Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52012AE1294

    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα ευρωπαϊκά ταμεία κοινωνικής επιχειρηματικότητας» [COM(2011) 862 τελικό — 2011/0418 (COD)]

    ΕΕ C 229 της 31.7.2012, p. 55–59 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    31.7.2012   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 229/55


    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα ευρωπαϊκά ταμεία κοινωνικής επιχειρηματικότητας»

    [COM(2011) 862 τελικό — 2011/0418 (COD)]

    2012/C 229/10

    Εισηγήτρια: η κ. Ariane RODERT

    Στις 20 και 17 Ιανουαρίου 2012, αντιστοίχως, και σύμφωνα με το άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣλΕΕ), το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφάσισαν να ζητήσουν τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα την

    Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα ευρωπαϊκά ταμεία κοινωνικής επιχειρηματικότητας

    COM(2011) 862 final — 2011/0418 (COD).

    Το ειδικευμένο τμήμα «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 17 Απριλίου 2012.

    Κατά την 481η σύνοδο ολομέλειάς της, της 23ης και 24ης Μαΐου 2012 (συνεδρίαση της 23ης Μαΐου), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 194 ψήφους υπέρ, 1 ψήφους κατά και 9 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση.

    1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

    1.1   Η ΕΟΚΕ επικροτεί την πρόταση κανονισμού που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με τα ευρωπαϊκά ταμεία κοινωνικής επιχειρηματικότητας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με στόχο την κανονιστική ρύθμιση των εν λόγω ταμείων, προκειμένου να δημιουργηθεί σαφήνεια και ασφάλεια προς όφελος όλων των ενδιαφερομένων μερών, και να διευκολυνθεί συγχρόνως η διασυνοριακή συγκέντρωση κεφαλαίων.

    1.2   Οι κοινωνικές επιχειρήσεις αποτελούν αναπτυσσόμενο κλάδο με αξιοσημείωτη συμβολή στην επίτευξη των στόχων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020». Η ΕΟΚΕ χαιρετίζει το ενδιαφέρον που επιδεικνύει η Επιτροπή σε αυτόν τον τομέα και την πρόθεσή της να υποστηρίξει την περαιτέρω ανάπτυξη και εξέλιξή του.

    1.3   Η βελτίωση της πρόσβασης σε επαρκή κεφάλαια για τις κοινωνικές επιχειρήσεις αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα, αλλά η ΕΟΚΕ επιθυμεί να τονίσει ότι η εν λόγω πρωτοβουλία θα πρέπει να θεωρείται ως ένα μόνο από τα πολυάριθμα κατάλληλα προσαρμοσμένα χρηματοπιστωτικά μέσα που χρειάζεται ακόμη να δημιουργηθούν.

    1.4   Η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να συνεχίσει να χρησιμοποιεί τον ορισμό της κοινωνικής επιχείρησης που προτείνεται στην πρωτοβουλία για την κοινωνική επιχειρηματικότητα, αντί να επινοήσει έναν νέο ορισμό. Ειδικότερα, η διαφορετική προσέγγιση που υιοθετείται στον κανονισμό για την έγκριση της διανομής των κερδών στους ιδιοκτήτες θα πρέπει να αναπροσαρμοσθεί και να αποσαφηνισθεί δεόντως προκειμένου να αναδειχθούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των κοινωνικών επιχειρήσεων κατ’ αντιδιαστολή προς τις εταιρείες που επικεντρώνονται μόνο στη μεγιστοποίηση του κέρδους, όπως και η προσέγγιση του ταμείου σχετικά με τα άλλα, πιο παραδοσιακά, ταμεία επιχειρηματικού κεφαλαίου.

    1.5   Η ΕΟΚΕ είναι της γνώμης ότι υπάρχει κίνδυνος να έχουν ορισμένοι από τους προτεινόμενους τίτλους εταιρικού κεφαλαίου περιορισμένο αντίκτυπο στις επενδύσεις για κοινωνική επιχειρηματικότητα, διότι η διάρθρωση των προτεινόμενων επενδυτικών μέσων προϋποθέτει ένα είδος ιδιοκτησίας το οποίο είναι συχνά ασύμβατο με τις νομικές μορφές, με τις οποίες λειτουργούν πολλές κοινωνικές επιχειρήσεις. Τα προτεινόμενα μακροπρόθεσμα δάνεια και η δυνατότητα εφαρμογής σε «οποιουδήποτε άλλου είδους συμμετοχή» είναι τα μέσα που ενδείκνυνται περισσότερο για αυτές τις νομικές μορφές και θα πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω.

    1.6   Απαιτείται επίσης να συνεκτιμηθούν και άλλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των κοινωνικών επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, θα πρέπει να δοθεί προσοχή στην εκχώρηση περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονται με δραστηριότητες εστιασμένες στις ευπαθείς ομάδες, στον τρόπο κατά τον οποίο η ανεξαρτησία των κοινωνικών επιχειρήσεων επηρεάζει την αξιολόγησή τους, στα ιδιαίτερα συστήματα διαχείρισης τους, στην ανάγκη περισσότερο μακροπρόθεσμων παρά βραχυπρόθεσμων επενδύσεων και στη χαμηλότερη οικονομική τους απόδοση.

