Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62019CJ0869

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 17ης Μαΐου 2022.
    L κατά Unicaja Banco SA.
    Αίτηση του Tribunal Supremo για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Αρχή της ισοδυναμίας – Αρχή της αποτελεσματικότητας – Σύμβαση ενυπόθηκου δανείου – Καταχρηστικότητα της προβλεπόμενης από τη σύμβαση αυτή “ρήτρας κατωτάτου επιτοκίου” – Εθνικοί κανόνες σχετικά με την κατ’ έφεση δίκη – Περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της κηρύξεως καταχρηστικής ρήτρας ως άκυρης – Επιστροφή – Εξουσία αυτεπάγγελτου ελέγχου του δευτεροβάθμιου εθνικού δικαστηρίου.
    Υπόθεση C-869/19.

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2022:397

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

    της 17ης Μαΐου 2022 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Αρχή της ισοδυναμίας – Αρχή της αποτελεσματικότητας – Σύμβαση ενυπόθηκου δανείου – Καταχρηστικότητα της προβλεπόμενης από τη σύμβαση αυτή “ρήτρας κατωτάτου επιτοκίου” – Εθνικοί κανόνες σχετικά με την κατ’ έφεση δίκη – Περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της κηρύξεως καταχρηστικής ρήτρας ως άκυρης – Επιστροφή – Εξουσία αυτεπάγγελτου ελέγχου του δευτεροβάθμιου εθνικού δικαστηρίου»

    Στην υπόθεση C‑869/19,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) με απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Νοεμβρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

    L

    κατά

    Unicaja Banco SA, πρώην Banco de Caja España de Inversiones, Salamanca y Soria SAU,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

    συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Arabadjiev, K. Jürimäe, Κ. Λυκούργο, E. Regan, S. Rodin (εισηγητή) και I. Jarukaitis, προέδρους τμήματος, M. Ilešič, J.‑C. Bonichot, M. Safjan, F. Biltgen, P. G. Xuereb, N. Piçarra, L. S. Rossi και A. Kumin, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: E. Tanchev

    γραμματέας: L. Carrasco Marco, διοικητική υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 26ης Απριλίου 2021,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η L, εκπροσωπούμενη από τον M. Pérez Peña, abogado,

    η Unicaja Banco SA, πρώην Banco de Caja España de Inversiones, Salamanca y Soria SAU, εκπροσωπούμενη από τον J. M. Rodríguez Cárcamo και την A. M. Rodríguez Conde, abogados,

    η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις S. Centeno Huerta και M. J. Ruiz Sánchez,

    η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil καθώς και από την S. Šindelková,

    η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Rocchitta, avvocato dello Stato,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους N. Ruiz García και J. Baquero Cruz καθώς και από την C. Valero,

    το Βασίλειο της Νορβηγίας, εκπροσωπούμενο από τις L.‑M. Moen Jünge, M. Nilsen και J. T. Kaasin,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Ιουλίου 2021,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της L και της Banco de Caja España de Inversiones, Salamanca y Soria SAU, την οποία διαδέχθηκε η Unicaja Banco SA (στο εξής από κοινού: τραπεζικό ίδρυμα), με αντικείμενο τη μη αυτεπάγγελτη εξέταση από το δευτεροβάθμιο εθνικό δικαστήριο ενός λόγου εφέσεως που αφορά παράβαση του δικαίου της Ένωσης.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Η εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13 αναφέρει ότι «οι δικαστικές αρχές και τα διοικητικά όργανα [των κρατών μελών] πρέπει να διαθέτουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα ώστε να θέτουν τέρμα στην εφαρμογή των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές».

    4

    Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 προβλέπει τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

    Το ισπανικό δίκαιο

    5

    Το άρθρο 1303 του Código Civil (αστικού κώδικα) έχει ως εξής:

    «Κηρυχθείσας άκυρης της ενοχής, οι αντισυμβαλλόμενοι οφείλουν να αποδώσουν αμοιβαίως τα πράγματα που αποτέλεσαν αντικείμενο της συμβάσεως, με τους καρπούς τους, καθώς και το αντίτιμο με τους αναλογούντες τόκους, εξαιρουμένων των περιπτώσεων των επόμενων άρθρων.»

