Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52014XX0204(01)

Περίληψη της γνωμοδότησης του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων επί της πρότασης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και επί της πρότασης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις πληροφορίες σχετικά με τον πληρωτή που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών

ΕΕ C 32 της 4.2.2014, p. 9–12 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

4.2.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 32/9


Περίληψη της γνωμοδότησης του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων επί της πρότασης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και επί της πρότασης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις πληροφορίες σχετικά με τον πληρωτή που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών

(Το πλήρες κείμενο της παρούσας γνωμοδότησης διατίθεται στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα γερμανικά μέσω του δικτυακού τόπου του ΕΕΠΔ στη διεύθυνση http://www.edps.europa.eu)

2014/C 32/06

1.   Εισαγωγή

1.1.   Διαβούλευση με τον ΕΕΠΔ

1.

Στις 5 Φεβρουαρίου 2013 η Επιτροπή εξέδωσε δύο προτάσεις: μία επί της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (1) (στο εξής: «η προτεινόμενη οδηγία»), και μία επί του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις πληροφορίες σχετικά με τον πληρωτή που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών (2) (στο εξής: «ο προτεινόμενος κανονισμός»), οι οποίες θα αναφέρονται εφεξής από κοινού ως «οι προτάσεις». Οι εν λόγω προτάσεις διαβιβάστηκαν στις 12 Φεβρουαρίου 2013 στον ΕΕΠΔ για διαβούλευση.

2.

Ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι ζητήθηκε η γνώμη του από την Επιτροπή και συνιστά να περιληφθεί στα προοίμια της προτεινόμενης οδηγίας και του προτεινόμενου κανονισμού αναφορά στη διαβούλευση.

3.

Σε χρόνο προγενέστερο της έκδοσης των προτάσεων, δόθηκε στον ΕΕΠΔ η δυνατότητα να διαβιβάσει άτυπα σχόλια στην Επιτροπή. Ορισμένα από τα σχόλια αυτά ελήφθησαν υπόψη.

1.2.   Στόχος και πεδίο εφαρμογής των προτάσεων

4.

Ως νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες νοείται, εν ευρεία εννοία, η μετατροπή περιουσιακών στοιχείων τα οποία προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα σε κατ' επίφαση νόμιμα κεφάλαια, συνήθως με τη συνδρομή του χρηματοπιστωτικού συστήματος (3). Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται μέσω της απόκρυψης της προέλευσης των κεφαλαίων, της μεταβολής της μορφής τους ή της μεταφοράς τους σε σημεία όπου είναι λιγότερο πιθανό να ελκύσουν την προσοχή των διωκτικών αρχών. Ως χρηματοδότηση της τρομοκρατίας νοείται η παροχή ή συγκέντρωση κεφαλαίων, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, με την πρόθεση να χρησιμοποιηθούν ή εν γνώσει του ότι θα χρησιμοποιηθούν για τη διάπραξη εγκλημάτων τρομοκρατίας (4).

5.

Σε επίπεδο ΕΕ, ήδη από το 1991 έχει θεσπισθεί νομοθεσία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Τα εγκλήματα αυτά αντιμετωπίζονται ως απειλή κατά της ακεραιότητας και της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα, καθώς και ως γενικότερη απειλή για την εσωτερική αγορά. Η νομική βάση των προτάσεων είναι το άρθρο 114 της ΣΛΕΕ.

6.

Οι κανόνες της ΕΕ που αποβλέπουν στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στα πρότυπα που θέσπισε η ομάδα διεθνούς χρηματοοικονομικής δράσης (FATF) (5). Οι προτάσεις αποσκοπούν στην εφαρμογή στην ΕΕ των αναθεωρημένων διεθνών προτύπων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τα οποία εκπόνησε η FATF τον Φεβρουάριο του 2012. Η μέχρι τούδε ισχύουσα συναφώς οδηγία, η αποκαλούμενη τρίτη οδηγία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (AML) (6), θεσπίστηκε το 2005, παρέχει δε το ευρωπαϊκό πλαίσιο για την εφαρμογή των διεθνών προτύπων της FATF.

