Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32015R1929

    Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/1929 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 2015, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης

    ΕΕ L 286 της 30.10.2015, p. 1–29 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 01/08/2018; καταργήθηκε εμμέσως από 32018R1046

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2015/1929/oj

    30.10.2015   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 286/1


    ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΌΜ) 2015/1929 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

    της 28ης Οκτωβρίου 2015

    για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης

    ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 322,

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 106α,

    Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

    Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

    Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου (1),

    Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)

    Ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) ορίζει τους κανόνες για την κατάρτιση και εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, περιέχει επίσης κανόνες για τις δημόσιες προμήθειες. Οι οδηγίες 2014/23/ΕΕ (4) και 2014/24/ΕΕ (5) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου εκδόθηκαν στις 26 Φεβρουαρίου 2014 και, ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να τροποποιηθεί ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εν λόγω οδηγίες, για συμβάσεις που ανατίθενται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης για ίδιο λογαριασμό.

    (2)

    Θα πρέπει να προστεθούν ορισμένοι ορισμοί και να γίνουν ορισμένες διευκρινίσεις τεχνικού χαρακτήρα, ώστε να διασφαλιστεί ότι η ορολογία του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 είναι σύμφωνη με την ορολογία των οδηγιών 2014/23/ΕΕ και 2014/24/ΕΕ.

    (3)

    Τα εκ των προτέρων και εκ των υστέρων μέτρα δημοσιότητας που είναι αναγκαία για τη διεξαγωγή διαδικασίας σύναψης συμβάσεων θα πρέπει να αποσαφηνισθούν για τις συμβάσεις αξίας υψηλότερης ή χαμηλότερης από τα κατώτατα όρια που ορίζονται στην οδηγία 2014/24/ΕΕ.

    (4)

    Ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 θα πρέπει να συμπληρωθεί με πλήρη πίνακα του συνόλου των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων που έχουν στη διάθεσή τους τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, ανεξάρτητα από τα κατώτατα όρια.

    (5)

    Όπως στην περίπτωση της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 θα πρέπει να προβλέπει διαβούλευση με τους φορείς της αγοράς πριν από την έναρξη διαδικασίας σύναψης συμβάσεων.

    (6)

    Θα πρέπει επιπροσθέτως να διευκρινιστεί ο τρόπος με τον οποίο οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να συμβάλουν στην προστασία του περιβάλλοντος και στην προώθηση βιώσιμης ανάπτυξης, με ταυτόχρονη επίτευξη της καλύτερης σχέσης ποιότητας/τιμής για τις συμβάσεις τους, ιδίως με την απαίτηση ειδικών σημάτων και/ή τη χρήση κατάλληλων μεθόδων ανάθεσης.

    (7)

    Προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι, κατά την εκτέλεση των συμβάσεων, οι οικονομικοί φορείς συμμορφώνονται με τις ισχύουσες περιβαλλοντικές, κοινωνικές και εργασιακές υποχρεώσεις δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, της εθνικής νομοθεσίας, συλλογικών συμβάσεων ή των ισχυουσών διεθνών κοινωνικών και περιβαλλοντικών συμβάσεων που απαριθμούνται στο παράρτημα X της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, οι υποχρεώσεις αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνονται στις ελάχιστες απαιτήσεις που ορίζονται από την αναθέτουσα αρχή και να ενσωματώνονται στις συμβάσεις που υπογράφονται από την αναθέτουσα αρχή.

    (8)

    Θα πρέπει να συσταθεί από την Επιτροπή σύστημα έγκαιρου εντοπισμού και αποκλεισμού για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, και θα πρέπει να βελτιωθούν οι κανόνες αποκλεισμού από τη συμμετοχή σε διαδικασίες σύναψης συμβάσεων ώστε να ενισχυθεί η προστασία των εν λόγω συμφερόντων.

    (9)

    Η απόφαση αποκλεισμού ενός οικονομικού φορέα από τη συμμετοχή σε διαδικασίες σύναψης συμβάσεων ή η επιβολή οικονομικής κύρωσης και η απόφαση να δημοσιευθούν οι σχετικές πληροφορίες θα πρέπει να λαμβάνονται από την οικεία αναθέτουσα αρχή, δεδομένης της αυτονομίας της σε διοικητικά θέματα. Αν δεν υπάρχει οριστική δικαστική ή διοικητική απόφαση και η υπόθεση αφορά σοβαρή παραβίαση σύμβασης, η αναθέτουσα αρχή θα πρέπει να αποφασίζει λαμβάνοντας υπόψη τη σύσταση επιτροπής βασιζόμενη στον προκαταρκτικό νομικό χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς του οικείου οικονομικού φορέα. Η ανωτέρω επιτροπή θα πρέπει επίσης να αξιολογεί τη διάρκεια του αποκλεισμού εφόσον δεν έχει καθοριστεί στην οριστική δικαστική ή την οριστική διοικητική απόφαση.

    (10)

    Ο ρόλος της επιτροπής θα πρέπει να είναι η εξασφάλιση της συνοχής της λειτουργίας του συστήματος αποκλεισμού. Η επιτροπή θα πρέπει να αποτελείται από έναν μόνιμο πρόεδρο, εκπροσώπους της Επιτροπής και έναν εκπρόσωπο της οικείας αναθέτουσας αρχής.

    (11)

    Ο προκαταρκτικός χαρακτηρισμός δεν προδικάζει την τελική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του οικονομικού φορέα από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Η σύσταση της επιτροπής καθώς και η απόφαση της αναθέτουσας αρχής θα πρέπει, ως εκ τούτου, να αναθεωρούνται μετά την κοινοποίηση της τελικής αξιολόγησης.

    (12)

    Ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 θα πρέπει να καθορίζει τις περιπτώσεις αποκλεισμού.

    (13)

    Η αναθέτουσα αρχή θα πρέπει να αποκλείει έναν οικονομικό φορέα όταν έχει εκδοθεί οριστική δικαστική ή οριστική διοικητική απόφαση σε περίπτωση σοβαρού επαγγελματικού παραπτώματος, μη συμμόρφωσης, ηθελημένης ή όχι, με τις υποχρεώσεις καταβολής εισφορών κοινωνικής ασφάλισης ή πληρωμής φόρων, απάτης εις βάρος του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης («ο προϋπολογισμός»), δωροδοκίας, συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, διάπραξης αξιόποινων πράξεων που συνδέονται με τη τρομοκρατία, παιδικής εργασίας ή άλλων μορφών εμπορίας ανθρώπων ή παρατυπίας. Ο οικονομικός φορέας θα πρέπει να αποκλείεται επίσης στην περίπτωση σοβαρής αθέτησης σύμβασης ή πτώχευσης.

    (14)

    Όταν η αναθέτουσα αρχή αποφασίζει να αποκλείσει οικονομικό φορέα ή να του επιβάλει χρηματική ποινή και να δημοσιεύσει τη σχετική απόφαση ή να τον απορρίψει, θα πρέπει να εξασφαλίζει τη συμμόρφωση με την αρχή της αναλογικότητας, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τη σοβαρότητα της κατάστασης, τις δημοσιονομικές της επιπτώσεις, τον χρόνο που έχει παρέλθει από τη σχετική συμπεριφορά, τη διάρκεια και την επανάληψή της, την πρόθεση ή τον βαθμό αμέλειας και τον βαθμό συνεργασίας του οικονομικού φορέα με την οικεία αρμόδια αρχή και τη συμβολή του στην έρευνα.

    (15)

    Η αναθέτουσα αρχή θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να αποκλείσει έναν οικονομικό φορέα, όταν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο με απεριόριστη ευθύνη για τα χρέη του εν λόγω οικονομικού φορέα έχει πτωχεύσει ή βρίσκεται σε ανάλογη κατάσταση αφερεγγυότητας ή όταν αυτό το φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν τηρεί τις υποχρεώσεις του ως προς την πληρωμή εισφορών κοινωνικής ασφάλισης ή φόρων, εφόσον οι καταστάσεις αυτές έχουν αντίκτυπο στην οικονομική κατάσταση του οικονομικού φορέα.

    (16)

    Ένας οικονομικός φορέας δεν θα πρέπει να υπόκειται σε απόφαση αποκλεισμού, όταν απέδειξε την αξιοπιστία του με τη λήψη διορθωτικών μέτρων. Η δυνατότητα αυτή δεν θα πρέπει να ισχύει για σοβαρότατες εγκληματικές δραστηριότητες.

    (17)

    Βάσει της αρχής της αναλογικότητας, είναι αναγκαίο να διακρίνονται οι περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να επιβληθεί χρηματική ποινή ως εναλλακτική λύση προς τον αποκλεισμό και οι περιπτώσεις στις οποίες η σοβαρότητα της συμπεριφοράς του οικείου οικονομικού φορέα ο οποίος επιχείρησε να αποκτήσει αθέμιτα πόρους της Ένωσης δικαιολογεί την επιβολή χρηματικής ποινής επιπλέον του αποκλεισμού ώστε να εξασφαλίζεται αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Είναι επίσης αναγκαίο να καθοριστούν η ελάχιστη και η μέγιστη χρηματική ποινή που μπορεί να επιβληθεί από την αναθέτουσα αρχή.

    (18)

    Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι η δυνατότητα επιβολής διοικητικών και/ή οικονομικών κυρώσεων σε κανονιστικό επίπεδο είναι ανεξάρτητη από τη δυνατότητα εφαρμογής συμβατικών κυρώσεων, όπως κατ' αποκοπήν αποζημιώσεις.

    (19)

    Η διάρκεια του αποκλεισμού θα πρέπει να είναι χρονικά περιορισμένη, όπως στην περίπτωση της οδηγίας 2014/24/ΕΕ και θα πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας.

    (20)

    Είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται η ημερομηνία έναρξης και η διάρκεια της προθεσμίας παραγραφής για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων.

    (21)

    Είναι σημαντικό να υπάρχει δυνατότητα ενίσχυσης του αποτρεπτικού αποτελέσματος που επιτυγχάνεται με την επιβολή αποκλεισμού και χρηματικής ποινής. Εν προκειμένω, το αποτρεπτικό αποτέλεσμα θα πρέπει να ενισχυθεί με τη δυνατότητα δημοσίευσης των πληροφοριών που αφορούν τον αποκλεισμό και /ή τη χρηματική ποινή, με απόλυτο σεβασμό των απαιτήσεων προστασίας των δεδομένων που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) και στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7). Το ανωτέρω μέτρο θα πρέπει να συμβάλει στην εξασφάλιση ότι δεν θα επαναληφθεί η συγκεκριμένη συμπεριφορά. Για λόγους ασφάλειας δικαίου και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, είναι σκόπιμο να διευκρινίζονται οι περιπτώσεις στις οποίες δεν θα πρέπει να γίνεται η δημοσίευση. Η αναθέτουσα αρχή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη, στην εκτίμησή της, κάθε σύσταση της επιτροπής. Όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να δημοσιεύονται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν αυτό υπαγορεύεται από τη σοβαρότητα της συμπεριφοράς ή τον αντίκτυπό της στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

    (22)

    Οι πληροφορίες που αφορούν αποκλεισμό ή χρηματική ποινή θα πρέπει να δημοσιεύονται μόνο σε περίπτωση σοβαρού επαγγελματικού παραπτώματος, απάτης, σημαντικής έλλειψης όσον αφορά τη συμμόρφωση με τις βασικές υποχρεώσεις σύμβασης που χρηματοδοτείται από τον προϋπολογισμό ή παρατυπίας.

    (23)

    Τα κριτήρια αποκλεισμού θα πρέπει να διαχωρίζονται σαφώς από τα κριτήρια που οδηγούν σε πιθανή απόρριψη από συγκεκριμένη διαδικασία.

    (24)

    Είναι σκόπιμο οι περιπτώσεις στις οποίες γίνεται συνήθως αναφορά με τον όρο καταστάσεις «σύγκρουσης συμφερόντων» να εντοπίζονται και να τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης. H έννοια της «σύγκρουσης συμφερόντων» θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο σε περιπτώσεις στις οποίες ένας μόνιμος ή άλλος υπάλληλος θεσμικού οργάνου της Ένωσης βρίσκεται σε μια τέτοια κατάσταση. Εάν ένας οικονομικός φορέας επιχειρήσει να επηρεάσει με αθέμιτο τρόπο μία διαδικασία ή να αποσπάσει πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα, πρόκειται για περίπτωση που θα πρέπει να αντιμετωπισθεί ως «σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα». Επιπροσθέτως, οι οικονομικοί φορείς ενδέχεται να είναι σε κατάσταση η οποία δεν επιτρέπει την επιλογή τους για την εκτέλεση σύμβασης λόγω αντικρουόμενων επαγγελματικών συμφερόντων. Για παράδειγμα, μία εταιρεία δεν θα πρέπει να αξιολογεί έργο στο οποίο συμμετείχε η ίδια ούτε ένας ελεγκτής να είναι σε θέση να ελέγχει λογαριασμούς τους οποίους προηγουμένως έχει πιστοποιήσει.

    (25)

    Οι πληροφορίες σχετικά με τον έγκαιρο εντοπισμό των κινδύνων και την επιβολή διοικητικών κυρώσεων στους οικονομικούς φορείς θα πρέπει να είναι συγκεντρωμένες. Για τον σκοπό αυτό, οι σχετικές πληροφορίες θα πρέπει να αποθηκεύονται σε βάση δεδομένων την οποία δημιουργεί και διαχειρίζεται η Επιτροπή ως ιδιοκτήτης του κεντρικού συστήματος. Το εν λόγω σύστημα θα πρέπει να λειτουργεί σε πλήρη συμμόρφωση με το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

    (26)

    Ενώ η δημιουργία και η λειτουργία του συστήματος έγκαιρου εντοπισμού και αποκλεισμού θα πρέπει να αποτελεί αρμοδιότητα της Επιτροπής, τα άλλα θεσμικά όργανα και οργανισμοί, καθώς και όλες οι οντότητες που είναι επιφορτισμένες με την εκτέλεση του προϋπολογισμού σύμφωνα με τα άρθρα 59 και 60 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 θα πρέπει να συμμετέχουν στο εν λόγω σύστημα, διαβιβάζοντας τις σχετικές πληροφορίες στην Επιτροπή για να διασφαλιστεί ο έγκαιρος εντοπισμός των κινδύνων.

    (27)

    Η αναθέτουσα αρχή και η επιτροπή θα πρέπει να εγγυώνται το δικαίωμα υπεράσπισης των οικονομικών φορέων. Τα αυτά δικαιώματα θα πρέπει να δοθούν στους οικονομικούς φορείς, στο πλαίσιο του έγκαιρου εντοπισμού, όταν μία πράξη στην οποία προτίθεται να προβεί ο διατάκτης θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τα δικαιώματα του ενδιαφερόμενου οικονομικού φορέα. Σε υποθέσεις απάτης, δωροδοκίας ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας που πλήττει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, στις οποίες δεν υπάρχει ακόμη οριστική απόφαση, η αναθέτουσα αρχή και η επιτροπή θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να μεταθέτουν χρονικά την υποβολή παρατηρήσεων από τον οικονομικό φορέα. Τέτοια χρονική μετάθεση θα πρέπει να θεωρείται δικαιολογημένη μόνο όταν υπάρχουν επιτακτικοί νόμιμοι λόγοι για τη διαφύλαξη του εμπιστευτικού χαρακτήρα της έρευνας.

    (28)

    Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδιαίτερα την ανάγκη εξασφάλισης της νομιμότητας και της αναλογικότητας των κυρώσεων, το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης, το δικαίωμα της υπεράσπισης καθώς και το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

    (29)

    Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαθέτει απεριόριστη δικαιοδοσία όσον αφορά τις κυρώσεις που επιβάλλονται βάσει του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με το άρθρο 261 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

    (30)

    Για να διευκολυνθεί η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σε όλα τα πλαίσια διαχείρισης, οι οντότητες που συμμετέχουν στην εκτέλεση του προϋπολογισμού υπό καθεστώς επιμερισμένης και έμμεσης διαχείρισης θα πρέπει να λαμβάνουν υπ' όψιν, κατά περίπτωση, τις περιπτώσεις αποκλεισμού που αποφασίζονται από τις αναθέτουσες αρχές σε επίπεδο Ένωσης.

    (31)

    Σύμφωνα με την οδηγία 2014/24/ΕΕ, θα πρέπει να είναι δυνατή η επαλήθευση του αποκλεισμού συγκεκριμένου οικονομικού φορέα, η εφαρμογή κριτηρίων επιλογής και ανάθεσης καθώς και η επαλήθευση της συμμόρφωσης με τα έγγραφα της σύμβασης, χωρίς συγκεκριμένη σειρά. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να είναι δυνατή η απόρριψη προσφορών βάσει των κριτηρίων ανάθεσης, χωρίς προηγούμενο έλεγχο των κριτηρίων αποκλεισμού ή επιλογής του αντίστοιχου προσφέροντα.

