(124) Η έρευνα έδειξε ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής κατά την εξεταζόμενη περίοδο αγόρασε CD-R από άλλες πηγές προκειμένου να ανταποκριθεί στη ζήτηση της αγοράς. Οι συνολικές αγορές αντιστοιχούσαν στο 40 % των συνολικών πωλήσεών του το 1998 αλλά μειώθηκαν σε 31 % κατά την ΠΕ.

(125) Επίσης, διαπιστώθηκε ότι ο όγκος των αγορασθέντων CD-R μειώθηκε σε σύγκριση με την παραγωγή του ιδίου του κοινοτικού κλάδου. Επιπλέον, οι CD-R που πωλούνται και αγοράζονται με την ίδια τιμή από τον ίδιο τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, και δεδομένου ότι δεν υπήρχε ένδειξη για το ότι η τιμή αγοράς στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής ήταν υψηλότερη από το κόστος παραγωγής, το γεγονός ότι ορισμένοι CD-R είχαν αγορασθεί προηγουμένως σε αντίθεση με εκείνους της ιδίας παραγωγής, δεν μπορεί να έχει συμβάλει σημαντικά στη ζημία που έχει υποστεί ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

(126) Οι αγορές πραγματοποιήθηκαν κυρίως για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη της παραγωγικής ικανότητας σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους ειδικότερα επειδή μία από τις εταιρείες που συμπεριλαμβάνονται στον ορισμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, εισήχθη στην αγορά CD-R μόνον το 2000 και αναγκάστηκε να ανταποκριθεί στη ζήτηση με αγορασθέντα προϊόντα πριν γίνουν πλήρως λειτουργικές οι εγκαταστάσεις παραγωγής της. Οι αγορές πρέπει να εξεταστούν επίσης ως η συνέπεια των μετοχικών σχέσεων μεταξύ ορισμένων από τις εταιρείες του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και ξένων εταιρειών.

(127) Με βάση τα ανωτέρω, οι αγορές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής από άλλες χώρες εκτός της Ινδίας δεν ήταν τέτοιες ώστε να διασπούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών από την Ινδία και τη ζημία που έχει προκληθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

(128) Ο ινδός παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίστηκε ότι το γεγονός ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αγόρασε το 31 % των συνολικών πωλήσεών του δεν συμβιβάζεται με τον ισχυρισμό ότι είναι βιώσιμος ο κοινοτικός κλάδος. Υπενθύμισε ότι κατά την έρευνα αντιντάμπινγκ για την Ταϊβάν, αυτή η αναλογία ήταν, όπως διαπιστώθηκε, μόνον 22,1 % το 2000.

(129) Εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι ο ορισμός του κοινοτικού κλάδου παραγωγής δεν είναι ο ίδιος στην παρούσα έρευνα με εκείνον της έρευνας για την Ταϊβάν. Δύο εταιρείες που κατέχουν μετοχικό κεφάλαιο σε ξένες εταιρείες ανήκουν στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής ενώ δεν ανήκαν σ' αυτόν τον κλάδο κατά την διάρκεια της έρευνας για την Ταϊβάν. Επιπλέον, υπενθυμίζεται επίσης ότι στην έρευνα για την Ταϊβάν, αυτή η αναλογία αυξήθηκε σε 44 % το 1998 και ήταν 33 % κατά μέσον όρο μεταξύ του 1997 και του 2000. Επομένως, το επίπεδο των αγορών στην τρέχουσα έρευνα είναι της ίδια τάξης με εκείνο που είχε διαπιστωθεί στην έρευνα για την Ταϊβάν.

(130) Εν πάση περιπτώσει, όπως εξηγείται ανωτέρω, τα αγορασθέντα προϊόντα πωλούνται στην ίδια τιμή με οι CD-R της ιδίας παραγωγής και δεν μπορούν να έχουν συμβάλει στη ζημία που έχει προκληθεί από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

ε) Ανταγωνισμός άλλων μέσων αποθήκευσης δεδομένων

(131) Η έρευνα έδειξε ότι ο ανταγωνισμός άλλων μέσων αποθήκευσης δεδομένων όπως τα DVD ή/και CD-RW ήταν ακόμη πολύ περιορισμένος κατά την ΠΕ και έτσι δεν είχε σημαντική επίδραση στις τιμές πωλήσεων του υπό εξέταση προϊόντος.

