Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62018CJ0469

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 24ης Οκτωβρίου 2019.
IN κατά Belgische Staat.
Αίτηση του Hof van Cassatie για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία – Φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων – Απαράδεκτο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.
Υπόθεση C-469/18.

Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή — Τμήμα «Πληροφορίες για τις μη δημοσιευόμενες αποφάσεις»

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2019:895

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 24ης Οκτωβρίου 2019 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία – Φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων – Απαράδεκτο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-469/18 και C-470/18,

με αντικείμενο δύο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Hof van Cassatie (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Βέλγιο) με αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 2018, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 19 Ιουλίου 2018, στο πλαίσιο των δικών

IN (C-469/18),

JM (C-470/18)

κατά

Belgische Staat,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, I. Jarukaitis (εισηγητή), E. Juhász, M. Ilešič και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

οι IN και JM, εκπροσωπούμενοι από τον J. Verbist, advocaat,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J.-C. Halleux και P. Cottin καθώς και από την C. Pochet, επικουρούμενους από τον W. van Eeckhoutte, advocaat,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. K. Bulterman και τον J. Hoogveld,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους H. Krämer και W. Roels,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουλίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2

Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ, αφενός, του IN (υπόθεση C-469/18) και του JM (υπόθεση C-470/18) και, αφετέρου, του Belgische Staat (Βελγικού Δημοσίου) σχετικά με πράξεις επιβολής φόρου εκδοθείσες από τη βελγική φορολογική αρχή για τα φορολογικά έτη 1997 και 1998, με τις οποίες διορθώθηκαν οι δηλώσεις φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων που είχαν υποβάλει οι IN και JM.

Το διεθνές δίκαιο

3

Το άρθρο 20 της Συνθήκης περί έκδοσης και αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ του Βασιλείου του Βελγίου, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, η οποία υπεγράφη στις Βρυξέλλες στις 27 Ιουνίου 1962, προβλέπει τα εξής:

«1.   Κατόπιν αίτησης του αιτούντος συμβαλλόμενου μέρους, το συμβαλλόμενο μέρος στο οποίο απευθύνεται η αίτηση κατάσχει, εφόσον τούτο επιτρέπεται από την εθνική νομοθεσία, τα αντικείμενα:

a)

που μπορούν να χρησιμεύσουν ως πειστήρια,

b)

που αποκτήθηκαν μέσω της αξιόποινης πράξης και ανευρέθηκαν είτε πριν είτε μετά την παράδοση του συλληφθέντος προσώπου,

και τα διαβιβάζει.

2.   Η διαβίβαση υπόκειται στην έγκριση του δικαστικού συμβουλίου του πρωτοδικείου του τόπου πραγματοποίησης της έρευνας και της κατάσχεσης. Το δικαστικό συμβούλιο αποφασίζει αν τα κατασχεθέντα αντικείμενα διαβιβάζονται εν όλω ή εν μέρει στο αιτούν συμβαλλόμενο μέρος. Μπορεί να διατάξει την επιστροφή αντικειμένων που δεν συνδέονται ευθέως με την πράξη η οποία προσάπτεται στον ύποπτο και αποφασίζει κατά περίπτωση επί ενστάσεων τρίτων, οι οποίοι ήσαν κάτοχοι του αντικειμένου, ή άλλων δικαιούχων.

[…]»

Οι διαφορές των κύριων δικών και το προδικαστικό ερώτημα

4

Τα πραγματικά περιστατικά των διαφορών των δύο κύριων δικών είναι, mutatis mutandis, πανομοιότυπα στις υποθέσεις C-469/18 και C‑470/18. Μπορούν να συνοψιστούν ως εξής.

5

Οι αναιρεσείοντες των κύριων δικών είναι διευθύνοντες σύμβουλοι επιχειρήσεων εμπορίας και διανομής ηλεκτρονικών υπολογιστών καθώς και εξαρτημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών. Κατά των επιχειρήσεων αυτών κινήθηκε, το 1996, ποινική έρευνα κατόπιν καταγγελίας της βελγικής φορολογικής αρχής η οποία, το 1995, είχε ξεκινήσει έρευνες σχετικές με αλυσιδωτές απάτες στον τομέα του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ).

