This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 52003IE0756
Opinion of the European Economic and Social Committee on the "Proposal for a Council Decision setting out the criteria and practical arrangements for the compensation of the financial imbalances resulting from the application of Council Directive 2001/40/EC on the mutual recognition of decisions on the expulsion of third country nationals" (COM(2003) 49 final — 2003/0019 (CNS))
Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την "Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για τη θέσπιση των κριτηρίων και των πρακτικών λεπτομερειών εφαρμογής για την αντιστάθμιση των οικονομικών ανισορροπιών που προκύπτουν από την εφαρμογή της οδηγίας του Συμβουλίου 2001/40/ΕΚ σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων απομάκρυνσης υπηκόων τρίτων χωρών" (COM(2003) 49 τελικό – 2003/0019 (CNS))
Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την "Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για τη θέσπιση των κριτηρίων και των πρακτικών λεπτομερειών εφαρμογής για την αντιστάθμιση των οικονομικών ανισορροπιών που προκύπτουν από την εφαρμογή της οδηγίας του Συμβουλίου 2001/40/ΕΚ σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων απομάκρυνσης υπηκόων τρίτων χωρών" (COM(2003) 49 τελικό – 2003/0019 (CNS))
ΕΕ C 220 της 16.9.2003, p. 77–82
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την "Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για τη θέσπιση των κριτηρίων και των πρακτικών λεπτομερειών εφαρμογής για την αντιστάθμιση των οικονομικών ανισορροπιών που προκύπτουν από την εφαρμογή της οδηγίας του Συμβουλίου 2001/40/ΕΚ σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων απομάκρυνσης υπηκόων τρίτων χωρών" (COM(2003) 49 τελικό – 2003/0019 (CNS))
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 220 της 16/09/2003 σ. 0077 - 0082
Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την "Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για τη θέσπιση των κριτηρίων και των πρακτικών λεπτομερειών εφαρμογής για την αντιστάθμιση των οικονομικών ανισορροπιών που προκύπτουν από την εφαρμογή της οδηγίας του Συμβουλίου 2001/40/ΕΚ σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων απομάκρυνσης υπηκόων τρίτων χωρών" (COM(2003) 49 τελικό - 2003/0019 (CNS)) (2003/C 220/16) Στις 17 Ιουνίου 2003 και σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 2 του Εσωτερικού Κανονισμού, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε να καταρτίσει γνωμοδότηση πρωτοβουλίας για την ανωτέρω πρόταση. Το ειδικευμένο τμήμα "Απασχόληση, κοινωνικές υποθέσεις, δικαιώματα του πολίτη", στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 28 Μαΐου 2003 με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. Pariza Castaños. Κατά την 400ή σύνοδο ολομέλειας της 18ης και 19ης Ιουνίου 2003 (συνεδρίαση της 18ης Ιουνίου), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 82 ψήφους υπέρ, 5 κατά και 6 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση. 1. Εισαγωγή 1.1. Η ΕΟΚΕ θεωρεί αναγκαίο να προβεί, στην παρούσα γνωμοδότηση, στην αξιολόγηση της οδηγίας του Συμβουλίου 2001/40/ΕΚ, σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων απομάκρυνσης υπηκόων τρίτων χωρών, για διάφορους λόγους: 1.2. Τη δέουσα εποχή, όταν η γαλλική Προεδρία έλαβε την πρωτοβουλία να προτείνει στο Συμβούλιο αυτή την οδηγία, δεν υπήρξε διαβούλευση με την ΕΟΚΕ, η οποία δεν είχε συνεπώς την ευκαιρία να εκδώσει την υποχρεωτική σχετική γνωμοδότηση. 1.3. Η ΕΟΚΕ σε όλες τις γνωμοδοτήσεις της έχει εκφραστεί υπέρ του να διαθέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση κοινή πολιτική μετανάστευσης και ασύλου, σύμφωνα με την εντολή της Συνθήκης και προκειμένου να αναπτυχθεί ο πολιτικός άξονας του Συμβουλίου του Τάμπερε· κατά συνέπεια, έχει ενισχύσει την πρόοδο προς την εναρμόνιση της κοινοτικής νομοθεσίας για αυτά τα θέματα. 