7.

Η τρίτη οδηγία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες εφαρμόζεται στον χρηματοπιστωτικό τομέα (πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς), καθώς και σε επαγγελματίες όπως, μεταξύ άλλων, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, λογιστές, κτηματομεσίτες, καζίνα και φορείς παροχής υπηρεσιών σε επιχειρήσεις. Το πεδίο εφαρμογής της επεκτείνεται σε όλους τους παρόχους αγαθών, οσάκις οι πληρωμές σε μετρητά υπερβαίνουν τις 15 000 EUR. Το σύνολο των φυσικών και νομικών προσώπων επί των οποίων εφαρμόζεται η οδηγία καλείται «υπόχρεες οντότητες». Η οδηγία απαιτεί από τις εν λόγω υπόχρεες οντότητες να εξακριβώνουν την ταυτότητα των πελατών (ήτοι να επιδεικνύουν τη λεγόμενη δέουσα επιμέλεια ως προς τους πελάτες, στο εξής: ΔΕΠ) και των πραγματικών δικαιούχων και να παρακολουθούν τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές των πελατών. Συναφώς, η οδηγία επιβάλλει στις υπόχρεες οντότητες την υποχρέωση να αναφέρουν τυχόν αποχρώσες ενδείξεις νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας οι οποίες υποπίπτουν στην αντίληψή τους στις μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών (ΜΧΠ), καθώς και άλλες παρεπόμενες υποχρεώσεις. Η οδηγία θεσπίζει επίσης πρόσθετες απαιτήσεις και εγγυήσεις (όπως είναι η απαίτηση για τη λήψη αυξημένων μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη) για την αντιμετώπιση καταστάσεων αυξημένου κινδύνου.

8.

Η προτεινόμενη οδηγία διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου και αποσκοπεί στην ενίσχυση των συναφών υποχρεώσεων. Για παράδειγμα, περιλαμβάνει μεταξύ των υπόχρεων οντοτήτων τους παρόχους υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών και τους εμπορευόμενους αγαθά αξίας άνω των 7 500 EUR, απαιτεί την παροχή αναλυτικότερων στοιχείων ως προς την ταυτότητα του πραγματικού δικαιούχου, θεσπίζει αυστηρότερες απαιτήσεις όσον αφορά τα «πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα», καθώς και υποχρεώσεις ελέγχου των συγγενικών προσώπων και των στενών συνεργατών των πολιτικώς εκτεθειμένων προσώπων. Ο κατάλογος των κύριων (7) εγκλημάτων σε σχέση με το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες διευρύνθηκε προκειμένου να περιληφθούν φορολογικά εγκλήματα που συνδέονται τόσο με την άμεση όσο και με την έμμεση φορολογία.

9.

Ο προτεινόμενος κανονισμός αντικαθιστά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 περί των πληροφοριών για τον πληρωτή που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών (στο εξής θα αναφέρεται επίσης ως «κανονισμός για τις μεταφορές χρηματικών ποσών»), ο οποίος αποσκοπεί στη βελτίωση της ιχνηλασιμότητας των πληρωμών. Ο κανονισμός για τις μεταφορές χρηματικών ποσών συμπληρώνει τα υπόλοιπα μέτρα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, καθώς διασφαλίζει ότι οι βασικές πληροφορίες για τον πληρωτή των εκάστοτε μεταφορών χρηματικών ποσών είναι άμεσα διαθέσιμες στις αρχές επιβολής του νόμου ή/και στις διωκτικές αρχές προκειμένου να τις συνδράμουν στον εντοπισμό, τη διερεύνηση και τη δίωξη τρομοκρατών και άλλων εγκληματιών, καθώς και στον εντοπισμό των περιουσιακών στοιχείων των τρομοκρατών.

4.   Συμπεράσματα

98.

