Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31999D0394

1999/394/ΕΚ, Ευρατόμ: Απόφαση του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων

ΕΕ L 149 της 16.6.1999, p. 36–38 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO, HR)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/1999/394/oj

31999D0394

1999/394/ΕΚ, Ευρατόμ: Απόφαση του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 149 της 16/06/1999 σ. 0036 - 0038


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 25ης Μαΐου 1999

σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων

(1999/394/ΕΚ, Ευρατόμ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 207 παράγραφος 3,

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 121 παράγραφος 3,

τον εσωτερικό κανονισμό του Συμβουλίου, και ιδίως το άρθρο 21 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας:

(1) ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καί του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999(1), καθώς και ο κανονισμός (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999(2), σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), προβλέπουν ότι, η Υπηρεσία κινεί και διεξάγει διοικητικές έρευνες εντός των θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών, που έχουν ιδρυθεί με τις συνθήκες ΕΚ και ΕΚΑΕ ή δυνάμει αυτών·

(2) ότι η ευθύνη της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης, όπως εγκαθιδρύεται από την Επιτροπή, εκτείνεται πέραν της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων, προκειμένου να συμπεριλάβει το σύνολο των δραστηριοτήτων της Υπηρεσίας που έχουν σχέση με την ανάγκη διαφύλαξης των κοινοτικών συμφερόντων από παρατυπίες οι οποίες μπορούν να επισύρουν διοικητική ή ποινική δίωξη·

(3) ότι θα πρέπει να ενισχυθεί η εμβέλεια και η αποτελεσματικότητα της καταπολέμησης της απάτης, αξιοποιώντας την κτηθείσα πείρα στον τομέα των διοικητικών ερευνών·

(4) ότι, κατά συνέπεια, θα πρέπει όλα τα θεσμικά όργανα, τα όργανα και οι οργανισμοί, στο πλαίσιο της διοικητικής αυτονομίας τους, να αναθέσουν στην Υπηρεσία την αποστολή να πραγματοποιεί στους κόλπους τους διοικητικές έρευνες με στόχο τον εντοπισμό σοβαρών περιπτώσεων που συνδέονται με την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων και συνιστούν, ενδεχομένως, παράλειψη των υποχρεώσεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως ορίζονται στο άρθρο 11, στο άρθρο 12 δεύτερο και τρίτο εδάφιο, στα άρθρα 13, 14, 16 και στο άρθρο 17 πρώτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών (εφεξής: "κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης"), η οποία είναι επιζήμια για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων, και μπορεί να επισύρει πειθαρχική ή, ενδεχομένως, ποινική δίωξη, ή βαρύ προσωπικό πταίσμα, όπως ορίζει το άρθρο 22 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ή παράλειψη των αναλόγων υποχρεώσεων των μελών, διευθυντικών στελεχών ή μελών του προσωπικού των θεσμικών οργάνων, των οργάνων και οργανισμών των Κοινοτήτων που δεν υπόκεινται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, ή παράλειψη των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από το κοινοτικό δίκαιο στα μέλη του Συμβουλίου και των υπηρεσιών του στα πλαίσια των επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους των ασκουμένων υπό τη συγκεκριμένη ιδιότητά τους·

(5) ότι οι έρευνες αυτές πρέπει να πραγματοποιούνται υπό ισοδύναμους όρους σε όλα τα θεσμικά όργανα, όργανα ή οργανισμούς των Κοινοτήτων, χωρίς η ανάθεση του καθήκοντος αυτού στην Υπηρεσία να θίγει τις κατ' ιδίαν αρμοδιότητες των θεσμικών οργάνων, οργάνων ή οργανισμών και να μειώνει καθ' οιονδήποτε τρόπο την έννομη προστασία των ενδιαφερομένων προσώπων·

(6) ότι, εν αναμονή της τροποποίησης του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, θα πρέπει να καθορισθούν οι πρακτικοί τρόποι εφαρμογής βάσει των οποίων τα μέλη των θεσμικών οργάνων και οργάνων και τα διευθυντικά στελέχη των οργανισμών καθώς και οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό των θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών, θα συνεργάζονται για την καλή διεξαγωγή των εσωτερικών ερευνών·

(7) ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 καθώς και ο κανονισμός (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 προβλέπουν, στην παράγραφο 6 του άρθρου 4 ότι, κάθε θεσμικό όργανο, όργανο και οργανισμός εκδίδει απόφαση η οποία περιλαμβάνει ιδίως κανόνες σχετικούς με την υποχρέωση των μελών, των διευθυντικών στελεχών, των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών, να συνεργάζονται με τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας και να τους ενημερώνουν ως προς τις διαδικασίες που πρέπει να τηρούν οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας κατά την εκτέλεση των εσωτερικών ερευνών, καθώς και τις εγγυήσεις των δικαιωμάτων των προσώπων που αφορά η εσωτερική έρευνα·