1.4. Δεν είναι δυνατό να εκδοθεί γνωμοδότηση σχετικά με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για τη θέσπιση των κριτηρίων και των πρακτικών λεπτομερειών εφαρμογής για την αντιστάθμιση των οικονομικών ανισορροπιών που προκύπτουν από την εφαρμογή της οδηγίας του Συμβουλίου 2001/40/ΕΚ, χωρίς να συμπεριληφθεί σ' αυτή προηγουμένως μια άποψη για την εν λόγω οδηγία, η οποία αποτελεί τη βάση για την αναγνώριση των αποφάσεων απέλασης μεταξύ των κρατών μελών. 1.5. Τα τεχνικά και τα διαδικαστικά κριτήρια για την αντιστάθμιση των οικονομικών ανισορροπιών δεν μπορούν να αναλυθούν χωρίς πολιτική και νομική ανάλυση της οδηγίας 2001/40/ΕΚ, σε σχέση με τον απαραίτητο σεβασμό όλων των εγγυήσεων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη, όπως έχει θεσπιστεί στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, για τα άτομα που ενδέχεται να υποστούν τις συνέπειες αυτής της οδηγίας. 1.6. Για το λόγο αυτό, η ΕΟΚΕ επιθυμεί να συμπεριλάβει στην παρούσα γνωμοδότηση τις παρατηρήσεις της σχετικά με την οδηγία 2001/40/ΕΚ, πριν περάσει στην ανάλυση της πρότασης απόφασης του Συμβουλίου για την αντιστάθμιση των οικονομικών ανισορροπιών σύμφωνα με το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας. 2. Κύρια σημεία της οδηγίας του Συμβουλίου 2001/40/ΕΚ 2.1. Η οδηγία 2001/40/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Μαΐου 2001, η οποία εγγράφεται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε (15 και 16 Οκτωβρίου 1999), ενέκρινε την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων σε θέματα απομάκρυνσης υπηκόων τρίτων χωρών. 2.2. Στόχος της εν λόγω οδηγίας είναι να επιτρέψει την αναγνώριση των αποφάσεων απομάκρυνσης που έχουν εκδοθεί από αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους κατά υπηκόου τρίτης χώρας που βρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. 2.3. Η απομάκρυνση στην οποία αναφέρεται η οδηγία αφορά τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Ο υπήκοος τρίτης χώρας αποτελεί αντικείμενο απόφασης απομάκρυνσης που στηρίζεται σε σοβαρή και παρούσα απειλή κατά της δημόσιας τάξης ή της εθνικής ασφάλειας και η οποία έχει υιοθετηθεί στις ακόλουθες περιπτώσεις: - Καταδίκη του υπηκόου τρίτης χώρας από το κράτος μέλος για αξιόποινη πράξη επισύρουσα στερητική της ελευθερίας ποινή ενός τουλάχιστον έτους. - Ύπαρξη σοβαρών λόγων να πιστεύεται ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει διαπράξει σοβαρές αξιόποινες πράξεις ή ύπαρξη πραγματικών ενδείξεων ότι προτίθεται να διαπράξει τέτοιες πράξεις στο έδαφος κράτους μέλους. β) Ο υπήκοος τρίτης χώρας αποτελεί αντικείμενο απόφασης απομάκρυνσης που στηρίζεται στη μη τήρηση των εθνικών διατάξεων περί εισόδου ή διαμονής αλλοδαπών. 2.4. Στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος είναι κάτοχος άδειας παραμονής που έχει χορηγηθεί από το κράτος μέλος της εκτέλεσης ή από άλλο κράτος μέλος, το κράτος της εκτέλεσης προβαίνει σε διαβουλεύσεις με το κράτος της απόφασης και με το κράτος που χορήγησε την άδεια παραμονής. 2.5. Η ύπαρξη απόφασης απομάκρυνσης που έχει υιοθετηθεί σύμφωνα με το εδάφιο α) του άρθρου 3 παράγραφος 1 της οδηγίας επιτρέπει την ανάκληση της εν λόγω άδειας, εφόσον το επιτρέπει η εθνική νομοθεσία του κράτους που τη χορήγησε, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 25 παράγραφος 2 της Σύμβασης Σένγκεν. 2.6. Οι αποφάσεις απομάκρυνσης που εξετάζονται στην οδηγία δεν πρέπει να ανακαλούνται ούτε να αναστέλλονται από το κράτος μέλος της απόφασης. 2.7. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας μπορεί να υποβάλει προσφυγή εναντίον οιουδήποτε μέτρου που λαμβάνεται στο πλαίσιο της εκτέλεσης της απόφασης απομάκρυνσης. 2.8. Εξασφαλίζεται η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων και η ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Τα αρχεία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για τους σκοπούς που θεσπίζονται στη Σύμβαση Σένγκεν. 2.9. Οι αρχές των κρατών μελών χρησιμοποιούν όλα τα μέσα συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών. Στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας, το κράτος μέλος της απόφασης παρέχει στο κράτος μέλος της εκτέλεσης, με τα ταχύτερα πρόσφορα μέσα, όλα τα απαραίτητα έγγραφα για να πιστοποιήσει ότι η απόφαση απομάκρυνσης συνεχίζει να είναι εκτελεστή. 