Ο ΕΕΠΔ αναγνωρίζει τη σημασία των πολιτικών για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες για την οικονομική και τη χρηματοοικονομική υπόληψη των κρατών μελών. Ωστόσο, επισημαίνει ότι ο θεμιτός στόχος της εδραίωσης όρων διαφάνειας όσον αφορά την προέλευση των χρηματικών ποσών που διατίθενται για πληρωμές, καθώς και τις καταθέσεις και τις μεταφορές χρηματικών ποσών, προκειμένου να καταπολεμηθεί η τρομοκρατία και η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, πρέπει να επιτευχθεί με ταυτόχρονη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις της προστασίας δεδομένων.

99.

Αμφότερες οι προτάσεις πρέπει να διευθετήσουν τα ακόλουθα ζητήματα:

ρητή παραπομπή στο ισχύον δίκαιο προστασίας δεδομένων της ΕΕ να περιληφθεί σε ουσιαστική και ειδική διάταξη αμφοτέρων των προτάσεων, η οποία θα κάνει ειδική μνεία της οδηγίας 95/46/ΕΚ και των εθνικών εφαρμοστικών αυτής νόμων, καθώς και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της ΕΕ. Η διάταξη αυτή πρέπει ρητώς να διακηρύσσει ότι οι προτάσεις δεν κατισχύουν της ισχύουσας νομοθεσίας περί προστασίας δεδομένων. Η παραπομπή στην αιτιολογική σκέψη 33 της απόφασης-πλαισίου 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, πρέπει να απαλειφθεί.

στην προτεινόμενη οδηγία πρέπει να προστεθεί ορισμός των όρων «αρμόδιες αρχές» και «ΜΧΠ». Ο ορισμός αυτός πρέπει να εγγυάται ότι ο όρος «αρμόδιες αρχές» δεν ταυτίζεται εννοιολογικά με τον όρο «αρμόδιες αρχές» ο οποίος περιέχεται στο άρθρο 2 στοιχείο η) της απόφασης-πλαισίου 2008/977/ΔΕΥ.

στην αιτιολογική σκέψη 32 πρέπει να διευκρινισθεί ότι η νόμιμη αιτία της επεξεργασίας είναι η αναγκαιότητα συμμόρφωσης των υπόχρεων οντοτήτων, των αρμόδιων αρχών και των ΜΧΠ προς ορισμένη εκ του νόμου προβλεπόμενη υποχρέωση [άρθρο 7 στοιχείο γ) της οδηγίας 95/46/ΕΚ]

πρέπει να αναφέρεται ρητά στις προτάσεις ότι ο αποκλειστικός σκοπός της επεξεργασίας των δεδομένων είναι η πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και ότι η περαιτέρω επεξεργασία για μη συναφείς σκοπούς απαγορεύεται

η ειδική απαγόρευση της επεξεργασίας δεδομένων για εμπορικούς σκοπούς, η οποία επί του παρόντος περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 31 της προτεινόμενης οδηγίας και στην αιτιολογική σκέψη 7 του προτεινόμενου κανονισμού, πρέπει να θεσπίζεται με ουσιαστική διάταξη

πρέπει να προστεθεί αυτοτελής αιτιολογική σκέψη η οποία να διευκρινίζει ότι η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής μνημονεύεται στις προτάσεις αποκλειστικά ως κύριο έγκλημα

όσον αφορά τις διεθνείς διαβιβάσεις δεδομένων, πρέπει να προστεθούν ειδικές ουσιαστικές διατάξεις οι οποίες θα διέπουν τις διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και θα προβλέπουν πρόσφορη νομική βάση για τις ενδοομιλικές διαβιβάσεις και τις διαβιβάσεις μεταξύ παρόχων υπηρεσιών πληρωμών που θα συνάδουν με το κείμενο του άρθρου 26 της οδηγίας 95/46/ΕΚ και την ερμηνεία του από την ομάδα εργασίας του άρθρου 29 των ευρωπαϊκών αρχών προστασίας δεδομένων. Ο ΕΕΠΔ συνιστά την επανεκτίμηση της αναλογικότητας της απαίτησης περί μαζικής διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων σε τρίτες χώρες με σκοπό την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και την υιοθέτηση μιας πιο αναλογικής προσέγγισης