    6

    Ο Ley 1/2000 de Enjuiciamiento Civil (νόμος 1/2000 για τον κώδικα πολιτικής δικονομίας), της 7ης Ιανουαρίου 2000 (BOE αριθ. 7 της 8ης Ιανουαρίου 2000, σ. 575) (στο εξής: LEC), προβλέπει στο άρθρο 216 τα εξής:

    «Τα πολιτικά δικαστήρια αποφασίζουν βάσει των πραγματικών περιστατικών που προτάθηκαν, των αποδείξεων που προσκομίστηκαν και των αιτημάτων που υποβλήθηκαν από τους διαδίκους, εκτός αν ο νόμος προβλέπει διαφορετικά σε ειδικές περιπτώσεις.»

    7

    Το άρθρο 218, παράγραφος 1, του LEC ορίζει τα εξής:

    «Οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να είναι σαφείς και ακριβείς και να αντιστοιχούν στα αιτήματα και τις λοιπές αξιώσεις των διαδίκων που έχουν προβληθεί εγκαίρως κατά τη διάρκεια της δίκης. Περιέχουν τις δηλώσεις τις οποίες ζητούν οι διάδικοι, δέχονται ή απορρίπτουν τα αιτήματα κατά του εναγομένου και αποφαίνονται επί όλων των επίδικων ζητημάτων που αποτέλεσαν αντικείμενο της διαδικασίας.

    Το δικαστήριο, χωρίς να παρεκκλίνει από το αντικείμενο της αγωγής κάνοντας δεκτά πραγματικά ή νομικά στοιχεία διαφορετικά από εκείνα τα οποία προέβαλαν οι διάδικοι, αποφαίνεται βάσει των κανόνων που έχουν εφαρμογή επί της υποθέσεως, ακόμα και αν οι διάδικοι δεν παρέθεσαν ή δεν επικαλέστηκαν κατά ορθό τρόπο τους κανόνες αυτούς.»

    8

    Το άρθρο 465, παράγραφος 5, του LEC έχει ως εξής:

    «Η διάταξη ή η απόφαση που εκδίδεται κατ’ έφεση πρέπει να κρίνει αποκλειστικά τα κεφάλαια και τα ζητήματα που αποτέλεσαν αντικείμενο της εφέσεως και, ανάλογα με την περίπτωση, των κατά το άρθρο 461 δικογράφων των προτάσεων ή της αντίθετης εφέσεως του εφεσιβλήτου. Η απόφαση δεν μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του εκκαλούντος, εκτός εάν αυτό οφείλεται στο ότι έγινε δεκτή η αντίθετη έφεση του εφεσιβλήτου κατά της εφεσιβαλλομένης αποφάσεως.»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    9

    Με σύμβαση συναφθείσα στις 22 Μαρτίου 2006, το τραπεζικό ίδρυμα χορήγησε στην L ενυπόθηκο δάνειο ύψους 120000 ευρώ για τη χρηματοδότηση της αγοράς μιας μονοκατοικίας. Το δάνειο ήταν αποπληρωτέο σε 360 μηνιαίες δόσεις. Για το πρώτο έτος συνομολογήθηκε σταθερό επιτόκιο 3,35 % και για τα επόμενα έτη κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο υπολογιζόταν με την πρόσθεση ποσοστού 0,52 % στο ετήσιο επιτόκιο Euribor. Η σύμβαση προέβλεπε ρήτρα κατωτάτου επιτοκίου βάσει της οποίας το κυμαινόμενο επιτόκιο δεν μπορούσε να είναι χαμηλότερο του 3 %.