    (32)

    Οι συμβάσεις θα πρέπει να ανατίθενται με βάση την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, σύμφωνα με το άρθρο 67 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι τα κριτήρια επιλογής συνδέονται αυστηρά με την αξιολόγηση των υποψηφίων ή των προσφερόντων και τα κριτήρια ανάθεσης συνδέονται αυστηρά με την αξιολόγηση των προσφορών.

    (33)

    H διαδικασία δημοσίων προμηθειών στην Ένωση θα πρέπει να διασφαλίζει την αποδοτική, διαφανή και κατάλληλη χρήση των πόρων της Ένωσης. Εν προκειμένω, η ηλεκτρονική διαδικασία προμηθειών αναμένεται ότι θα συμβάλει στην καλύτερη χρήση των πόρων της Ένωσης και ότι θα βελτιώσει την πρόσβαση όλων των οικονομικών φορέων στις συμβάσεις.

    (34)

    Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι για κάθε διαδικασία θα πρέπει να προβλέπεται αρχικό στάδιο και αξιολόγηση. Η απόφαση ανάθεσης θα πρέπει να είναι πάντα το αποτέλεσμα αξιολόγησης.

    (35)

    Δεδομένου ότι τα κριτήρια δεν εφαρμόζονται με συγκεκριμένη σειρά, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί η δυνατότητα των απορριφθέντων προσφερόντων που υπέβαλαν συμβατές προσφορές να λάβουν γνώση των στοιχείων και των σχετικών πλεονεκτημάτων της επιλεγείσας προσφοράς, αν το ζητήσουν.

    (36)

    Όσον αφορά τις συμβάσεις πλαίσιο με επανάληψη του διαγωνισμού, είναι σκόπιμο να αρθεί η υποχρέωση παροχής των στοιχείων και των σχετικών πλεονεκτημάτων της επιλεγείσας προσφοράς στους μη επιλεγέντες προσφέροντες, με βάση το σκεπτικό ότι η κατοχή αυτών των πληροφοριών από τα μέρη της ίδιας σύμβασης πλαίσιο κάθε φορά που ο διαγωνισμός επαναλαμβάνεται ενδέχεται να υπονομεύσει τον θεμιτό ανταγωνισμό μεταξύ τους.

    (37)

    H αναθέτουσα αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να ακυρώσει τη διαδικασία ανάθεσης πριν από την υπογραφή της σύμβασης, χωρίς οι υποψήφιοι ή οι προσφέροντες να μπορούν να διεκδικήσουν αποζημίωση. Το ανωτέρω ισχύει με την επιφύλαξη των περιπτώσεων στις οποίες η αναθέτουσα αρχή έχει ενεργήσει κατά τρόπο ώστε να μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για την πρόκληση βλάβης, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης.

    (38)

    Όπως στην περίπτωση της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστούν οι όροι υπό τους οποίους επιτρέπεται τροποποίηση σύμβασης κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής της χωρίς νέα διαδικασία ανάθεσης. Ειδικότερα, περιπτώσεις όπως διοικητικές αλλαγές, καθολική διαδοχή και η εφαρμογή σαφών και μη αμφιλεγόμενων ρητρών ή επιλογών δεν μεταβάλλουν τις ελάχιστες απαιτήσεις της αρχικής διαδικασίας. Θα πρέπει να απαιτείται νέα διαδικασία προμήθειας σε περίπτωση ουσιωδών μεταβολών της αρχικής σύμβασης, ιδίως του πεδίου και του περιεχομένου των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών, συμπεριλαμβανομένης της κατανομής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Οι εν λόγω μεταβολές αποτελούν ένδειξη της πρόθεσης των μερών να επαναδιαπραγματευθούν τους ουσιαστικούς όρους της σύμβασης, ιδίως, σε περίπτωση που οι τροποποιήσεις θα επηρέαζαν το αποτέλεσμα της διαδικασίας, εάν αποτελούσαν μέρος της αρχικής διαδικασίας.

    (39)

    Θα πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα απαίτησης συμβατικών εγγυήσεων για συμβάσεις έργων, προμηθειών και σύνθετων υπηρεσιών προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με σημαντικές συμβατικές υποχρεώσεις κατά τη συνήθη πρακτική σε αυτούς τους τομείς, για να εξασφαλιστεί η ορθή εκτέλεση της σύμβασης καθ' όλη τη διάρκειά της.

    (40)

    Είναι αναγκαίο να προβλεφθεί η δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης μιας σύμβασης για να διαπιστωθεί αν έχουν διαπραχθεί σφάλματα, παρατυπίες ή απάτη.

    (41)

    Για να καθοριστούν τα εφαρμοστέα κατώτατα όρια και οι εφαρμοστέες διαδικασίες, θα πρέπει να διευκρινιστεί αν τα θεσμικά όργανα και οι εκτελεστικοί και λοιποί οργανισμοί της Ένωσης θεωρούνται ως αναθέτουσες αρχές. Δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως αναθέτουσες αρχές σε περιπτώσεις στις οποίες αγοράζουν από μια κεντρική αρχή προμηθειών. Επιπλέον, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης αποτελούν μια ενιαία νομική οντότητα και δεν είναι σε θέση να συνάπτουν συμβάσεις, αλλά μόνο διοικητικούς διακανονισμούς μεταξύ των υπηρεσιών τους.

    (42)

    Είναι σκόπιμο να περιληφθεί στον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 αναφορά στα δύο κατώτατα όρια που προβλέπονται στην οδηγία 2014/24/ΕΕ, τα οποία εφαρμόζονται στις συμβάσεις έργων και προμηθειών και υπηρεσιών αντίστοιχα. Τα εν λόγω κατώτατα όρια θα πρέπει να εφαρμόζονται επίσης σε συμβάσεις παραχώρησης για λόγους απλούστευσης καθώς και χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, με βάση τις ιδιαιτερότητες των αναγκών των θεσμικών οργάνων της Ένωσης όσον αφορά η σύναψη συμβάσεων. Αναθεώρηση των εν λόγω κατώτατων ορίων που ορίζονται στην οδηγία 2014/24/ΕΕ θα πρέπει, επομένως, να εφαρμοστεί άμεσα στις συμβάσεις που ανατίθενται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης.

    (43)

    Είναι αναγκαίο να διευκρινιστούν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της περιόδου αναστολής.

    (44)

    Είναι αναγκαίο να διευκρινιστούν οι οικονομικοί φορείς που έχουν πρόσβαση στις συμβάσεις που συνάπτουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης σε συνάρτηση με τον τόπο εγκατάστασής τους και να προβλεφθεί ρητά ότι η εν λόγω δυνατότητα πρόσβασης ισχύει και για διεθνείς οργανισμούς.

    (45)

    Η εφαρμογή των λόγων αποκλεισμού θα πρέπει να επεκταθεί και σε άλλα μέσα εκτέλεσης του προϋπολογισμού όπως οι επιδοτήσεις, τα έπαθλα, τα χρηματοδοτικά μέσα και οι αμειβόμενοι εμπειρογνώμονες, καθώς και στην εκτέλεση του προϋπολογισμού υπό έμμεση διαχείριση.

    (46)

    Η κατάρτιση και έγκριση των ειδικών εκθέσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου θα πρέπει να γίνονται εγκαίρως με την επιφύλαξη της πλήρους ανεξαρτησίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου όσον αφορά τον προσδιορισμό της διάρκειας και της χρόνου διεξαγωγής των ελέγχων του.

    (47)

    Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων, του οποίου η γνώμη ζητήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, γνωμοδότησε στις 3 Δεκεμβρίου 2014.

    (48)

    Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ την επόμενη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις μπορούν να εφαρμοστούν από την αρχή του οικονομικού έτους.

    (49)

    O κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 θα πρέπει συνεπώς να τροποποιηθεί αναλόγως,

    ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    Άρθρο 1

    Ο κανονισμός (EΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 τροποποιείται ως εξής:

    1)

    Στο άρθρο 58, η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

    «8.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 210, σχετικά με λεπτομερείς κανόνες για τις μεθόδους εκτέλεσης του προϋπολογισμού, συμπεριλαμβανομένων της άμεσης διαχείρισης, της άσκησης των αρμοδιοτήτων που ανατίθενται σε εκτελεστικούς οργανισμούς, και ειδικών διατάξεων για την έμμεση διαχείριση μαζί με διεθνείς οργανισμούς, με τους οργανισμούς που αναφέρονται στα άρθρα 208 και 209, με οργανισμούς δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου που εκτελούν αποστολή δημόσιας υπηρεσίας, με οργανισμούς ιδιωτικού δικαίου ενός κράτους μέλους στους οποίους ανατίθεται η υλοποίηση μιας σύμπραξης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα και με πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η εκτέλεση συγκεκριμένων ενεργειών στον τομέα της ΚΕΠΠΑ. Ανατίθεται επίσης στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 210, σχετικά με τα κριτήρια εξομοίωσης μη κερδοσκοπικών οργανισμών με διεθνείς οργανισμούς.».

    2)

    Το άρθρο 60 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    η παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «δ)

    εφαρμόζουν τους κατάλληλους κανόνες και τις διαδικασίες για την παροχή χρηματοδότησης από πόρους της Ένωσης με συμβάσεις, επιδοτήσεις, έπαθλα και χρηματοδοτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων που καθορίζονται στο άρθρο 108 παράγραφος 12·»·

    β)

    η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

    «3.   Οι εντεταλμένες οντότητες και πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο γ) προλαμβάνουν, εντοπίζουν, διορθώνουν και ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με παρατυπίες και περιπτώσεις απάτης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους που συνδέονται με την εκτέλεση του προϋπολογισμού. Προς τον σκοπό αυτόν διενεργούν, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, εκ των προτέρων και εκ των υστέρων ελέγχους, συμπεριλαμβανομένων, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, επιτόπιων ελέγχων σε αντιπροσωπευτικά και/ή βάσει κινδύνου δείγματα πράξεων, για να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική εκτέλεση και την ορθή εφαρμογή των δράσεων που χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό. Επίσης, ανακτούν αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά, επιβάλλουν αποκλεισμούς από την πρόσβαση σε πόρους της Ένωσης ή επιβάλλουν χρηματικές ποινές και κινούν, εφόσον απαιτείται, σχετικές νομικές διαδικασίες.»·

    γ)

    οι παράγραφοι 7 και 8 αντικαθίστανται από τις ακόλουθες:

    «7.   Οι παράγραφοι 5 και 6 δεν εφαρμόζονται στις συνεισφορές της Ένωσης προς οντότητες που υπάγονται σε χωριστή διαδικασία απαλλαγής σύμφωνα με τα άρθρα 208 και 209.

    8.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 210, σχετικά με λεπτομερείς κανόνες για την έμμεση διαχείριση, συμπεριλαμβανομένης της πρόβλεψης όρων στην έμμεση διαχείριση ώστε τα συστήματα, οι κανόνες και οι διαδικασίες των οντοτήτων και προσώπων να είναι ισοδύναμα προς τα αντίστοιχα της Επιτροπής, διαχειριστικές δηλώσεις και δηλώσεις συμμόρφωσης, καθώς και τις διαδικασίες για την εξέταση και αποδοχή των λογαριασμών, την υποχρέωση κοινοποίησης εντοπιζόμενων περιπτώσεων απάτης και παρατυπιών στην Επιτροπή, τον αποκλεισμό από την ενωσιακή χρηματοδότηση όσων δαπανών πραγματοποιούνται κατά παράβαση των εφαρμοστέων κανόνων και την επιβολή χρηματικών ποινών.».

    3)

    Στο άρθρο 66, η παράγραφος 9 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

    «Η έκθεση δραστηριοτήτων αναφέρει τα αποτελέσματα των πράξεων σε σχέση με τους στόχους, τους συναφείς με τις πράξεις αυτές κινδύνους, τη χρησιμοποίηση των παρεχόμενων πόρων και την αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου, και περιλαμβάνει συνολική εκτίμηση του κόστους και του οφέλους των ελέγχων. Περιλαμβάνει επίσης πληροφορίες σχετικά με τις συνολικές επιδόσεις των εν λόγω πράξεων, καθώς και αξιολόγηση του βαθμού στον οποίο οι εγκριθείσες επιχειρησιακές δαπάνες συνέβαλαν σε επιτεύγματα σε επίπεδο πολιτικής και δημιούργησαν προστιθέμενη αξία στην Ένωση.»·

    β)

    προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Οι ετήσιες εκθέσεις δραστηριοτήτων των διατακτών και, κατά περίπτωση, των κύριων διατακτών των θεσμικών οργάνων, γραφείων, οργανισμών και υπηρεσιών της ΕΕ δημοσιεύονται στον αντίστοιχο δικτυακό τόπο κατά τρόπο εύκολα προσβάσιμο, το αργότερο έως την 1η Ιουλίου κάθε έτους για το προηγούμενο έτος, με την επιφύλαξη δεόντως αιτιολογημένων εκτιμήσεων εμπιστευτικότητας και ασφάλειας.».

    4)

    Στο άρθρο 99, παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

    «3α.   Κάθε χρόνο η Επιτροπή, στο πλαίσιο της διαδικασίας απαλλαγής και σύμφωνα με το άρθρο 319 ΣΛΕΕ, διαβιβάζει κατόπιν σχετικού αιτήματος την ετήσια έκθεση εσωτερικού ελέγχου κατά την έννοια της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις απαιτήσεις εμπιστευτικότητας.».

    5)

    Η επικεφαλίδα του τίτλου V του μέρους Ι αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «ΤΙΤΛΟΣ V

    ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ».

    6)

    Το άρθρο 101 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 101

    Ορισμοί για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου

    1.   Για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου:

    α)

    ως “προμήθεια” νοείται η δια συμβάσεως απόκτηση έργων, αγαθών ή υπηρεσιών και η απόκτηση ή μίσθωση γης, υφιστάμενων κτιρίων ή άλλων ακινήτων από μία ή περισσότερες αναθέτουσες αρχές από οικονομικούς φορείς που επιλέγουν οι ίδιες αναθέτουσες αρχές·

    β)

    ως “δημόσια σύμβαση” νοείται η σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας η οποία συνάπτεται γραπτώς μεταξύ ενός ή περισσότερων οικονομικών φορέων και μιας ή περισσότερων αναθετουσών αρχών, κατά την έννοια των άρθρων 117 και 190, με σκοπό την απόκτηση κινητών ή ακινήτων περιουσιακών στοιχείων, την εκτέλεση έργων ή την παροχή υπηρεσιών έναντι καταβολής αντιτίμου, το οποίο καταβάλλεται εν όλω ή εν μέρει από τον προϋπολογισμό.