στ) Πλεονάζουσα ικανότητα σε παγκόσμιο επίπεδο

(132) Εξετάστηκε επίσης το κατά πόσον η παγκόσμια πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα μπορούσε να έχει προκαλέσει ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Παρόλο που αναγνωρίζεται ότι η προμήθεια CD-R κατά την εξεταζόμενη περίοδο υπερέβαινε τη ζήτηση σε παγκόσμια βάση, υπενθυμίζεται ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής προσανατολίζεται ακόμη κυρίως προς την αγορά της Κοινότητας όπου η ικανότητα είναι χαμηλότερη από τη ζήτηση. Ως εκ τούτου, η παγκόσμια πλεονάζουσα ικανότητα δεν φαίνεται να έχει προκαλέσει ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Εντούτοις, αν πρέπει εν πάση περιπτώσει να θεωρηθεί αιτία της ζημίας που έχει προκληθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, η έρευνα έδειξε επίσης ότι υπήρχε πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα σε παγκόσμιο επίπεδο ήδη το 1999, 2000 και 2001 όταν ι ινδική εταιρεία εισήλθε στην αγορά με τεράστια ικανότητα και έναρξη παραγωγής. Επομένως, οι επιπτώσεις των πρόσθετων ινδικών εισαγωγών σε τεράστιες ποσότητες στην κοινοτική αγορά υπό τέτοιες συνθήκες επιδείνωσαν την κατάσταση στην αγορά της Κοινότητας.

ζ) Εξόφληση κρατικών ενισχύσεων

(133) Ο ινδός παραγωγός-εξαγωγέας προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η έλλειψη αποδοτικότητας του αιτούντα απορρέει πιθανώς από την υποχρέωσή του να εξοφλήσει τις κρατικές ενισχύσεις σύμφωνα με την απόφαση της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2000(7), σχετικά με ενισχύσεις που χορήγησε η Γερμανία υπέρ της εταιρείας CDA Compact Disc Albrechts GmbH στη Θουριγγία. Εντούτοις, πρέπει να αναφερθεί ότι τα στοιχεία που παρέχονται στην αιτιολογική σκέψη 91 και χρησιμοποιούνται στην ανάλυση, δεν έχουν επηρεασθεί από αυτήν την απόφαση της Επιτροπής. Αν είχε ληφθεί υπόψη η εξόφληση των κρατικών ενισχύσεων, η οικονομική κατάσταση της εν λόγω εταιρείας θα ήταν ακόμη χειρότερη.

η) Δικαιώματα εκμεταλλεύσεως

(134) Επειδή αποτελούν στοιχείο του κόστους παραγωγής, τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως έχουν συνεπώς κάποια επίδραση στην αποδοτικότητα όλων των παραγωγών CD-R. Εντούτοις, κατ' αρχήν πρέπει να τονιστεί ότι και ο παραγωγός-εξαγωγέας και οι παραγωγοί που αποτελούν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής διαθέτουν τις κατάλληλες άδειες από τους κατόχους των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και οφείλουν να καταβάλουν τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως. Επομένως, αυτό δεν μπορεί να εξηγήσει από μόνο του τη διαφορά της τιμής μεταξύ των ινδικών CD-R και εκείνων που κατασκευάζει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, ούτε τις οικονομικές ζημίες που υπέστη αυτός ο βιομηχανικός κλάδος. Δεύτερον, η αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ήταν περίπου 20 % το 1999, σε μία χρονική περίοδο όταν ήταν ήδη καταβλητέα τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως, αλλά πριν αρχίσει ο παραγωγός-εξαγωγέας τις εξαγωγές του στην Κοινότητα. Κατά συνέπεια, τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως δεν μπορούν να έχουν προκαλέσει από μόνα τους τη ζημία. Τέλος, όπως κάθε άλλο κόστος που συνδέεται με την παραγωγή CD-R, το γεγονός ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές ασκούσαν πίεση στις τιμές μπορεί να εμπόδισε τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να μεταφέρει το κόστος των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως στους καταναλωτές. Αλλά σ' αυτήν την περίπτωση, αυτό ήταν ένα αποτέλεσμα της ζημίας και όχι η αιτία της. Επομένως, η καταβολή των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει διασπάσει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών και της ζημίας που έχει προκληθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

θ) Άλλοι παράγοντες

(135) Ορισμένα μέρη ισχυρίστηκαν ότι η ζημία μπορεί να οφείλεται σε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης. Εντούτοις, αυτός ο ισχυρισμός δεν επιβεβαιώθηκε από επίσημη απόφαση μετά από έρευνα που διεξήγαγαν οι αρμόδιες αρχές για τον ανταγωνισμό και επομένως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

(136) Ο ινδός παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίστηκε ότι η παραγωγή CD-R δεν είναι βιώσιμη στην Κοινότητα λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής και ειδικότερα λόγω του υψηλότερου κόστους εργασίας. Υπενθυμίζεται ότι το κόστος μονάδας παραγωγής του κοινοτικού κλάδου μειώθηκε κατά 59 % μεταξύ του 1998 και της ΠΕ και ότι αυτός ο κοινοτικός κλάδος ήταν αποδοτικός το 1999 όταν η ινδική εταιρεία δεν είχε ακόμη εισέλθει στην κοινοτική αγορά και όταν το κόστος παραγωγής του κοινοτικού κλάδου ήταν ακόμη κατά 68 % υψηλότερο από εκείνο που είχε σημειωθεί κατά την ΠΕ.

Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η διαδικασία παραγωγής είναι η ίδια στην Κοινότητα και στην Ινδία ειδικότερα αφότου ο Ινδός παραγωγός χρησιμοποιεί ευρωπαϊκά μηχανήματα και επίσης πρώτη ύλη που εισάγεται από την Κοινότητα.

Σχετικά με τη διαφορά του κόστους εργασίας, η έρευνα έδειξε ότι η παραγωγή CD-R είναι εντάσεως κεφαλαίου και, επειδή είναι πλήρως αυτοματοποιημένη, δεν είναι υψηλής εντάσεως εργασίας. Όντως μόνον το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας παραγωγής, δηλαδή η συσκευασία, απαιτεί εργασία και αυτό σε περιορισμένο βαθμό. Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η παραγωγικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής διπλασιάστηκε κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένες εταιρείες της Ταϊβάν άρχισαν την παραγωγή τους CD-R στην Κοινότητα πρόσφατα, πράγμα που αποδεικνύει ότι αυτή η παραγωγή στην Κοινότητα μπορεί να είναι βιώσιμη και αποδοτική ανεξάρτητα του κόστους εργασίας αν αποκατασταθεί ο θεμιτός ανταγωνισμός στην κοινοτική αγορά. Επομένως το επιχείρημα απορρίπτεται.

Η ίδια εταιρεία προέβαλε επίσης τον ισχυρισμό ότι η μείωση των τιμών στην αγορά της Κοινότητας οφείλεται στο γεγονός ότι ο κύκλος ζωής των CD-R έφτασε σε ένα ώριμο στάδιο που χαρακτηρίζεται από τη μείωση των τιμών και του κόστους παραγωγής και την εμφάνιση νέων ανταγωνιστών στην αγορά.

Παρόλο που ο κύκλος ζωής των CD-R μπορεί να εξηγήσει μερικώς αυτήν την μείωση τιμών φαίνεται ότι, κατά την διάρκεια της έρευνας, οι χαμηλές τιμές των ινδικών εισαγωγών είχαν μεγάλη επίδραση στην αγορά αυτή που χαρακτηρίζεται από διαφάνεια και την ελαστικότητα των τιμών.

(137) Ο ινδός συνεργαζόμενος παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίστηκε επίσης ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής εισήλθε στην αγορά CD-R πολύ αργά σε μία εποχή όταν οι τιμές πωλήσεων είχαν ήδη αρχίσει να μειώνονται.

Υπενθυμίζεται ότι ο ίδιος ο ινδός παραγωγός-εξαγωγέας άρχισε να παράγει CD-R πολύ αργότερα από ό,τι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής και λογικά έπρεπε να είχε αντιμετωπίσει ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες εισόδου στην αγορά σε μία περίοδο κατά την οποία οι τιμές ήταν ήδη χαμηλές και όταν όλοι οι ανταγωνιστές βρίσκονταν στο τέλος της περιόδου έναρξης των δραστηριοτήτων τους. Ο ισχυρισμός συνεπώς απορρίφθηκε.

(138) Η ίδια ινδική εταιρεία ισχυρίστηκε ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είναι ιδιαίτερα κατατμημένος και δεν είναι σε θέση να επιτύχει οικονομίες κλίμακας λόγω των μικρών μονάδων παραγωγής. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι μεταξύ των δύο εταιρειών που ο ινδός παραγωγός στις παρατηρήσεις του αναφέρει ως τις μεγαλύτερες εταιρείες που είναι ικανές να επιτύχουν οικονομίες κλίμακας από μόνες τους, η μία υποστήριξε την καταγγελία, συνεργάστηκε με την έρευνα και διαπιστώθηκε ότι υπέστη ζημία όπως και οι άλλοι παραγωγοί που αποτελούν μέρος του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Ειδικότερα σχετικά με τις οικονομίες κλίμακας ή/και τις καλύτερες συνθήκες που μπορούσαν να επιτύχουν, κατά τους ισχυρισμούς οι Ινδοί παραγωγοί-εξαγωγείς, για τις αγορές τους πρώτων υλών, αυτό δεν μπόρεσε να επιβεβαιωθεί με βάση τις πληροφορίες που υπέβαλαν οι προμηθευτές πρώτων υλών ή/και μηχανημάτων κατά τις επισκέψεις επαλήθευσης. Επομένως απορρίπτεται το επιχείρημα σχετικά με τις οικονομίες κλίμακας.