    10

    Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το τραπεζικό ίδρυμα εφάρμοσε τη ρήτρα κατωτάτου επιτοκίου στην L το 2009, όταν το επιτόκιο Euribor παρουσίασε σημαντική πτώση. Τον Ιανουάριο του 2016 η L άσκησε αγωγή κατά του τραπεζικού ιδρύματος ενώπιον του Juzgado de Primera Instancia de Valladolid (πρωτοδικείου Valladolid, Ισπανία), με αίτημα να κηρυχθεί άκυρη η εν λόγω ρήτρα και να της επιστραφούν τα ποσά που είχαν αχρεωστήτως εισπραχθεί κατ’ εφαρμογήν της. Η L υποστήριξε ότι, επειδή δεν είχε ενημερωθεί δεόντως για την ύπαρξη της εν λόγω ρήτρας και για τη σημασία της στο πλαίσιο της όλης οικονομίας της επίμαχης σύμβασης δανείου, η ρήτρα έπρεπε να κηρυχθεί καταχρηστική ως στερούμενη διαφάνειας. Το τραπεζικό ίδρυμα αντέταξε τον αμυντικό ισχυρισμό ότι η L είχε ενημερωθεί ότι η συγκεκριμένη ρήτρα περιλαμβανόταν στη σύμβαση δανείου.

    11

    Με απόφαση της 6ης Ιουνίου 2016, το Juzgado de Primera Instancia de Valladolid (πρωτοδικείο Valladolid) δέχθηκε την αγωγή, διαπιστώνοντας ότι η ρήτρα κατωτάτου επιτοκίου ήταν καταχρηστική ως στερούμενη διαφάνειας. Υποχρέωσε κατά συνέπεια το τραπεζικό ίδρυμα να επιστρέψει εντόκως στην L τα ποσά που είχε αχρεωστήτως εισπράξει βάσει της ρήτρας αυτής. Έκρινε όμως ότι η υποχρέωση επιστροφής ίσχυε μόνον από τις 9 Μαΐου 2013, κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία) αριθ. 241/2013 της 9ης Μαΐου 2013 (στο εξής: απόφαση της 9ης Μαΐου 2013), η οποία περιορίζει τα διαχρονικά αποτελέσματα της κηρύξεως ως άκυρης μιας τέτοιας ρήτρας κατωτάτου επιτοκίου. Καταδίκασε επίσης το τραπεζικό ίδρυμα στα δικαστικά έξοδα.

    12

    Στις 14 Ιουλίου 2016 το τραπεζικό ίδρυμα άσκησε ενώπιον του Audiencia Provincial de Valladolid (εφετείου Valladolid, Ισπανία) έφεση κατά της ως άνω αποφάσεως κατά το μέτρο που το καταδίκαζε στο σύνολο των δικαστικών εξόδων. Υποστήριξε ότι, δεδομένου ότι η αγωγή της L είχε γίνει μερικώς μόνο δεκτή λόγω του περιορισμού των διαχρονικών αποτελεσμάτων της κηρύξεως της επίμαχης ρήτρας ως άκυρης, το εκκαλούν δεν έπρεπε να είχε καταδικαστεί στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

    13

    Με απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2017, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την έφεση και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση κατά το μέτρο που είχε καταδικάσει το τραπεζικό ίδρυμα στα δικαστικά έξοδα. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν τροποποίησε το διατακτικό της πρωτόδικης αποφάσεως ως προς τα περί επιστροφής αποτελέσματα της κηρύξεως της εν λόγω ρήτρας ως άκυρης, δεδομένου ότι δεν αποτελούσαν αντικείμενο της εφέσεως. Προσθέτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν στηρίχθηκε, προκειμένου να εξαφανίσει εν μέρει την πρωτόδικη απόφαση, στην απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ. (C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 αντιτίθεται σε εθνική νομολογία όπως αυτή που απορρέει από την απόφαση της 9ης Μαΐου 2013, η οποία περιορίζει χρονικώς τα περί επιστροφής αποτελέσματα που συνδέονται με τη δικαστική κήρυξη ως καταχρηστικής μιας ρήτρας σύμβασης συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή μόνον στα ποσά που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως από τον καταναλωτή μετά τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως με την οποία διαπιστώθηκε η καταχρηστικότητα της εν λόγω ρήτρας.