όσον αφορά τη δημοσιοποίηση των κυρώσεων, ο ΕΕΠΔ συνιστά την αξιολόγηση εναλλακτικών και λιγότερο παρεμβατικών επιλογών έναντι της γενικής υποχρέωσης δημοσιοποίησης, επισημαίνει δε ότι η προτεινόμενη οδηγία πρέπει να ρυθμίζει συναφώς ρητά τα ακόλουθα επιμέρους ζητήματα:

τον σκοπό της εν λόγω δημοσιοποίησης, εφόσον εξακολουθήσει να ισχύει η διάταξη που την προβλέπει

τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που πρέπει να δημοσιοποιούνται

την υποχρέωση ενημέρωσης των υποκειμένων των δεδομένων πριν από τη δημοσιοποίηση της απόφασης, καθώς και την κατοχύρωση του δικαιώματος προσφυγής κατά της απόφασης δημοσιοποίησης πριν από την εκτέλεσή της

την κατοχύρωση του προβλεπόμενου στο άρθρο 14 της οδηγίας 95/46/ΕΚ δικαιώματος αντίταξης των υποκειμένων των δεδομένων για επιτακτικούς και νόμιμους λόγους

τη θέσπιση πρόσθετων περιορισμών όσον αφορά τη δημοσιοποίηση μέσω Διαδικτύου

όσον αφορά τη διατήρηση δεδομένων, πρέπει να προστεθεί ειδική διάταξη η οποία να ορίζει μέγιστο χρονικό διάστημα διατήρησης που θα είναι δεσμευτικό για τα κράτη μέλη και να θέτει πρόσθετες προδιαγραφές.

100.

Όσον αφορά την προτεινόμενη οδηγία, ο ΕΕΠΔ συνιστά περαιτέρω:

την προσθήκη ειδικής διάταξης η οποία θα κατοχυρώνει την αρχή της παροχής πληροφοριών στα υποκείμενα των δεδομένων σχετικά με την επεξεργασία των οικείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 11 της οδηγίας 95/46/ΕΚ) και θα ορίζει τον υπεύθυνο παροχής των εν λόγω πληροφοριών

τον σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας κατά την επιβολή περιορισμών σε βάρος των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων και, ως εκ τούτου, την προσθήκη ειδικής διάταξης που θα θεσπίζει τους όρους υπό τους οποίους θα είναι δυνατός ο περιορισμός των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων

τη διευκρίνιση του κατά πόσον η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι επιτρεπτή στο πλαίσιο των αξιολογήσεων κινδύνου που διεξάγουν η αρμόδια αρχή και οι υπόχρεες οντότητες. Εάν η εν λόγω επεξεργασία είναι δυνατή, η προτεινόμενη οδηγία πρέπει να ζητεί τη θέσπιση των αναγκαίων εγγυήσεων προστασίας δεδομένων.

την προσθήκη πλήρους καταλόγου με τα στοιχεία τα οποία επιβάλλεται να λαμβάνονται ή να μη λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της λήψης μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τους πελάτες (ΔΕΠ), καθώς και ρύθμιση σχετικά με το κατά πόσον επιτρέπεται για τον σκοπό αυτόν η συλλογή ευαίσθητων δεδομένων υπό την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 1 της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Εάν η επεξεργασία αυτή κριθεί αναγκαία, τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνούν ώστε να εκτελείται υπό τον έλεγχο επίσημης αρχής. Πρέπει επίσης να μεριμνούν και για την κατοχύρωση συναφών ειδικών εγγυήσεων στο εθνικό δίκαιο.

