EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31997L0041

Οδηγία 97/41/ΕΚ του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 1997 για την τροποποίηση των οδηγιών 76/895/ΕΟΚ, 86/362/ΕΟΚ, 86/363/ΕΟΚ και 90/642/ΕΟΚ περί του καθορισμού της μέγιστης περιεκτικότητας για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων επί και εντός των οπωροκηπευτικών, μέσα και πάνω στα σιτηρά, πάνω και μέσα στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, και επάνω και μέσα σε ορισμένα προϊόντα φυτικής προέλευσης, συμπεριλαμβανομένων των οπωροκηπευτικών, αντιστοίχως

ΕΕ L 184 της 12.7.1997, p. 33–49 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 31/08/2008; καταργήθηκε εμμέσως από 32005R0396

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/1997/41/oj

31997L0041

Οδηγία 97/41/ΕΚ του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 1997 για την τροποποίηση των οδηγιών 76/895/ΕΟΚ, 86/362/ΕΟΚ, 86/363/ΕΟΚ και 90/642/ΕΟΚ περί του καθορισμού της μέγιστης περιεκτικότητας για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων επί και εντός των οπωροκηπευτικών, μέσα και πάνω στα σιτηρά, πάνω και μέσα στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, και επάνω και μέσα σε ορισμένα προϊόντα φυτικής προέλευσης, συμπεριλαμβανομένων των οπωροκηπευτικών, αντιστοίχως

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 184 της 12/07/1997 σ. 0033 - 0049


ΟΔΗΓΙΑ 97/41/ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 25ης Ιουνίου 1997 για την τροποποίηση των οδηγιών 76/895/ΕΟΚ, 86/362/ΕΟΚ, 86/363/ΕΟΚ και 90/642/ΕΟΚ περί του καθορισμού της μέγιστης περιεκτικότητας για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων επί και εντός των οπωροκηπευτικών, μέσα και πάνω στα σιτηρά, πάνω και μέσα στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, και επάνω και μέσα σε ορισμένα προϊόντα φυτικής προέλευσης, συμπεριλαμβανομένων των οπωροκηπευτικών, αντιστοίχως

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 43,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (3),

Εκτιμώντας:

ότι, με τις οδηγίες 86/362/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1986, που αφορά τον καθορισμό των ανωτάτων περιεκτικοτήτων για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων μέσα και πάνω στα σιτηρά (4), 86/363/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1986, που αφορά τον καθορισμό των ανωτάτων περιεκτικοτήτων για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων πάνω και μέσα στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (5), και 90/642/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1990, που αφορά τον καθορισμό των ανωτάτων περιεκτικοτήτων για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων επάνω και μέσα σε ορισμένα προϊόντα φυτικής προέλευσης, συμπεριλαμβανομένων των οπωροκηπευτικών (6), θεσπίστηκε κοινό καθεστώς το οποίο προβλέπει υποχρεωτικές περιεκτικότητες καταλοίπων για ολόκληρη την Κοινότητα 7

ότι το καθεστώς αυτό προβλέπει προοδευτική μεταφορά, στην οδηγία 90/642/ΕΟΚ των ανώτατων περιεκτικοτήτων σε κατάλοιπα που καθορίζονται στην οδηγία 76/895/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1976, περί του καθορισμού της μέγιστης περιεκτικότητος για τα κατάλοιπα των φυτοφαρμάκων επί και εντός των οπωροκηπευτικών (7) για τεχνικούς λόγους 7 ότι η μεταφορά αυτή έχει ήδη πραγματοποιηθεί για ορισμένες περιεκτικότητες, ενώ μελετάται για άλλες 7

ότι, με την οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (8) δημιουργείται μηχανισμός μέσω του οποίου η άδεια ενός φυτοπροστατευτικού προϊόντος που περιέχει μια δραστική ουσία του παραρτήματος Ι της οδηγίας αυτής συνδέεται με την υποχρέωση του κράτους μέλους που έχει χορηγήσει την άδεια να καθορίζει προσωρινή ανώτατη περιεκτικότητα σε κατάλοιπα της συγκεκριμένης δραστικής ουσίας των καλλιεργειών στις οποίες χρησιμοποιείται 7 ότι ο μηχανισμός αυτός προβλέπει ότι δίδεται εντολή στην Επιτροπή να καθορίζει, βάσει της προσωρινής ανώτατης περιεκτικότητας που καθορίζεται από ένα κράτος μέλος, προσωρινές ανώτατες περιεκτικότητες καταλοίπων οι οποίες ισχύουν σε ολόκληρη την Κοινότητα 7 ότι, για λόγους σαφήνειας, οι ανώτατες περιεκτικότητες καταλοίπων που καθορίζονται σύμφωνα με το μηχανισμό αυτόν πρέπει να ενσωματωθούν καταλλήλως στα παραρτήματα των οδηγιών 86/362/ΕΟΚ, 86/363/ΕΟΚ και 90/642/ΕΟΚ 7

ότι πρέπει να θεσπιστούν κανόνες για τις αποδεκτές ανώτατες περιεκτικότητες καταλοίπων εντός των ξηραμένων ή/και μεταποιημένων απλών γεωργικών προϊόντων και εντός των σύνθετων τροφίμων, ώστε να εξασφαλιστεί κατάλληλη προστασία της δημόσιας υγείας καθώς και η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς όσον αφορά τα προϊόντα αυτά 7

ότι τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέπουν τη δυνατότητα καθορισμού ανώτατων περιεκτικοτήτων καταλοίπων για τα προϊόντα που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, ώστε να αποφεύγονται, στο μέτρο του δυνατού, τα προβλήματα συναλλαγών λόγω της έλλειψης εναρμονισμένων ανώτατων περεκτικοτήτων καταλοίπων σε ορισμένους συνδυασμούς καταλοίπου/προϊόντος 7

ότι απαιτείται μια διαδικασία συνδιαλλαγής για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες, στην πράξη, ανακύπτουν εμπόδια των ενδοκοινοτικών συναλλαγών λόγω της έλλειψης εναρμονισμένων ανώτατων περιεκτικοτήτων καταλοίπων για ορισμένους συνδυασμούς καταλοίπου/προϊόντος 7

ότι πρέπει να οργανωθεί συστηματικά μια αποτελεσματική επίβλεψη των καταλοίπων φυτοφαρμάκων, τόσο σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο, ώστε να εξασφαλιστεί η τήρηση των καθοριζόμενων υποχρεωτικών περιεκτικοτήτων και να δημιουργηθεί στους καταναλωτές η μεγαλύτερη δυνατή εμπιστοσύνη όσον αφορά τον επιτυγχανόμενο βαθμό προστασίας της δημόσιας υγείας 7

ότι, για να εξασφαλισθεί υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, είναι απολύτως απαραίτητο να διασφαλισθεί η διεξαγωγή ελέγχων της τήρησης των καθορισμένων ανώτατων περιεκτικοτήτων σε κατάλοιπα και ότι οι έλεγχοι αυτοί πρέπει να αφορούν, ει δυνατόν, όλα τα φυτικά προϊόντα που καλύπτονται από τις οδηγίες περί καταλοίπων 7 ότι, ωστόσο, πρέπει να γίνει βέλτιστη χρήση των διαθέσιμων πόρων και ότι, συνεπώς, ενδέχεται να εγκριθεί περιττή η διεξαγωγή ελέγχων όσον αφορά τα μεταποιημένα, αποξηραμένα ή σύνθετα τρόφιμα ή τα ενδιάμεσα προϊόντα στο πλαίσιο της μεταποίησης, εφόσον έχει διεξαχθεί επαρκής έλεγχος των ακατέργαστων προϊόντων 7

ότι ορισμένες διατάξεις των οδηγιών 76/895/ΕΟΚ, 86/362/ΕΟΚ και 86/363/ΕΟΚ πρέπει να προσαρμοστούν προκειμένου να ευθυγραμμισθούν με τις αντίστοιχες διατάξεις της οδηγίας 90/642/ΕΟΚ, ώστε να εξασφαλιστεί η λογική συνοχή κατά την εφαρμογή όλων των διατάξεων του καθεστώτος ανώτατων περιεκτικοτήτων καταλοίπων 7

ότι οι τροποποιήσεις των παραρτημάτων, λόγω της εξέλιξης των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, ο καθορισμός προσωρινών ανώτατων περιεκτικοτήτων καταλοίπων και ο καθορισμός συντελεστών αραίωσης ή συγκέντρωσης για ορισμένες ενέργειες ξήρανσης ή μεταποίησης συνιστούν τεχνικά μέτρα 7 ότι, για τη θέσπιση των μέτρων αυτών κρίνεται αναγκαία μια διαδικασία απόφασης της ρυθμιστικής επιτροπής ώστε να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική και λογική εφαρμογή των εκτελεστικών μέτρων που προβλέπονται από τις οδηγίες 76/895/ΕΟΚ, 86/362/ΕΟΚ, 86/363/ΕΟΚ, 90/642/ΕΟΚ, 91/414/ΕΟΚ και από άλλες σχετικές οδηγίες 7

ότι για να επιτευχθεί αποτελεσματική προστασία της δημόσιας υγείας και ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, οι εισαγόμενες στα παραρτήματα τροποποιήσεις πρέπει να εφαρμοστούν ταχέως από όλα τα κράτη μέλη,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 76/895/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1. Το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

1. Η παρούσα οδηγία αφορά τα προϊόντα που προορίζονται για ανθρώπινη διατροφή ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις για τη διατροφή των ζώων, που υπάγονται στις κλάσεις του κοινού δασμολογίου που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι, εφόσον υπολείμματα των φυτοφαρμάκων που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ ευρίσκονται επί ή εντός αυτών.

2. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επίσης και για τα ίδια προϊόντα μετά την ξήρανση ή μεταποίηση ή αφού χρησιμοποιηθούν ως συστατικά σύνθετων τροφίμων, εφόσον μπορεί να περιέχουν υπολείμματα φυτοφαρμάκων.

3. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας 91/321/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 14ης Μαΐου 1991, σχετικά με τα παρασκευάσματα για βρέφη και τα παρασκευάσματα δεύτερης βρεφικής ηλικίας (*), και της οδηγίας 96/5/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 1996, για τις μεταποιημένες τροφές με βάση τα δημητριακά και τις παιδικές τροφές για βρέφη και μικρά παιδιά (**). Ωστόσο, μέχρι να ορισθούν ανώτατες περιεκτικότητες βάσει του άρθρου 6 της οδηγίας 91/321/ΕΟΚ, ή του άρθρου 6 της οδηγίας 96/5/ΕΚ, επί των οικείων προϊόντων εφαρμόζεται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 και 3 έως 6 της παρούσας οδηγίας.

(*) ΕΕ αριθ. L 175 της 4. 7. 1991, σ. 35 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/4/ΕΚ (ΕΕ αριθ. L 49 της 28. 2. 1996, σ. 12).

(**) ΕΕ αριθ. L 49 της 28. 2. 1996, σ. 17.»

2. Το άρθρο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 2

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοείται ως:

1. "κατάλοιπα φυτοφαρμάκων": τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων καθώς και των προϊόντων που προκύπτουν από το μεταβολισμό, την αποσύνθεση ή την αντίδρασή τους, όπως ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ, τα οποία ευρίσκονται μέσα ή πάνω στα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1,

2. "θέση σε κυκλοφορία": κάθε επί πληρωμή ή δωρεάν, μετά τη συγομιδή, παράδοση των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1.»

3. Το άρθρο 4 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Όταν κατόπιν νέων στοιχείων ή νέας εκτίμησης διαθέσιμων στοιχείων, ένα κράτος μέλος θεωρεί ότι το ανώτατο όριο που καθορίζεται στο παράρτημα ΙΙ αποτελεί κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων και, επομένως, απαιτείται ταχεία δράση, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να μειώσει προσωρινά το εν λόγω όριο στο έδαφός του. Στην περίπτωση αυτή ανακοινώνει αμέσως στα λοιπά κράτη μέλη και την Επιτροπή τα ληφθέντα μέτρα μαζί με σχετική αιτιολογική έκθεση.»

4. Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5

Οι τροποποιήσεις των παραρτημάτων Ι και ΙΙ που απορρέουν από την πρόοδο των επιστημονικών ή τεχνικών γνώσεων θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 7. Ειδικότερα, κατά τον καθορισμό ανώτατων περιεκτικοτήτων καταλοίπων, λαμβάνεται υπόψη σχετική εκτίμηση του κινδύνου από λήψη τροφής καθώς και ο αριθμός και η ποιότητα των διαθέσιμων δεδομένων.»

5. Προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5α1. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως κράτος μέλος καταγωγής ορίζεται το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου ένα προϊόν αναφερόμενο στο άρθρο 1 παράγραφοι 1 και 2 είτε έχει νομίμως παραχθεί και τεθεί σε εμπορία είτε έχει τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία, και ως κράτος μέλος προορισμού ορίζεται το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου εισάγεται και τίθεται σε κυκλοφορία αυτό το προϊόν για ενέργειες πλην της διαμετακόμισης προς άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα.

2. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν ρυθμίσεις για τον καθορισμό μόνιμων ή προσωρινών ανώτατων περιεκτικοτήτων καταλοίπων για τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφοι 1 και 2 και εισάγονται στο έδαφός τους από κράτος μέλος καταγωγής, λαμβανομένων υπόψη των ορθών γεωργικών πρακτικών του κράτους μέλους καταγωγής και με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την προστασία της υγείας των καταναλωτών, στις περιπτώσεις που δεν έχουν καθοριστεί ανώτατες περιεκτικότητες καταλοίπων για τα προϊόντα αυτά σύμφωνα με το άρθρο 5.

3. Εφόσον:

- δεν έχει καθοριστεί ανώτατη περιεκτικότητα καταλοίπων για ένα προϊόν που προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφοι 1 και 2 σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 και

- το εν λόγω προϊόν, το οποίο πληροί τις ανώτατες περιεκτικότητες σε κατάλοιπα που εφαρμόζονται από το κράτος μέλος καταγωγής, υπόκειται στο κράτος μέλος προορισμού σε μέτρα που έχουν ως αποτέλεσμα να απαγορεύεται ή να περιορίζεται η θέση του σε κυκλοφορία, επειδή τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων που περιέχει υπερβαίνουν την ανώτατη περιεκτικότητα σε κατάλοιπα που είναι αποδεκτή στο κράτος μέλος προορισμού και

- είτε το κράτος μέλος προορισμού δεν έχει θεσπίσει νέες ανώτατες περιεκτικότητες σε κατάλοιπα ή έχει τροποποιήσει τις περιεκτικότητες που προβλέπει η νομοθεσία του είτε έχει τροποποιήσει τους ελέγχους του κατά τρόπο δυσανάλογο ή/και ο οποίος συνεπάγεται διακρίσεις σε σχέση με την εσωτερική του παραγωγή είτε η ανώτατη περιεκτικότητα σε κατάλοιπα που εφαρμόζει το κράτος μέλος περιορισμού διαφέρει ουσιαστικά από τις αντίστοιχες περιεκτικότητες που θεσπίζουν άλλα κράτη μέλη είτε η ανώτατη περιεκτικότητα σε κατάλοιπα που εφαρμόζει το κράτος μέλος προορισμού αντιστοιχεί σε επίπεδο προστασίας δυσανάλογο σε σχέση με το επίπεδο προστασίας που εφαρμόζει το εν λόγω κράτος μέλος σε φυτοφάρμακα τα οποία παρουσιάζουν παρόμοιους κινδύνους ή σε παρόμοια γεωργικά προϊόντα ή τρόφιμα προς κατανάλωση,

εφαρμόζονται κατ' εξαίρεση οι ακόλουθες διατάξεις:

α) το κράτος μέλος προορισμού ανακοινώνει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και την Επιτροπή τα σχετικά μέτρα εντός προθεσμίας είκοσι ημερών από τη λήψη τους. Η ανακοίνωση συνοδεύεται με έγγραφα που αποδεικνύουν τα γεγονότα 7

β) βάσει της ανακοίνωσης που αναφέρεται στο στοιχείο α), τα δύο ενδιαφερόμενα κράτη μέλη αναλαμβάνουν αμέσως επαφές προκειμένου να εξαλειφθεί, όποτε είναι δυνατόν, το απαγορευτικό ή περιοριστικό αποτέλεσμα των μέτρων που λαμβάνει το κράτος μέλος προορισμού, μέσω μέτρων που συμφωνούν μεταξύ τους. Προς τούτο, τα κράτη μέλη ανταλλάσσουν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία.

Εντός τριών μηνών από την ημερομηνία της ανακοίνωσης που αναφέρεται στο στοιχείο α), τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το αποτέλεσμα των επαφών αυτών και ιδίως τα μέτρα που προτίθενται να λάβουν, και ενδεχομένως, τη συμφωνηθείσα ανώτατη περιεκτικότητα σε κατάλοιπα. Το κράτος μέλος καταγωγής ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη για το αποτέλεσμα των επαφών αυτών 7

γ) η Επιτροπή θέτει αμέσως το θέμα στη μόνιμη φυτοϋγειονομική επιτροπή και, ει δυνατόν, υποβάλλει πρόταση που αποσκοπεί στον καθορισμό προσωρινής ανώτατης περιεκτικότητας σε κατάλοιπα στο παράρτημα ΙΙ η οποία εγκρίνεται με τη διαδικασία του άρθρου 7.

Στην πρότασή της, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της τις υπάρχουσες σχετικές τεχνικές και επιστημονικές γνώσεις, και ιδίως τα στοιχεία που έχουν υποβάλει τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων την τοξικολογική αξιολόγηση και τον καθορισμό ADI (αποδεκτής ημερήσιας λήψης), τις ορθές γεωργικές πρακτικές και τα αντίστοιχα πειραματικά δεδομένα στα οποία βασίστηκε το κράτος μέλος καταγωγής για να καθορίσει την ανώτατη περιεκτικότητα σε κατάλοιπα καθώς και τους λόγους που επικαλείται το κράτος μέλος προορισμού για να αιτιολογήσει τα εν λόγω μέτρα.

Η διάρκεια της προσωρινής ανώτατης περιεκτικότητας καθορίζεται στη θεσπιζόμενη νομική πράξη και δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τέσσερα έτη. Η διάρκεια αυτή μπορεί να συνδεθεί με την παροχή, από το κράτος μέλος καταγωγής ή/και άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, των πειραματικών δεδομένων τα οποία έχει ανάγκη η Επιτροπή για τον καθορισμό της ανώτατης περιεκτικότητας σε κατάλοιπα σύμφωνα με το άρθρο 5. Έπειτα από σχετική τους αίτηση, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη τηρούνται ενήμερα για το θεσπιζόμενο πρόγραμμα δοκιμών.

4. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 2 ή 3, τηρουμένων των υποχρεώσεών τους στα πλαίσια της συνθήκης, και ιδίως των άρθρων 30 έως 36.

5. Η οδηγία 83/189/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για την καθιέρωση διαδιακασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών (*) δεν ισχύει για τα μέτρα που λαμβάνονται και κοινοποιούνται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

6. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διαδικασίας που προβλέπεται στο παρόν άρθρο δύνανται να ορίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 8.

(*) ΕΕ αριθ. L 109 της 26. 4. 1983, σ. 8 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 96/139/ΕΚ (ΕΕ αριθ. L 32 της 10. 2. 1996, σ. 31).».

6. Το άρθρο 7 παράγραφοι 2, 3 και 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2. Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην επιτροπή σχέδιο των ληπτέων μέτρων. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το σχέδιο αυτό εντός προθεσμίας την οποία μπορεί να ορίζει ο πρόεδρος ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η γνώμη διατυπώνεται με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 148 παράγραφος 2 της συνθήκης για την έκδοση των αποφάσεων που το Συμβούλιο καλείται να λάβει βάσει προτάσεως της Επιτροπής. Κατά την ψηφοφορία στο πλαίσιο της επιτροπής, οι ψήφοι των αντιπροσώπων σταθμίζονται όπως προβλέπεται στο προαναφερόμενο άρθρο. Ο πρόεδρος δεν ψηφίζει.

3. Η Επιτροπή θεσπίζει τα προτεινόμενα μέτρα εφόσον είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής.

4. Όταν τα προτεινόμενα μέτρα δεν είναι σύμφωνα προς τη γνώμη της επιτροπής ή ελλείψει γνώμης, η Επιτροπή υποβάλλει χωρίς καθυστέρηση στο Συμβούλιο πρόταση σχετικά με τα ληπτέα μέτρα. Το Συμβούλιο αποφαίνεται με ειδική πλειοψηφία.

5. Εάν το Συμβούλιο δεν αποφανθεί εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία του υποβλήθηκε το ζήτημα, τα προτεινόμενα μέτρα θεσπίζονται από την Επιτροπή, εκτός εάν το Συμβούλιο αποφανθεί κατά των εν λόγω μέτρων με απλή πλειοψηφία.»

7. Το άρθρο 8 παράγραφοι 2, 3 και 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2. Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην επιτροπή σχέδιο των ληπτέων μέτρων. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το σχέδιο αυτό εντός προθεσμίας την οποία μπορεί να ορίζει ο πρόεδρος ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η γνώμη διατυπώνεται με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 148 παράγραφος 2 της συνθήκης για την έκδοση των αποφάσεων που το Συμβούλιο καλείται να λάβει βάσει προτάσεως της Επιτροπής. Κατά την ψηφοφορία στο πλαίσιο της επιτροπής, οι ψήφοι των αντιπροσώπων σταθμίζονται όπως προβλέπεται στο προαναφερόμενο άρθρο. Ο πρόεδρος δεν ψηφίζει.

3. Η Επιτροπή θεσπίζει τα προτεινόμενα μέτρα εφόσον είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής.

4. Όταν τα προτεινόμενα μέτρα δεν είναι σύμφωνα προς τη γνώμη της επιτροπής ή ελλείψει γνώμης, η Επιτροπή υποβάλλει χωρίς καθυστέρηση στο Συμβούλιο πρόταση σχετικά με τα ληπτέα μέτρα. Το Συμβούλιο αποφαίνεται με ειδική πλειοψηφία.

5. Εάν το Συμβούλιο δεν αποφανθεί εντός δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία του υποβλήθηκε το ζήτημα, τα προτεινόμενα μέτρα θεσπίζονται από την Επιτροπή, εκτός εάν το Συμβούλιο αποφανθεί κατά των εν λόγω μέτρων με απλή πλειοψηφία.»

8. Προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 8αΗ Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή που απαρτίζεται από αντιπροσώπους των κρατών μελών και προεδρεύεται από τον αντιπρόσωπο της Επιτροπής.

Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην επιτροπή σχέδιο των ληπτέων μέτρων. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το σχέδιο αυτό εντός προθεσμίας την οποία μπορεί να ορίζει ο πρόεδρος ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η γνώμη διατυπώνεται με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 148 παράγραφος 2 της συνθήκης για την έκδοση των αποφάσεων που το Συμβούλιο καλείται να λάβει βάσει προτάσεως της Επιτροπής. Κατά την ψηφοφορία στο πλαίσιο της επιτροπής, οι ψήφοι των αντιπροσώπων σταθμίζονται όπως προβλέπεται στο προαναφερόμενο άρθρο. Ο πρόεδρος δεν ψηφίζει.

Η Επιτροπή θεσπίζει τα προτεινόμενα μέτρα εφόσον είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής.

Όταν τα προτεινόμενα μέτρα δεν είναι σύμφωνα προς τη γνώμη της επιτροπής ή ελλείψει γνώμης, η Επιτροπή υποβάλλει χωρίς καθυστέρηση στο Συμβούλιο πρόταση σχετικά με τα ληπτέα μέτρα. Το Συμβούλιο αποφαίνεται με ειδική πλειοψηφία.

Εάν το Συμβούλιο δεν αποφανθεί εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία του υποβλήθηκε το ζήτημα, τα προτεινόμενα μέτρα θεσπίζονται από την Επιτροπή.»