(139) Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είναι πρόσφατος εφόσον άρχισε τις δραστηριότητές του μόνον το 1997 όπως έχει ήδη καθοριστεί στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2479/2001. Από την αρχή υπέστη ζημία που προκλήθηκε πρώτα από τις εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από την Ταϊβάν όπως αναφέρεται στον προαναφερθέντα κανονισμό, και πιό πρόσφατα αντιμετώπισε την πίεση των τιμών που ασκήθηκε από τις ινδικές εισαγωγές.

4. Συμπέρασμα για την αιτιώδη συνάφεια

(140) Με βάση τα ανωτέρω, επιβεβαιώνεται ότι η αισθητή ζημία που έχει υποστεί ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής που χαρακτηρίζεται από μείωση των τιμών πωλήσεων, των επενδύσεων, της απόδοσης των επενδύσεων και των ταμειακών ροών καθώς και από σημαντικές απώλειες, έχει προκληθεί από τις εν λόγω επιδοτούμενες εισαγωγές. Όντως, οι επιπτώσεις των άλλων παραγόντων όπως των εισαγωγών από την Ταϊβάν ή του κύκλου ζωής του υπό εξέταση προϊόντος, στις αρνητικές εξελίξεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής από πλευράς τιμών πωλήσεων, ήταν περιορισμένες και δεν μπορούν να διασπάσουν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών από την Ινδία και της ζημίας που έχει προκληθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

(141) Με βάση την ανωτέρω ανάλυση κατά την οποία διαχωρίστηκαν οι επιπτώσεις όλων των γνωστών παραγόντων στην κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής από τις ζημιογόνες επιπτώσεις των επιδοτούμενων εισαγωγών, επιβεβαιώνεται ότι οι άλλοι αυτοί παράγοντες δεν ανατρέπουν το γεγονός ότι η εκτιμώμενη ζημία πρέπει να αποδοθεί στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων.

Ζ. ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

1. Προκαταρκτική παρατήρηση

(142) Η Επιτροπή εξέτασε αν, παρά το συμπέρασμα περί ύπαρξης ζημιογόνου πρακτικής επιδοτήσεων, υπήρχαν σοβαροί λόγοι που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η θέσπιση μέτρων στην προκειμένη περίπτωση δεν εξυπηρετεί το συμφέρον της Κοινότητας. Για το σκοπό αυτό, και σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, εξετάστηκαν οι επιπτώσεις των πιθανών μέτρων σε όλα τα μέρη που αφορά η παρούσα διαδικασία και οι συνέπειες που θα έχει η μη λήψη μέτρων, βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που υποβλήθηκαν.

(143) Προκειμένου να γίνει αξιολόγηση των ενδεχόμενων επιπτώσεων της επιβολής ή τη μη επιβολής μέτρων, ζητήθηκαν ορισμένα στοιχεία από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Εστάλησαν ερωτηματολόγια σε πέντε αιτούντες κοινοτικούς παραγωγούς, 18 άλλες εταιρείες που είναι γνωστές ως παραγωγοί στην Κοινότητα, σε μία ένωση καταναλωτών και σε εννέα εταιρείες που ανήκουν στον ανάντη βιομηχανικό κλάδο ("προμηθευτές"). Εκτός από τους πέντε αιτούντες κοινοτικούς παραγωγούς, άλλοι τέσσερεις παραγωγοί υπέβαλαν ικανοποιητικές απαντήσεις. Τέσσερεις προμηθευτές απάντησαν στο ερωτηματολόγια και η ένωση καταναλωτών έστειλε παρατηρήσεις.

(144) Λόγω του μεγάλου αριθμού εισαγωγέων στην Κοινότητα και για να μπορέσει η Επιτροπή να αποφασίσει αν είναι αναγκαία η δειγματοληψία, όλοι οι μη συνδεδεμένοι εισαγωγείς ή οι αντιπρόσωποί τους που ενεργούν για λογαριασμό τους κλήθηκαν να αναγγελθούν εντός 15 ημερών από την έναρξη της διαδικασίας και να παρέχουν βασικές πληροφορίες σχετικά με τις εισαγωγές τους και τις μεταπωλήσεις του προϊόντος στην αγορά της Κοινότητας. Δύο εταιρείες εμφανίστηκαν και παρείχαν τις αιτούμενες πληροφορίες. Εστάλησαν ερωτηματολόγια προς συμπλήρωση σ' αυτές τις δύο εταιρείες. Εντούτοις, καμία από αυτές δεν υπέβαλε απάντηση στο ερωτηματολόγιο.

