This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document JOC_2001_154_E_0244_01
Proposal for a Council Decision concerning the conclusion of an agreement between the European Community and the Republic of Iceland and the Kingdom of Norway concerning the criteria and mechanisms for establishing the State responsible for examining a request for asylum lodged in a Member State or Iceland or Norway (COM(2001) 55 final — 2001/0031(CNS)) (Text with EEA relevance)
Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας περί των κριτηρίων και των μηχανισμών για τον καθορισμό του κράτους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως παροχής ασύλου η οποία υποβάλλεται σε ένα από τα κράτη μέλη ή στην Ισλανδία ή στη Νορβηγία [COM(2001) 55 τελικό — 2001/0031(CNS)] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας περί των κριτηρίων και των μηχανισμών για τον καθορισμό του κράτους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως παροχής ασύλου η οποία υποβάλλεται σε ένα από τα κράτη μέλη ή στην Ισλανδία ή στη Νορβηγία [COM(2001) 55 τελικό — 2001/0031(CNS)] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
ΕΕ C 154E της 29.5.2001, pp. 244–250
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας περί των κριτηρίων και των μηχανισμών για τον καθορισμό του κράτους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως παροχής ασύλου η οποία υποβάλλεται σε ένα από τα κράτη μέλη ή στην Ισλανδία ή στη Νορβηγία /* COM/2001/0055 τελικό - CNS 2001/0031 */
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 154 E της 29/05/2001 σ. 0244 - 0250
Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας περί των κριτηρίων και των μηχανισμών για τον καθορισμό του κράτους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως παροχής ασύλου η οποία υποβάλλεται σε ένα από τα κράτη μέλη ή στην Ισλανδία ή στη Νορβηγία (υποβληθείσα από την Επιτροπή) ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ Σύμφωνα με το άρθρο 7 της συμφωνίας της 18ης Μαΐου 1999, η οποία συνήφθη μεταξύ του Συμβουλίου και της Ισλανδίας και της Νορβηγίας για τη σύνδεση των δύο αυτών κρατών σε σχέση με την υλοποίηση, την πρακτική εφαρμογή και την περαιτέρω ανάπτυξη του κεκτημένου Σένγκεν (στο εξής: "Συμφωνία πλαίσιο Σένγκεν"), η σύναψη συμφωνίας σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στη σύμβαση του Δουβλίνου αποτελεί προϋπόθεση για την κατάργηση των συνοριακών ελέγχων μεταξύ των χωρών της σύμβασης Σένγκεν και των χωρών της Σκανδιναβικής Ένωσης Διαβατηρίων. Οι έλεγχοι προβλέπεται να καταργηθούν στις 25 Μαρτίου 2001. Κατόπιν σύστασης της Επιτροπής προς το Συμβούλιο το Σεπτέμβριο του 1999, το Συμβούλιο εξουσιοδότησε, το Μάιο του 2000, την Επιτροπή να διαπραγματευθεί συμφωνία με τη Νορβηγία και την Ισλανδία η οποία κατά βάση επαναλαμβάνει τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που περιλαμβάνονται στη σύμβαση του Δουβλίνου και στον κανονισμό EURODAC που διευκολύνει την εφαρμογή της σύμβασης του Δουβλίνου. Οι επίσημες και οι άτυπες διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν στις 4 Ιουλίου και έληξαν στις 28 Νοεμβρίου 2000. Κατά την πορεία των διαπραγματεύσεων τακτική ήταν η ενημέρωση των κρατών μελών και οι διαβουλεύσεις μαζί τους. Νομική βάση της συμφωνίας είναι το άρθρο 63, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 300 της συνθήκης ΕΚ. Το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας είναι υποχρεώσεις και δικαιώματα στο πλαίσιο α) της σύμβασης του Δουβλίνου της 15ης Ιουνίου 1990, για τον καθορισμό του κράτους που είναι αρμόδιο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κάποιο από τα κράτη μέλη, με εξαίρεση τα άρθρα 16 έως 22, β) των αποφάσεων της επιτροπής που συστάθηκε δυνάμει του άρθρου 18 της σύμβασης του Δουβλίνου, γ) του κανονισμού του Συμβουλίου που αναφέρεται στη δημιουργία του συστήματος "Eurodac" για την αντιπαραβολή των δακτυλικών αποτυπωμάτων για να διευκολυνθεί η εφαρμογή της σύμβασης του Δουβλίνου που εγκρίθηκε στις 11.12.2000 Δεδομένου ότι ή συμφωνία δεν βασίζεται στο πρωτόκολλο (αριθ. 2) που ενσωματώνει το κεκτημένο Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορούσε να αντιγραφεί η «μεικτή επιτροπή», μοντέλο που προβλέπεται στη συμφωνία πλαίσιο Σένγκεν, και αντικαταστάθηκε από μία κλασική διμερή (ή στην περίπτωση αυτή «τριμερή») επιτροπή που συναντάται σε όλες τις κοινοτικές συμφωνίες (στην παρούσα συμφωνία ονομάζεται «μεικτή επιτροπή»). Της μεικτής επιτροπής θα προεδρεύουν εναλλακτικά επί ένα εξάμηνο η Επιτροπή και είτε η Ισλανδία ή η Νορβηγία. Η διάρθρωση της επιτροπής βασίζεται στην προσέγγιση ότι ενώ η Νορβηγία και η Ισλανδία θα έχουν το δικαίωμα να μετέχουν στη «διαμόρφωση των αποφάσεων», δεν θα μετέχουν στη «λήψη των αποφάσεων». Όσον αφορά τη σύμβαση του Δουβλίνου (μία συμφωνία δημόσιου διεθνούς δικαίου την