Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62012CJ0562

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 17ης Σεπτεμβρίου 2014.
Liivimaa Lihaveis MTÜ κατά Eesti-Läti programmi 2007-2013 Seirekomitee.
Αίτηση του Tartu ringkonnakohus για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Διαρθρωτικά ταμεία – Κανονισμοί (ΕΚ) 1083/2006 και 1080/2006 – Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) – Επιχειρησιακό πρόγραμμα για την προώθηση της ευρωπαϊκής εδαφικής συνεργασίας μεταξύ της Δημοκρατίας της Εσθονίας και της Δημοκρατίας της Λεττονίας – Απόφαση της επιτροπής παρακολουθήσεως περί απορρίψεως ορισμένης χρηματοδοτήσεως – Όρος που προβλέπει ότι οι αποφάσεις της επιτροπής αυτής δεν δύνανται να προσβληθούν – Άρθρο 267 ΣΛΕΕ – Πράξη εκδιδόμενη από θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης – Άρθρο 47 – Δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας – Δικαίωμα προσβάσεως στη δικαιοσύνη – Καθορισμός του κράτους μέλους του οποίου τα δικαστήρια είναι αρμόδια για την εκδίκαση προσφυγής.
Υπόθεση C‑562/12.

Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2014:2229

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 17ης Σεπτεμβρίου 2014 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Διαρθρωτικά ταμεία — Κανονισμοί (ΕΚ) 1083/2006 και 1080/2006 — Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) — Επιχειρησιακό πρόγραμμα για την προώθηση της ευρωπαϊκής εδαφικής συνεργασίας μεταξύ της Δημοκρατίας της Εσθονίας και της Δημοκρατίας της Λεττονίας — Απόφαση της επιτροπής παρακολουθήσεως περί απορρίψεως ορισμένης χρηματοδοτήσεως — Όρος που προβλέπει ότι οι αποφάσεις της επιτροπής αυτής δεν δύνανται να προσβληθούν — Άρθρο 267 ΣΛΕΕ — Πράξη εκδιδόμενη από θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης — Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης — Άρθρο 47 — Δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας — Δικαίωμα προσβάσεως στη δικαιοσύνη — Καθορισμός του κράτους μέλους του οποίου τα δικαστήρια είναι αρμόδια για την εκδίκαση προσφυγής»

Στην υπόθεση C‑562/12,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tartu ringkonnakohus (Εσθονία) με απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 5 Δεκεμβρίου 2012, στο πλαίσιο της δίκης

Liivimaa Lihaveis MTÜ

κατά

Eesti-Läti programmi 2007‑2013 Seirekomitee,

παρισταμένου του:

Eesti Vabariigi Siseministeerium,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, πρόεδρο τμήματος, M. Safjan (εισηγητή), J. Malenovský, A. Prechal και K. Jürimäe, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen

γραμματέας: C. Strömholm, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Δεκεμβρίου 2013,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Liivimaa Lihaveis MTÜ, εκπροσωπούμενη από τον A. Sander, vandeadvokaat,

η Εσθονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την K. Kraavi‑Käerdi,

η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. Kalniņš και την A. Nikolajeva,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις A. Steiblytė και L. Naaber-Kivisoo,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Μαρτίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, 263, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ, 267, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, 274 ΣΛΕΕ, καθώς και των άρθρων 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και 63, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1083/2006 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2006, περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Ταμείο Συνοχής και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999 (ΕΕ L 210, σ. 25).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Liivimaa Lihaveis MTÜ (στο εξής: Liivimaa Lihaveis), συνεταιριστικής ενώσεως εκτροφέων βοοειδών, και της Eesti-Läti programmi 2007‑2013 Seirekomitee (επιτροπή παρακολουθήσεως του προγράμματος Εσθονίας-Λεττονίας για την περίοδο 2007‑2013, στο εξής: Seirekomitee), σχετικά με την απόρριψη από τη δεύτερη αιτήσεως χρηματοδοτήσεως που υπέβαλε η ως άνω συνεταιριστική ένωση στο πλαίσιο της εκτελέσεως του προγράμματος αυτού.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Ο κανονισμός 1083/2006