    Οι δημόσιες συμβάσεις περιλαμβάνουν:

    i)

    τις συμβάσεις ακινήτου·

    ii)

    τις συμβάσεις αγαθών·

    iii)

    τις συμβάσεις έργων·

    iv)

    τις συμβάσεις υπηρεσιών·

    γ)

    ως “σύμβαση παραχώρησης” νοείται η σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας που συνάπτεται γραπτώς μεταξύ ενός ή περισσότερων οικονομικών φορέων και μιας ή περισσότερων αναθετουσών αρχών, κατά την έννοια των άρθρων 117 και 190, με σκοπό την ανάθεση της εκτέλεσης έργων ή της παροχής και διαχείρισης υπηρεσιών σε έναν οικονομικό φορέα (η “παραχώρηση”). Η αμοιβή συνίσταται είτε αποκλειστικά στο δικαίωμα εκμετάλλευσης των έργων ή των υπηρεσιών ή στο δικαίωμα αυτό σε συνδυασμό με την καταβολή αμοιβής. Η ανάθεση σύμβασης παραχώρησης συνεπάγεται τη μεταβίβαση στον παραχωρησιούχο λειτουργικού κινδύνου που απορρέει από την εκμετάλλευση των εν λόγω έργων ή υπηρεσιών και ο οποίος συμπεριλαμβάνει κίνδυνο ζήτησης ή κίνδυνο προσφοράς ή και τους δύο. Ο παραχωρησιούχος θεωρείται ότι αναλαμβάνει λειτουργικό κίνδυνο όταν, υπό φυσιολογικές συνθήκες λειτουργίας, δεν υπάρχει εγγύηση για την απόσβεση της επένδυσης ή των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν κατά την εκτέλεση των σχετικών έργων ή την παροχή των υπηρεσιών·

    δ)

    ως “σύμβαση” νοείται δημόσια σύμβαση ή σύμβαση παραχώρησης·

    ε)

    ως “σύμβαση-πλαίσιο” νοείται η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ ενός ή περισσότερων οικονομικών φορέων και μιας ή περισσότερων αναθετουσών αρχών με σκοπό τον καθορισμό των όρων ορισμένων συμβάσεων στηριζόμενων σε αυτήν, που πρόκειται να ανατεθούν εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, ιδίως όσον αφορά τις τιμές και, κατά περίπτωση, τις ποσότητες·

    στ)

    ως “δυναμικό σύστημα αγορών” νοείται μία καθ' ολοκληρίαν ηλεκτρονική διαδικασία για αγορές τρέχουσας χρήσης·

    ζ)

    ως “οικονομικός φορέας” νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μεταξύ των οποίων και δημόσιος φορέας, ή ομάδα ως άνω προσώπων, που προσφέρει την προμήθεια προϊόντων, την εκτέλεση έργων ή την παροχή υπηρεσιών ή ακινήτων·

    η)

    ως “έγγραφο της προμήθειας” νοείται κάθε έγγραφο το οποίο παρουσιάζει ή στο οποίο παραπέμπει η αναθέτουσα αρχή με σκοπό να περιγράψει ή να προσδιορίσει στοιχεία της προμήθειας, μεταξύ άλλων:

    i)

    τα μέτρα δημοσιότητας που ορίζονται στο άρθρο 103·

    ii)

    την πρόσκληση υποβολής προσφορών·

    iii)

    την συγγραφή υποχρεώσεων, η οποία θα περιλαμβάνει τις τεχνικές προδιαγραφές και τα σχετικά κριτήρια, ή τα περιγραφικά έγγραφα στην περίπτωση ανταγωνιστικού διαλόγου·

    iv)

    το σχέδιο σύμβασης·

    θ)

    ως “οριστική διοικητική απόφαση” νοείται απόφαση διοικητικής αρχής η οποία έχει οριστική και δεσμευτική ισχύ σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένος ο οικονομικός φορέας ή στην οποία βρίσκεται η αναθέτουσα αρχή ή σύμφωνα με το εφαρμοστέο ενωσιακό δίκαιο·

    ι)

    ως “κεντρική αρχή αγορών” νοείται αναθέτουσα αρχή που παρέχει κεντρικές δραστηριότητες αγορών και, ενδεχομένως, επικουρικές δραστηριότητες αγορών·

    ια)

    ως “προσφέρων” νοείται οικονομικός φορέας που έχει υποβάλει προσφορά·

    ιβ)

    ως “υποψήφιος” νοείται οικονομικός φορέας που έχει ζητήσει να του αποσταλεί ή έχει λάβει πρόσκληση συμμετοχής σε κλειστή διαδικασία, σε ανταγωνιστική διαδικασία με διαπραγμάτευση, σε ανταγωνιστικό διάλογο, σε σύμπραξη καινοτομίας, σε διαγωνισμό μελετών ή σε διαδικασία με διαπραγμάτευση·

    ιγ)

    ως “πωλητής” νοείται οικονομικός φορέας καταχωρισμένος σε κατάλογο πωλητών που θα κληθούν να υποβάλουν αιτήσεις συμμετοχής ή προσφορές·

    ιδ)

    ως “υπεργολάβος” νοείται οικονομικός φορέας ο οποίος προτείνεται από υποψήφιο ή προσφέροντα ή εργολάβο για την εκτέλεση μέρους σύμβασης. Ο υπεργολάβος δεν έχει δε καμία άμεση νομική δέσμευση με την αναθέτουσα αρχή.

    2.   Οι μικτές συμβάσεις με αντικείμενο δύο ή περισσότερα είδη προμηθειών (έργα, αγαθά ή υπηρεσίες) ή παραχωρήσεων (έργα ή υπηρεσίες) ή με αντικείμενο τόσο προμήθειες όσο και παραχωρήσεις, ανατίθενται σύμφωνα με τις διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται στο είδος των προμηθειών που χαρακτηρίζει το κύριο αντικείμενο της σχετικής σύμβασης.

    3.   Εξαιρουμένων των άρθρων 105α έως 108, ο παρών τίτλος δεν εφαρμόζεται στις επιδοτήσεις ή στις συμβάσεις τεχνικής βοήθειας που συνάπτονται με την ΕΤΕπ ή το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων σύμφωνα με το άρθρο 125 παράγραφος 8.

    4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 210 σχετικά με λεπτομερείς κανόνες για τον περαιτέρω καθορισμό και το πεδίο εφαρμογής των δημοσίων συμβάσεων και των συμβάσεων παραχώρησης, για την ισχύουσα ονοματολογία με αναφορά στο “Κοινό Λεξιλόγιο για τις Δημόσιες Συμβάσεις”, για τις μικτές συμβάσεις, για τους οικονομικούς φορείς, καθώς και για τις συμβάσεις-πλαίσια και τις ειδικές συμβάσεις που βασίζονται σε αυτές, καλύπτοντας τη μέγιστη διάρκεια των συμβάσεων-πλαισίων και την ανάθεση και τις μεθόδους εκτέλεσης των ειδικών συμβάσεων που βασίζονται σε συμβάσεις-πλαίσια συναφθείσες με έναν μόνο οικονομικό φορέα ή με περισσότερους του ενός οικονομικούς φορείς αντίστοιχα.».

    7)

    Το άρθρο 102 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

    «2.   Όλες οι συμβάσεις ανατίθενται με την ευρύτερη δυνατή διαδικασία ανταγωνισμού, εκτός αν γίνει χρήση της διαδικασίας που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο δ).

    Η εκτιμώμενη αξία μιας σύμβασης δεν μπορεί να ορίζεται με πρόθεση καταστρατήγησης των εφαρμοστέων κανόνων ούτε επιτρέπεται η κατάτμηση μιας σύμβασης για τον ίδιο σκοπό.

    Η αναθέτουσα αρχή υποδιαιρεί τη σύμβαση σε παρτίδες, εφόσον είναι σκόπιμο, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την ευρεία βάση του ανταγωνισμού.»·

    β)

    προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

    «3.   Οι αναθέτουσες αρχές δεν χρησιμοποιούν τις συμβάσεις-πλαίσια κατά τρόπο καταχρηστικό ή με στόχο ή αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού.».

    8)

    Το άρθρο 103 αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

    «Άρθρο 103

    Μέτρα δημοσιότητας

    1.   Για διαδικασίες που αφορούν αξία ίση ή μεγαλύτερη από τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 118 παράγραφος 1 και του άρθρου 190, η αναθέτουσα αρχή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

    α)

    γνωστοποίηση προκήρυξης σύμβασης, εκτός από την περίπτωση της διαδικασίας που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο δ)·

    β)

    γνωστοποίηση ανάθεσης σύμβασης με τα αποτελέσματα της διαδικασίας.

    2.   Οι διαδικασίες που αφορούν αξία χαμηλότερη από τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 118 παράγραφος 1 ή το άρθρο 190 δημοσιοποιούνται με τα κατάλληλα μέσα.

    3.   Επιτρέπεται η μη δημοσίευση ορισμένων πληροφοριών για την ανάθεση σύμβασης αν η δημοσίευσή τους θα εμπόδιζε την εφαρμογή της νομοθεσίας ή θα ήταν κατ' άλλον τρόπο αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον, θα έβλαπτε τα νόμιμα εμπορικά συμφέροντα οικονομικών φορέων ή τον θεμιτό ανταγωνισμό μεταξύ τους.

    4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 210, σχετικά με λεπτομερείς κανόνες όσον αφορά τις απαιτήσεις δημοσιότητας των διαδικασιών με βάση την αξία τους σε σύγκριση με τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 118, παράγραφος 1, όσον αφορά τη δημοσιότητα την οποία μπορεί να αναλάβει να υλοποιήσει η αναθέτουσα αρχή με απόλυτη τήρηση της αρχής της αποφυγής διακρίσεων, καθώς και όσον αφορά το περιεχόμενο και τη δημοσίευση των γνωστοποιήσεων.».

    9)

    Το άρθρο 104 αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

    «Άρθρο 104

    Διαδικασίες προμηθειών

    1.   Οι διαδικασίες προμηθειών για την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης ή δημοσίων συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένων συμβάσεων-πλαισίων, λαμβάνουν μία από τις ακόλουθες μορφές:

    α)

    ανοικτή διαδικασία·

    β)

    κλειστή διαδικασία, μεταξύ άλλων μέσω ενός δυναμικού συστήματος αγορών·

    γ)

    διαγωνισμός μελετών·

    δ)

    διαδικασία με διαπραγμάτευση, μεταξύ άλλων χωρίς προηγούμενη δημοσίευση·

    ε)

    ανταγωνιστικός διάλογος·

    στ)

    ανταγωνιστική διαδικασία με διαπραγμάτευση·

    ζ)

    σύμπραξη καινοτομίας·

    η)

    διαδικασίες μετά από πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος.

    2.   Στις ανοικτές διαδικασίες, κάθε ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας μπορεί να υποβάλει προσφορά.

    3.   Στις κλειστές διαδικασίες, στους ανταγωνιστικούς διαλόγους, στις ανταγωνιστικές διαδικασίες με διαπραγμάτευση και στις συμπράξεις καινοτομίας οποιοσδήποτε οικονομικός φορέας μπορεί να υποβάλει αίτηση συμμετοχής παρέχοντας τις πληροφορίες που ζητούνται από την αναθέτουσα αρχή. Η αναθέτουσα αρχή καλεί όλους τους υποψήφιους που πληρούν τα κριτήρια επιλογής και οι οποίοι δεν εμπίπτουν σε καμία από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 106 και 107, να υποβάλουν προσφορά.

    Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να περιορίζει τον αριθμό των υποψηφίων που θα κληθούν να συμμετάσχουν στη διαδικασία βάσει αντικειμενικών κριτηρίων επιλογής που δεν επιφέρουν διακρίσεις και τα οποία αναφέρονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού ή στην πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος. Ο αριθμός των υποψηφίων που καλούνται είναι επαρκής για την εξασφάλιση πραγματικού ανταγωνισμού.

    4.   Σε όλες τις διαδικασίες με διαπραγμάτευση, η αναθέτουσα αρχή διαπραγματεύεται με τους προσφέροντες τις αρχικές και τυχόν μεταγενέστερες προσφορές ή μέρη αυτών, εκτός από τις τελικές προσφορές τους, με στόχο να βελτιωθεί το περιεχόμενό τους. Οι ελάχιστες απαιτήσεις και τα κριτήρια που καθορίζονται στα έγγραφα της σύμβασης δεν υπόκεινται σε διαπραγμάτευση.

    Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να αναθέτουν συμβάσεις με βάση την αρχική προσφορά χωρίς διαπραγμάτευση, εφόσον έχουν αναφέρει στα έγγραφα της σύμβασης ότι διατηρούν τη δυνατότητα να το πράξουν.

    5.   Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί:

    α)

    ανοικτή ή κλειστή διαδικασία για κάθε αγορά·

    β)

    τις διαδικασίες μετά από πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για συμβάσεις αξίας χαμηλότερης των κατωτάτων ορίων που αναφέρονται στο άρθρο 118 παράγραφος 1, προκειμένου να προεπιλεγούν οι υποψήφιοι που θα κληθούν να υποβάλουν προσφορά κατά τις μελλοντικές κλειστές προσκλήσεις για υποβολή προσφορών ή προκειμένου να καταρτισθεί κατάλογος πωλητών που θα κληθούν να υποβάλουν αιτήσεις συμμετοχής ή προσφορές·

    γ)

    τον διαγωνισμό μελετών για την εξασφάλιση μελέτης ή σχεδίου που επιλέγεται από κριτική επιτροπή κατόπιν διαγωνισμού·

    δ)

    την σύμπραξη καινοτομίας για την ανάπτυξη καινοτόμου προϊόντος, υπηρεσίας ή καινοτόμων έργων και για την επακόλουθη αγορά των αγαθών, υπηρεσιών ή έργων που προκύπτουν·

    ε)

    την ανταγωνιστική διαδικασία με διαπραγμάτευση ή τον ανταγωνιστικό διάλογο για τις συμβάσεις παραχώρησης, για τις συμβάσεις υπηρεσιών που αναφέρονται στο παράρτημα XIV της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), στις περιπτώσεις όπου υποβλήθηκαν μόνον αντικανονικές ή απαράδεκτες προσφορές στο πλαίσιο ανοικτής ή κλειστής διαδικασίας, αφού ολοκληρώθηκε η αρχική διαδικασία, και για τις περιπτώσεις όπου τούτο δικαιολογείται από τις ιδιαίτερες περιστάσεις που συνδέονται, μεταξύ άλλων, με τη φύση ή την πολυπλοκότητα του αντικειμένου της σύμβασης ή με την ειδική φύση της σύμβασης, κατά τα οριζόμενα λεπτομερέστερα στις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

    στ)

    τη διαδικασία με διαπραγμάτευση για συμβάσεις των οποίων η αξία είναι χαμηλότερη από τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 118 παράγραφος 1 ή, τη διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση, μόνον για συγκεκριμένα είδη αγορών που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/24/ΕΕ και υπό σαφώς καθορισμένες εξαιρετικές περιστάσεις, όπως ορίζονται στις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

    6.   Το δυναμικό σύστημα αγορών παραμένει ανοικτό καθ' όλην τη διάρκειά του για οποιονδήποτε οικονομικό φορέα πληροί τα κριτήρια επιλογής.

    Η αναθέτουσα αρχή ακολουθεί τους κανόνες της κλειστής διαδικασίας για την ανάθεση συμβάσεων μέσω ενός δυναμικού συστήματος αγορών.

    7.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 210, σχετικά με λεπτομερείς κανόνες όσον αφορά τα είδη και τις πρόσθετες λεπτομέρειες για τις διαδικασίες προμηθειών για την ανάθεση συμβάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε συνάρτηση με την αξία τους σε σύγκριση με τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 118, παράγραφος 1, όσον αφορά τον ελάχιστο αριθμό υποψηφίων που θα καλούνται για κάθε τύπο διαδικασίας, όσον αφορά τις περαιτέρω προϋποθέσεις για τη χρήση των διαφόρων διαδικασιών, όσον αφορά ένα δυναμικό σύστημα αγορών και όσον αφορά τις αντικανονικές και απαράδεκτες προσφορές.

    (8)  Οδηγία 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ L 94 της 28.3.2014, σ. 65).»."

    10)

    Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

    «Άρθρο 104α

    Διοργανικές προμήθειες και ομαδοποιημένες προμήθειες

    1.   Οσάκις μια σύμβαση ή σύμβαση-πλαίσιο ενδιαφέρει δύο ή περισσότερα θεσμικά όργανα, εκτελεστικούς οργανισμούς ή οργανισμούς που αναφέρονται στα άρθρα 208 και 209, και εφόσον υπάρχει η δυνατότητα να επιτευχθεί αυξημένη αποδοτικότητα, οι οικείες αναθέτουσες αρχές μπορούν να διεξάγουν τη διαδικασία ανάθεσης και την διαχείριση της επακόλουθης σύμβασης ή σύμβασης-πλαισίου σε διοργανική βάση υπό την ηγεσία μιας από τις αναθέτουσες αρχές.

    Τα όργανα που θεσπίστηκαν από το Συμβούλιο στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ δυνάμει του τίτλου V της ΣΕΕ μπορούν επίσης να συμμετέχουν σε διοργανικές διαδικασίες.

    Οι όροι σύμβασης-πλαισίου εφαρμόζονται μόνον μεταξύ των αναθετουσών αρχών οι οποίες έχουν οριστεί για τον σκοπό αυτόν από την έναρξη της διαδικασίας προμηθειών και των οικονομικών φορέων που αποτελούν μέρη της σύμβασης-πλαισίου.

    2.   Οσάκις απαιτείται σύμβαση ή σύμβαση-πλαίσιο για την υλοποίηση κοινής δράσης από θεσμικό όργανο και μία ή περισσότερες αναθέτουσες αρχές κράτους μέλους, η διαδικασία προμηθειών μπορεί να διενεργηθεί από κοινού από το θεσμικό όργανο και τις αναθέτουσες αρχές.

    Οι ομαδοποιημένες προμήθειες είναι δυνατή με τα κράτη ΕΖΕΣ καθώς και με χώρες υποψήφιες για προσχώρηση στην Ένωση, εφόσον η δυνατότητα αυτή προβλέπεται ρητά σε διμερή ή πολυμερή συνθήκη.

    Σε περίπτωση διαδικασίας ομαδοποιημένων προμηθειών, εφαρμόζονται οι διαδικαστικές διατάξεις που ισχύουν για το θεσμικό όργανο.

    Οσάκις το μερίδιο που αναλαμβάνει ή διαχειρίζεται η αναθέτουσα αρχή κράτους μέλους επί της συνολικής εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης ισούται με το 50 % ή το υπερβαίνει ή σε άλλες δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, το θεσμικό όργανο είναι δυνατόν να αποφασίσει ότι ισχύουν στις ομαδοποιημένες προμήθειες οι διαδικαστικοί κανόνες που εφαρμόζονται στην αναθέτουσα αρχή κράτους μέλους, αρκεί οι εν λόγω κανόνες να μπορούν να θεωρηθούν ισοδύναμοι με αυτούς που εφαρμόζει το θεσμικό όργανο.

