Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32004R0422

    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 422/2004 του Συμβουλίου, της 19ης Φεβρουαρίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 40/94 για το κοινοτικό σήμα (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    ΕΕ L 70 της 9.3.2004, p. 1–7 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO)

    Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 12/04/2009; καταργήθηκε εμμέσως από 32009R0207

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2004/422/oj

    32004R0422

    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 422/2004 του Συμβουλίου, της 19ης Φεβρουαρίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 40/94 για το κοινοτικό σήμα (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 070 της 09/03/2004 σ. 0001 - 0007


    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 422/2004 του Συμβουλίου

    της 19ης Φεβρουαρίου 2004

    για την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 40/94 για το κοινοτικό σήμα

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 308,

    την πρόταση της Επιτροπής,

    τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου(1),

    τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1) Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα(3), δημιούργησε, μέσω της κοινοτικής καταχώρισης, ενιαία προστασία του εν λόγω σήματος στο σύνολο των κρατών μελών. Το καθεστώς αυτό ανταποκρίθηκε ικανοποιητικά σε μεγάλο βαθμό στις προσδοκίες των χρηστών. Είχε επίσης ένα θετικό αντίκτυπο στην ουσιαστική υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς.

    (2) Η λειτουργία του συστήματος επέτρεψε να εντοπιστούν ορισμένες πτυχές που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην περαιτέρω αποσαφήνιση και συμπλήρωσή του επιτρέποντας τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του συστήματος, αυξάνοντας την προστιθέμενη αξία του και προλαμβάνοντας, από σήμερα κιόλας, τις συνέπειες μιας προσεχούς διεύρυνσης, χωρίς ωστόσο να αλλάξει η ουσία του συστήματος, το οποίο απέδειξε ότι διατηρεί απόλυτο το κύρος του σε σχέση με τους στόχους που είχαν τεθεί.

    (3) Στο σύστημα του κοινοτικού σήματος θα πρέπει να έχει πρόσβαση κάθε χρήστης, χωρίς καμία απαίτηση αμοιβαιότητας, ισοδυναμίας ή/και υπηκοότητας. Αυτό ευνοεί επίσης τις συναλλαγές στην παγκόσμια αγορά. Τέτοιες απαιτήσεις καθιστούν το σύστημα πολύπλοκο, δύσκαμπτο και αναποτελεσματικό. Εξάλλου, η γραμμή που ακολούθησε το Συμβούλιο σχετικά με αυτό το ζήτημα στο πλαίσιο του νέου συστήματος για τα κοινοτικά σχέδια ήταν η γραμμή της ευελιξίας.

    (4) Με σκοπό τον εξορθολογισμό της διαδικασίας, το σύστημα έρευνας θα πρέπει να τροποποιηθεί. Θα πρέπει να παραμένει υποχρεωτικό για τα κοινοτικά σήματα και να γίνει προαιρετικό, υπό την προϋπόθεση της καταβολής τέλους, για την έρευνα στα μητρώα σημάτων των κρατών μελών, τα οποία κοινοποίησαν την απόφασή τους να διεξάγουν την εν λόγω έρευνα. Επιπλέον θα πρέπει να προβλέπονται μέτρα για τη βελτίωση της ποιότητας των εκθέσεων έρευνας, εξασφαλίζοντας τη μεγαλύτερη ομοιογένειά τους μέσω της χρήσης ενός τυποποιημένου εγγράφου και της θέσπισης του ουσιώδους περιεχομένου τους.

    (5) Θα πρέπει να ληφθούν ορισμένα μέτρα για να παρασχεθούν στα τμήματα προσφυγών πρόσθετα μέσα για τη σύντμηση των προθεσμιών λήψης αποφάσεών τους και της λειτουργίας τους.

    (6) Η πείρα από την εφαρμογή του συστήματος φανέρωσε τη δυνατότητα βελτίωσης ορισμένων πτυχών της διαδικασίας. Κατά συνέπεια, ορισμένα σημεία θα πρέπει να τροποποιηθούν ενώ άλλα να προστεθούν με σκοπό να προσφερθεί στους χρήστες ένα προϊόν καλύτερης ποιότητας και εξίσου ανταγωνιστικό,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    Άρθρο 1

    Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 40/94 τροποποιείται ως εξής:

    1. Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "Άρθρο 5

    Δικαιούχοι κοινοτικών σημάτων

    Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων δημοσίου δικαίου, δύναται να είναι δικαιούχος κοινοτικού σήματος."

    2. Στο άρθρο 7 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο ια):

    "ια) τα σήματα που περιλαμβάνουν ή αποτελούνται από ονομασία προέλευσης ή γεωγραφική ένδειξη που έχει καταχωρισθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2081/92, όταν αντιστοιχούν σε μία από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 13 του κανονισμού αυτού και αφορούν τον ίδιο τύπο προϊόντος, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση καταχώρισης του σήματος υποβάλλεται μετά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης καταχώρισης της ονομασίας προέλευσης ή της γεωγραφικής ένδειξης στην Επιτροπή."