    1.7   Για να βελτιωθεί η επίδραση των ταμείων κοινωνικής επιχειρηματικότητας, θα ήταν χρήσιμο τα ταμεία αυτά να θεωρούνται ως συνιστώσα μιας λύσης επικεντρωμένης στο υβριδικό κεφάλαιο, το οποίο αποτελεί την καταλληλότερη μορφή χρηματοδότησης των κοινωνικών επιχειρήσεων. Το υβριδικό κεφάλαιο συνδυάζει τις επιδοτήσεις με μακροπρόθεσμα –«υπομονετικά»– δάνεια, καθώς και με άλλα μέσα των οποίων η βιωσιμότητα και η μακροπρόθεσμη φύση διασφαλίζονται είτε με κρατική συμμετοχή είτε με κρατικές εγγυήσεις. Ο συνδυασμός με άλλες μορφές ιδιωτικού κεφαλαίου, όπως οι επιχορηγήσεις και οι δωρεές, θα πρέπει επίσης να εξεταστεί ως ενδεχόμενο, από κοινού με πιο ενδεδειγμένες μορφές ιδιοκτησίας στην περίπτωση των «εταιρειών χαρτοφυλακίου» (ο όρος χρησιμοποιείται στον κανονισμό για τις οντότητες στις οποίες πραγματοποιείται επένδυση, ήτοι τις κοινωνικές επιχειρήσεις), όπως η κατοχή μετοχών άνευ δικαιώματος ψήφου.

    1.8   Στον κανονισμό προτείνεται τα νέα ταμεία να στοχεύουν πρωτίστως σε επαγγελματίες επενδυτές και σε ιδιώτες υψηλής καθαρής θέσης με ελάχιστο ποσό επένδυσης τις 100 000 ευρώ. Η ΕΟΚΕ τονίζει, ωστόσο, ότι ορισμένες ασφαλείς και πιο αξιόπιστες μορφές αυτών των ταμείων θα πρέπει τελικά να ανοίξουν στο ευρύ κοινό και σε μικρότερες επενδύσεις.

    1.9   Η σημαντικότερη πρόκληση που τίθεται στην παρούσα πρόταση έγκειται στην ανάγκη μέτρησης και αναφοράς των κοινωνικών επιπτώσεων και της επίδρασης που ασκούν οι εταιρείες χαρτοφυλακίου στην κοινωνία. Η ΕΟΚΕ συνιστά ως αφετηρία την κοινή μελέτη και εργασία σε επίπεδο ΕΕ, καθώς και τη διαμόρφωση κριτηρίων και δεικτών σε εθνικό επίπεδο, όσον αφορά τη μορφή, την προσέγγιση και τους στόχους των δραστηριοτήτων, σε συνεργασία με όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς.

    1.10   Η Επιτροπή θα πρέπει να χρησιμοποιήσει πάραυτα την εξουσία που διαθέτει για την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων με στόχο τον καθορισμό των βασικών όρων, μέσω ευρείας και ανοιχτής διαβούλευσης με εκπροσώπους των ενδιαφερομένων φορέων, δηλαδή με τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, τους επενδυτές και τις κοινωνικές επιχειρήσεις.

    1.11   Θα πρέπει να υλοποιηθούν προγράμματα επενδυτικής ετοιμότητας και άλλες μορφές ανάπτυξης ικανοτήτων για όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς, με στόχο τη διαμόρφωση κλίματος εμπιστοσύνης και τη δημιουργία κοινών δομών ειδικά προσαρμοσμένων στις ανάγκες αυτών των ταμείων κοινωνικής επιχειρηματικότητας.

    2.   Εισαγωγή

    2.1   Στην «Πράξη για την ενιαία αγορά» (1), η Επιτροπή συμφώνησε να λάβει ορισμένα μέτρα για τη στήριξη της ανάπτυξης και της μεγέθυνσης των κοινωνικών επιχειρήσεων στην Ευρώπη. Η πρόταση σχετικά με τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου για τα ταμεία κοινωνικής επιχειρηματικότητας είναι ένα από αυτά τα μέτρα, το οποίο επισημάνθηκε επίσης ως κεντρική δράση στην πρωτοβουλία για την κοινωνική επιχειρηματικότητα (2).