    14

    Η L άσκησε αναίρεση κατά της εφετειακής αποφάσεως ενώπιον του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου). Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η L υποστηρίζει ότι, καθόσον το Audiencia Provincial de Valladolid (εφετείο Valladolid) δεν εφάρμοσε την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ. (C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980), και δεν διέταξε αυτεπαγγέλτως την πλήρη επιστροφή των ποσών που είχαν καταβληθεί κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας κατωτάτου επιτοκίου, παρέβη, μεταξύ άλλων, το άρθρο 1303 του αστικού κώδικα, το οποίο ρυθμίζει τα περί επιστροφής αποτελέσματα της ακυρότητας των ενοχών και των συμβάσεων, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, το οποίο προβλέπει ότι οι καταχρηστικές ρήτρες δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές. Το τραπεζικό ίδρυμα ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως για τον λόγο ότι, αφού η L δεν είχε ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως κατά το μέρος που περιόριζε χρονικώς τα περί επιστροφής αποτελέσματα της κηρύξεως της επίμαχης καταχρηστικής ρήτρας ως άκυρης, δεν μπορούσε παραδεκτώς να ασκήσει αναίρεση με αντικείμενο τον χρονικό περιορισμό των εν λόγω αποτελεσμάτων.

    15

    Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, στις διαφορές που εκκρεμούσαν ενώπιον των ισπανικών δικαστηρίων κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ. (C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980), ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 αντιτίθεται στη νομολογία του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) που απορρέει από την απόφαση της 9ης Μαΐου 2013, με την οποία περιορίστηκαν χρονικώς τα περί επιστροφής αποτελέσματα της ακυρότητας των ρητρών κατωτάτου επιτοκίου που περιλαμβάνονταν στις συμβάσεις μεταξύ καταναλωτών και επαγγελματιών, οι καταναλωτές είχαν, σύμφωνα με την ως άνω εθνική νομολογία, περιορίσει το αίτημα των αγωγών τους στην επιστροφή των ποσών που είχαν αχρεωστήτως καταβληθεί μετά τις 9 Μαΐου 2013. Κατ’ εφαρμογήν διαφόρων αρχών της ισπανικής πολιτικής δικονομίας, όπως είναι η αρχή της ελεύθερης διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης, η αρχή της αντιστοιχίας μεταξύ των αιτημάτων και της αποφάσεως και η αρχή της απαγορεύσεως της reformatio in peius, το Audiencia Provincial de Valladolid (εφετείο Valladolid) δεν διέταξε εν προκειμένω την πλήρη επιστροφή των ποσών που είχαν εισπραχθεί βάσει της ρήτρας κατωτάτου επιτοκίου, δεδομένου ότι η L δεν είχε ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως.

    16

    Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η αρχή κατά την οποία οι καταχρηστικές ρήτρες δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, δεν ισχύει κατά τρόπο απόλυτο και μπορεί κατά συνέπεια να υπόκειται σε περιορισμούς σχετικούς με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, όπως είναι το δεδικασμένο ή η πρόβλεψη εύλογης αποκλειστικής προθεσμίας για τη δικαστική επιδίωξη αξιώσεων. Ο δε κανόνας του ισπανικού δικαίου κατά τον οποίο, εάν ουδείς εκ των διαδίκων προσβάλει συγκεκριμένο κεφάλαιο του διατακτικού, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν δύναται να το καταστήσει άνευ αποτελέσματος ή να τροποποιήσει το περιεχόμενό του, παρουσιάζει ορισμένο βαθμό ομοιότητας με την αρχή του δεδικασμένου.

