Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62011CJ0577

    Περίληψη της αποφάσεως

    Υπόθεση C-577/11

    DKV Belgium

    κατά

    Association belge des consommateurs Test-Achats ASBL

    (αίτηση του cour d’appel de Bruxelles για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Οδηγίες 73/239/ΕΟΚ και 92/49/ΕΟΚ — Πρωτασφάλιση εκτός της ασφαλίσεως ζωής — Αρχή της τιμολογιακής ελευθερίας — Συμβάσεις ασφαλίσεως μη επαγγελματικής ασθενείας — Περιορισμοί — Επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος»

    Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 7ης Μαρτίου 2013

    1. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Πρωτασφάλιση εκτός της ασφαλίσεως ζωής – Οδηγία 92/49 – Τιμολογιακή ελευθερία – Εθνική κανονιστική ρύθμιση που καθιερώνει ένα τεχνικό πλαίσιο για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων – Επιτρέπεται

      (Οδηγίες του Συμβουλίου 73/239, άρθρο 8 § 3, και 92/49, άρθρα 29 και 39 §§ 2 και 3)

    2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Περιορισμοί – Έλεγχος που ασκεί το κράτος μέλος υποδοχής επί του τρόπου υπολογισμού των ασφαλίστρων τα οποία εφαρμόζουν ασφαλιστικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη – Δικαιολογία – Προστασία των καταναλωτών – Επιτρέπεται

      (Άρθρα 49 ΣΛΕΕ και 56 ΣΛΕΕ)

    1.  Τα άρθρα 29 και 39, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 92/49, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239 και 88/357 (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής), και το άρθρο 8, παράγραφος 3, της πρώτης οδηγίας 73/239, περί συντονισμού των νομοθετικών κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/49, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτάσσονται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία προβλέπει, στο πλαίσιο συμβάσεων ασφαλίσεως ασθενείας που δεν συνδέονται με την επαγγελματική δραστηριότητα, διατάξεις κατά τις οποίες το ασφάλιστρο, το απαλλασσόμενο ποσό και η παροχή μπορούν να προσαρμόζονται κατά την ετήσια καταβολή του ασφαλίστρου μόνον:

      βάσει του δείκτη τιμών καταναλωτή, ή

      βάσει ενός αποκαλούμενου «ιατρικού» δείκτη, εάν και στον βαθμό που η εξέλιξη του δείκτη αυτού υπερβαίνει την εξέλιξη του δείκτη των τιμών καταναλωτή, ή

      βάσει εγκρίσεως διοικητικής αρχής επιφορτισμένης με τον έλεγχο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατόπιν αιτήσεως της ενδιαφερόμενης ασφαλιστικής επιχειρήσεως, εφόσον η εν λόγω αρχή διαπιστώσει ότι η εφαρμογή του τιμολογίου της εν λόγω επιχειρήσεως, παρά τις προσαρμογές που υπολογίζονται βάσει των δύο αυτών ειδών δεικτών, προκαλεί ή ενδέχεται να προκαλέσει ζημίες.

      Συγκεκριμένα, εφόσον δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται πλήρης εναρμόνιση του τιμολογιακού τομέα σε θέματα ασφαλίσεων, εκτός των ασφαλίσεων ζωής, αποκλείουσα οποιοδήποτε εθνικό μέτρο ικανό να επηρεάσει τις τιμές, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει εκφράσει σαφώς τη βούλησή του προς αυτή την κατεύθυνση, εθνική κανονιστική ρύθμιση που καθιερώνει ένα τεχνικό πλαίσιο, εντός του οποίου οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να υπολογίζουν τα ασφάλιστρά τους, δεν αντιβαίνει στην αρχή της τιμολογιακής ελευθερίας για τον λόγο και μόνον ότι το τεχνικό αυτό πλαίσιο έχει επιπτώσεις στην εξέλιξη των τιμολογίων. Τούτο συντρέχει στην περίπτωση προμνησθείσας κανονιστικής ρυθμίσεως η οποία, επιτρέποντας αυξήσεις των τιμολογίων μόνο βάσει των δύο ειδών δεικτών, λειτουργεί ως τεχνικό πλαίσιο, περιοριζόμενο στην οριοθέτηση της εξελίξεως των τιμολογίων, εντός του οποίου οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να υπολογίζουν τα ασφάλιστρά τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός και μόνον ότι η επιφορτισμένη με τον έλεγχο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων διοικητική αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήσεως ασφαλιστικής επιχειρήσεως, να της επιτρέψει να λάβει μέτρα για την ισοσκέλιση των τιμολογίων της, οσάκις αυτά προκαλούν ή ενδέχεται να προκαλέσουν ζημίες, δεν επαρκεί ώστε να τεθεί υπό αμφισβήτηση η φύση του τεχνικού πλαισίου του επίμαχου συστήματος αυξήσεως των τιμολογίων.