    2.2   Οι κοινωνικές επιχειρήσεις αποτελούν αναδυόμενο τομέα στην ΕΕ και, σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι κοινωνικές επενδύσεις θα μπορούσαν να αναπτυχθούν ταχύτατα ώστε να δημιουργήσουν αγορά αξίας αρκετά άνω των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, γεγονός που υποστηρίζει τη δυναμική αυτού του αναδυόμενου τομέα (3). Η εξασφάλιση της αδιάλειπτης ανάπτυξης του εν λόγω τομέα θα έχει πολύτιμη συμβολή στην επίτευξη των στόχων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020». Εντούτοις, οι ρυθμιστικές απαιτήσεις σε επίπεδο ΕΕ και σε εθνικό επίπεδο δεν τείνουν να διευκολύνουν τη συγκέντρωση κεφαλαίου για επιχειρήσεις αυτού του είδους, όπως επεσήμανε ρητά η ΕΟΚΕ στη διερευνητική γνωμοδότησή της με θέμα «Κοινωνική επιχειρηματικότητα και κοινωνική επιχείρηση» (INT/589) (4).

    2.3   Στόχος της πρότασης κανονισμού σχετικά με τα ευρωπαϊκά ταμεία κοινωνικής επιχειρηματικότητας (εφεξής «ο κανονισμός») είναι ο καθορισμός ενιαίων κανόνων και απαιτήσεων για τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων που επιθυμούν να χρησιμοποιούν την ονομασία «ευρωπαϊκό ταμείο κοινωνικής επιχειρηματικότητας». Ο κανονισμός θεσπίζει ενιαίους κανόνες για τα ταμεία αυτά, με σκοπό τη δημιουργία κλίματος αξιοπιστίας, βεβαιότητας και εμπιστοσύνης μεταξύ των επενδυτών και την προαγωγή της μεγέθυνσης των κοινωνικών επιχειρήσεων μέσω της αποτελεσματικότερης συγκέντρωσης κεφαλαίων από ιδιώτες επενδυτές. Η πρόταση αποτέλεσε, το 2011, αντικείμενο δημόσιας διαβούλευσης και εκτίμησης επιπτώσεων.

    2.4   Η παρούσα γνωμοδότηση προσδιορίζει τις προτεραιότητες που τίθενται στον εν λόγω τομέα και συνιστά να γίνουν ορισμένες διευκρινίσεις οι οποίες είναι αναγκαίες για να αποφέρει η πρόταση κανονισμού σχετικά με τα ευρωπαϊκά ταμεία κοινωνικής επιχειρηματικότητας το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

    3.   Παρατηρήσεις της ΕΟΚΕ σχετικά με την πρόταση κανονισμού

    3.1   Κεφάλαιο I - Αντικείμενο, πεδίο εφαρμογής και ορισμοί

    3.1.1   Η ΕΟΚΕ χαιρετίζει τόσο την προσπάθεια που καταβάλλει η Επιτροπή για να υποστηρίξει και να ενισχύσει το κύρος των κοινωνικών επιχειρήσεων στην Ευρώπη όσο και την προτεραιότητα που αποδίδει στην πρόσβαση σε κεφάλαια για την ανάπτυξη και τη μεγέθυνση. Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, η πρόταση κανονισμού θα μπορούσε να καταστήσει ευκολότερη τη συγκέντρωση ιδιωτικών κεφαλαίων για ορισμένες κοινωνικές επιχειρήσεις. Πρόκειται για πρωτοβουλία ζωτικής σημασίας, η οποία συνάδει με διάφορες προτάσεις που διατυπώνονται στην πρωτοβουλία για την κοινωνική επιχειρηματικότητα σχετικά με την ανάγκη διερεύνησης άλλων χρηματοδοτικών λύσεων.

    3.1.2   Τα κεφάλαια είναι εξαιρετικά σημαντικά για την ανάπτυξη των κοινωνικών επιχειρήσεων, αλλά μέρος των κεφαλαίων που περιγράφονται στον κανονισμό είναι, εκ φύσεως, εξαιρετικά δυσπρόσιτο για τις κοινωνικές επιχειρήσεις, ιδίως στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας. Ο κανονισμός θα πρέπει επομένως να θεωρείται ως ένα μόνο από τα πολυάριθμα μέσα που χρειάζεται ακόμη να ληφθούν για τη βελτίωση της πρόσβασης των κοινωνικών επιχειρήσεων σε αναπτυξιακά κεφάλαια.

    3.1.3   Από τα επενδυτικά μέσα που αναφέρονται στον κανονισμό [άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ)], έμφαση πρέπει να δοθεί στα μέσα δανεισμού όπως είναι τα δάνεια με χαμηλό επιτόκιο ή «υπομονετικά κεφάλαια», διότι οι τίτλοι εταιρικού κεφαλαίου ενδέχεται να είναι δυσκολότερο να προσεγγιστούν από ορισμένους ενδιαφερόμενους φορείς. Πολλές κοινωνικές επιχειρήσεις στην Ευρώπη ανήκουν στα μέλη τους, σε εταίρους, σε ιδρύματα ή σε μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, πράγμα το οποίο συχνά δυσχεραίνει την ξένη συμμετοχή. Άλλες, πιο ενδεδειγμένες, μορφές ιδιοκτησίας που υπάρχουν ήδη σε ορισμένα κράτη μέλη – όπως η οι ελευθέρως μεταβιβάσιμες μετοχές άνευ δικαιώματος ψήφου, καθώς και διάφορες μορφές χρεωστικών τίτλων – θα πρέπει να θεωρούνται ως κινητές αξίες και άλλα χρηματοπιστωτικά στοιχεία σε κοινωνικές επιχειρήσεις. Τα φορολογικά κίνητρα θα πρέπει επίσης να εξεταστούν προσεκτικότερα ως στοιχείο του προτύπου εσόδων.