    3. Στο άρθρο 8 παράγραφος 4, η εισαγωγή αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "4. Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου του μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλου χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές σημείου το οποίο δεν έχει μόνον τοπική ισχύ, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση, στις περιπτώσεις και υπό τους όρους που προβλέπονται στην κοινοτική νομοθεσία ή από το δίκαιο του κράτους μέλους που διέπει το σημείο αυτό."

    4. Το άρθρο 21 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "Άρθρο 21

    Διαδικασία αφερεγγυότητας

    1. Η μόνη διαδικασία αφερεγγυότητας στην οποία μπορεί να συμπεριληφθεί ένα κοινοτικό σήμα είναι εκείνη που κινήθηκε στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου ο οφειλέτης έχει το κύριο κέντρο των συμφερόντων του.

    Ωστόσο, στην περίπτωση που ο οφειλέτης είναι ασφαλιστική επιχείρηση ή πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζονται στις οδηγίες 2001/17/ΕΚ(4) και 2001/24/ΕΚ(5), αντιστοίχως, οι μόνες διαδικασίες αφερεγγυότητας στις οποίες μπορεί να συμπεριληφθεί ένα κοινοτικό σήμα είναι εκείνες που κινήθηκαν στο κράτος μέλος όπου έχει δοθεί άδεια λειτουργίας αυτής της επιχείρησης ή του ιδρύματος.

    2. Σε περίπτωση κοινού δικαιώματος ενός κοινοτικού σήματος, η παράγραφος 1 εφαρμόζεται στο μερίδιο του συνδικαιούχου.

    3. Όταν κοινοτικό σήμα συμπεριλαμβάνεται σε διαδικασία αφερεγγυότητας, σχετική σημείωση καταχωρίζεται στο μητρώο και δημοσιεύεται στο δελτίο κοινοτικών σημάτων που προβλέπεται από το άρθρο 85, κατ' αίτηση της αρμόδιας εθνικής αρχής."

    5. Στο άρθρο 25, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "3. Οι αιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και που περιέχονται στο Γραφείο μετά τη λήξη προθεσμίας δύο μηνών από την κατάθεσή τους, θεωρούνται ότι υποβλήθηκαν την ημερομηνία κατά την οποία η αίτηση έφθασε στο Γραφείο."

    6. Στο άρθρο 35, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "1. Ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος που είναι δικαιούχος ταυτόσημου προγενέστερου σήματος, καταχωρισμένου σε κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου σήματος καταχωρισμένου στο έδαφος της Μπενελούξ ή προγενέστερου ταυτόσημου σήματος που αποτέλεσε αντικείμενο διεθνούς καταχώρισης με ισχύ σε κράτος μέλος, για προϊόντα ή υπηρεσίες που είναι ταυτόσημα με εκείνα για τα οποία είχε καταχωρισθεί το προγενέστερο σήμα ή εμπεριεχόμενα σε αυτά, μπορεί να διεκδικήσει την αρχαιότητα του προγενέστερου σήματος όσον αφορά το κράτος μέλος στο οποίο ή για το οποίο έχει καταχωρισθεί."

    7. Στο άρθρο 36 παράγραφος 1, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "β) αν η αίτηση κοινοτικού σήματος πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον εκτελεστικό κανονισμό."

    8. Το άρθρο 37 καταργείται.

    9. Το άρθρο 39 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "Άρθρο 39

    Έρευνα

    1. Το Γραφείο, αφού χορηγήσει ημερομηνία κατάθεσης σε αίτηση κοινοτικού σήματος, καταρτίζει έκθεση κοινοτικής έρευνας στην οποία αναφέρονται τα προγενέστερα κοινοτικά σήματα ή οι προγενέστερες αιτήσεις κοινοτικού σήματος η ύπαρξη των οποίων ανακαλύφθηκε και που θα μπορούσαν να αντιταχθούν, σύμφωνα με το άρθρο 8, στην καταχώριση του αιτουμένου κοινοτικού σήματος.

    2. Εάν κατά τη στιγμή της κατάθεσης μιας αίτησης κοινοτικού σήματος ο αιτών ζητήσει να εκπονηθεί επίσης έκθεση έρευνας από τις κεντρικές υπηρεσίες βιομηχανικής ιδιοκτησίας των κρατών μελών, και εάν καταβληθεί το σχετικό τέλος έρευνας εντός της προθεσμίας που προβλέπεται για την καταβολή του τέλους κατάθεσης, το Γραφείο, μόλις χορηγήσει ημερομηνία κατάθεσης στην αίτηση κοινοτικού σήματος, διαβιβάζει αντίγραφο της αίτησης στην κεντρική υπηρεσία βιομηχανικής ιδιοκτησίας όλων των κρατών μελών τα οποία έχουν ανακοινώσει στο Γραφείο την απόφασή τους να πραγματοποιήσουν έρευνα στα δικά τους μητρώα σημάτων για τις αιτήσεις κοινοτικών σημάτων.