6

Στο πλαίσιο της ποινικής έρευνας εκτελέστηκε στο Λουξεμβούργο αίτηση δικαστικής συνδρομής, κατά τη διάρκεια της οποίας ο διευθυντής λουξεμβουργιανής τράπεζας παρέδωσε, κατά την ακρόασή του από Λουξεμβουργιανό ανακριτή παρουσία του Βέλγου ομολόγου του, τραπεζικά έγγραφα που αφορούσαν τους αναιρεσείοντες των κύριων δικών. Ωστόσο, η παράδοση αυτή έγινε χωρίς να έχει ζητηθεί η έγκριση του δικαστικού συμβουλίου του πρωτοδικείου του τόπου όπου διενεργήθηκαν η έρευνα και η κατάσχεση, δηλαδή του δικαστικού συμβουλίου του πρωτοδικείου Λουξεμβούργου, έγκριση η οποία απαιτείται από το άρθρο 20 της Συνθήκης περί έκδοσης και αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ του Βασιλείου του Βελγίου, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών.

7

Αφού της χορηγήθηκε άδεια πρόσβασης στην ποινική δικογραφία και λήψης αντιγράφου της, η βελγική φορολογική αρχή εξέδωσε πράξεις επιβολής φόρου με τις οποίες διόρθωσε τις δηλώσεις φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων που είχαν υποβάλει οι αναιρεσείοντες των κύριων δικών και διέταξε την καταβολή φόρων επί των κερδών βιομηχανικών και εμπορικών επιχειρήσεων, τα οποία ανέρχονταν σε 536738,94 ευρώ για το έτος 1997 και 576717,62 ευρώ για το έτος 1998 και τα οποία είχαν κατατεθεί σε λουξεμβουργιανό λογαριασμό.

8

Δεδομένου ότι απορρίφθηκαν οι διοικητικές ενστάσεις που είχαν υποβάλει οι αναιρεσείοντες των κύριων δικών κατά των ως άνω πράξεων επιβολής φόρου, οι τελευταίοι άσκησαν προσφυγές με αίτημα την ελάφρυνση των φόρων που τους είχαν επιβληθεί, υποστηρίζοντας ότι τα τραπεζικά έγγραφα είχαν αποκτηθεί παρανόμως και δεν μπορούσαν, ως εκ τούτου, να θεμελιώσουν απόφαση επιβολής φόρου. Οι προσφυγές αυτές έγιναν δεκτές με απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία εξαφανίστηκε κατ’ έφεση. Εν συνεχεία, οι αναιρεσείοντες των κύριων δικών άσκησαν αναίρεση.

9

Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Hof van Cassatie (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Βέλγιο), οι αναιρεσείοντες των κύριων δικών υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), και από το άρθρο 7 του Χάρτη προκύπτει ότι η διαβίβαση τραπεζικών δεδομένων φυσικών προσώπων είναι δυνατή μόνον εφόσον τηρούνται οι προβλεπόμενες για τον σκοπό αυτόν νόμιμες διαδικασίες. Τούτο, όμως, δεν συνέβη εν προκειμένω, με αποτέλεσμα την προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματός τους στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής. Η απόκτηση τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων κατά προσβολή του δικαιώματος αυτού έρχεται σε αντίθεση προς ό,τι μπορεί να αναμένεται από αρχή η οποία ενεργεί σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης, η δε χρήση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων πρέπει επομένως, σε κάθε περίπτωση, να θεωρείται ανεπίτρεπτη.

10

Συναφώς, οι αναιρεσείοντες των κύριων δικών επικαλούνται την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, WebMindLicenses (C-419/14, EU:C:2015:832), υποστηρίζοντας ότι, εάν, στο πλαίσιο της είσπραξης του φόρου εισοδήματος, γινόταν δεκτή στο βελγικό δίκαιο η δυνατότητα χρήσης αποδεικτικών στοιχείων αποκτηθέντων κατά προσβολή θεμελιώδους δικαιώματος, τούτο θα συνεπαγόταν αδικαιολόγητη διαφορετική μεταχείριση, υπό το πρίσμα της κατοχυρούμενης από το Βελγικό Σύνταγμα αρχής της ισότητας και της απαγόρευσης των διακρίσεων, μεταξύ του φορολογουμένου στον οποίο επιβάλλεται φόρος εισοδήματος και του φορολογουμένου στον οποίο επιβάλλεται ΦΠΑ.

