Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32003D0549

2003/549/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 2003, για την παράταση της περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 95 παράγραφος 6 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με τις εθνικές διατάξεις για τη χρήση των χλωριωμένων παραφινών μικρής αλυσίδας που κοινοποιήθηκαν από τις Κάτω Χώρες σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 4 (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2003) 2539]

ΕΕ L 187 της 26.7.2003, p. 27–38 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2003/549/oj

32003D0549

2003/549/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 2003, για την παράταση της περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 95 παράγραφος 6 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με τις εθνικές διατάξεις για τη χρήση των χλωριωμένων παραφινών μικρής αλυσίδας που κοινοποιήθηκαν από τις Κάτω Χώρες σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 4 (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2003) 2539]

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 187 της 26/07/2003 σ. 0027 - 0038


Απόφαση της Επιτροπής

της 17ης Ιουλίου 2003

για την παράταση της περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 95 παράγραφος 6 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με τις εθνικές διατάξεις για τη χρήση των χλωριωμένων παραφινών μικρής αλυσίδας που κοινοποιήθηκαν από τις Κάτω Χώρες σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 4

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2003) 2539]

(Το κείμενο στην ολλανδική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2003/549/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95 παράγραφος 6,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

(1) Με επιστολή του γραφείου της μόνιμης αντιπροσωπείας του Βασιλείου των Κάτω Χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, της 17ης Ιανουαρίου 2003, η κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 4 της συνθήκης, κοινοποίησε στην Επιτροπή τις εθνικές διατάξεις που διέπουν τη χρήση χλωριωμένων παραφινών μικρής αλυσίδας (στο εξής αναφέρονται ως ΧΠΜΑ), τις οποίες θεωρεί απαραίτητο να διατηρήσει μετά την έκδοση της οδηγίας 2002/45/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για την 20ή τροποποίηση της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου(1).

1. Άρθρο 95 παράγραφοι 4 και 6 της συνθήκης

(2) Το άρθρο 95 παράγραφοι 4 και 6 της συνθήκης προβλέπουν τα εξής:

"4. Όταν, αφού το Συμβούλιο ή η Επιτροπή θεσπίσουν ένα μέτρο εναρμόνισης, ένα κράτος μέλος θεωρεί αναγκαίο να διατηρήσει εθνικές διατάξεις που δικαιολογούνται από τις επιτακτικές ανάγκες που προβλέπονται στο άρθρο 30 ή διατάξεις σχετικές με την προστασία του περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας, τις κοινοποιεί στην Επιτροπή, καθώς και τους λόγους διατήρησής τους.

(.....)

6. Η Επιτροπή, εντός έξι μηνών από τις κοινοποιήσεις, εγκρίνει ή απορρίπτει τις εν λόγω εθνικές διατάξεις, αφού εξακριβώσει εάν αποτελούν ή όχι μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών, και εάν συνιστούν ή όχι εμπόδια στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Εάν η Επιτροπή δεν αποφασίσει εντός αυτής της περιόδου, οι εθνικές διατάξεις, επί των οποίων οι παράγραφοι 4 (...) λογίζονται ότι έχουν εγκριθεί.

Εάν η πολυπλοκότητα του αντικειμένου το δικαιολογεί, και δεν υπάρχει κίνδυνος για την υγεία του ανθρώπου, η Επιτροπή μπορεί να κοινοποιήσει στο συγκεκριμένο κράτος μέλος ότι η περίοδος η αναφερόμενη στην παρούσα παράγραφο μπορεί να παραταθεί μέχρι ένα εξάμηνο."

2. Οδηγία 2002/45/ΕΚ

(3) Η οδηγία 76/769/EΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1976, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν περιορισμούς κυκλοφορίας στην αγορά και χρήσεως μερικών επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων(2), όπως έχει τροποποιηθεί, θεσπίζει κανόνες που περιορίζουν την κυκλοφορία στην αγορά και τη χρήση ορισμένων επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1, η οδηγία εφαρμόζεται στις επικίνδυνες ουσίες και παρασκευάσματα που παρατίθενται στο παράρτημα Ι.

(4) Σύμφωνα με το άρθρο 2, τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε οι επικίνδυνες ουσίες και τα παρασκευάσματα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος Ι να μην δύνανται να κυκλοφορούν στην αγορά ή να χρησιμοποιηθούν παρά μόνο υπό τους όρους τους προβλεπόμενους στο παράρτημα.

(5) Η οδηγία 76/769/EΟΚ τροποποιήθηκε πολλές φορές, μεταξύ άλλων για να προστεθούν νέες επικίνδυνες ουσίες και παρασκευάσματα στο παράρτημα Ι της οδηγίας, θεσπίζοντας έτσι τους περιορισμούς για την κυκλοφορία τους στην αγορά ή τη χρησιμοποίησή τους που είναι απαραίτητες για την προστασία της ανθρώπινης υγείας ή του περιβάλλοντος.

(6) Έχοντας συνταχθεί με τη νομική βάση του άρθρου 95 της συνθήκης, η οδηγία 2002/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου εισήγαγε στο παράρτημα Ι της οδηγίας 76/769/EΟΚ ένα νέο σημείο 42 σχετικό με τις αλκάνες, C10-C13, χλωρο (ΧΠΜΑ), ορίζοντας κανόνες για την κυκλοφορία στην αγορά τη χρησιμοποίηση των ουσιών αυτών.

(7) Στην αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας, αναφέρεται ότι "οι περιορισμοί που έχουν θεσπιστεί ή προγραμματιστεί από ορισμένα κράτη μέλη σχετικά με τη χρήση χλωριωμένων παραφινών μικρής αλυσίδας (ΧΠΜΑ) μετά την απόφαση 95/1 της PARCOM (σύμβαση για την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης από χερσαίες πηγές), επηρεάζουν άμεσα την ολοκλήρωση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Ως εκ τούτου, απαιτείται η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που διέπουν το συγκεκριμένο τομέα και τροποποίηση, επομένως, του παραρτήματος Ι της οδηγίας 76/769/EΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1976, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν περιορισμούς κυκλοφορίας στην αγορά και χρήσεως μερικών επικινδύνων ουσιών και παρασκευασμάτων λαμβάνοντας υπόψη τις κοινοτικές εκτιμήσεις του κινδύνου και τις οικείες επιστημονικές αποδείξεις που υποστηρίζουν την απόφαση PARCOM 95/1".

(8) Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 και 3 υπενθυμίζουν το ιστορικό της οδηγίας, αναφέροντας ότι "οι ΧΠΜΑ έχουν χαρακτηριστεί ως επικίνδυνες για το περιβάλλον γιατί είναι πολύ τοξικές για τους υδρόβιους οργανισμούς και διότι δύνανται να έχουν μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο υδάτινο περιβάλλον" και ότι "η Επιτροπή εξέδωσε σύσταση στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1993, για την αξιολόγηση και τον έλεγχο των κινδύνων από τις υπάρχουσες ουσίες(3), στην οποία συνιστά τη λήψη ειδικών μέτρων για τον περιορισμό της χρήσης ΧΠΜΑ, ιδίως στα υγρά επεξεργασίας μετάλλων και στα προϊόντα τελικής επεξεργασίας δερμάτων, με σκοπό την προστασία του υδάτινου περιβάλλοντος", αντιστοίχως.

(9) Σύμφωνα με το σημείο 42.1, οι ΧΠΜΑ δεν επιτρέπεται να διατεθούν στην αγορά για να χρησιμοποιηθούν ως ουσίες ή ως συστατικά άλλων ουσιών ή παρασκευασμάτων σε συγκεντρώσεις υψηλότερες από 1 %:

- Στη μεταλλουργία.

- Για τη λίπανση δερμάτων.

(10) Το σημείο 42.2 προβλέπει ότι πριν από την 1η Ιανουαρίου του 2003 όλες οι εναπομένουσες χρήσεις των ΧΠΜΑ θα επανεξεταστούν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη και την επιτροπή OSPAR, υπό το φως των σχετικών νέων επιστημονικών δεδομένων όσον αφορά τους κινδύνους που προκαλούν οι ΧΠΜΑ για την υγεία και το περιβάλλον και ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα ενημερωθεί σχετικά με το αποτέλεσμα αυτής της επανεξέτασης.

(11) Το άρθρο 2 παράγραφος 1 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη θα θεσπίσουν και θα δημοσιεύσουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις ώστε να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 6 Ιουλίου 2003, ότι θα ενημερώσουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά και ότι θα εφαρμόσουν τις διατάξεις αυτές το αργότερο στις 6 Ιανουαρίου 2004.