      (βλ. σκέψεις 22, 23, 26, 27, 48 και διατακτ.)

    2.  Τα άρθρα 49 ΣΛΕΕ και 56 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία προβλέπει, στο πλαίσιο συμβάσεων ασφαλίσεως ασθενείας που δεν συνδέονται με την επαγγελματική δραστηριότητα, διατάξεις κατά τις οποίες το ασφάλιστρο, το απαλλασσόμενο ποσό και η παροχή μπορούν να προσαρμόζονται κατά την ετήσια καταβολή του ασφαλίστρου μόνον:

      βάσει του δείκτη τιμών καταναλωτή, ή

      βάσει ενός αποκαλούμενου «ιατρικού» δείκτη, εάν και στον βαθμό που η εξέλιξη του δείκτη αυτού υπερβαίνει την εξέλιξη του δείκτη των τιμών καταναλωτή, ή

      βάσει εγκρίσεως διοικητικής αρχής επιφορτισμένης με τον έλεγχο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατόπιν αιτήσεως της ενδιαφερόμενης ασφαλιστικής επιχειρήσεως, εφόσον η εν λόγω αρχή διαπιστώσει ότι η εφαρμογή του τιμολογίου της εν λόγω επιχειρήσεως, παρά τις προσαρμογές που υπολογίζονται βάσει των δύο αυτών ειδών δεικτών, προκαλεί ή ενδέχεται να προκαλέσει ζημίες. Πράγματι, ένα τέτοιο σύστημα αυξήσεως των τιμολογίων ενδέχεται να αποθαρρύνει τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, των οποίων η εταιρική έδρα βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο που εισήγαγε τέτοιο σύστημα, από το να ιδρύσουν υποκατάστημα στο ως άνω κράτος ή από το να παρέχουν εντός αυτού τα προϊόντα τους υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

      Εντούτοις, το σύστημα αυτό μπορεί να γίνει δεκτό στο μέτρο που έχει ως σκοπό να προστατευθεί ο καταναλωτής, σκοπός που αποτελεί επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, και, κυρίως, να αποτραπούν σημαντικές και απρόβλεπτες αυξήσεις των ασφαλίστρων για αυτόν. Επιπλέον, είναι προφανώς ικανό να διασφαλίσει την εκπλήρωση του επιδιωκόμενου σκοπού. Τέλος, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, των χαρακτηριστικών της ασφαλίσεως νοσοκομειακής περιθάλψεως, τα τιμολόγια της οποίας ενδέχεται —μολονότι η περίθαλψη αυτή μπορεί να παρέχεται με χαμηλό τιμολόγιο σε σχετικά νέους ασφαλισμένους— να υποστούν αυξήσεις με την πρόοδο της ηλικίας του ασφαλιζόμενου και την αύξηση των εξόδων που αυτός συνεπάγεται για τον ασφαλιστή του, και δεδομένου, αφετέρου, ότι ένα τέτοιο σύστημα δεν απαγορεύει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να καθορίζουν αυτοβούλως το βασικό ασφάλιστρο και επιτρέπει στην επιφορτισμένη με τον έλεγχο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων διοικητική αρχή, κατόπιν αιτήσεως μιας ασφαλιστικής επιχειρήσεως, να λάβει μέτρα για την ισοσκέλιση των τιμολογίων της, οσάκις αυτά προκαλούν ή κινδυνεύουν να προκαλέσουν ζημίες, το σύστημα, εφόσον δεν υφίσταται λιγότερο δεσμευτικό μέτρο το οποίο να καθιστά δυνατή, υπό τις ίδιες συνθήκες, την επίτευξη του σκοπού προστασίας του καταναλωτή, δεν φαίνεται να υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού όρια.

      (βλ. σκέψεις 34, 37, 40-47, 49 και διατακτ.)