    17

    Το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει όμως σχετικά με το κατά πόσον συμβιβάζονται με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 οι προβλεπόμενες από το εθνικό δίκαιο αρχές της διαθέσεως, της αντιστοιχίας και της απαγορεύσεως της reformatio in peius. Ειδικότερα, διερωτάται κατά πόσον, υπό το φως της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ. (C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980), εθνικό δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται εφέσεως που ασκείται αποκλειστικώς από το τραπεζικό ίδρυμα και όχι από τον καταναλωτή πρέπει να διατάξει, παρά την ύπαρξη των αρχών αυτών, την πλήρη επιστροφή των ποσών που εισπράχθηκαν βάσει της καταχρηστικής ρήτρας.

    18

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Αντίκειται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ η εφαρμογή των δικονομικών αρχών της διαθέσεως, της αντιστοιχίας και της απαγορεύσεως της reformatio in peius, που εμποδίζουν το δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί εφέσεως ασκηθείσας από τράπεζα κατά αποφάσεως με την οποία περιορίζεται χρονικώς η επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως από τον καταναλωτή, συνεπεία ρήτρας κατωτάτου επιτοκίου που κηρύχθηκε άκυρη, να διατάξει την πλήρη επιστροφή των εν λόγω ποσών και να χειροτερεύσει με τον τρόπο αυτό τη θέση του εκκαλούντος, για τον λόγο ότι ο καταναλωτής δεν άσκησε έφεση βάλλουσα κατά του εν λόγω περιορισμού;»

    Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    19

    Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή εθνικών δικονομικών αρχών δυνάμει των οποίων το εθνικό δικαστήριο, επιλαμβανόμενο εφέσεως κατά αποφάσεως με την οποία περιορίζεται χρονικώς η επιστροφή των ποσών τα οποία αχρεωστήτως κατέβαλε ο καταναλωτής βάσει ρήτρας που κηρύχθηκε καταχρηστική, δεν μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως λόγο εφέσεως που αντλείται από παράβαση της διατάξεως αυτής και να διατάξει την πλήρη επιστροφή των εν λόγω ποσών.

    20

    Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές.

    21

    Επιπλέον, η οδηγία 93/13 επιβάλλει στα κράτη μέλη, όπως προκύπτει από το άρθρο 7, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της, να προβλέπουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα προκειμένου να παύσει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από επαγγελματία με καταναλωτές (απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Addiko Bank, C‑407/18, EU:C:2019:537, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    22

    Ελλείψει ρυθμίσεως από το δίκαιο της Ένωσης, οι κανόνες των διαδικασιών που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας τούτων. Εντούτοις, οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που ισχύουν για παρόμοιες καταστάσεις εσωτερικής φύσης (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε να διαμορφώνονται κατά τρόπο που να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Addiko Bank, C‑407/18, EU:C:2019:537, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    23

    Όσον αφορά την αρχή της ισοδυναμίας, όπως υπενθύμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 44 των προτάσεών του, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει, υπό το φως των δικονομικών προϋποθέσεων των ενδίκων βοηθημάτων που ισχύουν στο εσωτερικό δίκαιο, αν τηρείται η αρχή αυτή λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου, της αιτίας και των βασικών στοιχείων των εν λόγω ενδίκων βοηθημάτων (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, EOS KSI Slovensko, C‑448/17, EU:C:2018:745, σκέψη 40).

    24

    Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 πρέπει να θεωρείται ισοδύναμο προς τους εθνικούς κανόνες που αποτελούν, στο πλαίσιο της εσωτερικής έννομης τάξης, κανόνες δημοσίας τάξεως (απόφαση της 17ης Μαΐου 2018, Karel de Grote – Hogeschool Katholieke Hogeschool Antwerpen, C‑147/16, EU:C:2018:320, σκέψη 35).