2.10. Το κράτος μέλος της εκτέλεσης διενεργεί προκαταρκτική εξέταση της κατάστασης του ενδιαφερομένου προσώπου, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι ούτε οι συναφείς διεθνείς πράξεις ούτε οι ισχύουσες εθνικές ρυθμίσεις αντιβαίνουν προς την εκτέλεση της απόφασης απομάκρυνσης. 2.11. Τα κράτη μέλη αντισταθμίζουν μεταξύ τους τις οικονομικές ανισορροπίες που ενδεχομένως προκύπτουν από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, όταν η απομάκρυνση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με έξοδα του (των) ενδιαφερομένου(-ων) υπηκόου(-ων) τρίτης χώρας. 2.12. Τα κράτη μέλη οφείλουν να υιοθετήσουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν προς την οδηγία πριν από τις 2 Δεκεμβρίου 2002. Οφείλουν επίσης να θεσπίσουν τα κριτήρια και τις πρακτικές λεπτομέρειες εφαρμογής για την αντιστάθμιση των οικονομικών ανισορροπιών που προκύπτουν από την εφαρμογή της οδηγίας του Συμβουλίου 2001/40/ΕΚ σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων απομάκρυνσης υπηκόων τρίτων χωρών. 3. Κύρια σημεία της πρότασης απόφασης του Συμβουλίου 3.1. Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για τη θέσπιση των κριτηρίων και των πρακτικών λεπτομερειών εφαρμογής για την αντιστάθμιση των οικονομικών ανισορροπιών που προκύπτουν από την εφαρμογή της οδηγίας του Συμβουλίου 2001/40/ΕΚ σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων απομάκρυνσης υπηκόων τρίτων χωρών. 3.2. Η εφαρμογή της οδηγίας του Συμβουλίου 2001/40/ΕΚ της 28ης Μαΐου 2001, σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων απομάκρυνσης υπηκόων τρίτων χωρών, ενδέχεται να οδηγήσει σε οικονομικές ανισορροπίες, όταν οι αποφάσεις απομάκρυνσης δεν μπορούν να εκτελεστούν με έξοδα του ενδιαφερομένου υπηκόου τρίτης χώρας. Ως εκ τούτου, πρέπει να υιοθετηθούν κατάλληλα κριτήρια και πρακτικές λεπτομέρειες εφαρμογής για τη διμερή αντιστάθμιση των κρατών μελών. 3.3. Ο καταμερισμός του οικονομικού βάρους της συνεργασίας των κρατών μελών για την απομάκρυνση υπηκόων τρίτων χωρών δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς μόνο από τα κράτη μέλη, συνεπώς ενδέχεται να απαιτούνται δράσεις σε κοινοτική κλίμακα. 3.4. Το κράτος μέλος που εξέδωσε την απόφαση απομάκρυνσης αποζημιώνει το κράτος μέλος που την εκτελεί για οποιαδήποτε οικονομική ανισορροπία προκύψει από την εφαρμογή της οδηγίας του Συμβουλίου 2001/40/ΕΚ. Η επιστροφή των δαπανών θα διενεργείται κατόπιν αιτήματος του κράτους μέλους της εκτέλεσης, βάσει των πραγματικών δαπανών που καταβλήθηκαν. 3.5. Ως ελάχιστες ανακτήσιμες δαπάνες για κάθε επαναπατριζόμενο και έως δύο συνοδούς ανά επαναπατριζόμενο θεωρούνται οι ακόλουθες: - Δαπάνες μεταφοράς - Διοικητικές δαπάνες - Δαπάνες καταλύματος και διατροφής. 3.6. Τα κράτη μέλη δύνανται να συμφωνήσουν σε διμερή βάση την επιστροφή δαπανών που υπερβαίνουν τις ελάχιστες ή άλλων πρόσθετων δαπανών. 3.7. Τα αιτήματα επιστροφής υποβάλλονται γραπτώς και συνοδεύονται από τα κατάλληλα δικαιολογητικά των ανακτήσιμων δαπανών. Δεν μπορεί να ζητηθεί επιστροφή δαπανών για την εκτέλεση αποφάσεων απομάκρυνσης που έχουν εκδοθεί περισσότερο από τρία έτη πριν από την εκτέλεσή τους. Μπορούν να απορριφθούν τα αιτήματα επιστροφής δαπανών που υποβάλλονται περισσότερο από ένα έτος μετά την εκτέλεση της αντίστοιχης απόφασης. 3.8. Οι πληρωμές πραγματοποιούνται στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους της εκτέλεσης εντός τριών μηνών από την παραλαβή του αιτήματος από το εθνικό σημείο επαφής του κράτους μέλους της απόφασης. Τα κράτη μέλη μπορούν να συνάπτουν διμερείς συμφωνίες για τους τρόπους πληρωμής. Οποιαδήποτε απόρριψη επιστροφής δαπανών πρέπει να γίνεται γραπτώς, να αναφέρει τους λόγους που την αιτιολογούν και να κοινοποιείται στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους της εκτέλεσης εντός τριών μηνών. 