Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62015CN0486

    Υπόθεση C-486/15 P: Αναίρεση που άσκησε στις 14 Σεπτεμβρίου 2015 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έκτο πενταμελές τμήμα) στις 2 Ιουλίου 2015 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-425/04 RENV και T-444/04 RENV, Γαλλία και Orange κατά Επιτροπής

    ΕΕ C 381 της 16.11.2015, p. 22–23 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    16.11.2015   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 381/22


    Αναίρεση που άσκησε στις 14 Σεπτεμβρίου 2015 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έκτο πενταμελές τμήμα) στις 2 Ιουλίου 2015 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-425/04 RENV και T-444/04 RENV, Γαλλία και Orange κατά Επιτροπής

    (Υπόθεση C-486/15 P)

    (2015/C 381/25)

    Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

    Διάδικοι

    Αναιρεσείουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: C. Giolito, B. Stromsky, D. Grespan, και T. Maxian Rusche, μέλη της νομικής υπηρεσίας)

    Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: Γαλλική Δημοκρατία, Orange, πρώην France Télécom, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

    Αιτήματα

    Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (έκτο πενταμελές τμήμα) της 2ας Ιουλίου 2015 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-425/04, Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής και T-444/04, France Télécom κατά Επιτροπής, καθόσον με αυτή:

    ακυρώθηκε το άρθρο 1 της αποφάσεως 2006/621/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Αυγούστου 2004, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γαλλία στην France Télécom (1)·

    υποχρεώθηκε η Επιτροπή να φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα οκτώ δέκατα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν η Γαλλική Δημοκρατία και η Orange στις υποθέσεις T-425/04 και T-444/04

    να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, απορρίπτοντας τις προσφυγές των προσφευγουσών και καταδικάζοντας τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα όλων των διαδικασιών·

    επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προς επανεξέταση και να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.

    Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

    Προς στήριξη της αναιρέσεως που άσκησε, η Επιτροπή προβάλλει τέσσερις λόγους.

    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, υποστηρίζει ότι η αιτιολογία της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου είναι ανεπαρκής και αντιφατική. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε τις αρχές που διατυπώθηκαν με την απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως (2) και δεν έδωσε επαρκείς απαντήσεις στα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή κατά τη διαδικασία αναπομπής.

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει την αιτίαση ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη πολλαπλώς το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συνεπεία των εν λόγω παραβάσεων, το Γενικό Δικαστήριο απέκλεισε τις δηλώσεις των δημοσίων αρχών μεταξύ Ιουλίου και Δεκεμβρίου 2002 καθώς και την πτυχή της ανακοινώσεως της 4ης Δεκεμβρίου 2002 που αφορούσε τον «καθησυχασμό των αγορών» από το πεδίο αναλύσεως του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή. Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο, επιμένοντας να εφαρμόζει το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο, δεν ακολούθησε, πράγματι, τη λύση του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα δεδομένα της περιόδου κατά την οποία ελήφθησαν τα υποστηρικτικά μέτρα καθώς και όλα τα κρίσιμα στοιχεία. Κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο φαίνεται να αγνοεί ότι ένα μέτρο ενισχύσεως μπορεί να προκύπτει από περισσότερες παρεμβάσεις που συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε πολλαπλώς σε πλάνη περί το δίκαιο, όσον αφορά την υφιστάμενη σχέση μεταξύ της έννοιας του πλεονεκτήματος και της εφαρμογής του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή. Η Επιτροπή προβάλλει ειδικότερα την αιτίαση ότι το Γενικό Δικαστήριο περιόρισε την εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε ένα περιορισμένο τμήμα της περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας το πλεονέκτημα παρήγαγε τα αποτελέσματά του. Τρίτον, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι απέκλεισε στοιχεία του γενικότερου πλαισίου από το πεδίο του ελέγχου του. Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο περιόρισε καταχρηστικώς την κοινή εξέταση περισσότερων πλεονεκτημάτων στα πλεονεκτήματα της αυτής φύσεως. Πέμπτον, το Γενικό Δικαστήριο δεν εφάρμοσε το κριτήριο που έθεσε το Δικαστήριο προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσον τα κρατικά μέτρα συνδέονται άρρηκτα και πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο κοινής εξετάσεως. Έκτον, η Επιτροπή αμφισβητεί την αναγνώριση εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου γεγονότων που συνιστούν «μεταβολές» στην πορεία των κρατικών μέτρων από τον Σεπτέμβριο έως τον Δεκέμβριο 2002. Κατά την άποψη της Επιτροπής, τέτοιου είδους «μεταβολές» δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη χωριστή εξέταση των προγενέστερων και των μεταγενέστερων της ημερομηνίας αυτής μέτρων. Τέλος, η Επιτροπή αμφισβητεί την αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τον κίνδυνο απώλειας φήμης.

    Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει την αιτίαση ότι το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη τα όρια του ελέγχου νομιμότητας των διοικητικών πράξεων στον οποίο μπορεί να προβεί.

    Με τον τελευταίο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα και μάλιστα παραμόρφωσε την απόφαση της Επιτροπής.


    (1)  ΕΕ 2006, L 257, σ. 11.

    (2)  Απόφαση Bouygues κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., C-399/10 P και C-401/10 P, EU:C:2013:175.


    Top