3. Εθνικές διατάξεις

(12) Οι εθνικές διατάξεις που κοινοποίησαν οι Κάτω Χώρες θεσπίστηκαν με την απόφαση της 3ης Νοεμβρίου 1999, περί καθορισμού κανόνων που απαγορεύουν ορισμένες χρήσεις χλωριωμένων παραφινών μικρής αλυσίδας [απόφαση για τις χλωριωμένες παραφίνες, νομοθετική πράξη περί χημικών ουσιών (WMS)] (Staatsblad van het Koninkrijk der Nederlanden, Jaargang 1999, 478).

(13) Το άρθρο 1 προβλέπει ότι η απόφαση εφαρμόζεται στα χλωριωμένα αλκάνια με αλυσίδα από 10 έως 13 περιλαμβανομένων των ατόμων άνθρακα και βαθμό χλωρίωσης όχι μικρότερο από 48 % κατά βάρος.

Υπό το άρθρο 2 παράγραφος 1, οι ΧΠΜΑ που αναφέρονται στο άρθρο 1 δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται:

- ως πλαστικοποιητές σε χρώματα, επιχρίσματα ή στεγανωτικά·

- σε υγρά επεξεργασίας μετάλλων·

- ως επιβραδυντικά φλόγας σε καουτσούκ, πλαστικά ή κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα.

Εντούτοις, βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 2, οι ΧΠΜΑ μπορούν να συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2004 σε στεγανωτικά φραγμάτων ή ως επιβραδυντικά φλόγας σε ταινιοδρόμους για αποκλειστική χρήση σε ορυχεία.

(14) Οι διατάξεις αυτές κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή στο στάδιο του σχεδίου στις 8 Μαρτίου 1999 στο πλαίσιο της οδηγίας 98/34/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών(4). Οι Κάτω Χώρες τόνισαν ότι η θέσπιση των σχετικών διατάξεων ήταν απαραίτητη για να συμμορφωθεί η χώρα αυτή με τις διεθνείς υποχρεώσεις της υπό τη Σύμβαση για την Πρόληψη της Θαλάσσιας Ρύπανσης από Χερσαίες Πηγές ("Σύμβαση του Παρισιού") και με την απόφαση και με την απόφαση 95/1 της Επιτροπής του Παρισιού (PARCOM) του Ιουνίου 1995 για τη σταδιακή εξάλειψη των ΧΠΜΑ που ελήφθη στο πλαίσιο της εφαρμογής της σύμβασης, στην οποία το Βασίλειο των Κάτω Χωρών είναι συμβαλλόμενο μέρος(5). Πέντε κράτη μέλη(6) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσαν παρατηρήσεις, ενώ η Ισπανία εξέδωσε αναλυτική γνώμη. Όλα αυτά τα κράτη μέλη, εκτός από τη Δανία και την Αυστρία ήταν αντίθετα με τη θέσπιση των εν λόγω εθνικών μέτρων, και επίσης αντίθετη ήταν και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

4. Γενικές πληροφορίες για τις ΧΠΜΑ

(15) Οι χλωριωμένες παραφίνες είναι χημικές ουσίες που παρασκευάζονται με τη χλωρίωση παραφινών ή αλκανίων ευθείας αλυσίδας. Διαιρούνται συχνά σε διάφορες ομάδες ανάλογα με το μήκος της αλυσίδας του αρχικού υλικού και την ποσότητα του χλωρίου στο τελικό προϊόν. Τρεις κύριες ομάδες είναι οι χλωριωμένες παραφίνες μικρής, μεσαίας και μεγάλης αλυσίδας (ΧΠΜΑ, ΧΠΜεσΑ και ΧΠΜεγΑ, αντιστοίχως). Οι ΧΠΜΑ παρασκευάζονται από παραφίνες ευθείας αλυσίδας με μήκος αλυσίδας C 10 ως C 13. Οι εμπορικές ΧΠΜΑ μπορούν να περιέχουν από 49 έως 71 % χλώριο κατά μέσο όρο. Μπορούν να διατίθενται στην αγορά και να χρησιμοποιούνται σε καθαρή μορφή αλλά μπορούν επίσης να εμφανίζονται ως προσμίξεις σε άλλες ουσίες και παρασκευάσματα, ιδιαίτερα ΧΠΜεσΑ(7).

(16) Στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα οι ΧΠΜΑ χρησιμοποιούνται κυρίως ως πρόσθετα σε υγρά επεξεργασίας μετάλλων. Άλλες χρήσεις είναι ως επιβραδυντικά φλόγας σε παράγωγα του καουτσούκ και ως πρόσθετα σε χρώματα και άλλα επιχρίσματα. Μικρότερης σημασίας χρήσεις είναι για τη λίπανση και το μαλάκωμα στη βιομηχανία δέρματος, για τον εμποτισμό νημάτων στην κλωστοϋφαντουργία και ως πρόσθετα για στεγανωτικά.

(17) Οι ΧΠΜΑ ταξινομούνται ως επικίνδυνες ουσίες στο πλαίσιο της οδηγίας 67/548/EΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1967, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν στην ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικινδύνων ουσιών(8). Συγκεκριμένα, έχουν ταξινομηθεί ως καρκινογόνες, κατηγορίας 3, και επισημαίνεται με τη φράση κινδύνου R 40 (δύνανται να προκαλέσει μη αναστρέψιμα αποτελέσματα) και το σύμβολο Xn (βλαβερή). Είναι επίσης ταξινομημένες ως επικίνδυνες για το περιβάλλον και επισημαίνονται με τη φράση κινδύνου R 50/53 ("πολύ τοξική για τους υδρόβιους οργανισμούς" και "δύναται να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο υδάτινο περιβάλλον") και το σύμβολο N ("επικίνδυνη για το περιβάλλον").

(18) Λόγω της τοξικότητάς τους και της φαινόμενης εμμονής τους και τάσης για βιοσυσσώρευση, οι ΧΠΜΑ περιλαμβάνονται στις ουσίες για τις οποίες προβλέπονται μέτρα που αποσκοπούν στην καταπολέμηση της ρύπανσης υπό τη σύμβαση του Παρισιού (σήμερα σύμβαση OSPAR)(9). Στις αρχές τις δεκαετίας του 1990, η επιτροπή του Παρισιού εξέφρασε ανησυχία σχετικά με τις εκπομπές ΧΠΜΑ στο θαλάσσιο περιβάλλον και άρχισε να εξετάζει κανονιστικά μέτρα για τη χρήση αυτών των ουσιών. Εκείνη την εποχή, οι ευρωπαίοι παραγωγοί υπέβαλαν πρόταση εθελούσιας συμφωνίας με σκοπό τη σταδιακή κατάργηση της προσφοράς ΧΠΜΑ που προορίζονται για εφαρμογές σε υγρά επεξεργασίας μετάλλων και την ενθάρρυνση των βιομηχανιών στα επόμενα στάδια της παραγωγικής διεργασίας να χρησιμοποιούν προϊόντα λιγότερο βλαβερά για το υδάτινο περιβάλλον. Οι διαπραγματεύσεις δεν είχαν επιτυχία και η επιτροπή του Παρισιού (PARCOM) εξέδωσε τελικά την απόφαση 95/1. Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν αντίθετο με την απόφαση αυτή, τονίζοντας ότι η απόφαση δεν υποστηριζόταν από κατάλληλη αξιολόγηση των κινδύνων.

(19) Με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1179/94(10) της Επιτροπής, οι ΧΠΜΑ συμπεριλήφθηκαν στον πρώτο κατάλογο ουσιών προτεραιότητας που θα αποτελούσαν αντικείμενο αξιολόγησης κινδύνου υπό τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου, της 23 Mαρτίου 1993, για την αξιολόγηση και τον έλεγχο των κινδύνων από τις υπάρχουσες ουσίες(11), με το Ηνωμένο Βασίλειο ως εισηγητή.

(20) Η έκθεση αξιολόγησης κινδύνων που συνέταξε το Ηνωμένο Βασίλειο υποβλήθηκε στους τεχνικούς εμπειρογνώμονες(12) των κρατών μελών για εξέταση. Έχοντας οριστικοποιηθεί τον Σεπτέμβριο του 1997, η έκθεση(13), που εξέτασε όλα τα επιστημονικά στοιχεία που ήταν διαθέσιμα μέχρι το 1996, περιλαμβανομένων αυτών στα οποία βασίστηκε η απόφαση 95/1 της PARCOM, τόνισε ορισμένους περιβαλλοντικούς κινδύνους για τους υδρόβιους οργανισμούς από τη χρήση των ΧΠΜΑ στη μεταλλουργία και την επεξεργασία δέρματος, για τους οποίους πρότεινε να εξεταστεί το ενδεχόμενο λήψης μέτρων μείωσης των κινδύνων. Οι υπόλοιπες τρέχουσες χρήσεις δεν θεωρήθηκε ότι προκαλούν ανησυχίες τόσο για το υδάτινο περιβάλλον όσο και για την ανθρώπινη υγεία, αν και θεωρήθηκε ότι χρειάζονται περαιτέρω πληροφορίες και δοκιμές για τον επαρκή χαρακτηρισμό ορισμένων πιθανών περιβαλλοντικών κινδύνων από τη χρήση ΧΠΜΑ στο καουτσούκ.