    3.1.4   Τα επενδυτικά μέσα που αναφέρονται στον κανονισμό (άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ)) πρέπει να δίδουν μεγαλύτερη έμφαση στα μέσα που χρησιμοποιούν συνήθως οι κοινωνικές επιχειρήσεις και τα οποία προσιδιάζουν καλύτερα στα χαρακτηριστικά τους, όπως τα ταμεία κοινωνικών επενδύσεων, οι ειδικές πρωτοβουλίες στον χρηματοπιστωτικό τομέα (συνεταιριστικές τράπεζες (5), ηθικές και κοινωνικές τράπεζες (6) καθώς και εμπορικές τράπεζες με κοινωνικά προγράμματα (7)), καινοτόμα μέσα όπως τα «ομόλογα κοινωνικού αντικτύπου» (8) και ευνοϊκές λύσεις χρηματοδοτούμενες από φορολογικά έσοδα. Τα μέσα αυτά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως τμήμα ενός «υβριδικού κεφαλαίου», καταλληλότερου για τη χρηματοδότηση των κοινωνικών επιχειρήσεων.

    3.1.5   Η δημόσια συμμετοχή στα εν λόγω ταμεία, παραδείγματος χάρη με τη χρήση λύσεων του τύπου «αμοιβαία κεφάλαια αμοιβαίων κεφαλαίων» (fund of funds) ή των συνταξιοδοτικών ταμείων, θα πρέπει να προαχθεί ως ένας τρόπος για τη διασφάλιση μιας μακροπρόθεσμης προοπτικής των επενδύσεων. Η ΕΟΚΕ επισημαίνει, ωστόσο, ότι είναι σημαντικό να μην συνδυαστεί η δημόσια συμμετοχή με πόρους των Διαρθρωτικών Ταμείων, ο οποίοι έχουν διαφορετικούς πολιτικούς στόχους.

    3.1.6   Ο ορισμός της «εταιρείας χαρτοφυλακίου που πληροί τις προϋποθέσεις», όπως αποκαλούνται οι κοινωνικές επιχειρήσεις στον κανονισμό, θέτει όριο ετήσιου κύκλου εργασιών τα 50 εκατομμύρια ευρώ [άρθρο 3 στοιχείο δ)]. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει την άρση του εν λόγω ορίου, διότι ενδέχεται να αποθαρρύνει την επέκταση. Το εν λόγω όριο θα απέκλειε επίσης ορισμένους κλάδους των κοινωνικών επιχειρήσεων, όπως είναι η υγειονομική περίθαλψη και η κοινωνική στέγαση.

    3.1.7   Η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι είναι ζωτικής σημασίας να συνάδει ο ορισμός της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και της κοινωνικής επιχείρησης με τον ορισμό που περιλαμβάνεται στην πρωτοβουλία για την κοινωνική επιχειρηματικότητα. Ο κανονισμός προτείνει έναν ελαφρώς τροποποιημένο ορισμό για μια «εταιρεία χαρτοφυλακίου που πληροί τις προϋποθέσεις» [άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δ)]: η διαφορά συνίσταται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι στον κανονισμό ζητείται περιγραφή των δραστηριοτήτων της εν λόγω εταιρείας [άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δ), σημείο i)]. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι ο στόχος της επιχείρησης θα πρέπει να περιγράφεται καλύτερα, δεδομένου ότι η κοινωνική επιχείρηση αποτελεί πολύπλοκο τομέα με πληθώρα δραστηριοτήτων.

    3.1.8   Όσον αφορά τα κέρδη [άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δ), σημείο ii)], η ΕΟΚΕ παραπέμπει στη γνωμοδότησή της INT/589, η οποία δηλώνει σαφώς ότι χαρακτηριστικό της κοινωνικής επιχείρησης είναι «ο κυρίως μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας, βάσει του οποίου τα κέρδη επανεπενδύονται αντί να διανέμονται σε ιδιώτες μετόχους και ιδιοκτήτες». Η δήλωση στον κανονισμό ότι τα κέρδη επιτρέπεται και μπορεί να διανέμονται στους μετόχους και ιδιοκτήτες πρέπει να διευκρινιστεί με την περαιτέρω δήλωση ότι τα κέρδη πρέπει να αξιοποιούνται, ώστε να επιτυγχάνεται ο κύριος κοινωνικός στόχος της επιχείρησης και ότι στις σπανιότατες περιπτώσεις, κατά τις οποίες μπορεί να αναγνωριστούν εξαιρέσεις, θα πρέπει να θεσπιστούν κανόνες, ώστε να εξασφαλίζεται η μη διακύβευση του κοινωνικού στόχου. Αυτή η προσέγγιση –και οι συναφείς κανόνες– πρέπει να διευκρινιστούν στον κανονισμό, ιδίως για να διαφοροποιηθεί από την παράλληλη διαδικασία που αναφέρεται στον κανονισμό για τα ταμεία επιχειρηματικού κεφαλαίου, η οποία εστιάζεται στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (9).