    Το θεσμικό όργανο και η αναθέτουσα αρχή κράτους μέλους, κράτους ΕΖΕΣ ή υποψήφιας για προσχώρηση στην Ένωση χώρας, που έχει σχέση με τις ομαδοποιημένες προμήθειες συμφωνούν ιδίως επί των λεπτομερών πρακτικών ρυθμίσεων για την αξιολόγηση των αιτήσεων συμμετοχής ή των προσφορών, την ανάθεση της σύμβασης, το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο και το αρμόδιο δικαστήριο για την επίλυση διαφορών.

    3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 210, σχετικά με λεπτομερείς κανόνες για τις διοργανικές προμήθειες.».

    11)

    Το άρθρο 105 αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

    «Άρθρο 105

    Προετοιμασία της διαδικασίας προμηθειών

    1.   Πριν από την έναρξη διαδικασίας προμηθειών, η αναθέτουσα αρχή δύναται να διεξάγει προκαταρκτική διαβούλευση της αγοράς με σκοπό την προετοιμασία της διαδικασίας.

    2.   Στα έγγραφα της σύμβασης, η αναθέτουσα αρχή καθορίζει το αντικείμενο της προμήθειας, περιγράφοντας τις ανάγκες της και τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται για τα προς αγοράν έργα, αγαθά ή υπηρεσίες και προσδιορίζει τα εφαρμοστέα κριτήρια αποκλεισμού, επιλογής και ανάθεσης. Επίσης, η αναθέτουσα αρχή υποδεικνύει τα στοιχεία που καθορίζουν τις ελάχιστες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν όλες οι προσφορές. Μεταξύ των ελάχιστων προϋποθέσεων περιλαμβάνεται η συμμόρφωση προς τις ισχύουσες υποχρεώσεις περιβαλλοντικής, κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας οι οποίες έχουν θεσπιστεί δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, της εθνικής νομοθεσίας, συλλογικών συμβάσεων ή των ισχυουσών διεθνών κοινωνικών και περιβαλλοντικών συμβάσεων που απαριθμούνται στο παράρτημα X της οδηγίας 2014/24/ΕΕ.

    3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 210, σχετικά με λεπτομερείς κανόνες όσον αφορά το περιεχόμενο των εγγράφων της σύμβασης, ιδίως των σχεδίων συμβάσεων, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των περιβαλλοντικών, κοινωνικών ή άλλων σημάτων, κανόνων και προτύπων και όσον αφορά την προκαταρκτική διαβούλευση της αγοράς.».

    12)

    Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

    «Άρθρο 105α

    Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης μέσω του εντοπισμού των κινδύνων και της επιβολής διοικητικών κυρώσεων

    1.   Για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, η Επιτροπή δημιουργεί και θέτει σε λειτουργία ένα σύστημα έγκαιρου εντοπισμού και αποκλεισμού.

    Σκοπός του συστήματος αυτού είναι να διευκολύνει:

    α)

    τον έγκαιρο εντοπισμό των κινδύνων που απειλούν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης·

    β)

    τον αποκλεισμό οικονομικού φορέα που εμπίπτει σε κάποια από τις περιπτώσεις αποκλεισμού που απαριθμούνται στο άρθρο 106 παράγραφος 1· και

    γ)

    την επιβολή χρηματικής ποινής σε οικονομικό φορέα σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 13.

    2.   Η απόφαση για τον αποκλεισμό και/ή την επιβολή χρηματικής ποινής λαμβάνεται από την αναθέτουσα αρχή. Μια τέτοια απόφαση βασίζεται σε οριστική δικαστική ή διοικητική απόφαση.

    Ωστόσο, στις καταστάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 106 παράγραφος 2, η αναθέτουσα αρχή παραπέμπει την υπόθεση στην επιτροπή που προβλέπεται στο άρθρο 108 προκειμένου να εξασφαλιστεί η κεντρική αξιολόγηση των καταστάσεων αυτών. Στις ανωτέρω περιπτώσεις, η αναθέτουσα αρχή αποφασίζει βάσει προκαταρκτικού νομικού χαρακτηρισμού, λαμβάνοντας υπόψη σύσταση της επιτροπής.

    Εάν η αναθέτουσα αρχή αποφασίσει να αποκλίνει από τη σύσταση της επιτροπής, αιτιολογεί την απόφασή της ενώπιον της επιτροπής.

    3.   Στις περιπτώσεις του άρθρου 107, η αναθέτουσα αρχή απορρίπτει τον οικονομικό φορέα από συγκεκριμένη διαδικασία.».

    13)

    Το άρθρο 106 αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

    «Άρθρο 106

    Κριτήρια αποκλεισμού και διοικητικές κυρώσεις

    1.   Η αναθέτουσα αρχή αποκλείει τη συμμετοχή οικονομικού φορέα σε διαδικασίες προμηθειών που διέπονται από τον παρόντα κανονισμό όταν:

    α)

    ο οικονομικός φορέας κηρύσσει χρεοκοπία, υπόκειται σε διαδικασία αφερεγγυότητας ή παύσης δραστηριοτήτων-, όταν τελεί υπό αναγκαστική διαχείριση από εκκαθαριστή ή από δικαστήριο, όταν είναι σε συμβιβασμό με τους πιστωτές, όταν έχουν ανασταλεί οι επιχειρηματικές του δραστηριότητες ή όταν βρίσκεται σε ανάλογη κατάσταση λόγω ανάλογης διαδικασίας προβλεπόμενης σε εθνικές νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις·

    β)

    έχει κριθεί με οριστική δικαστική ή διοικητική απόφαση ότι ο οικονομικός φορέας έχει αθετήσει τις υποχρεώσεις του όσον αφορά την καταβολή φόρων ή εισφορών κοινωνικής ασφάλισης σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένος, με αυτές της χώρας της αναθέτουσας αρχής ή της χώρας εκτέλεσης της σύμβασης·

    γ)

    έχει κριθεί με οριστική δικαστική ή διοικητική απόφαση ότι ο οικονομικός φορέας έχει διαπράξει σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα κατά παράβαση των εφαρμοστέων νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων ή προτύπων δεοντολογίας του επαγγελματικού κλάδου στον οποίο ανήκει ή έχει προβεί σε τυχόν επιζήμια συμπεριφορά που έχει αντίκτυπο στην επαγγελματική αξιοπιστία του όταν η συμπεριφορά αυτή υποδηλώνει πρόθεση διαπράξεως παραπτώματος ή βαρεία αμέλεια, και δη, μεταξύ άλλων, οποιαδήποτε από τα ακόλουθα:

    i)

    εκ δόλου ή εξ αμελείας παροχή ψευδών στοιχείων στο πλαίσιο της υποχρέωσης υποβολής των πληροφοριών που απαιτούνται για την εξακρίβωση της απουσίας των λόγων αποκλεισμού ή την εκπλήρωση των κριτηρίων επιλογής ή στο πλαίσιο της εκτέλεσης σύμβασης·

    ii)

    σύναψη συμφωνίας με άλλους οικονομικούς φορείς με σκοπό την στρέβλωση του ανταγωνισμού·

    iii)

    παραβίαση δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας·

    iv)

    απόπειρα επηρεασμού της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων της αναθέτουσας αρχής κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προμηθειών·

    v)

    απόπειρα να αποκτήσει εμπιστευτικές πληροφορίες που ενδέχεται να του αποφέρουν αθέμιτο πλεονέκτημα στη διαδικασία προμηθειών·

    δ)

    έχει κριθεί με οριστική δικαστική απόφαση ότι ο οικονομικός φορέας έχει διαπράξει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

    i)

    απάτη κατά την έννοια του άρθρου 1 της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία θεσπίσθηκε με την πράξη του Συμβουλίου της 26ης Ιουλίου 1995 (9)·

    ii)

    δωροδοκία, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 της Σύμβασης περί της καταπολέμησης της δωροδοκίας στην οποία ενέχονται υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θεσπίσθηκε με πράξη του Συμβουλίου της 26ης Μαΐου 1997 (10) και στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της απόφασης-πλαισίου αριθ. 2003/568/ΔΕΥ του Συμβουλίου (11), καθώς και δωροδοκία σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένη η αναθέτουσα αρχή, της χώρας στην οποία ο οικονομικός φορέας έχει την έδρα του ή της χώρας εκτέλεσης της σύμβασης·

    iii)

    συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 της απόφασης-πλαισίου αριθ. 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου (12)·

    iv)

    νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13)·

    v)

    τρομοκρατικά εγκλήματα ή εγκλήματα συνδεόμενα με τρομοκρατικές δραστηριότητες, όπως ορίζονται, αντιστοίχως, στα άρθρα 1 και 3 της απόφασης-πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου (14), ή ηθική αυτουργία, συνέργεια ή απόπειρα διάπραξης των ανωτέρω εγκλημάτων, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 αυτής·

    vi)

    παιδική εργασία ή άλλες μορφές εμπορίας ανθρώπων, σύμφωνα με το άρθρο 2 της οδηγίας 2011/36/EΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15)·

    ε)

    διαπιστώθηκαν σοβαρές παραλείψεις του οικονομικού φορέα όσον αφορά τη συμμόρφωσή του προς βασικές υποχρεώσεις κατά την εκτέλεση σύμβασης χρηματοδοτούμενης από τον προϋπολογισμό, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την πρόωρη καταγγελία της σύμβασης ή την εφαρμογή κατ' αποκοπήν αποζημιώσεων ή άλλων συμβατικών κυρώσεων ή που διαπιστώθηκε κατόπιν λογιστικών ή άλλων ελέγχων ή ερευνών από διατάκτη, την OLAF ή το Ελεγκτικό Συνέδριο·

    στ)

    έχει κριθεί με οριστική δικαστική ή διοικητική απόφαση ότι ο οικονομικός φορέας έχει διαπράξει παρατυπία κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2 του κανονισμού του Συμβουλίου (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 (16).

    2.   Σε περίπτωση απουσίας οριστικής δικαστικής ή, κατά περίπτωση, διοικητικής απόφασης στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία γ), δ) και στ) της παραγράφου 1, ή στην περίπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο ε) της παραγράφου 1, η αναθέτουσα αρχή αποκλείει οικονομικό φορέα με βάση τον προκαταρκτικό νομικό χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς που προβλέπεται στα εν λόγω στοιχεία, έχοντας υπόψη διαπιστωμένα πραγματικά περιστατικά ή άλλα πορίσματα που περιλαμβάνονται στη σύσταση της επιτροπής του άρθρου 108.

    Ο προκαταρκτικός χαρακτηρισμός που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο δεν προδικάζει την αξιολόγηση της συμπεριφοράς του εν λόγω οικονομικού φορέα από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Η αναθέτουσα αρχή επανεξετάζει την απόφασή της να αποκλείσει τον οικονομικό φορέα ή/και να του επιβάλει χρηματική ποινή αμέσως μετά την κοινοποίηση της οριστικής δικαστικής ή διοικητικής απόφασης. Όταν η διάρκεια του αποκλεισμού δεν προσδιορίζεται στην οριστική δικαστική ή τη διοικητική απόφαση, την προσδιορίζει η αναθέτουσα αρχή με βάση διαπιστωμένα πραγματικά περιστατικά και πορίσματα και έχοντας υπόψη τη σύσταση της επιτροπής του άρθρου 108.

    Εφόσον στην εν λόγω οριστική δικαστική ή διοικητική απόφαση διαπιστώνεται ότι ο οικονομικός φορέας δεν είναι υπαίτιος της συμπεριφοράς την οποία αφορούσε ο προκαταρκτικός νομικός χαρακτηρισμός, βάσει της οποίας αποκλείσθηκε, η αναθέτουσα αρχή θέτει αμέσως τέρμα στον αποκλεισμό ή/και επιστρέφει, ανάλογα με την περίπτωση, την επιβληθείσα χρηματική ποινή.

    Στα πραγματικά περιστατικά και τα πορίσματα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνονται ιδίως:

    α)

    τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώνονται στο πλαίσιο λογιστικών ελέγχων ή ερευνών που διενεργούνται από το Ελεγκτικό Συνέδριο, την OLAF ή την υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου ή στο πλαίσιο κάθε άλλης εξέτασης, λογιστικού ελέγχου ή επιθεώρησης που διενεργείται με ευθύνη του διατάκτη·

    β)

    μη οριστικές διοικητικές αποφάσεις οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν πειθαρχικά μέτρα που έλαβε η αρμόδια εποπτική αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την επαλήθευση της εφαρμογής των προτύπων επαγγελματικής δεοντολογίας·

    γ)

    οι αποφάσεις της ΕΚΤ, της ΕΤΕ, του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων ή διεθνών οργανισμών·

    δ)

    οι αποφάσεις της Επιτροπής σχετικά με την παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης ή αποφάσεις αρμόδιας εθνικής αρχής σχετικά με την παράβαση των ενωσιακού ή εθνικού δικαίου ανταγωνισμού.

    3.   Κάθε απόφαση της αναθέτουσας αρχής ειλημμένη δυνάμει των άρθρων 106 έως 108 ή, κατά περίπτωση, κάθε σύσταση της επιτροπής του άρθρου 108 συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τη σοβαρότητα της περίπτωσης, συμπεριλαμβανομένου του αντίκτυπου στα οικονομικά συμφέροντα και την εικόνα της Ένωσης, τον χρόνο που έχει παρέλθει από την προσαπτόμενη συμπεριφορά, τη διάρκεια και την επανάληψή της, την πρόθεση ή τον βαθμό αμέλειας, το περιορισμένο ποσόν που διακυβεύεται για το στοιχείο β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή τυχόν άλλες ελαφρυντικές περιστάσεις, όπως ο βαθμός συνεργασίας του οικονομικού φορέα με την οικεία αρμόδια αρχή και η συμβολή του στην έρευνα όπως αναγνωρίστηκε από την αναθέτουσα αρχή, ή η γνωστοποίηση της περίπτωσης αποκλεισμού μέσω της δήλωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 10 του παρόντος άρθρου.

    4.   Η αναθέτουσα αρχή αποκλείει τον οικονομικό φορέα σε περίπτωση που ένα πρόσωπο το οποίο είναι μέλος του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου του εν λόγω οικονομικού φορέα ή που έχει εξουσία εκπροσώπησης, λήψεως αποφάσεων ή ελέγχου αναφορικά με τον εν λόγω οικονομικό φορέα, εμπίπτει σε μία από τις αναφερόμενες στα στοιχεία γ) έως στ) της παραγράφου 1 περιπτώσεις. Η αναθέτουσα αρχή αποκλείει επίσης τον οικονομικό φορέα όταν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο αναλαμβάνει απεριόριστη ευθύνη για τα χρέη του εν λόγω οικονομικού φορέα εμπίπτει σε μία από τις αναφερόμενες στα στοιχεία α) ή β) της παραγράφου 1 περιπτώσεις.

    5.   Όταν ο προϋπολογισμός εκτελείται υπό καθεστώς έμμεσης διαχείρισης με τρίτες χώρες, η Επιτροπή δύναται, συνεκτιμώντας κατά περίπτωση τη σύσταση από την επιτροπή του άρθρου 108, να λαμβάνει απόφαση αποκλεισμού και/ή επιβολής χρηματικής ποινής σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου, εάν η τρίτη χώρα στην οποία έχουν ανατεθεί τα καθήκοντα σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο γ) δεν το έχει πράξει. Τούτο δεν θίγει την ευθύνη της τρίτης χώρας, δυνάμει του άρθρου 60 παράγραφος 3, να προλαμβάνει, να εντοπίζει, να διορθώνει και να γνωστοποιεί παρατυπίες και περιπτώσεις απάτης, να λαμβάνει απόφαση περί αποκλεισμού ή να επιβάλλει χρηματικές ποινές.

    6.   Στις περιπτώσεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, η αναθέτουσα αρχή δύναται να αποκλείσει οικονομικό φορέα προσωρινά χωρίς την προηγούμενη σύσταση από την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 108, εφόσον η συμμετοχή του σε διαδικασία προμηθειών θα συνιστούσε σοβαρή και άμεση απειλή για τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, η αναθέτουσα αρχή παραπέμπει αμέσως την υπόθεση στην επιτροπή και λαμβάνει οριστική απόφαση το αργότερο 14 ημέρες μετά την παραλαβή της σύστασης από την επιτροπή.

    7.   Η αναθέτουσα αρχή, λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, τη σύσταση της επιτροπής του άρθρου 108, δεν αποκλείει τη συμμετοχή οικονομικού φορέα σε διαδικασία προμηθειών εφόσον:

    α)

    ο οικονομικός φορέας έχει αποδείξει την αξιοπιστία του με τη λήψη των διορθωτικών μέτρων που προσδιορίζονται στο άρθρο 8 του παρόντος άρθρου. Τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση του στοιχείου δ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου·

    β)

    είναι απολύτως απαραίτητο να διασφαλισθεί η συνέχεια της υπηρεσίας για περιορισμένο χρονικό διάστημα και εν αναμονή της λήψεως των διορθωτικών μέτρων της παραγράφου 8·του παρόντος άρθρου·

    γ)

    ένας τέτοιος αποκλεισμός είναι δυσανάλογος σύμφωνα με τα κριτήρια της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

    Επιπροσθέτως, το στοιχείο α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αγοράς αγαθών υπό ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους, είτε από έναν προμηθευτή που παύει οριστικά τις εμπορικές του δραστηριότητες είτε από τον εκκαθαριστή στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας, συμβιβασμού με τους πιστωτές ή ανάλογης διαδικασίας βάσει του εθνικού δικαίου.