9. Το κείμενο του άρθρου 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9

1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 και προορίζονται για εξαγωγή προς τρίτες χώρες. Ωστόσο, οι ανώτατες περιεκτικότητες σε κατάλοιπα φυτοφαρμάκων που καθορίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζονται στα προϊόντα τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία προ της εξαγωγής, εφόσον αποδεικνύεται επαρκώς ότι:

α) η τρίτη χώρα προορισμού απαιτεί μια ειδική επεξεργασία προκειμένου να προληφθεί η εισαγωγή επιβλαβών οργανισμών στην επικράτειά της ή

β) η επεξεργασία είναι αναγκαία να προστατευθούν τα προϊόντα από επιβλαβείς οργανισμούς κατά τη μεταφορά τους προς την τρίτη χώρα προορισμού και την αποθήκευσή τους εκεί.

2. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1, εφόσον αποδεικνύεται επαρκώς ότι τα προϊόντα αυτά προορίζονται:

α) για την παρασκευή προϊόντων εκτός τροφίμων και ζωοτροφών ή

β) για σπορά ή φύτευση.»

10. Μετά το άρθρο 10, προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 10αΤα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι οι τροποποιήσεις που επέρχονται στο παράρτημα ΙΙ συνεπεία των αποφάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 5 είναι δυνατόν να εφαρμοσθούν στο έδαφός τους εντός 8 μηνών το πολύ από την ημερομηνία θέσπισής τους, και εντός βραχύτερης προθεσμίας εφόσον απαιτείται για επείγοντες λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας.

Προκειμένου να διαφυλαχθούν οι θεμιτές προσδοκίες, οι κοινοτικές εκτελεστικές νομικές πράξεις μπορούν να προβλέπουν μεταβατικές περιόδους για την εφαρμογή ορισμένων ανώτατων περιεκτικοτήτων σε κατάλοιπα, που θα επιτρέψουν την κανονική εμπορία της εσοδείας.»

Άρθρο 2

Η οδηγία 86/362/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1. Το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι, στα προϊόντα που προκύπτουν από αυτά μετά από ξήρανση ή μεταποίηση και στα σύνθετα τρόφιμα στα οποία περιέχονται, εφόσον μπορεί να περιέχουν κατάλοιπα φυτοφαρμάκων.

2. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη:

α) της οδηγίας 74/63/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1973, περί του καθορισμού των ανωτάτων ορίων περιεκτικότητας για τις ανεπιθύμητες ουσίες και προϊόντα στις ζωοτροφές (*) 7

β) της οδηγίας 76/895/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1976, περί του καθορισμού των ανωτάτων περιεκτικοτήτων για τα κατάλοιπα των φυτοφαρμάκων επάνω και μέσα στα οπωροκηπευτικά (**) 7

γ) της οδηγίας 90/642/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1990, που αφορά τον καθορισμό των ανωτάτων περιεκτικοτήτων για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων επάνω ή μέσα σε ορισμένα προϊόντα φυτικής προέλευσης, συμπεριλαμβανομένων των οπωροκηπευτικών (***) 7

δ) της οδηγίας 91/321/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 14ης Μαΐου 1991, σχετικά με τα παρασκευάσματα για βρέφη και τα παρασκευάσματα δεύτερης βρεφικής ηλικίας (****) και της οδηγίας 96/5/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 1996, για τις μεταποιημένες τροφές με βάση τα δημητριακά και τις παιδικές τροφές για βρέφη και μικρά παιδιά (*****). Ωστόσο, το άρθρο 5α παράγραφοι 1 και 3 έως 6 της παρούσας οδηγίας ισχύει επί των προκειμένων προϊόντων μέχρις ότου αρχίσουν να ισχύουν οι ανώτατες περιεκτικότητες καταλοίπων που καθορίζονται βάσει του άρθρου 6 της οδηγίας 91/321/ΕΟΚ ή του άρθρου 6 της οδηγίας 96/5/ΕΚ.

3. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επίσης στα προϊόντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και προορίζονται για εξαγωγή προς τρίτες χώρες. Ωστόσο, οι ανώτερες περιεκτικότητες σε κατάλοιπα φυτοφαρμάκων που καθορίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζονται στα προϊόντα τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία προ της εξαγωγής, εφόσον αποδεικνύεται επαρκώς ότι:

α) η τρίτη χώρα προορισμού απαιτεί μια ειδική επεξεργασία προκειμένου να προληφθεί η εισαγωγή επιβλαβών οργανισμών στην επικράτειά της ή

β) η επεξεργασία είναι αναγκαία για να προστατευθούν τα προϊόντα από επιβλαβείς οργανισμούς κατά τη μεταφορά τους προς την τρίτη χώρα προορισμού και την αποθήκευσή τους εκεί.

4. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα προϊόντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, εφόσον αποδεικνύεται επαρκώς ότι τα προϊόντα αυτά προορίζονται:

α) για την παρασκευή προϊόντων εκτός τροφίμων ή ζωοτροφών ή

β) για σπορά ή φύτευση.

(*) ΕΕ αριθ. L 38 της 11. 2. 1974, σ. 31 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/25/ΕΚ (ΕΕ αριθ. L 125 της 23. 5. 1996, σ. 35).

(**) ΕΕ αριθ. L 340 της 9. 12. 1976, σ. 26 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/32/ΕΚ (ΕΕ αριθ. L 144 της 18. 6. 1996, σ. 12).

(***) ΕΕ αριθ. L 350 της 14. 12. 1990, σ. 71 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/32/ΕΚ (ΕΕ αριθ. L 144 της 18. 6. 1996, σ. 12).

(****) ΕΕ αριθ. L 175 της 4. 7. 1991, σ. 35 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/4/ΕΚ (ΕΕ αριθ. L 49 της 28. 2. 1996, σ. 12).

(*****) ΕΕ αριθ. L 49 της 28. 2. 1996, σ. 17.».

2. Στο άρθρο 2 παράγραφος 1 οι λέξεις «τα οποία απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ» διαγράφονται.

3. Το άρθρο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 4

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 6, τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 δεν πρέπει να περιέχουν, από τη στιγμή που τίθενται σε κυκλοφορία, κατάλοιπα φυτοφαρμάκων σε επίπεδα υψηλότερα από εκείνα που ορίζονται στον κατάλογο που αναφέρεται στο παράρτημα ΙΙ.

Ο κατάλογος των εν λόγω καταλοίπων φυτοφαρμάκων και των ανώτατων περιεκτικοτήτων τους καθορίζεται στο παράρτημα ΙΙ με τη διαδικασία του άρθρου 12, βάσει των σύγχρονων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων.

2. Για τις περιπτώσεις των αποξηραμένων και μεταποιημένων προϊόντων για τα οποία δεν ορίζονται ρητά ανώτερες περιεκτικότητες στο παράρτημα ΙΙ, ισχύει η ανώτατη περιεκτικότητα η οποία ορίζεται στο παράρτημα ΙΙ, λαμβανομένης αντιστοίχως υπόψη της συγκέντρωσης που οφείλεται στην αποξήρανση, ή της συγκέντρωσης ή αραίωσης που οφείλεται στη μεταποίηση. Με τη διαδικασία του άρθρου 12, είναι δυνατόν να καθορίζεται για ορισμένα αποξηραμένα ή μεταποιημένα προϊόντα, συντελεστής συγκέντρωσης ή αραίωσης που να καλύπτει τη συγκέντρωση ή/και αραίωση που οφείλεται σε ορισμένες εργασίες ξήρανσης ή μεταποίησης.

3. Στις περιπτώσεις των σύνθετων ζωοτροφών που περιέχουν μείγμα συστατικών και για τις οποίες δεν προβλέπονται ανώτατες περιεκτικότητες σε κατάλοιπα, οι εφαρμοζόμενες ανώτατες περιεκτικότητες δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα επίπεδα που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών συγκεντρώσεων των συστατικών που υπάρχουν στο μείγμα καθώς και των διατάξεων της παραγράφου 2.

4. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, με τη διενέργεια δειγματοληπτικών τουλάχιστον ελέγχων, την τήρηση των ανώτατων περιεκτικοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Οι αναγκαίες επιθεωρήσεις και έλεγχοι διενεργούνται σύμφωνα με την οδηγία 89/397/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1989, σχετικά με τον επίσημο έλεγχο των τροφίμων (*), εκτός του άρθρου 14, και σύμφωνα με την οδηγία 93/99/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1993, σχετικά με τα πρόσθετα μέτρα που αφορούν τον έλεγχο των τροφίμων (**), εκτός των άρθρων 5, 6 και 8.

(*) ΕΕ αριθ. L 186 της 30. 6. 1989, σ. 23.

(**) ΕΕ αριθ. L 290 της 24. 11. 1993, σ. 14).»

4. Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5

Όταν, για ένα προϊόν ομάδας που αναφέρεται στο παράρτημα Ι, η Επιτροπή καθορίζει, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο στ) της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (*), προσωρινή ανώτατη περιεκτικότητα καταλοίπων που ισχύει για ολόκληρη την Κοινότητα, η περιεκτικότητα αυτή αναγράφεται στο παράρτημα ΙΙ με παραπομπή στην εν λόγω διαδικασία.

Άρθρο 5α1. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως κράτος μέλος καταγωγής ορίζεται το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου ένα προϊόν αναφερόμενο στο άρθρο 1 παράγραφοι 1 και 2 είτε έχει νομίμως παραχθεί και τεθεί σε εμπορία είτε έχει τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία, και ως κράτος μέλος προορισμού ορίζεται το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου εισάγεται και τίθεται σε κυκλοφορία αυτό το προϊόν για ενέργειες πλην της διαμετακόμισης προς άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα.

2. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν ρυθμίσεις για τον καθορισμό μόνιμων ή προσωρινών ανώτατων περιεκτικοτήτων καταλοίπων για τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 και εισάγονται στο έδαφός τους από κράτος μέλος καταγωγής, λαμβανομένων υπόψη των ορθών γεωργικών πρακτικών του κράτους μέλους καταγωγής και με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την προστασία της υγείας των καταναλωτών, στις περιπτώσεις που δεν έχουν καθοριστεί ανώτατες περιεκτικότητες καταλοίπων για τα προϊόντα αυτά σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 ή το άρθρο 5.

3. Εφόσον:

- δεν έχει καθοριστεί ανώτατη περιεκτικότητα καταλοίπων για ένα προϊόν που προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 1 ή του άρθρου 5 και

- το εν λόγω προϊόν, το οποίο πληροί τις ανώτατες περιεκτικότητες σε κατάλοιπα που εφαρμόζονται από το κράτος μέλος καταγωγής, υπόκειται στο κράτος μέλος προορισμού σε μέτρα που έχουν ως αποτέλεσμα να απαγορεύεται ή να περιορίζεται η θέση του σε κυκλοφορία, επειδή τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων που περιέχει υπερβαίνουν την ανώτατη περιεκτικότητα που είναι αποδεκτή στο κράτος μέλος προορισμού και

- είτε το κράτος μέλος προορισμού έχει θεσπίσει νέες ανώτατες περιεκτικότητες σε κατάλοιπα ή έχει τροποποιήσει τις περιεκτικότητες που προβλέπει η νομοθεσία του είτε έχει τροποποιήσει τους ελέγχους του κατά τρόπο δυσανάλογο ή/και ο οποίος συνεπάγεται διακρίσεις σε σχέση με την εσωτερική του παραγωγή είτε η ανώτατη περιεκτικότητα σε κατάλοιπα που εφαρμόζει το κράτος μέλος περιορισμού διαφέρει ουσιαστικά από τις αντίστοιχες περιεκτικότητες που θεσπίζουν άλλα κράτη μέλη είτε η ανώτατη περιεκτικότητα σε κατάλοιπα που εφαρμόζει το κράτος μέλος προορισμού αντιστοιχεί σε επίπεδο προστασίας δυσανάλογο σε σχέση με το επίπεδο προστασίας που εφαρμόζει το εν λόγω κράτος μέλος σε φυτοφάρμακα τα οποία παρουσιάζουν παρόμοιους κινδύνους ή σε παρόμοια γεωργικά προϊόντα ή τρόφιμα προς κατανάλωση,

εφαρμόζονται κατ' εξαίρεση οι ακόλουθες διατάξεις:

α) το κράτος μέλος προορισμού ανακοινώνει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και την Επιτροπή τα σχετικά μέτρα εντός προθεσμίας είκοσι ημερών από τη λήψη τους. Η ανακοίνωση συνοδεύεται με έγγραφα που αποδεικνύουν τα γεγονότα 7

β) βάσει ανακοίνωσης που αναφέρεται στο στοιχείο α), τα δύο ενδιαφερόμενα κράτη μέλη αναλαμβάνουν αμέσως επαφές προκειμένου να εξαλειφθεί, όποτε είναι δυνατόν, το απαγορευτικό ή περιοριστικό αποτέλεσμα των μέτρων που λαμβάνει το κράτος μέλος προορισμού, μέσω μέτρων που συμφωνούν μεταξύ τους. Προς τούτο, τα κράτη μέλη ανταλλάσσουν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία.

