EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61988CJ0297

Απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 1990.
Massam Dzodzi κατά Βελγικού Δημοσίου.
Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de première instance de Bruxelles και Cour d'appel de Bruxelles - Βέλγιο.
Προδικαστικά ερωτήματα - Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου - Παραπομπή εθνικής νομοθεσίας σε κοινοτικές διατάξεις - Δικαίωμα διαμονής - Δικαίωμα παραμονής - Οδηγία 64/221/ΕΟΚ.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-297/88 και C-197/89.

European Court Reports 1990 I-03763

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:360

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-297/88 και C-197/89 ( *1 )

Ι — Κανονιστικό πλαίσιο

Α — Οι κοινοτικές διατάξεις.

1.

Το δικαίωμα του συζύγου του εργαζομένου να διαμένει στο έδαφος κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 48 της Συνθήκης, ρυθμίζεται:

αφενός από τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33), που ορίζει στο άρθρο 10, πρώτο εδάφιο:

«Ανεξαρτήτως της ιθαγενείας των, έχουν δικαίωμα εγκαταστάσεως μετά του εργαζομένου υπηκόου ενός κράτους μέλους που απασχολείται στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους: ... έκαστος των συζύγων και οι κατιόντες τους οι οποίοι έχουν ηλικία κάτω των 21 ετών ή συντηρούνται απ' αυτόν... »

αφετέρου από την οδηγία 68/360/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί καταργήσεως των περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των εργαζομένων των κρατών μελών και των οικογενειών τους στο εσωτερικό της Κοινότητος (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 43 ), που προβλέπει στο άρθρο 1 την κατάργηση « υπό τους όρους που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία των περιορισμών στη διακίνηση και διαμονή των υπηκόων των εν λόγω κρατών και των μελών της οικογενείας τους επί των οποίων εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1612/68».

2.

Ο εργαζόμενος ο οποίος παύει απασχολούμενος έχει, δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) 1251/70 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 1970, περί του δικαιώματος των εργαζομένων να παραμένουν στην επικράτεια κράτους μέλους μετά την άσκηση σ' αυτό ορισμένης εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 64), το δικαίωμα να παραμένει στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο εργάστηκε. Το δικαίωμα παραμονής καλύπτει και τα μέλη της οικογένειας του εργαζομένου υπό τους όρους του άρθρου 3 του κανονισμού που ορίζει ότι:

«Τα μέλη της οικογενείας εργαζομένου τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 του παρόντος κανονισμού, τα οποία κατοικούν μαζί με αυτόν στο έδαφος κράτους μέλους, έχουν το δικαίωμα να παραμείνουν εκεί μονίμως αν ο εργαζόμενος έχει αποκτήσει το δικαίωμα παραμονής στο έδαφος του κράτους αυτού σύμφωνα με το άρθρο 2, ακόμα και μετά τον θάνατο του. »

3.

Η ίδια διάκριση μεταξύ του δικαιώματος διαμονής και του δικαιώματος παραμονής ισχύει και για τους συζύγους των υπηκόων κράτους μέλους που ασκούν ή άσκησαν ανεξάρτητη επαγγελματική δραστηριότητα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

Το δικαίωμα διαμονής προβλέπεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 73/148/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1973, περί της καταργήσεως των περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των υπηκόων των κρατών μελών στο εσωτερικό της Κοινότητος στον τομέα της εγκαταστάσεως και της παροχής υπηρεσιών (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 144). Το δικαίωμα παραμονής ρυθμίζεται, κατά τους όρους των διατάξεων που διέπουν τους συζύγους των εργαζομένων, από το άρθρο 3 της οδηγίας 75/34/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1974, περί του δικαιώματος των υπηκόων των κρατών μελών να παραμένουν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους μετά την άσκηση σ' αυτό μη μισθωτής δραστηριότητας (ΕΕειδ. έκδ. 06/001, σ. 191).

4.

Οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι κοινοτικοί υπήκοοι και τα μέλη των οικογενειών τους μπορούν να λάβουν άδεια διαμονής ή ενδεχομένως να προσβάλουν την άρνηση χορηγήσεως αδείας διαμονής ή το μέτρο της απομάκρυνσης από την επικράτεια προβλέπονται από την οδηγία 64/221/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1964, περί του συντονισμού των ειδικών μέτρων για τη διακίνηση και τη διαμονή αλλοδαπών, τα οποία δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 16).

Η οδηγία αυτή ορίζει στα άρθρα 8 και 9:

« Άρθρο 8

O ενδιαφερόμενος πρέπει να δύναται να ασκήσει κατά της αποφάσεως περί αρνήσεως εισόδου, αρνήσεως εκδόσεως ή ανανεώσεως της αδείας διαμονής ή κατά της αποφάσεως περί απομακρύνσεως από την επικράτεια, τις προσφυγές που δύνανται να ασκήσουν οι ημεδαποί κατα των πράξεων της διοικήσεως.

Άρθρο 9

1.   Αν δεν χωρεί προσφυγή σε δικαστήριο ή αν η προσφυγή αυτή αναφέρεται μόνο στη νομιμότητα της αποφάσεως ή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, η απόφαση περί αρνήσεως ανανεώσεως της αδείας διαμονής ή η απόφαση περί απομακρύνσεως του κατόχου αδείας διαμονής από την επικράτεια λαμβάνεται από τη διοικητική αρχή — εκτός επειγουσών περιπτώσεων — μόνο κατόπιν γνώμης αρμοδίας αρχής της χώρας υποδοχής, ενώπιον της οποίας ο ενδιαφερόμενος πρέπει να δύναται να προβάλλει τα μέσα υπερασπίσεως του και να δύναται να επικουρείται ή να εκπροσωπείται κατά τους δικαστικούς όρους που προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία.

Η αρχή αυτή πρέπει να είναι άλλη από εκείνη που έχει αρμοδιότητα να λαμβάνει την απόφαση περί αρνήσεως ανανεώσεως της αδείας διαμονής ή την απόφαση περί απομακρύνσεως.

2.   Οι αποφάσεις περί αρνήσεως εκδόσεως της πρώτης αδείας διαμονής, καθώς και οι αποφάσεις περί απομακρύνσεως προ της εκδόσεως της εν λόγω αδείας υποβάλλονται προς εξέταση, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, στην αρχή εκείνη, η προηγούμενη γνώμη της οποίας προβλέπεται από την παράγραφο 1. Ο ενδιαφερόμενος επιτρέπεται τότε να αναλάβει αυτοπροσώπως την υπεράσπιση του, εκτός αν λόγοι ασφαλείας του κράτους αντιτίθενται στην υπεράσπιση αυτή.»

Β — Οι εθνικές διατάξεις

1.

Το άρθρο 40 του βελγικού νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 περί εισόδου στην επικράτεια, διαμονής, εγκαταστάσεως και απομακρύνσεως των αλλοδαπών ( Moniteur belge της 31. 12. 1980, σ. 14584) εξομοιώνει τον αλλοδαπό σύζυγο του βέλγου υπηκόου ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς του με « αλλοδαπό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ».

Το άρθρο 42 του νόμου αυτού ορίζει:

«Το δικαίωμα διαμονής αναγνωρίζεται υπέρ των αλλοδαπών ΕΚ υπό τους όρους και για τη διάρκεια που ορίζει ο νόμος σύμφωνα με τους κανονισμούς και τις οδηγίες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Το δικαίωμα διαμονής πιστοποιείται με τίτλο ο οποίος χορηγείται στις περιπτώσεις και κατά τον τρόπο που καθορίζει ο βασιλεύς, σύμφωνα με τους εν λόγω κανονισμούς και οδηγίες.

Η απόφαση σχετικά με τη χορήγηση τίτλου διαμονής λαμβάνεται το συντομότερο δυνατό και το αργότερο εντός έξι μηνών από της υποβολής της αιτήσεως. »

2.

Όσον αφορά τα ένδικα μέσα που μπορούν να ασκηθούν κατά των αποφάσεων περί μη χορηγήσεως τίτλου διαμονής και απομακρύνσεως από τη χώρα, ο νόμος της 15ης Δεκεμβρίου 1980 διακρίνει:

αφενός, στο άρθρο 44, τη δυνατότητα υποβολής αιτήσεως αναθεωρήσεως στον υπουργό δικαιοσύνης. Το άρθρο 67 του εν λόγω νόμου ορίζει ότι το μέτρο της απομακρύνσεως από την επικράτεια δεν εκτελείται εφόσον εκκρεμεί η εν λόγω αίτηση'

αφετέρου, στο άρθρο 69 , την προσφυγή ακυρώσεως στο Conseil d'Etat.

Το άρθρο 63 του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 15ης Ιουλίου 1987 ( Moniteur belge της 18ης Ιουλίου 1987, σ. 11111), αποκλείει ρητά την εφαρμογή, σε ορισμένες αποφάσεις που αφορούν τους αλλοδαπούς, του άρθρου 584 του δικαστικού κώδικα που παρέχει την αρμοδιότητα στο δικαστήριο των ασφαλιστικών μέτρων να διατάσσει την αναστολή εκτελέσεως των διοικητικών αποφάσεων. Η εξαίρεση αυτή δεν αφορά τα μέτρα που λαμβάνονται εις βάρος κοινοτικών υπηκόων.

II — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1.

Η Massam Dzodzi έχει την ιθαγένεια του Τόγκο. Στις αρχές του 1987 μετέβη στο Βέλγιο και στις 14 Φεβρουαρίου 1987 παντρεύτηκε τον Julien Herman, βελγικής ιθαγενείας.

Την επόμενη του γάμου της εβδομάδα η Dzodzi υπέβαλε « αίτηση εγκαταστάσεως ως πρόσωπο υπαγόμενο στις ευεργετικές διατάξεις των κοινοτικών κανονισμών και οδηγιών ». Η βελγική διοικητική αρχή δεν έλαβε απόφαση επί της αιτήσεως λόγω του ότι οι σύζυγοι αναχώρησαν για το Τόγκο. Κατά τη διαμονή τους στη χώρα αυτή, που διήρκεσε από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούλιο του 1987, ο Herman ασθένησε σοβαρά. Μετά την επιστροφή τους στο Βέλγιο αποβίωσε στα τέλη Ιουλίου 1987.

2.

Η Dzodzi, που είχε συνοδεύσει τον σύζυγό της στο Βέλγιο, αναχώρησε και πάλι για το Τόγκο απ' όπου υπέβαλε αίτηση παρατάσεως της αδείας διαμονής της στο βελγικό έδαφος προκειμένου να ρυθμίσει τις διατυπώσεις της κληρονομικής διαδοχής. Η αίτηση αυτή αναφερόταν στο προμνημονευθέν άρθρο 40 του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980, που εξομοιώνει τον σύζυγο βέλγου υπηκόου με υπήκοο χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.

Πριν η βελγική διοικητική αρχή αποφασίσει επί της αιτήσεως αυτής, η Dzodzi επανήλθε στο Βέλγιο.

Με απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 1988 η υπηρεσία αλλοδαπών απέρριψε την αίτηση της Dzodzi για τακτοποίηση της διαμονής της, με την αιτιολογία ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε η τελευταία δεν μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικοί ανέφερε πάντως ότι θα δοθεί η εντολή στην αρμόδια δημοτική αρχή να της χορηγήσει «δήλωση αφίξεως» τρίμηνης ισχύος.

3.

Η Dzodzi υπέβαλε αίτηση αναθεωρήσεως της αποφάσεως αυτής υπογραμμίζοντας ότι εξομοιώνεται με υπήκοο της ΕΟΚ' η αίτηση αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με δύο αποφάσεις της βελγικής διοικητικής αρχής, της 25ης Μαρτίου και 12ης Απριλίου 1988.

Η απόφαση της 25ης Μαρτίου 1988 περιελάμβανε και διάταξη περί εγκαταλείψεως του βελγικού εδάφους.

4.