    Στις περιπτώσεις μη αποκλεισμού που αναφέρονται στο πρώτο και το δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η αναθέτουσα αρχή διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους δεν απέκλεισε τον οικονομικό φορέα και ενημερώνει σχετικά την επιτροπή του άρθρου 108.

    8.   Τα μέτρα της παραγράφου 7 για τη διόρθωση της κατάστασης αποκλεισμού περιλαμβάνουν ιδίως:

    α)

    μέτρα για να εντοπισθούν τα αίτια των περιπτώσεων που συνεπάγονται αποκλεισμό και συγκεκριμένα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα, καθώς και μέτρα σε επίπεδο προσωπικού εντός του οικείου τομέα δραστηριοτήτων του οικονομικού φορέα, κατάλληλα για την διόρθωση της συμπεριφοράς και την πρόληψη περαιτέρω περιστατικών·

    β)

    απόδειξη ότι ο οικονομικός φορέας έλαβε μέτρα για την αντιστάθμιση ή αποκατάσταση της ζημίας ή της βλάβης που προκάλεσαν στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης τα υποκείμενα περιστατικά που επέφεραν την κατάσταση αποκλεισμού·

    γ)

    απόδειξη ότι ο οικονομικός φορέας κατέβαλε την ποινή που επιβλήθηκε από αρμόδια αρχή ή τυχόν φόρους ή εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που αναφέρονται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1, ή ότι εγγυήθηκε την καταβολή τους.

    9.   Η αναθέτουσα αρχή, λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, την αναθεωρημένη σύσταση της επιτροπής του άρθρου 108, επανεξετάζει, χωρίς καθυστέρηση, την απόφασή της να αποκλείσει οικονομικό φορέα, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως του εν λόγω οικονομικού φορέα, εφόσον αυτός έχει λάβει επαρκή διορθωτικά μέτρα που αποδεικνύουν την αξιοπιστία του ή έχει παράσχει νέα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η περίπτωση αποκλεισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, δεν υφίσταται πλέον.

    10.   Ο υποψήφιος ή ο προσφέρων δηλώνει, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης συμμετοχής ή της προσφοράς, εάν εμπίπτει σε κάποια από τις περιπτώσεις που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή στο άρθρο 107 παράγραφος 1, και, κατά περίπτωση, εάν έχει λάβει διορθωτικά μέτρα που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου. Κατά περίπτωση, ο υποψήφιος ή ο προσφέρων παρέχει την ίδια δήλωση υπογεγραμμένη από οντότητα στην ικανότητα της οποίας προτίθεται να στηριχθεί. Ωστόσο, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να χορηγήσει απαλλαγή από αυτές τις απαιτήσεις για συμβάσεις πολύ χαμηλής αξίας όπως θα καθορίζονται στις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 210.

    11.   Οσάκις το ζητεί η αναθέτουσα αρχή και, εφόσον είναι απαραίτητο για τη διασφάλιση της ορθής διεξαγωγής της διαδικασίας, ο υποψήφιος ή ο προσφέρων καθώς και η οντότητα στην ικανότητα της οποίας προτίθεται να στηριχθεί ο υποψήφιος ή ο προσφέρων, παρέχουν:

    α)

    κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία ότι ο υποψήφιος, ο προσφέρων ή η οντότητα δεν εμπίπτει σε μία από τις περιπτώσεις αποκλεισμού που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

    β)

    πληροφορίες σχετικά με τα πρόσωπα που είναι μέλη του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου του υποψηφίου, του προσφέροντος ή της οντότητας ή έχουν εξουσία εκπροσώπησης, λήψεως αποφάσεων ή ελέγχου όσον αφορά στον εν λόγω υποψήφιο, προσφέροντα ή στην εν λόγω οντότητα και τις κατάλληλες αποδείξεις ότι ένα ή περισσότερα από τα εν λόγω πρόσωπα δεν εμπίπτουν σε καμία από τις περιπτώσεις αποκλεισμού που αναφέρονται στα στοιχεία γ) έως στ) της παραγράφου 1·

    γ)

    κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία ότι φυσικά ή νομικά πρόσωπα που αναλαμβάνουν απεριόριστη ευθύνη για τα χρέη του εν λόγω υποψηφίου, προσφέροντα ή της εν λόγω οντότητας δεν εμπίπτουν σε κάποια από τις περιπτώσεις αποκλεισμού που αναφέρονται στο στοιχείο α) ή β) της παραγράφου 1.

    12.   Η αναθέτουσα αρχή μπορεί επίσης να εφαρμόσει τις παραγράφους 1 έως 11 σε υπεργολάβο. Στην περίπτωση αυτή, η αναθέτουσα αρχή ζητεί από τον υποψήφιο ή προσφέροντα να αντικαταστήσει τον υπεργολάβο ή την οντότητα στην ικανότητα της οποίας ο υποψήφιος ή προσφέρων προτίθεται να στηριχθεί και που είναι σε κατάσταση αποκλεισμού.

    13.   Προκειμένου να εξασφαλισθεί αποτρεπτικό αποτέλεσμα, η αναθέτουσα αρχή δύναται, λαμβάνοντας υπόψη, εφόσον απαιτείται, τη σύσταση από την επιτροπή του άρθρου 108, να επιβάλει χρηματική ποινή στον οικονομικό φορέα ο οποίος έχει επιχειρήσει να αποκτήσει πρόσβαση σε πόρους της Ένωσης μέσω της συμμετοχής ή της αίτησης συμμετοχής του σε διαδικασία προμηθειών ενώ εμπίπτει, χωρίς να το έχει δηλώσει σύμφωνα με την παράγραφο 10 του παρόντος άρθρου, σε κάποια από τις παρακάτω περιπτώσεις αποκλεισμού:

    α)

    όσον αφορά τις περιπτώσεις των στοιχείων γ), δ), ε) και στ) της παραγράφου 1, του παρόντος άρθρου ως εναλλακτική λύση στην απόφαση αποκλεισμού του οικονομικού φορέα, εφόσον ο αποκλεισμός αυτός θα ήταν δυσανάλογος βάσει των κριτηρίων της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου·

    β)

    όσον αφορά τις περιπτώσεις των στοιχείων γ), δ) και ε) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, επιπροσθέτως του αποκλεισμού που είναι απαραίτητος για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, εφόσον ο οικονομικός φορέας έχει επιδείξει συστηματική και επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά με πρόθεση να αποκτήσει πόρους της Ένωσης με αθέμιτο τρόπο.

    Το ποσόν της χρηματικής ποινής αντιπροσωπεύει μεταξύ του 2 % και του 10 % της συνολικής αξίας της σύμβασης.

    14.   Η διάρκεια του αποκλεισμού δεν υπερβαίνει:

    α)

    την διάρκεια που τυχόν καθορίζεται στην οριστική δικαστική ή στη διοικητική απόφαση κράτους μέλους·

    β)

    την πενταετία για τις περιπτώσεις της παραγράφου 1 στοιχείο δ)·

    γ)

    την τριετία για τις περιπτώσεις της παραγράφου 1 στοιχεία γ), ε) και στ).

    Ο οικονομικός φορέας αποκλείεται εφόσον εμπίπτει σε κάποια από τις περιπτώσεις των στοιχείων α) και β) της παραγράφου 1.

    15.   H προθεσμία παραγραφής για τον αποκλεισμό οικονομικού φορέα ή/και για την επιβολή χρηματικών ποινών σε οικονομικό φορέα ανέρχεται σε πέντε έτη και υπολογίζεται με αφετηρία οποιαδήποτε από τις ακόλουθες ημερομηνίες:

    α)

    την ημερομηνία της συμπεριφοράς εκ της οποίας συνεπάγεται ο αποκλεισμός ή, σε περίπτωση συνεχιζόμενων ή επαναλαμβανόμενων πράξεων, την ημερομηνία διακοπής της συμπεριφοράς, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία β), γ), δ) και ε) του παρόντος άρθρου·

    β)

    την ημερομηνία της οριστικής απόφασης εθνικού δικαστηρίου ή της οριστικής διοικητικής απόφασης στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία β), γ) και δ) του παρόντος άρθρου.

    H προθεσμία παραγραφής διακόπτεται με πράξη της Επιτροπής, της OLAF, της επιτροπής του άρθρου 108 ή οιασδήποτε οντότητας συμμετέχει στην εκτέλεση του προϋπολογισμού, η οποία κοινοποιείται στον οικονομικό φορέα και σχετίζεται με τις έρευνες ή με τις δικαστικές διαδικασίες. Νέα προθεσμία παραγραφής αρχίζει να ισχύει την επομένη της διακοπής.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου στ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, για τον αποκλεισμό ενός οικονομικού φορέα ή/και για την επιβολή χρηματικών ποινών σε οικονομικό φορέα ισχύει η προθεσμία παραγραφής η οποία προβλέπεται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕK, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95.

    Όταν η συμπεριφορά του οικονομικού φορέα εμπίπτει σε διάφορες περιπτώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ισχύει η προθεσμία παραγραφής για την πλέον σοβαρή από αυτές τις περιπτώσεις.

    16.   Εφόσον απαιτείται η ενίσχυση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του αποκλεισμού και/ή της χρηματικής ποινής, η Επιτροπή δημοσιεύει στην ιστοσελίδα της στο διαδίκτυο, με την επιφύλαξη της απόφασης της αναθέτουσας αρχής, τις ακόλουθες πληροφορίες όσον αφορά τον αποκλεισμό και, κατά περίπτωση, τη χρηματική ποινή στις περιπτώσεις των στοιχείων γ), δ), ε) και στ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου:

    α)

    την ονομασία του εν λόγω οικονομικού φορέα,

    β)

    την περίπτωση αποκλεισμού κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου·

    γ)

    τη διάρκεια του αποκλεισμού και/ή το ποσόν της χρηματικής ποινής.

    Αφού ληφθεί η απόφαση σχετικά με τον αποκλεισμό ή/και την χρηματική ποινή, βάσει προκαταρκτικού χαρακτηρισμού, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η δημοσίευση αναφέρει ότι δεν υπάρχει οριστική δικαστική ή, αναλόγως, διοικητική απόφαση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι πληροφορίες σχετικά με τυχόν προσφυγές, το καθεστώς τους και την έκβασή τους, καθώς και οιαδήποτε αναθεωρημένη απόφαση της αναθέτουσας αρχής δημοσιεύονται χωρίς καθυστέρηση. Όταν έχει επιβληθεί χρηματική ποινή, η δημοσίευση αναφέρει επίσης εάν το ποσόν της χρηματικής ποινής έχει ήδη καταβληθεί.

    Η απόφαση δημοσίευσης των πληροφοριών λαμβάνεται από την αναθέτουσα αρχή είτε μετά τη σχετική οριστική δικαστική ή, αναλόγως, διοικητική απόφαση, είτε μετά τη σύσταση από την επιτροπή του άρθρου 108, ανάλογα με την περίπτωση. Η εν λόγω απόφαση αρχίζει να ισχύει μετά την παρέλευση τριμήνου από την κοινοποίησή της στον οικονομικό φορέα.

    Οι δημοσιευόμενες πληροφορίες αφαιρούνται μόλις λήξει ο αποκλεισμός. Στην περίπτωση χρηματικής ποινής, η δημοσίευση αφαιρείται μετά την παρέλευση εξαμήνου από την καταβολή της εν λόγω ποινής.

    Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001, όσον αφορά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, η αναθέτουσα αρχή ενημερώνει τον οικονομικό φορέα για τα δικαιώματά του σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες προστασίας των δεδομένων και για τις υπάρχουσες διαδικασίες άσκησης των εν λόγω δικαιωμάτων.

    17.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 16 του παρόντος άρθρου δεν δημοσιεύονται σε καμία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α)

    εφόσον κρίνεται απαραίτητο να διαφυλαχθεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας μιας έρευνας ή εθνικών δικαστικών διαδικασιών·

    β)

    στην περίπτωση που η δημοσίευση θα προκαλούσε δυσανάλογα μεγάλη ζημία στον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα ή θα ήταν κατ' άλλον τρόπο δυσανάλογη βάσει των κριτηρίων αναλογικότητας της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου καθώς και του ποσού της χρηματικής ποινής·

    γ)

    όταν αφορούν φυσικό πρόσωπο, εκτός εάν η δημοσίευση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατ' εξαίρεσιν δικαιολογείται, μεταξύ άλλων, από τη σοβαρότητα της συμπεριφοράς και τις συνέπειές της για τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, η απόφαση δημοσίευσης των πληροφοριών λαμβάνεται αφού συνεκτιμηθούν δεόντως το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και τα άλλα δικαιώματα που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

    18.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 210, σχετικά με λεπτομερείς κανόνες για το περιεχόμενο της δήλωσης της παραγράφου 10 του παρόντος άρθρου, για τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 11 του παρόντος άρθρου περί του ότι ένας οικονομικός φορέας δεν εμπίπτει σε καμία από τις περιπτώσεις αποκλεισμού, μεταξύ άλλων με αναφορά στο ευρωπαϊκό ενιαίο έγγραφο προμήθειας, όπως ορίζεται στο άρθρο 59 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, καθώς και για τις περιπτώσεις στις οποίες η αναθέτουσα αρχή μπορεί ή δεν μπορεί να απαιτεί την υποβολή της ανωτέρω δήλωσης ή των ανωτέρω αποδεικτικών στοιχείων.

    (9)  ΕΕ C 316 της 27.11.1995, σ. 48."

    (10)  ΕΕ C 195 της 25.6.1997, σ. 1."

    (11)  Απόφαση-πλαίσιο 2003/568/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, για την καταπολέμηση της δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα (ΕΕ L 192 της 31.7.2003, σ. 54)."

    (12)  Απόφαση-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2008, για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος (ΕΕ L 300 της 11.11.2008, σ. 42)."

    (13)  Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15)."

    (14)  Απόφαση-πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 164 της 22.6.2002, σ. 3)."

    (15)  Οδηγία 2011/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και για την προστασία των θυμάτων της, καθώς και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 101 της 15.4.2011, σ. 1)."

    (16)  Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312 της 23.12.1995, σ. 1).»."

    14)

    Το άρθρο 107 αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

    «Άρθρο 107

    Απόρριψη από μια δεδομένη διαδικασία προμηθειών

    1.   H αναθέτουσα αρχή δεν αναθέτει σύμβαση για δεδομένη διαδικασία προμηθειών σε οικονομικό φορέα ο οποίος:

    α)

    εμπίπτει σε κάποια από τις περιπτώσεις αποκλεισμού που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 106·

    β)

    έχει υποβάλει ψευδή στοιχεία στο πλαίσιο της παροχής των πληροφοριών που απαιτούνται ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή στη διαδικασία ή δεν έχει παράσχει αυτές τις πληροφορίες·

    γ)

    είχε προηγουμένως συμμετάσχει στη σύνταξη εγγράφων της σύμβασης, εφόσον αυτό συνεπάγεται ανεπανόρθωτη στρέβλωση του ανταγωνισμού.

    2.   Προτού λάβει απόφαση απόρριψης ενός οικονομικού φορέα από δεδομένη διαδικασία προμηθειών, η αναθέτουσα αρχή παρέχει στον οικονομικό φορέα την ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, εκτός εάν η απόρριψη έχει αιτιολογηθεί, σύμφωνα με το στοιχείο α) της παραγράφου 1, με απόφαση αποκλεισμού η οποία ελήφθη έναντι του οικονομικού φορέα, μετά από εξέταση των παρατηρήσεών του.

    3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 210, σχετικά με λεπτομερείς κανόνες για τα μέτρα που αποσκοπούν στην αποτροπή της στρέβλωσης του ανταγωνισμού και για τη δήλωση και τα αποδεικτικά στοιχεία ότι ένας οικονομικός φορέας δεν εμπίπτει σε καμία από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.».

    15)

    Το άρθρο 108 αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

    «Άρθρο 108

    Το σύστημα έγκαιρου εντοπισμού και αποκλεισμού

    1.   Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται στο πλαίσιο του συστήματος έγκαιρου εντοπισμού και αποκλεισμού που προβλέπεται στο άρθρο 105α του παρόντος κανονισμού συγκεντρώνονται σε βάση δεδομένων που δημιουργήθηκε από την Επιτροπή και κατά τη διαχείρισή τους τηρούνται πλήρως το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και τα λοιπά δικαιώματα που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 (“η βάση δεδομένων”).