Εντός τριών μηνών από την ημερομηνία της ανακοίνωσης που αναφέρεται στο στοιχείο α), τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το αποτέλεσμα των επαφών αυτών και ιδίως τα μέτρα που προτίθενται να λάβουν, και ενδεχομένως, τη συμφωνηθείσα ανώτατη περιεκτικότητα σε κατάλοιπα. Το κράτος μέλος καταγωγής ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη για το αποτέλεσμα των επαφών αυτών 7

γ) η Επιτροπή θέτει αμέσως το θέμα στη μόνιμη φυτοϋγειονομική επιτροπή και, ει δυνατόν, υποβάλλει πρόταση που αποσκοπεί στον καθορισμό προσωρινής ανώτατης περιεκτικότητας σε κατάλοιπα στο παράρτημα ΙΙ η οποία εγκρίνεται με τη διαδικασία του άρθρου 12.

Στην πρότασή της, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της τις υπάρχουσες σχετικές τεχνικές και επιστημονικές γνώσεις, και ιδίως τα στοιχεία που έχουν υποβάλει τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων την τοξικολογική αξιολόγηση και τον καθορισμό ADI (αποδεκτής ημερήσιας λήψης), τις ορθές γεωργικές πρακτικές και τα αντίστοιχα πειραματικά δεδομένα στα οποία βασίστηκε το κράτος μέλος καταγωγής για να καθορίσει την ανώτατη περιεκτικότητα σε κατάλοιπα καθώς και τους λόγους που επικαλείται το κράτος μέλος προορισμού για να αιτιολογήσει τα εν λόγω μέτρα.

Η διάρκεια ισχύος της προσωρινής ανώτατης περιεκτικότητας καθορίζεται στη θεσπιζόμενη νομική πράξη και δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τέσσερα έτη. Η διάρκεια αυτή μπορεί να συνδέεται με την παροχή, από το κράτος μέλος καταγωγής ή/και από άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, των πειραματικών δεδομένων τα οποία έχει ανάγκη η Επιτροπή για τον καθορισμό της ανώτατης περιεκτικότητας σε κατάλοιπα σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1. Έπειτα από σχετική τους αίτηση, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη τηρούνται ενήμερα για το θεσπιζόμενο πρόγραμμα δοκιμών.

4. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 2 ή 3, τηρουμένων των υποχρεώσεών τους στα πλαίσια της συνθήκης, και ιδίως των άρθρων 30 έως 36.

5. Η οδηγία 83/189/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για την καθιέρωση διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών (**), δεν ισχύει για τα μέτρα που λαμβάνονται και κοινοποιούνται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

6. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διαδικασίας που προβλέπεται στο παρόν άρθρο δύνανται να ορίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 11α.

(*) ΕΕ αριθ. L 230 της 19. 8. 1991, σ. 1 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/32/ΕΚ (ΕΕ αριθ. L 144 της 18. 6. 1996, σ. 12).

(**) ΕΕ αριθ. L 109 της 26. 4. 1983, σ. 8 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/139/ΕΚ (ΕΕ αριθ. L 32 της 10. 2. 1996, σ. 31).»

5. Το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 7

1. Τα κράτη μέλη ορίζουν μία αρχή που εξασφαλίζει ότι διεξάγεται ο έλεγχος που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 4.

2. α) Μέχρι τις 30 Ιουνίου κάθε έτους, τα κράτη μέλη αποστέλλουν στην Επιτροπή τις προβλέψεις τους για τα εθνικά προγράμματα επίβλεψης του επομένου ημερολογιακού έτους. Στα προγράμματα αυτά πρέπει να προσδιορίζονται τουλάχιστον:

- τα προϊόντα που πρόκειται να ελεγχθούν και ο αριθμός των επιθεωρήσεων που θα διενεργηθούν,

- τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων για τα οποία θα γίνεται έλεγχος,

- τα κριτήρια που ισχύουν για την κατάρτιση των προγραμμάτων αυτών.

β) Μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου κάθε έτους, η Επιτροπή υποβάλλει στη μόνιμη φυτοϋγειονομική επιτροπή σχέδιο σύστασης στο οποίο εκτίθεται ένα κοινοτικό πρόγραμμα συντονισμένης επίβλεψης που καθορίζει τις ειδικές δειγματοληψίες που θα ενταχθούν στα εθνικά προγράμματα επίβλεψης. Η σύσταση εκδίδεται με τη διαδικασία του άρθρου 11β. Ο βασικός στόχος του κοινοτικού αυτού προγράμματος είναι η βέλτιστη αξιοποίηση, σε κοινοτικό επίπεδο, των δειγματοληπτικών ελέγχων για τα σιτηρά των ομάδων του παραρτήματος Ι, τα οποία παράγονται ή εισάγονται στην Κοινότητα, εφόσον διαπιστώθηκαν προβλήματα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η τήρηση των ανώτατων περιεκτικοτήτων σε κατάλοιπα φυτοφαρμάκων που καθορίζονται στο παράρτημα ΙΙ.

3. Μέχρι τις 31 Αυγούστου κάθε έτους, τα κράτη μέλη αποστέλλουν στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη τα αποτελέσματα των αναλύσεων των δειγμάτων που λήφθηκαν κατά το προηγούμενο έτος στο πλαίσιο των προγραμμάτων εθνικής επίβλεψης και του κοινοτικού προγράμματος συντονισμένης επίβλεψης. Η Επιτροπή παραβάλλει και συνδυάζει τα στοιχεία αυτά μαζί με τα αποτελέσματα των ελέγχων που διενεργούνται σύμφωνα με τις οδηγίες 86/363/ΕΟΚ (*) και 90/642/ΕΟΚ και αναλύει:

- παραβιάσεις των ανωτάτων ορίων καταλοίπων και

- το μέσο όρο των ισχυόντων ανωτάτων ορίων καταλοίπων και των σχετικών τιμών τους σε σχέση με τα καθορισμένα ανώτατα όρια καταλοίπων.

Η Επιτροπή, κατά την προετοιμασία του συντονισμένου προγράμματος επίβλεψης, θα πρέπει να προωθήσει σταδιακά ένα σύστημα το οποίο θα επιτρέπει την εκτίμηση της πραγματικής έκθεσης σε φυτοφάρμακα μέσω της διατροφής.

Η Επιτροπή ανακοινώνει τα στοιχεία αυτά στα κράτη μέλη στο πλαίσιο της μόνιμης φυτοϋγειονομικής επιτροπής, πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου κάθε έτους, προς επανεξέταση και έγκριση των απαιτούμενων μέτρων, όσον αφορά ιδίως:

- τα ληπτέα μέτρα σε κοινοτικό επίπεδο στην περίπτωση υπέρβασης των ανώτατων περιεκτικοτήτων,

- τη σκοπιμότητα της δημοσίευσης των αντιπαραβαλλόμενων και συνδυαζόμενων στοιχείων.

4. Με τη διαδικασία του άρθρου 11α, δύνανται να θεσπίζονται τα εξής:

α) τροποποιήσεις των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου εφόσον οι τροποποιήσεις αυτές αφορούν τις ημερομηνίες κοινοποίησης 7

β) λεπτομέρειες εφαρμογής που είναι αναγκαίες για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3.

5. Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1999 το αργότερο, η Επιτροπή θα διαβιβάσει στο Συμβούλιο έκθεση για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, συνοδευόμενη, εάν υπάρχει ανάγκη, από κατάλληλες προτάσεις.

(*) ΕΕ αριθ. L 221 της 7. 8. 1986, σ. 43 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/33/ΕΚ (ΕΕ αριθ. L 144 της 18. 6. 1996, σ. 35).»

6. Στο άρθρο 8 παράγραφος 1 ο όρος «άρθρο 12» αντικαθίσταται από τον όρο «άρθρο 11α».

7. Το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9

1. Όταν, κατόπιν νέων πληροφοριών ή επαναξιολόγησης των υπαρχουσών πληροφοριών, ένα κράτος μέλος κρίνει ότι η ανώτερη περιεκτικότητα που προβλέπεται στο παράρτημα ΙΙ συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια υγεία των ζώων και, για το λόγο αυτόν, απαιτεί να ληφθεί επειγόντως δράση, μπορεί να μειώνει προσωρινά την περιεκτικότητα στην επικράτειά του. Στην περίπτωση αυτή, κοινοποιεί χωρίς καθυστέρηση, στα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή τα μέτρα που λαμβάνει, εκθέτοντας τους σχετικούς λόγους.

2. Η Επιτροπή εξετάζει ταχέως τους λόγους που προβάλλει το κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και διαβουλεύεται με τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της μόνιμης φυτοϋγειονομικής επιτροπής, η οποία καλείται στο εξής "επιτροπή" 7 διατυπώνει αμέσως τη γνώμη της και λαμβάνει τα δέοντα μέτρα. Η Επιτροπή κοινοποιεί αμέσως τα λαμβανόμενα μέτρα στο Συμβούλιο και τα κράτη μέλη. Εντός δεκαπέντε ημερών από την κοινοποίηση αυτή, κάθε κράτος μέλος μπορεί να προσφύγει στο Συμβούλιο για τα μέτρα που λαμβάνει η Επιτροπή. Εντός δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία του υποβλήθηκε το θέμα, το Συμβούλιο, αποφαινόμενο με ειδική πλειοψηφία, μπορεί να λάβει διαφορετική απόφαση.

3. Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι οι ανώτατες περιεκτικότητες που περιέχονται στο παράρτημα ΙΙ πρέπει να τροποποιηθούν για να επιλυθούν οι δυσκολίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και να εξασφαλιστεί η προστασία της δημόσιας υγείας, κινεί τη διαδικασία του άρθρου 13 προκειμένου να θεσπίσει τις τροποποιήσεις αυτές. Στην περίπτωση αυτή, το κράτος μέλος που έλαβε μέτρα βάσει της παραγράφου 1 μπορεί να τα διατηρεί μέχρις ότου το Συμβούλιο ή η Επιτροπή λάβουν απόφαση με τη διαδικασία αυτή.»

8. Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Άρθρο 10

Με την επιφύλαξη των τροποποιήσεων των παραρτημάτων σύμφωνα με το άρθρο 5, το άρθρο 5α παράγραφος 3 και το άρθρο 9, οι τροποποιήσεις των παραρτημάτων θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 12, λαμβανομένων υπόψη των σημερινών επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων. Ειδικότερα, κατά τον καθορισμό ανώτατων περιεκτικοτήτων καταλοίπων, λαμβάνεται υπόψη σχετική εκτίμηση του κινδύνου από λήψη τροφής καθώς και ο αριθμός και η ποιότητα των διαθέσιμων δεδομένων.»

9. Το άρθρο 11 διαγράφεται.

10. Προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 11αΗ Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή που απαρτίζεται από αντιπροσώπους των κρατών μελών και προεδρεύεται από τον αντιπρόσωπο της Επιτροπής.

Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην επιτροπή σχέδιο των ληπτέων μέτρων. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το σχέδιο αυτό εντός προθεσμίας την οποία μπορεί να ορίζει ο πρόεδρος ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η γνώμη διατυπώνεται με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 148 παράγραφος 2 της συνθήκης για την έκδοση των αποφάσεων που το Συμβούλιο καλείται να λάβει βάσει προτάσεως της Επιτροπής. Κατά την ψηφοφορία στο πλαίσιο της επιτροπής, οι ψήφοι των αντιπροσώπων σταθμίζονται όπως προβλέπεται στο προαναφερόμενο άρθρο. Ο πρόεδρος δεν ψηφίζει.