(21) Η έκθεση αξιολόγησης κινδύνων υποβλήθηκε στη συνέχεια στην Επιστημονική Επιτροπή Τοξικότητας, Οικοτοξικότητας και Περιβάλλοντος (CSTEE) για αναθεώρηση ισότιμων εταίρων. Στη γνωμοδότησής της, της 27ης Νοεμβρίου 1998(14), η CSTEE επιβεβαίωσε την επιστημονική εγκυρότητα των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης κινδύνων. Τα αποτελέσματα αυτά και η αντίστοιχη στρατηγική μείωσης κινδύνων εκδόθηκαν τελικά σε επίπεδο Κοινότητας με τη σύσταση 1999/721/ΕΚ της Επιτροπής, της 12ης Οκτωβρίου 1999, στο πλαίσιο του κανονισμού (EΟΚ) αριθ. 793/93. Τα σχετικά μέρη της σύστασης αναπαράγονται παρακάτω.

"I. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΙΝΔΥΝΩΝ

A. Ανθρώπινη υγεία

Το πόρισμα της αξιολόγησης κινδύνων για τους ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ, τους ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ και τον ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ ΕΚΤΙΘΕΤΑΙ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ είναι ότι δεν υπάρχει επί του παρόντος ανάγκη περισσότερων στοιχείων ή/και δοκιμασιών ή μέτρων περιορισμού κινδύνων πέραν όσων ήδη εφαρμόζονται. Αυτό επειδή:

- η αξιολόγηση κινδύνων δείχνει ότι δεν αναμένεται να προκύψουν κίνδυνοι για τις προαναφερόμενες ομάδες πληθυσμού. Η κύρια οδός έκθεσης των εργαζομένων κατά την παραγωγή και τη χρήση της ουσίας είναι μέσω του δέρματος. Πιθανόν και η εισπνοή να αποτελεί οδό έκθεσης κατά την επεξεργασία μετάλλων και τη χρήση λιωμένων συγκολλητικών που περιέχουν την ουσία. Τα μέτρα περιορισμού κινδύνων που ήδη εφαρμόζονται στους χώρους εργασίας ή άλλα νομοθετικά ή κοινοτικά μέτρα, θεωρούνται επαρκή,

- η έκθεση των καταναλωτών που μπορεί να προκύψει κατά την επαφή τους με δερμάτινα είδη επεξεργασμένα με την ουσία και από μη επαγγελματικής φύσεως χρήση υγρών επεξεργασίας μετάλλων θεωρείται αμελητέα.

B. Περιβάλλον

Το πόρισμα της αξιολόγησης κινδύνων για το περιβάλλον στο ΥΔΑΤΙΝΟ (ιζήματα) και στο ΧΕΡΣΑΙΟ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑ είναι ότι υπάρχει ανάγκη περαιτέρω στοιχείων ή/και δοκιμασιών. Αυτό επειδή:

- χρειάζονται περισσότερα στοιχεία για να διευκρινιστούν σωστά οι κίνδυνοι για τα ιζήματα κατά την παραγωγή της ουσίας και της χρήσης της στο καουτσούκ, για το έδαφος και τα ιζήματα κατά την παρασκευή και χρήση υγρών επεξεργασίας μετάλλων και προϊόντων τελικής επεξεργασίας δερμάτων, και για το έδαφος και τα ιζήματα σε περιφερειακό επίπεδο.

Τα απαιτούμενα στοιχεία είναι:

- πειραματικός προσδιορισμός του Koc(15),

- στοιχεία ελέγχου του εδάφους και των ιζημάτων κοντά στις πηγές απόρριψης,

- δοκιμασίες τοξικότητας για τους οργανισμούς που ζουν στο έδαφος και τα ιζήματα, αν τα προαναφερόμενα στοιχεία δεν μπορούν να καθησυχάσουν τις ανησυχίες για τα παραπάνω οικοσυστήματα.

Το πόρισμα της αξιολόγησης κινδύνων για το περιβάλλον στους ΜΙΚΡΟΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΩΝ ΣΤΑΘΜΩΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΛΥΜΑΤΩΝ και στην ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ είναι ότι δεν υπάρχει επί του παρόντος ανάγκη περαιτέρω στοιχείων ή/και δοκιμασιών ή μέτρων περιορισμού κινδύνων πέραν όσων ήδη εφαρμόζονται. Αυτό επειδή:

- η αξιολόγησης κινδύνων δείχνει ότι δεν πρέπει να αναμένονται κίνδυνοι για τις περιβαλλοντικές σφαίρες που αναφέρονται. Τα μέτρα περιορισμού κινδύνων που ήδη εφαρμόζονται θεωρούνται επαρκή.

Το πόρισμα της αξιολόγησης κινδύνων για το περιβάλλον στα ΥΔΑΤΙΝΑ (εκτός των ιζημάτων) ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ και σε ΜΗ ΕΙΔΙΚΕΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΔΡΑΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΤΡΟΦΙΚΗΣ ΑΛΥΣΙΔΑΣ είναι ότι υπάρχει ανάγκη ειδικών μέτρων για περιορισμό των κινδύνων. Αυτό επειδή:

- υπάρχουν υπόνοιες για δράσεις επί του τοπικού υδάτινου περιβάλλοντος ως συνέπεια της έκθεσης κατά την παρασκευή και τη χρήση υγρών επεξεργασίας μετάλλων και προϊόντων τελικής επεξεργασίας δερμάτων που περιέχουν την ουσία,

- υπάρχουν υπόνοιες μη ειδικών ως προς τα περιβαλλοντικά διαμερίσματα δράσεων επί της τροφικής αλυσίδας κατά την παρασκευή και τη χρήση προϊόντων τελικής επεξεργασίας δερμάτων και τη χρήση υγρών επεξεργασίας μετάλλων που περιέχουν την ουσία.

II. ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Πρέπει να αντιμετωπιστεί η υιοθέτηση περιορισμών εμπορίας και χρήσης της ουσίας σε κοινοτικό επίπεδο, για την προστασία του περιβάλλοντος από τη χρήση και την παρασκευή προϊόντων, ιδίως δε κατά την επεξεργασία μετάλλων και δερμάτων. Χρειάζεται περαιτέρω προσπάθεια για τον καθορισμό των χρήσεων της ουσίας που απαιτείται να προβλεφθούν παρεκκλίσεις. Τα μέτρα που προσδιορίστηκαν για να προστατέψουν το περιβάλλον περιορίζουν ταυτόχρονα και την έκθεση του ανθρώπου."

(22) Στις 20 Ιουνίου 2000 η Επιτροπή εξέδωσε πρόταση τροποποίησης της οδηγίας 76/769/EΚ με σκοπό την καθιέρωση των περιορισμών εμπορίας και χρήσης που υποδεικνύεται από την κοινοτική αξιολόγηση κινδύνων, που οδήγησε τελικά στην έκδοση της οδηγίας 2002/45/EΚ από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(23) Όπως απαιτείται από το σημείο 42.2 του παραρτήματος Ι της οδηγίας 76/769/EΟΚ, όπως καθιερώθηκε με την οδηγία 2002/45/EΚ, η Επιτροπή άρχισε την επανεξέταση των υπόλοιπων χρήσεων των ΧΠΜΑ. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ζήτησε από το Ηνωμένο Βασίλειο, ως κράτος μέλος εισηγητής για την αξιολόγηση κινδύνων των ΧΠΜΑ στο πλαίσιο του κανονισμού 793/93/EΚ, να συλλέξει και να επανεξετάσει όλα τα νέα σχετικά διαθέσιμα στοιχεία και, εάν ενδείκνυται, να ενημερώσει την έκθεση κοινοτικής αξιολόγησης κινδύνων. Επιπλέον, η Επιτροπή ρώτησε τη γραμματεία του OSPAR εάν υπάρχουν νέα επιστημονικά δεδομένα σχετικά με τους κινδύνους που προκαλούν οι ΧΠΜΑ τα οποία θα μπορούσαν να τροποποιήσουν τα συμπεράσματα της προηγούμενης αξιολόγησης κινδύνων. Τέλος, η Επιτροπή ρώτησε την CSTEE εάν γνώριζε τυχόν νέα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα της αξιολόγησης κινδύνων και θα απαιτούσαν ενδεχομένως τροποποίηση των πορισμάτων της.

(24) Στη γνωμοδότηση της 22ας Δεκεμβρίου 2002, η CSTEE συμπεραίνει ότι η εξέταση των νέων γνώσεων σχετικά με τις ΧΠΜΑ δεν δείχνει καμία ανάγκη μεταβολής των πορισμάτων της κοινοτικής αξιολόγησης κινδύνων(16).