οποία συνήψαν τα κράτη μέλη), η Επιτροπή δεν μπορεί σε συμφωνία με τρίτα μέρη να τροποποιήσει επίσημα διαδικασίες και υποχρεώσεις των μερών στα πλαίσια της σύμβασης του Δουβλίνου. Ούτε ήταν επομένως δυνατό να «συνδέσει» τη Νορβηγία και την Ισλανδία με την επιτροπή που συγκροτήθηκε δυνάμει του άρθρου 18 της σύμβασης του Δουβλίνου. Η μοναδική δυνατότητα εξεύρεσης λύσης ήταν να συμφωνηθούν ορισμένες διακηρύξεις που υποβάλλουν τη γενική ιδέα ότι παρότι πρόκειται για κλασική διάρθρωση επιτροπής βάσει κοινοτικής συμφωνίας, τα κράτη μέλη εμπλέκονται σε ορισμένο βαθμό. Τυχόν μελλοντικές αποφάσεις της επιτροπής που συγκροτήθηκε δυνάμει του άρθρου 18 της σύμβασης του Δουβλίνου θα μπορούσαν, προτού ληφθούν, να συζητηθούν στη μεικτή επιτροπή, αλλά άπαξ και ληφθούν, πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή από τη Νορβηγία και την Ισλανδία. Η μη αποδοχή προκαλεί την ίδια διαδικασία που προβλέπεται σχετικά στη συμφωνία πλαίσιο Σένγκεν (αναστολή και ενδεχόμενη λύση της συμφωνίας). Έτσι διασφαλίζεται η συνεκτική εφαρμογή όλων των αποφάσεων που σχετίζονται με τη σύμβαση του Δουβλίνου. Όσον αφορά τη μελλοντική « κοινοτικοποίηση » της σύμβασης του Δουβλίνου, υφίσταται παρόμοιος μηχανισμός. Η Νορβηγία και η Ισλανδία ενδέχεται να συμβάλουν στη φάση διαμόρφωσης των αποφάσεων, αλλά θα πρέπει να αποδεχθούν την τελική απόφαση που θα εκδώσει το Συμβούλιο (ειδάλλως η συμφωνία θα ανασταλεί και στη συνέχεια θα λυθεί). Επίσης, με τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να γίνουν δεκτές νέες διατάξεις που σχετίζονται με το σύστημα EURODAC. Ο στόχος μιας συνεκτικής «νομολογίας» θα μπορούσε να επιτευχθεί με την «αντιγραφή» των αντίστοιχων διατάξεων της συμφωνίας του κεκτημένου Σένγκεν (άρθρο 6). Η οδηγία προστασίας δεδομένων θα εφαρμόζεται στην Ισλανδία και τη Νορβηγία με τον ίδιο τρόπο που εφαρμόζεται από τα κράτη μέλη (άρθρο 1, παράγραφος 3) Η ρήτρα περί εδαφικής εφαρμογής, από την πλευρά της Ένωσης, θα διασφαλίσει τον παραλληλισμό με τη σύμβαση του Δουβλίνου, ενώ λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη το ζήτημα του Γιβραλτάρ (άρθρο 13). Η ειδική κατάσταση της Δανίας εξετάζεται στο άρθρο 12. Η δημοσιονομική ρήτρα (άρθρο 9) βασίζεται κυρίως σε ανάλογη διάταξη της συμφωνίας Σένγκεν. Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι διαπραγματεύσεις υπήρξαν επιτυχείς και ότι το σχέδιο συμφωνίας γίνεται δεκτό από την Κοινότητα. Για λόγους εσωτερικού δικαίου, η Ισλανδία επέμεινε στην επίσημη υπογραφή της συμφωνίας. Για το λόγο αυτό, προηγήθηκε της παρούσας απόφασης, απόφαση του Συμβουλίου για την υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας αφενός και της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας αφετέρου σχετικά με τα κριτήρια και τους μηχανισμούς για τον καθορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης παροχής ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος ή στην Ισλανδία ή στη Νορβηγία και η οποία απόφαση εκδόθηκε στις 19 Ιανουαρίου. Η παρούσα απόφαση, δεν επιτρέπει μόνο τη σύναψη της συμφωνίας, αλλά καθορίζει ορισμένες ρυθμίσεις για την πρακτική εφαρμογή της συμφωνίας. Ειδικότερα, προβλέπει ότι η Επιτροπή αντιπροσωπεύει την Κοινότητα στο πλαίσιο της μεικτής επιτροπής που θεσπίζεται δυνάμει του άρθρου 3 της συμφωνίας. Επιπλέον, δεδομένου ότι η μεικτή επιτροπή διαθέτει εξουσίες για τη λήψη αποφάσεων κρίθηκε αναγκαίο να προβλεφθεί σχετική νομική βάση που θα θεσπίζει διαδικασία για τον καθορισμό κοινοτικών θέσεων στο πλαίσιο της μεικτής επιτροπής. Για το θέμα αυτό, η απόφαση προβλέπει ότι όσον αφορά την έκδοση των διαδικαστικών κανόνων της μεικτής επιτροπής, αυτή πραγματοποιείται από την Επιτροπή σε διαβούλευση με την ειδική επιτροπή που θα ορισθεί από το Συμβούλιο. Όσον αφορά άλλες αποφάσεις που λαμβάνονται από την μεικτή επιτροπή, προτείνεται στην απόφαση να εγκρίνεται η κοινοτική θέση από το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία, μετά από πρόταση της Επιτροπής. Σύμφωνα με το άρθρο 300, παράγραφος 3 της Συνθήκης ΕΚ, θα πρέπει να ζητηθεί η γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά την απόφαση για τη σύναψη της συμφωνίας. 