Η υπόθεση ήχθη ενώπιον του Tribunal de première instance των Βρυξελλών, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου αυτού αποφάσισε, με Διάταξη της, 5ης Οκτωβρίου 1988, να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

« A — Ως προς το δικαίωμα διαμονής

Υπήκοος τρίτης χώρας νυμφεύεται βέλγο υπήκοο ο οποίος αποβιώνει περίπου έξι μήνες μετά τον γάμο. Εκτιμώνται οι προϋποθέσεις χορηγήσεως του δικαιώματος διαμονής σε μη κοινοτικό υπήκοο, σύζυγο βέλγου υπηκόου, κατά τον χρόνο της εισόδου στο Βασίλειο, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως αδείας διαμονής ή κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος;

Θίγεται το ενδεχόμενο δικαίωμα διαμονής από το ότι οι σύζυγοι απουσίασαν από τη χώρα επί περίοδο μεγαλύτερη των τριών και μικρότερη των έξι μηνών πριν από τη χορήγηση του τίτλου διαμονής και χωρίς να ενημερώσουν προηγουμένως τις διοικητικές αρχές για την ενδεχόμενη πρόθεση τους να επανέλθουν αργότερα στο Βέλγιο. Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, θίγεται το εν λόγω δικαίωμα από τον θάνατο του συζύγου που επήλθε μετά την επιστροφή στο Βέλγιο; »

Β — Ως προς το δικαίωμα παραμονής

Υπό τα ανωτέρω περιγραφόμενα πραγματικά περιστατικά, μπορεί η εν λόγω χήρα να αξιώσει το δικαίωμα παραμονής στο Βέλγιο βάσει του κανονισμού 1251/70;

Γ — Επικουρικό ερώτημα

Το άρθρο 40 του βελγικού νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 εξομοιώνει τον σύζυγο βέλγου υπηκόου με κοινοτικό υπήκοο. Επομένως, στην περίπτωση όπου η απάντηση στα δύο προηγούμενα ερωτήματα είναι αρνητική λόγω της βελγικής ιθαγενείας του αποβιώσαντος και μόνο, θα μπορούσε η ενδιαφερόμενη να αξιώσει δικαίωμα διαμονής ή δικαίωμα παραμονής αν ο αποβιώσας σύζυγος της ήταν υπήκοος άλλου κράτους μέλους της Κοινότητας; »

5.

Η Dzodzi άσκησε έφεση κατά της Διατάξεως αυτής.

6.

Με Διάταξη της 16ης Μαΐου 1989 το Cour d'appel των Βρυξελλών δέχτηκε τα αιτήματα της Dzodzi και:

αφενός υποχρέωσε το Βελγικό Δημόσιο να χορηγήσει στην αιτούσα άδεια προσωρινής διαμονής ισχύουσα για « όσο χρόνο θα εκκρεμεί η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων », επ' απειλή χρηματικής ποινής.

αφετέρου υπέβαλε στο Δικαστήριο δύο νέα προδικαστικά ερωτήματα.

Τα ερωτήματα αυτά είναι τα ακόλουθα:

« 1)

Παρέχει η οδηγία 64/221 του Συμβουλίου ΕΟΚ της 25ης Φεβρουαρίου 1964 στους υπηκόους κράτους μέλους, ως προς τους οποίους έχει ληφθεί απόφαση εισόδου, αρνήσεως χορηγήσεως ή αρνήσεως ανανεώσεως αδείας διαμονής ή απόφαση απομακρύνσεως από το εθνικό έδαφος, το δικαίωμα να ασκούν “τις προσφυγές που δύνανται να ασκήσουν οι ημεδαποί κατά των πράξεων της διοικήσεως;” ( άρθρο 8 ).

Στο Βέλγιο, οι ημεδαποί που απειλούνται από επικείμενη ζημία που θα μπορούσε να προκληθεί από πράξη της διοικήσεως, της οποίας αμφισβητείται η νομιμότητα, μπορούν να υποβάλουν στον πρόεδρο του Tribunal de première instance, βάσει του άρθρου 584 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, αίτηση κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων προκειμένου να υποχρεωθεί η δημόσια αρχή να λάβει μέτρα προς διασφάλιση των απειλουμένων συμφερόντων τους ή να αναστείλει προσωρινώς τα αποτελέσματα της βαλλόμενης πράξεως.

Είναι δυνατό, σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις της οδηγίας 64/221, να απαγορευθεί στα πρόσωπα που αντλούν δικαιώματα από την οδηγία αυτή η δυνατότητα προσφυγής στη διαδικασία των προσωρινών μέτρων;

2)

Πρέπει το άρθρο 9 της οδηγίας να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλεται να αναγνωριστεί στους ενδιαφερομένους το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής που να τους επιτρέπει να ζητήσουν, πριν από την εκτέλεση του βαλλομένου μέτρου, την επείγουσα παρέμβαση εθνικού δικαστηρίου προκειμένου να πετύχουν έγκαιρα τη λήψη των μέτρων προστασίας των απειλουμένων δικαιωμάτων τους; »

7.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στις δύο υποθέσεις η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Etienne Lasnet, νομικό σύμβουλο, η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη στην υπόθεση 297/88 από τον Αντιπρόεδρο της Κυβερνήσεως, Υπουργό Δικαιοσύνης και Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων και στην υπόθεση 197/89 από τον Πρωθυπουργό, Υπουργό Δικαιοσύνης και Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, με σύμβουλο τη Martine Scarcez, δικηγόρο Βρυξελλών, και η Masam Dzodzi, εκπροσωπούμενη από τους Luc Misson και Jean-Paul Brilmaker, δικηγόρους Λιέγης.

8.

Με Διάταξη της 21ης Φεβρουαρίου 1990, το Δικαστήριο αποφάσισε την ένωση και συνεκδίκαση των δύο υποθέσεων προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και έκδοση κοινής αποφάσεως.

9.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

III — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

Επί των ερωτημάτων που νπεβαλε το Tribunal de première instance των Βρνξελλών

A — Ως προς την αρμοδιότητα του Δικαοτηρίον

1.

Η Βελγική Κυβέρνηση προβάλλει κυρίως αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου να κρίνει επί των προδικαστικών ερωτημάτων. Η Κυβέρνηση αυτή υποστηρίζει ότι το δικαίωμα διαμονής στο βελγικό έδαφος του αλλοδαπού συζύγου βέλγου υπηκόου διέπεται αποκλειστικά από το εσωτερικό δίκαιο και συγκεκριμένα τις διατάξεις του προαναφερθέντος νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980. Επομένως, το κοινοτικό δίκαιο δεν είναι απευθείας εφαρμοστέο, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 28ης Μαρτίου 1979, Saunders, 175/78, Rec. 1979, σ. 1129), κατά την οποία οι διατάξεις της Συνθήκης που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων δεν έχουν εφαρμογή σε καθαρά εσωτερικές καταστάσεις.

2.

Ως προς το σημείο αυτό, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η κατά το άρθρο 40 του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 εξομοίωση των συζύγων των βέλγων υπηκόων με υπηκόους των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας αποτελεί ιδιορρυθμία του βελγικού δικαίου. Δεν πρόκειται για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας από κοινοτικό υπήκοο σε άλλη χώρα της Κοινότητας επομένως, η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων που καθιερώνει η Συνθήκη δεν έχει απευθείας εφαρμογή εν προκειμένω.

3.

Η Dzodzi υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να κρίνει επί των προδικαστικών ερωτημάτων και προβάλλει σχετικώς τα ακόλουθα επιχειρήματα:

η ένδικη διαφορά είναι « πραγματική » κατά την έννοια της αποφάσεως της 16ης Δεκεμβρίου 1981, Foglia/Novello, (244/80, Συλλογή 1981, σ. 3045) και αφορά την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, δεδομένου ότι το άρθρο 40, παράγραφος 4, του προαναφερθέντος βελγικού νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 εξομοιώνει τους συζύγους των βέλγων υπηκόων με υπηκόους της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, ανεξαρτήτως ιθαγενείας

όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980, η διάταξη αυτή έχει ως αντικείμενο να αποφεύγεται η «αντίστροφη διάκριση » ( discrimination à rebours), ώστε ο μη κοινοτικός υπήκοος, σύζυγος βέλγου υπηκόου, να μη βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση από τον μη κοινοτικό υπήκοο, σύζυγο υπηκόου άλλου κράτους μέλους. Με τον κανόνα του άρθρου 40 του νόμου καθίσταται δυνατή η αποφυγή της αντίστροφης αυτής διάκρισης στην οποία αναφέρεται η απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1982, Morsoli ( 35/82 και 36/82, Συλλογή 1982, σ. 3723 ) και η ίση μεταχείρηση όλων των κοινοτικών υπηκόων. Αν γίνει δεκτό ότι δεν έχει εφαρμογή σε τέτοια περίπτωση η διαδικασία του άρθρου 177, τότε θα χάσει την αποτελεσματικότητά της η λύση που προβλέπεται από το άρθρο 40 του νόμου, ιδίως λόγω του ενδεχομένων νομολογιακών αποκλίσεων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου

σε προηγούμενες υποθέσεις ( αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 1968, Société par actions Salgoil, 13/68, Rec. 1968, σ. 661 της 13ης Μαρτίου 1979, Hansen GmbH et Co., 91/78, Rec. 1979, σ. 935 της 28ης Ιουνίου 1978, Kenny, 1/78, Rec. 1978, σ. 1489 ), το Δικαστήριο επέλυσε ερωτήματα ερμηνείας ή κύρους του κοινοτικού δικαίου χωρίς να έχει αποδειχθεί ότι τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν σε διαφορά κοινοτικού δικαίου.

Β — Επί τον πρώτον ερωτήματος που αναφέρεται στο δικαίωμα διαμονής

1.

Η Βελγική Κνβέρνηση επικαλείται τις διατάξεις των άρθρων 19 και 40 του προαναφερθέντος νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 και του άρθρου 39 του οργανικού βασιλικού διατάγματος της 8ης Οκτωβρίου 1981 και προτείνει τις ακόλουθες απαντήσεις:

το δικαίωμα διαμονής του αλλοδαπού κρίνεται κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως επί της αιτήσεως αδείας διαμονής, εφόσον η απόφαση αυτή εκδίδεται εντός ευλόγου χρόνου. Κατ' αυτήν την ημερομηνία συγκροτείται ο φάκελος της υποθέσεως και η διοίκηση μπορεί να εξετάσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις

σχετικά με τις συνέπειες της απουσίας του αλλοδαπού από το βελγικό έδαφος επί περίοδο μεγαλύτερη των τριών μηνών και μικρότερη των έξι μηνών, η Βελγική Κυβέρνηση επικαλείται τις διατάξεις του άρθρου 19 του νόμου, που εξαρτούν το δικαίωμα επιστροφής του αλλοδαπού από την κατοχή αδείας διαμονής ή εγκαταστάσεως εν ισχύι κατά την ημερομηνία αναχωρήσεως και κατά την ημερομηνία επιστροφής, καθώς και από το στοιχείο ότι η δημοτική αρχή έχει ενημερωθεί για την αναχώρηση και την επιστροφή στο βελγικό έδαφος. Εν προκειμένω δεν πληρούται καμιά από τις προϋποθέσεις αυτές.

2.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο υπήκοος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, ο οποίος δεν έχει ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας στο εσωτερικό της Κοινότητας, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και ειδικότερα των άρθρων 48, 52 και 59 της Συνθήκης (απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1982, 35/82 και 36/82, προαναφερθείσα). Επομένως, ο σύζυγος του, καίτοι εξομοιούμενος από το βελγικό δίκαιο προς κοινοτικό υπήκοο, δεν μπορεί να διεκδικήσει, βάσει των κοινοτικών διατάξεων, δικαίωμα διαμονής στο Βέλγιο.

3.