(25) Τον Φεβρουάριο του 2003, το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε ένα σχέδιο ενημερωμένης έκθεσης αξιολόγησης κινδύνων για τις ΧΠΜΑ ως συνέχεια της οδηγίας 2002/45/EΚ. Το σχέδιο έκθεσης εξετάζει τα δεδομένα για την περιβαλλοντική έκθεση, την πορεία και τα αποτελέσματα των ΧΠΜΑ, τα οποία έγιναν διαθέσιμα μετά την ολοκλήρωση της αρχικής αξιολόγησης κινδύνων και επανεξετάζει τους κινδύνους από τις χρήσεις εκτός από αυτές που υπόκεινται στους περιορισμούς εμπορίας και χρήσης που ορίζονται με την οδηγία 2002/45/EΚ. Εξετάστηκαν επίσης οι δύο γνωμοδοτήσεις της CSTEE που αναφέρονται παραπάνω (σημεία 21 και 24). Σε αντίθεση με την αρχική αξιολόγηση κινδύνων, το νέο σχέδιο ενημερωμένης αξιολόγησης κινδύνων καλύπτει τους κινδύνους για το θαλάσσιο περιβάλλον και εξετάζει αναλυτικά τις εκπομπές ΧΠΜΑ κατά τη διάρκεια του βίου των προϊόντων που τις περιέχουν.

(26) Τα αποτελέσματα του σχεδίου ενημερωμένης αξιολόγησης κινδύνων αναπαράγονται παρακάτω:

"(x) i) Υπάρχει ανάγκη περαιτέρω πληροφοριών ή/και δοκιμασιών.

Για τα επιφανειακά ύδατα, τα ιζήματα, το έδαφος και τη δευτερογενή δηλητηρίαση, καθώς και για τα θαλάσσια οικοσυστήματα, υπάρχει ανάγκη για περαιτέρω ειδικές πληροφορίες σχετικά με την έκθεση, για να βελτιωθούν οι εκτιμήσεις απελευθέρωσης των ουσιών για το τοπικό σενάριο (καουτσούκ, χρώματα/επιχρίσματα και κλωστοϋφαντουργία) και για το περιφερειακό σενάριο (όλες οι χρήσεις). Συγκεκριμένα, μπορούν να συγκεντρωθούν πληροφορίες για τα εξής:

- πραγματική απελευθέρωση ουσιών από τη σύνθεση και τη μετατροπή του καουτσούκ·

- τα ποσά των χλωριωμένων παραφινών μικρής αλυσίδας που χρησιμοποιούνται σε τυπικές εγκαταστάσεις επεξεργασίας κλωστοϋφαντουργικών ινών·

- απελευθερώσεις από εγκαταστάσεις επεξεργασίας κλωστοϋφαντουργικών ινών·

- απελευθερώσεις από χώρους σύνθεσης χρωμάτων και χώρους βαφής· και

- εκπομπές κατά τη χρήση και τη διάθεση των προϊόντων.

Η ουσία πληροί τα κριτήρια ελέγχου για εξέταση ως ουσία PBT, και επομένως θα μπορούσε να διενεργηθεί επίσης δοκιμή προσομοίωσης όσον αφορά τη βιοδιασπασιμότητα, για να προσδιοριστεί ο χρόνος υποδιπλασιασμού στο θαλάσσιο περιβάλλον. Η ύπαρξη συμπληρωματικών δεδομένων τοξικότητας θα επέτρεπε την αναθεώρηση των τιμών PNEC τόσο για το θαλάσσιο νερό όσο και για τα ιζήματα, αλλά η ανάγκη συλλογής τέτοιων δεδομένων είναι λιγότερο σημαντική από τον προσδιορισμό της διάρκειας. Επιπλέον, θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο διενέργειας περαιτέρω δοκιμασιών βιοδιάσπασης των χλωριωμένων παραφινών μικρής αλυσίδας στο έδαφος.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

Οι μετρήσεις δείχνουν ότι η ουσία είναι ευρέως διαδεδομένη στο περιβάλλον. Οι τάσεις όσον αφορά τα επίπεδα είναι άγνωστες, και ενδέχεται αυτά να σχετίζονται με παλαιότερες χρήσεις οι οποίες τώρα ελέγχονται. Επιπλέον, δεν διαπιστώθηκε σαφής κίνδυνος με βάση αυτές τις μετρήσεις. Πάντως, η εμφάνιση χλωριωμένων παραφινών μικρής αλυσίδας στην αρκτική και σε θαλάσσια αρπακτικά σημαίνει ότι τα ευρήματα αυτά παραμένουν πηγή ανησυχιών. Αν και δεν είναι δυνατόν να κρίνουμε με επιστημονική βάση εάν υπάρχει τρέχων ή μελλοντικός κίνδυνος για το περιβάλλον, με βάση τα παρακάτω:

- δεδομένα που δείχνουν παρουσία στον βιόκοσμο,

- φαινόμενη διάρκεια της ουσίας (με βάση εργαστηριακές δοκιμές),

- το χρόνο που θα χρειαζόταν για τη συγκέντρωση των πληροφοριών και

- το γεγονός ότι θα ήταν δύσκολο να μειωθεί η έκθεση εάν οι συμπληρωματικές πληροφορίες επιβεβαίωναν την ύπαρξη κινδύνου.

Θα πρέπει να εξεταστεί σε επίπεδο πολιτικής η ανάγκη διερεύνησης επιλογών συντηρητικής διαχείρισης κινδύνων σήμερα χωρίς να υπάρχουν δεδομένα σχετικά με τη μετρηθείσα διάρκεια υποδιπλασιασμού στο περιβάλλον, μείωση των εισροών στα νερά (και στο έδαφος από την διασπορά ιλύος υπονόμων), περιλαμβανομένων και των εισροών από 'απόβλητα που παραμένουν στο περιβάλλον'. Αυτό θα πρέπει να εξεταστεί εάν μια δοκιμή περιβαλλοντικής προσομοίωσης δείξει ότι δεν πληρείται το κριτήριο της διάρκειας. Σε σύνδεση με αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ουσία φαίνεται ότι πληροί τα κριτήρια ελέγχου για εξέταση ως υποψήφιος έμμονος οργανικός ρύπος (POP) υπό τις διεθνείς συμβάσεις.

(x) ii) Επί του παρόντος δεν υπάρχει ανάγκη για περαιτέρω πληροφορίες ή/και δοκιμασίες ή για μέτρα μείωσης των κινδύνων εκτός από αυτά που ήδη εφαρμόζονται.

Το παρόν πόρισμα ισχύει για την αξιολόγηση των εξής:

- του τοπικού διαμερίσματος επιφανειακών υδάτων για χώρους παραγωγής, για τη σύνθεση και τη χρήση στεγανωτικών, τη σύνθεση και τη χρήση χρωμάτων και επιχρισμάτων, και σε περιφερειακό επίπεδο·

- του τοπικού διαμερίσματος ιζημάτων για χώρους παραγωγής, σύνδεση και χρήση στεγανωτικών, σύνθεση και χρήση χρωμάτων και επιχρισμάτων, και σε περιφερειακό επίπεδο·

- της αξιολόγησης των εγκαταστάσεων επεξεργασίας υγρών λυμάτων από όλες τις χρήσεις·

- του ατμοσφαιρικού διαμερίσματος και διαδικασίες επεξεργασίας υγρών λυμάτων για παραγωγή και όλες τις χρήσεις·

- του τοπικού χερσαίου διαμερίσματος για χώρους παραγωγής και για σύνθεση και χρήση στεγανωτικών και σύνθεση και χρήση χρωμάτων, και το περιφερειακό διαμέρισμα γεωργικού εδάφους· και

- της δευτερογενούς δηλητηρίασης για τη χρήση στεγανωτικών."

(27) Επιπλέον των κοινοτικών μέτρων που αναφέρονται παραπάνω, οι ΧΠΜΑ εξετάζονται και από άλλα στοιχεία της κοινοτικής νομοθεσίας. Ενόψει της τοξικότητάς τους για τους ανθρώπους και της τοξικότητάς τους για τα ύδατα, της ευρέως ανιχνευθείσας παρουσίας τους στο υδάτινο περιβάλλον και του γεγονότος ότι ήδη υπάγονται στην απόφαση 95/1 της PARCOM, οι ΧΠΜΑ έχουν συμπεριληφθεί, από την απόφαση αριθ. 2455/2001/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2001, για τη θέσπιση του καταλόγου ουσιών προτεραιότητας στον τομέα της πολιτικής των υδάτων και τροποποίηση της οδηγίας 2000/60/EC(17) στις επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας με την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 3 της τελευταίας οδηγίας. Υπό την οδηγία αυτή, πρέπει να θεσπιστούν ειδικά μέτρα σε επίπεδο Κοινότητας με σκοπό την παύση ή τη σταδιακή εξάλειψη απορρίψεων, εκπομπών και απωλειών εντός 20 ετών από τη θέσπισή τους. Μέχρι τώρα δεν έχουν θεσπιστεί τέτοια μέτρα όσον αφορά τις ΧΠΜΑ.

II. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(28) Την εποχή της έκδοσης της οδηγίας 2002/45/EΚ, η αντιπροσωπεία των Κάτω Χωρών ψήφισε κατά της οδηγίας αναφέροντας, σε μια δήλωση ψήφου στις 24 Απριλίου 2002, ότι η εφαρμογή μιας οδηγίας για τις ΧΠΜΑ θα καθιστούσε αδύνατο για τις Κάτω Χώρες να εκπληρώσουν τις διεθνείς υποχρεώσεις τους υπό τη σύμβαση του Παρισιού και την απόφαση 95/1 της PARCOM.

(29) Με επιστολή του γραφείου της μόνιμης αντιπροσωπείας του Βασιλείου των Κάτω Χωρών προς την Ευρωπαϊκή Ένωση στις 17 Ιανουαρίου 2003, η κυβέρνηση των Κάτω Χωρών κοινοποίησε στην Επιτροπή τις εθνικές διατάξεις που διέπουν τη χρήση των ΧΠΜΑ τις οποίες προτίθεται να διατηρήσει μετά την έκδοση της οδηγίας 2002/45/EΚ.

(30) Με επιστολή στις 25 Μαρτίου 2003, η Επιτροπή πληροφόρησε την κυβέρνηση των Κάτω Χωρών ότι είχε λάβει την κοινοποίηση στο πλαίσιο του άρθρου 95, παράγραφος 4 της συνθήκης και ότι η εξάμηνη περίοδος για την εξέτασή της σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 6 άρχισε στις 22 Ιανουαρίου 2003, μια ημέρα μετά την παραλαβή της κοινοποίησης.

(31) Με επιστολή στις 15 Απριλίου 2003, η Επιτροπή πληροφόρησε τα άλλα κράτη μέλη σχετικά με την κοινοποίηση που έλαβε από τις Κάτω Χώρες. Η Επιτροπή δημοσίευσε επίσης μια κοινοποίηση σχετικά με την αίτηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης(18) για να πληροφορήσει τους λοιπούς ενδιαφερομένους σχετικά με τις εθνικές διατάξεις που επιθυμούν να διατηρήσουν οι Κάτω Χώρες καθώς και τους λόγους που επικαλούνται για το σκοπό αυτό.

III. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

1. Δυνατότητα αποδοχής

(32) Το άρθρο 95 παράγραφος 4 αφορά περιπτώσεις στις οποίες οι εθνικές διατάξεις κοινοποιούνται σε σχέση με ένα κοινοτικό μέτρο εναρμόνισης, θεσπίζονται και τίθενται σε ισχύ πριν από την έκδοση του εν λόγω μέτρου και των οποίων η διατήρηση θα ήταν να ασύμβατη με το μέτρο.

(33) Οι εθνικές διατάξεις κοινοποιήθηκαν σε σχέση με την οδηγία 2002/45/EΚ, ένα μέτρο εναρμόνισης που θεσπίστηκε με βάση το άρθρο 95 της συνθήκης. Εκδόθηκαν και τέθηκαν σε ισχύ το 1999, πριν επομένως από την έκδοση της οδηγίας αυτής. Όσον αφορά το ζήτημα του εάν και σε πιο βαθμό οι εθνικές διατάξεις είναι ασύμβατες με την οδηγία, οι Κάτω Χώρες έχουν τη γνώμη ότι οι εθνικές διατάξεις τους είναι μερικά μόνο ασύμβατες με αυτές που ορίζονται στην οδηγία 2002/45/EΚ. Κατά την άποψή τους, οι διατάξεις εναρμόνισης της οδηγίας 2002/45/EΚ αφορούν αποκλειστικά τις εφαρμογές τις οποίες περιορίζει ρητώς(19), δηλαδή τη χρήση των ΧΠΜΑ στην επεξεργασία μετάλλων και στη λίπανση των δερμάτων. Οι Κάτω Χώρες ισχυρίζονται ότι η ερμηνεία αυτή προκύπτει από τη διατύπωση της οδηγίας και αποτελεί λογικό επακόλουθο της αρχής της προφύλαξης(20). Από αυτή τη συγκεκριμένη άποψη, οι Κάτω Χώρες ισχυρίζονται ότι αν είχε υποτεθεί ότι η οδηγία 2002/45/EΚ ήταν ένα μέτρο συνολικής εναρμόνισης, οι νέες χρήσεις των ΧΠΜΑ που θέτουν σημαντικούς κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον θα έπρεπε να επιτρέπονται χωρίς κανονιστικές ρυθμίσεις. Οι Κάτω Χώρες καταλήγουν ότι οι εθνικές διατάξεις τους, εφόσον καλύπτουν χρήσης άλλες από αυτές που αποτελούν αντικείμενο των περιορισμών που ορίζονται στην οδηγία 2002/45/EΚ, δεν εμπίπτουν στις απαιτήσεις εναρμόνισης της οδηγίας αυτής και δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς του άρθρου 95 παράγραφος 4 της συνθήκης.

(34) Η Επιτροπή δεν συμμερίζεται τις απόψεις που εκφράζουν οι Κάτω Χώρες. Σύμφωνα με την καθιερωμένη νομολογία, ένα κοινοτικό μέτρο πρέπει να ερμηνεύεται με βάση τους επιδιωκόμενους στόχους. Η οδηγία 2002/45/EΚ βασίζεται στο άρθρο 95 παράγραφος 1 της συνθήκης, που είναι η νομική βάση για τη θέσπιση μέτρων εναρμόνισης τα οποία έχουν ως αντικείμενο την δημιουργία και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Είναι σαφές από την αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας αυτής ότι κύριος στόχος της είναι να εξαλείψει τα εμπόδια για την ολοκλήρωση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς που οφείλονται στους περιορισμούς που έχουν ήδη θεσπιστεί ή προγραμματίζονται από ορισμένα κράτη μέλη όσον αφορά τη χρήση των ΧΠΜΑ στη συνέχεια της απόφασης 95/1 της PARCOM. Είναι επίσης σαφές από την αιτιολογική σκέψη 3 ότι η οδηγία 2002/45/EΚ βασίζεται στα αποτελέσματα της κοινοτικής αξιολόγησης κινδύνων των ΧΠΜΑ, που κάλυπτε όλες τις τρέχουσες χρήσεις των ΧΠΜΑ. Επομένως, η Επιτροπή θεωρεί ότι η οδηγία 2002/45/EΚ πρέπει να ερμηνεύεται κατά την έννοια ότι έχει καθιερώσει μια εναρμόνιση όλων των τρεχουσών χρήσεων των ΧΠΜΑ που καλύπτονται από την κοινοτική αξιολόγηση κινδύνων, εμποδίζοντας έτσι τα κράτη μέλη να θεσπίζουν ή να διατηρούν εθνικούς περιορισμούς για τη χρήση των ΧΠΜΑ που υπερβαίνουν τα όρια που ορίζονται στην οδηγία αυτή.

(35) Στον παρακάτω πίνακα συγκρίνονται οι κοινοποιημένες εθνικές διατάξεις και η οδηγία 2002/45/EΚ:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(36) Από τον ανωτέρω πίνακα προκύπτει ότι οι κοινοποιημένες εθνικές διατάξεις αποκλίνουν από τις απαιτήσεις της οδηγίας 2002/45/ΕΚ από τις εξής απόψεις:

- στις Κάτω Χώρες απαγορεύεται η χρήση ΧΠΜΑ με βαθμό χλωρίωσης όχι μικρότερο του 48 % ως πλαστικοποιητικών ουσιών σε χρώματα, επιχρίσματα ή στεγανωτικά και ως ουσιών επιβραδυντικών της φλόγας στο καουτσούκ, τα πλαστικά ή τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, πράγμα που δεν υπόκειται σε περιορισμούς της εμπορίας και της χρήσης το πλαίσιο της οδηγίας·

- στις Κάτω Χώρες απαγορεύεται η χρήση, στη μεταλλουργία, υγρών ή ουσιών και παρασκευασμάτων στα οποία περιλαμβάνονται ως συστατικά ΧΠΜΑ με βαθμό χλωρίωσης όχι μικρότερο του 48 %, πράγμα που δεν υπόκειται σε περιορισμούς της εμπορίας και της χρήσης στο πλαίσιο της οδηγίας αν οι ΧΠΜΑ υπάρχουν σε συγκέντρωση του 1 %.

