Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017CN0408

    Υπόθεση C-408/17: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale per il Lazio (Ιταλία) στις 6 Ιουλίου 2017 — Enel Energia SpA κατά Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato κ.λπ.

    ΕΕ C 338 της 9.10.2017, p. 7–7 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    9.10.2017   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 338/7


    Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale per il Lazio (Ιταλία) στις 6 Ιουλίου 2017 — Enel Energia SpA κατά Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato κ.λπ.

    (Υπόθεση C-408/17)

    (2017/C 338/07)

    Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

    Αιτούν δικαστήριο

    Tribunale Amministrativo Regionale per il Lazio

    Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

    Προσφεύγουσα: Enel Energia SpA

    Καθών: Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato, Autorità per l’Energia Elettrica il Gas e il Sistema Idrico, Autorità per le Garanzie nelle Comunicazioni

    Προδικαστικά ερωτήματα

    1)

    Προσκρούει στη «ratio» της «γενικής» οδηγίας 2005/29/ΕΚ (1), η οποία θεωρείται «δίχτυ ασφαλείας» για την προστασία των καταναλωτών, και, ειδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 10, στο άρθρο 3, παράγραφος 4, και στο άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία υπάγει τον έλεγχο της τηρήσεως των ειδικών υποχρεώσεων που προβλέπονται από τις τομεακές οδηγίες 2009/72/ΕΚ (2) και 2009/73/ΕΚ (3) για την προστασία των καταναλωτών στο πεδίο εφαρμογής της γενικής οδηγίας 2005/29/ΕΚ για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, αποκλείοντας, εκ του αποτελέσματος, την παρέμβαση της τομεακής αρχής –εν προκειμένω της AEEGSI– για την καταστολή παραβάσεως της τομεακής οδηγίας σε κάθε περίπτωση κατά την οποία η παράβαση αυτή ενδέχεται να συνιστά ομοίως αθέμιτη εμπορική πρακτική;

    2)

    Πρέπει η κατ’ άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/29/ΕΚ αρχή της ειδικότητας να νοείται ως αρχή η οποία διέπει τις σχέσεις μεταξύ ρυθμιστικών πλαισίων (γενικού ρυθμιστικού πλαισίου και τομεακού ρυθμιστικού πλαισίου) ή τις σχέσεις μεταξύ κανόνων (γενικών κανόνων και ειδικών κανόνων) ή, τέλος, τις σχέσεις μεταξύ ανεξάρτητων εθνικών αρχών επιφορτισμένων με τη ρύθμιση και την εποπτεία των αντίστοιχων τομέων;

    3)

    Περίπτωση «συγκρούσεως» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/29/ΕΚ συνιστά μόνον η απόλυτη αντίφαση μεταξύ των διατάξεων της κανονιστικής ρυθμίσεως περί αθέμιτων εμπορικών πρακτικών και των λοιπών κανόνων του δικαίου της Ένωσης οι οποίοι ρυθμίζουν ειδικές πτυχές των εμπορικών πρακτικών ή αρκεί οι εν λόγω κανόνες να εισάγουν ρύθμιση αποκλίνουσα από την κανονιστική ρύθμιση περί αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, οδηγώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σε συρροή κανόνων επί συγκεκριμένης περιπτώσεως;

    4)

    Αφορά η κατ’ άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/29/ΕΚ έννοια των κοινοτικών κανόνων μόνον τις διατάξεις των κανονισμών και των οδηγιών της Ένωσης, καθώς και των κανόνων απευθείας μεταφοράς αυτών στην εσωτερική έννομη τάξη, ή εμπίπτουν στην εν λόγω έννοια και οι κανονιστικές και νομοθετικές διατάξεις εφαρμογής αρχών του ευρωπαϊκού δικαίου;

    5)

    Προσκρούει στην αρχή της ειδικότητας, η οποία καθιερώνεται με την αιτιολογική σκέψη 10 και το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/29/ΕΚ, καθώς και στο άρθρο 37 της οδηγίας 2009/72/ΕΚ και στο άρθρο 41 της οδηγίας 2009/73/ΕΚ ερμηνεία των αντίστοιχων κανόνων μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη κατά την οποία, οσάκις σε ρυθμιζόμενο τομέα, ο οποίος διαθέτει τομεακή ρύθμιση «περί προστασίας καταναλωτών» αναθέτουσα ρυθμιστικές εξουσίες και εξουσίες επιβολής κυρώσεων στην αρμόδια αρχή του τομέα, διαπιστώνεται συμπεριφορά εμπίπτουσα στην έννοια της «επιθετικής πρακτικής», κατά τα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας 2005/29/ΕΚ, ή της «επιθετικής υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις» πρακτικής, κατά το παράρτημα I της οδηγίας 2005/29/ΕΚ, πρέπει να εφαρμόζεται πάντα η γενική νομοθεσία για τις αθέμιτες πρακτικές, τούτο δε ακόμη και όταν υφίσταται τομεακή νομοθεσία, θεσπισθείσα για την προστασία των (ίδιων) καταναλωτών και βασιζόμενη σε διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, η οποία ρυθμίζει διεξοδικώς τις ίδιες «επιθετικές πρακτικές» και «επιθετικές υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις» πρακτικές ή, εν πάση περιπτώσει, τις ίδιες «αθέμιτες πρακτικές»;


    (1)  Οδηγία 2005/29/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές») (ΕΕ L 149, σ. 22).

    (2)  Οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ L 211, σ. 55).

    (3)  Οδηγία 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ (ΕΕ L 211, σ. 94).


    Top