Η Dzodzi, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε επικουρικώς ο εθνικός δικαστής, προτείνει να αναδιατυπωθεί το ερώτημα ως εξής:

« Μια υπήκοος τρίτης χώρας παντρεύεται στο Βέλγιο υπήκοο της Κοινότητας ο οποίος έχει στη χώρα αυτή το δικαίωμα παραμονής και αποβιώνει έξι μήνες μετά τον γάμο.

Εκτιμώνται οι προϋποθέσεις χορηγήσεως σ' αυτήν του δικαιώματος διαμονής κατά τον χρόνο της υποβολής της αιτήσεως για άδεια διαμονής ή κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως εντός ευλόγου χρόνου;

Θίγεται το ενδεχόμενο δικαίωμα διαμονής από το ότι οι σύζυγοι απουσίασαν από τη χώρα επί περίοδο μεγαλύτερη των τριών μηνών και μικρότερη των έξι μηνών πριν από τη χορήγηση του τίτλου και χωρίς να ενημερώσουν προηγουμένως τις διοικητικές αρχές για την ενδεχόμενη πρόθεση τους να επανέλθουν αργότερα στο Βέλγιο;

Με τον θάνατο του συζύγου της, η υπήκοος τρίτης χώρας, στην περίπτωση όπου μπορούσε να αξιώσει, όσο ζούσε ο σύζυγος της ο οποίος είχε δικαίωμα παραμονής, όχι το δικαίωμα παραμονής αλλ' απλώς δικαίωμα διαμονής, αποκτά ίδιο δικαίωμα παραμονής και υπό ποίες προϋποθέσεις; »

Στο ερώτημα αυτό η Dzodzi προτείνει τις ακόλουθες απαντήσεις:

α) Ως προς τον χρόνο κατά τον οποίο κρίνεται το δικαίωμα διαμονής

Το δικαίωμα διαμονής γεννάται, κατ' εφαρμογή των αρχών που έχει θέσει η νομολογία του Δικαστηρίου ( απόφαση της 8ης Απριλίου 1976, Royer, 48/75, Rec. 1976, σ. 497), μόλις πληρωθούν οι προϋποθέσεις που ορίζει η Συνθήκη.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως αδείας διαμονής, το δικαίωμα διαμονής του συζύγου δεν μπορεί να κριθεί κατά τον χρόνο διευλεύσεως των συνόρων, διότι το αποτέλεσμα θα ήταν να στερηθεί ο σύζυγος του δικαιώματος αυτού στην περίπτωση που ο γάμος με τον εργαζόμενο τελείται μετά τη διέλευση των συνόρων. Το εν λόγω δικαίωμα δεν μπορεί να εκτιμηθεί ούτε κατά τον χρόνο της υποβολής της αιτήσεως για την άδεια. Στην περίπτωση αυτή, η άδεια θα πρέπει να χορηγηθεί ακόμη και αν η έγγαμη σχέση διαλύθηκε εκ των υστέρων, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με τη λύση που προκύπτει από την απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 1985, Aissatou Diata ( 267/83, Συλλογή 1985, σ. 567 ). Επομένως, το δικαίωμα διαμονής πρέπει να κρίνεται κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως επί της αιτήσεως αδείας διαμονής, υπό την προϋπόθεση ότι η απόφαση λαμβάνεται εντός ευλόγου χρόνου. Σύμφωνα με το άρθρο 5 της προαναφερθείσας οδηγίας 64/221 του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1964, η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες.

β) Ως προς νις συνέπειες της παρατεταμένης απουσίας από το βελγικό έδαφος

Η Dzodzi επικαλείται, πρώτον, τις διατάξεις των άρθρων 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 68/360 του Συμβουλίου ( προαναφερθείσα ) και 4, παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 73/148 του Συμβουλίου, της 21ης Μαίου 1973 (προαναφερθείσα), κατά τις οποίες οι διακοπές της διαμονής, αν δεν υπερβαίνουν τους έξι συνεχείς μήνες, δεν επηρεάζουν την ισχύ της αδείας διαμονής. Οι απουσίες αυτές δεν μπορούν δηλαδή να επηρεάσουν το δικαίωμα διαμονής ενώ δεν επηρεάζουν την άδεια διαμονής.

Δεύτερον, το δικαίωμα διαμονής του συζύγου πηγάζει από το δικαίωμα παραμονής που έχει ο εργαζόμενος. Όπως όμως προκύπτει από το άρθρο 5 του προαναφερθέντος κανονισμού 1251/70 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 1970, το δικαίωμα παραμονής, μόλις αποκτηθεί, δεν θίγεται από ενδεχόμενες διακοπές της διαμονής στο έδαφος κράτους μέλους.

Τέλος, όταν η απουσία ανάγεται, όπως στην υπόθεση της κυρίας δίκης, σε χρόνο κατά τον οποίο δεν έχει εκδοθεί ακόμη η άδεια διαμονής, θα πρέπει να γίνει δεκτό, κατ' αναλογία πρός τους κανόνες που αφορούν τη διάρκεια ισχύος της αδείας διαμονής, ότι η αίτηση αδείας δεν χρειάζεται να ανανεωθεί, αν η διάρκεια της απουσίας είναι μικρότερη των έξι μηνών. Το στοιχείο ότι οι αρχές του κράτους μέλους υποδοχής δεν ενημερώθηκαν σχετικά με την απουσία δεν έχει καθόλου νομικές συνέπειες.

γ) Ως προς τις συνέπειες του θανάτου του συζύγου

Η Dzodzi προτείνει την εφαρμογή των άρθρων 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 1251/70 της Επιτροπής της 29ης Ιουνίου 1970 και της οδηγίας 75/34 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1974, με τη διευκρίνιση ότι η προϋπόθεση της διάρκειας διαμονής που θέτουν οι διατάξεις αφορά μόνο τον εργαζόμενο και όχι τον σύζυγό του.

Από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι πρέπει να αναγνωριστεί ίδιο δικαίωμα παραμονής υπέρ του συζύγου στην περίπτωση στην οποία αναφέρεται το προδικαστικό ερώτημα.

Γ — Επί του δευτέρου ερωτήματος που αφορά το δικαίωμα παραμονής βάσει του κανονισμού 1251/70 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 1970

1.

Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει κυρίως ότι οι διατάξεις του κοινοτικού κανονισμού δεν είναι απευθείας εφαρμοστέες σε υπόθεση εσωτερικού καθαρά χαρακτήρα.

Η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίζεται επικουρικώς ότι εν πάση περιπτώσει η Dzodzi δεν πληροί τις προϋποθέσεις του κοινοτικού κανονισμού για να αξιώσει το δικαίωμα παραμονής. Η έκφραση « ακόμα και μετά τον θάνατο του » στο άρθρο 3 του κανονισμού σημαίνει ότι το δικαίωμα αυτό υπάρχει μόνο αν αναγνωρίστηκε πριν από τον θάνατο του εργαζομένου, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

2.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι διατάξεις του προαναφερθέντος κανονισμού 1251/70 της Επιτροπής της 29ης Ιουνίου 1970 δεν είναι απευθείας εφαρμοστέες στην Dzodzi, διότι η περίπτωση δεν αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας.

3.

Η Dzodzi αξιώνει την εφαρμογή του κοινοτικού κανονισμού. Η περίπτωση στην οποία αναφέρεται το εθνικό δικαστήριο αντιστοιχεί πλήρως προς το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1251/70 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 1970, και της οδηγίας 75/34 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1974, που προαναφέρθηκαν.

Στο σημείο αυτό η Dzodzi υπογραμμίζει ότι:

όπως και για το δικαίωμα διαμονής, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το δικαίωμα παραμονής αναγνωρίζεται μόνο στην οικογένεια που έχει ήδη δημιουργηθεί κατά τον χρόνο της εισόδου στην επικράτεια

η κοινοτική ρύθμιση δεν απαιτεί, για την αναγνώριση του δικαιώματος παραμονής του συζύγου, ελάχιστη διάρκεια διαμονής του στη χώρα υποδοχής η προϋπόθεση αυτή αφορά, σε ορισμένες περιπτώσεις, μόνον τον εργαζόμενο και όχι τα μέλη της οικογένειάς του.

Δ — Ως προς το τρίτο ερώτημα οχετικά με το οικαίωμα παραμονής ή διαμονής του ουξύγου υπηκόου άλλον κράτους μέλους

1.

Η Dzodzi θεωρεί άνευ αντικειμένου το ερώτημα αυτό, διότι το ενσωμάτωσε στη διατύπωση των δύο προηγουμένων ερωτημάτων.

2.

Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι έχουν εφαρμογή οι κοινοτικές διατάξεις, δεν πληρούνται εν πάση περιπτώσει οι προϋποθέσεις για να μπορεί η Dzodzi να αξιώσει δικαίωμα διαμονής ή παραμονής.

3.

Η Επιτροπή προτείνει την απάντηση ότι: στην περίπτωση στην οποία αναφέρεται το εν λόγω ερώτημα, ο κανονισμός 1251/70 της Επιτροπής και η οδηγία 75/34 του Συμβουλίου μπορούν να έχουν εφαρμογή και να δικαιολογήσουν την αναγνώριση δικαιώματος παραμονής εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτουν.

Επί των ερωτημάτων που υπέβαλε το Cour d'appel

Η Βελγική Κυβέρνηση και η Επιτροπή επαναλαμβάνουν, κυρίως, τα επιχειρήματά τους ότι η κύρια δίκη αφορά υπόθεση καθαρά εσωτερικού χαρακτήρα.

Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, κατά συνέπεια, το Δικαστήριο πρέπει να κηρυχθεί αναρμόδιο.

Η Επιτροπή φρονεί ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν έχει εφαρμογή.

Οι ανωτέρω υποβάλλουν παρατηρήσεις επί της ουσίας των ερωτημάτων μόνο επικουρικώς.

1) Επί του πρώτον ερωτήματος

Η Βελγική Κυβέρνηοη υποστηρίζει ότι η προαναφερθείσα οδηγία 64/221 του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1964, επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν για τους κοινοτικούς υπηκόους ειδικές προσφυγές διαφέρουσες αυτών που μπορούν να ασκήσουν οι ημεδαποί σε άλλους τομείς του διοικητικού δικαίου.

Έτσι, το άρθρο 44 του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 αναγνώρισε στους κοινοτικούς υπηκόους ή στα πρόσωπα που εξομοιώνονται προς αυτούς τη δυνατότητα ασκήσεως ειδικής προσφυγής αναθεωρήσεως κατά των αποφάσεων περί αρνήσεως χορηγήσεως αδείας διαμονής ή περί απομακρύνσεως από το εθνικό έδαφος.

Η διαδικασία αυτή παρέχει εχέγγυα όμοια με αυτά που παρέχουν οι προσφυγές οι οποίες ασκούνται από τους ημεδαπούς, δεδομένου ότι, εφόσον εκκρεμεί η αίτηση αναθεωρήσεως, δεν μπορεί να εκτελεστεί το μέτρο της απομακρύνσεως από το έδαφος.

Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει εξάλλου ότι το άρθρο 63, παράγραφος 2, του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980, που προστέθηκε με τον νόμο της 14ης Ιουλίου 1987, με το οποίο καταργήθηκε η δυνατότητα αμφισβητήσεως κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων των πράξεων που αφορούν τη διαμονή των αλλοδαπών στο βελγικό έδαφος, δεν αφορά τους κοινοτικούς υπηκόους ή τα εξομοιούμενα προς αυτούς πρόσωπα.

Η Επιτροπή επικαλείται τη νομολογία του Δικαστηρίου και ειδικότερα την απόφαση της 5ης Μαρτίου 1980, Josette Pecastaing ( 98/79, Rec. 1980, σ. 691 ) και υποστηρίζει ότι το άρθρο 8 της οδηγίας 64/221 του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1964, επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να παρέχουν στα πρόσωπα που καλύπτονται από την οδηγία δικαστική προστασία ισοδύναμη με αυτή που παρέχουν στους ημεδαπούς, όσον αφορά τις προσφυγές κατά των πράξεων της διοικήσεως. Η υποχρέωση αυτή σημαίνει ότι οι κοινοτικοί υπήκοοι μπορούν να ασκήσουν τις ανασταλτικού αποτελέσματος προσφυγές που ασκούν και οι ημεδαποί.