3

Το άρθρο 1, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1083/2006 ορίζει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός καθορίζει τους γενικούς κανόνες που διέπουν το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ), το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ) (εφεξής “διαρθρωτικά ταμεία”) και το Ταμείο Συνοχής, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που καθορίζονται στους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 1080/2006 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 1783/1999 (ΕΕ L 210, σ. 1)], (ΕΚ) αριθ. 1081/2006 και (ΕΚ) αριθ. 1084/2006.

Ο παρών κανονισμός ορίζει τους στόχους στην επίτευξη των οποίων πρέπει να συμβάλουν τα διαρθρωτικά ταμεία και το Ταμείο Συνοχής […], τα κριτήρια βάσει των οποίων τα κράτη μέλη και οι περιφέρειες είναι επιλέξιμα δυνάμει των Ταμείων αυτών, τους διαθέσιμους δημοσιονομικούς πόρους και τα κριτήρια για την κατανομή τους.»

4

Στο άρθρο 2, σημείο 1, του κανονισμού 1083/2006 περιλαμβάνεται ο ακόλουθος ορισμός:

«“επιχειρησιακό πρόγραμμα”: έγγραφο το οποίο υποβάλλεται από το κράτος μέλος και εγκρίνεται από την Επιτροπή και το οποίο καθορίζει μια αναπτυξιακή στρατηγική με τη χρήση ενός συνεκτικού συνόλου προτεραιοτήτων, που θα επιτευχθεί με τη συνδρομή ενός Ταμείου ή, στην περίπτωση του στόχου “Σύγκλιση”, με τη συνδρομή του Ταμείου Συνοχής και του ΕΤΠΑ».

5

Οι παράγραφοι 1 και 5 του άρθρου 32 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο τιτλοφορείται «Εκπόνηση και έγκριση επιχειρησιακών προγραμμάτων», ορίζουν τα εξής:

«1.   Οι δραστηριότητες των [Διαρθρωτικών Ταμείων και του Ταμείου Συνοχής] στα κράτη μέλη λαμβάνουν τη μορφή επιχειρησιακών προγραμμάτων στα πλαίσια του εθνικού στρατηγικού πλαισίου αναφοράς. Κάθε επιχειρησιακό πρόγραμμα καλύπτει περίοδο μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2007 και της 31ης Δεκεμβρίου 2013. Κάθε επιχειρησιακό πρόγραμμα καλύπτει μόνον έναν από τους τρεις στόχους του άρθρου 3, εκτός εάν συμφωνηθεί διαφορετικά μεταξύ της Επιτροπής και του κράτους μέλους.

[...]

5.   Η Επιτροπή εγκρίνει κάθε επιχειρησιακό πρόγραμμα το συντομότερο δυνατόν, αλλά οπωσδήποτε εντός τεσσάρων μηνών από την επίσημη υποβολή του από το κράτος μέλος και όχι πριν από την 1η Ιανουαρίου 2007.»

6

Το άρθρο 59 του ίδιου κανονισμού, το οποίο τιτλοφορείται «Ορισμός αρχών», ορίζει τα εξής:

«1.   Για κάθε επιχειρησιακό πρόγραμμα το κράτος μέλος ορίζει:

α)

διαχειριστική αρχή: εθνική, περιφερειακή ή τοπική δημόσια αρχή ή δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας που ορίζεται από το κράτος μέλος για τη διαχείριση του επιχειρησιακού προγράμματος·

[…]

3.   Το κράτος μέλος θεσπίζει κανόνες που διέπουν τις σχέσεις του με τις αρχές που αριθμούνται στην παράγραφο 1 καθώς και τις σχέσεις τους με την Επιτροπή.