(145) Οι εν λόγω απαντήσεις και παρατηρήσεις αποτέλεσαν τη βάση για την ανάλυση του κοινοτικού συμφέροντος.

2. Συμφέρον του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(146) Πρέπει να υπομνησθεί ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί υπέστησαν αισθητή ζημία ήδη κατά το παρελθόν από τις εισαγωγές CD-R καταγωγής Ταϊβάν, όπως περιγράφεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1050/2002. Το 2000, πέντε ευρωπαίοι παραγωγοί εγκατέλειψαν εντελώς την παραγωγή CD-R, και δύο άλλες έκαναν το ίδιο το 2001.

(147) Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ήταν βιώσιμος και μπορεί να προμηθεύει μεγάλο τμήμα της αγοράς με ένα προϊόν το οποίο αποτελεί το βασικό μέσο αποθήκευσης δεδομένων για μεγάλο αριθμό χρηστών υπολογιστών.

(148) Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η κατασκευή μέσων αποθήκευσης δεδομένων είναι ένας τομέας τεχνολογικής σημασίας για την Κοινότητα συνολικά. Η τεχνολογία παραγωγής και η εμπειρία που διαθέτει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής CD-R ήταν, και θα εξακολουθήσει να είναι, η βάση για περαιτέρω καινοτομίες στην κατασκευή άλλων σχετικών προϊόντων αποθήκευσης δεδομένων. Για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, το να παραμείνει βιώσιμος στον τομέα των CD-R είναι η οικονομική βάση για τη συμμετοχή του σε μία αναπτυσσόμενη αγορά άλλων μέσων αποθήκευσης δεδομένων. Υπάρχουν όντως σημαντικές συνέργιες από πλευράς πωλήσεων μεταξύ του υπό εξέταση προϊοντος και άλλων μέσων αποθήκευσης δεδομένων όπως οι CD-RW και τα DVD. Επομένως είναι πολύ σημαντικό για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να προτείνει το υπό εξέταση προϊόν στους πελάτες τους και να διευρύνει το φάσμα των προϊόντων του.

(149) Βάσει των συμπερασμάτων σχετικά με την κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 102 έως 105, ειδικότερα από πλευράς ζημιών που έχουν προκληθεί, η Επιτροπή θεωρεί ότι, αν δεν επιβληθούν μέτρα κατά των ζημιογόνων πρακτικών επιδοτήσεων, αναμένεται να επιδεινωθεί η οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και να μειωθεί η παραγωγή στην Κοινότητα οπότε και οι χρήστες/καταναλωτές θα εξαρτώνται σημαντικά και όλο και περισσότερο από τις εισαγωγές.

(150) Το να μην επιβληθούν οριστικά μέτρα στην παρούσα διαδικασία θα επιδεινώσει την ήδη κακή κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, που χαρακτηρίζεται από ζημίες και περιορισμό των επενδύσεων. Θα υπονομεύσει επίσης την αποτελεσματικότητα των μέτρων αντιντάμπινγκ που έχουν επιβληθεί στις εισαγωγές του ιδίου προϊόντος καταγωγής Ταϊβάν. Αυτό εξέθετε σε συνεχή κίνδυνο την ύπαρξη αυτού του βιομηχανικού κλάδου. Αν αναγκαστεί αυτός ο βιομηχανικός κλάδος να σταματήσει την παραγωγή του, η Κοινότητα θα εξαρτάται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τις πηγές προμήθειας από τρίτες χώρες και αυτό σε ένα ταχέως αναπτυσσόμενο τομέα τεχνολογικής σημασίας. Δεδομένου ότι ο στόχος της θέσπισης αντισταθμιστικών μέτρων είναι η αποκατάσταση του δίκαιου ανταγωνισμού στην κοινοτική αγορά, θα ήταν προς το συμφέρον του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, εφόσον, παρά τη ζημία που υπέστη, απέδειξε ότι είναι κατ' αρχήν βιώσιμος.

(151) Τέλος, οι αντισταθμιστικοί δασμοί σε συνδυασμό με τις συνεχείς του προσπάθειες να μειώσει το κόστος παραγωγής του, θα βοηθήσει τον κοινοτικό κλάδο παραγωγή να ανακάμψει από τις οικονομικές ζημίες, πράγμα που αποτελεί προϋπόθεση για να μπορεί να συμμετέχει στην αναπτυσσόμενη αγορά άλλων μέσων αποθήκευσης δεδομένων.