2001/0031 (CNS) Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας περί των κριτηρίων και των μηχανισμών για τον καθορισμό του κράτους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως παροχής ασύλου η οποία υποβάλλεται σε ένα από τα κράτη μέλη ή στην Ισλανδία ή στη Νορβηγία ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 63 (1) σε συνδυασμό με τη δεύτερη φράση της πρώτης παραγράφου του άρθρου 300 (2) και με την πρώτη υποπαράγραφο του άρθρου 300 (3), την πρόταση της Επιτροπής, τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκτιμώντας: (1) Ότι η Επιτροπή διαπραγματεύθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας σχετικά με τα κριτήρια και τους μηχανισμούς περί καθορισμού του υπεύθυνου κράτους για την εξέταση αίτησης παροχής ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος ή στην Ισλανδία ή στη Νορβηγία (στη συνέχεια καλούμενη ως «η συμφωνία»), (2) Ότι η συμφωνία υπεγράφη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στις 19 Ιανουαρίου 2001 ενόψει της πιθανής σύναψής της μεταγενέστερα, σύμφωνα με την απόφαση .../....../ΕΚ του Συμβουλίου της 19ης Ιανουαρίου 2001, (3) Ότι η συμφωνία πρέπει να εγκριθεί , (4) Ότι είναι επίσης αναγκαίο να θεσπισθούν ρυθμίσεις για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της συμφωνίας αυτής, (5) Ότι η συμφωνία αυτή προβλέπει τη σύσταση μεικτής επιτροπής με αρμοδιότητες λήψης αποφάσεων σε ορισμένους τομείς και ότι είναι κατά συνέπεια απαραίτητο να διευκρινισθεί ποιος εκπροσωπεί την Κοινότητα στην εν λόγω επιτροπή, (6) Ότι είναι επίσης αναγκαίο να προβλεφθεί διαδικασία που θα προσδιορίζει πως υιοθετείται η κοινοτική θέση, ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ: Άρθρο 1 Η συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας σχετικά με τα κριτήρια και τους μηχανισμούς περί καθορισμού του υπεύθυνου κράτους για την εξέταση αίτησης παροχής ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος ή στην Ισλανδία ή στη Νορβηγία εγκρίνεται με την παρούσα απόφαση εξ ονόματος της Κοινότητας. Το κείμενο της συμφωνίας επισυνάπτεται στην παρούσα απόφαση. Άρθρο 2 Ο πρόεδρος του Συμβουλίου αναλαμβάνει να ορίσει το πρόσωπο που εξουσιοδοτείται να καταθέσει εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας την πράξη έγκρισης που προβλέπεται στο άρθρο 14 της συμφωνίας, προκειμένου να εκφράσει την συγκατάθεση της Κοινότητας προς δέσμευση. Άρθρο 3 Η Επιτροπή εκπροσωπεί την Κοινότητα στη μεικτή επιτροπή που θεσπίζεται με το άρθρο 3 της Συμφωνίας. Άρθρο 4 (1) Η θέση της Κοινότητας εντός της μεικτής επιτροπής όσον αφορά την έκδοση των διαδικαστικών της κανόνων όπως προβλέπεται στο άρθρο 3(2) της Συμφωνίας διατυπώνεται από την Επιτροπή μετά από διαβούλευση της ειδικής επιτροπής που έχει ορισθεί από το Συμβούλιο. (2) Για όλες τις υπόλοιπες αποφάσεις της μεικτής επιτροπής, η θέση της Κοινότητας διατυπώνεται από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία, μετά από πρόταση της Επιτροπής. Άρθρο 5 Η απόφαση αυτή θα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ, ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΙΣΛΑΝΔΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΝΟΡΒΗΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥΣ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΣΥΛΟΥ ΠΟΥ ΥΠΟΒΑΛΛΕΤΑΙ ΣΕ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ, ΣΤΗΝ ΙΣΛΑΝΔΙΑ Η ΤΗ ΝΟΡΒΗΓΙΑ Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ, η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΙΣΛΑΝΔΙΑΣ, και το ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΝΟΡΒΗΓΙΑΣ, στο εξής αποκαλούμενες «τα συμβαλλόμενα μέρη», ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι, τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν συνάψει τη σύμβαση του Δουβλίνου περί καθορισμού του κράτους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης παροχής ασύλου η οποία υποβάλλεται σε ένα από τα κράτη μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [1], η οποία υπεγράφη στο Δουβλίνο στις 15 Ιουνίου 1990 (στο εξής αποκαλούμενη «Σύμβαση του Δουβλίνου»), [1] ΕΕ C 254, 19.8.1997, σ. 1. ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ ότι, το άρθρο 7 της συμφωνίας της 18ης Μαΐου 1999 που συνήφθη από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής αποκαλούμενο «Συμβούλιο»), τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας για τη σύνδεση των δυο αυτών κρατών με τη θέση σε εφαρμογή, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου Σένγκεν [2], επιβάλλει την επίτευξη διακανονισμού σχετικά με τα κριτήρια και τους μηχανισμούς καθορισμού του κράτους που είναι αρμόδιο για την εξέταση αίτησης ασύλου υποβληθείσας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή στην Ισλανδία ή τη Νορβηγία, [2] ΕΕ L 176, 10.7.1999, σ. 36. ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι είναι, ως εκ τούτο, ενδεδειγμένο η παρούσα συμφωνία να ενσωματώσει τις διατάξεις της Σύμβασης του Δουβλίνου και τις σχετικές διατάξεις που έχουν ήδη θεσπιστεί από την επιτροπή που συστήθηκε με το άρθρο 18 αυτής της Σύμβασης, υπό την επιφύλαξη των σχέσεων που εγκαθιδρύονται από τη Σύμβαση του Δουβλίνου μεταξύ των συμβαλλομένων μερών της εν λόγω Σύμβασης, ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι, η οδηγία 95/46/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών [3] (στο εξής αποκαλούμενη «οδηγία προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα») πρέπει να εφαρμόζεται από την Ισλανδία και τη Νορβηγία όπως εφαρμόζεται από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας όταν επεξεργάζονται δεδομένα για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, [3] ΕΕ L 281, 23.11.1995, σ. 31. ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ, εντούτοις, ότι οι διατάξεις που ενσωματώνονται στην παρούσα συμφωνία πρέπει, όπου χρειάζεται, να προσαρμοστούν ώστε να ληφθεί υπόψη η θέση της Ισλανδίας και της Νορβηγίας ως μη κρατών μελών, ΠΕΠΕΙΣΜΕΝΟΙ ότι είναι απαραίτητο να συμπεριληφθεί στην παρούσα συμφωνία μηχανισμός που να προβλέπει τη συνοχή με την ανάπτυξη του κοινοτικού κεκτημένου, ειδικότερα σε σχέση με τα θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 63, σημείο 1), στοιχείο α) της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ΠΕΠΕΙΣΜΕΝΟΙ ότι είναι απαραίτητο να διοργανωθεί η συνεργασία με τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας σε όλα τα επίπεδα σε σχέση με την υλοποίηση, την πρακτική εφαρμογή και την περαιτέρω ανάπτυξη της Σύμβασης του Δουβλίνου, ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι, για αυτό το σκοπό, είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί μια οργανωτική δομή, που να εξασφαλίζει τη συμμετοχή της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας στις δραστηριότητες αυτών των τομέων και να καθιστά δυνατή τη συμμετοχή τους σε αυτές τις δραστηριότητες μέσω επιτροπής, ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2725/00, της 11ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με τη θέσπιση του «Eurodac» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή της Σύμβασης του Δουβλίνου [4], καθορίζοντας το συμβαλλόμενο μέρος που είναι αρμόδιο για την εξέταση αίτησης ασύλου σύμφωνα με τη Σύμβαση του Δουβλίνου, εφεξής αποκαλούμενος «κανονισμός Eurodac», [4] ΕΕ L 316, 15.12.2000, σ. 1. ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η παρούσα συμφωνία θα πρέπει να επεκταθεί στο θέμα που καλύπτεται από τον κανονισμό Eurodac, με σκοπό την παράλληλη εφαρμογή αυτού του κανονισμού στην Ισλανδία, τη Νορβηγία και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι οι διατάξεις του τίτλου IV της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των πράξεων που θεσπίστηκαν βάσει αυτού του τίτλου δεν εφαρμόζονται για το Βασίλειο της Δανίας, αλλά ότι η Δανία θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να συμμετάσχει στην παρούσα συμφωνία, εφόσον το επιθυμεί, ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ ΣΤΙΣ ΑΚΟΛΟΥΘΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ : ΑΡΘΡΟ 1 1. Οι διατάξεις της Σύμβασης του Δουβλίνου, που απαριθμούνται στο μέρος 1 του Παραρτήματος της παρούσας συμφωνίας και οι αποφάσεις της επιτροπής που συστήθηκε με το άρθρο 18 της Σύμβασης του Δουβλίνου, που απαριθμούνται στο μέρος 2 του εν λόγω Παραρτήματος, εφαρμόζονται από την Ισλανδία και τη Νορβηγία και ισχύουν στις μεταξύ τους σχέσεις και στις σχέσεις τους με τα κράτη μέλη, υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 4. 2. Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τους κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 4, σε σχέση με την Ισλανδία και τη Νορβηγία. 3. Οι διατάξεις της οδηγίας προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως ισχύουν στα κράτη μέλη σε σχέση με την επεξεργασία δεδομένων με σκοπό την υλοποίηση και την εφαρμογή των διατάξεων που ορίζονται στο Παράρτημα, τυγχάνουν εφαρμογής και υλοποιούνται mutatis mutandis, από την Ισλανδία και τη Νορβηγία. 4. Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, οι παραπομπές στις διατάξεις που καλύπτονται από το Παράρτημα στα «κράτη μέλη», νοούνται ως περιλαμβάνουσες την Ισλανδία και τη Νορβηγία. 5. Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται στον κανονισμό Eurodac, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση της Νορβηγίας και της Ισλανδίας, εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με σκοπό την παράλληλη εφαρμογή αυτού του κανονισμού στην Ισλανδία, τη Νορβηγία και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. ΑΡΘΡΟ 2 1. Κατά την εκπόνηση νέας νομοθεσίας με βάση το άρθρο 63, σημείο 1), στοιχείο α) της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε τομέα ο οποίος καλύπτεται από το αντικείμενο του Παραρτήματος της παρούσας συμφωνίας ή από το άρθρο 1, παράγραφος 5, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής αποκαλούμενη «Επιτροπή») ζητεί άτυπα τη γνώμη εμπειρογνωμόνων της Ισλανδίας και της Νορβηγίας κατά τον ίδιο τρόπο που ζητεί τη γνώμη εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών για την εκπόνηση των προτάσεων της. 2. Η Επιτροπή, κατά τη διαβίβαση των προτάσεών της που αφορούν την παρούσα συμφωνία, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, διαβιβάζει αντίγραφα στην Ισλανδία και τη Νορβηγία. Κατόπιν αιτήσεως ενός εκ των συμβαλλομένων μερών, μπορεί να υπάρξει προκαταρκτική ανταλλαγή απόψεων στο πλαίσιο της Μικτής Επιτροπής που συστήθηκε με το άρθρο 3. 