    Οι πληροφορίες καταχωρούνται στη βάση δεδομένων από την αρμόδια αναθέτουσα αρχή στο πλαίσιο των εν εξελίξει διαδικασιών προμηθειών και των υπαρχουσών συμβάσεων μετά από σχετική κοινοποίηση προς τον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα. Η κοινοποίηση αυτή μπορεί να αναβληθεί, κατ' εξαίρεση, όταν υπάρχουν επιτακτικοί νόμιμοι λόγοι για τη διατήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα μιας έρευνας ή εθνικής δικαστικής διαδικασίας, έως ότου οι λόγοι αυτοί παύσουν να υφίστανται.

    Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001, κάθε οικονομικός φορέας που υπόκειται στο σύστημα έγκαιρου εντοπισμού και αποκλεισμού έχει το δικαίωμα να ενημερώνεται για τα δεδομένα που αποθηκεύονται στη βάση δεδομένων, κατόπιν αίτησης της προς την Επιτροπή.

    Οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην εν λόγω βάση δεδομένων επικαιροποιούνται, κατά περίπτωση, μετά από διόρθωση ή διαγραφή ή οιαδήποτε άλλη τροποποίηση των δεδομένων. Δημοσιεύονται μόνο σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφοι 16 και 17 του παρόντος κανονισμού.

    2.   Ο έγκαιρος εντοπισμός των κινδύνων που απειλούν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 105α παράγραφος 1 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού βασίζεται στη διαβίβαση πληροφοριών στην Επιτροπή από οποιονδήποτε από τους ακόλουθους φορείς:

    α)

    την OLAF σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17), όταν τρέχουσα έρευνα της OLAF καταδεικνύει ότι θα ήταν ενδεχομένως σκόπιμο να ληφθούν προληπτικά μέτρα για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, στο πλαίσιο των οποίων πρέπει να συνεκτιμώνται δεόντως ο σεβασμός των διαδικαστικών και θεμελιωδών δικαιωμάτων και η προστασία των καταγγελλόντων·

    β)

    διατάκτη της Επιτροπής ή ευρωπαϊκής υπηρεσίας συσταθείσας από την Επιτροπή ή εκτελεστικού οργανισμού, σε περιπτώσεις εικαζόμενου σοβαρού επαγγελματικού παραπτώματος, παρατυπίας, απάτης, δωροδοκίας ή σοβαρής παραβίασης της σύμβασης·

    γ)

    θεσμικό όργανο, ευρωπαϊκή υπηρεσία ή οργανισμό διαφορετικό από αυτά που αναφέρονται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου ή όργανο στις περιπτώσεις εικαζόμενου σοβαρού επαγγελματικού παραπτώματος, παρατυπίας, απάτης, δωροδοκίας ή σοβαρής παραβίασης της σύμβασης·

    δ)

    φορείς εκτέλεσης του προϋπολογισμού σύμφωνα με το άρθρο 59 του παρόντος κανονισμού, σε περιπτώσεις εντοπισμού απάτης ή/και παρατυπίας, όταν απαιτείται από ειδικούς τομεακούς κανόνες·

    ε)

    φορείς εκτέλεσης του προϋπολογισμού σύμφωνα με το άρθρο 60 του παρόντος κανονισμού, σε περιπτώσεις εντοπισμού απάτης και/ή παρατυπίας.

    3.   Εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες πρέπει να υποβληθούν πληροφορίες σύμφωνα με ειδικούς τομεακούς κανόνες, οι πληροφορίες που διαβιβάζονται δυνάμει της παραγράφου 2του παρόντος άρθρου περιλαμβάνουν:

    α)

    την ταυτοποίηση του εν λόγω οικονομικού φορέα,

    β)

    περίληψη των κινδύνων που εντοπίσθηκαν ή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών,

    γ)

    πληροφορίες που ενδεχομένως θα βοηθήσουν τον διατάκτη στη διεξαγωγή της επαλήθευσης σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου ή στη λήψη απόφασης περί αποκλεισμού σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 1 ή 2, ή στη λήψη απόφασης για την επιβολή χρηματικής ποινής σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 13,

    δ)

    κατά περίπτωση, τυχόν ειδικά μέτρα που είναι απαραίτητα για να διασφαλιστεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των διαβιβαζόμενων πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για τη διασφάλιση αποδεικτικών στοιχείων με σκοπό την προστασία της έρευνας ή της εθνικής δικαστικής διαδικασίας.

    4.   Η Επιτροπή διαβιβάζει αμελλητί τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου στους διατάκτες της καθώς και στους διατάκτες των εκτελεστικών οργανισμών της, σε όλα τα άλλα θεσμικά και λοιπά όργανα, τις ευρωπαϊκές υπηρεσίες και οργανισμούς, προκειμένου να τους δοθεί η δυνατότητα να διεξαγάγουν την απαιτούμενη επαλήθευση όσον αφορά τις εν εξελίξει διαδικασίες προμηθειών και τις υπάρχουσες συμβάσεις.

    Κατά τη διενέργεια της επαλήθευσης αυτής, ο διατάκτης ασκεί τις αρμοδιότητές του, όπως προβλέπεται στο άρθρο 66, και δεν υπερβαίνει τα προβλεπόμενα στους όρους και τις προϋποθέσεις των εγγράφων της σύμβασης και στις συμβατικές διατάξεις.

    Η περίοδος διατήρησης των πληροφοριών που διαβιβάζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου δεν υπερβαίνει το ένα έτος. Εάν, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, η αναθέτουσα αρχή απευθυνθεί στην επιτροπή με αίτημα να εκδώσει σύσταση σε υπόθεση αποκλεισμού, η περίοδος διατήρησης μπορεί να παραταθεί μέχρι τη στιγμή κατά την οποία η αναθέτουσα αρχή θα έχει λάβει απόφαση.

    5.   Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να λάβει απόφαση αποκλεισμού και/ή επιβολής χρηματικής ποινής, και απόφαση για τη δημοσίευση των σχετικών πληροφοριών, μόνο αφότου έχει λάβει σύσταση από την επιτροπή, όταν η εν λόγω απόφαση βασίζεται σε προκαταρκτικό χαρακτηρισμό όπως αναφέρεται στο άρθρο 106 παράγραφος 2.

    6.   Η επιτροπή συγκαλείται κατόπιν αιτήματος οιασδήποτε αναθέτουσας αρχής, όπως αναφέρεται στο άρθρο 117.

    7.   Η επιτροπή αποτελείται από:

    α)

    μόνιμο ανεξάρτητο πρόεδρο ανωτέρου επιπέδου,

    β)

    δύο εκπροσώπους της Επιτροπής ως ιδιοκτήτη του συστήματος, οι οποίοι θα διατυπώνουν κοινή θέση, και

    γ)

    έναν εκπρόσωπο της αιτούσας αναθέτουσα αρχή.

    Η σύνθεση της επιτροπής εξασφαλίζει την κατάλληλη νομική και τεχνική εμπειρογνωμοσύνη.

    Η επιτροπή επικουρείται από μόνιμη γραμματεία η οποία παρέχεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και εξασφαλίζει τη διαρκή διοικητική λειτουργία της επιτροπής.

    8.   Εφαρμόζεται η ακόλουθη διαδικασία ενώπιον της επιτροπής:

    α)

    η αιτούσα αναθέτουσα αρχή παραπέμπει την υπόθεση στην επιτροπή παρέχοντας τις αναγκαίες πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, τα πραγματικά περιστατικά και τα πορίσματα που αναφέρονται στο άρθρο 106 παράγραφος 2 και την φερόμενη ως περίπτωση αποκλεισμού·

    β)

    η επιτροπή ενημερώνει αμελλητί τον οικονομικό φορέα για τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά και τον προκαταρκτικό νομικό χαρακτηρισμό τους, τα οποία μπορούν να συνιστούν περίπτωση αποκλεισμού που αναφέρεται στα στοιχεία γ), δ), ε) και στ) του άρθρου 106 παράγραφος 1 και/ή ενδέχεται να οδηγήσουν σε επιβολή χρηματικής ποινής. Η επιτροπή ενημερώνει ταυτόχρονα τις λοιπές αναθέτουσες αρχές·

    γ)

    πριν από την έκδοση κάθε σύστασης, η επιτροπή παρέχει στον οικονομικό φορέα και στις ενημερωθείσες αναθέτουσες αρχές τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις. Ο οικονομικός φορέας και οι ενημερωθείσες αναθέτουσες αρχές έχουν τουλάχιστον 15 ημέρες στη διάθεσή τους για την υποβολή των παρατηρήσεων·

    δ)

    στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 106 παράγραφος 1 στοιχεία δ) και στ), η ενημέρωση που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου και η δυνατότητα που προβλέπεται στο στοιχείο γ) της παρούσας παραγράφου μπορούν κατ' εξαίρεση να αναβληθούν, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχουν επιτακτικοί νόμιμοι λόγοι για τη διαφύλαξη του εμπιστευτικού χαρακτήρα μιας έρευνας ή εθνικής δικαστικής διαδικασίας, έως ότου οι λόγοι αυτοί παύσουν να υφίστανται·

    ε)

    εάν το αίτημα της αναθέτουσας αρχής βασίζεται, μεταξύ άλλων, σε πληροφορίες παρεχόμενες από την OLAF, η OLAF συνεργάζεται με την επιτροπή σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013, συνεκτιμώντας δεόντως τον σεβασμό των διαδικαστικών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων και την προστασία των καταγγελλόντων·

    στ)

    η επιτροπή εκδίδει τη σύστασή της εντός 45 ημερών από την παραλαβή του αιτήματος της αναθέτουσας αρχής. Εάν η επιτροπή ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες από τον οικονομικό φορέα, η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά 15 ημέρες. Σε εξαιρετικές και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, η επιτροπή μπορεί να παρατείνει την προθεσμία έκδοσης της σύστασης κατά ένα ακόμη μήνα. Αν ο οικονομικός φορέας δεν υποβάλει τις παρατηρήσεις του ή δεν παρέχει τις ζητούμενες πληροφορίες εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, η επιτροπή μπορεί να προχωρήσει στην έκδοση της σύστασής της.

    9.   Η σύσταση της επιτροπής για τον αποκλεισμό και/ή την επιβολή χρηματικής ποινής περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, τα ακόλουθα στοιχεία:

    α)

    τα πραγματικά περιστατικά ή τα πορίσματα, που αναφέρονται στο άρθρο 106 παράγραφος 2, καθώς και τον προκαταρκτικό νομικό χαρακτηρισμό τους·

    β)

    εκτίμηση της ανάγκης επιβολής χρηματικής ποινής και του σχετικού ποσού·

    γ)

    εκτίμηση της ανάγκης αποκλεισμού του εν λόγω οικονομικού φορέα και, στην περίπτωση αυτή, της προτεινόμενης διάρκειας του αποκλεισμού·

    δ)

    εκτίμηση της ανάγκης δημοσίευσης των πληροφοριών που αφορούν τον οικονομικό φορέα στον οποίο έχει επιβληθεί αποκλεισμός και/ή χρηματική ποινή·

    ε)

    αξιολόγηση των διορθωτικών μέτρων που τυχόν ελήφθησαν από τον οικονομικό φορέα.

    Όταν η αναθέτουσα αρχή προτίθεται να λάβει αυστηρότερη απόφαση από αυτήν που έχει προταθεί από την επιτροπή, διασφαλίζει ότι μία τέτοια απόφαση λαμβάνεται με τη δέουσα τήρηση του δικαιώματος ακρόασης και των κανόνων προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

    10.   Η επιτροπή αναθεωρεί τη σύστασή της κατά τη διάρκεια της περιόδου αποκλεισμού κατόπιν αιτήματος της αναθέτουσας αρχής στις περιπτώσεις του άρθρου 106 παράγραφος 9 ή μετά την κοινοποίηση οριστικής δικαστικής ή διοικητικής απόφασης στην οποία καθορίζονται οι λόγοι αποκλεισμού όταν η εν λόγω απόφαση δεν ορίζει τη διάρκεια του αποκλεισμού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 106 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο.

    Η επιτροπή κοινοποιεί αμέσως την αναθεωρημένη σύσταση στην αιτούσα αναθέτουσα αρχή, η οποία εν συνεχεία επανεξετάζει την απόφασή της.

    11.   Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαθέτει απεριόριστη δικαιοδοσία για την επανεξέταση απόφασης με την οποία η αναθέτουσα αρχή αποκλείει έναν οικονομικό φορέα ή/και του επιβάλλει χρηματική ποινή, μεταξύ άλλων μειώνοντας ή αυξάνοντας τη διάρκεια του αποκλεισμού ή/και ακυρώνοντας, μειώνοντας ή αυξάνοντας την επιβληθείσα χρηματική ποινή.

    12.   Η Επιτροπή επιτρέπει την πρόσβαση όλων των φορέων που συμμετέχουν στην εκτέλεση του προϋπολογισμού σύμφωνα με το άρθρο 58 στις πληροφορίες που αφορούν αποφάσεις αποκλεισμού δυνάμει του άρθρου 106, ώστε να μπορούν να εξακριβώνουν αν υπάρχει αποκλεισμός στο σύστημα, με σκοπό να λαμβάνονται οι πληροφορίες αυτές υπόψη, κατά περίπτωση και με δική τους ευθύνη, κατά την ανάθεση συμβάσεων στο πλαίσιο της εκτέλεσης του προϋπολογισμού.

    13.   Στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο όπως προβλέπεται στο άρθρο 325 παράγραφος 5 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή παρέχει συγκεντρωτικές πληροφορίες για τις αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αναθέτουσες αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 105α έως 108 του παρόντος κανονισμού. Στην εν λόγω έκθεση παρέχονται επίσης περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τις αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αναθέτουσες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 7 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού και το άρθρο 106 παράγραφος 17 του παρόντος κανονισμού και με τις αποφάσεις της αναθετουσών αρχών να αποκλίνουν από τη σύσταση της επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 105α παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο του παρόντος κανονισμού.

    Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου παρέχονται με τη δέουσα συνεκτίμηση των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας και, ιδίως, δεν επιτρέπει την αναγνώριση του ενδιαφερόμενου οικονομικού φορέα.

    14.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 210, σχετικά με λεπτομερείς κανόνες για το ενωσιακό σύστημα προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, μεταξύ άλλων για τη βάση δεδομένων του και τις τυποποιημένες διαδικασίες, για την οργάνωση και τη σύνθεση της επιτροπής, για τον διορισμό και την ανεξαρτησία του προέδρου, και για την πρόληψη και διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων του προέδρου και των μελών της επιτροπής.

    (17)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).»."

    16)

    Το άρθρο 109 διαγράφεται.

    17)

    Το άρθρο 110 αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

    «Άρθρο 110

    Ανάθεση συμβάσεων

    1.   Οι συμβάσεις ανατίθενται βάσει των κριτηρίων ανάθεσης, υπό την προϋπόθεση ότι η αναθέτουσα αρχή έχει επαληθεύσει αν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

    α)

    η προσφορά ανταποκρίνεται στις ελάχιστες απαιτήσεις που καθορίζονται στα έγγραφα της σύμβασης·

    β)

    ο υποψήφιος ή ο προσφέρων δεν έχει αποκλεισθεί δυνάμει του άρθρου 106 ή απορριφθεί δυνάμει του άρθρου 107· και

    γ)

    ο υποψήφιος ή ο προσφέρων πληροί τα κριτήρια επιλογής που ορίζονται στα έγγραφα της σύμβασης και δεν βρίσκεται σε σύγκρουση συμφερόντων η οποία μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την εκτέλεση της σύμβασης.

    2.   Η αναθέτουσα αρχή εφαρμόζει τα κριτήρια επιλογής για την αξιολόγηση της ικανότητας του υποψηφίου ή του προσφέροντος. Τα κριτήρια επιλογής μπορούν να αφορούν μόνο τη νομική και κανονιστική ικανότητα για την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας, την οικονομική και χρηματοδοτική ικανότητα και την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα.

    3.   Η αναθέτουσα αρχή εφαρμόζει τα κριτήρια ανάθεσης για την αξιολόγηση των προσφορών.

    4.   Η αναθέτουσα αρχή βασίζει την ανάθεση συμβάσεων στην πιο συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, που συνίσταται σε μία από τις τρεις μεθόδους ανάθεσης: χαμηλότερη τιμή, χαμηλότερο κόστος ή καλύτερη αναλογία τιμής-ποιότητας.

    Για τη μέθοδο του χαμηλότερου κόστους, η αναθέτουσα αρχή χρησιμοποιεί μια προσέγγιση κόστους-αποδοτικότητας, συμπεριλαμβανομένης της κοστολόγησης κύκλου ζωής.

    Για την καλύτερη αναλογία τιμής-ποιότητας, η αναθέτουσα αρχή λαμβάνει υπόψη την τιμή ή το κόστος και άλλα ποιοτικά κριτήρια που συνδέονται με το αντικείμενο της σύμβασης.