    3. Η καθεμία από τις κεντρικές υπηρεσίες βιομηχανικής ιδιοκτησίας που αναφέρονται στην παράγραφο 2 διαβιβάζει στο Γραφείο, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής αίτησης κοινοτικού σήματος, έκθεση έρευνας που είτε αναφέρει τα προγενέστερα εθνικά σήματα ή τις προγενέστερες αιτήσεις εθνικού σήματος, η ύπαρξη των οποίων ανακαλύφθηκε και που θα μπορούσαν να αντιταχθούν, σύμφωνα με το άρθρο 8, στην καταχώριση του αιτουμένου κοινοτικού σήματος, είτε διαπιστώνει ότι από την έρευνα δεν προέκυψε καμία ένδειξη τέτοιων δικαιωμάτων.

    4. Η έκθεση έρευνας που προβλέπεται από την παράγραφο 3 συντάσσεται βάσει τυποποιημένου εντύπου εκπονημένου από το Γραφείο, αφού δώσει τη γνώμη του το διοικητικό συμβούλιο. Το ουσιώδες περιεχόμενο αυτού του εντύπου καθορίζεται από τον εκτελεστικό κανονισμό που προβλέπεται από την παράγραφο 1 του άρθρου 157.

    5. Το Γραφείο καταβάλλει ένα ορισμένο ποσό σε κάθε κεντρική υπηρεσία βιομηχανικής ιδιοκτησίας για κάθε έκθεση έρευνας που η υπηρεσία του διαβιβάζει δυνάμει της παραγράφου 3. Το ποσό αυτό, που είναι το ίδιο για όλες τις κεντρικές υπηρεσίες, ορίζεται από την επιτροπή προϋπολογισμού, με απόφαση λαμβανόμενη με πλειοψηφία 3/4 των αντιπροσώπων των κρατών μελών.

    6. Tο Γραφείο διαβιβάζει, χωρίς καθυστέρηση, στον καταθέτη κοινοτικού σήματος την κοινοτική έκθεση έρευνας και, αν ζητηθεί, τις εθνικές εκθέσεις έρευνας που του διαβιβάστηκαν εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 3.

    7. Κατά τη δημοσίευση της αίτησης κοινοτικού σήματος, που δεν μπορεί να γίνει πριν παρέλθει ένας μήνας από την ημερομηνία κατά την οποία το Γραφείο διαβίβασε τις εκθέσεις έρευνας στον καταθέτη, το Γραφείο ενημερώνει τους δικαιούχους προγενέστερων κοινοτικών σημάτων ή αιτήσεων κοινοτικού σήματος που αναφέρονται στην κοινοτική έκθεση έρευνας, όσον αφορά τη δημοσίευση της αίτησης κοινοτικού σήματος."

    10. Το άρθρο 40 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "Άρθρο 40

    Δημοσίευση της αίτησης

    1. Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για την αίτηση κοινοτικού σήματος και εάν η περίοδος που αναφέρεται στο άρθρο 39 παράγραφος 7 έχει λήξει, η αίτηση δημοσιεύεται, εφόσον δεν απορριφθεί βάσει του άρθρου 38.

    2. Εάν, μετά τη δημοσίευση, η αίτηση απορριφθεί βάσει του άρθρου 38, η απορριπτική απόφαση δημοσιεύεται μόλις καταστεί τελεσίδικη."

    11. Στον τίτλο IV, ο τίτλος του τμήματος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "ΑΝΑΚΛΗΣΗ, ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ, ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ".

    12. Εισάγεται το ακόλουθο άρθρο:

    "Άρθρο 44α

    Διαίρεση της αίτησης

    1. Ο καταθέτης μπορεί να διαιρέσει την αίτηση δηλώνοντας ότι ένα τμήμα των προϊόντων ή των υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στην αρχική αίτηση θα αποτελέσουν αντικείμενο μιας ή περισσότερων τμηματικών αιτήσεων. Τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες της τμηματικής αίτησης δεν μπορούν να αλληλεπικαλύπτονται με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που παραμένουν στην αρχική αίτηση ή που περιλαμβάνονται σε άλλες τμηματικές αιτήσεις.

    2. Η δήλωση διαίρεσης είναι απαράδεκτη:

    α) εάν, σε περίπτωση που έχει ασκηθεί ανακοπή κατά της αρχικής αίτησης, η δήλωση αυτή έχει ως αποτέλεσμα τη διαίρεση των αγαθών ή των υπηρεσιών κατά των οποίων στρέφεται η ανακοπή, έως ότου η απόφαση του τμήματος ανακοπών αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου ή ώσπου να εγκαταλειφθεί η διαδικασία ανακοπής·

    β) κατά τις περιόδους που ορίζει ο εκτελεστικός κανονισμός.

    3. Η δήλωση διαίρεσης πρέπει να συνάδει με τις διατάξεις που προβλέπει ο εκτελεστικός κανονισμός.

    4. Η δήλωση διαίρεσης υπόκειται στην καταβολή τέλους. Η δήλωση θεωρείται γενομένη μόνο μετά την καταβολή του τέλους.

    5. Η διαίρεση αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία κατά την οποία μετεγγράφεται στο φάκελο που διατηρεί το Γραφείο για την αρχική αίτηση.