Με την επιφύλαξη του παρόντος κανονισμού, το κράτος μέλος καθορίζει τις αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ των αρχών που παρατίθενται στην παράγραφο 1, οι οποίες εκτελούν τα καθήκοντά τους σε πλήρη συμφωνία με τα θεσμικά, νομικά και δημοσιονομικά συστήματα του οικείου κράτους μέλους.

[...]

5.   Ειδικοί κανόνες σχετικά με τη διαχείριση και τον έλεγχο ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1080/2006 για επιχειρησιακά προγράμματα δυνάμει του στόχου “Ευρωπαϊκή εδαφική συνεργασία”.

[...]»

7

Το άρθρο 60 του κανονισμού 1083/2006, το οποίο τιτλοφορείται «Καθήκοντα της διαχειριστικής αρχής», ορίζει τα εξής:

«Η διαχειριστική αρχή είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση και την υλοποίηση του επιχειρησιακού προγράμματος σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και ιδίως με στόχο:

α)

τη διασφάλιση της επιλογής των προς χρηματοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα κριτήρια που εφαρμόζονται στο επιχειρησιακό πρόγραμμα καθώς και της συμμόρφωσής τους με τους ισχύοντες κοινοτικούς και εθνικούς κανόνες, καθ’ όλη την περίοδο υλοποίησής τους·

[...]

η)

την καθοδήγηση των εργασιών της αρχής παρακολούθησης και τον εφοδιασμό της με τα απαιτούμενα έγγραφα τα οποία καθιστούν δυνατή την παρακολούθηση της ποιότητας υλοποίησης του επιχειρησιακού προγράμματος υπό το φως των συγκεκριμένων του στόχων.»

8

Κατά το άρθρο 63 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο τιτλοφορείται «Επιτροπή παρακολούθησης»:

«1.   Το κράτος μέλος συνιστά επιτροπή παρακολούθησης για κάθε επιχειρησιακό πρόγραμμα, σε συμφωνία με τη διαχειριστική αρχή εντός τριών μηνών από την ημερομηνία της κοινοποίησης της απόφασης έγκρισης του επιχειρησιακού προγράμματος στο κράτος μέλος. Είναι δυνατό να συστήνεται μία και μόνη επιτροπή παρακολούθησης για πολλά επιχειρησιακά προγράμματα.

2.   Κάθε επιτροπή παρακολούθησης καταρτίζει τον εσωτερικό της κανονισμό εντός του θεσμικού, νομικού και δημοσιονομικού πλαισίου του οικείου κράτους μέλους και τον εγκρίνει σε συμφωνία με τη διαχειριστική αρχή προκειμένου να εκπληρώνει τα καθήκοντά της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.»

9

Το άρθρο 65 του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Η επιτροπή παρακολούθησης βεβαιώνεται για την αποτελεσματικότητα και την ποιότητα υλοποίησης του επιχειρησιακού προγράμματος, σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:

α)

εξετάζει και εγκρίνει τα κριτήρια για την επιλογή των προς χρηματοδότηση πράξεων εντός έξι μηνών από την έγκριση του επιχειρησιακού προγράμματος και εγκρίνει τις τυχόν αναθεωρήσεις των κριτηρίων αυτών σύμφωνα με τις ανάγκες του προγραμματισμού·

[...]».

Ο κανονισμός 1080/2006

10

Το άρθρο 1 του κανονισμού 1080/2006 ορίζει τα εξής:

«1.   Ο παρών κανονισμός καθορίζει την αποστολή του [ΕΤΠΑ], το πεδίο εφαρμογής της συνδρομής που χορηγεί όσον αφορά τους στόχους “Σύγκλιση”, “Περιφερειακή ανταγωνιστικότητα και απασχόληση”, και “Ευρωπαϊκή εδαφική συνεργασία” όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού […] 1083/2006, και τους κανόνες σχετικά με την επιλεξιμότητα για την παροχή συνδρομής.

2.   Το ΕΤΠΑ διέπεται από τον κανονισμό […] 1083/2006 και από τον παρόντα κανονισμό.»