Η Dzodzi υποστηρίζει ότι το άρθρο 8 της οδηγίας αποτελεί εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων που προβλέπει το άρθρο 7 της Συνθήκης.

Η αιτούσα της κυρίας δίκης υποστηρίζει ότι το βελγικό δίκαιο εισάγει διακρίσεις διότι δεν λαμβάνει υπόψη τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η εν λόγω οδηγία.

Δυνάμει του άρθρου 584 του δικαστικού κώδικα, οι βέλγοι πολίτες μπορούν να επιτύχουν από τον πρόεδρο του Tribunal de première instance, δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, την έκδοση προσωρινής αποφάσεως όταν προσβάλλονται τα δικαιώματά τους από πράξη της διοικήσεως προφανώς παράνομη και υπάρχει επείγον.

Ο βελγικός νόμος της 14ης Ιουλίου 1987, με τον οποίο τροποποιήθηκε ο νόμος της 15ης Δεκεμβρίου 1980, έχει ως αποτέλεσμα ότι καταργεί για τους κοινοτικούς υπηκόους, των οποίων το δικαίωμα διαμονής αμφισβητείται, τη δυνατότητα να ακολουθήσουν αυτή τη δικονομική οδό προκειμένου να αμφισβητήσουν την άρνηση χορηγήσεως αδείας διαμονής ή το μέτρο της απομακρύνσεως από το έδαφος.

Η Dzodzi προτείνει στο Δικαστήριο να δώσει στο πρώτο ερώτημα την ακόλουθη απάντηση:

«Το άρθρο 8 της οδηγίας 64/221 του Συμβουλίου της ΕΟΚ δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να αφαιρούν από τον έχοντα δικαίωμα διαμονής δυνάμει διατάξεως του κοινοτικού δικαίου τη δυνατότητα να προσφύγει σε δικαστήριο δικάζον κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων στην περίπτωση όπου λαμβάνεται εναντίον του διοικητικό μέτρο από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8 της οδηγίας, οι δε υπήκοοι του συγκεκριμένου κράτους μπορούν να ασκήσουν προσφυγή αυτού του είδους κατά των πράξεων της διοικήσεως. »

2) Επί του δευτέρου ερωτήματος

Η Βελγική Κυβέρνηοη υποστηρίζει, πρώτον, ότι το άρθρο 9 της οδηγίας 64/221 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στους κοινοτικούς υπηκόους ή στα εξομοιούμενα προς αυτούς πρόσωπα να ζητούν από εθνικό δικαστήριο να αποφανθεί επειγόντως επί διαφοράς που αφορά το δικαίωμα διαμονής:

αφενός, η οδηγία αυτή προβλέπει ρητά την περίπτωση όπου δεν χωρεί προσφυγή σε δικαστήριο κατά το εθνικό δίκαιο.

αφετέρου, η γνώμη που εκφέρει πριν από την απόφαση απομακρύνσεως η « αρμόδια αρχή της χώρας υποδοχής», την οποία απαιτεί η διάταξη αυτή, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με δικαστική απόφαση.

Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει, δεύτερον, ότι η βελγική νομοθεσία λαμβάνει υπόψη της τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η οδηγία, δεδομένου ότι το άρθρο 45 του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 προβλέπει προηγούμενη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής για τους αλλοδαπούς για κάθε απόφαση περί αρνήσεως ανανεώσεως της αδείας διαμονής ή απομακρύνσεως από τη χώρα.

Η Επιτροπή φρονεί ότι το άρθρο 9 της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προβλέπει μια ελάχιστη διαδικασία που σκοπεί να καλύψει τα ενδεχόμενα κενά των προσφυγών τις οποίες προβλέπει υπέρ των κοινοτικών υπηκόων το εθνικό δίκαιο. Η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται ιδίως στην περίπτωση όπου η προσφυγή στο Δικαστήριο, την οποία προβλέπει το εθνικό δίκαιο, αφορά μόνο τη νομιμότητα της απόφασης.

Η νομολογία του Δικαστηρίου ( απόφαση της 18ης Μαΐου 1982, Adoui et Cornuaille, 115/81 και 116/81, Συλλογή 1982, σ. 1665) έχει διευκρινίσει τη διαδικασία που προβλέπει η διάταξη αυτή και ειδικότερα τη φύση της αρμόδιας αρχής του κράτους υποδοχής, η οποία μπορεί να είναι δικαστήριο ή οποιαδήποτε άλλη ανεξάρτητη αρχή, καθώς και τη διαδικασία κατά την οποία παρέχεται η εν λόγω γνώμη. Η διαδικασία αυτή παρέχει τη δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο να υποβάλλει τις παρατηρήσεις του ενώπιον της αρχής αυτής υπό συνθήκες ισοδύναμες με αυτές που ισχύουν για άλλες αρχές του ίδιου τύπου.

Η Dzodzi προτείνει να αναδιατυπωθεί το δεύτερο ερώτημα και να θεωρηθεί ότι αναφέρεται και στο άρθρο 8 και στο άρθρο 9 της οδηγίας.

Οι διατάξεις αυτές πρέπει να ερμηνευθούν με γνώμονα την αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου που διατυπώνει η νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1975, Rutili, 36/75, Rec. 1975, σ. 1219, 1232 απόφαση της 8ης Απριλίου 1976, 48/75, προαναφερθείσα), καθώς επίσης με γνώμονα την αρχή της υπεροχής του δικαίου.

Η αρχή αυτή καθιερώθηκε με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών της 4ης Νοεμβρίου 1950, με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ιδίως με την απόφαση Golder της 24ης Φεβρουαρίου 1975 ) και με το άρθρο 14, παράγραφος 1, της Διεθνούς Συμφωνίας περί των Αστικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων της 19ης Δεκεμβρίου 1966 ( Recueil des traités des Nations unies, τόμ. 999, σ. 171 ). Σύμφωνα με την αρχή αυτή, κάθε αμφισβήτηση που αφορά δικαίωμα ή υποχρέωση αστικής φύσεως πρέπει να είναι δικαστικώς επιδιώξιμο υπό συνθήκες κατάλληλες ώστε να επιτρέπουν την προστασία του συγκεκριμένου δικαιώματος από το δικαστήριο.

Κατά την Dzodzi, η εφαρμογή των αρχών αυτών πρέπει να οδηγήσει το Δικαστήριο να δώσει καταφατική απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα.

F. Grévisse

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 18ης Οκτωβρίου 1990 ( *1 )

Στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-297/88 και C-197/89,

που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις του Tribunal de première instance των Βρυξελλών αφενός και του Cour d' appel των Βρυξελλών αφετέρου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης της ΕΟΚ, με τις οποίες ζητείται, στο πλαίσιο της δίκης που εκκρεμεί ενώπιον των αιτούντων δικαστηρίων μεταξύ

Massani Dzodzi

και

Βελγικού Δημοσίου,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία:

στην υπόθεση C-297/88, ορισμένων κοινοτικών διατάξεων που αφορούν το δικαίωμα διαμονής και παραμονής των συζύγων των υπηκόων της Ευρωπαϊκής Κοινότητος και ειδικότερα του κανονισμού (ΕΟΚ) 1251/70 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 1970, περί του δικαιώματος των εργαζομένων να παραμένουν στην επικράτεια κράτους μέλους μετά την άσκηση σ' αυτό ορισμένης εργασίας ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 64)

στην υπόθεση C-197/89, των άρθρων 8 και 9 της οδηγίας 64/221/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1964, περί του συντονισμού των ειδικών μέτρων για τη διακίνηση και τη διαμονή αλλοδαπών, τα οποία δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 16),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini, Τ. F. O'Higgins, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodríguez Iglesias, προέδρους τμήματος, F. Α. Schockweiler και F. Grévisse, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

— η Massam Dzodzi, εκπροσωπούμενη από τους Luc Misson και Jean-Paul Brilmaker, δικηγόρους Λιέγης,

— η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη στην υπόθεση C-297/88 από τον Αντιπρόεδρο της Κυβερνήσεως, Υπουργό Δικαιοσύνης και Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, και στην υπόθεση C-197/89 από τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως, Υπουργό Δικαιοσύνης και Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, με δικηγόρο τη Martine Scarcez, δικηγόρο Βρυξελλών,

— η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Etienne Lasnet, νομικό σύμβουλο,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Massam Dzodzi, εκπροσωπουμένης από τους Luc Misson, Marc-Albert Lucas και Jean-Louis Dupond, δικηγόρους Λιέγης, και της Επιτροπής, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 22ας Μαΐου 1990,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 3ης Ιουλίου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με Διάταξη της 5ης Οκτωβρίου 1988 που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Οκτωβρίου 1988, το Tribunal de première instance των Βρυξελλών, δικάζον κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, υπέβαλε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν, αφενός, το δικαίωμα διαμονής στο έδαφος κράτους μέλους του συζύγου υπηκόου του κράτους αυτού και, αφετέρου, το δικαίωμα παραμονής του συζύγου υπό τους όρους που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1251/70 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 1970, περί του δικαιώματος των εργαζομένων να παραμένουν στην επικράτεια κράτους μέλους μετά την άσκηση σ' αυτό ορισμένης εργασίας ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 64), και, τέλος, το δικαίωμα διαμονής και παραμογής στο έδαφος κράτους μέλους του συζύγου υπηκόου άλλου κράτους μέλους.

2

Με Διάταξη της 16ης Μαΐου 1989 που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Μαΐου 1989, το Cour d' appel των Βρυξελλών, δικάζον την έφεση που ασκήθηκε κατά της προαναφερθείσας Διατάξεως του Tribunal de première instance, υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο πρόσθετα προδικαστικά ερωτήματα αναφερόμενα στα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας 64/221/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1964, περί του συντονισμού των ειδικών μέτρων για τη διακίνηση και τη διαμονή αλλοδαπών, τα οποία δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 16 ) και ειδικότερα στις συνθήκες υπό τις οποίες τα πρόσωπα που εμπίπτουν στην οδηγία μπορούν να προσβάλλουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων την άρνηση χορηγήσεως τίτλου διαμονής ή την απόφαση περί απομακρύνσεως από την επικράτεια κράτους μέλους.

3

Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο δίκης μεταξύ της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, Massam Dzodzi, που έχει την ιθαγένεια του Τόγκο και είναι χήρα του Julien Herman, βέλγου υπηκόου, και του Βελγικού Δημοσίου που αρνήθηκε να της αναγνωρίσει δικαίωμα διαμονής ή παραμονής στο έδαφός του.

4

Κατά το άρθρο 40 του βελγικού νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 περί εισόδου στην επικράτεια, διαμονής, εγκαταστάσεως και απομακρύνσεως των αλλοδαπών ( Moniteur belge της31. 12. 1980, σ. 14584): « Εφόσον ο παρών νόμος δεν ορίζει άλλως, με αλλοδαπό ΕΚ εξομοιούνται, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, τα ακόλουθα πρόσωπα: ο σύζυγος ... εξομοιούται επίσης ο σύζυγος Βέλγου, ... ».

5

Η Dzodzi εισήλθε στο Βέλγιο στις αρχές του 1987 και στις 14 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους παντρεύθηκε τον Julien Herman. Εν συνεχεία ζήτησε από τις αρχές το δικαίωμα παραμονής ως σύζυγος βέλγου υπηκόου, δικαίωμα το οποίο, κατά την άποψη της, αναγνωρίζουν οι κοινοτικές οδηγίες και οι κοινοτικοί κανονισμοί. Οι αρχές δεν απάντησαν στην αίτηση αυτή. Οι δύο σύζυγοι αναχώρησαν για το Τόγκο όπου διέμειναν από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούλιο του 1987, χωρίς να ενημερώσουν τις βελγικές αρχές. Λίγο μετά την επιστροφή τους στο Βέλγιο, ο Herman απεβίωσε στις 28 Ιουλίου 1987. Οι αιτήσεις για τη χορήγηση τίτλου παρατεταμένης διαμονής στο Βέλγιο που υπέβαλε στη συνέχεια η Dzodzi απορρίφθηκαν.

