EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32009H0396

Σύσταση της Επιτροπής, της 7ης Μαΐου 2009 , σχετικά με την κανονιστική ρύθμιση των τελών τερματισμού σταθερών και κινητών επικοινωνιών στην ΕΕ

ΕΕ L 124 της 20.5.2009, p. 67–74 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

ELI: http://data.europa.eu/eli/reco/2009/396/oj

20.5.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 124/67


ΣΫΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 7ης Μαΐου 2009

σχετικά με την κανονιστική ρύθμιση των τελών τερματισμού σταθερών και κινητών επικοινωνιών στην ΕΕ

(2009/396/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας

την οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία πλαίσιο) (1), και ιδίως το άρθρο 19 παράγραφος 1,

Έπειτα από διαβούλευση με την επιτροπή επικοινωνιών,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές (ΕΡΑ) συμβάλλουν στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς, μεταξύ άλλων, συνεργαζόμενες μεταξύ τους και με την Επιτροπή, κατά διαφανή τρόπο, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ανάπτυξη συνεκτικής ρυθμιστικής πρακτικής. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης των περισσότερων από 850 σχεδίων μέτρων που έχουν κοινοποιηθεί δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ, προέκυψε ότι συνεχίζουν να υφίστανται ανακολουθίες κατά την κανονιστική ρύθμιση των τελών τερματισμού φωνητικών κλήσεων.

(2)

Μολονότι στα περισσότερα κράτη μέλη προβλέπεται εν γένει κάποια μορφή κοστοστρέφειας, από χώρα σε χώρα επικρατεί απόκλιση στα μέτρα ελέγχου των τιμών. Εκτός από σημαντική διαφοροποίηση στα εργαλεία κοστολόγησης που επιλέγονται, υπάρχουν και διαφορετικές πρακτικές στην εφαρμογή των εν λόγω εργαλείων. Το γεγονός αυτό διευρύνει τη διασπορά μεταξύ τελών τερματισμού χονδρικής που ισχύουν σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία μόνο εν μέρει μπορεί να εξηγηθεί από τις εθνικές ιδιαιτερότητες. Η ευρωπαϊκή ομάδα ρυθμιστικών αρχών (ERG) που ιδρύθηκε με την απόφαση 2002/627/ΕΚ της Επιτροπής (2) το αναγνωρίζει στην οικεία «Κοινή θέση σχετικά με συμμετρία των τελών τερματισμού κλήσεων σταθερών και τη συμμετρία των τελών κλήσεων τερματισμού κινητών». Οι ΕΡΑ έχουν επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, εγκρίνει υψηλότερα τέλη τερματισμού για μικρότερες επιχειρήσεις σταθερών ή κινητών επικοινωνιών, με την αιτιολογία ότι οι εν λόγω φορείς είναι νεοεισερχόμενοι στην αγορά και δεν έχουν επωφεληθεί από οικονομίες κλίμακας ή/και υπόκεινται σε διαφορετικές συνθήκες κόστους. Οι ασυμμετρίες αυτές υπάρχουν τόσο εντός όσο και εκατέρωθεν εθνικών συνόρων, μολονότι παρουσιάζουν βραδεία μείωση. Στην κοινή της θέση, η ERG αναγνώρισε ότι τα τέλη τερματισμού πρέπει κανονικά να είναι συμμετρικά και ότι για περιπτώσεις ασυμμετρίας απαιτείται επαρκής αιτιολόγηση.

(3)

Σημαντικές αποκλίσεις στη ρυθμιστική αντιμετώπιση των τελών τερματισμού σταθερών και κινητών προκαλούν θεμελιώδεις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Οι αγορές τερματισμού κλήσεων αντιστοιχούν σε κατάσταση αμφίδρομης πρόσβασης, όπου και οι δύο διασυνδεόμενοι φορείς εκμετάλλευσης τεκμαίρεται ότι ωφελούνται από τη ρύθμιση, αλλά καθώς οι εν λόγω φορείς είναι επίσης σε ανταγωνισμό μεταξύ τους για τους συνδρομητές, τα τέλη τερματισμού συνεπάγονται ενδεχομένως σημαντικό στρατηγικό και ανταγωνιστικό αντίκτυπο. Όταν τα τέλη τερματισμού ορίζονται πάνω από το αποδοτικό κόστος, προκύπτουν σημαντικές μεταβιβάσεις μεταξύ αγορών σταθερών και κινητών επικοινωνιών και των καταναλωτών. Επιπλέον, σε αγορές όπου οι φορείς εκμετάλλευσης διαθέτουν ασύμμετρα μερίδια αγοράς, το γεγονός αυτό μπορεί να οδηγήσει στην καταβολή σημαντικών ποσών από μικρότερους σε μεγαλύτερους ανταγωνιστές. Εξάλλου, το απόλυτο επίπεδο των τελών τερματισμού κλήσεων κινητών παραμένει υψηλό σε σειρά κρατών μελών σε σύγκριση με τα ισχύοντα σε διάφορες χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς επίσης και σε σχέση με τέλη τερματισμού σταθερών γενικότερα, με αποτέλεσμα να συνεχίζονται τα υψηλά, αν και φθίνοντα επίπεδα τιμών για τους τελικούς καταναλωτές. Τα υψηλά τέλη τερματισμού τείνουν να οδηγούν σε υψηλές τιμές λιανικής για εξερχόμενες κλήσεις και αντίστοιχα χαμηλότερα ποσοστά χρήσης, υποβαθμίζοντας έτσι την ευημερία των καταναλωτών.

(4)

Η υφιστάμενη έλλειψη εναρμόνισης στην εφαρμογή αρχών λογιστικής κόστους σε αγορές τερματισμού φανερώνει την ανάγκη για κοινή προσέγγιση, η οποία θα παρέχει μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου και τα κατάλληλα κίνητρα για δυνητικούς επενδυτές, ενώ θα μειώσει επίσης το ρυθμιστικό φόρτο για τους υπάρχοντες φορείς εκμετάλλευσης που δραστηριοποιούνται σήμερα σε διάφορα κράτη μέλη. Ο στόχος της συνεκτικής ρύθμισης σε αγορές τερματισμού είναι σαφής και αναγνωρισμένος από τις ΕΡΑ και έχει επανειλημμένα αναφερθεί από την Επιτροπή στο πλαίσιο της αξιολόγησης του σχεδίου μέτρων του άρθρου 7 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ.

(5)

Ορισμένες διατάξεις του πλαισίου κανονιστικών ρυθμίσεων για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών απαιτούν την υλοποίηση απαραίτητων και κατάλληλων μηχανισμών λογιστικής κόστους και υποχρεώσεις ελέγχου τιμών, και συγκεκριμένα των άρθρων 9, 11 και 13 σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη αριθ. 20 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους (οδηγία για την πρόσβαση) (3).