3.9. Τα εθνικά σημεία επαφής υποβάλλουν στην Επιτροπή ετήσια έκθεση, η οποία περιλαμβάνει δηλώσεις σχετικά με την εφαρμογή της απόφασης και συστάσεις για τη βελτίωση των κριτηρίων και των πρακτικών λεπτομερειών εφαρμογής της. 4. Παρατηρήσεις για την οδηγία 2001/40/ΕΚ 4.1. Η εν λόγω οδηγία ξεκινά από εσφαλμένη βάση, διότι θεσπίζει την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων απέλασης υπηκόων τρίτων χωρών, ενώ δεν υφίσταται ακόμη κοινή νομοθεσία μετανάστευσης και ασύλου. Η ΕΟΚΕ έχει υποστηρίξει σε διάφορες γνωμοδοτήσεις της ότι είναι αναγκαίο να επιταχυνθούν οι εργασίες του Συμβουλίου για την κατάρτιση κατάλληλης κοινής νομοθεσίας για τα θέματα της μετανάστευσης και του ασύλου, κατ' εφαρμογή των συμπερασμάτων του Συμβουλίου του Τάμπερε, ώστε να υπάρχει πιο αποτελεσματική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, η νομοθεσία αυτή έχει "σταματήσει" στο Συμβούλιο, το οποίο, με αντιφατικό τρόπο, επιταχύνει τις νομοθετικές εργασίες σε σχέση με την υποχρεωτική επιστροφή και την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων απέλασης. Το Συμβούλιο καθυστερεί έτσι τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, όπου θα διασφαλίζονται επαρκώς τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των πολιτών τρίτων χωρών. 4.2. Ωστόσο, η οδηγία συμβάλλει στην εναρμόνιση της κοινοτικής νομοθεσίας για την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων σε θέματα απελάσεων υπηκόων τρίτων χωρών. 4.3. Με την οδηγία αυτή, το Συμβούλιο συνεχίζει "να αρχίζει να χτίζει το σπίτι από τη στέγη", όπως έχει ήδη προειδοποιήσει η ΕΟΚΕ σε προηγούμενες γνωμοδοτήσεις. Η εφαρμογή αυτού του κανόνα είναι πρόωρη όσο δεν υπάρχουν εναρμονισμένοι κανόνες και κριτήρια, όπως για παράδειγμα σχετικά με την επικουρική προστασία που παρέχεται στους πρόσφυγες (και στους αιτούντες άσυλο) σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951, όπως επεσήμανε η ΕΟΚΕ στη γνωμοδότησή της(1) για την "Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την κοινοτική πολιτική επιστροφής των παρανόμως διαμενόντων". 4.4. Συνεπώς, ο μηχανισμός αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων απομάκρυνσης θα πρέπει να είναι ενταγμένος σε μια κοινή νομοθεσία για τη μετανάστευση και το άσυλο. Όσο δεν υφίσταται η κοινή αυτή νομοθεσία, οποιοδήποτε κράτος μέλος εκτέλεσης θα υποχρεώνεται να συνεργαστεί στην εκτέλεση αποφάσεων απομάκρυνσης για περιπτώσεις που δεν προβλέπονται από τη δική του νομοθεσία ή που απαγορεύονται ίσως ρητώς. Η οδηγία αυτή επαναλαμβάνει τα σφάλματα και τις ελλείψεις εγγυήσεων που έχει από πολλές απόψεις η Σύμβαση Σένγκεν. 4.5. Είναι θετικό το γεγονός ότι η οδηγία δεν εφαρμόζεται στα μέλη των οικογενειών των πολιτών της Ένωσης που έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους για ελεύθερη κυκλοφορία· η ΕΟΚΕ συνάγει ότι η προστασία αυτή εκτείνεται σε όλα τα μέλη της οικογένειας ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους (ακόμη και αν πρόκειται για υπηκόους χωρών που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης). 4.6. Κατά την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της οδηγίας, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι δεν γίνονται επαρκώς σεβαστές ορισμένες εγγυήσεις του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και, για το λόγο αυτό, ζητά από τα κράτη μέλη να σεβαστούν όλες τις προαναφερθείσες εγγυήσεις, όπως και αυτές που προβλέπονται από τις συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών. 4.7. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι οι αποφάσεις απομάκρυνσης ή υποχρεωτικής επιστροφής δεν μπορούν να αποτελούν μόνο διοικητικές πράξεις, αλλά θα πρέπει να μπορούν να παρέμβουν και τα δικαστήρια. Σε όλα τα άτομα που υπόκεινται σ' αυτές τις διαδικασίες απομάκρυνσης ή υποχρεωτικής επιστροφής θα πρέπει να διασφαλίζεται η δικαστική προστασία με τις δέουσες εγγυήσεις του κράτους δικαίου και σε συμφωνία με τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους. Δεν μπορεί να εκτελείται η απέλαση όταν υφίστανται συντηρητικά μέτρα αναστολής ή/και ακύρωσης εκ μέρους δικαστικής ή διοικητικής αρχής. 