3. Σε σημαντικές στιγμές της φάσης που προηγείται της θέσπισης νομοθεσίας, στο πλαίσιο διαδικασίας συνεχούς ενημέρωσης και διαβούλευσης, τα συμβαλλόμενα μέρη διαβουλεύονται μεταξύ τους, στο πλαίσιο της Μικτής επιτροπής, κατόπιν αιτήσεως ενός εξ αυτών. Μετά τη θέσπιση νομοθεσίας, εφαρμόζεται η διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφοι 2 έως 7. 4. Τα συμβαλλόμενα μέρη συνεργάζονται καλόπιστα κατά τη διάρκεια της φάσης ενημέρωσης και διαβούλευσης με σκοπό να διευκολύνουν, κατά το πέρας της διαδικασίας, τις δραστηριότητες της Μικτής επιτροπής, σύμφωνα με την παρούσα συμφωνία. 5. Οι αντιπρόσωποι των κυβερνήσεων της Ισλανδίας και της Νορβηγίας έχουν το δικαίωμα να κάνουν υποδείξεις στο πλαίσιο της Μικτής Επιτροπής σχετικά με θέματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1. 6. Η Επιτροπή εξασφαλίζει στους εμπειρογνώμονες της Νορβηγίας και της Ισλανδίας την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή, ανάλογα με τους σχετικούς τομείς, κατά την προπαρασκευαστική φάση των σχεδίων μέτρων που θα υποβληθούν στη συνέχεια στις επιτροπές που συνεπικουρούν την Επιτροπή κατά την άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων της. Σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα, κατά την κατάρτιση μέτρων, η Επιτροπή συμβουλεύεται τους εμπειρογνώμονες της Ισλανδίας και της Νορβηγίας στην ίδια βάση με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών. 7. Στις περιπτώσεις στις οποίες γίνεται προσφυγή στο Συμβούλιο σύμφωνα με την εφαρμοστέα διαδικασία για το είδος της αφορωμένης επιτροπής, η Επιτροπή διαβιβάζει στο Συμβούλιο τις απόψεις των εμπειρογνωμόνων της Ισλανδίας και της Νορβηγίας. ΑΡΘΡΟ 3 1. Συνιστάται Μικτή Επιτροπή, απαρτιζόμενη από αντιπροσώπους των συμβαλλομένων μερών. 2. Η Μικτή Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της με κοινή συναίνεση. 3. Η Μικτή Επιτροπή συνέρχεται με πρωτοβουλία του προέδρου της ή κατόπιν αιτήσεως ενός εκ των μελών της. 4. Η Μικτή Επιτροπή συνέρχεται σε κατάλληλο επίπεδο, ανάλογα με τις ανάγκες, για να εξετάσει την υλοποίηση και την πρακτική εφαρμογή των διατάξεων που καλύπτονται από το Παράρτημα, συμπεριλαμβανομένων των νέων πράξεων ή μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 1, που θεσπίζονται από την επιτροπή που συστήθηκε από το άρθρο 18 της Σύμβασης του Δουβλίνου και για να ανταλλάξει απόψεις για την επεξεργασία νέας νομοθεσίας βασισμένης στο άρθρο 63, σημείο 1) στοιχείο α) της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η οποία καλύπτει τα θέματα του άρθρου 1, παράγραφος 5 ή του Παραρτήματος. Κάθε ανταλλαγή πληροφοριών σχετική με την παρούσα συμφωνία, θεωρείται ότι εμπίπτει στον τομέα δραστηριότητας της Μικτής Επιτροπής 5. Η προεδρία της Μικτής Επιτροπής ασκείται, εναλλακτικά, για περίοδο έξι μηνών, από τον αντιπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και από τον αντιπρόσωπο της κυβέρνησης της Ισλανδίας ή της Νορβηγίας, κατ' αλφαβητική σειρά. ΑΡΘΡΟ 4 1. Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2, όταν θεσπίζονται νέες πράξεις ή μέτρα σχετικά με θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 1, από την επιτροπή που συστήθηκε από το άρθρο 18 της Σύμβασης του Δουβλίνου, οι εν λόγω πράξεις ή μέτρα εφαρμόζονται ταυτόχρονα τόσο από τα κράτη μέλη όσο και από την Ισλανδία και τη Νορβηγία, εκτός εάν άλλως ρητώς ορίζουν. 2. Η θέσπιση των πράξεων ή μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, κοινοποιείται αμελλητί από την Επιτροπή στην Ισλανδία και τη Νορβηγία. Η Ισλανδία και η Νορβηγία αποφασίζουν ανεξάρτητα εάν θα δεχθούν το περιεχόμενό τους και θα το θέσουν σε ισχύ στο πλαίσιο της εσωτερικής έννομης τάξης τους. Οι αποφάσεις αυτές κοινοποιούνται στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και στην Επιτροπή εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από τη θέσπιση των εν λόγω πράξεων ή μέτρων. 3. Εάν, καθόσον αφορά την Ισλανδία, προαπαιτείται η εκπλήρωση συνταγματικών υποχρεώσεων για να καταστεί δεσμευτικό το περιεχόμενο μιας πράξης ή ενός μέτρου, η Ισλανδία ενημερώνει σχετικά τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και την Επιτροπή κατά το χρόνο της κοινοποίησής τους. Η Ισλανδία ενημερώνει γραπτώς τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και την Επιτροπή αμέσως μόλις εκπληρώσει τις συνταγματικές υποχρεώσεις της, και πράττει τούτο, το συντομότερο δυνατόν, πριν από την καθορισθείσα ημερομηνία έναρξης ισχύος της πράξης ή του μέτρου για την Ισλανδία, σύμφωνα με την παράγραφο 1. 