Η Επιτροπή θεσπίζει τα προτεινόμενα μέτρα εφόσον είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής.

Όταν τα προτεινόμενα μέτρα δεν είναι σύμφωνα προς τη γνώμη της επιτροπής ή ελλείψει γνώμης, η Επιτροπή υποβάλλει χωρίς καθυστέρηση στο Συμβούλιο πρόταση σχετικά με τα ληπτέα μέτρα. Το Συμβούλιο αποφαίνεται με ειδική πλειοψηφία.

Εάν το Συμβούλιο δεν αποφανθεί εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία του υποβλήθηκε το ζήτημα, τα προτεινόμενα μέτρα θεσπίζονται από την Επιτροπή.

Άρθρο 11βΗ Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή που απαρτίζεται από αντιπροσώπους των κρατών μελών και προεδρεύεται από τον αντιπρόσωπο της Επιτροπής.

Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην επιτροπή σχέδιο των ληπτέων μέτρων. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το σχέδιο αυτό εντός προθεσμίας την οποία μπορεί να ορίζει ο πρόεδρος ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η γνώμη διατυπώνεται με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 148 παράγραφος 2 της συνθήκης για την έκδοση των αποφάσεων που το Συμβούλιο καλείται να λάβει βάσει προτάσεως της Επιτροπής. Κατά την ψηφοφορία στο πλαίσιο της επιτροπής, οι ψήφοι των αντιπροσώπων σταθμίζονται όπως προβλέπεται στο προαναφερόμενο άρθρο. Ο πρόεδρος δεν ψηφίζει.

Η Επιτροπή θεσπίζει τα προτεινόμενα μέτρα εφόσον είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής.

Όταν τα προτεινόμενα μέτρα δεν είναι σύμφωνα προς τη γνώμη της επιτροπής ή ελλείψει γνώμης, η Επιτροπή υποβάλλει χωρίς καθυστέρηση στο Συμβούλιο πρόταση σχετικά με τα ληπτέα μέτρα. Το Συμβούλιο αποφαίνεται με ειδική πλειοψηφία.

Εάν το Συμβούλιο δεν αποφανθεί εντός δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία του υποβλήθηκε το ζήτημα, τα προτεινόμενα μέτρα θεσπίζονται από την Επιτροπή.»

11. Το άρθρο 12 παράγραφοι 2, 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2. Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην επιτροπή σχέδιο των ληπτέων μέτρων. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το σχέδιο αυτό εντός προθεσμίας την οποία μπορεί να ορίζει ο πρόεδρος ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η γνώμη διατυπώνεται με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 148 παράγραφος 2 της συνθήκης για την έκδοση των αποφάσεων που το Συμβούλιο καλείται να λάβει βάσει προτάσεως της Επιτροπής. Κατά την ψηφοφορία στο πλαίσιο της επιτροπής, οι ψήφοι των αντιπροσώπων σταθμίζονται όπως προβλέπεται στο προαναφερόμενο άρθρο. Ο πρόεδρος δεν ψηφίζει.

3. Η Επιτροπή θεσπίζει τα προτεινόμενα μέτρα εφόσον είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής.

4. Όταν τα προτεινόμενα μέτρα δεν είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής ή ελλείψει γνώμης, η Επιτροπή υποβάλλει χωρίς καθυστέρηση στο Συμβούλιο πρόταση σχετικά με τα ληπτέα μέτρα. Το Συμβούλιο αποφαίνεται με ειδική πλειοψηφία.

5. Εάν το Συμβούλιο δεν αποφανθεί εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία του υποβλήθηκε το ζήτημα, τα προτεινόμενα μέτρα θεσπίζονται από την Επιτροπή, εκτός εάν το Συμβούλιο αποφανθεί κατά των μέτρων αυτών με απλή πλειοψηφία.»

12. Το άρθρο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 14

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι οι τροποποιήσεις που επέρχονται στο παράρτημα ΙΙ, συνεπεία των αποφάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2, στο άρθρο 5, στο άρθρο 5α παράγραφος 3, στο άρθρο 9 παράγραφος 3 και στο άρθρο 10 είναι δυνατόν να εφαρμοσθούν στο έδαφός τους εντός της προθεσμίας οκτώ μηνών το πολύ από την ημερομηνία έκδοσής τους, και εντός βραχύτερης προθεσμίας εφόσον απαιτείται για επείγοντες λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας.

Προκειμένου να διαφυλαχθούν οι θεμιτές προσδοκίες, οι κοινοτικές πράξεις εφαρμογής μπορούν να προβλέπουν μεταβατικές περιόδους για την έναρξη ισχύος ορισμένων ανώτατων περιεκτικοτήτων σε κατάλοιπα, που θα επιτρέψουν την κανονική εμπορία της εσοδείας.»

Άρθρο 3

Η οδηγία 86/363/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1. Το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι καθώς και στα προϊόντα που προκύπτουν από αυτά, μετά από ξήρανση ή μεταποίηση, ή αφού χρησιμοποιηθούν ως συστατικά σύνθετων ζωοτροφών εφόσον μπορεί να περιέχουν κατάλοιπα φυτοφαρμάκων.

2. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη:

α) των διατάξεων της οδηγίας 74/63/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1973, περί του καθορισμού των ανωτάτων ορίων περιεκτικότητας για τις ανεπιθύμητες ουσίες και προϊόντα στις ζωοτροφές (*) 7

β) της οδηγίας 91/321/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 14ης Μαΐου 1991, σχετικά με τα παρασκευάσματα για βρέφη και τα παρασκευάσματα δεύτερης βρεφικής ηλικίας (**) και της οδηγίας 96/5/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 1996, για τις μεταποιημένες τροφές με βάση τα δημητριακά και τις παιδικές τροφές για βρέφη και μικρά παιδιά (***). Ωστόσο, το άρθρο 5α παράγραφοι 1 και 3 έως 6 της παρούσας οδηγίας ισχύουν επί των προκειμένων προϊόντων μέχρις ότου αρχίσουν να ισχύουν οι ανώτατες περιεκτικότητες καταλοίπων που καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 της οδηγίας 91/321/ΕΟΚ και του άρθρου 6 της οδηγίας 96/5/ΕΚ.

3. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επίσης και στα προϊόντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και προορίζονται για εξαγωγή προς τρίτες χώρες.

4. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα προϊόντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, εφόσον αποδεικνύεται επαρκώς ότι τα προϊόντα αυτά προορίζονται για την παρασκευή προϊόντων εκτός τροφίμων και ζωοτροφών.

(*) ΕΕ αριθ. L 38 της 11. 2. 1974, σ. 31 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/25/ΕΚ (ΕΕ αριθ. L 125 της 23. 5. 1996, σ. 35).

(**) ΕΕ αριθ. L 175 της 4. 7. 1991, σ. 35 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/4/ΕΚ (ΕΕ αριθ. L 49 της 28. 2. 1996, σ. 12).

(***) ΕΕ αριθ. L 49 της 28. 2. 1996, σ. 17.».

2. Στο άρθρο 2 παράγραφος 1 οι λέξεις «τα οποία απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ» διαγράφονται.

3. Το άρθρο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 4

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 6, τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 δεν πρέπει να περιέχουν, από τη στιγμή που τίθενται σε κυκλοφορία, κατάλοιπα φυτοφαρμάκων σε επίπεδα υψηλότερα από εκείνα που ορίζονται στον κατάλογο που αναφέρεται στο παράρτημα ΙΙ.

Ο κατάλογος των εν λόγω καταλοίπων φυτοφαρμάκων και των ανώτατων περιεκτικοτήτων τους καθορίζεται στο παράρτημα ΙΙ με τη διαδικασία του άρθρου 12 των σύγχρονων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων.

2. Για τις περιπτώσεις των αποξηραμένων και μεταποιημένων προϊόντων για τα οποία δεν ορίζονται ρητά ανώτατες περιεκτικότητες στο παράρτημα ΙΙ, ισχύει η ανώτατη περιεκτικότητα η οποία ορίζεται στο παράρτημα ΙΙ, λαμβανομένης αντιστοίχως υπόψη της συγκέντρωσης που οφείλεται στην αποξήρανση, ή της συγκέντρωσης ή αραίωσης που οφείλεται στη μεταποίηση. Με τη διαδικασία του άρθρου 12, είναι δυνατόν να καθορίζονται για ορισμένα αποξηραμένα ή μεταποιημένα προϊόντα, συντελεστής συγκέντρωσης ή αραίωσης που να καλύπτει τη συγκέντρωση που οφείλεται σε ορισμένες εργασίες ξήρανσης ή μεταποίησης.

3. Στις περιπτώσεις των σύνθετων ζωοτροφών που περιέχουν μείγμα συστατικών και για τις οποίες δεν προβλέπονται ανώτατες περιεκτικότητες σε κατάλοιπα, οι εφαρμοζόμενες ανώτατες περιεκτικότητες δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα επίπεδα που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών συγκεντρώσεων των συστατικών που υπάρχουν στο μείγμα καθώς και των διατάξεων της παραγράφου 2.

4. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, με τη διενέργεια δειγματοληπτικών τουλάχιστον ελέγχων, την τήρηση των ανώτατων περιεκτικοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Οι αναγκαίες επιθεωρήσεις και έλεγχοι διενεργούνται σύμφωνα με την οδηγία 89/397/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1989, σχετικά με τον επίσημο έλεγχο των τροφίμων (*), εκτός τους άρθρου 14, και σύμφωνα με την οδηγία 93/99/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1993, σχετικά με τα πρόσθετα μέτρα που αφορούν τον επίσημο έλεγχο των τροφίμων (**), εκτός των άρθρων 5, 6 και 8, και σύμφωνα με άλλες σχετικές νομικές διατάξεις που αφορούν την επίβλεψη των καταλοίπων στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης.

(*) ΕΕ αριθ. L 186 της 30. 6. 1989, σ. 23.

(**) ΕΕ αριθ. L 290 της 24. 11. 1993, σ. 14.».

4. Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5

Όταν, για ένα προϊόν ομάδας που αναφέρεται στο παράρτημα Ι, η Επιτροπή καθορίζει, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο στ) της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (*), προσωρινή ανώτατη περιεκτικότητα καταλοίπων που ισχύει για ολόκληρη την Κοινότητα, η περιεκτικότητα αυτή αναγράφεται στο παράρτημα ΙΙ με παραπομπή στην εν λόγω διαδιακασία.

Άρθρο 5α1. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως κράτος μέλος καταγωγής ορίζεται το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου ένα προϊόν αναφερόμενο στο άρθρο 1 παράγραφος 1 είτε έχει νομίμως παραχθεί και τεθεί σε εμπορία είτε έχει τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία, και ως κράτος μέλος προορισμού ορίζεται το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου εισάγεται και τίθεται σε κυκλοφορία αυτό το προϊόν πλην της διαμετακόμισης προς άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα.

2. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν καθεστώς που επιτρέπει τον καθορισμό μόνιμων ή προσωρινών ανώτατων περιεκτικοτήτων καταλοίπων για τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 και εισάγονται στο έδαφός τους από κράτος μέλος καταγωγής, λαμβανομένων υπόψη των ορθών γεωργικών πρακτικών του κράτους μέλους καταγωγής και με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την προστασία της υγείας των καταναλωτών, στις περιπτώσεις που δεν έχουν καθοριστεί ανώτατες περιεκτικότητες καταλοίπων για τα προϊόντα αυτά σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 ή το άρθρο 5.