    Top

    Υπόθεση C-577/11

    DKV Belgium

    κατά

    Association belge des consommateurs Test-Achats ASBL

    (αίτηση του cour d’appel de Bruxelles για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Οδηγίες 73/239/ΕΟΚ και 92/49/ΕΟΚ — Πρωτασφάλιση εκτός της ασφαλίσεως ζωής — Αρχή της τιμολογιακής ελευθερίας — Συμβάσεις ασφαλίσεως μη επαγγελματικής ασθενείας — Περιορισμοί — Επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος»

    Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 7ης Μαρτίου 2013

    1. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Πρωτασφάλιση εκτός της ασφαλίσεως ζωής — Οδηγία 92/49 — Τιμολογιακή ελευθερία — Εθνική κανονιστική ρύθμιση που καθιερώνει ένα τεχνικό πλαίσιο για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων — Επιτρέπεται

      (Οδηγίες του Συμβουλίου 73/239, άρθρο 8 § 3, και 92/49, άρθρα 29 και 39 §§ 2 και 3)

    2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Περιορισμοί — Έλεγχος που ασκεί το κράτος μέλος υποδοχής επί του τρόπου υπολογισμού των ασφαλίστρων τα οποία εφαρμόζουν ασφαλιστικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη — Δικαιολογία — Προστασία των καταναλωτών — Επιτρέπεται

      (Άρθρα 49 ΣΛΕΕ και 56 ΣΛΕΕ)

    1.  Τα άρθρα 29 και 39, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 92/49, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239 και 88/357 (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής), και το άρθρο 8, παράγραφος 3, της πρώτης οδηγίας 73/239, περί συντονισμού των νομοθετικών κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/49, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτάσσονται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία προβλέπει, στο πλαίσιο συμβάσεων ασφαλίσεως ασθενείας που δεν συνδέονται με την επαγγελματική δραστηριότητα, διατάξεις κατά τις οποίες το ασφάλιστρο, το απαλλασσόμενο ποσό και η παροχή μπορούν να προσαρμόζονται κατά την ετήσια καταβολή του ασφαλίστρου μόνον:

      βάσει του δείκτη τιμών καταναλωτή, ή

      βάσει ενός αποκαλούμενου «ιατρικού» δείκτη, εάν και στον βαθμό που η εξέλιξη του δείκτη αυτού υπερβαίνει την εξέλιξη του δείκτη των τιμών καταναλωτή, ή

      βάσει εγκρίσεως διοικητικής αρχής επιφορτισμένης με τον έλεγχο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατόπιν αιτήσεως της ενδιαφερόμενης ασφαλιστικής επιχειρήσεως, εφόσον η εν λόγω αρχή διαπιστώσει ότι η εφαρμογή του τιμολογίου της εν λόγω επιχειρήσεως, παρά τις προσαρμογές που υπολογίζονται βάσει των δύο αυτών ειδών δεικτών, προκαλεί ή ενδέχεται να προκαλέσει ζημίες.

      Συγκεκριμένα, εφόσον δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται πλήρης εναρμόνιση του τιμολογιακού τομέα σε θέματα ασφαλίσεων, εκτός των ασφαλίσεων ζωής, αποκλείουσα οποιοδήποτε εθνικό μέτρο ικανό να επηρεάσει τις τιμές, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει εκφράσει σαφώς τη βούλησή του προς αυτή την κατεύθυνση, εθνική κανονιστική ρύθμιση που καθιερώνει ένα τεχνικό πλαίσιο, εντός του οποίου οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να υπολογίζουν τα ασφάλιστρά τους, δεν αντιβαίνει στην αρχή της τιμολογιακής ελευθερίας για τον λόγο και μόνον ότι το τεχνικό αυτό πλαίσιο έχει επιπτώσεις στην εξέλιξη των τιμολογίων. Τούτο συντρέχει στην περίπτωση προμνησθείσας κανονιστικής ρυθμίσεως η οποία, επιτρέποντας αυξήσεις των τιμολογίων μόνο βάσει των δύο ειδών δεικτών, λειτουργεί ως τεχνικό πλαίσιο, περιοριζόμενο στην οριοθέτηση της εξελίξεως των τιμολογίων, εντός του οποίου οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να υπολογίζουν τα ασφάλιστρά τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός και μόνον ότι η επιφορτισμένη με τον έλεγχο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων διοικητική αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήσεως ασφαλιστικής επιχειρήσεως, να της επιτρέψει να λάβει μέτρα για την ισοσκέλιση των τιμολογίων της, οσάκις αυτά προκαλούν ή ενδέχεται να προκαλέσουν ζημίες, δεν επαρκεί ώστε να τεθεί υπό αμφισβήτηση η φύση του τεχνικού πλαισίου του επίμαχου συστήματος αυξήσεως των τιμολογίων.