3. Συμφέρον των λοιπών κοινοτικών παραγωγών

(152) Οι τρεις κοινοτικοί παραγωγοί που δεν θεωρήθηκαν ότι ανήκουν στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, ήταν υπέρ της επιβολής αντισταθμιστικών δασμών.

4. Συμφέρον των κοινοτικών προμηθευτών

(153) Όπως ήδη εξηγείται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 143, εννέα εταιρείες που προμήθευσαν τον Ινδό παραγωγό-εξαγωγέα ή/και τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής έστειλαν επιστολή στην Επιτροπή και ισχυρίστηκαν ότι τα μέτρα θα ήταν αντίθετα προς το συμφέρον τους. Εστάλη ερωτηματολόγιο σ' αυτούς για να εξεταστούν σε βάθος οι ενδεχόμενες επιπτώσεις των μέτρων στις επιχειρήσεις τους. Μόνον τέσσερεις εταιρείες απάντησαν και ακόμη προέβαλαν αντιρρήσεις κατά της επιβολής αντισταθμιστικών δασμών.

(154) Εντούτοις, η έρευνα έδειξε ότι η αναλογία Ευρωπαίων κατασκευαστών CD-R στον κύκλο εργασιών των συνεργαζόμενων προμηθευτών ήταν σημαντική. Επομένως, είναι πιθανό η περαιτέρω συρρίκνωση ή/και επιδείνωση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής δεν θα έχει μόνον αρνητικές συνέπειες για την απασχόληση και τις επενδύσεις στην ίδια τη βιομηχανία αλλά μπορεί ακόμη να έχει σοβαρό αρνητικό αντίκτυπο στους προμηθευτές πρώτων υλών και μηχανημάτων αυτής της βιομηχανίας. Επιπλέον, η έρευνα έδειξε ότι, όσον αφορά τους προμηθευτές, δεν ήταν σημαντικές οι επιπτώσεις των δασμών αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν στο υπό εξέταση προϊόν καταγωγής Ταϊβάν και οι οποίοι ήταν διπλάσιοι από τους προτεινόμενους αντισταθμιστικούς δασμούς στην τρέχουσα έρευνα.

(155) Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός από τον παραγωγό-εξαγωγέα ότι η επιδότηση που αφορά ο παρών κανονισμός, ωφέλησε τους Ευρωπαίους προμηθευτές κεφαλαιουχικών αγαθών. Σύμφωνα με αυτήν την εταιρεία, αν επιβληθούν αντισταθμιστικά μέτρα, οι παραγγελίες θα ακυρωθούν πράγμα που θα έχει σοβαρές συνέπειες στους Ευρωπαίους προμηθευτές μηχανημάτων.

(156) Σχετικά με αυτό, υπενθυμίζεται ότι όταν κοινοποιήθηκαν οι τελικές διαπιστώσεις σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη κανένας από τους συνεργαζόμενους προμηθευτές δεν αμφισβήτησε το συμπέρασμα που αναφέρεται ανωτέρω, δηλαδή ότι η αναλογία Ευρωπαίων κατασκευαστών CD-R στον κύκλο εργασιών των συνεργαζόμενων προμηθευτών ήταν σημαντική, και ότι είναι πιθανό η περαιτέρω συρρίκνωση ή/και επιδείνωση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής να έχει σοβαρό αρνητικό αντίκτυπο στους προμηθευτές πρώτων υλών και μηχανημάτων αυτής της βιομηχανίας. Όπως εξηγείται ανωτέρω εξάλλου, οι επιπτώσεις του αντισταθμιστικού δασμού δεν θα έχει σοβαρή άμεση επίδραση στις δραστηριότητες των προμηθευτών.

5. Συμφέρον των εισαγωγέων

(157) Κανένας μη συνδεδεμένος εισαγωγέας δεν συνεργάστηκε στην έρευνα.

(158) Η άρνηση συνεργασίας εκ μέρους των εισαγωγέων στην παρούσα υπόθεση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αν επιβληθούν μέτρα, αυτά δεν θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην κατάσταση των μη συνδεδεμένων εισαγωγέων και εμπόρων CD-R στην Κοινότητα.

6. Συμφέρον των χρηστών και των καταναλωτών

(159) Οι σημαντικότεροι χρήστες CD-R περιλαμβάνουν τους παραγωγούς πολυγράφων και τους τελικούς καταναλωτές. Οι κατασκευαστές πολυγράφων δεν υπέβαλαν παρατηρήσεις στην παρούσα έρευνα. Η Επιτροπή επομένως θεωρεί ότι η αύξηση του κόστους σ' αυτόν τον τομέα, σε σύγκριση με το συνολικό κόστος, μπορεί να θεωρηθεί ελάχιστη.