3. Εφόσον:

- δεν έχει καθοριστεί ανώτατη περιεκτικότητα καταλοίπων για ένα προϊόν που προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 1 ή του άρθρου 5 και

- το εν λόγω προϊόν, το οποίο πληροί τις ανώτατες περιεκτικότητες σε κατάλοιπα που εφαρμόζονται από το κράτος μέλος καταγωγής, υπόκειται στο κράτος μέλος προορισμού σε μέτρα που έχουν ως αποτέλεσμα να απαγορεύεται ή να περιορίζεται η θέση του σε κυκλοφορία, επειδή τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων που περιέχει υπερβαίνουν την ανώτατη περιεκτικότητα σε κατάλοιπα που είναι αποδεκτή στο κράτος μέλος προορισμού και

- είτε το κράτος μέλος προορισμού έχει θεσπίσει νέες ανώτατες περιεκτικότητες σε κατάλοιπα ή έχει τροποποιήσει τις περιεκτικότητες που προβλέπει η νομοθεσία του είτε έχει τροποποιήσεις του ελέγχους του κατά τρόπο δυσανάλογο ή/και ο οποίος συνεπάγεται διακρίσεις σε σχέση με την εσωτερική του παραγωγή είτε η ανώτατη περιεκτικότητα σε κατάλοιπα που εφαρμόζει το κράτος μέλος προορισμού διαφέρει ουσιαστικά από τις αντίστοιχες περιεκτικότητες που θεσπίζουν άλλα κράτη μέλη είτε η ανώτατη περιεκτικότητα σε κατάλοιπα που εφαρμόζει το κράτος μέλος προορισμού αντιστοιχεί σε επίπεδο προστασίας δυσανάλογο σε σχέση με το επίπεδο προστασίας που εφαρμόζει το εν λόγω κράτος μέλος σε φυτοφάρμακα τα οποία παρουσιάζουν παρόμοιους κινδύνους ή σε παρόμοια γεωργικά προϊόντα ή τρόφιμα προς κατανάλωση,

εφαρμόζονται κατ' εξαίρεση οι ακόλουθες διατάξεις:

α) το κράτος μέλος προορισμού ανακοινώνει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και την Επιτροπή τα σχετικά μέτρα εντός προθεσμίας είκοσι ημερών από τη λήψη τους. Η ανακοίνωση συνοδεύεται με έγγραφα που αποδεικνύουν τα γεγονότα 7

β) βάσει της ανακοίνωσης που αναφέρεται στο στοιχείο α), τα δύο ενδιαφερόμενα κράτη μέλη αναλαμβάνουν αμέσως επαφές προκειμένου να εξαλειφθεί, όποτε είναι δυνατόν, το απαγορευτικό ή περιοριστικό αποτέλεσμα των μέτρων που λαμβάνει το κράτος μέλος προορισμού, μέσω μέτρων που συμφωνούν μεταξύ τους. Προς τούτο, τα κράτη μέλη ανταλλάσσουν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία.

Εντός τριών μηνών από την ημερομηνία της ανακοίνωσης που αναφέρεται στο στοιχείο α), τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το αποτέλεσμα των επαφών αυτών και ιδίως τα μέτρα που προτίθενται να λάβουν, και ενδεχομένως, τη συμφωνηθείσα ανώτατη περιεκτικότητα σε κατάλοιπα. Το κράτος μέλος καταγωγής ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη για το αποτέλεσμα των επαφών αυτών 7

γ) η Επιτροπή θέτει αμέσως το θέμα στη μόνιμη φυτοϋγειονομική επιτροπή και, ει δυνατόν, υποβάλλει πρόταση που αποσκοπεί στον καθορισμό προσωρινής ανώτατης περιεκτικότητας σε κατάλοιπα στο παράρτημα ΙΙ η οποία εγκρίνεται με τη διαδικασία του άρθρου 12.

Στην πρότασή της, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της τις υπάρχουσες σχετικές τεχνικές και επιστημονικές γνώσεις, και ιδίως τα στοιχεία που έχουν υποβάλει τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων την τοξικολογική αξιολόγηση και τον καθορισμό ADI (αποδεκτής ημερήσιας λήψης), τις ορθές γεωργικές πρακτικές και τα αντίστοιχα πειραματικά δεδομένα στα οποία βασίστηκε το κράτος μέλος καταγωγής για να καθορίσει την ανώτατη περιεκτικότητα σε κατάλοιπα καθώς και τους λόγους που επικαλείται το κράτος μέλος προορισμού για να αιτιολογήσει τα εν λόγω μέτρα.

Η διάρκεια της προσωρινής ανώτατης περιεκτικότητας καθορίζεται στη θεσπιζόμενη νομική πράξη και δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τέσσερα έτη. Η διάρκεια αυτή μπορεί να συνδέεται με την παροχή, από το κράτος μέλος καταγωγής ή/και άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, των αναγκαίων πειραματικών δεδομένων τα οποία έχει ανάγκη η Επιτροπή για τον καθορισμό της ανώτατης περιεκτικότητας σε κατάλοιπα σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1. Έπειτα από σχετική τους αίτηση, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη τηρούνται ενήμερα για το θεσπιζόμενο πρόγραμμα δοκιμών.

4. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 2 ή 3, τηρουμένων των υποχρεώσεών τους στα πλαίσια της συνθήκης, και ιδίως των άρθρων 30 έως 36.

5. Η οδηγία 83/189/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για την καθιέρωση διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών (**), δεν ισχύει για τα μέτρα που λαμβάνονται και κοινοποιούνται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

6. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διαδικασίας που προβλέπεται στο παρόν άρθρο δύνανται να ορίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 11α.

(*) ΕΕ αριθ. L 230 της 19. 8. 1991, σ. 1 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/32/ΕΚ (ΕΕ αριθ. L 144 της 18. 6. 1996, σ. 12).

(**) ΕΕ αριθ. L 109 της 26. 4. 1983, σ. 8 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 96/139/ΕΚ (ΕΕ αριθ. L 32 της 10. 2. 1996, σ. 31).».

5. Στο τέλος του άρθρου 7 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«Η Επιτροπή αντιπαραβάλλει και συνδυάζει τα στοιχεία αυτά και τα επεξεργάζεται μαζί με τα αποτελέσματα των ελέγχων που διενεργούνται σύμφωνα με τις οδηγίες 86/362/ΕΟΚ (*) και 90/642/ΕΟΚ (**).

(*) ΕΕ αριθ. L 221 της 7. 8. 1986, σ. 37 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/33/ΕΚ (ΕΕ αριθ. L 144 της 18. 6. 1996, σ. 35).

(**) ΕΕ αριθ. L 350 της 14. 12. 1990, σ. 71 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/32/ΕΚ (ΕΕ αριθ. L 144 της 18. 6. 1996, σ. 12).».

6. Στο άρθρο 8 παράγραφος 1 ο όρος «άρθρο 12» αντικαθίσταται από τον όρο «άρθρο 11α».

7. Το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9

1. Όταν, κατόπιν νέων πληροφοριών ή επαναξιολόγησης των υπαρχουσών πληροφοριών, ένα κράτος μέλος κρίνει ότι η ανώτατη περιεκτικότητα που προβλέπεται στο παράρτημα ΙΙ συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων και, για το λόγο αυτό, απαιτεί να ληφθεί επειγόντως δράση, μπορεί να μειώνει προσωρινά την περιεκτικότητα στην επικράτειά του. Στην περίπτωση αυτή, κοινοποιεί χωρίς καθυστέρηση, στα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή, τα μέτρα που λαμβάνει, εκθέτοντας τους σχετικούς λόγους.

2. Η Επιτροπή εξετάζει ταχέως τους λόγους που προβάλλει το κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και διαβουλεύεται με τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της μόνιμης φυτοϋγειονομικής επιτροπής, η οποία καλείται στο εξής "επιτροπή" 7 διατυπώνει αμέσως τη γνώμη της και λαμβάνει τα δέοντα μέτρα. Η Επιτροπή κοινοποιεί αμέσως τα λαμβανόμενα μέτρα στο Συμβούλιο και τα κράτη μέλη. Εντός δεκαπέντε ημερών από την κοινοποίηση αυτή, κάθε κράτος μέλος μπορεί να προσφύγει στο Συμβούλιο για τα μέτρα που λαμβάνει η Επιτροπή. Εντός δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία του υποβλήθηκε το θέμα, το Συμβούλιο, αποφαινόμενο με ειδική πλειοψηφία, μπορεί να λαμβάνει διαφορετική απόφαση.

3. Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι οι ανώτατες περιεκτικότητες που περιέχονται στο παράρτημα ΙΙ πρέπει να τροποποιηθούν για να επιλυθούν οι δυσκολίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και να εξασφαλιστεί η προστασία της δημόσιας υγείας, κινεί τη διαδικασία του άρθρου 13, προκειμένου να θεσπίσει τις τροποποιήσεις αυτές. Στην περίπτωση αυτή, το κράτος μέλος που έλαβε μέτρα βάσει της παραγράφου 1 μπορεί να τα διατηρεί μέχρις ότου το Συμβούλιο ή η Επιτροπή λάβουν απόφαση με τη διαδικασία αυτή.»

8. Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10

Με την επιφύλαξη των τροποποιήσεων των παραρτημάτων σύμφωνα με το άρθρο 5, το άρθρο 5α παράγραφος 3 και το άρθρο 9, οι τροποποιήσεις των παραρτημάτων θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 12, λαμβανομένων υπόψη των σημερινών επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων. Ειδικότερα, κατά τον καθορισμό ανώτατων περιεκτικοτήτων καταλοίπων, λαμβάνεται υπόψη σχετική εκτίμηση του κινδύνου από λήψη τροφής καθώς και ο αριθμός και η ποιότητα των διαθέσιμων δεδομένων.»

9. Το άρθρο 11 διαγράφεται.

10. Προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 11αΗ Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή που απαρτίζεται από αντιπροσώπους των κρατών μελών και προεδρεύεται από τον αντιπρόσωπο της Επιτροπής.

Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην επιτροπή σχέδιο των ληπτέων μέτρων. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το σχέδιο αυτό εντός προθεσμίας την οποία μπορεί να ορίζει ο πρόεδρος ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η γνώμη διατυπώνεται με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 148 παράγραφος 2 της συνθήκης για την έκδοση των αποφάσεων που το Συμβούλιο καλείται να λάβει βάσει προτάσεως της Επιτροπής. Κατά την ψηφοφορία στο πλαίσιο της επιτροπής, οι ψήφοι των αντιπροσώπων σταθμίζονται όπως προβλέπεται στο προαναφερόμενο άρθρο. Ο πρόεδρος δεν ψηφίζει.

Η Επιτροπή θεσπίζει τα προτεινόμενα μέτρα εφόσον είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής.

Όταν τα προτεινόμενα μέτρα δεν είναι σύμφωνα προς τη γνώμη της επιτροπής ή ελλείψει γνώμης, η Επιτροπή υποβάλλει χωρίς καθυστέρηση στο Συμβούλιο πρόταση σχετικά με τα ληπτέα μέτρα. Το Συμβούλιο αποφαίνεται με ειδική πλειοψηφία.

Εάν το Συμβούλιο δεν αποφανθεί εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία του υποβλήθηκε το ζήτημα, τα προτεινόμενα μέτρα θεσπίζονται από την Επιτροπή.

Άρθρο 11βΗ Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή που απαρτίζεται από αντιπροσώπους των κρατών μελών και προεδρεύεται από τον αντιπρόσωπο της Επιτροπής.

Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην επιτροπή σχέδιο των ληπτέων μέτρων. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το σχέδιο αυτό εντός προθεσμίας την οποία μπορεί να ορίζει ο πρόεδρος ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η γνώμη διατυπώνεται με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 148 παράγραφος 2 της συνθήκης για την έκδοση των αποφάσεων που το Συμβούλιο καλείται να λάβει βάσει προτάσεως της Επιτροπής. Κατά την ψηφοφορία στο πλαίσιο της επιτροπής, οι ψήφοι των αντιπροσώπων σταθμίζονται όπως προβλέπεται στο προαναφερόμενο άρθρο. Ο πρόεδρος δεν ψηφίζει.

Η Επιτροπή θεσπίζει τα προτεινόμενα μέτρα εφόσον είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής.

Όταν τα προτεινόμενα μέτρα δεν είναι σύμφωνα προς τη γνώμη της επιτροπής ή ελλείψει γνώμης, η Επιτροπή υποβάλλει χωρίς καθυστέρηση στο Συμβούλιο πρόταση σχετικά με τα ληπτέα μέτρα. Το Συμβούλιο αποφαίνεται με ειδική πλειοψηφία.

Εάν το Συμβούλιο δεν αποφανθεί εντός δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία του υποβλήθηκε το ζήτημα, τα προτεινόμενα μέτρα θεσπίζονται από την Επιτροπή.»