(6)

Η σύσταση 2005/698/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με τα συστήματα λογιστικού διαχωρισμού και κοστολόγησης με βάση το κανονιστικό πλαίσιο για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες (4), αποτέλεσε το πλαίσιο για τη συνεπή εφαρμογή των επιμέρους διατάξεων που αφορούν κόστος και λογιστικό διαχωρισμό, με σκοπό τη βελτίωση της διαφάνειας των ρυθμιστικών συστημάτων λογιστικής, των μεθοδολογιών, των διαδικασιών ανεξάρτητου ελέγχου και υποβολής εκθέσεων προς όφελος όλων των εμπλεκομένων μερών.

(7)

Ο τερματισμός φωνητικών κλήσεων χονδρικής είναι η υπηρεσία που απαιτείται για τερματισμό κλήσεων προς καλούμενες θέσεις (σε σταθερά δίκτυα) ή συνδρομητές (σε κινητά δίκτυα). Το σύστημα χρέωσης στην ΕΕ βασίζεται στο σύστημα χρέωσης δικτύου καλούντος, που σημαίνει ότι το τέλος τερματισμού καθορίζεται από το δίκτυο του καλούντος και καταβάλλεται από το δίκτυο του καλούντος. Ο καλούμενος δεν χρεώνεται για την υπηρεσία αυτή και γενικά δεν έχει κίνητρο να αντιδράσει στο τέλος τερματισμού που καθορίζει ο πάροχος του δικτύου του. Στο πλαίσιο αυτό, η υπερβολική τιμολόγηση είναι το κύριο μέλημα των ρυθμιστικών αρχών. Οι υψηλές τιμές τερματισμού τελικά ανακτώνται μέσω υψηλότερων τελών κλήσεων για τους τελικούς χρήστες. Λαμβανομένου υπόψη του αμφίδρομου χαρακτήρα των αγορών τερματισμού, είναι δυνατόν να προκύψουν περαιτέρω προβλήματα ανταγωνισμού, όπως διεπιδοτήσεις μεταξύ φορέων εκμετάλλευσης. Αυτά τα δυνητικά προβλήματα ανταγωνισμού είναι κοινά στις αγορές τερματισμού, τόσο σταθερών όσο και κινητών. Ως εκ τούτου, υπό το φως της ικανότητας και των κινήτρων των φορέων εκμετάλλευσης τερματισμού να αυξήσουν τις τιμές σημαντικά πάνω από το κόστος, η κοστοστρέφεια θεωρείται η καταλληλότερη μεσοπρόθεσμη αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού. Στην αιτιολογική σκέψη αριθ. 20 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ σημειώνεται ότι η μέθοδος ανάκτησης του κόστους πρέπει να ενδείκνυται στις συγκεκριμένες συνθήκες. Λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αγοράς τερματισμού κλήσεων και τα συναφή μελήματα ανταγωνισμού και διανομής, η Επιτροπή έχει προ πολλού αναγνωρίσει ότι ο καθορισμός κοινής προσέγγισης, βασισμένης σε αποδοτικό πρότυπο κόστους και στην εφαρμογή συμμετρικών τελών τερματισμού, θα προαγάγει την αποτελεσματικότητα, τον αειφόρο ανταγωνισμό και θα μεγιστοποιήσει τα οφέλη των καταναλωτών από άποψη τιμών και προσφοράς υπηρεσιών.

(8)

Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, κατά την άσκηση των κανονιστικών καθηκόντων που προβλέπονται στην εν λόγω οδηγία και τις επιμέρους οδηγίες, ιδίως εκείνων που αποσκοπούν στην εξασφάλιση αποτελεσματικού ανταγωνισμού, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη τη σκοπιμότητα τεχνολογικά ουδέτερων κανονισμών. Το άρθρο 8 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ απαιτεί επίσης από τις ΕΡΑ να προωθήσουν τον ανταγωνισμό, μεταξύ άλλων εξασφαλίζοντας ότι όλοι οι χρήστες αποκομίζουν το μέγιστο όφελος όσον αφορά την επιλογή, την τιμή και την ποιότητα των υπηρεσιών και ότι δεν υπάρχει στρέβλωση ούτε περιορισμός του ανταγωνισμού. Για την επίτευξη αυτών των στόχων, καθώς και συνεπούς εφαρμογής σε όλα τα κράτη μέλη, τα ρυθμιζόμενα τέλη τερματισμού πρέπει το ταχύτερο δυνατό να φτάσουν στο κόστος ενός αποδοτικού φορέα εκμετάλλευσης.

(9)

Σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, οι φορείς εκμετάλλευσης αναμένεται να ανταγωνίζονται με βάση τις τρέχουσες δαπάνες και να μην αποζημιώνονται για δαπάνες που οφείλονται σε ανεπάρκεια. Στα τρέχοντα στοιχεία κόστους πρέπει επομένως να προσαρμοστούν ιστορικά στοιχεία κόστους, ώστε να αντανακλάται το κόστος ενός αποδοτικού φορέα εκμετάλλευσης που χρησιμοποιεί σύγχρονη τεχνολογία.

(10)

Οι φορείς εκμετάλλευσης που αποζημιώνονται για πραγματικά έξοδα τερματισμού δεν διαθέτουν κίνητρο για αύξηση της απόδοσης. Η εφαρμογή μιας μεθόδου από τα κάτω προς τα επάνω συμβαδίζει με την έννοια της ανάπτυξης ενός δικτύου για έναν αποδοτικό φορέα εκμετάλλευσης, με την οποία δημιουργείται ένα οικονομικό/τεχνολογικό μοντέλο αποδοτικού δικτύου βάσει του τρέχοντος κόστους. Αντικατοπτρίζει την απαιτούμενη ποσότητα εξοπλισμού και όχι την πράγματι παρεχόμενη και παρακάμπτει το ιστορικό κόστος.

(11)

Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι ένα μοντέλο από τα κάτω προς τα επάνω βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε παράγωγα δεδομένα, π.χ. το κόστος του δικτύου υπολογίζεται με βάση πληροφορίες από τους προμηθευτές εξοπλισμού, οι ρυθμιστικές αρχές μπορεί να επιθυμούν να συμβιβάσουν τα αποτελέσματα ενός μοντέλου από τα κάτω προς τα επάνω με τα αποτελέσματα ενός μοντέλου από τα επάνω προς τα κάτω, με στόχο τα μέγιστα δυνατά αποτελέσματα για να αποφευχθούν μεγάλες διαφορές στο κόστος λειτουργίας, το κεφαλαιουχικό κόστος και την κατανομή του κόστους ανάμεσα σε έναν υποθετικό και ένα πραγματικό φορέα εκμετάλλευσης. Για τον εντοπισμό πιθανών ελλείψεων και τη βελτίωση του μοντέλου από τα κάτω προς τα επάνω, όπως η ασυμμετρία πληροφοριών, η ΕΡΑ μπορεί να συγκρίνει τα αποτελέσματα της προσέγγισης από τα κάτω προς τα επάνω με εκείνα που προκύπτουν από την αντίστοιχη του μοντέλου από τα επάνω προς τα κάτω, στο οποίο χρησιμοποιούνται δεδομένα που έχουν υποβληθεί σε ανεξάρτητο έλεγχο.