    5.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 210, σχετικά με τη λεπτομερή πρόβλεψη των κριτηρίων επιλογής, των κριτηρίων ανάθεσης, συμπεριλαμβανομένων κριτηρίων ποιότητας και της πιο οικονομικά συμφέρουσας προσφοράς καθώς και των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση του κόστους κύκλου ζωής των αγορασθέντων. Στην Επιτροπή ανατίθεται επίσης η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 210, σχετικά με τα έγγραφα που αποδεικνύουν τη νομική ικανότητα, την οικονομική και χρηματοπιστωτική ικανότητα και την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα και σχετικά με λεπτομερείς κανόνες για τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς και τις ασυνήθιστα χαμηλές προσφορές.».

    18)

    Το άρθρο 111 αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

    «Άρθρο 111

    Υποβολή, ηλεκτρονική επικοινωνία και αξιολόγηση

    1.   Οι ρυθμίσεις υποβολής προσφορών εγγυώνται τον γνήσιο ανταγωνισμό και το απόρρητο του περιεχομένου των προσφορών έως την ταυτόχρονη αποσφράγισή τους.

    2.   Η Επιτροπή εξασφαλίζει με πρόσφορα μέσα και κατ' εφαρμογή του άρθρου 95 ότι οι προσφέροντες μπορούν να καταχωρίζουν το περιεχόμενο της προσφοράς και κάθε δικαιολογητικό στοιχείο σε ηλεκτρονική μορφή (ηλεκτρονικές δημόσιες συμβάσεις (e-procurement)), εκτός από δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις που προσδιορίζονται στις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 210. Κάθε σύστημα ηλεκτρονικής επικοινωνίας που χρησιμοποιείται για τη στήριξη των επικοινωνιών και των ανταλλαγών πληροφοριών δεν εισάγει διακρίσεις, είναι γενικά διαθέσιμο και διαλειτουργικό με τις τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών (ΤΠΕ) που χρησιμοποιούνται ευρέως και δεν περιορίζει την πρόσβαση των οικονομικών φορέων στη διαδικασία προμηθειών.

    Η Επιτροπή υποβάλλει τακτικές εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την πρόοδο της εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.

    3.   Εφόσον το κρίνει ενδεδειγμένο και αναλογικό, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να απαιτεί από τους προσφέροντες να καταθέτουν εκ των προτέρων εγγύηση, ώστε να έχει την εξασφάλιση ότι οι υποβληθείσες προσφορές δεν θα αποσυρθούν. H απαιτούμενη εγγύηση είναι ανάλογη προς την εκτιμώμενη αξία της σύμβασης και καθορίζεται σε ενδεδειγμένο επίπεδο, ούτως ώστε να αποτρέπονται διακρίσεις εις βάρος διαφόρων οικονομικών φορέων.

    4.   Η αναθέτουσα αρχή αποσφραγίζει όλες τις αιτήσεις συμμετοχής και τις προσφορές. Ωστόσο, απορρίπτει:

    α)

    τις αιτήσεις συμμετοχής και τις προσφορές που δεν τηρούν τις προθεσμίες παραλαβής χωρίς να τις αποσφραγίσει·

    β)

    τις προσφορές που λαμβάνονται ήδη αποσφραγισμένες χωρίς να εξετάσει το περιεχόμενό τους.

    5.   Η αναθέτουσα αρχή αξιολογεί όλες τις αιτήσεις συμμετοχής ή τις προσφορές που δεν απορρίφθηκαν κατά την εναρκτήρια φάση που ορίζεται στην παράγραφο 4, με βάση τα κριτήρια που προσδιορίζονται στα έγγραφα της σύμβασης με σκοπό την ανάθεση της σύμβασης ή τη διεξαγωγή ηλεκτρονικού πλειστηριασμού.

    6.   Οι αιτήσεις συμμετοχής και οι προσφορές που δεν πληρούν όλες τις ελάχιστες απαιτήσεις που καθορίζονται στα έγγραφα της σύμβασης απορρίπτονται.

    Εκτός από δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, η επιτροπή αξιολόγησης ή η αναθέτουσα αρχή ζητεί από τον υποψήφιο ή τον προσφέροντα να προσκομίσει πρόσθετα στοιχεία ή έγγραφα που λείπουν, να διευκρινίσει τα δικαιολογητικά έγγραφα σχετικά με τα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής, ή να εξηγήσει μια ασυνήθιστα χαμηλή προσφορά, εντός της προθεσμίας που η ίδια καθορίζει.

    7.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 210, σχετικά με λεπτομερείς κανόνες για τις προθεσμίες παραλαβής των προσφορών και των αιτήσεων συμμετοχής, την πρόσβαση στα έγγραφα της σύμβασης, τις προθεσμίες για την παροχή πρόσθετων πληροφοριών, τις προθεσμίες σε επείγουσες περιπτώσεις, καθώς και για τα μέσα επικοινωνίας για την υποβολή των προσφορών και των ηλεκτρονικών καταλόγων, τους λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τις τεχνικές και νομικές απαιτήσεις για τα ηλεκτρονικά συστήματα ανταλλαγών και σχετικά με την εξαίρεση από τη χρήση της ηλεκτρονικής υποβολής των προσφορών σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις. Επιπλέον, ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 210, σχετικά με λεπτομερείς κανόνες για τη δυνατότητα να απαιτείται εγγύηση προσφοράς και τις προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση και την αποδέσμευση της εγγύησης, την αποσφράγιση και την αξιολόγηση των προσφορών και των αιτήσεων συμμετοχής καθώς και τη σύσταση και τη σύνθεση των επιτροπών αποσφράγισης και αξιολόγησης προσφορών.».

    19)

    Το άρθρο 112 αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

    «Άρθρο 112

    Επαφές κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προμηθειών

    1.   Κατά τη διαδικασία προμηθειών, όλες οι επαφές μεταξύ αναθέτουσας αρχής και υποψηφίων ή προσφερόντων γίνονται υπό συνθήκες που εξασφαλίζουν τη διαφάνεια, την ίση μεταχείριση και την καλή διοίκηση, όπως ορίζεται στο άρθρο 96. Μετά τη λήξη της προθεσμίας για την παραλαβή των προσφορών, η αναθέτουσα αρχή έρχεται σε επαφή με τον προσφέροντα προκειμένου να διορθώσει προφανή λάθη εκ παραδρομής ή να ζητήσει επιβεβαίωση για ειδικό ή τεχνικό στοιχείο, εκτός από δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις. Οι εν λόγω επαφές καθώς και τυχόν άλλες επαφές δεν μπορούν να επιφέρουν αλλαγές στα έγγραφα της σύμβασης ή ουσιαστικές αλλαγές των όρων της υποβληθείσας προσφοράς, εκτός αν κάποια διαδικασία προμηθειών που ορίζεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 επιτρέπει ειδικά τις εν λόγω δυνατότητες.

    2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 210, σχετικά με λεπτομερείς κανόνες για τις επιτρεπόμενες και τις απαιτούμενες επαφές μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και των υποψηφίων ή των προσφερόντων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προμηθειών.».

    20)

    Το άρθρο 113 αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

    «Άρθρο 113

    Απόφαση ανάθεσης και ενημέρωση των υποψηφίων ή των προσφερόντων

    1.   Ο αρμόδιος διατάκτης αποφασίζει σε ποιον θα ανατεθεί η σύμβαση, σύμφωνα με τα κριτήρια επιλογής και ανάθεσης που ορίζονται στα έγγραφα της σύμβασης.

    2.   Η αναθέτουσα αρχή γνωστοποιεί σε όλους τους υποψηφίους ή προσφέροντες τους λόγους απόρριψης της υποψηφιότητας ή της προσφοράς τους καθώς και τη διάρκεια της περιόδου αναμονής που αναφέρεται στο άρθρο 118 παράγραφος 2.

    Για την ανάθεση ειδικών συμβάσεων δυνάμει σύμβασης-πλαισίου με εκ νέου διεξαγωγή διαγωνισμού, η αναθέτουσα αρχή ενημερώνει τους προσφέροντες σχετικά με το αποτέλεσμα της αξιολόγησης.

    3.   Η αναθέτουσα αρχή ενημερώνει κάθε προσφέροντα που δεν βρίσκεται σε κατάσταση αποκλεισμού, του οποίου η προσφορά είναι σύμφωνη με τα έγγραφα της σύμβασης και ο οποίος υποβάλλει εγγράφως αίτημα να ενημερωθεί για οποιοδήποτε από τα ακόλουθα στοιχεία:

    α)

    το ονοματεπώνυμο του προσφέροντα, ή των προσφερόντων στην περίπτωση σύμβασης-πλαισίου, στον οποίο έχει ανατεθεί η σύμβαση και, εκτός από την περίπτωση ειδικής σύμβασης δυνάμει σύμβασης-πλαισίου με εκ νέου διεξαγωγή διαγωνισμού, τα χαρακτηριστικά και τα σχετικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς, το αντίτιμο που κατεβλήθη ή την αξία της σύμβασης, ανάλογα με την περίπτωση·

    β)

    την πρόοδο των διαπραγματεύσεων και του διαλόγου με τους προσφέροντες.

    Η αναθέτουσα αρχή μπορεί, ωστόσο, να αποφασίσει να μην αποκαλύψει ορισμένες πληροφορίες, εάν η δημοσιοποίησή τους θα εμπόδιζε την επιβολή της νομοθεσίας, θα ήταν αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον ή θα έβλαπτε τα νόμιμα εμπορικά συμφέροντα οικονομικών φορέων ή τον θεμιτό ανταγωνισμό μεταξύ τους.

    4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 210, όσον αφορά λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τις απαιτήσεις για την έκθεση αξιολόγησης και την απόφαση ανάθεσης της σύμβασης και το περιεχόμενό τους, και σχετικά με την ενημέρωση των υποψηφίων και των προσφερόντων.».

    21)

    Το άρθρο 114 αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

    «Άρθρο 114

    Ακύρωση της διαδικασίας προμηθειών

    Η αναθέτουσα αρχή μπορεί, πριν την υπογραφή της σύμβασης, να ακυρώσει τη διαδικασία προμηθειών, χωρίς δυνατότητα των υποψηφίων ή των προσφερόντων να διεκδικήσουν οποιαδήποτε αποζημίωση.

    Η σχετική απόφαση είναι αιτιολογημένη και να γνωστοποιείται στους υποψηφίους ή τους προσφέροντες το ταχύτερο δυνατόν.».

    22)

    Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο

    «Άρθρο 114α

    Εκτέλεση και τροποποιήσεις της σύμβασης

    1.   Η εκτέλεση της σύμβασης δεν αρχίζει πριν από την υπογραφή της.

    2.   Η αναθέτουσα αρχή δύναται να τροποποιήσει τη σύμβαση ή τη σύμβαση-πλαίσιο χωρίς διαδικασία προμηθειών μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3 και υπό την προϋπόθεση ότι η τροποποίηση δεν μεταβάλλει το αντικείμενο της σύμβασης ή της σύμβασης-πλαισίου.

    3.   Μία σύμβαση ή ειδική σύμβαση υπό σύμβαση-πλαίσιο μπορεί να τροποποιηθεί χωρίς νέα διαδικασία προμηθειών σε οιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α)

    για πρόσθετα έργα, αγαθά ή υπηρεσίες του αρχικού εργολάβου που έχουν καταστεί αναγκαία και δεν περιλαμβάνονταν στην αρχική σύμβαση προμηθειών και εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)

    δεν μπορεί να γίνει αλλαγή εργολάβου για τεχνικούς λόγους που αφορούν τις απαιτήσεις εναλλαξιμότητας ή διαλειτουργικότητας με τον εξοπλισμό, τις υπηρεσίες ή τις εγκαταστάσεις που υπάρχουν,

    ii)

    η αλλαγή εργολάβου θα συνεπαγόταν ουσιαστικά διπλές δαπάνες για την αναθέτουσα αρχή, και

    iii)

    οιαδήποτε αύξηση της τιμής, συμπεριλαμβανομένης της καθαρής σωρευτικής αξίας των διαδοχικών τροποποιήσεων, δεν υπερβαίνει το 50 % της αρχικής αξίας της σύμβασης·

    β)

    όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)

    η ανάγκη τροποποίησης προέκυψε λόγω περιστάσεων που δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν από μια επιμελή αναθέτουσα αρχή, και

    ii)

    οιαδήποτε αύξηση της τιμής δεν υπερβαίνει το 50 % της αρχικής αξίας της σύμβασης·

    γ)

    όταν η αξία της τροποποίησης είναι κατώτερη των ακόλουθων ορίων:

    i)

    των κατώτατων ορίων που αναφέρονται στο άρθρο 118 παράγραφος 1 και των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που εκδίδονται βάσει του άρθρου 190 παράγραφος 2 στον τομέα των εξωτερικών δράσεων και ισχύουν τη στιγμή της τροποποίησης, και

    ii)

    του 10 % της αρχικής αξίας της σύμβασης όσον αφορά τις συμβάσεις δημόσιων υπηρεσιών και αγαθών και τις συμβάσεις παραχώρησης έργων ή υπηρεσιών και του 15 % της αρχικής αξίας της σύμβασης όσον αφορά τις συμβάσεις δημοσίων έργων·

    δ)

    όταν οι ελάχιστες απαιτήσεις της αρχικής διαδικασίας προμηθειών δεν αλλάζουν. Στην περίπτωση αυτή, κάθε επακόλουθη μεταβολή της αξίας είναι σύμφωνη με τους όρους του στοιχείου γ) του παρόντος εδαφίου, εκτός αν τέτοια μεταβολή της αξίας απορρέει από την αυστηρή εφαρμογή των εγγράφων της σύμβασης ή των συμβατικών διατάξεων.

    Τα στοιχεία α), γ) και δ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου μπορούν επίσης να εφαρμόζονται στις συμβάσεις-πλαίσιο.

    Στην αρχική αξία της σύμβασης δεν λαμβάνονται υπόψη οι αναθεωρήσεις των τιμών.

    H καθαρή σωρευτική αξία διαφόρων διαδοχικών τροποποιήσεων σύμφωνα με το στοιχείο γ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου δεν υπερβαίνει τα κατώτατα όρια που αναφέρονται σε αυτό.

    H αναθέτουσα αρχή εφαρμόζει τα εκ των υστέρων μέτρα δημοσιότητας που ορίζονται στο άρθρο 103.».

    23)

    Τα άρθρα 115 έως 120 αντικαθίστανται από τα ακόλουθα:

    «Άρθρο 115

    Εγγυήσεις

    1.   Εκτός από την περίπτωση συμβάσεων χαμηλής αξίας, η αναθέτουσα αρχή μπορεί, εφόσον το κρίνει σκόπιμο και αναλογικό, κατά περίπτωση και βάσει ανάλυσης κινδύνου, να απαιτεί από τους αντισυμβαλλόμενους να καταθέτουν εγγύηση με σκοπό:

    α)

    τον περιορισμό των οικονομικών κινδύνων που συνδέονται με την καταβολή των προχρηματοδοτήσεων·

    β)

    τη διασφάλιση της τήρησης ουσιωδών συμβατικών υποχρεώσεων στην περίπτωση έργων, αγαθών ή πολύπλοκων υπηρεσιών·

    γ)

    τη διασφάλιση της πλήρους εκτέλεσης της σύμβασης κατά τη διάρκεια της περιόδου ευθύνης που προβλέπει η σύμβαση.

    2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 210, σχετικά με λεπτομερείς κανόνες όσον αφορά τα είδη των εγγυήσεων που μπορούν να απαιτούνται από τους αντισυμβαλλόμενους, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων της ανάλυσης κινδύνου, και το μέγιστο ποσό για κάθε είδος εγγύησης ως ποσοστό της συνολικής αξίας της σύμβασης.

    Άρθρα 116

    Ουσιώδη σφάλματα, παρατυπίες ή απάτη

    1.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως “ουσιώδες σφάλμα” νοείται οποιαδήποτε παραβίαση συμβατικής διάταξης η οποία είναι αποτέλεσμα πράξης ή παράλειψης και προκαλεί ή θα μπορούσε να προκαλέσει ζημία εις βάρος του προϋπολογισμού.

    2.   Οσάκις αποδεικνύεται ότι η διαδικασία εμφανίζει ουσιώδη σφάλματα, παρατυπίες ή απάτη, η αναθέτουσα αρχή την αναστέλλει και μπορεί να λάβει κάθε αναγκαίο μέτρο, περιλαμβανόμενης της ακύρωσης της διαδικασίας.

    3.   Οσάκις, μετά την υπογραφή της σύμβασης, αποδεικνύεται ότι η διαδικασία ή η εκτέλεση της σύμβασης εμφάνισε ουσιώδη σφάλματα, παρατυπίες ή απάτη, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να αναστείλει την εκτέλεση της σύμβασης ή, εφόσον συντρέχει λόγος, να την καταγγείλει.

    Η εκτέλεση των συμβάσεων μπορεί επίσης να ανασταλεί προκειμένου να επαληθευθεί η ύπαρξη των εικαζόμενων ουσιωδών σφαλμάτων, παρατυπιών ή απάτης.