11. Το άρθρο 12 παράγραφοι 2, 3 και 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2. Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην επιτροπή σχέδιο των ληπτέων μέτρων. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το σχέδιο αυτό εντός προθεσμίας την οποία μπορεί να ορίζει ο πρόεδρος ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η γνώμη διατυπώνεται με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 148 παράγραφος 2 της συνθήκης για την έκδοση των αποφάσεων που το Συμβούλιο καλείται να λάβει βάσει προτάσεως της Επιτροπής. Κατά την ψηφοφορία στο πλαίσιο της επιτροπής, οι ψήφοι των αντιπροσώπων σταθμίζονται όπως προβλέπεται στο προαναφερόμενο άρθρο. Ο πρόεδρος δεν ψηφίζει.

3. Η Επιτροπή θεσπίζει τα προτεινόμενα μέτρα εφόσον είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής.

4. Όταν τα προτεινόμενα μέτρα δεν είναι σύμφωνα προς τη γνώμη της επιτροπής ή ελλείψει γνώμης, η Επιτροπή υποβάλλει χωρίς καθυστέρηση στο Συμβούλιο πρόταση σχετικά με τα ληπτέα μέτρα. Το Συμβούλιο αποφαίνεται με ειδική πλειοψηφία.

5. Εάν το Συμβούλιο δεν αποφανθεί εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία του υποβλήθηκε το ζήτημα, τα προτεινόμενα μέτρα θεσπίζονται από την Επιτροπή, εκτός εάν το Συμβούλιο αποφανθεί κατά των εν λόγω μέτρων με απλή πλειοψηφία.»

12. Το άρθρο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 14

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι οι τροποποιήσεις που επέρχονται στο παράρτημα ΙΙ, συνεπεία των αποφάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2, στο άρθρο 5, στο άρθρο 5α παράγραφος 3, στο άρθρο 9 παράγραφος 3 και στο άρθρο 10, είναι δυνατόν να εφαρμοσθούν στο έδαφός τους εντός της προθεσμίας οκτώ μηνών το πολύ από την ημερομηνία έκδοσής τους, και εντός βραχύτερης προθεσμίας εφόσον απαιτείται για επείγοντες λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας.

Προκειμένου να διαφυλαχθούν οι θεμιτές προσδοκίες, οι κοινοτικές πράξεις εφαρμογής μπορούν να προβλέπουν μεταβατικές περιόδους για την έναρξη ισχύος ορισμένων ανώτατων περιεκτικοτήτων σε κατάλοιπα, που θα επιτρέψουν την κανονική εμπορία της εσοδείας.»

Άρθρο 4

Η οδηγία 90/642/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1. Το άρθρο 1 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα προϊόντα των ομάδων της στήλης 1 του παραρτήματος Ι, των οποίων παραδείγματα περιέχονται στη στήλη 2, εφόσον τα προϊόντα της ομάδας αυτής, ή τα μέρη προϊόντων τα οποία περιγράφονται στη στήλη 3, μπορούν να περιέχουν ορισμένα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων.

Η οδηγία εφαρμόζεται επίσης στα ίδια προϊόντα μετά την ξήρανση ή τη μεταποίησή τους ή μετά την ενσωμάτωσή τους σε σύνθετη ζωοτροφή η οποία μπορεί να περιέχει ορισμένα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων.»

2. Στο άρθρο 1 παράγραφος 2 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ε) της οδηγίας 91/321/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 14ης Μαΐου 1991, σχετικά με τα παρασκευάσματα για βρέφη και τα παρασκευάσματα δεύτερης βρεφικής ηλικίας () και της οδηγίας 96/5/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 1996, για τις μεταποιημένες τροφές με βάση τα δημητριακά και τις παιδικές τροφές για βρέφη και μικρά παιδιά (**). Ωστόσο, το άρθρο 5α παράγραφοι 1 και 3 έως 6 της παρούσας οδηγίας ισχύουν επί των προκειμένων προϊόντων μέχρις ότου αρχίσουν να ισχύουν οι ανώτατες περιεκτικότητες καταλοίπων που καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 της οδηγίας 91/321/ΕΟΚ ή του άρθρου 6 της οδηγίας 96/5/ΕΚ.

(*) ΕΕ αριθ. L 175 της 4. 7. 1991, σ. 35 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/4/ΕΚ (ΕΕ αριθ. L 49 της 28. 2. 1996, σ. 12).

(**) ΕΕ αριθ. L 49 της 28. 2. 1996, σ. 17.»

3. Το άρθρο 2 στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α) "κατάλοιπα φυτοφαρμάκων": τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων καθώς και τα προϊόντα του μεταβολισμού, της αποσύνθεσης ή της αντίδρασής τους που υπάρχουν επί ή εντός των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1 7».

4. Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 3

1. Τα προϊόντα των ομάδων ή, ενδεχομένως, τα μέρη προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1 δεν πρέπει να περιέχουν, από τη στιγμή που τίθενται σε κυκλοφορία, κατάλοιπα φυτοφαρμάκων σε επίπεδα υψηλότερα από εκείνα που ορίζονται στον κατάλογο που αναφέρεται στο παράρτημα ΙΙ.

Ο κατάλογος των εν λόγω καταλοίπων φυτοφαρμάκων και των ανώτατων περιεκτικοτήτων τους καθορίζεται στο παράρτημα ΙΙ με τη διαδικασία του άρθρου 10α, βάσει των σύγχρονων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων. Ένα κατάλοιπο φυτοφαρμάκου περιλαμβάνεται στον κατάλογο εφόσον η οδηγία 76/895/ΕΟΚ καθορίζει ανώτατη περιεκτικότητα για το κατάλοιπο αυτό.

2. Για τις περιπτώσεις των αποξηραμένων και μεταποιημένων προϊόντων για τα οποία δεν ορίζονται ρητά ανώτατες περιεκτικότητες στο παράρτημα ΙΙ, ισχύει η ανώτατη περιεκτικότητα η οποία ορίζεται στο παράρτημα ΙΙ, λαμβανομένης αντιστοίχως υπόψη της συγκέντρωσης που οφείλεται στην αποξήρανση ή της συγκέντρωσης ή αραίωσης που οφείλεται στη μεταποίηση. Με τη διαδικασία του άρθρου 10α, είναι δυνατόν να καθορίζεται για ορισμένα αποξηραμένα ή μεταποιημένα προϊόντα, συντελεστής συγκέντρωσης ή αραίωσης που να καλύπτει τη συγκέντρωση που οφείλεται σε ορισμένες εργασίες ξήρανσης ή μεταποίησης.

3. Στις περιπτώσεις των σύνθετων ζωοτροφών που περιέχουν μείγμα συστατικών και για τις οποίες δεν προβλέπονται ανώτατες περιεκτικότητες σε κατάλοιπα, σε εφαρμοζόμενες ανώτατες περιεκτικότητες δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα επίπεδα που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών συγκεντρώσεων των συστατικώνν που υπάρχουν στο μείγμα καθώς και των διατάξεων της παραγράφου 2.

4. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, με τη διενέργεια δειγματοληπτικών τουλάχιστον ελέγχων, την τήρηση των ανώτατων περιεκτικοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Οι αναγκαίες επιθεωρήσεις και έλεγχοι διενεργούνται σύμφωνα με την οδηγία 89/397/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1989, σχετικά με τον επίσημο έλεγχο των τροφίμων (*), εκτός του άρθρου 14, και σύμφωνα με την οδηγία 93/99/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1993, σχετικά με τα μέτρα που αφορούν τον επίσημο έλεγχο των τροφίμων (**), εκτός των άρθρων 5, 6 και 8.

(*) ΕΕ αριθ. L 186 της 30. 6. 1989, σ. 23.

(**) ΕΕ αριθ. L 290 της 24. 11. 1993, σ. 14.»

5. Το άρθρο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 4

1. Τα κράτη μέλη ορίζουν μια αρχή που εξασφαλίζει ότι διεξάγεται ο έλεγχος που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 4.

2. α) Μέχρι τις 30 Ιουνίου κάθε έτους, τα κράτη μέλη αποστέλλουν στην Επιτροπή και τα λοιπά κράτη μέλη τις προβλέψεις τους για τα εθνικά προγράμματα επίβλεψης του επόμενου ημερολογιακού έτους. Στα προγράμματα αυτά πρέπει να προσδιορίζονται τουλάχιστον:

- τα προϊόντα που πρόκειται να ελεγχθούν και ο αριθμός των επιθεωρήσεων που θα διενεργηθούν,

- τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων για τα οποία θα γίνεται έλεγχος,

- τα κριτήρια που ισχύουν για την κατάρτιση των προγραμμάτων αυτών.

β) Μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου κάθε έτους, η Επιτροπή υποβάλλει στη μόνιμη φυτοϋγειονομική επιτροπή σχέδιο σύστασης στο οποίο εκτίθεται ένα κοινοτικό πρόγραμμα συντονισμένης επίβλεψης που καθορίζει τις ειδικές δειγματοληψίες που θα ενταχθούν στα εθνικά προγράμματα επίβλεψης. Η σύσταση εκδίδεται με τη διαδικασία του άρθρου 10. Ο βασικός στόχος του κοινοτικού αυτού προγράμματος είναι η βέλτιστη αξιοποίηση, σε κοινοτικό επίπεδο, των δειγματοληπτικών ελέγχων για τα φυτικά προϊόντα των ομάδων του παραρτήματος Ι, τα οποία παράγονται ή εισάγονται στην Κοινότητα, εφόσον διαπιστώθηκαν προβλήματα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η τήρηση των ανωτάτων περιεκτικοτήτων σε κατάλοιπα φυτοφαρμάκων που καθορίζονται στο παράρτημα ΙΙ.

3. Μέχρι τις 31 Αυγούστου κάθε έτους, τα κράτη μέλη αποστέλλουν στην Επιτροπή τα αποτελέσματα των αναλύσεων των δειγματοληπτικών ελέγχων που διενεργήθηκαν κατά το προηγούμενο έτος στο πλαίσιο των προγραμμάτων εθνικής επίβλεψης και του κοινοτικού προγράμματος συντονισμένης επίβλεψης. Η Επιτροπή αντιπαραβάλλει και συνδυάζει τα στοιχεία αυτά μαζί με τα αποτελέσματα των ελέγχων που διενεργούνται σύμφωνα με τις οδηγίες 86/362/ΕΟΚ και 86/363/ΕΟΚ και αναλύει:

- παραβιάσεις των ανωτάτων ορίων καταλοίπων και

- το μέσο όρο των ισχυόντων ανωτάτων ορίων καταλοίπων και της σχετικής τιμής τους σε σχέση με τα καθορισμένα ανώτατα όρια καταλοίπων.

Η Επιτροπή, κατά την προετοιμασία του προγράμματος συντονισμένης επίβλεψης, θα πρέπει να προωθήσει σταδιακά ένα σύστημα το οποίο θα επιτρέπει την εκτίμηση της πραγματικής έκθεσης σε φυτοφάρμακα μέσω της διατροφής.

Η Επιτροπή ανακοινώνει τα στοιχεία αυτά στα κράτη μέλη στο πλαίσιο της μόνιμης φυτοϋγειονομικής επιτροπής, πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου κάθε έτους, προς επανεξέταση και έγκριση των τυχόν απαιτούμενων μέτρων, όσον αφορά ιδίως:

- τα ληπτέα μέτρα σε κοινοτικό επίπεδο στην περίπτωση υπέρβασης των ανώτατων περιεκτικοτήτων,

- τη σκοπιμότητα της δημοσίευσης των αντιπαραβαλλόμενων και συνδυαζόμενων στοιχείων.

4. Με τη διαδικασία του άρθρου 9, δύνανται να θεσπίζονται τα εξής:

α) τροποποιήσεις των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου εφόσον οι τροποποιήσεις αυτές αφορούν τις ημερομηνίες κοινοποίησης 7

β) λεπτομέρειες εφαρμογής που είναι αναγκαίες για την ορθή εφαρμογή των παραγράφων 2 και 3.

5. Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1999 το αργότερο, η Επιτροπή θα διαβιβάσει στο Συμβούλιο έκθεση για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, συνοδευόμενη, εάν υπάρχει ανάγκη, από κατάλληλες προτάσεις.»