(12)

Το μοντέλο κόστους πρέπει να βασίζεται στις αποδοτικές τεχνολογικές επιλογές που είναι διαθέσιμες μέσα στο χρονοδιάγραμμα του μοντέλου, στο βαθμό που μπορούν να εντοπιστούν. Κατά συνέπεια, ένα μοντέλο από τα κάτω προς τα επάνω που κατασκευάζεται σήμερα θα μπορούσε καταρχήν να βασίζεται στη υπόθεση ότι το βασικό δίκτυο για σταθερά δίκτυα επόμενης γενιάς στηρίζεται σε δίκτυο νέας γενιάς (NGN). Το μοντέλο από τα κάτω προς τα επάνω για δίκτυα κινητής τηλεφωνίας πρέπει να βασίζεται σε συνδυασμό τεχνολογίας δεύτερης και τρίτης γενιάς (2G και 3G) στο μέρος πρόσβασης του δικτύου, αντανακλώντας την αναμενόμενη κατάσταση, ενώ το βασικό μέρος μπορεί να θεωρηθεί ότι στηρίζεται σε NGN.

(13)

Λαμβάνοντας υπόψη τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των αγορών τερματισμού κλήσεων, το κόστος των υπηρεσιών τερματισμού πρέπει να υπολογίζεται με βάση το μελλοντικό μακροπρόθεσμο οριακό κόστος (LRIC). Σε ένα μοντέλο LRIC, όλες οι δαπάνες καθίστανται μεταβλητές, καθώς δε είναι δεδομένο ότι όλα τα περιουσιακά στοιχεία μακροπρόθεσμα αντικαθίστανται, η επιβολή τελών με βάση το LRIC επιτρέπει αποτελεσματική ανάκτηση του κόστους. Τα μοντέλα LRIC περιλαμβάνουν μόνο τις δαπάνες εκείνες που οφείλονται σε ορισμένη πρόσθετη παροχή. Μια προσέγγιση οριακού κόστος, η οποία λαμβάνει υπόψη μόνο αποδοτικές δαπάνες που δεν θα προέκυπταν, εάν η υπηρεσία που συνεπάγεται την πρόσθετη παροχή δεν παρεχόταν πλέον (δηλαδή κόστος που θα μπορούσε να αποφευχθεί), προωθεί την αποδοτική παραγωγή και κατανάλωση, ελαχιστοποιώντας το δυνητικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Όσο απομακρύνονται τα τέλη τερματισμού από το οριακό κόστος, τόσο μεγαλύτερες είναι οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ σταθερών και κινητών αγορών ή/και μεταξύ φορέων με ασύμμετρα μερίδια αγοράς και ροές κυκλοφορίας. Είναι δικαιολογημένη επομένως η εφαρμογή μιας γνήσιας μεθόδου LRIC, κατά την οποία η σχετική πρόσθετη παροχή είναι η υπηρεσία τερματισμού κλήσεων χονδρικής που περιλαμβάνει μόνο το κόστος που θα μπορούσε να αποφευχθεί. Η προσέγγιση LRIC θα καθιστούσε επίσης δυνατή την ανάκτηση όλων των σταθερών και μεταβλητών εξόδων (καθώς τα σταθερά έξοδα θεωρείται ότι μακροπρόθεσμα θα καταστούν μεταβλητά) που είναι πρόσθετα στην παροχή των χονδρικών υπηρεσιών τερματισμού κλήσεων και έτσι θα διευκόλυνε την αποτελεσματική ανάκτηση του κόστους.

(14)

Το κόστος που μπορεί να αποφευχθεί είναι η διαφορά μεταξύ του αναγνωρισμένου συνολικού μακροπρόθεσμου κόστους ενός φορέα εκμετάλλευσης που παρέχει το πλήρες φάσμα των υπηρεσιών και του αναγνωρισμένου συνολικού μακροπρόθεσμου κόστους του εν λόγω φορέα που παρέχει το πλήρες φάσμα των υπηρεσιών εκτός από τη χονδρική παροχή υπηρεσίας τερματισμού κλήσεων σε τρίτους (δηλαδή το αυτοτελές κόστος ενός φορέα που δεν προσφέρει τερματισμό κλήσεων σε τρίτους). Για να εξασφαλιστεί ορθή κατανομή του κόστους, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των εν λόγω δαπανών που σχετίζονται με την κίνηση, δηλαδή με όλο το σταθερό και μεταβλητό κόστος που μεγεθύνεται με την αύξηση των επιπέδων της κίνησης, και των δαπανών που δεν σχετίζονται με την κίνηση, δηλαδή με όλο το κόστος που δεν μεγεθύνεται με την αύξηση των επιπέδων της κίνησης. Για να προσδιοριστεί το κόστος που μπορεί να αποφευχθεί, το οποίο αφορά τον τερματισμό κλήσεων χονδρικής, πρέπει να αγνοηθούν δαπάνες που δεν σχετίζονται με την κίνηση. Στη συνέχεια, μπορεί να είναι σκόπιμο να αποδοθούν δαπάνες που σχετίζονται με την κίνηση καταρχάς σε άλλες υπηρεσίες (π.χ. εκκίνησης κλήσεων, SMS, MMS, ευρυζωνικές, μισθωμένων γραμμών, κ.λπ.) και ο τερματισμός φωνητικών κλήσεων χονδρικής να είναι η τελευταία υπηρεσία που θα ληφθεί υπόψη. Η δαπάνη που διατίθεται για την υπηρεσία τερματισμού κλήσεων χονδρικής μπορεί επομένως να φτάσει μόνο το πρόσθετο κόστος που προκύπτει για την παροχή της υπηρεσίας. Κατά συνέπεια, κοστολόγηση με βάση προσέγγιση LRIC για υπηρεσίες τερματισμού κλήσεων χονδρικής σε αγορές σταθερών και κινητών επικοινωνιών αναμένεται ότι θα επιτρέπουν την ανάκτηση μόνο του κόστους που μπορεί να αποφευχθεί εάν μια υπηρεσία τερματισμού κλήσεων χονδρικής δεν παρεχόταν πλέον σε τρίτους.