4. Εάν, καθόσον αφορά τη Νορβηγία, προαπαιτείται η εκπλήρωση συνταγματικών υποχρεώσεων προκειμένου να καταστεί δεσμευτικό το περιεχόμενο μιας πράξης ή ενός μέτρου, η Νορβηγία ενημερώνει σχετικά τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και την Επιτροπή κατά το χρόνο της κοινοποίησής τους. Η Νορβηγία, το αργότερο έξι μήνες από την κοινοποίηση εκ μέρους του αρμοδίου οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενημερώνει τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και την Επιτροπή γραπτώς για την εκπλήρωση των συνταγματικών υποχρεώσεών της. Από την καθοριζόμενη ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της πράξης ή του μέτρου για τη Νορβηγία μέχρι την κοινοποίηση για την εκπλήρωση των συνταγματικών της υποχρεώσεων, η Νορβηγία εφαρμόζει προσωρινά, στο μέτρο του δυνατού, το περιεχόμενο της εν λόγω πράξης ή μέτρου. 5. Η εκ μέρους της Ισλανδίας και Νορβηγίας αποδοχή των πράξεων και μέτρων της παραγράφου 1, δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις μεταξύ Ισλανδίας και Νορβηγίας, αλλά και μεταξύ Ισλανδίας και Νορβηγίας, αφενός, και των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφετέρου. 6. Στην περίπτωση που: (α) Η Ισλανδία ή η Νορβηγία κοινοποιήσει ότι αποφάσισε να μη δεχθεί το περιεχόμενο πράξης ή μέτρου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, και ως προς το οποίο εφαρμόστηκαν οι διαδικασίες της παρούσας συμφωνίας, ή (β) η Ισλανδία ή η Νορβηγία δεν προβεί σε κοινοποίηση εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών η οποία ορίζεται στην παράγραφο 2, ή (γ) η Ισλανδία δεν προβεί σε κοινοποίηση πριν από την οριζόμενη για την έναρξη ισχύος της πράξης ή του μέτρου ημερομηνία, ή (δ) η Νορβηγία δεν προβεί σε κοινοποίηση εντός της αναφερομένης στην παράγραφο 4 προθεσμίας των έξι μηνών ή δεν προχωρήσει στην προσωρινή εφαρμογή η οποία προβλέπεται στην ίδια παράγραφο από την ημερομηνία την οριζομένη για την έναρξη ισχύος της πράξης ή του μέτρου καθόσον την αφορά, η παρούσα συμφωνία θεωρείται ότι αναστέλλεται όσον αφορά την Ισλανδία ή τη Νορβηγία, ανάλογα με την περίπτωση. 7. Η Μικτή Επιτροπή εξετάζει το ζήτημα που οδήγησε στην αναστολή και αναλαμβάνει να επανορθώσει τις αιτίες της μη αποδοχής ή της μη επικύρωσης εντός προθεσμίας ενενήντα ημερών. Αφού εξετάσει όλες τις άλλες δυνατότητες διατήρησης της ορθής λειτουργίας της παρούσας συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να ληφθεί υπόψη ισοδύναμη νομοθεσία, μπορεί να αποφασίζει ομόφωνα να επαναφέρει σε ισχύ την παρούσα συμφωνία. Σε περίπτωση που η παρούσα συμφωνία συνεχίσει να τελεί υπό αναστολή μετά την πάροδο ενενήντα ημερών, η συμφωνία θεωρείται ότι έπαυσε να ισχύει ως προς την Ισλανδία ή τη Νορβηγία, ανάλογα με την περίπτωση. ΑΡΘΡΟ 5 Καθ' όσον χρόνο εκκρεμεί η θέση σε ισχύ των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, η οποία αντικαθιστά τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφοι 3 και 4, αν ένα συμβαλλόμενο μέρος αντιμετωπίσει σημαντικές δυσκολίες προκύπτουσες από ουσιαστική μεταβολή των συνθηκών που ίσχυαν κατά τη σύναψη της παρούσας συμφωνίας, αυτό το συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να προσφύγει ενώπιον της Μικτής Επιτροπής, που συστήθηκε από το άρθρο 3, έτσι ώστε να μπορέσει να υποβάλει μέτρα στα συμβαλλόμενα μέρη για την εξεύρεση λύσης. Η Μικτή Επιτροπή αποφασίζει ομόφωνα για τα μέτρα αυτά. Σε περίπτωση που δε μπορεί να επιτευχθεί ομοφωνία, εφαρμόζεται το άρθρο 8. ΑΡΘΡΟ 6 1. Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος των συμβαλλομένων μερών για όσο το δυνατόν ομοιογενέστερη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1, η Μικτή Επιτροπή εξετάζει συνεχώς την εξέλιξη της νομολογίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής αποκαλούμενο «Δικαστήριο») αλλά και την εξέλιξη της νομολογίας των αρμόδιων δικαστηρίων της Ισλανδίας και της Νορβηγίας που άπτεται των εν λόγω διατάξεων. Προς το σκοπό αυτό, τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν να εξασφαλίζουν την αμοιβαία διαβίβαση αυτής της νομολογίας, αμελλητί. 2. Υπό την επιφύλαξη της θέσπισης των αναγκαίων τροποποιήσεων του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου, η Ισλανδία και η Νορβηγία δικαιούνται να υποβάλλουν υπομνήματα ή γραπτές παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, εφόσον δικαστήριο κράτους μέλους έχει υποβάλλει στο Δικαστήριο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με την ερμηνεία διατάξεως που αναφέρεται στο άρθρο 1, παράγραφος 5 και στο άρθρο 2, παράγραφος 1. ΑΡΘΡΟ 7 1. Η Ισλανδία και η Νορβηγία υποβάλλουν ετησίως στη Μικτή Επιτροπή εκθέσεις με αντικείμενο τον τρόπο με τον οποίο οι διοικητικές και δικαστικές αρχές τους εφήρμοσαν και ερμήνευσαν τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1, όπως, ενδεχομένως, ερμηνεύθηκαν από το Δικαστήριο. 