11

Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει, αφενός, ότι η βελγική φορολογική νομοθεσία δεν περιέχει γενική διάταξη που να απαγορεύει τη χρήση παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών στοιχείων με σκοπό να διαπιστωθεί φορολογική οφειλή και να επιβληθεί, ενδεχομένως, προσαύξηση ή πρόστιμο. Η χρήση τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων από τη διοίκηση πρέπει να εκτιμάται βάσει των αρχών της χρηστής διοίκησης και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Εκτός των περιπτώσεων στις οποίες ο νομοθέτης προβλέπει, συναφώς, συγκεκριμένες κυρώσεις, η χρήση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων σε φορολογικές υποθέσεις μπορεί να αποκλειστεί μόνον εφόσον αυτά έχουν αποκτηθεί κατά τρόπο που αντιβαίνει σε τέτοιο βαθμό προς ό,τι μπορεί να αναμένεται από αρχή η οποία ενεργεί σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοίκησης, ώστε η χρήση αυτή να πρέπει σε κάθε περίπτωση να θεωρείται ανεπίτρεπτη, ή εφόσον η εν λόγω χρήση θέτει σε κίνδυνο το δικαίωμα του φορολογουμένου σε δίκαιη δίκη. Κατά την ως άνω εκτίμηση, ο δικαστής μπορεί, μεταξύ άλλων, να λάβει υπόψη έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους παράγοντες: τον αμιγώς τυπικό χαρακτήρα της παρανομίας, τον αντίκτυπό της επί του δικαιώματος ή της ελευθερίας που προστατεύει ο παραβιασθείς κανόνας, το αν η αρχή διέπραξε την παρανομία εκ προθέσεως ή όχι και το γεγονός ότι η σοβαρότητα της παράβασης υπερβαίνει κατά πολύ τη σοβαρότητα της διαπραχθείσας παρανομίας.

12

Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει, αφετέρου, στην απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, WebMindLicenses (C-419/14, EU:C:2015:832), και παρατηρεί ότι, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι, στον τομέα της είσπραξης του ΦΠΑ, πρέπει να μη λαμβάνονται υπόψη αποδεικτικά στοιχεία που έχουν αποκτηθεί κατά προσβολή θεμελιώδους δικαιώματος. Αντιθέτως, από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προκύπτει ότι η χρήση αποδεικτικού στοιχείου το οποίο έχει συλλεγεί κατά παράβαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην προσβολή του κατοχυρούμενου στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και ότι το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ δεν απαιτεί, αυτό καθεαυτό, να μη λαμβάνεται υπόψη ένα τέτοιο αποδεικτικό στοιχείο κατά τη συζήτηση.

13

Δεδομένης της ως άνω νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί αναγκαίο να υποβληθεί εκ νέου στο Δικαστήριο το ερώτημα αν, στον τομέα του ΦΠΑ, το άρθρο 47 του Χάρτη έχει την έννοια ότι αντιτίθεται, σε κάθε περίπτωση, στη χρήση αποδεικτικών στοιχείων που έχουν αποκτηθεί κατά προσβολή του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη, ή ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση κατ’ εφαρμογήν της οποίας το δικαστήριο που πρέπει να εκτιμήσει αν ένα τέτοιο αποδεικτικό στοιχείο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση για την είσπραξη ΦΠΑ οφείλει να προβεί σε εξέταση όπως αυτή που προεκτέθηκε.

14

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, μολονότι οι υποθέσεις των κύριων δικών αφορούν τον φόρο εισοδήματος και, επομένως, δεν σχετίζονται με ζήτημα το οποίο εμπίπτει στο πεδίο του δικαίου της Ένωσης, η απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα καθεμίας από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις είναι αναγκαία προκειμένου το εν λόγω δικαστήριο να μπορέσει να εκτιμήσει την προβαλλόμενη από τους αναιρεσείοντες των κύριων δικών άνιση μεταχείριση μεταξύ ενός φορολογουμένου στον οποίο επιβάλλεται φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων και ενός φορολογουμένου στον οποίο επιβάλλεται ΦΠΑ.