    6. Κάθε αίτηση που υποβάλλεται και κάθε τέλος που καταβάλλεται όσον αφορά την αρχική αίτηση πριν από την ημερομηνία παραλαβής από το Γραφείο της δήλωσης διαίρεσης θεωρείται ότι έχει υποβληθεί ή καταβληθεί επίσης για την τμηματική ή τις τμηματικές αιτήσεις. Τα τέλη που έχουν δεόντως καταβληθεί για την αρχική αίτηση πριν από την ημερομηνία παραλαβής της δήλωσης διαίρεσης δεν επιστρέφονται.

    7. Η τμηματική αίτηση διατηρεί την ημερομηνία κατάθεσης και κάθε ημερομηνία προτεραιότητας και αρχαιότητας της αρχικής αίτησης."

    13. Ο τίτλος του τίτλου V αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "ΔΙΑΡΚΕΙΑ, ΑΝΑΝΕΩΣΗ, ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΗΜΑΤΟΣ".

    14. Εισάγεται το ακόλουθο άρθρο:

    "Άρθρο 48α

    Διαίρεση της καταχώρισης

    1. Ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος μπορεί να διαιρέσει την καταχώριση δηλώνοντας ότι ορισμένα προϊόντα ή υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στην αρχική καταχώριση θα αποτελέσουν αντικείμενο μιας ή περισσότερων τμηματικών καταχωρίσεων. Τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες της τμηματικής καταχώρισης δεν μπορούν να αλληλεπικαλύπτονται με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που παραμένουν στην αρχική καταχώριση ή που περιλαμβάνονται σε άλλες τμηματικές καταχωρίσεις.

    2. Οι τμηματικές δηλώσεις είναι απαράδεκτες:

    α) εάν, σε περίπτωση που έχει υποβληθεί στο Γραφείο αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας της αρχικής καταχώρισης, η τμηματική αυτή δήλωση έχει ως αποτέλεσμα τη διαίρεση των προϊόντων ή υπηρεσιών κατά των οποίων στρέφεται αυτή η αίτηση, έως ότου η απόφαση του τμήματος ακυρώσεων αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου ή ώσπου να τερματιστεί η διαδικασία με άλλο τρόπο·

    β) εάν, στην περίπτωση που έχει κατατεθεί ανταγωγή έκπτωσης ή ακυρότητας στο πλαίσιο αγωγής που έχει ασκηθεί ενώπιον δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων, η τμηματική αυτή δήλωση έχει ως αποτέλεσμα τη διαίρεση των προϊόντων ή υπηρεσιών κατά των οποίων στρέφεται αυτή η ανταγωγή, έως ότου καταχωρισθεί μνεία της απόφασης του δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων στο μητρώο κοινοτικών σημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 96 παράγραφος 6.

    3. Οι τμηματικές δηλώσεις πρέπει να συνάδουν με τις διατάξεις που προβλέπει ο εκτελεστικός κανονισμός.

    4. Οι τμηματικές δηλώσεις υπόκεινται στην καταβολή τέλους. Η δήλωση θεωρείται ότι έχει γίνει μόνο μετά την καταβολή του τέλους.

    5. Η διαίρεση αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία κατά την οποία καταχωρίσθηκε στο μητρώο.

    6. Κάθε αίτηση που υποβάλλεται και κάθε τέλος που καταβάλλεται όσον αφορά την αρχική καταχώριση πριν από την ημερομηνία παραλαβής από το Γραφείο της δήλωσης διαίρεσης θεωρείται ότι έχει υποβληθεί ή καταβληθεί επίσης για την τμηματική ή τις τμηματικές καταχωρίσεις. Τα τέλη που έχουν δεόντως καταβληθεί για την αρχική καταχώριση πριν από την ημερομηνία παραλαβής της δήλωσης διαίρεσης δεν επιστρέφονται.

    7. Η τμηματική καταχώριση διατηρεί την ημερομηνία κατάθεσης και κάθε ημερομηνία προτεραιότητας και αρχαιότητας της αρχικής καταχώρισης."

    15. Στο άρθρο 50 παράγραφος 1, διαγράφεται το στοιχείο δ).

    16. Στο άρθρο 51 παράγραφος 1, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "α) εάν το κοινοτικό σήμα καταχωρίσθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7·".

    17. Στο άρθρο 52, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "2. Το κοινοτικό σήμα κηρύσσεται επίσης άκυρο μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Γραφείο ή μετά από άσκηση ανταγωγής στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση όταν η χρήση του μπορεί να απαγορευθεί δυνάμει ενός άλλου προγενέστερου δικαιώματος, και ιδίως:

    α) δικαιώματος στο όνομα·

    β) δικαιώματος στην εικόνα·

    γ) δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας·

    δ) δικαιώματος βιομηχανικής ιδιοκτησίας·

    σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία ή με το εθνικό δίκαιο που διέπει την προστασία του."

    18. Στο άρθρο 56, η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "6. Μνεία της απόφασης του Γραφείου σχετικά με την αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας εγγράφεται στο μητρώο όταν η απόφαση καταστεί τελεσίδικη."

    19. Το άρθρο 60 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "Άρθρο 60

    Αναθεώρηση των αποφάσεων στις περιπτώσεις ex parte

    1. Εάν ο προσφεύγων είναι ο μόνος διάδικος στη διαδικασία και εάν το τμήμα το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση θεωρήσει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη, διορθώνει την απόφασή του.