(37) Οι εθνικές διατάξεις δεν καλύπτουν ούτε τη χρήση ΧΠΜΑ ως ουσιών ούτε ως συστατικών άλλων ουσιών και παρασκευασμάτων για τη λίπανση των δερμάτων ούτε τη χρήση ΧΠΜΑ με βαθμό χλωρίωσης μικρότερο του 48 % ως ουσιών ή ως συστατικών άλλων ουσιών και παρασκευασμάτων σε υγρά επεξεργασίας μετάλλων. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαθέτει η Επιτροπή, οι χρήσεις αυτές εξακολουθούν να μην υπόκεινται σε κανονιστική ρύθμιση και επομένως επιτρέπονται στις Κάτω Χώρες. Από την άποψη αυτή, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι επίκληση του άρθρου 95 παράγραφος 4 μπορεί να γίνει μόνο σε σχέση με εθνικές διατάξεις που είναι ασύμβατες με ένα κοινοτικό μέτρο εναρμόνισης και όχι σε σχέση με την απουσία εθνικών κανονιστικών μέτρων, η θέσπιση των οποίων απαιτείται στο πλαίσιο ενός κοινοτικού μέτρου εναρμόνισης. Επομένως, η αίτηση που υπέβαλαν οι Κάτω Χώρες υπό το άρθρο 95 παράγραφος 4 δεν επηρεάζει τις υποχρεώσεις που έχουν οι Κάτω Χώρες όσον αφορά την έγκαιρη και την ορθή μεταφορά των διατάξεων της οδηγίας 2002/45/EΚ στο δίκαιο των Κάτω Χωρών.

(38) Επιπλέον, το άρθρο 95 παράγραφος 4 απαιτεί να συνοδεύεται η κοινοποίηση των εθνικών διατάξεων από μια περιγραφή των λόγων των σχετικών με μια ή περισσότερες από τις επιτακτικές ανάγκες που αναφέρονται στο άρθρο 30 ή την προστασία του περιβάλλοντος ή το περιβάλλον εργασίας. Η αίτηση που υπέβαλαν οι Κάτω Χώρες περιέχει μια εξήγηση των λόγων που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας η οποία, κατά τη γνώμη των Κάτω Χωρών, αιτιολογεί τη διατήρηση των εθνικών της διατάξεων.

(39) Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι η αίτηση που υπέβαλαν οι Κάτω Χώρες για να τους επιτραπεί η διατήρηση των εθνικών τους διατάξεων σχετικά με τις ΧΠΜΑ δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

2. Πλεονεκτήματα

(40) Σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφοι 4 και 6 πρώτο εδάφιο,της συνθήκης, η Επιτροπή οφείλει να εξακριβώσει ότι πληρούνται όλοι οι όροι που παρέχουν τη δυνατότητα σε ένα κράτος μέλος να διατηρεί τις εθνικές του διατάξεις οι οποίες παρεκκλίνουν από ένα κοινοτικό μέτρο εναρμόνισης που προβλέπονται από το εν λόγω άρθρο. Συγκεκριμένα, οι εθνικές διατάξεις πρέπει να αιτιολογούνται από τις επιτακτικές ανάγκες προστασίας που αναφέρονται στο άρθρο 30 της συνθήκης ή που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας, δεν πρέπει να αποτελούν μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών και δεν πρέπει να συνιστούν εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(41) Σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή πρέπει να αποφασίσει εντός 6 μηνών από την κοινοποίηση. Εντούτοις, στο πλαίσιο του άρθρου 95 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο, η Επιτροπή μπορεί να κοινοποιήσει στο σχετικό κράτος μέλος ότι η περίοδος αυτή μπορεί να παραταθεί για συμπληρωματική περίοδο μέχρι 6 μηνών εάν αυτό δικαιολογείται από την πολυπλοκότητα του ζητήματος και δεν υπάρχει κίνδυνος για την ανθρώπινη υγεία.

2.1. Αιτιολόγηση βάσει των μεγάλων αναγκών που αναφέρονται στο άρθρο 30 ή των σχετικών με την προστασία του περιβάλλοντος ή του εργασιακού περιβάλλοντος

(42) Οι Κάτω Χώρες θεωρούν ότι οι εθνικές τους διατάξεις είναι απαραίτητες για την προστασία του υδάτινου περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας από τους κινδύνους που οφείλονται στις τρέχουσες χρήσεις των ΧΠΜΑ. Γίνεται αναφορά στην αρχή της προφύλαξης. Κατά την άποψή τους, η αρχή αυτή πρέπει να ερμηνεύεται κατά την έννοια ότι δεν μπορεί να αναμένεται ότι θα περιμένουμε μέχρι να εμφανιστεί σοβαρό πρόβλημα, λόγω ιδιαιτέρως της σημασίας του εδάφους και των επιφανειακών υδάτων υψηλής ποιότητας για την ανθρώπινη υγεία. Οι Κάτω Χώρες υπενθυμίζουν ότι οι ΧΠΜΑ είναι εξαιρετικά επικίνδυνες ουσίες. Είναι ταξινομημένες ως επικίνδυνες τόσο για την ανθρώπινη υγεία όσο και για το περιβάλλον υπό την οδηγία 67/548/ΕΟΚ. Θεωρούνται επίσης ότι είναι ουσίες έμμονες και ιδιαίτερα βλαβερές για το υδάτινο περιβάλλον υπό τη σύμβαση OSPAR και, εν όψει της παρουσίας τους στο περιβάλλον αποφασίστηκε η σταδιακή εξάλειψη των χρήσεων τους μέσω της απόφασης 95/1 της επιτροπής του Παρισιού (σήμερα επιτροπή OSPAR). Οι Κάτω Χώρες τονίζουν ότι οι ΧΠΜΑ δημιουργούν σοβαρό κίνδυνο για το υδάτινο περιβάλλον των Κάτω Χωρών. Αυτό φαίνεται σαφώς σε μια μελέτη που εκπόνησε ένας σύμβουλος τοξικολογίας της χώρας αυτής, η οποία επισυνάπτεται στην κοινοποίηση που υπέβαλαν οι Κάτω Χώρες. Οι Κάτω Χώρες ισχυρίζονται επίσης ότι η δημόσια υγεία είναι επίσης σε κίνδυνο λόγω του γεγονότος ότι τόσο τα επιφανειακά όσο και τα υπόγεια ύδατα χρησιμοποιούνται ευρέως στις Κάτω Χώρες για τη λήψη πόσιμου νερού.

(43) Για την αξιολόγηση του εάν οι εθνικές διατάξεις πληρούν τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 95 παράγραφος 4, η Επιτροπή θεωρεί ότι πρέπει να δοθεί η δέουσα προσοχή όχι μόνο στα δικαιολογητικά στοιχεία που υπέβαλαν οι Κάτω Χώρες αλλά και σε όλα τα σχετικά δεδομένα και πληροφορίες που διαθέτει η Επιτροπή, και, ιδιαιτέρως, στα αποτελέσματα της αξιολόγησης κινδύνων που διενεργήθηκε στο πλαίσιο του κανονισμού (EΟΚ) αριθ. 793/93, καθώς και σε όλα τα διαθέσιμα στοιχεία που αναφέρονται στο τμήμα Ι.4 της παρούσας απόφασης.

2.2. Προσφυγή στο άρθρο 95 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο της συνθήκης

(44) Μετά από προσεκτική εξέταση των ενλόγω στοιχείων και πληροφοριών, η Επιτροπή θεωρεί ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 95 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο, ώστε να μπορεί να προσφύγει στην δυνατότητα παράτασης της εξάμηνης περιόδου εντός της οποίας θα πρέπει να εγκρίνει ή να απορρίψει τις εθνικές διατάξεις που προβλέπονται από το ενλόγω άρθρο.

2.2.1. Αιτιολόγηση βάσει της περιπλοκότητας του ζητήματος

(45) Από την εξέταση του φακέλου κοινοποίησης που υπέβαλαν οι Κάτω Χώρες φαίνεται ότι τα μόνα δικαιολογητικά στοιχεία που περιλαμβάνονται είναι η ολλανδική μελέτη που αναφέρεται παραπάνω. Έχοντας ολοκληρωθεί το 1996, η μελέτη αυτή εξετάζει τους κινδύνους των ΧΠΜΑ στις Κάτω Χώρες. Εντούτοις, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των Κάτω Χωρών, η μελέτη αυτή δεν δείχνει ότι υπάρχει κίνδυνος για το υδάτινο περιβάλλον και για τον πληθυσμό των Κάτω Χωρών. Αντίθετα, υποστηρίζει τα πορίσματα μιας προηγούμενης μελέτης(21) ότι "με βάση τις ανεπαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα επίπεδα της έκθεσης και των αποτελεσμάτων, οι χλωριωμένες παραφίνες δεν φαίνεται ότι παρουσιάζουν σημαντικό κίνδυνο για τους ανθρώπους και τα οικοσυστήματα στις Κάτω Χώρες". Επομένως, η μελέτη αυτή δεν φαίνεται να υποστηρίζει τους λόγους που επικαλούνται οι Κάτω Χώρες για τη διατήρηση των εθνικών διατάξεων.