(160) Επιπλέον η μη θέσπιση μέτρων θα απειλήσει σοβαρά τη βιωσιμότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, η εξαφάνιση του οποίου θα μειώσει την προμήθεια και τον ανταγωνισμό, σε βάρος των αντιγραφέων λογισμικού και των καταναλωτών.

(161) Όσον αφορά τους καταναλωτές, ζητήθηκε η γνώμη της European Consumers' organisation ("BEUC") η οποία απέστειλε παρατηρήσεις. Παρόλο που αυτή η οργάνωση ήταν αντίθετη με την επιβολή δασμών, δεν υποβλήθηκε κανένα στοιχεία που να αποδεικνύει ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν στους CD-R καταγωγής Ταϊβάν είχαν σοβαρές επιπτώσεις στους καταναλωτές. Ακόμη και να ληφθεί υπόψη η χειρότερη υπόθεση ότι οι αντισταθμιστικοί δασμοί θα μεταφερθούν πλήρως στους πελάτες, αυτό θα οδηγήσει σε αύξηση τουλάχιστον 3 λεπτών του ευρώ ανά CD-R καταγωγής Ινδίας. Εν πάση περιπτώσει, βάσει της μείωσης της τιμής στην αγορά της Κοινότητας από το 1998 και του επιπέδου των προτεινόμενων μέτρων, δεν προβλέπονται σοβαρές επιπτώσεις για τους τελικούς καταναλωτές.

(162) Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις για το ότι η αποκατάσταση ανοικτών και θεμιτών συνθηκών αγοράς θα εμποδίσει τους παραγωγούς τρίτων χωρών να είναι ανταγωνιστικοί στην αγορά της Κοινότητας ή, κατά συνέπεια, να μειώσουν την ποιότητα και την ποικιλία της προμήθειας. Ενώ είναι αλήθεια ότι η παραγωγή στην Κοινότητα είναι ανεπαρκής προς το παρόν για να αντιμετωπίσει τη ζήτηση του υπό εξέταση προϊόντος, τα αντισταθμιστικά μέτρα θα εξουδετερώσουν απλώς τη στρέβλωση του ανταγωνισμού που απορρέει από τις επιδοτήσεις και δεν θα αποτελούν, επομένως, εμπόδιο για να ικανοποιείται το κενό της ζήτησης με προμήθειες από τρίτες χώρες σε θεμιτές τιμές. Όντως, όταν το επίπεδο των αντισταθμιστικών μέτρων ισοδυναμεί με το περιθώριο των επιδοτήσεων αλλά είναι χαμηλότερο από το ποσό που απαιτείται για να εξουδετερωθεί πλήρως η ζημία, εξουδετερώνεται μόνον το αθέμιτο στοιχείο του πλεονεκτήματος ως προς τις τιμές των εξαγωγέων.

(163) Επιπλέον, το υπό εξέταση προϊόν μπορεί ακόμη να εισάγεται από άλλες χώρες. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το μερίδιο αγοράς που κατέχουν οι χώρες οι οποίες δεν καλύπτονται από αντισταθμιστικά μέτρα μπορεί να αυξηθεί στο μέλλον λόγω του γεγονότος ότι η προμήθεια CD-R στην αγορά της Κοινότητας από χώρες που δεν εφαρμόζουν πρακτικές επιδοτήσεων, έγινε λιγότερο ελκυστική λόγω της ισχυρής πίεσης που ασκείται στις τιμές από την Ινδία και την Ταϊβάν. Επομένως, είναι πολύ πιθανό ότι, με την αποκατάσταση θεμιτού ανταγωνισμού, οι χώρες που δεν εφαρμόζουν πρακτική επιδοτήσεων θα αυξήσουν την παρουσία τους στην κοινοτική αγορά.

(164) Το γεγονός αυτό φαίνεται να δηλώνει ότι η επιβολή μέτρων δεν θα επηρέαζε υπερβολικά ούτε τους χρήστες ούτε τους καταναλωτές.

7. Συμπέρασμα σχετικά με το συμφέρον της Κοινότητας

(165) Με βάση τα ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η επιβολή οριστικών αντισταθμιστικών μέτρων δεν θα είναι αντίθετη προς το συμφέρον της Κοινότητας.

Η. ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

1. Επίπεδο εξάλειψης της ζημίας

(166) Λαμβανομένων υπόψη των συμπερασμάτων για την πρακτική επιδοτήσεων, τη ζημία, την αιτιώδη συνάφεια και το συμφέρον της Κοινότητας, θεωρείται απαραίτητο να θεσπιστούν οριστικά μέτρα ώστε να αποφευχθεί η πρόκληση περαιτέρω ζημίας στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων.