    2. Εάν η απόφαση δεν διορθωθεί εντός προθεσμίας ενός μηνός από την παραλαβή του υπομνήματος που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής, η προσφυγή πρέπει να παραπεμφθεί αμέσως στο τμήμα προσφυγών, χωρίς να διατυπωθεί γνώμη επί της ουσίας."

    20. Εισάγεται το ακόλουθο άρθρο:

    "Άρθρο 60α

    Αναθεώρηση των αποφάσεων στις περιπτώσεις inter partes

    1. Εάν κατά τη διαδικασία ο προσφεύγων είναι αντιμέτωπος με άλλο διάδικο, και το τμήμα το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση θεωρήσει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη, διορθώνει την απόφασή του.

    2. Η διόρθωση μπορεί να γίνει μόνον εφόσον το τμήμα το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήσει στον άλλο διάδικο την πρόθεσή του να τη διορθώσει και αυτός το αποδεχθεί εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης.

    3. Αν ο αντίδικος δεν συμφωνεί να γίνει δεκτή προσφυγή και διατυπώσει σχετική δήλωση εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που προβλέπεται από την παράγραφο 2, ή αν δεν προβεί σε δήλωση εντός της καθορισμένης προθεσμίας, η προσφυγή παραπέμπεται αμέσως στο τμήμα προσφυγών, χωρίς να διατυπωθεί γνώμη επί της ουσίας.

    4. Ωστόσο, αν το τμήμα του οποίου προσβάλλεται η απόφαση δεν θεωρεί παραδεκτή και βάσιμη την προσφυγή εντός μηνός μετά την λήψη του αιτιολογικού υπομνήματος, παραπέμπει χωρίς καθυστέρηση την προσφυγή στο τμήμα προσφυγών χωρίς να διατυπωθεί γνώμη επί της ουσίας, αντί να λάβει τα μέτρα που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3."

    21. Εισάγεται το ακόλουθο άρθρο:

    "Άρθρο 77α

    Ακύρωση ή ανάκληση

    1. Σε περίπτωση που το Γραφείο πραγματοποιήσει μια εγγραφή στο μητρώο ή λάβει απόφαση που περιέχει πρόδηλο διαδικαστικό σφάλμα, αποδιδόμενο στο Γραφείο, το τελευταίο αυτό προβαίνει στην ακύρωση της εν λόγω εγγραφής ή στην ανάκληση της εν λόγω αποφάσεως. Σε περίπτωση που στη διαδικασία υπάρχει μόνον ένας διάδικος και η εγγραφή ή η πράξη θίγει τα δικαιώματά του, η ακύρωση της εγγραφής ή η ανάκληση της απόφασης, αποφασίζεται ακόμη κι αν το σφάλμα δεν ήταν πρόδηλο για το διάδικο.

    2. Η ακύρωση της εγγραφής ή η ανάκληση της απόφασης που προβλέπονται από την παράγραφο 1 αποφασίζεται αυτεπαγγέλτως ή κατ' αίτηση ενός των διαδίκων από το τμήμα που έκανε την εγγραφή ή έλαβε την απόφαση. Η ακύρωση ή ανάκληση αποφασίζεται εντός προθεσμίας έξι μηνών από την ημερομηνία εγγραφής στο μητρώο ή έκδοσης της απόφασης, κατόπιν διαβουλεύσεως με τους διαδίκους και τους πιθανούς κατόχους δικαιωμάτων επί του εν λόγω κοινοτικού σήματος, που έχουν εγγραφεί στο μητρώο.

    3. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν τη δυνατότητα των διαδίκων να ασκήσουν προσφυγή σύμφωνα με τα άρθρα 57 και 63, ούτε τη δυνατότητα, σύμφωνα με τις διαδικασίες και τους όρους που προβλέπει ο εκτελεστικός κανονισμός ο οποίος προβλέπεται από το άρθρο 157 παράγραφος 1, να διορθωθούν οποιαδήποτε γλωσσικά σφάλματα ή σφάλματα μεταγραφής καθώς και προφανή σφάλματα στις αποφάσεις του Γραφείου, ή σφάλματα αποδιδόμενα στο Γραφείο κατά την καταχώριση του σήματος ή κατά τη δημοσίευση της καταχώρισής του."

    22. Στο άρθρο 78, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στις προθεσμίες που προβλέπονται στην παράγραφο 2, καθώς και στο άρθρο 42 παράγραφοι 1 και 3 και στο άρθρο 78α."

    23. Εισάγεται το ακόλουθο άρθρο:

    "Άρθρο 78α

    Συνέχιση της διαδικασίας

    1. Ο καταθέτης ή ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος ή οποιοσδήποτε άλλος διάδικος σε διαδικασία ενώπιον του Γραφείου ο οποίος παρέλειψε να τηρήσει μια προθεσμία έναντι του Γραφείου, μπορεί να εξασφαλίσει, μετά από αίτηση, τη συνέχιση της διαδικασίας, υπό τον όρο ότι, κατά την υποβολή της αίτησης, έχει διενεργηθεί η παραληφθείσα πράξη. Η αίτηση συνέχισης της διαδικασίας είναι παραδεκτή μόνον εφόσον υποβάλλεται εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας που δεν τηρήθηκε. Η αίτηση θεωρείται υποβληθείσα μόνον αφού καταβληθεί το τέλος συνέχισης της διαδικασίας.