(8) ότι η διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)(3), δεσμεύει τα υπογράφοντα θεσμικά όργανα καθώς και τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμούς που θα προσχωρήσουν σ' αυτήν, να λαμβάνουν εσωτερική απόφαση σύμφωνη με το προσαρτώμενο στην εν λόγω συμφωνία υπόδειγμα και να παρεκκλίνουν από αυτό μόνον όταν οι ιδιαίτερες απαιτήσεις κάθε θεσμικού οργάνου, οργάνου ή οργανισμού, το επιβάλλουν για τεχνικούς λόγους·

(9) ότι καμία ιδιαίτερη απαίτηση δεν επιβάλλει την ανάγκη για τεχνικούς λόγους να υπάρξει παρέκκλιση από το υπόδειγμα απόφασης όσον αφορά τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου (εφεξής αποκαλούμενης "Γενική Γραμματεία"),

(10) ότι, το Συμβούλιο θα πρέπει να αναθέσει στην Υπηρεσία την αποστολή να πραγματοποιεί στους κόλπους του, διοικητικές έρευνες, με στόχο τον εντοπισμό σοβαρών περιστατικών που συνιστούν, ενδεχομένως, παράλειψη των υποχρεώσεων τις οποίες επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο στα πρόσωπα τα οποία είναι μέλη του Συμβουλίου και των υπηρεσιών του ότι, ωστόσο, ενδείκνυται να ληφθεί υπόψη ότι, αντιθέτως από τα μέλη των άλλων θεσμικών οργάνων, τα μέλη του Συμβουλίου και των υπηρεσιών του, ασκούν κυρίως καθήκοντα σε εθνικά πλαίσια και εξακολουθούν να υπάγονται, κατά την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων, στο εθνικό δίκαιο· ότι, επομένως, η εφαρμογή της παρούσας απόφασης θα πρέπει να περιοριστεί μόνον στις επαγγελματικές δραστηριότητες που ασκούν τα εν λόγω πρόσωπα υπό την ιδιότητά τους του μέλους του θεσμικού οργάνου ή των υπηρεσιών του·

(11) ότι η Υπηρεσία δεν διαθέτει καμία δικαστική αρμοδιότητα και πραγματοποιεί μόνον διοικητικές έρευνες· ότι οι έρευνες αυτές πρέπει να πραγματοποιούνται τηρουμένων πλήρως των οικείων διατάξεων των συνθηκών για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ιδίως του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών, των σχετικών για την εφαρμογή τους κειμένων, καθώς και του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·

(12) ότι οι έρευνες αυτές πραγματοποιούνται σύμφωνα με τους όρους και τις λεπτομέρειες που προβλέπονται από τους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας· ότι οι κανονισμοί αυτοί δεν παρέχουν ωστόσο στην Υπηρεσία κανένα δικαίωμα πρόσβασης στα κτίρια που καταλαμβάνουν τα κράτη μέλη, ιδίως οι Μόνιμες Αντιπροσωπίες τους·

(13) ότι η εσωτερική απόφαση που προβλέπεται από τη διοργανική συμφωνία περιορίζεται αυστηρά στη διευκρίνιση της υποχρέωσης συνεργασίας με την Υπηρεσία και ενημέρωσης αυτής, της υποχρέωσης του γραφείου αφαλείας να συνδράμει τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας, και, αντιστοίχως, της υποχρέωσης της Υπηρεσίας να ενημερώνει τα εγκαλούμενα, στα πλαίσια μιας από τις έρευνές της, πρόσωπα,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Υποχρέωση συνεργασίας με την Υπηρεσία

Ο Γενικός Γραμματέας, οι υπηρεσίες καθώς και κάθε υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού της Γενικής Γραμματείας, οφείλουν να συνεργάζονται πλήρως με τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας και να τους παρέχουν κάθε αναγκαία για τις έρευνες βοήθεια. Προς το σκοπό αυτό, παρέχουν στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας όλες τις χρήσιμες πληροφορίες και εξηγήσεις.

Με την επιφύλαξη των οικείων διατάξεων των Συνθηκών για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ιδίως του Πρωτοκόλλου περί Προνομίων και Ασυλιών, καθώς και των σχετικών με την εφαρμογή τους κειμένων, τα μέλη του Συμβουλίου και των υπηρεσιών του συνεργάζονται πλήρως με την Υπηρεσία.