    25

    Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την αρχή της ισοδυναμίας, όταν, βάσει του εσωτερικού δικαίου, το δευτεροβάθμιο εθνικό δικαστήριο έχει τη δυνατότητα ή την υποχρέωση να εκτιμήσει αυτεπαγγέλτως τη νομιμότητα μιας νομικής πράξης υπό το πρίσμα των εθνικών κανόνων δημοσίας τάξεως, πρέπει επίσης να έχει τη δυνατότητα ή την υποχρέωση, ακόμη και αν το ζήτημα της νομιμότητας της πράξης αυτής υπό το πρίσμα των ως άνω κανόνων δεν έχει τεθεί πρωτοδίκως, να εκτιμήσει αυτεπαγγέλτως τη νομιμότητα της πράξης αυτής βάσει της ως άνω διατάξεως της οδηγίας 93/13. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, από τη στιγμή που τα στοιχεία της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το δευτεροβάθμιο εθνικό δικαστήριο δημιουργούν ερωτήματα σχετικά με τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας, το εν λόγω δικαστήριο υποχρεούται να εκτιμήσει αυτεπαγγέλτως τη νομιμότητα της εν λόγω ρήτρας υπό το πρίσμα των κριτηρίων της οδηγίας (πρβλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, Jőrös, C‑397/11, EU:C:2013:340, σκέψη 30).

    26

    Οι διάδικοι που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου γραπτές παρατηρήσεις στην παρούσα διαδικασία διαφωνούν μεταξύ τους ως προς το αν υφίσταται νομολογία του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ισπανία) ή του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) δυνάμει της οποίας η αυτεπάγγελτη εφαρμογή των κανόνων δημοσίας τάξεως συνιστά εξαίρεση από τις επίμαχες δικονομικές αρχές. Δεδομένου ότι το άρθρο 6 της οδηγίας 93/13 είναι ισοδύναμο προς εθνικό κανόνα δημοσίας τάξεως, τούτο σημαίνει ότι αν, βάσει της εθνικής νομολογίας, τέτοιοι κανόνες δημοσίας τάξεως συνιστούν εξαίρεση από την εφαρμογή των επίμαχων δικονομικών αρχών, το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται της εφέσεως πρέπει να μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως λόγο εφέσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13.

    27

    Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει κατά πόσον υφίσταται τέτοια εθνική νομολογία. Εάν η ύπαρξη της εν λόγω νομολογίας επιβεβαιωθεί, το αιτούν δικαστήριο θα υποχρεούται, σύμφωνα με την αρχή της ισοδυναμίας, να αφήσει ανεφάρμοστες τις ως άνω δικονομικές αρχές και είτε να επιτρέψει στον καταναλωτή να ασκήσει τα δικαιώματα που αντλεί από την οδηγία 93/13 και το δικαίωμά του να επικαλεστεί τη νομολογία του Δικαστηρίου είτε να προβεί το ίδιο σε αυτεπάγγελτη εξέταση.

    28

    Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι κάθε περίπτωση στην οποία ανακύπτει το ζήτημα αν εθνική δικονομική διάταξη καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένης υπόψη της θέσεως της διατάξεως αυτής στην όλη διαδικασία, της εξελίξεως της διαδικασίας και των ιδιαιτεροτήτων της συνολικώς θεωρούμενων, καθώς και, ενδεχομένως, των αρχών που αποτελούν τη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, όπως η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η ορθή διεξαγωγή της διαδικασίας (απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Profi Credit Slovakia, C‑485/19, EU:C:2021:313, σκέψη 53). Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι η τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας δεν μπορεί να βαίνει μέχρι του σημείου πλήρους επανορθώσεως των συνεπειών από την πλήρη αδράνεια του οικείου καταναλωτή (απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2015, ERSTE Bank Hungary, C‑32/14, EU:C:2015:637, σκέψη 62).