2. Εάν η Μικτή Επιτροπή, εντός δυο μηνών αφότου πληροφορηθεί μια σημαντική διαφορά μεταξύ της νομολογίας του Δικαστηρίου και της νομολογίας των δικαστηρίων της Ισλανδίας ή της Νορβηγίας ή μια σημαντική διαφορά στην εφαρμογή των αναφερομένων στο άρθρο 1 διατάξεων μεταξύ των αρχών των αφορωμένων κρατών μελών και των αρχών της Ισλανδίας ή της Νορβηγίας, δεν κατορθώσει να εξασφαλίσει ενιαία εφαρμογή και ερμηνεία, εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 8. ΑΡΘΡΟ 8 1. Εάν ανακύψει διαφορά περί της εφαρμογής ή της ερμηνείας της παρούσας συμφωνίας ή δημιουργηθεί η κατάσταση που προβλέπεται στο άρθρο 5 ή στο άρθρο 7, παράγραφος 2, το θέμα εγγράφεται επίσημα ως διαφορά, στην ημερήσια διάταξη της Μικτής Επιτροπής. 2. Για την επίλυση της διαφοράς, η Μικτή Επιτροπή διαθέτει προθεσμία ενενήντα ημερών από την ημερομηνία έγκρισης της ημερήσιας διάταξης, στην οποία έχει εγγραφεί το θέμα. 3. Εάν η διαφορά δεν μπορέσει να επιλυθεί από τη Μικτή Επιτροπή εντός της προθεσμίας των ενενήντα ημερών που προβλέπεται στην παράγραφο 2, η προθεσμία αυτή παρατείνεται εκ νέου κατά ενενήντα ημέρες με σκοπό την οριστική διευθέτηση της διαφοράς. Αν η Μικτή Επιτροπή δεν έχει λάβει απόφαση κατά το πέρας αυτής της προθεσμίας, η παρούσα συμφωνία θεωρείται ότι έπαυσε να ισχύει ως προς την Ισλανδία και τη Νορβηγία, ανάλογα με την περίπτωση, κατά το πέρας της τελευταίας ημέρας αυτής της προθεσμίας. ΑΡΘΡΟ 9 1. Καθόσον αφορά τα διοικητικά και λειτουργικά έξοδα που έχουν σχέση με την εγκατάσταση και τη λειτουργία της κεντρικής μονάδας Eurodac, η Ισλανδία και η Νορβηγία συνεισφέρουν στο γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ετήσιο ποσό ύψους : - 0,1 % για την Ισλανδία - 4,995 % για τη Νορβηγία ενός αρχικού ποσού αναφοράς 9.575.000 EUR σε πιστώσεις αναλήψεως υποχρεώσεων και 5.000.000 EUR σε πιστώσεις πληρωμών και, από το οικονομικό έτος 2002 και εξής, τις αντίστοιχες πιστώσεις του προϋπολογισμού για το σχετικό οικονομικό έτος. Τα άλλα διοικητικά και λειτουργικά έξοδα που συνδέονται με την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας, επιμερίζονται μεταξύ της Ισλανδίας και της Νορβηγίας, οι οποίες καταβάλλουν στο γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ετήσιο ποσό σύμφωνα προς το ακαθάριστο εθνικό προϊόν τους σε σχέση με το ακαθάριστο εθνικό προϊόν όλων των συμμετεχόντων κρατών. 2. Η Ισλανδία και η Νορβηγία δικαιούνται να λαμβάνουν έγγραφα που έχουν σχέση με την παρούσα συμφωνία και, κατά τις συνεδριάσεις της Μικτής Επιτροπής, να ζητούν διερμηνεία σε μια από τις επίσημες γλώσσες των οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την οποία επιλέγουν. Εντούτοις, όλα τα έξοδα μετάφρασης και διερμηνείας από και προς τα ισλανδικά ή τα νορβηγικά επιβαρύνουν την Ισλανδία ή τη Νορβηγία, ανάλογα με την περίπτωση. ΑΡΘΡΟ 10 Οι εθνικές εποπτικές αρχές προστασίας δεδομένων της Ισλανδίας και της Νορβηγίας και το ανεξάρτητο εποπτικό όργανο που ιδρύεται δυνάμει του άρθρου 286, παράγραφος 2 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, συνεργάζονται, στο βαθμό που είναι απαραίτητος για την εκτέλεση των καθηκόντων τους και ανταλλάσσουν κάθε χρήσιμη πληροφορία. Οι λεπτομέρειες για τη συνεργασία αυτή συμφωνούνται μόλις δημιουργηθεί το εν λόγω όργανο. ΑΡΘΡΟ 11 1. Η παρούσα συμφωνία επ' ουδενί θίγει τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο ή οποιαδήποτε άλλη συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ισλανδίας και/ή της Νορβηγίας ή μεταξύ του Συμβουλίου και/ή της Ισλανδίας και της Νορβηγίας. 2. Η παρούσα συμφωνία επ' ουδενί επηρεάζει μελλοντικές συμφωνίες που θα συναφθούν με την Ισλανδία και/ή τη Νορβηγία από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. 3. Η παρούσα συμφωνία δεν επηρεάζει τη συνεργασία στο πλαίσιο της Σκανδιναβικής Ένωσης Διαβατηρίων, στο βαθμό που η συνεργασία αυτή δεν αντιβαίνει ούτε παρεμβάλλει προσκόμματα στην παρούσα συμφωνία και τις πράξεις ή τα μέτρα που θεσπίζονται βάσει της συμφωνίας αυτής. ΑΡΘΡΟ 12 Το Βασίλειο της Δανίας μπορεί να ζητήσει να συμμετάσχει στην παρούσα συμφωνία. Οι προϋποθέσεις αυτής της συμμετοχής καθορίζονται από τα συμβαλλόμενα μέρη, με τη συναίνεση του Βασιλείου της Δανίας, σε πρωτόκολλο της παρούσας συμφωνίας. ΑΡΘΡΟ 13 1. Υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 2 έως 5, η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται στο έδαφος στο οποίο εφαρμόζεται η Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και στην Ισλανδία και τη Νορβηγία. 2. Η παρούσα συμφωνία δεν εφαρμόζεται στο Σβάλμπαρντ (Σπιτσβέργη). 3. Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται στο έδαφος του Βασιλείου της Δανίας μόνο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 και στις Νήσους Φερόε και τη Γροιλανδία μόνο κατ' επέκταση της Σύμβασης του Δουβλίνου σε αυτά τα εδάφη. 4. Η παρούσα συμφωνία δεν εφαρμόζεται στα Γαλλικά Υπερπόντια Διαμερίσματα. 