15

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hof van Cassatie (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε, στις υποθέσεις C-469/18 και C-470/18, να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο έχει πανομοιότυπη διατύπωση σε καθεμία από τις δύο αυτές υποθέσεις:

«Έχει το άρθρο 47 του Χάρτη […] την έννοια ότι, σε κάθε περίπτωση, αποκλείει τη χρήση, σε υποθέσεις σχετικές με τον [ΦΠΑ], αποδεικτικών στοιχείων που συνελέγησαν κατά παράβαση του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη, ή αφήνει περιθώριο για εθνική ρύθμιση κατά την οποία το δικαστήριο που πρέπει να κρίνει αν ένα τέτοιο αποδεικτικό στοιχείο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση για τη επιβολή ΦΠΑ πρέπει να πραγματοποιήσει την [κατά το σκεπτικό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως] στάθμιση;»

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

16

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, οι υποθέσεις C-469/18 και C-470/18 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης.

Επί του παραδεκτού των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως

17

Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, η περίπτωση των υποθέσεων των κύριων δικών, αντικείμενο των οποίων είναι η διόρθωση των δηλώσεων φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.

18

Πρέπει να παρατηρηθεί ότι το γεγονός ότι, στις υποθέσεις των κύριων δικών, συνελέγησαν αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε κατόπιν καταγγελίας της βελγικής φορολογικής αρχής η οποία είχε διεξαγάγει έρευνες σχετικές με απάτες στον τομέα του ΦΠΑ δεν συνεπάγεται αυτό καθεαυτό, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 66 των προτάσεών της, ότι η χρήση των εν λόγω στοιχείων με σκοπό τη διόρθωση των δηλώσεων φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων συνιστά εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη. Πράγματι, μια τέτοια χρήση δεν συνδέεται με το δίκαιο της Ένωσης κατά τρόπο που να υπερβαίνει την τυχόν υφιστάμενη, σε ένα κράτος μέλος, εγγύτητα μεταξύ των κανόνων για την είσπραξη του ΦΠΑ και των κανόνων για την είσπραξη του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων ή τις έμμεσες συνέπειες του ενός από τους εν λόγω τομείς στον άλλον (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Julián Hernández κ.λπ., C-198/13, EU:C:2014:2055, σκέψη 34 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

19

Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν μπορεί εν προκειμένω να εκτιμήσει, υπό το πρίσμα του Χάρτη, την εθνική νομοθεσία ή νομολογία που έχει εφαρμογή στη χρήση, κατά τη διαδικασία είσπραξης του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων η οποία αφορά τους αναιρεσείοντες των κύριων δικών, αποδεικτικών στοιχείων αποκτηθέντων, κατά το αιτούν δικαστήριο, παρανόμως.

20

Ωστόσο, μολονότι οι υποθέσεις των κύριων δικών άπτονται του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, το αιτούν δικαστήριο, του οποίου το ερώτημα σε κάθε υπόθεση αφορά ρητώς την ερμηνεία του άρθρου 47 του Χάρτη, ζητεί, στην πραγματικότητα, να κριθεί κατά πόσον το δίκαιο της Ένωσης παρέχει ή όχι τη δυνατότητα χρήσης παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών στοιχείων για τον σκοπό της είσπραξης του ΦΠΑ. Συγκεκριμένα, κατά την άποψή του, μπορεί να υφίσταται, επί του σημείου αυτού, απόκλιση μεταξύ της λύσης στην οποία κατέληξε το Δικαστήριο με την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, WebMindLicenses (C-419/14, EU:C:2015:832), και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα είναι αναγκαία, κατά το αιτούν δικαστήριο, προκειμένου αυτό να μπορέσει να εκτιμήσει την προβαλλόμενη από τους αναιρεσείοντες των κύριων δικών άνιση μεταχείριση μεταξύ ενός φορολογουμένου στον οποίο επιβάλλεται, όπως εν προκειμένω, φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων και ενός φορολογουμένου στον οποίο επιβάλλεται ΦΠΑ.