    29

    Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης ενέχει, ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα που απορρέουν από την οδηγία 93/13, απαίτηση περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία επιβεβαιώνεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας και κατοχυρώνεται επίσης στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ισχύει δε, μεταξύ άλλων, ως προς τον καθορισμό των δικονομικών προϋποθέσεων των ενδίκων βοηθημάτων που βασίζονται σε τέτοια δικαιώματα (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    30

    Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, όταν δεν ασκείται αποτελεσματικός έλεγχος του δυνητικά καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών της οικείας συμβάσεως, δεν μπορεί να διασφαλιστεί ο σεβασμός των δικαιωμάτων που παρέχει η οδηγία 93/13 (απόφαση της 4ης Ιουνίου 2020, Kancelaria Medius, C‑495/19, EU:C:2020:431, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    31

    Επομένως, οι σχετικοί όροι της εθνικής νομοθεσίας, στους οποίους παραπέμπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, δεν πρέπει να θίγουν την ουσία του δικαιώματος το οποίο αντλούν οι καταναλωτές από τη διάταξη αυτή και το οποίο συνίσταται στη μη δέσμευσή τους από ρήτρα θεωρούμενη ως καταχρηστική (αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 71, καθώς και της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus, C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 51).

    32

    Πάντως, πρέπει να υπομνησθεί η σημασία που έχει τόσο στην ενωσιακή έννομη τάξη όσο και στις εθνικές έννομες τάξεις η αρχή του δεδικασμένου. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει αποσαφηνίσει ότι, προς διασφάλιση τόσο της σταθερότητας του δικαίου και των εννόμων σχέσεων όσο και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, επιβάλλεται να μην μπορεί να τεθεί ζήτημα κύρους των δικαστικών αποφάσεων οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες μετά την εξάντληση των διαθέσιμων ενδίκων μέσων ή μετά την εκπνοή των προθεσμιών που τάσσονται για την άσκηση των ως άνω ενδίκων μέσων (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones, C‑40/08, EU:C:2009:615, σκέψεις 35 και 36, καθώς και της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus, C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 46).

    33

    Συνεπώς, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι η προστασία του καταναλωτή δεν είναι απόλυτη. Ειδικότερα, έχει κρίνει ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν απαιτεί από τα εθνικά δικαστήρια να μην εφαρμόζουν τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες που προσδίδουν ισχύ δεδικασμένου σε ορισμένη απόφαση, ακόμη και αν κατά τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να θεραπευτεί η παράβαση διατάξεως περιλαμβανόμενης στην οδηγία 93/13, ανεξαρτήτως της φύσεώς της (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones, C‑40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 37, καθώς και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 68), υπό την επιφύλαξη πάντως, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως, ότι τηρούνται οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

    34

    Ως εκ τούτου, στη σκέψη 72 της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ. (C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980), το Δικαστήριο έκρινε ότι ο χρονικός περιορισμός των έννομων αποτελεσμάτων που απορρέουν από τη διαπίστωση της ακυρότητας των ρητρών κατωτάτου επιτοκίου, τον οποίο επέβαλε το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) με την απόφαση της 9ης Μαΐου 2013, ισοδυναμεί με εν γένει στέρηση από κάθε καταναλωτή που συνήψε, προ της ημερομηνίας αυτής, σύμβαση ενυπόθηκου δανείου περιλαμβάνουσα τέτοια ρήτρα του δικαιώματος για εξ ολοκλήρου επιστροφή των ποσών που αχρεωστήτως κατέβαλε, κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας αυτής, στο τραπεζικό ίδρυμα κατά το προγενέστερο της 9ης Μαΐου 2013 διάστημα.

    35

    Το Δικαστήριο διαπίστωσε κατά συνέπεια ότι εθνική νομολογία όπως η διαλαμβανόμενη στην απόφαση του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) της 9ης Μαΐου 2013, σχετικά με τον χρονικό περιορισμό των έννομων αποτελεσμάτων που απορρέουν, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, από την κήρυξη συμβατικής ρήτρας ως καταχρηστικής, παρέχει περιορισμένη μόνον προστασία στους καταναλωτές οι οποίοι συνήψαν σύμβαση ενυπόθηκου δανείου περιέχουσα ρήτρα κατωτάτου επιτοκίου προ της ημερομηνίας δημοσιεύσεως της δικαστικής αποφάσεως με την οποία διαπιστώθηκε η εν λόγω καταχρηστικότητα και, επομένως, μια τέτοια προστασία είναι ελλιπής και ανεπαρκής και δεν συνιστά ούτε κατάλληλο ούτε αποτελεσματικό μέσο προκειμένου να παύσει η χρησιμοποίηση τέτοιου είδους ρητρών, τούτο δε αντιβαίνει προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 73).