    3.1.9   Οι τύποι των υπηρεσιών ή αγαθών, οι μέθοδοι παραγωγής υπηρεσιών ή αγαθών και οι ομάδες-στόχοι των δραστηριοτήτων με κοινωνικό στόχο [άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δ), σημείο (i) και άρθρο 3, παράγραφος 2] απαιτείται να καθοριστούν σε διαβούλευση με ομάδα εργασίας η οποία θα πρέπει να εκπροσωπεί τις κοινωνικές επιχειρήσεις. Είναι σημαντικό αυτή η ομάδα εργασίας να αντικατοπτρίζει την ποικιλομορφία των κοινωνικών επιχειρήσεων στην Ευρώπη.

    3.1.10   Οι «εταιρείες χαρτοφυλακίου που πληρούν τις προϋποθέσεις» πρέπει να πληρούν και μία τέταρτη προϋπόθεση. Σε περίπτωση διάλυσης της κοινωνικής επιχείρησης, η πλειονότητα των καθαρών περιουσιακών στοιχείων της (για παράδειγμα τουλάχιστον το 60-70 %) δεν μπορεί να διανεμηθεί μεταξύ των εταίρων, των μετόχων, των ιδιοκτητών ή των εργαζομένων, αλλά πρέπει να χρησιμοποιηθεί για στόχους με κοινωνικές επιπτώσεις.

    3.1.11   Ο κανονισμός απευθύνεται αρχικά σε επαγγελματίες επενδυτές και σε «εύπορους ιδιώτες». Σε αυτούς θα πρέπει να περιλαμβάνονται και ειδικευμένοι επενδυτές από τον δημόσιο και τον μη κερδοσκοπικό τομέα, όπως είναι οι συνεταιριστικές τράπεζες και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί με κοινωνικούς προσανατολισμούς. Ωστόσο, η ΕΟΚΕ συνιστά να καταρτίσει η Επιτροπή, το συντομότερο δυνατόν, χρονοδιάγραμμα για το άνοιγμα του ταμείου στο ευρύ κοινό, διότι μία τέτοια συμμετοχή θα ωφελήσει επίσης σημαντικά το δημόσιο συμφέρον.

    3.2   Κεφάλαιο II - Όροι χρήσης της ονομασίας «Ευρωπαϊκό ταμείο κοινωνικής επιχειρηματικότητας»

    3.2.1   Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, το ποσοστό των εταιρειών χαρτοφυλακίου που πληρούν τις προϋποθέσεις σε ένα ταμείο –το οποίο θα πρέπει να αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 70 % των περιουσιακών στοιχείων του ταμείου– αποτελεί ένα εύλογο πρώτο βήμα. Ωστόσο, προτείνεται επίσης να υπάρχει ρύθμιση σχετικά με τα στοιχεία ενεργητικού που δεν επιτρέπεται να περιλαμβάνονται στο υπόλοιπο 30 % του ενεργητικού του ταμείου, ώστε να τονιστεί περισσότερο η επικέντρωση του ταμείου στην κοινωνική επιχείρηση. Είναι απαραίτητο να αξιολογείται πάντοτε κατά πόσον ενδείκνυται η απόκτηση περιουσιακών στοιχείων, εκτός των ειδικών επενδύσεων (άρθρο 5 παράγραφος 1). Θα πρέπει να ενθαρρύνονται οι σταθερές βιώσιμες επενδύσεις, όπως τα κρατικά ομόλογα, προκειμένου να σταθεροποιηθεί το ταμείο. Για τον ίδιο λόγο, θα πρέπει να προσδιοριστούν σαφώς και τα «ισοδύναμα διαθεσίμων».

    3.2.2   Υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ της πρότασης κανονισμού σχετικά με τα ευρωπαϊκά ταμεία κοινωνικής επιχειρηματικότητας και του κανονισμού ΟΣΕΚΑ (10). Οι εν λόγω ομοιότητες και διαφορές θα πρέπει να διασαφηνιστούν, ιδίως όσον αφορά τον ορισμό των επαγγελματιών πελατών (άρθρο 6), τις ενέργειες των διαχειριστών (άρθρο 7) και τη διαχείριση του ταμείου (άρθρο 8). Δεδομένου ότι οι κοινωνικές επιχειρήσεις είναι συχνά μικρές και δραστηριοποιούνται σε τοπικό επίπεδο, κρίνεται σημαντικό να διευκολυνθεί η λειτουργία μικρότερων ταμείων σε αυτήν την αγορά. Θα πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί εκ νέου το ελάχιστο όριο επένδυσης των 100 000 ευρώ [άρθρο 6 α)].