την τροποποίηση του άρθρου 21 ώστε να αποσαφηνισθούν οι καταστάσεις που εγκυμονούν κινδύνους οι οποίοι δικαιολογούν τη λήψη αυξημένων μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τους πελάτες και να παρέχονται διαδικαστικές εγγυήσεις έναντι πιθανών καταχρήσεων

την τροποποίηση του άρθρου 42 προκειμένου να προστεθεί ρητή μνεία στην υποχρέωση εχεμύθειας, η οποία πρέπει να γίνεται σεβαστή από το σύνολο των υπαλλήλων οι οποίοι εφαρμόζουν τις διαδικασίες ΔΕΠ

την απαρίθμηση σε ουσιαστική διάταξη των επιμέρους δεδομένων αναγνώρισης τα οποία θα συλλέγονται σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο, ακόμη και σε περιπτώσεις στις οποίες δεν εμπλέκεται εταιρεία καταπιστευματικής διαχείρισης.

101.

Όσον αφορά τον προτεινόμενο κανονισμό, ο ΕΕΠΔ συνιστά περαιτέρω:

να μη επιτρέπει τη χρησιμοποίηση του εθνικού αριθμού ταυτότητας ως στοιχείου αναφοράς χωρίς τη θέσπιση ειδικών περιορισμών ή/και εγγυήσεων, αλλά να χρησιμοποιεί συναφώς τον αριθμό συναλλαγής

να αναγνωρίζει τη σημασία της τήρησης της αρχής της ακρίβειας των δεδομένων, η οποία θεσπίζεται στο άρθρο 6 στοιχείο δ) της οδηγίας 95/46/ΕΚ, στο πλαίσιο των διαδικασιών καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες

να προστεθεί διάταξη η οποία ορίζει ότι «οι πληροφορίες πρέπει να είναι προσβάσιμες μόνον από εξουσιοδοτημένα πρόσωπα ή κατηγορίες προσώπων»

να προστεθεί διάταξη η οποία θα κατοχυρώνει την υποχρέωση εχεμύθειας και την τήρηση των υποχρεώσεων προστασίας δεδομένων από τους υπαλλήλους που επεξεργάζονται τα προσωπικά στοιχεία του πληρωτή και του δικαιούχου της πληρωμής

το άρθρο 15 να διευκρινίζει ότι καμιά άλλη εξωτερική αρχή ή μέρος μη συναφές με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας δεν πρέπει να έχει πρόσβαση στα αποθηκευμένα στοιχεία

να ολοκληρωθεί η διατύπωση του άρθρου 21 με τον καθορισμό της αρχής που θα είναι αρμόδια για την εξέταση των παραβάσεων του κανονισμού, καθώς και με τη θέσπιση απαίτησης εφαρμογής πρόσφορων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων για την προστασία των δεδομένων από τυχαία ή παράνομη καταστροφή, τυχαία απώλεια, αλλοίωση ή παράνομη κοινοποίησή τους.

Βρυξέλλες, 4 Ιουλίου 2013.

Giovanni BUTTARELLI

Αναπληρωτής Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων


(1)  COM(2013) 45 τελικό.

(2)  COM(2013) 44 τελικό.

(3)  Βλ. άρθρο 1 παράγραφος 2 της προτεινόμενης οδηγίας.

(4)  Βλ. άρθρο 1 παράγραφος 4 της προτεινόμενης οδηγίας.

(5)  Η FATF είναι ο διεθνής φορέας θέσπισης προτύπων για τη λήψη μέτρων καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, καθώς και (πιο πρόσφατα) τη χρηματοδότηση της διάδοσης της τρομοκρατίας. Πρόκειται για έναν διακυβερνητικό οργανισμό με 36 μέλη και με τη συμμετοχή άνω των 180 χωρών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποτελεί ιδρυτικό μέλος της FATF. Δεκαπέντε κράτη μέλη της ΕΕ είναι ταυτόχρονα μέλη της FATF.

(6)  Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

(7)  Ως κύριο έγκλημα νοείται κάθε αξιόποινη πράξη της οποίας τα κέρδη χρησιμοποιούνται για την τέλεση άλλης αξιόποινης πράξης. Στο πλαίσιο αυτό, για παράδειγμα, η κυρίως εγκληματική δραστηριότητα σε σχέση με το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μπορεί να είναι η απάτη, η δωροδοκία, η εμπορία ναρκωτικών ουσιών και άλλα σοβαρά εγκλήματα.


Top