4.8. Το κράτος μέλος εκτέλεσης ενός μέτρου απομάκρυνσης δεν πρέπει να περιορίζεται στη "διασφάλιση" της δικαστικής προστασίας από τυπική άποψη, αλλά πρέπει να την εγγυάται και στην πράξη, ώστε ο υπήκοος τρίτης χώρας να μπορεί να προσφεύγει κατά παντός μέτρου απέλασης σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους εκτέλεσης(2). Η νομική προσφυγή κατά παντός μέτρου απομάκρυνσης ή υποχρεωτικής επιστροφής θα πρέπει πάντοτε να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, δεδομένου ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος διασφάλισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου(3). 4.9. Χωρίς να αμφισβητεί τη συνέχεια της εκτελεστότητας της απόφασης, το κράτος μέλος εκτέλεσης που εξετάζει την κατάσταση του ενδιαφερόμενου ατόμου πρέπει να λαμβάνει υπόψη νομικές πτυχές όπως η παραγραφή ή η λήξη ισχύος, ανθρωπιστικές πτυχές όπως η κατάσταση της χώρας προέλευσης(4) (εμφύλιοι πόλεμοι(5), διώξεις, καταστροφές), προσωπικές πτυχές όπως μια σοβαρή ασθένεια(6) κ.λπ.(7), τον βαθμό εγκατάστασης, όπως τους οικογενειακούς δεσμούς στο κράτος εκτέλεσης ή σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, καθώς και την απώλεια προσωπικών δεσμών με τη χώρα προέλευσης λόγω της μακρόχρονης απουσίας από αυτήν, που μπορεί να καταστήσουν αναποτελεσματική την απόφαση απέλασης. 4.10. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι τα κράτη μέλη που εκτελούν τις αποφάσεις απομάκρυνσης, κατά την διεξαγωγή των διαδικασιών, πρέπει επίσης να διασφαλίζουν στα άτομα που θίγονται από τις αποφάσεις αυτές την άσκηση του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, βάσει της νομοθεσίας που ισχύει σε αυτά τα κράτη. 4.11. Η ΕΟΚΕ(8) είναι υπέρ της πρότασης της Επιτροπής για πολιτικές εκούσιας επιστροφής. Συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι η απομάκρυνση και η υποχρεωτική επιστροφή είναι πολύ αυστηρές αποφάσεις, που πρέπει να εφαρμόζονται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, και για το λόγο αυτό οι αρχές πρέπει να αναλύουν ξεχωριστά κάθε περίπτωση και να εξετάζουν άλλες εναλλακτικές λύσεις σε συνάρτηση με τους επαγγελματικούς δεσμούς που έχει δημιουργήσει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, με την οικογενειακή του κατάσταση και με την ενσωμάτωσή του στην κοινωνία υποδοχής(9). 4.12. Οι αποφάσεις για την απομάκρυνση δεν εφαρμόζονται στους υπηκόους τρίτων χωρών που - κατοικούν νομίμως σε ένα κράτος της ΕΕ και - έχουν ενταχθεί καθόσον αφορά τις οικογενειακές και εργατικές σχέσεις εκεί, και - απώλεσαν τους δεσμούς με τη χώρα καταγωγής λόγω μακράς απουσίας Αυτοί οι υπήκοοι τρίτων χωρών οφείλουν να υπόκεινται πλήρως στους νόμους με τρόπο ισοδύναμο όπως οποιοσδήποτε υπήκοος της ΕΕ. 4.13. Σε ό,τι αφορά τις απελάσεις, είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι η απόφαση απέλασης πρέπει να βασίζεται σε σοβαρή και παρούσα απειλή κατά της δημόσιας τάξης ή της εθνικής ασφάλειας, η οποία έχει αναγνωριστεί με δικαστική απόφαση. Οι διοικητικές συνέπειες πρέπει να είναι αναλογικές προς τις δικαστικές αποφάσεις(10). Η έννοια της υπόνοιας, που προβλέπεται από την οδηγία με την έκφραση "ύπαρξη σοβαρών λόγων να πιστεύεται ότι...", ενδέχεται να προκαλέσει παραβίαση ορισμένων δικαιωμάτων που προστατεύονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 1 της Σύμβασης)(11) ή από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Πράγματι, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διακηρύσσει συγκεκριμένα δικαιώματα των αλλοδαπών που απειλούνται με απέλαση. Υπάρχει επίσης άφθονη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στη νομοθεσία της Ένωσης. 5. Παρατηρήσεις για την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου 5.1. Στόχος της πρότασης απόφασης του Συμβουλίου είναι να καλύπτεται το πραγματικό κόστος που προκύπτει από την εφαρμογή μιας απέλασης, όταν αυτή δεν μπορεί να εκτελεστεί με έξοδα του ενδιαφερόμενου υπηκόου τρίτης χώρας, από το κράτος μέλος που έλαβε την απόφαση της απέλασης, προκειμένου να αποφεύγονται οι οικονομικές ανισορροπίες κατά την εφαρμογή της οδηγίας 2001/40/ΕΚ. 5.2. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι η διαδικασία που προτείνεται στην απόφαση του Συμβουλίου για την αντιστάθμιση των οικονομικών ανισοτήτων θα μπορέσει να θεσπιστεί μόνον όταν θα υφίσταται κοινή νομοθεσία μετανάστευσης και ασύλου. 5.3. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν μετακινείται μεγάλος αριθμός ατόμων προς τα κράτη μέλη λόγω ανθρωπιστικών κρίσεων, μπορεί να θεσπιστεί ένα κοινοτικό κονδύλιο με σκοπό την εξασφάλιση της κατάλληλης μεταχείρισης των προσώπων που πλήττονται από τις διαδικασίες επιστροφής. 5.4. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποζημιώνουν τις δαπάνες που προκύπτουν από την εφαρμογή της οδηγίας μόνο για εκείνες τις απελάσεις που έχουν αποφασιστεί τελεσίδικα με αποτελεσματική ένδικη προστασία και σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. 5.5. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι δεν είναι αποδεκτό τα κράτη μέλη της ΕΕ να χρηματοδοτούν τις δαπάνες απελάσεως προσώπων, όταν από τις αναγκαίες έρευνες διαπιστώνεται παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Υπενθυμίζει ότι τα άρθρα 3, 5, 6, 8 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τα άρθρα 3, 4, 19, 24 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων εφαρμόζονται στις διαδικασίες απέλασης. 5.6. Τα κράτη μέλη είναι δύσκολο να συνάψουν συμφωνίες επανεισδοχής με ορισμένες τρίτες χώρες. Είναι σκόπιμο να συναφθούν τέτοιες συμφωνίες από την ΕΕ, στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής της. Η ΕΕ μπορεί να υπογράψει με τρίτες χώρες συμβάσεις επαναπατρισμού, οι οποίες θα πρέπει να περιλαμβάνουν ρήτρες σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τους επαναπατρισθέντες και να διασφαλίζουν ότι δεν θα τιμωρηθούν λόγω της εξόδου τους από τη χώρα. Οι συμβάσεις αυτές θα πρέπει να συμπληρώνονται με άλλα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά μέσα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τις τρίτες χώρες, στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής της Ένωσης, όπως έχει προταθεί στη γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ(12) για την Πράσινη Βίβλο σχετικά με την κοινοτική πολιτική επιστροφής των παρανόμως διαμενόντων. 5.7. Έχει μεγάλη σημασία να θεσπίσει στο μέλλον η ΕΕ μια κατάλληλη συνάρτηση μεταξύ της πολιτικής για τη μετανάστευση και της πολιτικής για την ανάπτυξη. Στο πλαίσιο αυτό, ορισμένα μέτρα επιστροφής που αποτελούν αντικείμενο ορθής διαχείρισης μπορούν να είναι θετικά τόσο για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των τρίτων χωρών όσο και για την ενσωμάτωση των ενδιαφερόμενων ατόμων. 5.8. Η ΕΟΚΕ θεωρεί αναγκαίο να θεσπισθούν προγράμματα για την ενίσχυση της εθελούσιας επιστροφής μέσω των διεθνών οργανώσεων και ΜΚΟ. Τα εν λόγω προγράμματα μπορούν να χρηματοδοτούνται από την ΕΕ, όπως συνιστάται στη γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ(13) για την "Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με κοινή πολιτική για την παράνομη μετανάστευση". Σε πολλές περιπτώσεις θα είναι πιο αποτελεσματικό να εκτελούνται οι αποφάσεων απέλασης μέσω της μετατροπής τους σε συμφωνίες επιστροφής, διαθέτοντας για αυτές το κονδύλιο που προβλέπεται για τη διαχείριση των αποφάσεων απέλασης. 5.9. Το άρθρο 2 παράγραφος 4 επιτρέπει στα κράτη μέλη να συνάπτουν διμερείς συμφωνίες για την επιστροφή των δαπανών που υπερβαίνουν τις ελάχιστες. Η πρακτική αυτή θα διευκολύνει την πραγματοποίηση μισθωμένων πτήσεων για τα άτομα που απελαύνονται στις χώρες προέλευσης, προκειμένου να μειωθούν οι δαπάνες μεταφοράς. Οι συνθήκες μεταφοράς θα πρέπει να διασφαλίζουν τον σεβασμό της αξιοπρέπειας του ατόμου και το δικαίωμα της ζωής του και της σωματικής και ψυχικής του ακεραιότητας. 5.10. Μολονότι αυτή η συλλογική μέθοδος διαχείρισης των απελάσεων δεν αντιστοιχεί νομικά στον τύπο των "συλλογικών απελάσεων", η ΕΟΚΕ συνιστά να χρησιμοποιείται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις. Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το άρθρο 19 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ απαγορεύει τις συλλογικές απελάσεις. 