21

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ως παραδεκτές αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως που αφορούν διατάξεις του δικαίου της Ένωσης σε περιπτώσεις στις οποίες τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου αυτού, αλλά οι εν λόγω διατάξεις έχουν εφαρμογή βάσει του εθνικού δικαίου λόγω παραπομπής του εθνικού δικαίου στο περιεχόμενο των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 2012, Nolan, C-583/10, EU:C:2012:638, σκέψη 45, και της 15ης Νοεμβρίου 2016, Ullens de Schooten, C-268/15, EU:C:2016:874, σκέψη 53 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

22

Συγκεκριμένα, όταν εθνική νομοθεσία εναρμονίζει τις λύσεις που προβλέπει για τις αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις προς τις λύσεις οι οποίες γίνονται δεκτές κατά το δίκαιο της Ένωσης, προκειμένου, παραδείγματος χάριν, να αποφευχθούν τυχόν διακρίσεις εις βάρος των ημεδαπών ή στρεβλώσεις του ανταγωνισμού ή, ακόμη, να εφαρμοστεί ενιαία διαδικασία σε παρόμοιες καταστάσεις, υφίσταται οπωσδήποτε συμφέρον της Ένωσης για ομοιόμορφη ερμηνεία των διατάξεων ή των εννοιών που συμπίπτουν με διατάξεις ή έννοιες του δικαίου της Ένωσης, ανεξαρτήτως των συνθηκών υπό τις οποίες τυγχάνουν εφαρμογής, προκειμένου να αποφευχθούν ερμηνευτικές αποκλίσεις στο μέλλον (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 1990, Dzodzi, C-297/88 και C-197/89, EU:C:1990:360, σκέψη 37, της 17ης Ιουλίου 1997, Leur‑Bloem, C-28/95, EU:C:1997:369, σκέψη 32, και της 18ης Οκτωβρίου 2012, Nolan, C-583/10, EU:C:2012:638, σκέψη 46).

23

Επομένως, η ερμηνεία από το Δικαστήριο διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σε καταστάσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους δικαιολογείται όταν το εθνικό δίκαιο προβλέπει την εφαρμογή τους ευθέως και ανεπιφύλακτα, προκειμένου να εξασφαλίζεται ομοιόμορφη αντιμετώπιση τόσο των εν λόγω καταστάσεων όσο και εκείνων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω διατάξεων (αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 2012, Nolan, C-583/10, EU:C:2012:638, σκέψη 47, καθώς και της 7ης Νοεμβρίου 2018, C και A, C‑257/17, EU:C:2018:876, σκέψη 33).

24

Στο πλαίσιο κατάστασης όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να υποδείξει στο Δικαστήριο, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, εάν η διαφορά που εκκρεμεί ενώπιόν του παρουσιάζει κάποιο συνδετικό στοιχείο με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, οπότε η ζητούμενη προδικαστική ερμηνεία καθίσταται απαραίτητη για την επίλυση της διαφοράς αυτής (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2016, Ullens de Schooten, C-268/15, EU:C:2016:874, σκέψη 55, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Fremoluc, C-343/17, EU:C:2018:754, σκέψη 22).

25

Στο μέτρο όμως που, αφενός, το δίκαιο της Ένωσης δεν προβλέπει κανόνες σχετικούς με τον τρόπο διεξαγωγής των αποδείξεων σε θέματα απάτης ως προς τον ΦΠΑ και, αφετέρου, εναπόκειται στα κράτη μέλη να θεσπίζουν τέτοιους κανόνες τηρώντας την αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης και των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το εν λόγω δίκαιο (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 2015, WebMindLicenses, C-419/14, EU:C:2015:832, σκέψεις 65 έως 68, καθώς και της 17ης Ιανουαρίου 2019, Dzivev κ.λπ., C-310/16, EU:C:2019:30, σκέψη 24), δύσκολα μπορεί να νοηθεί, στον τομέα αυτόν, παραπομπή του εθνικού δικαίου σε διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Εν πάση περιπτώσει, από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι το βελγικό δίκαιο παραπέμπει σε διατάξεις του δικαίου της Ένωσης.

26

Από το σύνολο των προεκτεθέντων συνάγεται ότι οι υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτες.

Επί των δικαστικών εξόδων

27

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφασίζει:

 

Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Hof van Cassatie (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Βέλγιο) με αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 2018 είναι απαράδεκτες.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Επάνω