(15)

Προκύπτει ότι ο τερματισμός κλήσεων είναι μια υπηρεσία η οποία αποφέρει οφέλη στον καλούντα και στον καλούμενο (εάν ο παραλήπτης δεν είχε όφελος δεν θα δεχόταν την κλήση), γεγονός το οποίο με τη σειρά του υποδηλώνει ότι και τα δύο μέρη συμμετέχουν στη δημιουργία κόστους. Η χρήση αρχών αιτιακής συνάφειας του κόστους για τον καθορισμό κοστοστρεφών τιμών υποδεικνύει ότι ο δημιουργός του κόστους πρέπει να επωμιστεί αυτές τις δαπάνες. Αναγνωρίζοντας τον αμφίπλευρο χαρακτήρα των αγορών τερματισμού κλήσεων, όπου το κόστος προκύπτει και από τις δύο πλευρές, δεν πρέπει όλες οι σχετικές δαπάνες να ανακτηθούν μέσω των τελών τερματισμού χονδρικής που υπόκεινται σε κανονιστική ρύθμιση. Ωστόσο, για τους σκοπούς της παρούσας σύστασης, το σύνολο του κόστους που μπορεί να αποφευχθεί για την παροχή της υπηρεσίας τερματισμού κλήσεων χονδρικής μπορεί να ανακτηθεί μέσω του τέλους χονδρικής, δηλαδή όλες οι κοινές αυτές δαπάνες που αυξάνονται ανταποκρινόμενες σε αύξηση της κίνησης τερματισμού χονδρικής.

(16)

Κατά τον καθορισμό τελών τερματισμού, κάθε απόκλιση από το εκάστοτε αποδοτικό επίπεδο κόστους πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικές διαφορές κόστους που διαφεύγουν του ελέγχου των φορέων εκμετάλλευσης. Σε σταθερά δίκτυα δεν έχουν εντοπιστεί τέτοιες αντικειμενικές διαφορές κόστους εκτός ελέγχου του φορέα εκμετάλλευσης. Σε δίκτυα κινητής τηλεφωνίας η άνιση εκχώρηση ραδιοφάσματος μπορεί να θεωρηθεί εξωγενής παράγοντας που επιφέρει διαφορές ανά μονάδα κόστους μεταξύ των φορέων εκμετάλλευσης κινητών επικοινωνιών. Εξωγενείς διαφορές κόστους μπορεί να προκύψουν όπου η εκχώρηση ραδιοφάσματος δεν έχει πραγματοποιηθεί με τη χρήση μηχανισμών της αγοράς, αλλά με βάση διαδοχική διαδικασία αδειοδότησης. Εφόσον η εκχώρηση ραδιοφάσματος γίνεται μέσα από μηχανισμό της αγοράς, όπως η δημοπρασία, ή όπου υπάρχει δευτερογενής αγορά, διαφορές κόστους που οφείλονται στη συχνότητα καθορίζονται περισσότερο από ενδογενείς παράγοντες και μάλλον είναι σημαντικά μειωμένες ή έχουν εκμηδενιστεί.

(17)

Οι νεοεισερχόμενοι σε αγορές κινητών επικοινωνιών μπορεί να υπόκεινται σε υψηλότερο κόστος ανά μονάδα για μια μεταβατική περίοδο προτού επιτευχθεί η ελάχιστη αποδοτική κλίμακα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι ΕΡΑ μπορούν, αφού διαπιστωθεί ότι στην αγορά λιανικής υφίστανται εμπόδια για την είσοδο στην αγορά και την επέκταση, να τους επιτρέψουν να ανακτήσουν το αυξημένο οριακό κόστος τους σε σύγκριση με το αντίστοιχο ενός υποδείγματος φορέα εκμετάλλευσης για μεταβατική περίοδο έως και τεσσάρων ετών από την είσοδο στην αγορά. Λαμβανομένης υπόψη της κοινής θέσης της ERG, είναι εύλογο να προβλέπεται τετραετές χρονικό διάστημα για σταδιακή κατάργηση των ασυμμετριών, με βάση την εκτίμηση ότι στην αγορά κινητής τηλεφωνίας αναμένεται να απαιτηθούν τρία έως τέσσερα χρόνια μετά την είσοδο έως ότου επιτευχθεί μερίδιο αγοράς μεταξύ 15 και 20 %, υπερβαίνοντας έτσι το ύψος της ελάχιστης αποδοτικής κλίμακας. Αυτό διαφέρει από την κατάσταση για τους νεοεισερχόμενους σε σταθερές αγορές, οι οποίοι έχουν την ευκαιρία για επίτευξη χαμηλού κόστους μονάδας εστιάζοντας τα δίκτυά τους σε διαδρομές υψηλής πυκνότητας σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές ή/και με την ενοικίαση σχετικών εισροών από το δίκτυο των κατεστημένων φορέων εκμετάλλευσης.

(18)

Προτιμητέα προσέγγιση ως προς τη μέθοδο απόσβεσης είναι αυτή που αντανακλά την οικονομική αξία ενός περιουσιακού στοιχείου. Αν, ωστόσο, δεν είναι εφικτή η ανάπτυξη ενός αξιόπιστου οικονομικού μοντέλου απόσβεσης, είναι πιθανές και άλλες μέθοδοι, συμπεριλαμβανομένων της σταθερής απόσβεσης, του συνυπολογισμού του τεκμαρτού τόκου (annuities) και της μη γραμμικής μεθόδου (tilted annuities). Το κριτήριο για την επιλογή μεταξύ των εναλλακτικών μεθόδων είναι ο βαθμός πιθανής προσέγγισης ενός οικονομικού μέτρου απόσβεσης. Έτσι, αν δεν είναι εφικτή η ανάπτυξη ενός αξιόπιστου οικονομικού μοντέλου απόσβεσης, τα χαρακτηριστικά απόσβεσης κάθε μείζονος περιουσιακού στοιχείου στο μοντέλο από τα κάτω προς τα επάνω πρέπει να εξετάζονται ξεχωριστά, και να επιλέγεται η προσέγγιση η οποία θα αντιστοιχεί σε χαρακτηριστικά απόσβεσης παρόμοια με αυτά της οικονομικής απόσβεσης.

(19)

Όσον αφορά την αποδοτική τάξη μεγέθους, εφαρμόζονται διαφορετικές εκτιμήσεις σε αγορές σταθερών και κινητών. Η επίτευξη της εκάστοτε ελάχιστης αποδοτικής κλίμακας στους τομείς της σταθερής και της κινητής τηλεφωνίας εξαρτάται από τα διάφορα ρυθμιστικά και εμπορικά περιβάλλοντα.

(20)

Κατά την κανονιστική ρύθμιση των χονδρικών τελών τερματισμού, οι ΕΡΑ, δεν πρέπει να αποκλείουν ούτε να απαγορεύουν σε φορείς εκμετάλλευσης μελλοντική επιλογή εναλλακτικών διευθετήσεων για την ανταλλαγή κίνησης τερματισμού, στο βαθμό που οι διευθετήσεις αυτές είναι συμβατές με την ανταγωνιστική αγορά.

(21)

Μια μεταβατική περίοδος έως την 31η Δεκεμβρίου 2012 θεωρείται επαρκής ώστε οι ΕΡΑ να εισαγάγουν το μοντέλο κόστους και οι φορείς εκμετάλλευσης να προσαρμόσουν αναλόγως τα επιχειρηματικά τους σχέδια, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα την επιτακτική ανάγκη να εξασφαλιστεί για τους καταναλωτές το μέγιστο όφελος όσον αφορά αποδοτικά κοστοστρεφή τέλη τερματισμού.