5.11. Όσον αφορά τις επιστροφές των δαπανών, είναι ορθός ο περιορισμός τους στα τρία χρόνια που ακολουθούν την έκδοση της απόφασης απέλασης. Είναι επίσης ορθό να απορρίπτεται οποιασδήποτε αίτηση επιστροφής υποβάλλεται πάνω από ένα χρόνο μετά την εκτέλεση της απόφασης. Κάθε άρνηση επιστροφής δαπανών θα πρέπει να αιτιολογείται δεόντως. 5.12. Η δημιουργία εθνικών σημείων επαφής θα διασφαλίσει την κατάλληλη διαχείριση, με τη μέγιστη δυνατή διαφάνεια, βάσει κοινών κανόνων και με τις διαδικασίες που έχουν θεσπιστεί νομίμως. 5.13. Η απόφαση του Συμβουλίου προτείνει να μπορούν να χρηματοδοτούνται οι δαπάνες διαμονής για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Η ΕΟΚΕ, στη γνωμοδότησή της(14) για την Πράσινη Βίβλο σχετικά με την πολιτική της επιστροφής των παράνομων μεταναστών, υποστήριξε ότι η κράτηση ενόψει απέλασης δεν πρέπει να ξεπερνά τις τριάντα ημέρες και ότι τα κέντρα κράτησης θα πρέπει να είναι ειδικά και όχι οι φυλακές για εγκληματίες. Η φυλακή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τόπος κράτησης μόνο στις περιπτώσεις όπου η απέλαση αποτελεί αποτέλεσμα καταδίκης για εγκληματική πράξη. 5.14. Οι ετήσιες εκθέσεις που πρέπει να υποβάλει κάθε σημείο επαφής στην Επιτροπή θα πρέπει να περιέχουν πληροφορίες σχετικά με το λόγο της απόφασης απέλασης, βάσει του άρθρου 3 της οδηγίας, καθώς και σχετικά με το οικονομικό κόστος των αναγκαστικών επαναπατρισμών που πραγματοποιούνται. 6. Τελικές παρατηρήσεις 6.1. Όταν υπάρξει κοινή πολιτική μετανάστευσης και ασύλου, οι μηχανισμοί χρηματοδοτικής αντιστάθμισης για τη διαχείριση των αποφάσεων απομάκρυνσης θα είναι πιο ταχείς και πιο αποτελεσματικοί. Η ανοιχτή μέθοδος συντονισμού πρέπει να είναι συμπληρωματική της κοινής νομοθεσίας και όχι δικαιολογία για την αποφυγή της ανάπτυξής της. 6.2. Οι δημοσιονομικοί περιορισμοί δεν πρέπει ποτέ να μειώνουν το βαθμό προστασίας και τη δέουσα μεταχείριση των προσώπων που αφορούν οι αποφάσεις απομάκρυνσης. Σε καμία περίπτωση οι δημοσιονομικοί περιορισμοί δεν μπορούν να οδηγήσουν σε αθέμιτες παρατάσεις του χρόνου κράτησης, ούτε σε μείωση της ποιότητας της μεταχείρισης των προσώπων, ούτε τέλος σε περιορισμό της άσκησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων (με την εξαίρεση της ελευθερίας μετακίνησης). 6.3. Πρέπει να ληφθούν υπόψη ορισμένες ομάδες που τελούν υπό ειδικές καταστάσεις, όπως θεσπίζεται στο άρθρο 19 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, στην περίπτωση των οποίων δεν αρμόζει η απέλαση ως μέτρο κύρωσης. Όπως υποδεικνύεται στην προαναφερθείσα γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την "Πράσινη Βίβλο σχετικά με κοινοτική πολιτική επιστροφής των παρανόμως διαμενόντων"(15), η θεώρηση αυτή θα πρέπει να επεκταθεί και στα άτομα που είναι ιδιαίτερα ευάλωτα και τα οποία βρίσκονται σε κάποια από τις ακόλουθες καταστάσεις: - Όταν η επιστροφή οδηγεί σε χωρισμό της οικογένειας και συνεπάγεται χωρισμό από τα τέκνα ή τους ανιόντες συγγενείς. - Όταν συνεπάγεται σοβαρή ζημία για τους υπό την κηδεμονία του ανήλικες. - Όταν το πρόσωπο πάσχει από σοβαρή σωματική ή ψυχική ασθένεια. - Όταν το άτομο διατρέχει σοβαρούς κινδύνους για την ασφάλεια, τη ζωή και την ελευθερία του στη χώρα προέλευσης ή διέλευσης. Βρυξέλλες, 18 Ιουνίου 2003. Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής Roger Briesch (1) Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ για την "Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την κοινοτική πολιτική επιστροφής των παρανόμως διαμενόντων" (EE C 85 της 8.4.2003). (2) ΔΕΚ, απόφαση της 9.11.2000, όπου θεσπίζεται: "Εξάλλου, το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 8 της οδηγίας υπό την έννοια ότι από τη διάταξη αυτή δεν μπορεί να συναχθεί η υποχρέωση των κρατών μελών να ανέχονται την παρουσία αλλοδαπού στο έδαφός τους κατά τη διάρκεια της δίκης, επιφυλασσομένου, ωστόσο, του δικαιώματός του για δίκαιη δίκη και για παροχή της δυνατότητας να προβάλει όλα τα μέσα υπερασπίσεώς του (απόφαση της 5ης Μαρτίου 1980, υπόθεση 98/79, Pecastaing, Συλλογή 1980, σ. 691, σκέψη 13)". (3) Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα την "Πράσινη Βίβλο σχετικά με κοινοτική πολιτική επιστροφής