    36

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομολογία η οποία περιορίζει χρονικώς τα περί επιστροφής αποτελέσματα που συνδέονται με την κήρυξη ως καταχρηστικής μιας ρήτρας σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή μόνον στα ποσά που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως κατ’ εφαρμογήν τέτοιας ρήτρας μετά τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως με την οποία διαπιστώθηκε η εν λόγω καταχρηστικότητα (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 75).

    37

    Στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν αμφισβητείται ότι ο καταναλωτής δεν άσκησε έφεση ή αντίθετη έφεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως με την οποία επιβάλλεται χρονικός περιορισμός των περί επιστροφής αποτελεσμάτων για τα ποσά που εισπράχθηκαν βάσει της καταχρηστικής ρήτρας.

    38

    Υπογραμμίζεται πάντως ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η μη άσκηση ενδίκου μέσου εκ μέρους του καταναλωτή εντός της δέουσας προθεσμίας μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι, όταν το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ. (C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980), είχε παρέλθει η προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο προθεσμία για την άσκηση έφεσης ή αντίθετης έφεσης. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο καταναλωτής επέδειξε πλήρη αδράνεια, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, στο μέτρο που δεν αμφισβήτησε ενώπιον δευτεροβάθμιου δικαστηρίου την ορθότητα της πάγιας μέχρι τότε νομολογίας του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου).

    39

    Συνεπώς, η εφαρμογή των επίμαχων εθνικών δικονομικών αρχών, στο μέτρο που στερεί από τον καταναλωτή τα δικονομικά μέσα που του παρέχουν τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματά του δυνάμει της οδηγίας 93/13, είναι ικανή να καταστήσει αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την προστασία των εν λόγω δικαιωμάτων, παραβιάζοντας κατά τον τρόπο αυτό την αρχή της αποτελεσματικότητας.

    40

    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή εθνικών δικονομικών αρχών δυνάμει των οποίων εθνικό δικαστήριο, επιλαμβανόμενο εφέσεως κατά αποφάσεως με την οποία περιορίζεται χρονικώς η επιστροφή των ποσών τα οποία αχρεωστήτως κατέβαλε ο καταναλωτής βάσει ρήτρας που κηρύχθηκε καταχρηστική, δεν μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως λόγο εφέσεως που αντλείται από παράβαση της διατάξεως αυτής και να διατάξει την πλήρη επιστροφή των εν λόγω ποσών, εφόσον η μη προσβολή του χρονικού περιορισμού από τον οικείο καταναλωτή δεν μπορεί να αποδοθεί σε πλήρη αδράνειά του.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    41

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

     

    Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή εθνικών δικονομικών αρχών δυνάμει των οποίων εθνικό δικαστήριο, επιλαμβανόμενο εφέσεως κατά αποφάσεως με την οποία περιορίζεται χρονικώς η επιστροφή των ποσών τα οποία αχρεωστήτως κατέβαλε ο καταναλωτής βάσει ρήτρας που κηρύχθηκε καταχρηστική, δεν μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως λόγο εφέσεως που αντλείται από παράβαση της διατάξεως αυτής και να διατάξει την πλήρη επιστροφή των εν λόγω ποσών, εφόσον η μη προσβολή του χρονικού περιορισμού από τον οικείο καταναλωτή δεν μπορεί να αποδοθεί σε πλήρη αδράνειά του.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.

    Επάνω