6. Μετά το άρθρο 5, προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5αΌταν για ένα προϊόν ομάδας που αναφέρεται στο παράρτημα Ι, η Επιτροπή καθορίζει, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο στ) της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (*), προσωρινή ανώτατη περιεκτικότητα καταλοίπων για ολόκληρη την Κοινότητα, η περιεκτικότητα αυτή αναγράφεται στο παράρτημα ΙΙ με παραπομπή στην εν λόγω διαδικασία.

Άρθρο 5β1. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως κράτος μέλος καταγωγής ορίζεται το κράτος μέλος στο οποίο ένα προϊόν αναφερόμενο στο άρθρο 1 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο είτε έχει νομίμως παραχθεί και τεθεί σε εμπορία είτε έχει τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία, και ως κράτος μέλος προορισμού ορίζεται το κράτος μέλος στο οποίο εισάγεται και τίθεται σε κυκλοφορία αυτό το προϊόν για ενέργειες πλην της διαμετακόμισης προς άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα.

2. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν καθεστώς που επιτρέπει τον καθορισμό μόνιμων ή προσωρινών ανώτατων περιεκτικοτήτων καταλοίπων για τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 και εισάγονται στο έδαφός τους από κράτος μέλος καταγωγής, λαμβανομένων υπόψη των ορθών γεωργικών πρακτικών του κράτους μέλους καταγωγής και με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων προστασίας της υγείας των καταναλωτών, οσάκις δεν έχουν καθοριστεί ανώτατες περιεκτικότητες καταλοίπων για τα προϊόντα αυτά σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 ή το άρθρο 5α.

3. Εφόσον:

- δεν έχει καθοριστεί ανώτατη περιεκτικότητα καταλοίπων για ένα προϊόν που προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 ή το άρθρο 5α και

- το εν λόγω προϊόν, το οποίο πληροί τις ανώτατες περιεκτικότητες σε κατάλοιπα που εφαρμόζονται από το κράτος μέλος καταγωγής, υπόκειται στο κράτος μέλος προορισμού σε μέτρα που έχουν ως αποτέλεσμα να απαγορεύεται ή να περιορίζεται η θέση σε κυκλοφορία, επειδή τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων που περιέχει υπερβαίνουν την ανώτατη περιεκτικότητα που είναι αποδεκτή στο κράτος μέλος προορισμού και

- είτε το κράτος μέλος προορισμού έχει θεσπίσει νέες ανώτατες περιεκτικότητες σε κατάλοιπα ή έχει τροποποιήσει τους ελέγχους του κατά τρόπο δυσανάλογο ή/και ο οποίος συνεπάγεται διακρίσεις σε σχέση με την εσωτερική του παραγωγή είτε η ανώτατη περιεκτικότητα σε κατάλοιπα που εφαρμόζει το κράτος μέλος περιορισμού διαφέρει ουσιαστικά από τις αντίστοιχες περιεκτικότητες που θεσπίζουν άλλα κράτη μέλη είτε η ανώτατη περιεκτικότητα σε κατάλοιπα που εφαρμόζει το κράτος μέλος περιορισμού αντιστοιχεί σε επίπεδο προστασίας δυσανάλογο σε σχέση με το επίπεδο προστασίας που εφαρμόζει το εν λόγω κράτος μέλος σε φυτοφάρμακα τα οποία παρουσιάζουν παρόμοιους κινδύνους ή σε παρόμοια γεωργικά προϊόντα ή τρόφιμα προς κατανάλωση,

εφαρμόζονται κατ' εξαίρεση οι ακόλουθες διατάξεις:

α) το κράτος μέλος προορισμού ανακοινώνει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και την Επιτροπή τα σχετικά μέτρα εντός προθεσμίας είκοσι ημερών από τη λήψη τους. Η ανακοίνωση συνοδεύεται με έγγραφα που αποδεικνύουν τα γεγονότα 7

β) βάσει της ανακοίνωσης που αναφέρεται στο στοιχείο α), τα δύο ενδιαφερόμενα κράτη μέλη αναλαμβάνουν αμέσως επαφές προκειμένου να εξαλειφθεί, όποτε είναι δυνατόν, το απαγορευτικό ή περιοριστικό αποτέλεσμα των μέτρων που λαμβάνει το κράτος μέλος προορισμού, μέσω μέτρων τα οποία συμφωνούν. Προς τούτο, τα κράτη μέλη ανταλλάσσουν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία.

Εντός 3 μηνών από την ανακοίνωση που αναφέρεται στο στοιχείο α), τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το αποτέλεσμα των επαφών αυτών και ιδίως τα τυχόν μέτρα που προτίθενται να λάβουν, καθώς και τη συμφωνηθείσα ανώτατη περιεκτικότητα σε κατάλοιπα. Το κράτος μέλος καταγωγής ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη για το αποτέλεσμα των επαφών αυτών.

γ) Η Επιτροπή θέτει αμέσως το θέμα στη μόνιμη φυτοϋγειονομική επιτροπή και, ει δυνατόν, υποβάλλει πρόταση που αποσκοπεί στον καθορισμό προσωρινής ανώτατης περιεκτικότητας σε κατάλοιπα στο παράρτημα ΙΙ η οποία εγκρίνεται με τη διαδικασία του άρθρου 10α.

Στην πρότασή της, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της τις υπάρχουσες σχετικές τεχνικές και επιστημονικές γνώσεις, και ιδίως τα στοιχεία που έχουν υποβάλει τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων την τοξικολογική αξιολόγηση και τον καθορισμό ADI (αποδεκτής ημερήσιας λήψης), τις ορθές γεωργικές πρακτικές και τα αντίστοιχα πειραματικά δεδομένα στα οποία βασίστηκε το κράτος μέλος καταγωγής για να καθορίσει την ανώτατη περιεκτικότητα σε κατάλοιπα καθώς και τους λόγους που επικαλείται το κράτος μέλος προορισμού για να αιτιολογήσει τα εν λόγω μέτρα.

Η διάρκεια της προσωρινής ανώτατης περιεκτικότητας καθορίζεται στη θεσπιζόμενη νομική πράξη και δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τέσσερα έτη. Η διάρκεια αυτή μπορεί να συνδέεται με την παροχή, από το κράτος μέλος καταγωγής ή/και από άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, των αναγκαίων πειραματικών δεδομένων τα οποία έχει ανάγκη η Επιτροπή για τον καθορισμό της ανώτατης περιεκτικότητας σε κατάλοιπα σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1. Έπειτα από σχετική τους αίτηση, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη τηρούνται ενήμερα για το θεσπιζόμενο πρόγραμμα δοκιμών.

4. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 2 ή 3, τηρουμένων των υποχρεώσεών τους στα πλαίσια της συνθήκης, και ιδίως των άρθρων 30 έως 36.

5. Η οδηγία 83/189/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για την καθιέρωση διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών (**) δεν ισχύει για τα μέτρα που λαμβάνονται και κοινοποιούνται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

6. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διαδικασίας που προβλέπεται στο παρόν άρθρο δύνανται να ορίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 9.

(*) ΕΕ αριθ. L 230 της 19. 8. 1991, σ. 1 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/32/ΕΚ (ΕΕ αριθ. L 144 της 18. 6. 1996, σ. 12).

(**) ΕΕ αριθ. L 109 της 26. 4. 1983, σ. 8 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 96/139/ΕΚ (ΕΕ αριθ. L 32 της 10. 2. 1996, σ. 31).»

7. Το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 7

Με την επιφύλαξη των τροποποιήσεων των παραρτημάτων σύμφωνα με το άρθρο 5α, το άρθρο 5β παράγραφος 3 και το άρθρο 8, οι τροποποιήσεις των παραρτημάτων Ι και ΙΙ που απορρέουν από την εξέλιξη των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 10α. Ειδικότερα, κατά τον καθορισμό ανώτατων περιεκτικοτήτων καταλοίπων, λαμβάνεται υπόψη σχετική εκτίμηση του κινδύνου από λήψη τροφής καθώς και ο αριθμός και η ποιότητα των διαθέσιμων δεδομένων.»

8. Μετά το άρθρο 10, προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10α

Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή που απαρτίζεται από αντιπροσώπους των κρατών μελών και προεδρεύεται από τον αντιπρόσωπο της Επιτροπής.

Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην επιτροπή σχέδιο των ληπτέων μέτρων. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το σχέδιο αυτό εντός προθεσμίας την οποία μπορεί να ορίζει ο πρόεδρος ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η γνώμη διατυπώνεται με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 148 παράγραφος 2 της συνθήκης για την έκδοση των αποφάσεων που το Συμβούλιο καλείται να λάβει βάσει προτάσεως της Επιτροπής. Κατά την ψηφοφορία στο πλαίσιο της επιτροπής, οι ψήφοι των αντιπροσώπων σταθμίζονται όπως προβλέπεται στο προαναφερόμενο άρθρο. Ο πρόεδρος δεν ψηφίζει.

Η Επιτροπή θεσπίζει τα προτεινόμενα μέτρα εφόσον είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής.

Όταν τα προτεινόμενα μέτρα δεν είναι σύμφωνα προς τη γνώμη της επιτροπής ή ελλείψει γνώμης, η Επιτροπή υποβάλλει χωρίς καθυστέρηση στο Συμβούλιο πρόταση σχετικά με τα ληπτέα μέτρα. Το Συμβούλιο αποφαίνεται με ειδική πλειοψηφία.

Εάν το Συμβούλιο δεν αποφανθεί εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία του υποβλήθηκε το ζήτημα, τα προτεινόμενα μέτρα θεσπίζονται από την Επιτροπή, εκτός εάν το Συμβούλιο αποφανθεί κατά των μέτρων αυτών με απλή πλειοψηφία.

Άρθρο 10β

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι οι τροποποιήσεις που επέρχονται στο παράρτημα ΙΙ, συνεπεία των αποφάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2, στο άρθρο 5α, στο άρθρο 5β παράγραφος 3, στο άρθρο 7 και στο άρθρο 8 παράγραφος 3, είναι δυνατόν να εφαρμοσθούν στο έδαφός τους εντός της προθεσμίας οκτώ μηνών το πολύ από την ημερομηνία έκδοσής τους, και εντός βραχύτερης προθεσμίας εφόσον απαιτηθεί για επείγοντες λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας.

Προκειμένου να διαφυλαχθούν οι θεμιτές προσδοκίες, οι κοινοτικές πράξεις εφαρμογής μπορούν να προβλέπουν μεταβατικές περιόδους για την έναρξη ισχύος ορισμένων ανώτατων περιεκτικοτήτων σε κατάλοιπα, που θα επιτρέψουν την κανονική εμπορία της εσοδείας.»

Άρθρο 5

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 1998.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 6

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Λουξεμβούργο, 25 Ιουνίου 1997.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. VAN AARTSEN

(1) ΕΕ αριθ. C 201 της 5. 8. 1995, σ. 8 και

ΕΕ αριθ. C 103 της 2. 4. 1997, σ. 20.

(2) ΕΕ αριθ. C 320 της 28. 10. 1996, σ. 96.

(3) ΕΕ αριθ. C 82 της 12. 3. 1996, σ. 1.

(4) ΕΕ αριθ. L 221 της 7. 8. 1986, σ. 37 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/33/ΕΚ (ΕΕ αριθ. L 144 της 18. 6. 1996, σ. 35).

(5) ΕΕ αριθ. L 221 της 7. 8. 1986, σ. 43 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/33/ΕΚ (ΕΕ αριθ. L 144 της 18. 6. 1996, σ. 35).

(6) ΕΕ αριθ. L 350 της 14. 12. 1990, σ. 71 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/32/ΕΚ (ΕΕ αριθ. L 144 της 18. 6. 1996, σ. 12).

(7) ΕΕ αριθ. L 340 της 9. 12. 1976, σ. 26 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/32/ΕΚ (ΕΕ αριθ. L 144 της 18. 6. 1996, σ. 12).

(8) ΕΕ αριθ. L 230 της 19. 8. 1991, σ. 1 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/32/ΕΚ (ΕΕ αριθ. L 144 της 18. 6. 1996, σ. 12).

Top