των παρανόμως διαμενόντων", EE C 61 της 14.3.2003. (4) Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ σχετικά με την "Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για μια κοινή πολιτική κατά της παράνομης μετανάστευσης" (ΕΕ C 149 της 21.6.2002) ΕΕ C 61 της 14.3.2003. (5) Βλέπε νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, συγκεκριμένα την υπόθεση Stedh Ahmed κατά Αυστρίας, της 17.12.1996, αναστολή απόφασης απέλασης πολίτη της Σομαλίας λόγω προφανούς κινδύνου στη χώρα προέλευσης (Σομαλία), δεδομένου ότι η απέλασή του αποτελούσε παραβίαση της σύμβασης εκ μέρους της Αυστρίας· επίσης, την υπόθεση Ηatami κατά Σουηδίας, της 9.10.1998, για την απόφαση απέλασης στο Ιράν ενός Ιρανού, η οποία ανεστάλη και στη συνέχεια κηρύχθηκε άκυρη. (6) Υπόθεση STEDH B.B κατά Γαλλίας, της 7.10.1998: για την απειλή απέλασης πολίτη της Δημοκρατίας του Κονγκό (πρώην Ζαΐρ) ασθενούς με ΑΙDS στη χώρα προέλευσής του, όπου δεν μπορεί να διαθέτει την κατάλληλη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Με την ίδια έννοια, υπόθεση Αndric κατά Σουηδίας, Majic κατά Σουηδίας και άλλων, της 23.2.1999, που θεσπίζει ότι η διαταγή απέλασης πρέπει να ανασταλεί για όσο διάστημα ο αλλοδαπός υπόκειται σε υποχρεωτική ψυχιατρική θεραπεία. (7) EE C 61 της 14.3.2003. (8) EE C 85 της 8.4.2003. EE C 61 της 14.3.2003. (9) Κάθε διοικητικός φάκελος απομάκρυνσης απαιτεί, για την εξέτασή του, κάποιο χρονικό διάστημα (παρά τους μηχανισμούς επιτάχυνσης που έχουν ενσωματώσει πολλά κράτη μέλη στη νομοθεσία τους), στη διάρκεια του οποίου είναι πιθανό να επέλθουν παράγοντες ή γεγονότα που μεταβάλλουν το νομικό καθεστώς του αλλοδαπού (γάμος, γέννηση παιδιού με την εθνικότητα κράτους μέλους της ΕΕ κ.ά.) ή περιστάσεις που καθιστούν ανεφάρμοστη την απόφαση απομάκρυνσης για ανθρωπιστικούς λόγους. (10) Οι νομοθεσίες των κρατών μελών απαγορεύουν τις διπλές ποινές. Πρόσφατα, η ελληνική Προεδρία έλαβε μια πρωτοβουλία για μία απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αποφυγής της διπλής ποινής ("ne bis in idem"). (11) STEDH, απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της 13ης Δεκεμβρίου 2001, υπόθεση Εzzouhdi κατά Γαλλίας: "Ο προσφεύγων ήρθε στην Γαλλία σε ηλικία 5 ετών και διαμένει εκεί από τότε. Τέλειωσε τις σπουδές του στη Γαλλία και εργάστηκε εκεί επί πολλά έτη. Η μητέρα και τα αδέρφια του κατοικούν επίσης στη Γαλλία, οπότε το Δικαστήριο κρίνει ότι η απόφαση απαγόρευσης διαμονής παραβιάζει το δικαίωμά του στην οικογενειακή ζωή. Εξάλλου, τα μέτρα που υιοθετήθηκαν βασίζονται σε μία καταδίκη για χρήση και κατανάλωση ναρκωτικών, η οποία προβλέπεται από τον Ποινικό Κώδικα. Το Δικαστήριο κρίνει ότι τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε ο προσφεύγων (2 έτη φυλάκισης για την παραβίαση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών που συνδέεται κυρίως με χρήση και κατανάλωση ναρκωτικών) δεν μπορούν να στηρίξουν λογικά ότι ο ενάγων αποτελεί σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη, όπως αποδεικνύει ο ελαφρύς σχετικά χαρακτήρας της ποινής παρά την διαπίστωση υποτροπής. Τα αδικήματα που διαπράχθηκαν από τον προσφεύγοντα δεν μπορούν να θεωρηθούν, ούτε ξεχωριστά ούτε στο σύνολό τους, ότι δικαιολογούν τη σοβαρότητα της παρέμβασης, δεδομένου ότι ο προσφεύγων έχει δεσμούς με τη Γαλλία και δεν φαίνεται να έχει με το Μαρόκο άλλη σχέση από την εθνικότητα, ή τον οριστικό χαρακτήρα της απαγόρευσης". (12) EE C 61 της 14.3.2003. (13) ΕΕ C 149 της 21.6.2002. (14) EE C 61 της 14.3.2003. (15) Η ίδια η Επιτροπή συνιστά ότι μια ευρωπαϊκή πολιτική επιστροφής πρέπει να τηρεί πλήρως τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες και να εντάσσεται στο πλαίσιο των πολιτικών προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης τόσο στο εσωτερικό της όσο και στις εξωτερικές σχέσεις της. Το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση επιβεβαιώνει εκ νέου ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση "βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και του κράτους δικαίου, αρχές οι οποίες είναι κοινές σε όλα τα κράτη μέλη".