(22)

Όσον αφορά τις ΕΡΑ που διαθέτουν περιορισμένους πόρους, ενδέχεται να απαιτηθεί κατ’ εξαίρεση πρόσθετη μεταβατική περίοδος για την προετοιμασία του συνιστώμενου μοντέλου κόστους. Στις περιπτώσεις αυτές, εφόσον μια ΕΡΑ είναι σε θέση να αποδείξει ότι μια μέθοδος (π.χ. συγκριτική αξιολόγηση), διαφορετική από το μοντέλο LRIC από τα κάτω προς τα επάνω με βάση τις τρέχουσες δαπάνες, συνεπάγεται αποτελέσματα που συμβαδίζουν με την παρούσα σύσταση και παράγει αποδοτικά αποτελέσματα συμβατά με τα αντίστοιχα σε μιαν ανταγωνιστική αγορά, θα μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο καθορισμού μεταβατικών τιμών βασισμένων σε εναλλακτική προσέγγιση, έως την 1η Ιουλίου 2014. Σε περίπτωση που θα ήταν αντικειμενικά δυσανάλογο για τις ΕΡΑ που διαθέτουν περιορισμένους πόρους να εφαρμόσουν τη συνιστώμενη μέθοδο κοστολόγησης ύστερα από την ημερομηνία αυτή, οι εν λόγω ΕΡΑ μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν εναλλακτική μεθοδολογία έως την ημερομηνία επανεξέτασης της παρούσας σύστασης, εκτός αν ο φορέας που συστάθηκε για τη συνεργασία μεταξύ των ΕΡΑ και η Επιτροπή, περιλαμβανομένων και των συναφών ομάδων εργασίας του, παρέχει επαρκή πρακτική υποστήριξη και καθοδήγηση για την υπέρβαση αυτού του περιορισμού των πόρων και, ιδίως, του κόστους υλοποίησης της συνιστώμενης μεθοδολογίας. Κάθε τέτοιο αποτέλεσμα που προκύπτει από εναλλακτικές τεχνολογίες δεν πρέπει να υπερβαίνει το μέσο όρο των τελών τερματισμού που καθορίζονται από τις ΕΡΑ που εφαρμόζουν τη συνιστώμενη μέθοδο κοστολόγησης.

(23)

Η παρούσα σύσταση αποτέλεσε αντικείμενο δημόσιας διαβούλευσης.

ΣΥΝΙΣΤΑ:

1.

Κατά την επιβολή υποχρεώσεων ελέγχου τιμών και κοστολόγησης, σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ σχετικά με τους φορείς εκμετάλλευσης που ορίζονται από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές (ΕΡΑ) ως διαθέτοντες σημαντική ισχύ στην αγορά στις αγορές φωνητικών κλήσεων χονδρικής σε μεμονωμένα δημόσια τηλεφωνικά δίκτυα (στο εξής «αγορές τερματισμού σταθερών και κινητών»), έπειτα από ανάλυση αγοράς που διεξάγεται σύμφωνα με το άρθρο 16 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ, οι ΕΡΑ πρέπει να καθορίζουν τέλη τερματισμού με βάση τις δαπάνες ενός αποδοτικού φορέα εκμετάλλευσης. Τούτο συνεπάγεται ότι θα είναι επίσης συμμετρικά. Οι ΕΡΑ πρέπει εν προκειμένω να προχωρήσουν με τον τρόπο που ορίζεται παρακάτω.

2.

Συνιστάται η αξιολόγηση των αποδοτικών δαπανών να βασίζεται σε τρέχον κόστος και στη χρήση προσέγγισης από τα κάτω προς τα επάνω με μοντέλα μακροπρόθεσμου οριακού κόστους (LRIC) ως σχετική μέθοδο κόστους.

3.

Οι ΕΡΑ μπορούν να συγκρίνουν τα αποτελέσματα της μεθόδου ενός μοντέλου από τα κάτω προς τα επάνω με εκείνα που προκύπτουν από μοντέλο από τα επάνω προς τα κάτω, το οποίο χρησιμοποιεί δεδομένα που έχουν υποβληθεί σε ανεξάρτητο έλεγχο, για επαλήθευση και βελτίωση της αξιοπιστίας των αποτελεσμάτων και για την πραγματοποίηση ανάλογων προσαρμογών.

4.

Το μοντέλο κόστους πρέπει να βασίζεται σε αποδοτικές τεχνολογίες διαθέσιμες κατά το χρονικό διάστημα που προβλέπεται για το μοντέλο. Κατά συνέπεια το κεντρικό τμήμα των σταθερών και των κινητών δικτύων θα μπορούσε καταρχήν να βασίζεται σε δίκτυο επόμενης γενιάς (NGN). Το τμήμα των δικτύων κινητής τηλεφωνίας που αφορά την πρόσβαση πρέπει επίσης να βασίζεται σε συνδυασμό τηλεφωνίας δεύτερης και τρίτης γενιάς (2G και 3G).

5.

Οι διάφορες κατηγορίες δαπανών που αναφέρονται στην παρούσα θα πρέπει να ορίζονται ως εξής:

α)

«Οριακό κόστος» είναι εκείνο που μπορεί να αποφευχθεί, εφόσον δεν παρέχεται πλέον μια συγκεκριμένη πρόσθετη παροχή (γνωστό ως κόστος που μπορεί να αποφευχθεί)·

β)

«Δαπάνες που σχετίζονται με την κίνηση» είναι όλες οι σταθερές και μεταβλητές δαπάνες που αυξάνονται με την αύξηση των επιπέδων κίνησης.

6.

Εντός του μοντέλου LRIC, η σχετική πρόσθετη παροχή πρέπει να οριστεί ως υπηρεσία τερματισμού φωνητικών κλήσεων χονδρικής που παρέχεται σε τρίτους. Τούτο συνεπάγεται ότι κατά την αξιολόγηση του οριακού κόστους οι ΕΡΑ πρέπει να καθορίσουν τη διαφορά μεταξύ του συνολικού μακροπρόθεσμου κόστους ενός φορέα εκμετάλλευσης που παρέχει το πλήρες φάσμα των υπηρεσιών και το συνολικό μακροπρόθεσμο κόστος του εν λόγω φορέα σε περίπτωση μη παροχής σε τρίτους της υπηρεσίας τερματισμού κλήσεων χονδρικής. Πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ δαπανών που σχετίζονται και δαπανών που δεν σχετίζονται με την κίνηση, από τις οποίες οι τελευταίες δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη στον υπολογισμό των τελών τερματισμού χονδρικής. Η συνιστώμενη προσέγγιση για τον προσδιορισμό του σχετικού οριακού κόστους θα ήταν να αποδοθούν οι δαπάνες που συνδέονται με την κυκλοφορία καταρχάς με υπηρεσίες εκτός των υπηρεσιών τερματισμού φωνητικών κλήσεων χονδρικής, με τελικό καταλογισμό στην υπηρεσία τερματισμού φωνητικών κλήσεων χονδρικής μόνο του εναπομένοντος κόστους που σχετίζεται με την κίνηση. Τούτο συνεπάγεται ότι στις ρυθμιζόμενες υπηρεσίες τερματισμού φωνητικών κλήσεων λογίζεται μόνο το κόστος που θα μπορούσε να αποφευχθεί εάν η υπηρεσία τερματισμού φωνητικών κλήσεων χονδρικής δεν παρεχόταν πλέον σε τρίτους. Οι εφαρμοστέες αρχές για τον υπολογισμό της υπηρεσίας τερματισμού φωνητικών κλήσεων χονδρικής σε σταθερά και κινητά δίκτυα τερματισμού αντίστοιχα εξετάζονται περαιτέρω στο παράρτημα.