(46) Όπως αναφέρεται παραπάνω, η αρχική έκθεση της κοινοτικής αξιολόγησης κινδύνων για τις ΧΠΜΑ, που οριστικοποιήθηκε το 1999, δεν εκφράζει ανησυχίες τόσο για την ανθρώπινη υγεία όσο και για το περιβάλλον από τις χρήσεις των ΧΠΜΑ εκτός από της χρήση τους στην επεξεργασία μετάλλων και στην τελική επεξεργασία δερμάτων που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν μέτρα περιορισμού των κινδύνων. Τα πορίσματα αυτά επιβεβαιώθηκαν από την CSTEE στη γνωμοδότησή της, της 27ης Νοεμβρίου 1998. Μετά από προσεκτική αξιολόγηση των νέων πληροφοριών για τις ΧΠΜΑ, και ενώ επίσης έλαβε ρητά υπόψη τις διατάξεις της οδηγίας 2002/45/ΕΚ, η CSTEE κατέληξε στη γνωμοδότησή της, της 22ας Δεκεμβρίου 2002, ότι από τις ενλόγω πληροφορίες δεν προκύπτει οποιαδήποτε ανάγκη αλλαγής των πορισμάτων της κοινοτικής αξιολόγησης κινδύνων.

(47) Όμως, τα πορίσματα του σχεδίου της ενημερωμένης έκθεσης αξιολόγησης κινδύνων που εξέδωσε το Ηνωμένο Βασίλειο τον Φεβρουάριο 2003 αποκλίνουν από τα πορίσματα της αρχικής έκθεσης της κοινοτικής αξιολόγησης κινδύνων.

(48) Το σχέδιο έκθεσης εξετάζει περισσότερα δεδομένα και παρέχει μια πιο περιεκτική ανάλυση των κινδύνων από τις χρήσεις των ΧΠΜΑ εκτός από αυτές που υπόκεινται στους περιορισμούς κυκλοφορίας στην αγορά και χρήσης που ορίζονται στην οδηγία 2002/45/EΚ. Αν και το έγγραφο αυτό αναφέρεται σαφώς ότι είναι σχέδιο και προορίζεται αποκλειστικά για περαιτέρω συζητήσεις και επανεξέταση από τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών(22) στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93, η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι χρήσιμο για την εκ μέρους της αξιολόγηση της αιτιολόγησης των εθνικών διατάξεων υπό το άρθρο 95 παράγραφος 4.

(49) Το σχέδιο έκθεσης τονίζει ορισμένους πιθανούς περιβαλλοντικούς κινδύνους από όλες τις χρήσεις των ΧΠΜΑ, εκτός από της χρήση τους σε στεγανωτικά. Εντούτοις, θεωρούνται απαραίτητες περαιτέρω πληροφορίες και δοκιμές σχετικά με την έκθεση για να υπάρχουν πιο αξιόπιστα αποτελέσματα. Η έκθεση τονίζει επίσης δυνητικούς κινδύνους για το υδάτινο περιβάλλον σε σχέση με τις πιθανές ιδιότητες PBT των ΧΠΜΑ. Οι ουσίες αυτές έχουν επισημανθεί ως δυνητικά έμμονες ή δυνητικά άκρως έμμονες, με υψηλή βιοσωρευτικότητα και τοξικές. Η έκθεση αναφέρει ότι θα μπορούσαν να διενεργηθούν περαιτέρω δοκιμές αν και θα απαιτούνταν αρκετές από αυτές για να διαπιστωθεί σε πιο σταθερή επιστημονική βάση η πραγματική εμμονή των ουσιών. Η χρήση σε καουτσούκ, χρώματα και κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, καθώς και σε προϊόντα που χρησιμοποιούνται σε παρατεταμένες χρονικές περιόδους έχουν επισημανθεί ως δυνητικές πηγές και οδοί προς το θαλάσσιο περιβάλλον. Τέλος, το σχέδιο έκθεσης επισημαίνει δυνητικούς κινδύνους για το έδαφος από διάφορες πηγές, υποδεικνύοντας ότι θα μπορούσε να εξεταστεί η δυνατότητα διενέργειας περαιτέρω δοκιμών βιοδιασπασιμότητας των ΧΠΜΑ σ' αυτό το περιβαλλοντικό διαμέρισμα. Παρά αυτά τα κενά στις επιστημονικές γνώσεις, το Ηνωμένο Βασίλειο εκφράζει την άποψη ότι τα διαθέσιμα δεδομένα που τονίζουν τους δυνητικούς κινδύνους για το θαλάσσιο περιβάλλον και για το έδαφος προκαλούν σοβαρές ανησυχίες και αναφέρει ότι θα μπορούσε ήδη να εξεταστεί το ενδεχόμενο λήψης συντηρητικών μέτρων διαχείρισης κινδύνων.

(50) Τα αποτελέσματα του σχεδίου ενημερωμένης αξιολόγησης κινδύνων δείχνουν ότι τα σχετικά διαθέσιμα δεδομένα και πληροφορίες εξακολουθούν να μην είναι επαρκή για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι που αναφέρονται σ' αυτήν υπάρχουν πραγματικά και ότι θα ήταν απαραίτητες περαιτέρω πληροφορίες και δοκιμές για να μειωθούν οι αβεβαιότητες της αξιολόγησης κινδύνων. Εξάλλου, οι ανησυχίες που εξέφρασε το Ηνωμένο Βασίλειο φαίνεται ότι δείχνουν ότι αυτά τα δεδομένα και οι πληροφορίες ενδέχεται να αιτιολογούν την εξέταση λήψης μέτρων περιορισμού των κινδύνων με βάση μια συντηρητική προσέγγιση. Εντούτοις, το σχέδιο έκθεσης δεν επισημαίνει πλήρως ούτε τις χρήσεις των ΧΠΜΑ που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ανησυχίες ούτε το βαθμό στον οποίο θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν τα μέτρα περιορισμού των κινδύνων για την επαρκή κάλυψη αυτών των ανησυχιών.

(51) Ενόψει του προσωρινού χαρακτήρα του σχεδίου έκθεσης ενημερωμένης αξιολόγησης κινδύνων και των συνακόλουθων ασαφών ενδείξεων που προκύπτουν από αυτήν, η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι απαραίτητη η εξέταση του ενλόγω σχεδίου από την CSTEE (καθώς και όλων των άλλων πιθανών σχετικών διαθέσιμων στοιχείων), για να αποσαφηνιστούν, όσον αυτό είναι δυνατόν, τα ζητήματα που θέτουν τα αποτελέσματα του σχεδίου έκθεσης ενημερωμένης αξιολόγησης κινδύνων και για να αξιολογηθούν στη συνέχεια οι κοινοποιημένες εθνικές διατάξεις. Η απόφαση της Επιτροπής υπό το άρθρο 95 παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, θα πρέπει επομένως να περιμένει τα αποτελέσματα αυτής της επανεξέτασης. Λόγω των περιστάσεων αυτών και ενόψει του γεγονότος ότι το αναθεωρημένο σχέδιο της έκθεσης αξιολόγησης κινδύνων τέθηκε στη διάθεση της Επιτροπής μετά από την κοινοποίηση των εθνικών διατάξεων, η Επιτροπή θεωρεί ότι δικαιολογείται η παράταση της εξάμηνης περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας πρέπει να εγκρίνει ή να απορρίψει τις εθνικές διατάξεις για μια περαιτέρω περίοδο έτσι ώστε να είναι δυνατή η προσεκτική αξιολόγηση όλων των διαθέσιμων σχετικών στοιχείων και η εξαγωγή συμπερασμάτων όσον αφορά τις εθνικές διατάξεις. Για τον σκοπό αυτόν απαιτείται η περίοδος που λήγει στις 20 Δεκεμβρίου 2003.

2.2.2. Ανυπαρξία κινδύνων για την ανθρώπινη υγεία

(52) Όπως υποδείχτηκε παραπάνω, ούτε από τη μελέτη που αναφέρεται στην εφαρμογή που υποβλήθηκε από τις Κάτω Χώρες, ούτε και από τα σχετικά διαθέσιμα στοιχεία και πληροφορίες που βρίσκονται στην κατοχή της Επιτροπής, προκύπτει ότι υπάρχει κίνδυνος για την ανθρώπινη υγεία.

(53) Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι ικανοποιείται η προϋπόθεση της ανυπαρξίας κινδύνων για την υγεία.

IV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(54) Λαμβάνοντας υπόψη τα προηγούμενα, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι η αίτηση που της κοινοποίησαν οι Κάτω Χώρες στις 21 Ιανουαρίου 2003 με σκοπό την εξασφάλιση έγκρισης των εθνικών διατάξεών της για τη χρήση των ΧΠΜΑ μπορεί να γίνει αποδεκτή.