6

Όταν εκδόθηκε κατ' αυτής διάταξη να εγκαταλείψει το βελγικό έδαφος, η Dzodzi υπέβαλε στο Tribunal de première instance των Βρυξελλών αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και ζήτησε από το Δικαστήριο να αναστείλει την εκτέλεση της αποφάσεως και να υποχρεώσει το Βελγικό Κράτος να της χορηγήσει τίτλο διαμονής πενταετούς ισχύος.

7

Υπό τις συνθήκες αυτές το Tribunal de première instance των Βρυξελλών ανέστειλε τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο εκδώσει προδικαστική απόφαση επί των ακολούθων ερωτημάτων.

« Α — Ως προς ro δικαίωμα διαμονής

Υπήκοος τρίτης χώρας νυμφεύεται βέλγο υπήκοο ο οποίος αποβιώνει περίπου έξι μήνες μετά τον γάμο. Εκτιμώνται οι προϋποθέσεις χορηγήσεως του δικαιώματος διανομής σε μη κοινοτικό υπήκοο, σύζυγο βέλγου υπηκόου, κατά τον χρόνο της εισόδου στο Βασίλειο, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως αδείας διαμονής ή κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος;

Θίγεται το ενδεχόμενο δικαίωμα διαμονής από το ότι οι σύζυγοι απουσίασαν από τη χώρα επί περίοδο μεγαλύτερη των τριών και μικρότερη των έξι μηνών πριν από τη χορήγηση του τίτλου διαμονής και χωρίς να ενημερώσουν προηγουμένως τις διοικητικές αρχές για την ενδεχόμενη πρόθεση τους να επανέλθουν αργότερα στο Βέλγιο. Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, θίγεται το εν λόγω δικαίωμα από τον θάνατο του συζύγου που επήλθε μετά την επιστροφή στο Βέλγιο;

Β — Ως προς το δικαίωμα παραμονής

Υπό τα ανωτέρω περιγραφόμενα πραγματικά περιστατικά, μπορεί η εν λόγω χήρα να αξιώσει το δικαίωμα παραμονής στο Βέλγιο βάσει του κανονισμού 1251/70;

Γ — Επικουρικό ερώτημα

Το άρθρο 40 του βελγικού νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 εξομοιώνει τον σύζυγο βέλγου υπηκόου με κοινοτικό υπήκοο. Επομένως, στην περίπτωση όπου η απάντηση στα δύο προηγούμενα ερωτήματα είναι αρνητική λόγω της βελγικής ιθαγενείας του αποβιώσαντος και μόνο, θα μπορούσε η ενδιαφερόμενη να αξιώσει δικαίωμα διαμονής ή δικαίωμα παραμονής αν ο αποβιώσας σύζυγός της ήταν υπήκοος άλλου κράτους μέλους της Κοινότητας; »

8

Η Dzodzi άσκησε έφεση κατά της Διατάξεως αυτής ισχυριζόμενη ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δεν αποφάνθηκε επί του παραδεκτού της αιτήσεως και αρνήθηκε να διατάξει προσωρινά μέτρα προκειμένου να διαφυλαχθούν τα δικαιώματα της αιτούσας.

9

Με Διάταξη της 16ης Μαΐου 1989 το Cour d' appel των Βρυξελλών υποχρέωσε το Βελγικό Δημόσιο να χορηγήσει στην Dzodzi άδεια προσωρινής διαμονής ισχύουσα μέχρι το πέρας της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα εξής δύο επιπλέον ερωτήματα:

« 1)

Παρέχει η οδηγία 64/221 του Συμβουλίου ΕΟΚ της 25ης Φεβρουαρίου 1964 στους υπηκόους κράτους μέλους, ως προς τους οποίους έχει ληφθεί απόφαση εισόδου, αρνήσεως χορηγήσεως ή αρνήσεως ανανεώσεως αδείας διαμονής ή απόφαση απομακρύνσεως από το εθνικό έδαφος, το δικαίωμα να ασκούν « τις προσφυγές που δύνανται να ασκήσουν οι ημεδαποί κατά των πράξεων της διοικήσεως; » ( άρθρο 8 ).

Στο Βέλγιο, οι ημεδαποί που απειλούνται από επικείμενη ζημία που θα μπορούσε να προκληθεί από πράξη της διοικήσεως, της οποίας αμφισβητείται η νομιμότητα, μπορούν να υποβάλουν στον πρόεδρο του Tribunal de première instance, βάσει του άρθρου 584 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, αίτηση κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων προκειμένου να υποχρεωθεί η δημόσια αρχή να λάβει μέτρα προς διασφάλιση των απειλουμένων συμφερόντων τους ή να αναστείλει προσωρινώς τα αποτελέσματα της βαλλόμενης πράξεως.

Είναι δυνατό, σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις της οδηγίας 64/221, να απαγορευθεί στα πρόσωπα που αντλούν δικαιώματα από την οδηγία αυτή η δυνατότητα προσφυγής στη διαδικασία των προσωρινών μέτρων;

2)

Πρέπει το άρθρο 9 της οδηγίας να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλεται να αναγνωριστεί στους ενδιαφερομένους το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής που να τους επιτρέπει να ζητήσουν, πριν από την εκτέλεση του βαλλομένου μέτρου, την επείγουσα παρέμβαση εθνικού δικαστηρίου προκειμένου να πετύχουν έγκαιρα τη λήψη των μέτρων προστασίας των απειλουμένων δικαιωμάτων τους; »

10

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η ισχύουσα ρύθμιση καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά του φακέλου δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Όσον αφορά το αντικείμενο των προδικαστικών ερωτημάτων

11

Τα ερωτήματα που υπέβαλε το Tribunal de première instance των Βρυξελλών συνίστανται, στην ουσία, στο αν και υπό ποίες προϋποθέσεις οι κοινοτικές διατάξεις αναγνωρίζουν δικαίωμα διαμονής ή δικαίωμα παραμονής στο έδαφος κράτους μέλους υπέρ υπηκόου τρίτης χώρας υπό μόνη την ιδιότητα του συζύγου κοινοτικού υπηκόου. Δεδομένου ότι το εθνικό δικαστήριο αναφέρεται ρητά στον προαναφερθέντα κανονισμού 1251/70, της 29ης Ιουνίου 1970, που εφαρμόζεται στους εργαζομένους και στα μέλη των οικογενειών τους, πρέπει να θεωρηθεί, ελλείψει άλλων στοιχείων της δικογραφίας, ότι η παραπομπή αφορά την περίπτωση του συζύγου κοινοτικού υπηκόου ο οποίος έχει ή είχε στο παρελθόν την ιδιότητα του εργαζομένου.

12

Τα δύο πρώτα ερωτήματα αφορούν την περίπτωση όπου ο κοινοτικός υπήκοος είχε, πριν αποβιώσει, όπως στην κύρια δίκη, την ιθαγένεια του κράτους μέλους στο οποίο ο σύζυγός του ζητεί την αναγνώριση δικαιώματος διαμονής ή δικαιώματος παραμονής.

13

Το τρίτο ερώτημα υποβάλλεται επικουρικώς για την περίπτωση όπου το Δικαστήριο θα έκρινε ότι οι κοινοτικές διατάξεις δεν εφαρμόζονται υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες διότι η ιθαγένεια του κοινοτικού υπηκόου είναι η ιθαγένεια του κράτους στο οποίο η χήρα του επιθυμεί να διαμείνει ή να παραμείνει. Το ερώτημα αυτό αναφέρεται στην περίπτωση όπου ο εν λόγω υπήκοος είχε πριν από τον θάνατó του την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους. Για να δικαιολογήσει τη σκοπιμότητα του ερωτήματος αυτού και το ενδιαφέρον που παρουσιάζει για την επίλυση της διαφοράς, το παραπέμπον δικαστήριο αναφέρεται στο άρθρο 40 του προαναφερθέντος βελγικού νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980. Από το προδικαστικό ερώτημα προκύπτει ότι το εθνικό δικαστήριο ερμηνεύει το άρθρο 40 κατά την έννοια ότι, με τη διάταξη αυτή του βελγικού εθνικού δικαίου, το αντικείμενο της οποίας είναι, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου, η πρόληψη της « αντίστροφης διάκρισης » έναντι των αλλοδαπών συζύγων βέλγων υπηκόων, ο εθνικός νομοθέτης θέλησε να επεκτείνει στους εν λόγω συζύγους το ευεργέτημα των κοινοτικών κανόνων που εφαρμόζονται στους συζύγους των υπηκόων των άλλων κρατών μελών οι οποίοι διαμένουν στο έδαφος του Βασιλείου του Βελγίου.

14

Με τα προδικαστικά ερωτήματα, το Cour d'appel των Βρυξελλών ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει την ερμηνεία των άρθρων 8 και 9 της προαναφερθείσας οδηγίας 64/221, της 25ης Φεβρουαρίου 1964, που αφορούν τις προσφυγές τις οποίες μπορούν να ασκήσουν οι ενδιαφερόμενοι κατά των αποφάσεων των αρχών κράτους μέλους περί αρνήσεως χορηγήσεως τίτλου διαμονής ή περί εφαρμογής μέτρων απομακρύνσεως από την επικράτεια. Το σκεπτικό της Διατάξεως περί παραπομπής αναφέρεται πάντως και στο άρθρο 40 του βελγικού νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980. Πρέπει επομένως να θεωρηθεί ότι το Cour d'appel αναφέρεται στην πραγματικότητα σε δύο περιπτώσεις: αφενός στην περίπτωση όπου το κοινοτικό δίκαιο έχει απευθείας εφαρμογή σε υποθέσεις όπως αυτή της κύριας δίκης και στην περίπτωση όπου οι κοινοτικοί κανόνες, η ερμηνεία των οποίων ζητείται, εφαρμόζονται μόνο μέσω των διατάξεων του προαναφερθέντος άρθρου 40.

15

Συνεπώς πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των προδικαστικών ερωτημάτων^ που υπέβαλαν τα εθνικά δικαστήρια: ορισμένα αναφέρονται μόνο στο κοινοτικό δίκαιο και σ' άλλα τα εθνικά δικαστήρια στηρίζονται στο προαναφερθέν άρθρο 40 για να δικαιολογήσουν το αίτημα της ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου. Τα δύο αυτά σημεία θα εξεταστούν διαδοχικά βάσει των κοινοτικών διατάξεων που ίσχυαν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης χωρίς να ληφθούν υπόψη οι μεταγενέστερες διατάξεις της οδηγίας 90/364 του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, περί του δικαιώματος διαμονής ( ΕΕ L 180, σ. 26) και της οδηγίας 90/365 του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, περί του δικαιώματος διαμονής των μισθωτών και μη μισθωτών εργαζομένων που έπαυσαν την επαγγελματική τους δραστηριότητα ( ΕΕ L 180, σ. 28).