(167) Για τον καθορισμό του ύψους των οριστικών μέτρων, ελήφθησαν υπόψη τα περιθώρια επιδοτήσεων που διαπιστώθηκαν, καθώς και το ύψος της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

(168) Τα οριστικά μέτρα πρέπει να επιβληθούν σε επίπεδο που θα είναι επαρκές ώστε να εξουδετερώνεται η ζημία που έχει προκληθεί από αυτές τις εισαγωγές, χωρίς να γίνεται υπέρβαση των περιθωρίων των επιδοτήσεων που έχουν διαπιστωθεί. Κατά τον υπολογισμό του απαραίτητου ποσού του δασμού για την εξάλειψη των αποτελεσμάτων των ζημιογόνων επιδοτήσεων, θεωρήθηκε ότι τα μέτρα θα έπρεπε να επιτρέψουν στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να καλύψει τις δαπάνες του και να πραγματοποιήσει συνολικό κέρδος πριν από το φόρο, το οποίο θα μπορούσε να επιτευχθεί εύλογα υπό κανονικούς όρους ανταγωνισμού, δηλαδή αν δεν πραγματοποιούνταν επιδοτούμενες εισαγωγές, επί των πωλήσεων ομοειδών προϊόντων στην Κοινότητα. Το περιθώριο κέρδους πριν το φόρο που χρησιμοποιήθηκε γι' αυτούς τους υπολογισμούς ήταν το ίδιο με εκείνο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ κατά της Ταϊβάν, δηλαδή 8 % επί του κύκλου εργασιών.

(169) Εν συνεχεία, καθορίστηκε η αναγκαία αύξηση της τιμής με βάση τη σύγκριση της μέσης σταθμισμένης τιμής εισαγωγής, η οποία χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό των χαμηλότερων τιμών από τις κοινοτικές, και της μη ζημιογόνου τιμής για τους διάφορους τύπους που πωλεί ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής στην αγορά της Κοινότητας. Η μη ζημιογόνος τιμή για κάθε μοντέλο ελήφθη με την προσθήκη του ανωτέρω περιθωρίου κέρδους 8 % στο κόστος παραγωγής για κάθε μοντέλο. Το κόστος παραγωγής ανακατασκευάστηκε για κάθε μοντέλο χωριστά, με βάση την τιμή πωλήσεων στην οποία προστέθηκαν οι ζημίες. Η διαφορά που τυχόν προέκυψε από την εν λόγω σύγκριση εκφράστηκε στη συνέχεια ως εκατοστιαίο ποσοστό της συνολικής αξίας εισαγωγής cif. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι διαφορές αυτές υπερέβαιναν τα περιθώρια των επιδοτήσεων που διαπιστώθηκαν.

2. Οριστικά μέτρα

(170) Επειδή το επίπεδο εξουδετέρωσης της ζημίας είναι υψηλότερο από τα καθορισθέντα περιθώρια επιδότησης, τα προσωρινά μέτρα πρέπει να βασίζονται στα τελευταία αυτά περιθώρια. Επειδή ήταν υψηλό το επίπεδο συνεργασίας, και για να μην υπονομεύσει την αποτελεσματικότητα των μέτρων, ο συντελεστής του οριστικού αντισταθμιστικού δασμού για την Ινδία πρέπει να καθοριστεί σε 7,3 %,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1. Επιβάλλεται οριστικός αντισταθμιστικός δασμός στις εισαγωγές οπτικών δίσκων με δυνατότητα εγγραφής (CD-R), που υπάγονται επί του παρόντος στον κωδικό ΣΟ ex 8523 90 00 (κωδικός Taric 8523 90 00 10 ), καταγωγής Ινδίας.

2. Ο συντελεστής του οριστικού δασμού που εφαρμόζεται επί της καθαρής τιμής, στο επίπεδο "ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας" πριν από την καταβολή του δασμού, ανέρχεται σε 7,3 %.

3. Με την επιφύλαξη διαφορετικής ρύθμισης, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους τελωνειακούς δασμούς.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός τίθεται σε ισχύ την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Λουξεμβούργο, 2 Ιουνίου 2003.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Κ. Στεφανής

(1) EE L 288 της 21.10.1997, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1973/2002, (ΕΕ L 305 της 7.11.2002, σ. 4).

(2) ΕΕ C 116 της 17.5.2002, σ. 4.

(3) ΕΕ C 116 της 17.5.2002, σ. 2.

(4) ΕΕ L 160 της 18.6.2002, σ. 2.

(5) ΕΕ L 160 της 18.6.2002, σ. 2.

(6) ΕΕ L 334 της 18.12.2001, σ. 8.

(7) ΕΕ L 318 της 16.12.2000, σ. 62.

Top