    3.2.3   Είναι σημαντικό να διασφαλίζεται ταχύτατα ο εντοπισμός, η πρόληψη, η διαχείριση, η παρακολούθηση και η κοινοποίηση περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων και χρειάζεται να ληφθούν μέτρα για να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού. Είναι σημαντικό να διευκρινίσει η Επιτροπή, σε αυτό το πρώιμο στάδιο, ποια είναι τα προβλεπόμενα μέτρα (άρθρο 8, παράγραφος 5), καθώς και να καταστήσει σαφές ποιοι κανόνες ισχύουν σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ επιχειρήσεων χαρτοφυλακίου και επενδυτών και/ή διαχειριστών ΕΤΚΕ (άρθρο 8, παράγραφος 2).

    3.2.4   Ο κανονισμός σχετικά με τα ταμεία κοινωνικής επιχειρηματικότητας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα ποσοτικού προσδιορισμού των κοινωνικών επιπτώσεων και του αντίκτυπου στην κοινωνία· πρόκειται για πολύ δύσκολο έργο. Επί του παρόντος, δεν υπάρχει καμία αδιαμφισβήτητη μέθοδος η οποία να μπορεί να εφαρμοστεί στο περιβάλλον λειτουργίας των ευρωπαϊκών ταμείων κοινωνικής επιχειρηματικότητας. Είναι σημαντικό να μετρηθεί ο κοινωνικός αντίκτυπος (τόσο ποιοτικά, όσο και ποσοτικά) των δραστηριοτήτων και όχι των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στο χαρτοφυλάκιο. Αντί να αναζητείται μια ενιαία ομοιόμορφη μέθοδος παρακολούθησης και αξιολόγησης του κοινωνικού αντικτύπου, θα ήταν χρησιμότερο να αναπτυχθεί ένα βασικό πλαίσιο της ΕΕ με κριτήρια και μετρήσιμους δείκτες σε εθνικό επίπεδο. Θα πρέπει, συνεπώς, η Επιτροπή, να διευκρινίσει, σε αυτό το στάδιο, τις προθέσεις της όσον αφορά τη μέτρηση των κοινωνικών επιπτώσεων και του αντικτύπου στην κοινωνία, αρχίζοντας την κατάρτιση έρευνας σχετικά με τις διάφορες μεθόδους και εμπειρίες μέτρησης, ζητώντας τη γνώμη κοινωνικών επιχειρήσεων, ερευνητών και κεφαλαιοδοτών.

    3.2.5   Ένα από τα βασικά θεμέλια της κοινωνικής επιχείρησης είναι η ανεξαρτησία. Οι δραστηριότητες των διαχειριστών ΕΚΤΕ –που αναφέρονται στον κανονισμό ως «διαδικασίες μέτρησης και παρακολούθησης […όσον αφορά] το θετικό κοινωνικό αντίκτυπο»– θα πρέπει να περιγράφονται με μεγαλύτερη σαφήνεια ως υποχρέωση των διαχειριστών ΕΤΚΕ να υποβάλλουν έκθεση προς τους επενδυτές σχετικά με τον κοινωνικό αντίκτυπο, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι συμμετοχές του ταμείου αφορούν πραγματικά κοινωνικές δραστηριότητες (άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 2). Η έλλειψη σαφήνειας ευνοεί παρερμηνείες ως προς τον ρόλο των διαχειριστών ΕΚΤΕ, και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να διορθωθεί. Είναι ακατάλληλο και ανέφικτο να απαιτείται από τους διαχειριστές ΕΚΤΕ να μετρούν και να παρακολουθούν τον κοινωνικό αντίκτυπο, και τούτο τόσο διότι αποτελεί περιορισμό της ανεξαρτησίας των κοινωνικών επιχειρήσεων όσο και διότι υπάρχει έλλειψη των κατάλληλων και αποτελεσματικών μεθόδων μέτρησης και παρακολούθησης.

    3.2.6   Το ζήτημα της μέτρησης αντικατοπτρίζεται επίσης στους κανόνες σχετικά με τις ετήσιες εκθέσεις και τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των κοινωνικών αποτελεσμάτων [άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο α)]. Απαιτείται να διευκρινιστεί πώς οι εκθέσεις αυτές σχετίζονται με τις προδιαγραφές των μετρήσεων που προτίθεται να διαμορφώσει η Επιτροπή.