Όσον αφορά τα ερωτήματα που αναφέρονται στην ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου θεωρουμένου ως απευθείας εφαρμοστέου ( πρώτο και δεύτερο ερώτημα του Tribunal de première instance των Βρυξελλών και ερωτήματα του Cour d' appel των Βρυξελλών )

Επί της αρμοδιότητας τον Δικαστηρίου

16

Η Επιτροπή και το Βελγικό Δημόσιο υποστηρίζουν ότι η διαφορά στην κύρια δίκη αφορά περίπτωση καθαρά εσωτερική, δεδομένου ότι ο κοινοτικός υπήκοος η σύζυγος του οποίου ζητεί την αναγνώριση δικαιώματος διαμονής ή δικαιώματος παραμονής ουδέποτε εργάστηκε ή διέμεινε στο έδαφος άλλου κράτους μέλους πλην του κράτους καταγωγής του. Η Επιτροπή ζητεί κατά συνέπεια από το Δικαστήριο να κρίνει ότι οι κοινοτικές διατάξεις δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση αυτή. Το Βελγικό Δημόσιο καταλήγει στο ότι το Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να αποφανθεί επί των προδικαστικών ερωτημάτων.

17

Η Dzodzi δεν αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά, αναφέρεται δε με τις παρατηρήσεις της αποκλειστικά στα ζητήματα τα σχετικά με το προαναφερθέν άρθρο 40.

18

Πρέπει να σημειωθεί ότι τα περιστατικά που επικαλούνται η Επιτροπή και το Βελγικό Δημόσιο για να στηρίξουν την ύπαρξη καθαρά εσωτερικής καταστάσεως ανάγονται στην ουσία των προδικαστικών ερωτημάτων των εθνικών δικαστηρίων. Κατά συνέπεια μπορούν μεν να ληφθούν υπόψη στην απάντηση που θα δοθεί στα ερωτήματα αυτά, πλην όμως δεν ασκούν επιρροή στο ζήτημα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί των προδικαστικών ερωτημάτων (απόφαση της 28ης Ιουνίου 1984, Hans Moser, σκέψη 10, 180/83, Συλλογή 1984, σ. 2539).

19

Κατά συνέπεια, η ένσταση που προβάλλει η Βελγική Κυβέρνηση ως προς την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

Επί της ουσίας

20

Η ελευθερία κυκλοφορίας εντός της Κοινότητος των συζύγων των εργαζομένων κοινοτικών υπηκόων ρυθμίζεται από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33 ).

21

Εξάλλου, το δικαίωμα διαμονής και το δικαίωμα παραμονής των εν λόγω συζύγων στο έδαφος των κρατών μελών ρυθμίζεται από την οδηγία 68/360/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί καταργήσεως των περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των εργαζομένων των κρατών μελών και των οικογενειών τους στο εσωτερικό της Κοινότητος ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 43 ), ενώ το δικαίωμα παραμονής ρυθμίζεται από τον προαναφερθέντα κανονισμό 1251/70, της 29ης Ιουνίου 1970.

22

Ο κανονισμός αυτός και η οδηγία αυτή αποβλέπουν στην πραγματοποίηση των στόχων του άρθρου 48 της Συνθήκης που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας.

23

Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, οι κοινοτικές διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων δεν εφαρμόζονται σε περιπτώσεις οι οποίες δεν παρουσιάζουν κανένα συνδετικό στοιχείο με αυτές που προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο ( απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1982, Morson και Jhanjan, σκέψη 16, 35/82 και 36/82, Συλλογή 1982, σ. 3723 ).

24

Τέτοια είναι η περίπτωση στην οποία αναφέρεται το εθνικό δικαστήριο, δηλαδή του υπηκόου τρίτης χώρας, συζύγου υπηκόου κράτους μέλους, οσάκις το δικαίωμα διαμονής ή το δικαίωμα παραμονής στο έδαφος του κράτους αυτού, το οποίο επικαλείται υπό μόνη την ιδιότητα του συζύγου, δεν συνδέονται καθόλου με την άσκηση, από τον κοινοτικό υπήκοο, της ελευθερίας κυκλοφορίας στο εσωτερικό της Κοινότητας.

25

Παρόμοια απάντηση αρμόζει στα ερωτήματα του Cour d' appel κατά το μέτρο που αναφέρονται μόνο στο κοινοτικό δίκαιο.

26

Η προαναφερθείσα οδηγία 64/221, της 25ης Φεβρουαρίου 1964, των άρθρων 8 και 9, της οποίας την ερμηνεία ζητεί το Cour d' appel, εφαρμόζεται, υπό τους όρους που προβλέπει το άρθρο 1, στους συζύγους των κοινοτικών υπηκόων οι οποίοι διαμένουν ή μεταβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος της Κοινότητας είτε προκειμένου να ασκήσουν μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα, είτε προκειμένου να αποδεχθούν υπηρεσίες.

27

Η περίπτωση στην οποία αναφέρεται το Cour d' appel δεν παρουσιάζει καμιά σχέση με τις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 1 της οδηγίας.

28

Πρέπει, επομένως, να δοθεί ως απάντηση ότι ο κανονισμός 1612/68, της 15ης Οκτωβρίου 1968, η οδηγία 68/360, της 15ης Οκτωβρίου 1968, ο κανονισμός 1251/70, της 29ης Ιουνίου 1970 και η οδηγία 64/221, της 25ης Φεβρουαρίου 1964, δεν εφαρμόζονται σε καθαρά εσωτερικής φύσεως περιπτώσεις κράτους μέλους όπως είναι η περίπτωση υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος, υπό μόνη την ιδιότητα του συζύγου υπηκόου κράτους μέλους, επικαλείται το δικαίωμα διαμονής ή το δικαίωμα παραμονής στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους.

Όσον αφορά τα ερωτήματα που αναφέρονται στην ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που εφαρμόζεται κατ' επιταγή του άρθρου 40 του βελγικού νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 ( τρίτο ερώτημα του Tribunal de première instance των Βρυξελλών και ερωτήματα του Cour d'appel των Βρυξελλών )

Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

29

Το Βελγικό Δημόσιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι εν προκειμένω επίμαχο είναι μόνο το ζήτημα του εσωτερικού βελγικού δικαίου, η δε Επιτροπή ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι μια διάταξη όπως η διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 40 δεν ασκεί επιρροή στο θέμα του προσδιορισμού του πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Το Βελγικό Δημόσιο ζητεί από το Δικαστήριο να κηρυχθεί αναρμόδιο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα.

30

Η Dzodzi υποστηρίζει αντιθέτως ότι, λόγω του προαναφερθέντος άρθρου 40, ανακύπτει στην κύρια δίκη ζήτημα κοινοτικών διατάξεων. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί των ζητημάτων ερμηνείας που ανακύπτουν σε τέτοιες διαφορές, διότι άλλως υπάρχει το ενδεχόμενο διαμορφώσεως διισταμένων νομολογιών μεταξύ του Δικαστηρίου των ΕΚ και των εθνικών δικαστηρίων ως προς την ερμηνεία των κοινοτικών διατάξεων.

31

Κατά το άρθρο 177 της Συνθήκης, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται προδι-καστικώς επί της ερμηνείας της Συνθήκης καθώς και των πράξεων των οργάνων της Κοινότητας.

32

Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο του άρθρου αυτού προβλέπουν ότι, οσάκις ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας διατάξεως του κοινοτικού δικαίου ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, τότε αυτό έχει τη δυνατότητα ή, αν πρόκειται για δικαστήριο που αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό, την υποχρέωση να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο αν κρίνει ότι μια απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του αποφάσεως.

33

Η διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 177 της Συνθήκης αποτελεί, δηλαδή, ένα όργανο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, χάρη στο οποίο το πρώτο παρέχει στα δεύτερα τα στοιχεία ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου που αυτά χρειάζονται για την επίλυση των διαφορών που φέρονται ενώπιόν τους.

34

Εξ αυτού έπεται ότι μόνο τα εθνικά δικαστήρια, ενώπιον των οποίων εκκρεμεί η διαφορά και τα οποία έχουν την ευθύνη της αποφάσεως που θα εκδώσουν, είναι αρμόδια να εκτιμούν, με βάση τις ιδιαιτερότητες κάθε υποθέσεως, τόσο την ανάγκη μιας προδικαστικής αποφάσεως προκειμένου να εκδώσουν τη δική τους απόφαση όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλουν στο Δικαστήριο.

35

Κατά συνέπεια, όταν τα εθνικά δικαστήρια υποβάλλουν ερωτήματα που αφορούν την ερμηνεία διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο οφείλει καταρχήν να αποφαίνεται.

36

Ούτε από το γράμμα του άρθρου 177 ούτε από το αντικείμενο της διαδικασίας που αυτό προβλέπει προκύπτει ότι οι συντάκτες της Συνθήκης θέλησαν να αποκλείσουν από την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου τις αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που αναφέρονται σε κοινοτική διάταξη, ειδικότερα δε στην περίπτωση όπου το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους παραπέμπει στη διάταξη αυτή προκειμένου να προσδιορίσει τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται σε καθαρά εσωτερική του κατάσταση.

37

Αντιστρόφως, η κοινοτική έννομη τάξη έχει πρόδηλο συμφέρον, προκειμένου να αποφεύγονται ενδεχόμενες αποκλίσεις ως προς την ερμηνεία, να ερμηνεύεται κατά τρόπο ενιαίο κάθε διάταξη του κοινοτικού δικαίου, ανεξαρτήτως των συνθηκών υπό τις οποίες εφαρμόζεται.

38

Δεδομένου ότι η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 177 έχει ως αντικείμενο να επιτυγχάνεται η ομοιόμορφη ερμηνεία των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου σε όλα τα κράτη μέλη, το Δικαστήριο περιορίζεται να συνάγει από το γράμμα και από το πνεύμα των διατάξεων αυτών την έννοια των οικείων κοινοτικών κανόνων. Εν συνεχεία, στα εθνικά δικαστήρια και μόνο εναπόκειται να εφαρμόζουν τις ερμηνευθείσες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά και τα νομικά περιστατικά της υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιόν τους.

39

Έτσι, στο πλαίσιο της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ εθνικών δικαστηρίων και Δικαστηρίου που προβλέπει το άρθρο 177, το Δικαστήριο αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις χωρίς να εξετάζει καταρχήν τις περιστάσεις υπό τις οποίες τα εθνικά δικαστήρια αποφάσισαν να του υποβάλουν τα προδικαστικά ερωτήματα και προτίθενται να εφαρμόσουν τη διάταξη κοινοτικού δικαίου που του ζητούν να ερμηνεύσει.

40

Οι μόνες περιπτώσεις στις οποίες δεν ισχύει αυτό είναι οι περιπτώσεις όπου είτε προκύπτει ότι η διαδικασία του άρθρου 177 καταστρατηγήθηκε, και στην πραγματικότητα το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί στο πλαίσιο κατασκευασμένης δίκης, είτε είναι πρόδηλο ότι η διάταξη κοινοτικού δικαίου που καλείται να ερμηνεύσει το Δικαστήριο δεν μπορεί να εφαρμοστεί.

41

Στην περίπτωση όπου οι διατάξεις του εθνικού δικαίου ορίζουν ως εφαρμοστέο το κοινοτικό δίκαιο, μόνο το εθνικό δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκτιμά την ακριβή έκταση της παραπομπής αυτής στο κοινοτικό δίκαιο. Αν κρίνει ότι, λόγω της παραπομπής αυτής, εφαρμόζεται το κοινοτικό δίκαιο στην καθαρά εσωτερικής μορφής διαφορά που εκκρεμεί ενώπιόν του, τότε νομιμοποιείται να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο υπό τις συνθήκες που προβλέπει το άρθρο 177 της Συνθήκης, όπως ερμηνεύεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

42

Η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται πάντως στην εξέταση των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου. Το Δικαστήριο δεν μπορεί, με την απάντηση του στο εθνικό δικαστήριο, να λάβει υπόψη τη γενική οικονομία των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, οι οποίες, παραπέμποντας στο κοινοτικό δίκαιο, προσδιορίζουν και την έκταση της παραπομπής αυτής. Ο σεβασμός των ορίων που προέβλεψε ο εθνικός νομοθέτης όσον αφορά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου σε καθαρά εσωτερικές καταστάσεις, στις οποίες το κοινοτικό δίκαιο εφαρμόζεται μέσω του εθνικού νόμου, εμπίπτει στο εσωτερικό δίκαιο και, κατά συνέπεια, στην αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων του κράτους μέλους.