    2. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στις προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 25 παράγραφος 3, στο άρθρο 27, στο άρθρο 29 παράγραφος 1, στο άρθρο 33 παράγραφος 1, στο άρθρο 36 παράγραφος 2, στο άρθρο 42, στο άρθρο 43, στο άρθρο 47 παράγραφος 3, στο άρθρο 59, στο άρθρο 60α, στο άρθρο 63 παράγραφος 5, στο άρθρο 78, στο άρθρο 108 καθώς και στις προθεσμίες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο και στις προθεσμίες που προβλέπονται στον εκτελεστικό κανονισμό του άρθρου 157 παράγραφος 1, για τη διεκδίκηση, μετά την κατάθεση της αίτησης, μιας προτεραιότητας σύμφωνα με το άρθρο 30, μιας προτεραιότητας έκθεσης σύμφωνα με το άρθρο 33 ή μιας αρχαιότητας σύμφωνα με το άρθρο 34.

    3. Το τμήμα που είναι αρμόδιο να αποφασίσει για τη μη διενεργηθείσα πράξη αποφασίζει και για την αίτηση.

    4. Στην περίπτωση που το Γραφείο κάνει δεκτή την αίτηση, η μη τήρηση της προθεσμίας θεωρείται ότι δεν παρήγαγε συνέπειες.

    5. Στην περίπτωση που το Γραφείο απορρίψει την αίτηση, το τέλος επιστρέφεται."

    24. Στο άρθρο 81, η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "6. Το τμήμα ανακοπών ή το τμήμα ακυρώσεων ή το τμήμα προσφυγών ορίζει το ποσό των εξόδων που επιστρέφονται δυνάμει των προηγούμενων παραγράφων εφόσον τα έξοδα που πρέπει να καταβληθούν είναι μόνο τα τέλη που καταβάλλονται στο Γραφείο και τα έξοδα εκπροσώπησης. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ο γραμματέας του τμήματος προσφυγών ή ένα μέλος του προσωπικού του τμήματος ανακοπών ή του τμήματος ακυρώσεων ορίζει, μετά από σχετική αίτηση, το ποσό των εξόδων που επιστρέφονται. Η αίτηση είναι παραδεκτή μόνο για χρονικό διάστημα δύο μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση σε σχέση με την οποία ζητείται να οριστεί το ποσό των εξόδων που επιστρέφονται καθίσταται οριστική. Το ποσό αυτό, μετά από αίτηση που υποβάλλεται εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, μπορεί να αναθεωρηθεί με απόφαση του τμήματος ανακοπών, του τμήματος ακυρώσεων ή του τμήματος προσφυγών."

    25. Το άρθρο 88 τροποποιείται ως εξής:

    α) Στην παράγραφο 3, η πρώτη πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν την κατοικία ή την έδρα τους ή πραγματική και ενεργό βιομηχανική ή εμπορική εγκατάσταση στην Κοινότητα, μπορούν να εκπροσωπούνται ενώπιον του Γραφείου από υπάλληλό τους."

    β) Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

    "4. Ο εκτελεστικός κανονισμός καθορίζει εάν και με ποιους όρους πρέπει ένας υπάλληλος να καταθέσει στο Γραφείο ενυπόγραφο πληρεξούσιο το οποίο πρέπει να κατατεθεί στο φάκελο."

    26. Το άρθρο 89 τροποποιείται ως εξής:

    α) Η παράγραφος 1 στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "β) από τους εγκεκριμένους πληρεξουσίους οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στον πίνακα που τηρεί, γι' αυτόν το σκοπό, το Γραφείο. Ο εκτελεστικός κανονισμός καθορίζει εάν και με ποιους όρους καταθέτουν οι εγκεκριμένοι πληρεξούσιοι στο Γραφείο ενυπόγραφο πληρεξούσιο το οποίο πρέπει να κατατεθεί στο φάκελο."

    β) Στην παράγραφο 2 στοιχείο γ) η πρώτη πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "γ) δικαιούται να εκπροσωπεί, σε υποθέσεις σημάτων, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ενώπιον της κεντρικής υπηρεσίας βιομηχανικής ιδιοκτησίας κράτους μέλους."

    27. Στο άρθρο 96, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "5. Εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 56 παράγραφοι 2 έως 5."

    28. Στο άρθρο 108, οι παράγραφοι 4, 5 και 6 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    "4. Σε περίπτωση που η αίτηση κοινοτικού σήματος θεωρείται ότι ανακλήθηκε, το Γραφείο απευθύνει στον καταθέτη του σήματος γνωστοποίηση τάσσοντάς του προθεσμία τριών μηνών από τη γνωστοποίηση αυτή για την υποβολή αίτησης μετατροπής.