(55) Εντούτοις, ενόψει της πολυπλοκότητας του ζητήματος και της απουσίας στοιχείων που δείχνουν κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία, η Επιτροπή θεωρεί ότι δικαιολογείται η παράταση της περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 95 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο, για περαιτέρω περίοδο που λήγει στις 20 Δεκεμβρίου 2003.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Δυνάμει του άρθρου 95 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο της συνθήκης, η περίοδος που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου για την έγκριση ή την απόρριψη των εθνικών διατάξεων για τις ΧΠΜΑ που κοινοποιήθηκε από τις Κάτω Χώρες την 21η Ιανουαρίου 2003 βάσει του άρθρου 95 παράγραφος 4, παρατείνεται μέχρι τις 20 Δεκεμβρίου 2003.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών.

Βρυξέλλες, 17 Ιουλίου 2003.

Για την Επιτροπή

Erkki Liikanen

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ L 177 της 6.7.2002, σ. 21.

(2) ΕΕ L 262 της 27.9.1976, σ. 201.

(3) ΕΕ L 84 της 5.4.1993, σ. 1.

(4) ΕΕ L 204 της 21.7.1998, σ. 37.

(5) Υπό τη συνθήκη του Παρισιού τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύτηκαν να λάβουν όλα τα δυνατά μέτρα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της θαλάσσιας ρύπανσης από χερσαίες πηγές. Όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας εκτός από την Αυστρία, την Ελλάδα, το Λουξεμβούργο και την Ιταλία έχουν υπογράψει τη σύμβαση. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα είναι επίσης συμβαλλόμενο μέρος. Η Επιτροπή του Παρισιού (PARCOM), που απαρτίζεται από εκπροσώπους καθενός από τα συμβαλλόμενα μέρη, είναι υπεύθυνη για τη διοίκηση της σύμβασης. Το άρθρο 18.3 προβλέπει ότι η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει προγράμματα και μέτρα για την πρόληψη ή τη μείωση της ρύπανσης από χερσαίες πηγές από ορισμένες χημικές ουσίες που παρατίθενται στο παράρτημα Α, μέρος Ι, ΙΙ και ΙΙΙ της σύμβασης. Έχοντας ληφθεί με νομική βάση το άρθρο 18.3, η απόφαση 95/1 της PARCOM προβλέπει τη σταδιακή κατάργηση ορισμένων χρήσεων των ΧΠΜΑ σύμφωνα με το ακόλουθο χρονοδιάγραμμα: χρησιμοποίηση ως πλαστικοποιητές σε χρώματα και επιχρίσματα, χρήση σε υγρά επεξεργασίας μετάλλων, χρήση ως επιβραδυντικά φλόγας σε καουτσούκ, πλαστικά και κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα έως τις 31 Δεκεμβρίου 1999· χρήση ως πλαστικοποιητές σε στεγανωτικά και ως επιβραδυντικά φλόγας σε ταινιοδρόμους για αποκλειστική χρήση σε ορυχεία έως τις 31 Δεκεμβρίου 2004. Από τα 11 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που είναι συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης του Παρισιού όλα εκτός από το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν δεσμευθεί ως προς την απόφαση 95/1 της PARCOM. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν συμμετέχει στην απόφαση της PARCOM. Η σύμβαση του Παρισιού αντικαταστάθηκε από τη νέα σύμβαση για την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος του Βορειοανατολικού Ατλαντικού (σύμβαση OSPAR, 1992). Υπό τη νέα συνθήκη, μια νέα επιτροπή OSPAR αντικατέστησε την επιτροπή του Παρισιού.

(6) Ιταλία, Δανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστρία και Γερμανία.

(7) Η οδηγία 2002/45/EΚ ορίζει όριο συγκέντρωσης 1 % για τις ΧΠΜΑ ως συστατικό άλλων ουσιών και παρασκευασμάτων.

(8) EE 196, 16.8.1967 σ. 5.

(9) Βλέπε υποσημείωση 5.

(10) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1179/94 της Επιτροπής, της 25ης Μαΐου 1994, για τον πρώτο πίνακα ουσιών προτεραιότητας που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 (ΕΕ L 131 της 26.5.1994, σ. 3).

(11) ΕΕ L 84 της 5.4.1993, σ. 1· ο κανονισμός αυτός θεσπίζει, μεταξύ άλλων, μια κοινοτική διαδικασία για την αξιολόγηση των κινδύνων των υπαρχουσών ουσιών, δηλαδή ουσιών που εμφανίζονται στο Ευρωπαϊκό Ευρετήριο των Υπαρχουσών στο Εμπόριο Ουσιών (ΕΕ C 146 της 15.6.1990, σ. 1). Υπό τον κανονισμό αυτό, οι κατάλογοι των ουσιών προτεραιότητας που θα υπάγονται σε κοινοτική αξιολόγηση κινδύνων θα θεσπιστούν με έναν κανονισμό της Επιτροπής που θα ορίζει, για κάθε ουσία, το κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την αξιολόγηση. Θα πρέπει να ακολουθούνται συγκεκριμένες διαδικασίες και μεθοδολογίες για την πραγματοποίηση της αξιολόγησης των πραγματικών ή των δυνητικών κινδύνων για τους ανθρώπους και το περιβάλλον από τις εν λόγω ουσίες. Αυτές ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1994, για τον καθορισμό των αρχών αξιολόγησης των κινδύνων για τον άνθρωπο και το περιβάλλον από τις υπάρχουσες ουσίες σύμφωνα με τον κανονισμό (EΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου (ΕΕ L 161 της 26.6.1994, σ. 3). Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης κινδύνων και, κατά περίπτωση, η συνιστώμενη στρατηγική εκδίδονται τελικά σε επίπεδο κοινότητας, συνήθως με τη μορφή σύστασης της Επιτροπής. Με βάση την αξιολόγηση κινδύνων και την συνιστώμενη στρατηγική που έχουν εκδοθεί, η Επιτροπή αποφασίζει στη συνέχεια να προτείνει κοινοτικά μέτρα στο πλαίσιο της οδηγίας 76/769/EΟΚ ή στο πλαίσιο άλλων σχετικών υπαρχόντων κοινοτικών μέσων.

(12) Οι τεχνικοί εμπειρογνώμονες των κρατών μελών συνεδριάζουν τακτικά για να εξετάσουν εκθέσεις αξιολόγησης κινδύνων με σκοπό την κατάρτιση μέτρων που θα θεσπιστούν σύμφωνα με την διαδικασία της Επιτροπής που έχει θεσπιστεί με τον κανονισμό 793/93/EΟΚ του Συμβουλίου.

(13) Έκθεση αξιολόγησης κινδύνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλκάνες, C10-13, χλώρο, Γραφείο Χημικών Ουσιών, Ινστιτούτο για την Υγεία και την Προστασία των Καταναλωτών, Κοινό Κέντρο Ερευνών, Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

(14) Γνωμοδότηση της CSTEE για τα αποτελέσματα της αξιολόγησης κινδύνων των ΧΠΜΑ που διενεργήθηκε στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΟΚ) του Συμβουλίου για την αξιολόγηση και τον έλεγχο των κινδύνων των υπαρχουσών ουσιών - γνώμη που εκφράστηκε στην 6η συνεδρίαση ολομέλειας της CSTEE, Βρυξέλλες, 27 Νοεμβρίου 1998. http://europa.eu.int/comm/food/fs/sc/sct/out23_en.html

(15) Συντελεστής καταμερισμού οργανικού άνθρακα, μια παράμετρος που αντιπροσωπεύει την κατανομή μιας χημικής ένωσης μεταξύ του οργανικού άνθρακα στο έδαφος (π.χ. χουμικό οξύ) και στο νερό.

(16) Γνωμοδότηση της CSTEE για τις ΧΠΜΑ - Συνέχεια της οδηγίας 2002/45/EΚ, γνωμοδότηση που εκφράστηκε στην τρίτη συνεδρίαση ολομέλειας της CSTEE, Βρυξέλλες, 17 Δεκεμβρίου 2002. http://europa.eu.int/comm/food/fs/sc/sct/out23_en.html

(17) ΕΕ L 331 της 15.12.2001, σ. 1.

(18) ΕΕ C 188 της 8.8.2002, σ. 2.

(19) Βλέπε σελίδες 2 και 6 της αίτησης που κοινοποιήθηκε από τις Κάτω Χώρες.

(20) Βλέπε σελίδα 3 της αίτησης που κοινοποιήθηκε από τις Κάτω Χώρες.

(21) "Επεξηγηματική έκθεση για τις χλωριωμένες παραφίνες" (Sloof κ.ά.,1992).

(22) Βλέπε την υποσημείωση 12.

Top