43

Στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει να σημειωθεί ότι τα προαναφερθέντα ερωτήματα δεν αφορούν διατάξεις του βελγικού εσωτερικού δικαίου αλλά μόνο τις διατάξεις των προαναφερθέντων κανονισμών και της προαναφερθείσας οδηγίας που αναφέρονται στο δικαίωμα διαμονής και στο δικαίωμα παραμονής των συζύγων των κοινοτικών υπηκόων στο έδαφος κράτους μέλους, καθώς επίσης στις διατάξεις της προαναφερθείσας οδηγίας 64/221, της 25ης Φεβρουαρίου 1964. Συνεπώς, για τους προεκτεθέντες λόγους και εντός των προαναφερθέντων ορίων, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επ' αυτών των προδικαστικών ερωτημάτων.

Επί του δικαιώματος διαμονής και του δικαιώματος παραμονής του συζύγου κοινοτικού υπηκόου ( τρίτο ερώτημα του Tribunal de première instance των Βρυξελλών )

44

Το άρθρο 10 του κανονισμού 1612/68, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος, αναφέρεται στην περίπτωση του συζύγου του εργαζομένου υπηκόου κράτους μέλους ο οποίος απασχολείται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Η διάταξη αυτή αναγνωρίζει στον σύζυγο, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς του, το δικαίωμα εγκαταστάσεως μετά του εργαζομένου στο έδαφος του κράτους απασχολήσεως με την επιφύλαξη της τηρήσεως των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού που αφορούν την κατοικία την οποία διαθέτει ο εργαζόμενος.

45

Κατά άρθρα 1 και 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 68/360, της 15ης Οκτωβρίου 1968, τα κράτη μέλη επιτρέπουν την είσοδο στην επικράτειά τους του συζύγου, στον οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις του κανονισμού 1612/68, της 15ης Οκτωβρίου 1968, με απλή επίδειξη δελτίου ταυτότητος ή διαβατηρίου εν ισχύι. Η παράγραφος 2 του άρθρου 3 ορίζει τους όρους υπό τους οποίους τα κράτη μέλη μπορούν, επιπλέον, να απαιτούν θεώρηση εισόδου ή άλλη ισοδύναμη διατύπωση για τους συζύγους που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους.

46

Κατά τα άρθρα 1 και 4 της οδηγίας, τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν στον σύζυγο, ο οποίος είναι σε θέση να προσκομίσει τα έγγραφα που απαριθμούνται στην παράγραφο 3 του άρθρου 4, δικαίωμα διαμονής στην επικράτειά τους, το οποίο βεβαιώνεται με τη χορήγηση άδειας διαμονής.

47

Τέλος, από το άρθρο 10 της οδηγίας προκύπτει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις της οδηγίας, και συγκεκριμένα από τις προαναφερθείσες διατάξεις, παρά μόνο για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας.

48

Ο κανονισμός 1251/70, της 29ης Ιουνίου 1970, που ρυθμίζει το δικαίωμα παραμονής εφαρμόζεται, όπως ορίζουν τα άρθρα 1 και 3, στον σύζυγο του κοινοτικού εργαζομένου όπως ορίζεται στο προαναφερθέν άρθρο 10 του κανονισμού 1612/68, της 15ης Οκτωβρίου 1968.

49

Η παράγραφος 1 του άρθρου 3 του κανονισμού αυτού αναγνωρίζει δικαίωμα μόνιμης παραμονής στον σύζυγο του εργαζομένου ο οποίος κατοικεί με τον εργαζόμενο στο έδαφος κράτους μέλους, αν ο εργαζόμενος έχει αποκτήσει το δικαίωμα παραμονής στο έδαφος του κράτους αυτού κατά το άρθρο 2 του κανονισμού, ακόμα δε και μετά τον θάνατο του εργαζομένου.

50

Κατά το άρθρο 2 του κανονισμού, το δικαίωμα παραμονής του εργαζομένου εξαρτάται, εκτός των περιπτώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1, σημείο β), δεύτερο εδάφιο, και στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, από ορισμένη ελάχιστη περίοδο απασχολήσεως και κατοικίας στο έδαφος του κράτους μέλους.

51

Η παράγραφος 2 του άρθρου 3 του κανονισμού αναφέρεται στην περίπτωση όπου ο εργαζόμενος αποβιώνει κατά τη διάρκεια του επαγγελματικού του βίου πριν αποκτήσει το δικαίωμα παραμονής στο έδαφος του κράτους μέλους. Στην περίπτωση αυτή ο σύζυγος έχει δικαίωμα παραμονής όταν ο εργαζόμενος κατά τον χρόνο του θανάτου του είχε διαμείνει στο έδαφος του κράτους μέλους συνεχώς επί δύο τουλάχιστον έτη ή όταν ο θάνατος οφείλεται σε εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια.

52

Το άρθρο 5 του κανονισμού αναφέρει τους όρους υπό τους οποίους ασκείται το δικαίωμα παραμονής. Κατά την παράγραφο 1, ο δικαιούχος έχει στη διάθεση του προθεσμία δύο ετών αφότου γεννάται το δικαίωμα, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού, προκειμένου να το ασκήσει. Κατά το διάστημα αυτό μπορεί να εγκαταλείπει το έδαφος του κράτους μέλους χωρίς να θίγεται το δικαίωμα αυτό. Η παράγραφος 2 ορίζει ότι καμιά διατύπωση δεν απαιτείται από τον δικαιούχο για την άσκηση του δικαιώματος αυτού.

53

Τέλος, η ύπαρξη του δικαιώματος παραμονής βεβαιώνεται με τη χορήγηση αδείας διαμονής υπό τους όρους που προβλέπει το άρθρο 6 του κανονισμού.

54

Αν η εφαρμογή των προαναφερθεισών κοινοτικών διατάξεων παρουσίαζε δυσκολίες για τον λόγο ότι οι διατάξεις πρέπει να εφαρμοστούν στην καθαρά εσωτερική περίπτωση την οποία αφορά η κύρια δίκη, η άρση της δυσχέρειας αυτής εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου. Σημειωτέον σχετικώς ότι στο δικαστήριο αυτό απόκειται να εκτιμήσει την έκταση την οποία θέλησε να δώσει ο εθνικός νομοθέτης στην παραπομπή στο κοινοτικό δίκαιο την οποία προβλέπει και, αν το κρίνει αναγκαίο, να εκτιμήσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να εφαρμοστούν οι διατάξεις του άρθρου 10 του κανονισμού 1612/68, της 15ης Οκτωβρίου 1968, που αφορούν την κατοικία την οποία πρέπει να διαθέτει ο εργαζόμενος για την οικογένεια του ή οι διατάξεις του κανονισμού 1251/70, της 29ης Ιουνίου 1970, που απαιτούν, για την αναγνώριση του δικαιώματος παραμονής, ορισμένες ελάχιστες περιόδους διαμονής στο έδαφος του κράτους μέλους, επί εργαζομένου που έχει την ιθαγένεια του κράτους αυτού.

55

Πρέπει, επομένως, να δοθεί η απάντηση ότι ο σύζυγος εργαζομένου ενός κράτους μέλους που απασχολείται ή απασχολήθηκε στο έδαφος άλλου κράτους μέλους μπορεί να επικαλεστεί το δικαίωμα διαμονής ή το δικαίωμα παραμονής στο έδαφος του τελευταίου κράτους υπό τις συνθήκες που προβλέπουν η οδηγία 68/360, της 15ης Οκτωβρίου 1968, ο κανονισμός 1612/68, της 15ης Οκτωβρίου 1968, και ο κανονισμός 1251/70, της 29ης Ιουνίου 1970. Το εθνικό δικαστήριο δεσμεύεται μεν από τα στοιχεία και την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που του δίδει το Δικαστήριο, πλην όμως σ' αυτό εναπόκειται να εκτιμήσει, με γνώμονα την έκταση της παραπομπής της εθνικής νομοθεσίας στις προαναφερθείσες κοινοτικές διατάξεις, τις συνθήκες υπό τις οποίες οι διατάξεις αυτές μπορούν να εφαρμοστούν στην καθαρά εσωτερικής φύσεως περίπτωση που αποτέλεσε την αφορμή της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς.

Επί των μέσων παροχής έννομης προστασίας που προβλέπει η οδηγία 64/221, της 25ης Φεβρουαρίου 1964 ( προδικαστικά ερωτήματα του Cour d'appel των Βρυξελλών )

56

Όπως προαναφέρθηκε, το άρθρο 1 της οδηγίας 64/221 της 25ης Φεβρουαρίου 1964 οριοθετεί το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, το οποίο καλύπτει τους υπηκόους ενός κράτους μέλους που διαμένουν ή μεταβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να ασκήσουν μισθωτή δραστηριότητα και, υπό τους καθοριζόμενους όρους, τους συζύγους τους.

Επί του άρθρον 8 της οδηγίας

57

Το άρθρο 8 ορίζει ότι κάθε πρόσωπο που καλύπτεται από την οδηγία « πρέπει να δύναται να ασκήσει κατά της αποφάσεως περί αρνήσεως εισόδου, αρνήσεως εκδόσεως ή ανανεώσεως της αδείας διαμονής ή κατά της αποφάσεως περί απομακρύνσεως από την επικράτεια τις προσφυγές που δύνανται να ασκήσουν οι ημεδαποί κατά των πράξεων της διοικήσεως ».

58

Η διάταξη αυτή χαρακτηρίζει τις αποφάσεις στις οποίες αναφέρεται η οδηγία ως « πράξεις της διοικήσεως » και επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να δίδουν σε κάθε θιγόμενο από τέτοια μέτρα το δικαίωμα ασκήσεως των ίδιων μέσων παροχής έννομης προστασίας που μπορούν να ασκούν και οι ημεδαποί κατά των πράξεων της διοικήσεως. Επομένως, τα κράτη μέλη δεν μπορούν, χωρίς να παραβούν την υποχρέωση που υπέχουν από το άρθρο 8, να προβλέπουν για τα πρόσωπα που εμπίπτουν στην οδηγία προσφυγές οι οποίες διέπονται από ειδικές διαδικασίες παρέχουσες λιγότερες εγγυήσεις από αυτές που παρέχουν οι προσφυγές τις οποίες ασκούν οι ημεδαποί κατά των πράξεων της διοικήσεως (απόφαση της 5ης Μαρτίου 1980, Josette Pecastaing, σκέψη 10, 98/79, Rec. 1980, σ. 691 ).

59

Επομένως, αν σε ένα κράτος μέλος το διοικητικό δικαστήριο δεν έχει την αρμοδιότητα να αναστείλει την εκτέλεση διοικητικής αποφάσεως ή να λάβει συντηρητικά μέτρα όσον αφορά την εκτέλεση αυτή, την αρμοδιότητα όμως αυτή έχουν τα τακτικά δικαστήρια, το εν λόγω κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να δίδει στα πρόσωπα τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας το δικαίωμα να προσφεύγουν ενώπιον των δικαστηρίων αυτών υπό τους ίδιους όρους με τους ημεδαπούς. Υπογραμμίζεται πάντως ότι οι δυνατότητες αυτές εξαρτώνται κυρίως από την οργάνωση των δικαστηρίων και από την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ αυτών στα διάφορα κράτη μέλη, η μόνη δε υποχρέωση που επιβάλλει στα κράτη μέλη το άρθρο 8 είναι να αναγνωρίζουν στα πρόσωπα που προστατεύονται από το κοινοτικό δίκαιο δυνατότητες ασκήσεως μέσων παροχής έννομης προστασίας που δεν θα είναι λιγότερο ευνοϊκές από τις παρεχόμενες στους ημεδαπούς όσον αφορά την προσβολή πράξεων της διοικήσεως ( απόφαση της 5ης Μαρτίου 1980, Josette Pecastaing, σκέψη 11 ).