    5. Όταν ανακαλείται η αίτηση κοινοτικού σήματος, ή το κοινοτικό σήμα παύει να παράγει αποτελέσματα λόγω εγγραφής παραίτησης στο μητρώο ή μη ανανέωσης της καταχώρισης, η αίτηση μετατροπής κατατίθεται, εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημερομηνία που ανακλήθηκε η αίτηση κοινοτικού σήματος, ή το σήμα έπαυσε να παράγει αποτελέσματα.

    6. Όταν απορρίπτεται η αίτηση κοινοτικού σήματος με απόφαση του Γραφείου ή όταν παύει να παράγει αποτελέσματα λόγω απόφασης του Γραφείου ή απόφασης δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων, η αίτηση μετατροπής πρέπει να υποβληθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση αυτή απέκτησε ισχύ δεδικασμένου."

    29. Στο άρθρο 109, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "3. Το Γραφείο ελέγχει αν η μετατροπή που ζητείται πληροί τις προϋποθέσεις του παρόντος κανονισμού και ιδίως των παραγράφων 1, 2, 4, 5 και 6 του άρθρου 108 και της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και τις τυπικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στον εκτελεστικό κανονισμό. Αν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, το Γραφείο διαβιβάζει την αίτηση μετατροπής στις κεντρικές υπηρεσίες βιομηχανικής ιδιοκτησίας των κρατών που αναφέρονται σ' αυτήν."

    30. Στο άρθρο 110, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "1. Κάθε κεντρική υπηρεσία βιομηχανικής ιδιοκτησίας στην οποία διαβιβάζεται η αίτηση μετατροπής μπορεί να ζητήσει από το Γραφείο κάθε πρόσθετη πληροφορία σχετικά με την εν λόγω αίτηση η οποία θα μπορούσε να βοηθήσει την υπηρεσία αυτή να αποφασίσει για το εθνικό σήμα που προκύπτει από τη μετατροπή."

    31. Στο άρθρο 118 παράγραφος 3 δεύτερη πρόταση, οι λέξεις "μέσα σε προθεσμία δέκα πέντε ημερών" αντικαθίστανται από τις λέξεις "μέσα σε προθεσμία ενός μηνός" και, στην τρίτη πρόταση, οι λέξεις "μέσα σε προθεσμία ενός μηνός" αντικαθίστανται από τις λέξεις "μέσα σε προθεσμία τριών μηνών".

    32. Στο άρθρο 127, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "2. Τα τμήματα ανακοπών λαμβάνουν τις αποφάσεις τους σε τριμελή σύνθεση. Ένα από τα μέλη τουλάχιστον είναι νομικός. Σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις που ορίζονται από τον εκτελεστικό κανονισμό οι αποφάσεις λαμβάνονται από μονομελή τμήματα."

    33. Στο άρθρο 129, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "2. Τα τμήματα ακυρώσεων λαμβάνουν τις αποφάσεις τους σε τριμελή σύνθεση. Ένα από τα μέλη τουλάχιστον είναι νομικός. Σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις που ορίζονται από τον εκτελεστικό κανονισμό οι αποφάσεις λαμβάνονται από μονομελή τμήματα."

    34. Το άρθρο 130 τροποποιείται ως εξής:

    α) Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "2. Τα τμήματα προσφυγών λαμβάνουν τις αποφάσεις τους σε τριμελή σύνθεση, δύο δε από τα μέλη τουλάχιστον είναι νομικοί. Σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις οι αποφάσεις λαμβάνονται από τμήμα με διευρυμένη σύνθεση, υπό την προεδρία του προέδρου του τμήματος προσφυγών, ή με μονομελή σύνθεση, ο δε λαμβάνων την απόφαση είναι νομικός."

    β) Προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

    "3. Για τον καθορισμό των ειδικών περιπτώσεων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του διευρυμένου τμήματος, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η νομική δυσκολία ή η σημασία της υπόθεσης ή οι ειδικές περιστάσεις. Οι υποθέσεις αυτές δύνανται να παραπέμπονται στο διευρυμένο τμήμα:

    α) από το όργανο των τμημάτων προσφυγών που συνιστάται σύμφωνα με τον κανονισμό διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 157 παράγραφος 3, ή

    β) από το τμήμα προσφυγών που έχει επιληφθεί της υποθέσεως.

    4. Η σύνθεση του διευρυμένου τμήματος και οι κανόνες βάσει των οποίων παραπέμπεται σε αυτό μία υπόθεση ορίζονται βάσει του κανονισμού διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών που προβλέπεται στο άρθρο 157 παράγραφος 3.

    5. Για τον καθορισμό των ειδικών περιπτώσεων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του μονομελούς τμήματος θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η απουσία δυσκολιών στα νομικά ή πραγματικά ζητήματα που εγείρονται, η περιορισμένη σημασία της συγκεκριμένης υπόθεσης και η απουσία άλλων ειδικών περιστάσεων. Η απόφαση για την ανάθεση μιας υπόθεσης σε μονομελές τμήμα στις ανωτέρω περιπτώσεις λαμβάνεται από το επιληφθέν τμήμα. Περαιτέρω λεπτομερείς κανόνες τίθενται στον κανονισμό διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών που προβλέπεται στο άρθρο 157 παράγραφος 3."