7.

Η προτεινόμενη προσέγγιση για την απόσβεση περιουσιακών στοιχείων είναι η οικονομική απόσβεση, όπου αυτό είναι εφικτό.

8.

Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με την ενδεδειγμένη αποδοτική τάξη μεγέθους του φορέα εκμετάλλευσης του μοντέλου, πρέπει οι ΕΡΑ να λαμβάνουν υπόψη τις αρχές για τον καθορισμό της ενδεδειγμένης αποδοτικής τάξης μεγέθους σε δίκτυα τερματισμού σταθερών και κινητών επικοινωνιών, όπως ορίζεται στο παράρτημα.

9.

Κάθε προσδιορισμός αποδοτικών επιπέδων κόστους που αποκλίνει από τις αρχές που προαναφέρθηκαν πρέπει να αιτιολογείται από αντικειμενικές διαφορές κόστους, οι οποίες είναι εκτός του ελέγχου των οικείων φορέων. Τέτοιες αντικειμενικές διαφορές κόστους μπορεί να προκύψουν σε αγορές τερματισμού κινητών επικοινωνιών λόγω άνισης εκχώρησης ραδιοφάσματος. Στο βαθμό που η απόκτηση επιπλέον ραδιοφάσματος για παροχή τερματισμού κλήσεων χονδρικής περιλαμβάνεται στο μοντέλο κόστους, οι ΕΡΑ πρέπει να αναθεωρούν τακτικά κάθε αντικειμενική διαφορά κόστους, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, εάν είναι πιθανή μελλοντικά η διάθεση πρόσθετου ραδιοφάσματος με αγοραίες διαδικασίες εκχώρησης, ώστε να εκμηδενιστούν ενδεχόμενες διαφορές κόστους που προκύπτουν από τις υπάρχουσες εκχωρήσεις, ή εάν αυτό το σχετικό μειονέκτημα για το κόστος θα μειώνεται με την πάροδο του χρόνου όσο θα αυξάνεται το μερίδιο των νεοεισερχόμενων.

10.

Σε περίπτωση που μπορεί να αποδειχθεί ότι ένας νεοεισερχόμενος φορέας κινητών επικοινωνιών που λειτουργεί κάτω από την ελάχιστη αποδοτική κλίμακα πραγματοποιεί οριακό κόστος ανά μονάδα που είναι υψηλότερο από το οριακό κόστος του υποδείγματος φορέα εκμετάλλευσης, οι ΕΡΑ μπορούν, αφού διαπιστωθεί ότι στην αγορά λιανικής υφίστανται εμπόδια για την είσοδο στην αγορά και την επέκταση, να τους επιτρέψουν να επιτρέψουν την ανάκτηση του εν λόγω υψηλότερου κόστους κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου μέσω ρυθμιζόμενων τελών τερματισμού. Κάθε τέτοια περίοδος δεν πρέπει να υπερβαίνει τα τέσσερα έτη ύστερα από την είσοδο στην αγορά.

11.

Η παρούσα σύσταση δεν θίγει τις προηγούμενες αποφάσεις κανονιστικής ρύθμισης που έχουν ληφθεί από τις ΕΡΑ σχετικά με τα θέματα που εγείρονται στο παρόν έγγραφο. Μολοντούτο, οι ΕΡΑ πρέπει να εξασφαλίσουν ότι τα τέλη τερματισμού θα εφαρμόζονται κατά οικονομικά αποδοτικό τρόπο και συμμετρικά το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2012, με την επιφύλαξη τυχόν αντικειμενικών διαφορών κόστους που προσδιορίζονται σύμφωνα με τα σημεία 9 και 10.

12.

Σε εξαιρετικές περιστάσεις εφόσον μια ΕΡΑ, ιδίως εξαιτίας περιορισμένων πόρων, δεν είναι σε θέση να ολοκληρώσει το συνιστώμενο μοντέλο κόστους εγκαίρως και εφόσον είναι σε θέση να αποδείξει ότι μια άλλη μέθοδος, εκτός του μοντέλου LRIC από τα κάτω προς τα επάνω, η οποία βασίζεται στις τρέχουσες δαπάνες, παράγει αποτελέσματα συμβατά με την παρούσα σύσταση και αποδοτικά σε μια ανταγωνιστική αγορά, η ΕΡΑ μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο καθορισμού ενδιάμεσων τιμών βάσει εναλλακτικής προσέγγισης έως την 1η Ιουλίου 2014. Σε περίπτωση που θα ήταν αντικειμενικά δυσανάλογο για τις ΕΡΑ που διαθέτουν περιορισμένους πόρους να εφαρμόσουν τη συνιστώμενη μέθοδο κοστολόγησης ύστερα από την ημερομηνία αυτή, οι εν λόγω ΕΡΑ μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν εναλλακτική μεθοδολογία έως την ημερομηνία επανεξέτασης της παρούσας σύστασης, εκτός αν ο φορέας που συστάθηκε για τη συνεργασία μεταξύ των ΕΡΑ και η Επιτροπή, περιλαμβανομένων και των συναφών ομάδων εργασίας του, παρέχει επαρκή πρακτική υποστήριξη και καθοδήγηση για την υπέρβαση αυτού του περιορισμού των πόρων και, ιδίως, το κόστος υλοποίησης της συνιστώμενης μεθοδολογίας. Κάθε τέτοιο αποτέλεσμα που προκύπτει από εναλλακτικές τεχνολογίες δεν πρέπει να υπερβαίνει το μέσο όρο των τελών τερματισμού, τα οποία καθορίζονται από τις ΕΡΑ που εφαρμόζουν τη συνιστώμενη μέθοδο κοστολόγησης.

13.

Η παρούσα σύσταση θα επανεξεταστεί το αργότερο τέσσερα έτη από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.

14.

Η παρούσα σύσταση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 7 Μαΐου 2009.

Για την Επιτροπή

Viviane REDING

Μέλος της Επιτροπής


(1)  EE L 108 της 24.4.2002, σ. 33.

(2)  ΕΕ L 200 της 30.7.2002, σ. 38.

(3)  ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 7.