5. Η παρούσα συμφωνία παράγει αποτελέσματα για το Γιβραλτάρ μόνο με την εφαρμογή της Σύμβασης του Δουβλίνου ή οποιουδήποτε κοινοτικού μέτρου που αντικαθιστά αυτή τη Σύμβαση στο Γιβραλτάρ. ΑΡΘΡΟ 14 1. Η παρούσα συμφωνία υποβάλλεται σε επικύρωση ή έγκριση των συμβαλλομένων μερών. Τα μέσα επικύρωσης ή έγκρισης κατατίθενται στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου, η οποία ενεργεί ως θεματοφύλακας. 2. Η παρούσα συμφωνία αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την κοινοποίηση από το θεματοφύλακα στα συμβαλλόμενα μέρη ότι κατετέθη το τελευταίο μέσο επικύρωσης ή έγκρισης. ΑΡΘΡΟ 15 Κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να καταγγείλει την παρούσα συμφωνία με γραπτή δήλωση στο θεματοφύλακα. Αυτή η δήλωση παράγει αποτελέσματά έξι μήνες μετά την υποβολή της. Η παρούσα συμφωνία παύει να εφαρμόζεται εάν είτε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα είτε αμφότερες η Ισλανδία και η Νορβηγία, την καταγγείλουν. Έγινε στ ...., στις ...., σε ένα μοναδικό πρωτότυπο στην αγγλική, γαλλική, γερμανική, δανική, ελληνική, ισπανική, ιταλική, ολλανδική, πορτογαλική, σουηδική, φινλανδική, ισλανδική και νορβηγική γλώσσα, και έκαστο κείμενο είναι εξίσου αυθεντικό. Το πρωτότυπο αυτό παραμένει κατατεθειμένο στα αρχεία της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΔΟΥΒΛΙΝΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Η ΟΠΟΙΑ ΣΥΣΤΑΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 18 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΟΥΒΛΙΝΟΥ Μέρος 1 : Σύμβαση του Δουβλίνου Όλες οι διατάξεις της Σύμβασης, που υπεγράφη στο Δουβλίνο στις 15 Ιουνίου 1990, για τον καθορισμό του κράτους που είναι αρμόδιο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε ένα από τα κράτη μέλη, εξαιρουμένων των άρθρων 16 έως 22. Μέρος 2 : Αποφάσεις της Επιτροπής η οποία συστάθηκε από το άρθρο 18 της Σύμβασης του Δουβλίνου Απόφαση αριθ. 1/97 της 9ης Σεπτεμβρίου 1997 της επιτροπής η οποία συστάθηκε από το άρθρο 18 της Σύμβασης του Δουβλίνου της 15ης Ιουνίου 1990, σχετικά με ορισμένες διατάξεις για την εφαρμογή της Σύμβασης. Απόφαση αριθ. 1/98 της 30ής Ιουνίου 1998 της επιτροπής η οποία συστάθηκε από το άρθρο 18 της Σύμβασης του Δουβλίνου της 15ης Ιουνίου 1990, για ορισμένες διατάξεις εφαρμογής της Σύμβασης. ΔΗΛΩΣΗ ΑΡΙΘ. 1 Εν αναμονή της θέσπισης από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα νομοθεσίας η οποία θα αντικαταστήσει τη Σύμβαση του Δουβλίνου, τα συμβαλλόμενα μέρη θα πραγματοποιούν συνεδρίαση της Μικτής Επιτροπής που συστάθηκε από το άρθρο 3, παράγραφος 1 της συμφωνίας σε συνδυασμό με οποιαδήποτε συνεδρίαση της επιτροπής που συστάθηκε από το άρθρο 18 της Σύμβασης του Δουβλίνου, συμπεριλαμβανομένων των συνεδριάσεων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, για την προετοιμασία των εργασιών τους. ΔΗΛΩΣΗ ΑΡΙΘ. 2 Τα συμβαλλόμενα μέρη τονίζουν τη σημασία στενού και ενεργούς διαλόγου μεταξύ όλων αυτών που συμμετέχουν στην εφαρμογή της Σύμβασης του Δουβλίνου και των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1 της συμφωνίας. Η Επιτροπή θα καλέσει εμπειρογνώμονες από τα κράτη μέλη σε συνεδριάσεις της Μικτής Επιτροπής, με σκοπό την ανταλλαγή απόψεων, τηρουμένου του άρθρου 3, παράγραφος 1 της συμφωνίας, με την Ισλανδία και τη Νορβηγία, για όλα τα θέματα που καλύπτονται από τη συμφωνία. Τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν υπό σημείωση την επιθυμία των κρατών μελών να δεχθούν της προαναφερθείσες προσκλήσεις και να συμμετάσχουν σ' αυτές τις ανταλλαγές απόψεων με την Ισλανδία και τη Νορβηγία, για όλα τα θέματα που καλύπτονται από την συμφωνία. ΔΗΛΩΣΗ ΑΡΙΘ. 3 Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν ότι ο εσωτερικός κανονισμός της Μικτής Επιτροπής που συστήθηκε με το άρθρο 3 της συμφωνίας θα ορίζει ότι, οι κανόνες των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης από όπου προέρχονται τα έγγραφα όσον αφορά τα μέτρα για την προστασία διαβαθμισμένων πληροφοριών που ισχύουν για τα όργανα αυτά, εφαρμόζονται εξίσου για την προστασία διαβαθμισμένων πληροφοριών που χρησιμοποιούνται από τη Μικτή Επιτροπή. ΔΗΛΩΣΗ ΑΡΙΘ. 4 Στο πλαίσιο της συμφωνίας, τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν ότι οι αρχές που διέπουν την ανταλλαγή επιστολών που προσαρτώνται στη συμφωνία της 18ης Μαΐου 1999 ισχύουν για τις επιτροπές που συνεπικουρούν την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά την άσκηση των εκτελεστικών της καθηκόντων. ΔΗΛΩΣΗ ΑΡΙΘ. 5 Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν ότι η απόφαση αριθ. 1/2000 της 31ης Οκτωβρίου 2000 της επιτροπής που συστάθηκε με το άρθρο 18 της Σύμβασης του Δουβλίνου της 15ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τη μεταβίβαση της ευθύνης για την εξέταση των αιτήσεων ασύλου από τα μέλη της οικογένειας σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 4, και το άρθρο 9 της εν λόγω Σύμβασης, θα πρέπει να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 4 της συμφωνίας αυτής.