    35. Το άρθρο 131 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "Άρθρο 131

    Ανεξαρτησία των μελών των τμημάτων προσφυγών

    1. Ο πρόεδρος των τμημάτων προσφυγών και οι πρόεδροι κάθε τμήματος προσφυγών διορίζονται, σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 120 διαδικασία διορισμού του προέδρου του Γραφείου, για μια πενταετία. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους δεν μπορούν να απαλλαγούν των καθηκόντων τους, εκτός αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, μετά από αίτηση του οργάνου που τους έχει διορίσει, εκδώσει σχετική απόφαση. Η θητεία του προέδρου των τμημάτων προσφυγών και του προέδρου κάθε τμήματος προσφυγών μπορεί να ανανεωθεί για πρόσθετες πενταετείς περιόδους ή ως τη συνταξιοδότησή τους εφόσον φτάσουν σε ηλικία συνταξιοδότησης κατά τη νέα τους θητεία.

    Ο πρόεδρος των τμημάτων προσφυγών διαθέτει μεταξύ άλλων εξουσίες διαχείρισης και οργάνωσης που συνίστανται κυρίως στα εξής:

    α) προεδρεύει του Οργάνου των τμημάτων προσφυγών που θεσπίζει τους κανόνες και οργανώνει τις εργασίες των τμημάτων, το οποίο προβλέπεται στον κανονισμό διαδικασίας των τμημάτων, του άρθρου 157 παράγραφος 3·

    β) εξασφαλίζει την εκτέλεση των αποφάσεων του εν λόγω Οργάνου·

    γ) αναθέτει τους φακέλους σε ένα τμήμα βάσει αντικειμενικών κριτηρίων που καθορίζονται από το Όργανο των τμημάτων προσφυγών·

    δ) γνωστοποιεί στον πρόεδρο του Γραφείου τις απαιτούμενες δαπάνες των τμημάτων, προκειμένου να συνταχθεί η κατάσταση προβλέψεων δαπανών.

    Ο πρόεδρος των τμημάτων προσφυγών προεδρεύει του διευρυμένου τμήματος.

    Περαιτέρω λεπτομερείς κανόνες τίθενται στον κανονισμό διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών, κατ' άρθρο 157 παράγραφος 3.

    2. Τα μέλη των τμημάτων προσφυγών, διορίζονται για πενταετή περίοδο από το διοικητικό συμβούλιο. Η θητεία τους μπορεί να ανανεωθεί για πρόσθετες πενταετείς περιόδους ή ως τη συνταξιοδότησή τους εφόσον φτάσουν σε ηλικία συνταξιοδότησης κατά τη νέα τους θητεία.

    3. Τα μέλη των τμημάτων προσφυγών, δεν μπορούν να απαλλαγούν των καθηκόντων τους, εκτός αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκδώσει σχετική απόφαση, κατόπιν προσφυγής από το διοικητικό συμβούλιο το οποίο ενεργεί κατόπιν προτάσεως του προέδρου του τμήματος προσφυγών, και αφού εκφέρει γνώμη ο πρόεδρος του τμήματος στο οποίο το μέλος ανήκει.

    4. Ο πρόεδρος των τμημάτων προσφυγών και οι πρόεδροι και τα μέλη κάθε τμήματος προσφυγών είναι ανεξάρτητοι. Κατά τη λήψη των αποφάσεών τους δεν δεσμεύονται από οδηγίες.

    5. Ο πρόεδρος των τμημάτων προσφυγών και οι πρόεδροι και τα μέλη κάθε τμήματος προσφυγών δεν επιτρέπεται να είναι εξεταστές ή μέλη των τμημάτων ανακοπών ή του τμήματος διαχείρισης σημάτων και νομικών θεμάτων ή των τμημάτων ακυρώσεων."

    36. Το άρθρο 142α γίνεται 159α.

    37. Στο άρθρο 150, η παραγράφος 3 αντικαθίσταται ως εξής:

    "3. Το άρθρο 39 παράγραφοι 3 έως 6 εφαρμόζονται κατ' αναλογίαν."

    38. Στο άρθρο 157 παράγραφος 2 διαγράφονται τα σημεία 1 και 4.

    Άρθρο 2

    1. Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    2. Τα σημεία 11 έως 14, 21, 23 έως 26 και 32 έως 36 του άρθρου 1 εφαρμόζονται αρχής γενομένης από μια ημερομηνία η οποία καθορίζεται από την Επιτροπή και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού ληφθούν τα αναγκαία εκτελεστικά μέτρα.

    3. Το σημείο 9 του άρθρου 1 εφαρμόζεται από τις 10 Μαρτίου 2008.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

    Βρυξέλλες, 19 Φεβρουαρίου 2004.

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    M. McDowell

    (1) Γνώμη που δόθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 2003 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

    (2) ΕΕ C 208 της 3.9.2003, σ. 7.

    (3) ΕΕ L 11 της 14.1.1994, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1992/2003 (ΕΕ L 296 της 14.11.2003, σ. 1).

    (4) Οδηγία 2001/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (ΕΕ L 110 της 20.4.2001 σ. 28).

    (5) Οδηγία 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 125 της 5.5.2001 σ. 15).

    Top