(4)  ΕΕ L 266 της 11.10.2005, σ. 64.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Αρχές για τον υπολογισμό των τελών τερματισμού χονδρικής σε σταθερά δίκτυα

Το σχετικό οριακό κόστος (δηλαδή το κόστος που μπορεί να αποφευχθεί) της υπηρεσίας τερματισμού κλήσεων χονδρικής είναι η διαφορά μεταξύ του συνολικού μακροπρόθεσμου κόστους ενός φορέα εκμετάλλευσης που παρέχει το πλήρες φάσμα των υπηρεσιών του και του συνολικού μακροπρόθεσμου κόστους του εν λόγω φορέα χωρίς παροχή υπηρεσιών τερματισμού κλήσεων χονδρικής σε τρίτους.

Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των δαπανών που είναι σχετικές με την κίνηση και εκείνων που είναι ανεξάρτητες από αυτήν, ώστε να εξασφαλιστεί κατάλληλη κατανομή των εν λόγω δαπανών. Το κόστος που δεν σχετίζεται με την κίνηση δεν λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό των τελών τερματισμού χονδρικής. Από τις δαπάνες που σχετίζονται με την κίνηση, μόνο οι δαπάνες οι οποίες θα αποφεύγονταν σε περίπτωση μη παροχής υπηρεσίας τερματισμού κλήσεων χονδρικής λογίζονται στη σχετική πρόσθετη παροχή τερματισμού. Αυτές οι δαπάνες που μπορούν να αποφευχθούν μπορούν να υπολογίζονται κατανέμοντας καταρχάς τις σχετικές με την κίνηση δαπάνες σε υπηρεσίες εκτός τερματισμού κλήσεων χονδρικής (π.χ. εκκίνηση κλήσεων, υπηρεσίες δεδομένων, IPTV, κ.λπ.), ενώ μόνο το υπόλοιπο κόστος των δαπανών που είναι σχετικές με την κίνηση θα κατανεμηθεί στην υπηρεσία τερματισμού φωνητικών κλήσεων χονδρικής.

Το προεπιλεγμένο σημείο οριοθέτησης μεταξύ των δαπανών που είναι σχετικές με την κίνηση και εκείνων που είναι ανεξάρτητες από αυτήν, βρίσκεται κατά κανόνα εκεί όπου εμφανίζεται το πρώτο σημείο συγκέντρωσης της κίνησης. Σε ένα δίκτυο PSTN τούτο συνήθως θεωρείται ότι είναι η ανάντη πλευρά της κάρτας γραμμής στον (απομακρυσμένο) συγκεντρωτή. Το ευρυζωνικό ισοδύναμο των NGN είναι η κάρτα γραμμής στον DSLAM/MSAN (1). Εφόσον ο DSLAM/MSAN βρίσκεται σε ερμάριο οδού, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον ο προηγούμενος βρόχος μεταξύ του ερμαρίου και του κέντρου/MDF είναι μεριζόμενο μέσο και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μέρος της κατηγορίας κόστους που είναι σχετική με την κίνηση, περίπτωση κατά την οποία το σημείο οριοθέτησης σχετικό/ανεξάρτητο από την κίνηση θα εντοπίζεται στο ερμάριο οδού. Αν στην υπηρεσία τερματισμού φωνητικών κλήσεων κατανέμεται αποκλειστική χωρητικότητα, ανεξάρτητα από τη χρησιμοποιούμενη τεχνολογία, τότε το σημείο οριοθέτησης παραμένει στο επίπεδο του (απομακρυσμένου) συγκεντρωτή.

Σύμφωνα με την προσέγγιση που περιγράφεται παραπάνω, στα παραδείγματα του κόστους που θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν στην πρόσθετη παροχή υπηρεσίας τερματισμού θα περιλαμβάνονται πρόσθετη χωρητικότητα δικτύου που απαιτείται για την μεταφορά επιπλέον κίνησης τερματισμού χονδρικής (π.χ. πρόσθετη υποδομή δικτύου στο βαθμό που υπαγορεύεται από την ανάγκη αύξησης της χωρητικότητας για σκοπούς μεταφοράς της επιπλέον κίνησης τερματισμού χονδρικής), καθώς και πρόσθετες εμπορικές δαπάνες χονδρικής που σχετίζονται άμεσα με την παροχή της υπηρεσίας τερματισμού χονδρικής σε τρίτους.

Για να προσδιοριστεί η αποδοτική κλίμακα μεγέθους ενός φορέα εκμετάλλευσης για τους σκοπούς του μοντέλου κόστους, πρέπει οι ΕΡΑ να λάβουν υπόψη ότι, σε σταθερά δίκτυα, οι φορείς εκμετάλλευσης έχουν την ευκαιρία να δημιουργήσουν δικά τους δίκτυα σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές και να επικεντρώσουν σε διαδρομές υψηλής πυκνότητας ή/και να μισθώσουν σχετική χωρητικότητα από το δίκτυο των κατεστημένων φορέων εκμετάλλευσης. Κατά τον καθορισμό της ενιαίας αποδοτικής κλίμακας για το υπόδειγμα φορέα εκμετάλλευσης πρέπει επομένως οι ΕΡΑ να λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη προώθησης αποτελεσματικής εισόδου στην αγορά, αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι, υπό ορισμένες συνθήκες, μικρότεροι φορείς εκμετάλλευσης σε μικρές γεωγραφικές περιοχές μπορούν να παράγουν με χαμηλό μοναδιαίο κόστος. Επιπλέον, οι μικρότεροι φορείς εκμετάλλευσης που δεν έχουν τα πλεονεκτήματα κλίμακας των μεγαλύτερων φορέων σε ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές μπορεί να θεωρηθεί ότι αγοράζουν χωρητικότητα χονδρικής αντί να παρέχουν οι ίδιοι υπηρεσίες τερματισμού.

Αρχές για τον υπολογισμό των τελών τερματισμού χονδρικής σε κινητά δίκτυα

Το σχετικό οριακό κόστος (δηλαδή το κόστος που μπορεί να αποφευχθεί) της υπηρεσίας τερματισμού κλήσεων χονδρικής είναι η διαφορά μεταξύ του συνολικού μακροπρόθεσμου κόστους ενός φορέα εκμετάλλευσης που παρέχει το πλήρες φάσμα των υπηρεσιών του και του συνολικού μακροπρόθεσμου κόστους του εν λόγω φορέα χωρίς παροχή υπηρεσιών τερματισμού κλήσεων χονδρικής σε τρίτους.

Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των δαπανών που είναι σχετικές με την κίνηση και εκείνων που είναι ανεξάρτητες από αυτήν, ώστε να εξασφαλιστεί η κατάλληλη κατανομή των δαπανών αυτών. Το κόστος που δεν σχετίζεται με την κίνηση δεν λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό των τελών τερματισμού χονδρικής. Από τις δαπάνες που σχετίζονται με την κίνηση, μόνο οι δαπάνες οι οποίες θα αποφεύγονταν σε περίπτωση μη παροχής υπηρεσίας τερματισμού κλήσεων χονδρικής λογίζονται στη σχετική πρόσθετη παροχή τερματισμού. Αυτές οι δαπάνες που μπορούν να αποφευχθούν μπορούν να υπολογίζονται κατανέμοντας καταρχάς τις σχετικές με την κίνηση δαπάνες σε υπηρεσίες εκτός τερματισμού κλήσεων χονδρικής (π.χ. εκκίνηση κλήσεων, SMS, MMS, κ.λπ.) ενώ μόνο το υπόλοιπο κόστος των δαπανών που είναι σχετικές με την κίνηση θα κατανεμηθεί στην υπηρεσία τερματισμού φωνητικών κλήσεων χονδρικής.

Το κόστος της χειροσυσκευής και της κάρτας SIM δεν σχετίζονται με την κίνηση και πρέπει να εξαιρούνται από κάθε μοντέλο κόστους για υπηρεσίες τερματισμού φωνητικών κλήσεων χονδρικής.

Η κάλυψη μπορεί να περιγραφεί καλύτερα ως η ικανότητα ή επιλογή πραγματοποίησης κλήσης από οποιοδήποτε σημείο του δικτύου σε δεδομένη χρονική στιγμή, ενώ η χωρητικότητα αφορά τις πρόσθετες δαπάνες δικτύου που είναι απαραίτητες για τη διατήρηση αυξημένου επιπέδου κίνησης. Η ανάγκη παροχής αυτής της κάλυψης στους συνδρομητές θα προκαλέσει δαπάνες που δεν σχετίζονται με την κίνηση και δεν πρέπει να αποδοθούν στην πρόσθετη παροχή του τερματισμού κλήσεων χονδρικής. Οι επενδύσεις σε ώριμες αγορές κινητής τηλεφωνίας ωθούνται περισσότερο από την αύξηση της χωρητικότητας και από την ανάπτυξη νέων υπηρεσιών και τούτο πρέπει να αντανακλάται στο μοντέλο κόστους. Από το οριακό κόστος των υπηρεσιών τερματισμού φωνητικών κλήσεων χονδρικής πρέπει επομένως να εξαιρείται το κόστος κάλυψης, πρέπει όμως να περιλαμβάνονται οι πρόσθετες δαπάνες χωρητικότητας, στο βαθμό που οφείλονται στην παροχή υπηρεσιών τερματισμού φωνητικών κλήσεων χονδρικής.

Το κόστος της χρήσης του ραδιοφάσματος (η άδεια διατήρησης και χρήσης συχνοτήτων του ραδιοφάσματος) που προκύπτει από την παροχή υπηρεσιών λιανικής σε συνδρομητές δικτύου εξαρτάται αρχικά από τον αριθμό των συνδρομητών και ως εκ τούτου δεν ωθείται από τη ζήτηση και δεν πρέπει να υπολογίζεται ως μέρος της πρόσθετης παροχής υπηρεσίας τερματισμού κλήσεων χονδρικής. Οι δαπάνες για την απόκτηση πρόσθετου ραδιοφάσματος για την αύξηση της χωρητικότητας (πάνω από το ελάχιστο απαραίτητο για την παροχή λιανικών υπηρεσιών σε συνδρομητές) για σκοπούς εξυπηρέτησης πρόσθετης κίνησης που προκύπτει από την παροχή υπηρεσίας τερματισμού φωνητικών κλήσεων χονδρικής πρέπει κατά το δυνατόν να συμπεριλαμβάνονται με βάση το μελλοντικό κόστος ευκαιρίας.

Σύμφωνα με την προσέγγιση που περιγράφεται παραπάνω, στα παραδείγματα δαπανών που θα περιληφθούν στην πρόσθετη παροχή της υπηρεσίας τερματισμού θα είναι η πρόσθετη χωρητικότητα δικτύου που απαιτείται για τη μεταφορά συμπληρωματικής κίνησης χονδρικής (π.χ. πρόσθετη υποδομή δικτύου στο βαθμό που υπαγορεύεται από την ανάγκη αύξησης της χωρητικότητας για σκοπούς εξυπηρέτησης συμπληρωματικής κίνησης χονδρικής). Στις εν λόγω δαπάνες που σχετίζονται με το δίκτυο θα μπορούσαν να περιληφθούν επιπλέον κέντρα μεταγωγής κινητών επικοινωνιών (MSC) ή υποδομή κορμού που απαιτείται άμεσα για τη μεταφορά της κίνησης τερματισμού για τρίτους. Επιπλέον, όταν ορισμένα στοιχεία του δικτύου είναι κοινά για σκοπούς παροχής υπηρεσιών εκκίνησης και τερματισμού κλήσεων, όπως τόποι κυψέλης ή σταθμοί πομποδεκτών βάσης (BTS), αυτά τα στοιχεία του δικτύου θα περιληφθούν στο μοντέλο κόστους τερματισμού, στο βαθμό που είναι αναγκαία, λόγω του πρόσθετου δυναμικού που απαιτείται για τη μεταφορά κίνησης τερματισμού από τρίτους. Επιπλέον, θα ληφθούν επίσης υπόψη και οι πρόσθετες δαπάνες ραδιοφάσματος και οι εμπορικές δαπάνες χονδρικής που αφορούν άμεσα την παροχή της υπηρεσίας τερματισμού χονδρικής σε τρίτους. Τούτο συνεπάγεται ότι δεν περιλαμβάνονται το κόστος κάλυψης, τα αναπόφευκτα επιχειρηματικά έξοδα και το εμπορικό κόστος λιανικής.

Για να προσδιοριστεί η ελάχιστη αποδοτική κλίμακα μεγέθους ενός φορέα εκμετάλλευσης για τους σκοπούς του μοντέλου κόστους και λαμβανομένης υπόψη της εξέλιξης των μεριδίων της αγοράς σε σειρά κρατών μελών της ΕΕ, η συνιστώμενη προσέγγιση είναι να καθοριστεί η εν λόγω κλίμακα σε μερίδιο αγοράς 20 %. Αναμένεται ότι οι φορείς εκμετάλλευσης κινητής τηλεφωνίας, με την είσοδό τους στην αγορά, θα επιδιώξουν μεγιστοποίηση της απόδοσης και των εσόδων, ώστε να είναι σε θέση να καταλάβουν ελάχιστο μερίδιο αγοράς ύψους 20 %. Σε περίπτωση που μια ΕΡΑ μπορεί να αποδείξει ότι οι συνθήκες της αγοράς στην επικράτεια των εν λόγω κρατών μελών θα συνεπαγόταν διαφορετική ελάχιστη αποδοτική κλίμακα, θα μπορούσε να αποκλίνει από τη συνιστώμενη προσέγγιση.


(1)  Digital Subscriber Line Access Multiplexer/Multi Service Access Node — Πολυπλέκτης πρόσβασης ψηφιακής συνδρομητικής γραμμής/Κόμβος πρόσβασης πολλών υπηρεσιών.


Top