    3.2.7   Η ετήσια έκθεση παρέχει επίσης τη δυνατότητα στους διαχειριστές ΕΚΤΕ να προβαίνουν σε αποεπενδύσεις σε σχέση με εταιρείες χαρτοφυλακίου που πληρούν τις προϋποθέσεις [άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο β)]. Ο κανονισμός πρέπει να διασαφηνίσει τους κανόνες που ισχύουν στην περίπτωση αποεπενδύσεων σε σχέση με εταιρείες χαρτοφυλακίου που πληρούν τις προϋποθέσεις. Μια κοινωνική επιχείρηση που δραστηριοποιείται με ευάλωτες ομάδες-στόχους δεν μπορεί να προβεί σε αποεπενδύσεις με τρόπο παρόμοιο με εκείνον που ισχύει για εμπορικές επιχειρήσεις, λόγω του ευαίσθητου χαρακτήρα του έργου. Οι επενδυτές και οι διαχειριστές ΕΚΤΕ θα πρέπει να έχουν επίγνωση της ειδικής φύσης –και ως εκ τούτου της ευαισθησίας– των δραστηριοτήτων αυτών και να προσαρμόζουν ανάλογα τη συμπεριφορά τους. Η Επιτροπή πρέπει να δώσει επίσης προσοχή στη δευτερεύουσα αγορά που δημιουργείται κατόπιν τέτοιων αποεπενδύσεων. Πολλές κοινωνικές επιχειρήσεις εξαρτώνται από μακροπρόθεσμες αξιόπιστες επενδύσεις προκειμένου να είναι σε θέση να αναπτύξουν τις δραστηριότητές τους.

    3.2.8   Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί πώς οι μέθοδοι κοινωνικής μέτρησης που προτίθεται να διαμορφώσει η Επιτροπή σχετίζονται με τη μεθοδολογία την οποία πρέπει να χρησιμοποιούν οι διαχειριστές ΕΚΤΕ για την υποβολή εκθέσεων και τη διαβίβαση πληροφοριών προς τους επενδυτές [άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεία γ) και δ)]. Είναι επίσης σημαντικό να δοθεί ορισμός των περιουσιακών στοιχείων εκτός των εταιρειών χαρτοφυλακίου που πληρούν τις προϋποθέσεις, καθώς και να υποδειχθούν και να προσδιοριστούν τα κριτήρια για την επιλογή αυτών των περιουσιακών στοιχείων. Ο κανονισμός θα πρέπει να περιλαμβάνει κανόνες οι οποίοι να καθορίζουν τα απαγορευμένα περιουσιακά στοιχεία και τις επενδύσεις για το τμήμα αυτό του ταμείου [άρθρο 13, παράγραφος 1), στοιχείο ε)]. Όσον αφορά τη διαδικασία αποτίμησης του ΕΤΚΕ και τη μεθοδολογία αποτίμησης των περιουσιακών του στοιχείων [άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ζ)], η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι απαιτείται να διαμορφωθεί ένα πρότυπο, κατάλληλα προσαρμοσμένο στις μορφές και στις δραστηριότητες των κοινωνικών επιχειρήσεων.

    3.3   Κεφάλαιο III – Εποπτεία και διοικητική συνεργασία

    3.3.1   Οι κανόνες σχετικά με τα διοικητικά μέτρα και τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του κανονισμού πρέπει να εναρμονιστούν σε ολόκληρη την ΕΕ· τέτοιου είδους κανόνες θα πρέπει συνεπώς να διαμορφωθούν σε επίπεδο ΕΕ και να μην επαφίενται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών (άρθρο 20, παράγραφος 2). Οι κανόνες αυτοί πρέπει να είναι αποτελεσματικοί, αναλογικοί και αποτρεπτικοί. Θα πρέπει επομένως να σχεδιαστούν μέτρα επιπλέον της απλής απαγόρευσης της χρήσης της έννοιας «ευρωπαϊκό ταμείο κοινωνικής επιχειρηματικότητας», δεδομένου ότι η πρωτοβουλία έχει επίσης ως στόχο τη δημιουργία εμπιστοσύνης και, συνεπώς, την ελαχιστοποίηση των καταχρήσεων. Απαιτείται να θεσπιστούν προστατευτικοί μηχανισμοί για τις επιχειρήσεις χαρτοφυλακίου εντός των ίδιων των ταμείων, ώστε να μπορούν να συνεχίζουν τις δραστηριότητές τους εάν έχουν επιβληθεί κυρώσεις στον διαχειριστή του ΕΚΤΕ.

    3.4   Κεφάλαιο IV - Μεταβατικές και τελικές διατάξεις

    3.4.1   Ο κανονισμός αναφέρει επανειλημμένα ότι οι εξουσίες έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο τεσσάρων ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του υπό εξέταση κανονισμού, το 2013. Η πλειονότητα αυτών των εξουσιών είναι το κλειδί για τον σχεδιασμό των ταμείων, όπως ο τομέας δραστηριότητας (αγαθών, υπηρεσιών και μεθόδων παραγωγής), η δυνατότητα διανομής κερδών και οι συγκρούσεις συμφερόντων. Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη –δηλαδή οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων, οι επενδυτές και οι κοινωνικές επιχειρήσεις– πρέπει να συμμετέχουν στη διαδικασία θέσπισης αυτών των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων. Η ομάδα ενδιαφερομένων μερών που αναφέρεται στην πρωτοβουλία για την κοινωνική επιχειρηματικότητα θα μπορούσε να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στο θέμα αυτό.