    Όταν τα ουσιώδη σφάλματα, οι παρατυπίες ή η απάτη καταλογίζονται στον αντισυμβαλλόμενο, η αναθέτουσα αρχή μπορεί επιπλέον να αρνηθεί την πληρωμή ή να ανακτήσει τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά, σε βαθμό ανάλογο με τη σοβαρότητα των εν λόγω ουσιωδών σφαλμάτων, των παρατυπιών ή της απάτης.

    4.   Η OLAF ασκεί την αρμοδιότητα η οποία έχει ανατεθεί στην Επιτροπή με τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου (18), για την πραγματοποίηση επιτόπιων εξακριβώσεων και ελέγχων στα κράτη μέλη και, σύμφωνα με τις ισχύουσες συμφωνίες συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής, σε τρίτες χώρες και σε εγκαταστάσεις διεθνών οργανισμών.

    5.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 210, σχετικά με λεπτομερείς κανόνες για την αναστολή εκτέλεσης σύμβασης σε περίπτωση ουσιωδών σφαλμάτων, παρατυπιών ή απάτης.

    Άρθρο 117

    Η αναθέτουσα αρχή

    1.   Τα θεσμικά όργανα κατά την έννοια του άρθρου 2, οι εκτελεστικοί οργανισμοί ή οργανισμοί κατά την έννοια των άρθρων 208 και 209 θεωρούνται ως αναθέτουσες αρχές για τις συμβάσεις που αναθέτουν για ίδιο λογαριασμό, εκτός αν πρόκειται για αγορά από κεντρική αρχή αγορών. Οι υπηρεσίες των εν λόγω θεσμικών οργάνων δεν θεωρούνται ως αναθέτουσες αρχές όταν συνάπτουν διοικητικούς διακανονισμούς μεταξύ τους.

    Τα εν λόγω θεσμικά όργανα μπορούν να αναθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 65, τις εξουσίες που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων της αναθέτουσας αρχής.

    2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 210, σχετικά με λεπτομερείς κανόνες για την ανάθεση των καθηκόντων της αναθέτουσας αρχής και για τις κεντρικές αρχές αγορών.

    Άρθρο 118

    Εφαρμοστέα κατώτατα όρια και περίοδος αναμονής

    1.   Για την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων και συμβάσεων παραχώρησης, η αναθέτουσα αρχή τηρεί τα κατώτατα όρια που προβλέπονται στα στοιχεία α) και β) του άρθρου 4 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ κατά την επιλογή διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού. Τα εν λόγω κατώτατα όρια καθορίζουν τα μέτρα δημοσιότητας που ορίζονται στο άρθρο 103 παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος κανονισμού.

    2.   Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων και των όρων που προσδιορίζονται στις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, όταν οι συμβάσεις η αξία των οποίων υπερβαίνει τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η αναθέτουσα αρχή δεν υπογράφει τη σύμβαση ή τη σύμβαση-πλαίσιο με τον επιτυχόντα προσφέροντα πριν από την παρέλευση περιόδου αναμονής.

    3.   Η περίοδος αναμονής έχει διάρκεια 10 ημερών εάν χρησιμοποιούνται ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας, και 15 ημερών εάν χρησιμοποιούνται άλλα μέσα.

    4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 210, σχετικά με λεπτομερείς κανόνες για τις χωριστές συμβάσεις και τις συμβάσεις κατά παρτίδες, την εκτίμηση της αξίας των δημοσίων συμβάσεων και των συμβάσεων παραχώρησης και την περίοδο αναμονής πριν από την υπογραφή της σύμβασης.

    Άρθρο 119

    Κανόνες σχετικά με την πρόσβαση σε προμήθειες

    Η συμμετοχή σε διαδικασίες προμηθειών είναι ανοικτή επί ίσοις όροις σε όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα εντός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών και σε όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που είναι εγκατεστημένα σε τρίτη χώρα η οποία έχει συνάψει ειδική συμφωνία με την Ένωση στον τομέα των δημόσιων προμηθειών, υπό τους όρους που προβλέπονται στην εν λόγω συμφωνία. Είναι επίσης ανοικτή στους διεθνείς οργανισμούς.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 210, σχετικά με λεπτομερείς κανόνες για τα αποδεικτικά στοιχεία που πρέπει να παρέχονται σε σχέση με την πρόσβαση σε προμήθειες.

    Άρθρο 120

    Κανόνες περί προμηθειών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου

    Στην περίπτωση εφαρμογής της πολυμερούς συμφωνίας περί δημοσίων συμβάσεων προμηθειών η οποία έχει συναφθεί στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, η διαδικασία προμηθειών είναι επίσης ανοικτή σε οικονομικούς φορείς εγκατεστημένους στα κράτη που έχουν επικυρώσει την εν λόγω συμφωνία, υπό τους όρους που προβλέπονται στη συμφωνία αυτή.

    (18)  Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2).»."

    24)

    Το άρθρο 131 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «4.   Το άρθρο 105α, οι παράγραφοι 1 έως 4, 6 και 7 εκτός από το πρώτο εδάφιο στοιχείο β) και το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου αυτής, οι παράγραφοι 8, 9, 11 και 13 έως 17 του άρθρου 106 και το άρθρο 108 εφαρμόζονται στους αιτούντες επιδότηση και τους σχετικούς δικαιούχους. Το άρθρο 107 εφαρμόζεται στους αιτούντες Οι αιτούντες δηλώνουν αν εμπίπτουν σε μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 106 παράγραφος 1 ή του άρθρου 107 και, κατά περίπτωση, αν έχουν λάβει διορθωτικά μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 7 στοιχείο α).

    Κατά τη διενέργεια της απαραίτητης επαλήθευσης όσον αφορά τις εν εξελίξει διαδικασίες επιδότησης και τις ισχύουσες συμφωνίες σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 4, ο διατάκτης βεβαιώνεται ότι ο αιτών ή ο δικαιούχος είχε την ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις του πριν λάβει μέτρο το οποίο βλάπτει τα δικαιώματά του.»·

    β)

    η παράγραφος 5 απαλείφεται·

    γ)

    η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «6.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 210, σχετικά με λεπτομερείς κανόνες που αφορούν τις διευθετήσεις για τις αιτήσεις επιδότησης, τις αποδείξεις περί μη αποκλεισμού, τους αιτούντες χωρίς νομική προσωπικότητα, τα νομικά πρόσωπα που συναπαρτίζουν έναν αιτούντα, τα κριτήρια επιλεξιμότητας και τις επιδοτήσεις μικρού ύψους.».

    25)

    Στο άρθρο 138 παράγραφος 2, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

    «Οι κανόνες του διαγωνισμού καθορίζουν, τουλάχιστον, τους όρους συμμετοχής, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων αποκλεισμού, τα κριτήρια χορήγησης, το ποσό του επάθλου και τις διευθετήσεις καταβολής. Το άρθρο 105α, οι παράγραφοι 1 έως 4, 6 και 7, εκτός από το πρώτο εδάφιο στοιχείο β) και το δεύτερο εδάφιο της εν λόγω παραγράφου, οι παράγραφοι 8, 9, 11 και 13 έως 17 του άρθρου 106 και το άρθρο 108 εφαρμόζονται στους συμμετέχοντες και τους βραβευόμενους. Το άρθρο 107 εφαρμόζεται στους συμμετέχοντες.».

    26)

    Στο άρθρο 139, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

    «5α.   Το άρθρο 105α, η παράγραφος 1 στοιχεία ε) και στ) της εν λόγω παραγράφου, οι παράγραφοι 2 έως 4, 6 έως 9 και 13 έως 17 του άρθρου 106 και τα άρθρα 107 και 108 εφαρμόζονται στους ειδικούς επενδυτικούς φορείς ή στους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Οι τελικοί αποδέκτες παρέχουν στους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς υπογεγραμμένη υπεύθυνη δήλωση ότι δεν εμπίπτουν σε καμία από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α), β), γ) και δ) του άρθρου 106 παράγραφος 1 ή στα στοιχεία β) και γ) του άρθρου 107 παράγραφος 1.».

    27)

    Στο άρθρο 163, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1.   Το Ελεγκτικό Συνέδριο διαβιβάζει στο οικείο όργανο ή οργανισμό κάθε παρατήρηση που κατά τη γνώμη του πρέπει να παρουσιάζεται σε ειδική έκθεση. Οι παρατηρήσεις αυτές παραμένουν εμπιστευτικές και υπόκεινται στη διαδικασία εκατέρωθεν ακρόασης.

    Το οικείο όργανο ή οργανισμός διαθέτει κατά κανόνα προθεσμία έξι εβδομάδων από τη διαβίβαση των παρατηρήσεων για να κοινοποιήσει στο Ελεγκτικό Συνέδριο τις ενδεχόμενες απαντήσεις του σχετικά με τις εν λόγω παρατηρήσεις. Η προθεσμία αυτή αναστέλλεται, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, ιδίως όταν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκατέρωθεν ακρόασης, είναι απαραίτητη η ενημέρωση του οργάνου ή του οργανισμού από τα κράτη μέλη προκειμένου να δώσει οριστική απάντηση.

    Οι απαντήσεις του οικείου οργάνου ή οργανισμού αναφέρονται άμεσα και αποκλειστικά στις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

    Το Ελεγκτικό Συνέδριο εξασφαλίζει ότι οι ειδικές εκθέσεις καταρτίζονται και εγκρίνονται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, το οποίο δεν υπερβαίνει, κατά κανόνα, τους 13 μήνες.

    Οι ειδικές εκθέσεις, συνοδευόμενες από τις απαντήσεις των οικείων οργάνων ή οργανισμών, διαβιβάζονται αμελλητί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, καθένα από τα οποία αποφασίζει, ενδεχομένως σε συνεργασία με την Επιτροπή, σχετικά με τη συνέχεια που θα τους δοθεί.

    Το Ελεγκτικό Συνέδριο λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε οι απαντήσεις των οικείων οργάνων ή οργανισμών στις παρατηρήσεις του καθώς και το χρονοδιάγραμμα για την κατάρτιση της ειδικής έκθεσης να δημοσιεύονται μαζί με την ειδική έκθεση.».

    28)

    Το άρθρο 166 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 166

    Μέτρα παρακολούθησης

    1.   Σύμφωνα με το άρθρο 319 ΣΛΕΕ και το άρθρο 106α της Συνθήκης Ευρατόμ, η Επιτροπή, τα λοιπά όργανα και οι οργανισμοί που αναφέρονται στα άρθρα 208 και 209 του παρόντος κανονισμού καταβάλλουν κάθε προσπάθεια ώστε να δώσουν συνέχεια στις παρατηρήσεις που συνοδεύουν την απόφαση περί απαλλαγής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καθώς και στα σχόλια που συνοδεύουν τη σύσταση περί απαλλαγής που εγκρίνεται από το Συμβούλιο.

    2.   Κατ' αίτηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, τα όργανα και οι οργανισμοί που αναφέρονται στην παράγραφο 1 συντάσσουν έκθεση σχετικά με τα μέτρα που έλαβαν ως συνέχεια αυτών των παρατηρήσεων και σχολίων, και ιδίως σχετικά με τις οδηγίες που έδωσαν στις υπηρεσίες τους οι οποίες είναι αρμόδιες για την εκτέλεση του προϋπολογισμού. Τα κράτη μέλη συνεργάζονται με την Επιτροπή και την ενημερώνουν για τα μέτρα που έλαβαν για να δώσουν συνέχεια σε αυτές τις παρατηρήσεις, ούτως ώστε να τα λάβει υπόψη της η Επιτροπή στη δική της έκθεση. Οι εκθέσεις των οργάνων διαβιβάζονται επίσης στο Ελεγκτικό Συνέδριο.».

    29)

    Στο άρθρο 183 παράγραφος 4, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

    «4.   Κατά τη συμμετοχή σε διαδικασίες επιδότησης ή προμηθειών σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, το ΚΚΕρ δεν υπόκειται στους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 105α, στο άρθρο 106, στο άρθρο 107 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), στο άρθρο 108 και στο άρθρο 131 παράγραφος 4, όσον αφορά τις διατάξεις σχετικά με τον αποκλεισμό και τις ποινές σε σχέση με προμήθειες και επιδοτήσεις.».

    30)

    Το άρθρο 190 αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

    α)

    η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

    «2.   Οι διατάξεις του μέρους Ι τίτλος V κεφάλαιο 1 οι οποίες αναφέρονται στις γενικές διατάξεις περί προμηθειών εφαρμόζονται στις συμβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα τίτλο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων σχετικά με τα κατώτατα όρια και τις λεπτομέρειες ανάθεσης των εξωτερικών συμβάσεων που ορίζονται στις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις οι οποίες εκδίδονται κατ' εφαρμογήν του παρόντος κανονισμού. Τα άρθρα 117 και 120 δεν εφαρμόζονται στις προμήθειες που καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο.

    Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται:

    α)

    σε προμήθειες όπου η Επιτροπή δεν αναθέτει συμβάσεις για ίδιο λογαριασμό·

    β)

    σε προμήθειες που συνάπτονται από φορείς ή πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται δυνάμει του άρθρου 58 παράγραφος 1 στοιχείο γ), όπου προβλέπεται στη συμφωνία χρηματοδότησης που αναφέρεται στο άρθρο 189.»·

    β)

    η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

    «4.   Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν εφαρμόζονται σε δράσεις που προβλέπονται από τομεακές βασικές πράξεις οι οποίες αφορούν την παροχή βοήθειας για τη διαχείριση ανθρωπιστικών κρίσεων, τις επιχειρήσεις πολιτικής προστασίας και τις επιχειρήσεις ανθρωπιστικής βοήθειας.».

    31)

    Το άρθρο 191 αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

    «Άρθρο 191

    Κανόνες σχετικά με την πρόσβαση σε προμήθειες

    1.   Η συμμετοχή σε διαδικασίες προμηθειών είναι ανοικτή επί ίσοις όροις σε όλα τα πρόσωπα εντός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών καθώς και σε κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο σύμφωνα με τις συγκεκριμένες διατάξεις οι οποίες προβλέπονται στις βασικές πράξεις που διέπουν τον εκάστοτε τομέα συνεργασίας. Είναι επίσης ανοικτή στους διεθνείς οργανισμούς.

    2.   Στις περιπτώσεις του άρθρου 54 παράγραφος 2, είναι δυνατόν να επιτραπεί, σε εξαιρετικές περιστάσεις και με τη δέουσα αιτιολόγηση από μέρους του αρμοδίου διατάκτη, η συμμετοχή σε προσκλήσεις υποβολής προσφορών υπηκόων τρίτων χωρών εκτός από εκείνους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

    3.   Όταν εφαρμόζεται συμφωνία σχετικά με το άνοιγμα των αγορών προμηθειών αγαθών και υπηρεσιών, στην οποία συμμετέχει η Ένωση, οι διαδικασίες προμηθειών για συμβάσεις που χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό είναι επίσης ανοικτές σε φυσικά και νομικά πρόσωπα εγκατεστημένα σε τρίτη χώρα, εκτός από εκείνα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, υπό τους όρους που ορίζονται στην εν λόγω συμφωνία.

    4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 210, σχετικά με λεπτομερείς κανόνες για την πρόσβαση σε διαδικασίες προμηθειών.».

    32)

    Στο άρθρο 204 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

    «Οι εμπειρογνώμονες διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 105α, των παραγράφων 1 έως 3 και 7, εκτός από το πρώτο εδάφιο στοιχείο β) και το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου αυτής, των παραγράφων 8 έως 10, της παραγράφου 11 στοιχείο α) και των παραγράφων 13 έως 17 του άρθρου 106 καθώς και των άρθρων 107 και 108.».

    33)

    Το άρθρο 209 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    τα τέσσερα πρώτα εδάφια γίνονται η παράγραφος 1·

    β)

    προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

    «2.   Ισχύουν οι παράγραφοι 2 έως 4 του άρθρου 208.».

    34)

    Στο άρθρο 211, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Η επανεξέταση αυτή καλύπτει, μεταξύ άλλων, την εφαρμογή των διατάξεων του τίτλου VIII του μέρους Ι και των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 163 παράγραφος 1.».

    Άρθρο 2

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Εφαρμόζεται από 1ης Ιανουαρίου 2016.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη.

    Στρασβούργο, 28 Οκτωβρίου 2015.

    Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    M. SCHULZ

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    N. SCHMIT


    (1)  Γνώμη αριθ. 1/2015 της 19ης Ιανουαρίου 2015 (ΕΕ C 52 της 13.2.2015, σ. 1).

    (2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2015 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 22ης Οκτωβρίου 2015.

    (3)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 298 της 26.10.2012, σ. 1).

    (4)  Οδηγία 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης (ΕΕ L 94 της 28.3.2014, σ. 1).

    (5)  Οδηγία 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ L 94 της 28.3.2014, σ. 65).

    (6)  Κανονισμός (EΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

    (7)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).


    Top