      (βλ. σκέψεις 22, 23, 26, 27, 48 και διατακτ.)

    2.  Τα άρθρα 49 ΣΛΕΕ και 56 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία προβλέπει, στο πλαίσιο συμβάσεων ασφαλίσεως ασθενείας που δεν συνδέονται με την επαγγελματική δραστηριότητα, διατάξεις κατά τις οποίες το ασφάλιστρο, το απαλλασσόμενο ποσό και η παροχή μπορούν να προσαρμόζονται κατά την ετήσια καταβολή του ασφαλίστρου μόνον:

      βάσει του δείκτη τιμών καταναλωτή, ή

      βάσει ενός αποκαλούμενου «ιατρικού» δείκτη, εάν και στον βαθμό που η εξέλιξη του δείκτη αυτού υπερβαίνει την εξέλιξη του δείκτη των τιμών καταναλωτή, ή

      βάσει εγκρίσεως διοικητικής αρχής επιφορτισμένης με τον έλεγχο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατόπιν αιτήσεως της ενδιαφερόμενης ασφαλιστικής επιχειρήσεως, εφόσον η εν λόγω αρχή διαπιστώσει ότι η εφαρμογή του τιμολογίου της εν λόγω επιχειρήσεως, παρά τις προσαρμογές που υπολογίζονται βάσει των δύο αυτών ειδών δεικτών, προκαλεί ή ενδέχεται να προκαλέσει ζημίες. Πράγματι, ένα τέτοιο σύστημα αυξήσεως των τιμολογίων ενδέχεται να αποθαρρύνει τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, των οποίων η εταιρική έδρα βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο που εισήγαγε τέτοιο σύστημα, από το να ιδρύσουν υποκατάστημα στο ως άνω κράτος ή από το να παρέχουν εντός αυτού τα προϊόντα τους υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

      Εντούτοις, το σύστημα αυτό μπορεί να γίνει δεκτό στο μέτρο που έχει ως σκοπό να προστατευθεί ο καταναλωτής, σκοπός που αποτελεί επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, και, κυρίως, να αποτραπούν σημαντικές και απρόβλεπτες αυξήσεις των ασφαλίστρων για αυτόν. Επιπλέον, είναι προφανώς ικανό να διασφαλίσει την εκπλήρωση του επιδιωκόμενου σκοπού. Τέλος, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, των χαρακτηριστικών της ασφαλίσεως νοσοκομειακής περιθάλψεως, τα τιμολόγια της οποίας ενδέχεται —μολονότι η περίθαλψη αυτή μπορεί να παρέχεται με χαμηλό τιμολόγιο σε σχετικά νέους ασφαλισμένους— να υποστούν αυξήσεις με την πρόοδο της ηλικίας του ασφαλιζόμενου και την αύξηση των εξόδων που αυτός συνεπάγεται για τον ασφαλιστή του, και δεδομένου, αφετέρου, ότι ένα τέτοιο σύστημα δεν απαγορεύει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να καθορίζουν αυτοβούλως το βασικό ασφάλιστρο και επιτρέπει στην επιφορτισμένη με τον έλεγχο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων διοικητική αρχή, κατόπιν αιτήσεως μιας ασφαλιστικής επιχειρήσεως, να λάβει μέτρα για την ισοσκέλιση των τιμολογίων της, οσάκις αυτά προκαλούν ή κινδυνεύουν να προκαλέσουν ζημίες, το σύστημα, εφόσον δεν υφίσταται λιγότερο δεσμευτικό μέτρο το οποίο να καθιστά δυνατή, υπό τις ίδιες συνθήκες, την επίτευξη του σκοπού προστασίας του καταναλωτή, δεν φαίνεται να υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού όρια.

      (βλ. σκέψεις 34, 37, 40-47, 49 και διατακτ.)

    Top