    4.   Άλλες παρατηρήσεις

    4.1   Είναι σημαντικό για τον αντίκτυπο του κανονισμού αυτού να παρακολουθείται σε διαρκή βάση, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι κύριες ομάδες-στόχοι της κοινωνικής επιχείρησης (που είναι συνήθως η κοινωνική οικονομία) έχουν πραγματικά μεγαλύτερη πρόσβαση σε κατάλληλα κεφάλαια. Η ΕΟΚΕ θα εφιστά την προσοχή σε αυτό σε ετήσια βάση στο πλαίσιο των εν εξελίξει εργασιών της σχετικά με τις κοινωνικές επιχειρήσεις και την κοινωνική οικονομία.

    4.2   Δεδομένου ότι τα κοινωνικά ταμεία με την ευρύτερη έννοια (ιδιωτικά ή δημόσια) αποτελούν άγνωστη και σχετικά περιορισμένη έννοια στα περισσότερα κράτη μέλη, απαιτείται να χαραχθεί μια στρατηγική για την ανάδειξή τους. Πολλές χώρες της Ευρώπης δεν διαθέτουν τέτοια ταμεία και σε χώρες όπου αυτά υπάρχουν, η ενημέρωση του κοινού είναι περιορισμένη. Η Επιτροπή μπορεί να διαδραματίσει πρωταρχικό ρόλο στην καταγραφή και τη διάδοση αυτών των καινοτόμων και επιτυχημένων εργαλείων προκειμένου να προαχθεί και να ενισχυθεί η ανάπτυξη και η μεγέθυνση των ευρωπαϊκών κοινωνικών επιχειρήσεων.

    4.3   Υπάρχει επίσης πραγματική ανάγκη για την παροχή στήριξης και για προγράμματα προώθησης των επενδύσεων και ανάπτυξης δεξιοτήτων (όσον αφορά τις δομές και την κατανόηση) που απευθύνονται σε όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς: επενδυτές, διαχειριστές ΕΚΤΕ και επιχειρήσεις χαρτοφυλακίου, τόσο σε ενωσιακό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο κρατών μελών. Οι «μεσολαβητές» που λειτουργούν ήδη σε πολλά κράτη μέλη μπορούν να διαδραματίσουν καίριο ρόλο στο θέμα αυτό και θα πρέπει να ενθαρρύνονται. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι οι επενδύσεις σε κοινωνικές επιχειρήσεις έχουν αναγνωριστεί ως χαμηλού κινδύνου σε διάφορες περιπτώσεις (11) που θα πρέπει να υπογραμμιστούν στα εν λόγω προγράμματα.

    4.4   Ο κανονισμός πολύ συχνά αναφέρεται εσφαλμένα σε «μετόχους» των κοινωνικών επιχειρήσεων, υπονοώντας συνεπώς ότι η δημόσια ανώνυμη μετοχική εταιρία είναι η πιο συνήθης μορφή κοινωνικής επιχείρησης. Αυτό δεν είναι αληθές και μπορεί να είναι παραπλανητικό. Το σωστό είναι να χρησιμοποιείται ο όρος «μέλος» ή «εταίρος» των κοινωνικών επιχειρήσεων, που αποτελούνται κυρίως από συνεταιρισμούς, ενώσεις, ιδρύματα και εταιρείες περιορισμένης ευθύνης (που δεν έχουν μετοχές, αλλά κοινωνικές συμμετοχές και μέλη).

    Βρυξέλλες, 23 Μαΐου 2012.

    Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Staffan NILSSON


    (1)  COM(2011) 206 final

    (2)  COM(2011) 682 final.

    (3)  Βλέπε J. P. Morgan, Impact Investments: An Emerging Asset Class, 2011.

    (4)  ΕΕ C 24 της 28.1.2012, σελ. 1.

    (5)  www.eurocoopbanks.coop.

    (6)  www.triodos.be.

    (7)  Για παράδειγμα www.bancaprossima.com, https://www.unicredit.it/it/chisiamo/per-le-imprese/per-il-non-profit/universo-non-profit.html και www.ubibanca.com/page/ubi-comunita.

    (8)  www.socialfinance.org.uk/sib.

    (9)  COM (2011) 860/2 final.

    (10)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009.

    (11)  Η Τράπεζα της Ιταλίας, το 2011, επισημαίνει ότι το ποσοστό αθέτησης υποχρεώσεων των μη κερδοσκοπικών οργανισμών ανέρχεται σε 4,3 %, το οποίο είναι σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο ποσοστό αθέτησης υποχρεώσεων για όλους του τομείς (5,4 %), για τις μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες (7,9 %) και για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις (10,3 %). Επιπροσθέτως, οι Συνεταιριστικές Τράπεζες παρουσιάζουν ποσοστό αθέτησης υποχρεώσεων στους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς που ανέρχεται μόλις σε 0,6 % (πηγή: Federcasse, Ιταλική Εθνική Ένωση Συνεταιριστικών Τραπεζών).


    Top