Άρθρο 2

Υποχρέωση ενημέρωσης

Κάθε υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού της Γενικής Γραμματείας, που λαμβάνει γνώση στοιχείων βάσει των οποίων εικάζεται η ύπαρξη ενδεχομένων περιπτώσεων απάτης, δωροδοκίας ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας η οποία θίγει τα συμφέροντα των Κοινοτήτων ή σοβαρών περιστατικών που συνδέονται με την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων και μπορούν να συνιστούν παράλειψη των υποχρεώσεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων, η οποία μπορεί να επισύρει πειθαρχική ή, ενδεχομένως, ποινική δίωξη, ή παράλειψη των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από το κοινοτικό δίκαιο στα μέλη του Συμβουλίου και των υπηρεσιών του, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων τους υπό τη συγκεκριμένη ιδιότητά τους, εφόσον η εν λόγω παράλειψη θίγει τα συμφέροντα των Κοινοτήτων, ενημερώνει αμελλητί τον προϊστάμενο της υπηρεσίας του ή το Γενικό Διευθυντή του ή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου ή απευθείας την Υπηρεσία.

Ο Γενικός Γραμματέας, οι Γενικοί Διευθυντές και οι προϊστάμενοι υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας, διαβιβάζουν αμελλητί στην Υπηρεσία όλα τα στοιχεία που έχουν περιέλθει εις γνώση τους και βάσει των οποίων εικάζεται η ύπαρξη των παρατυπιών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

Οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της Γενικής Γραμματείας δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να υφίστανται άδικη ή διακριτική εις βάρος τους μεταχείριση εξαιτίας γνωστοποίησης όπως αναφέρεται στο πρώτο και το δεύτερο εδάφιο.

Τα μέλη του Συμβουλίου και οι Μόνιμοι Αντιπρόσωποι που λαμβάνουν γνώση των γεγονότων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, ενημερώνουν σχετικά τον Πρόεδρο του Συμβουλίου ή, εφόσον το κρίνουν σκόπιμο, απευθείας την Υπηρεσία. Οι αντιπρόσωποι των κρατών μελών που λαμβάνουν γνώση των γεγονότων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, ενημερώνουν τον Μόνιμο Αντιπρόσωπο του κράτους μέλους τους.

Άρθρο 3

Συνδρομή του γραφείου ασφαλείας

Μετά από αίτημα του διευθυντή της Υπηρεσίας, το Γραφείο Ασφάλειας της Γενικής Γραμματείας, παρέχει υλική συνδρομή στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας κατά την εκτέλεση των ερευνών.

Άρθρο 4

Ενημέρωση του ενδιαφερομένου

Στην περίπτωση που αποκαλύπτεται το ενδεχόμενο προσωπικής εμπλοκής μέλους του Συμβουλiου ή των υπηρεσιών του, υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού της Γενικής Γραμματείας, o ενδιαφερόμενος πρέπει να ενημερώνεται ταχέως, εφόσον από την ενημέρωση αυτή δεν υπάρχει κίνδυνος να θιγεί η έρευνα. Δεν μπορούν, σε καμία περίπτωση, να εξαχθούν κατά τη λήξη της έρευνας συμπεράσματα που θα αφορούν ονομαστικά ένα από τα πρόσωπα αυτά, χωρίς να έχει δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να εκφρασθεί σχετικά με όλα τα πραγματικά περιστατικά που τον αφορούν.

Στις περιπτώσεις που είναι αναγκαία για τους σκοπούς της έρευνας, η αυστηρή τήρηση του απορρήτου, και απαιτείται η προσφυγή σε μέσα έρευνας που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής, η υποχρέωση να κληθεί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να εκφρασθεί, μπορεί να αναβληθεί σε συμφωνία με τον Πρόεδρο του Συμβουλίου ή το Γενικό Γραμματέα, αντιστοίχως.

Άρθρο 5

Ενήμέρωση σχετικά με τη θέση της έρευνας στο αρχείο χωρίς να δοθεί συνέχεια

Εάν, κατά τη λήξη εσωτερικής έρευνας, δεν προκύψει επιβαρυντικό στοιχείο για το εγκαλούμενο πρόσωπο, η εσωτερική έρευνα που το αφορά τίθεται στο αρχείο χωρίς να δοθεί συνέχεια με απόφαση του διευθυντή της Υπηρεσίας, ο οποίος ενημερώνει σχετικά γραπτώς τον ενδιαφερόμενο.

Άρθρο 6

Άρση ασυλίας

Κάθε αίτηση εθνικής αστυνομικής ή δικαστικής αρχής που αφορά την άρση της ετεροδικίας υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού της Γενικής Γραμματείας, σχετικά με ενδεχόμενες περιπτώσεις απάτης, δωροδοκίας ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας, διαβιβάζεται για γνωμοδότηση στο διευθυντή της Υπηρεσίας. Εφόσον η αίτηση άρσης της ασυλίας αφορά μέλος του Συμβουλίου ή των υπηρεσιών του, ενημερώνεται η Υπηρεσία.

Άρθρο 7

Έναρξη εφαρμογής

Η παρούσα απόφαση παράγει αποτελέσματα από την 1η Ιουνίου 1999.

Βρυξέλλες, 25 Μαΐου 1999.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

H. EICHEL

(1) ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.

(2) ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 8.

(3) ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 15.

Top