60

Πρέπει, συνεπώς, να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8 της οδηγίας 64/221, της 25ης Φεβρουαρίου 1964, επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εξασφαλίζουν, στα πρόσωπα τα οποία καλύπτει η οδηγία, ένδικη προστασία που να μην είναι λιγότερο ευνοϊκή, ειδικότερα όσον αφορά την αρχή στην οποία μπορούν να προσφύγουν τα πρόσωπα αυτά και τις αρμοδιότητες της αρχής αυτής, από την προστασία που παρέχουν στους δικούς τους υπηκόους σε περίπτωση προσφυγής κατά των πράξεων της διοικήσεως.

Επί του άρθρον 9 της οδηγίας

61

Με το προδικαστικό ερώτημα ερωτάται στην ουσία αν το άρθρο 9 της οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν, υπέρ των προσώπων που καλύπτει η οδηγία, το δικαίωμα να προσφύγουν, πριν από την εκτέλεση της αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται το αίτημα της χορηγήσεως τίτλου διαμονής ή της αποφάσεως περί απομακρύνσεως από την επικράτεια, ενώπιον δικαστηρίου που αποφαίνεται κατ' επείγουσα διαδικασία και έχει την αρμοδιότητα να λαμβάνει συντηρητικά μέτρα όσον αφορά το δικαίωμα διαμονής.

62

Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 64/221 της 25ης Φεβρουαρίου 1964 σκοπεί να κατοχυρώσει ένα ελάχιστο επίπεδο ένδικης προστασίας για τα πρόσωπα κατά των οποίων εκδίδεται απόφαση περί αρνήσεως ανανεώσεως της αδείας διαμονής ή για τους κατόχους αδείας διαμονής κατά των οποίων εκδίδεται απόφαση περί απομακρύνσεως από την επικράτεια. Η διάταξη αυτή που εφαρμόζεται στην περίπτωση όπου δεν προβλέπεται η δυνατότητα ασκήσεως ένδικης προσφυγής ή όπου η προσφυγή αυτή αναφέρεται μόνο στη νομιμότητα της αποφάσεως ή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, προβλέπει την αρμοδιότητα αρχής διαφορετικής από αυτήν που εκδίδει την απόφαση. Εκτός επειγουσών περιπτώσεων, η διοικητική αρχή λαμβάνει την απόφαση της μόνο κατόπιν γνώμης του συμβουλευτικού αυτού οργάνου. Ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προβάλλει τα μέσα υπερασπίσεως του ενώπιον του οργάνου αυτού και να επικουρείται ή να εκπροσωπείται κατά τους διαδικαστικούς όρους που προβλέπει η εθνική νομοθεσία.

63

Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι τα πρόσωπα κατά των οποίων εκδίδεται απόφαση περί αρνήσεως εκδόσεως της πρώτης αδείας διαμονής ή απόφαση περί απομακρύνσεως από την επικράτεια της εν λόγω αδείας μπορούν να προσφύγουν στην αρχή εκείνη της οποίας η γνώμη προβλέπεται στην παράγραφο 1. Ο ενδιαφερόμενος επιτρέπεται τότε να αναλάβει αυτοπροσώπως την υπεράσπιση του εκτός αν υπάρχουν λόγοι αναγόμενοι στην ασφάλεια του κράτους.

64

Η αρχή αυτή εκφέρει γνώμη η οποία, όπως προκύπτει από τους σκοπούς του συστήματος που προβλέπει η οδηγία, κοινοποιείται προσηκόντως στον ενδιαφερόμενο ( απόφαση της 18ης Μαΐου 1982, Adoui και Cornuaille, σκέψη 18, 115/81 και 116/81, Συλλογή 1982, σ. 1665 ).

65

Η οδηγία δεν διευκρινίζει τον τρόπο κατά τον οποίο ορίζεται η αρμόδια αρχή του άρθρου 9. Δεν ορίζει ότι πρέπει να είναι δικαστήριο ή να απαρτίζεται από δικαστές. Ούτε προβλέπει ότι τα μέλη της πρέπει να ορίζονται για συγκεκριμένη περίοδο. Είναι ουσιώδες, αφενός, να αποδεικνύεται σαφώς ότι η αρχή ασκεί τα καθήκοντά της με πλήρη ανεξαρτησία και ότι δεν υπόκειται αμέσως ή εμμέσως, κατά την άσκηση των καθηκόντων της, στον έλεγχο της αρχής η οποία καλείται να λάβει τα προβλεπόμενα στην οδηγία μέτρα (απόφαση της 18ης Μαΐου 1982, Adoui και Cornuaille, προαναφερθείσα, σκέψη 16) και αφετέρου να ακολουθεί διαδικασία παρέχουσα στον ενδιαφερόμενο, υπό τους όρους που καθορίζει η οδηγία τη δυνατότητα να προβάλλει τα μέσα υπερασπίσεως του.

66

Ναι μεν δεν προβλέπεται ότι η αρχή αυτή μπορεί να λαμβάνει συντηρητικά μέτρα όσον αφορά το δικαίωμα διαμονής, πλην όμως πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά το άρθρο 9 της οδηγίας όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο ( απόφαση της 5ης Μαρτίου 1980, Pecastaing, προαναφερθείσα, σκέψη 18), η απόφαση περί απομακρύνσεως από την επικράτεια κατά την έννοια της διατάξεως αυτής δεν μπορεί να εκτελεστεί εφόσον έχει επιληφθεί της υποθέσεως η αρχή αυτή, εκτός επειγουσών περιπτώσεων, πριν το συμβουλευτικό αυτό όργανο εκφέρει τη γνώμη του και πριν αυτή περιέλθει σε γνώση του ενδιαφερομένου. Σημειωτέον εξάλλου ότι το εν λόγω μέτρο δεν μπορεί να εκτελεστεί κατά παράβαση του δικαιώματος του ενδιαφερομένου να διαμείνει στο έδαφος του κράτους μέλους για όσο διάστημα είναι αναγκαίο προκειμένου να ασκήσει το μέσο παροχής έννομης προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 8 της οδηγίας ( απόφαση της 5ης Μαρτίου 1980, Pecastaing, προαναφερθείσα, σκέψη 12 ).

67

Από τις σκέψεις αυτές προκύπτει ότι το άρθρο 9 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαιτεί τη θέσπιση, υπέρ των προσώπων που καλύπτει η οδηγία, ένδικης προσφυγής όπως αυτή που περιγράφει το βελγικό δικαστήριο.

68

Πρέπει να σημειωθεί ότι, αντίθετα με όσα υποστηρίζει η Dzodzi, η ερμηνεία αυτή του άρθρου 9 της οδηγίας δεν είναι ασυμβίβαστη με κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου την οποία καθιερώνει το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών της 4ης Νοεμβρίου 1950 ή το άρθρο 14 της Διεθνούς Συμφωνίας περί των Αστικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, της 19ης Δεκεμβρίου 1966 ( Recueil des traités des Nations unies, τόμ. 999, σ. 171 ), δεδομένου ότι καμιά από τις διατάξεις των διεθνών αυτών συμβάσεων δεν μπορεί να ερμηνευθεί, κατά το γράμμα της, ως επιβάλλουσα τη θέσπιση ένδικης προσφυγής η οποία να παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά που αναφέρει το Cour d' appel των Βρυξελλών.

69

Επομένως, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 9 της οδηγίας 64/221, της 25ης Φεβρουαρίου 1964, δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να θεσπίσουν, υπέρ των προσώπων που καλύπτει η οδηγία, τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής, πριν από την εκτέλεση της αποφάσεως με την οποία η διοίκηση αρνείται τη χορήγηση τίτλου διαμονής ή την εκτέλεση μέτρου απομακρύνσεως από το έδαφος, ενώπιον δικαστηρίου που κρίνει κατ' επείγουσα διαδικασία και είναι αρμόδιο να λαμβάνει συντηρητικά μέτρα σχετικά με το δικαίωμα διαμονής.

Επί των δικαστικών εξόδων

70

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που υπέβαλε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο δεν αποδίδονται. Επειδή η διαδικασία έχει, έναντι των διαδίκων της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλαν το Tribunal de première instance των Βρυξελλών με Διάταξη της 5ης Οκτωβρίου 1988 και το Cour d' appel των Βρυξελλών με Διάταξη της 16ης Μαΐου 1989, αποφαίνεται:

 

1)

Ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος, η οδηγία 68/360/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί καταργήσεως των περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των εργαζομένων των κρατών μελών και των οικογενειών τους στο εσωτερικό της Κοινότητος, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1251/70 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 1970, περί του δικαιώματος των εργαζομένων να παραμένουν στην επικράτεια κράτους μέλους μετά την άσκηση σ' αυτό ορισμένης εργασίας, και η οδηγία 64/221/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1964, περί του συντονισμού των ειδικών μέτρων για τη διακίνηση και τη διαμονή αλλοδαπών, τα οποία δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας, δεν εφαρμόζονται σε καθαρά εσωτερικής φύσεως περιπτώσεις κράτους μέλους όπως είναι η περίπτωση του υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος, υπό μόνη την ιδιότητα του συζύγου υπηκόου κράτους μέλους, επικαλείται το δικαίωμα διαμονής ή το δικαίωμα παραμονής στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους.

 

2)

Ο σύζυγος εργαζομένου ενός κράτους μέλους που απασχολείται ή απασχολήθηκε στο έδαφος άλλου κράτους μέλους μπορεί να επικαλεστεί το δικαίωμα διαμονής ή το δικαίωμα παραμονής στο έδαφος του τελευταίου κράτους υπό τις συνθήκες που προβλέπουν η οδηγία 68/360/ΕΟΚ, της 15ης Οκτωβρίου 1968, και ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 1251/70, της 29ης Ιουνίου 1970. Το εθνικό δικαστήριο δεσμεύεται μεν από τα στοιχεία και την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που του δίδει το Δικαστήριο, πλην όμως σ' αυτό εναπόκειται να εκτιμήσει, με γνώμονα την έκταση της παραπομπής της εθνικής νομοθεσίας στις προαναφερθείσες κοινοτικές διατάξεις, τις συνθήκες υπό τις οποίες οι διατάξεις αυτές μπορούν να εφαρμοστούν στην καθαρά εσωτερικής φύσεως περίπτωση που αποτέλεσε την αφορμή της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς.

 

3)

Το άρθρο 8 της οδηγίας 64/221/ΕΟΚ, της 25ης Φεβρουαρίου 1964, επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εξασφαλίζουν, στα πρόσωπα τα οποία καλύπτει η οδηγία, ένδικη προστασία που να μην είναι λιγότερο ευνοϊκή, ειδικότερα όσον αφορά την αρχή στην οποία μπορούν να προσφύγουν τα πρόσωπα αυτά και τις αρμοδιότητες τΆζ αρχής αυτής, από την προστασία που παρέχουν στους δικούς του υπηκόους σε περίπτωση προσφυγής κατά των πράξεων της διοικήσεως.

 

4)

Το άρθρο 9 της οδηγίας 64/221/ΕΟΚ, της 25ης Φεβρουαρίου 1964, δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να θεσπίσουν, υπέρ των προσώπων που καλύπτει η οδηγία, τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής, πριν από την εκτέλεση της αποφάσεως με την οποία η διοίκηση αρνείται τη χορήγηση τίτλου διαμονής ή την εκτέλεση μέτρου απομακρύνσεως από το έδαφος, ενώπιον δικαστηρίου που κρίνει κατ' επείγουσα διαδικασία και είναι αρμόδιο να λαμβάνει συντηρητικά μέτρα σχετικά με το δικαίωμα διαμονής.

 

Due

Mancini

O'Higgins

Moitinho de Almeida

Rodríguez Iglesias

Schockweiler

Grévisse

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Οκτωβρίου 1990.

Ο γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος

Ο. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top