11

Το άρθρο 14, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 1080/2006 ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη που συμμετέχουν σε επιχειρησιακό πρόγραμμα ορίζουν μία διαχειριστική αρχή, μία αρχή πιστοποίησης και μία αρχή ελέγχου. Η αρχή ελέγχου εδρεύει στο κράτος μέλος της διαχειριστικής αρχής. Η αρχή πιστοποίησης λαμβάνει τις πληρωμές που πραγματοποιούνται από την Επιτροπή και, κατά γενικό κανόνα, πραγματοποιεί τις πληρωμές στον κύριο δικαιούχο.

Ύστερα από διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη που εκπροσωπούνται στην περιοχή του προγράμματος, η διαχειριστική αρχή συγκροτεί κοινή τεχνική γραμματεία. Η γραμματεία αυτή επικουρεί τη διαχειριστική αρχή και την επιτροπή παρακολούθησης και, ανάλογα με την περίπτωση, την αρχή ελέγχου στην εκτέλεση των αντίστοιχων καθηκόντων τους.

[...]

3.   Κάθε κράτος μέλος που συμμετέχει στο επιχειρησιακό πρόγραμμα ορίζει εκπροσώπους οι οποίοι συμμετέχουν στην επιτροπή παρακολούθησης του άρθρου 63 του κανονισμού […] 1083/2006.»

12

Οι παράγραφοι 1 και 3 του άρθρου 19 του κανονισμού 1080/2006, το οποίο τιτλοφορείται «Επιλογή πράξεων», ορίζουν τα εξής:

«1.   Οι πράξεις που επιλέγονται για επιχειρησιακά προγράμματα με στόχο την ανάπτυξη διασυνοριακών δραστηριοτήτων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1, και την καθιέρωση και ανάπτυξη της διακρατικής συνεργασίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2, περιλαμβάνουν δικαιούχους από δύο τουλάχιστον χώρες, εκ των οποίων μία τουλάχιστον είναι κράτος μέλος, που συνεργάζονται με δύο τουλάχιστον από τους ακόλουθους τρόπους για κάθε πράξη: κοινή ανάπτυξη, κοινή υλοποίηση, κοινή στελέχωση και κοινή χρηματοδότηση.

[…]

3.   Εκτός από τα καθήκοντα που απαριθμούνται στο άρθρο 65 του κανονισμού […] 1083/2006, η επιτροπή παρακολούθησης ή μια διευθύνουσα επιτροπή η οποία αναφέρει στην επιτροπή παρακολούθησης ευθύνεται για την επιλογή των πράξεων.»

Το επιχειρησιακό πρόγραμμα της Δημοκρατίας της Εσθονίας και της Δημοκρατίας της Λεττονίας για την περίοδο 2007‑2013

13

Το επιχειρησιακό πρόγραμμα της Δημοκρατίας της Εσθονίας και της Δημοκρατίας της Λεττονίας για την περίοδο 2007‑2013 (στο εξής: επιχειρησιακό πρόγραμμα Εσθονίας-Λεττονίας) έχει σκοπό την προώθηση της ευρωπαϊκής εδαφικής συνεργασίας.

14

Το εν λόγω πρόγραμμα εγκρίθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 5, του κανονισμού 1083/2006 με το άρθρο 1 της αποφάσεως C(2007) 6603 τελικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2007.

15

Το επιχειρησιακό πρόγραμμα Εσθονίας-Λεττονίας αποτέλεσε αντικείμενο του εγγράφου «Eesti-Läti programm 2007‑2013» (πρόγραμμα Εσθονίας-Λεττονίας 2007-2013, στο εξής: έγγραφο προγραμματισμού), με στοιχεία CCI no 2007 CB 163 PO 050, το οποίο κατήρτισαν από κοινού οι αρχές της Δημοκρατίας της Εσθονίας και της Δημοκρατίας της Λεττονίας.

16

Κατ’ εφαρμογήν των κανονισμών 1083/2006 και 1080/2006, το έγγραφο προγραμματισμού διευκρίνισε ιδίως τους κανόνες σχετικά με τον ορισμό και τη λειτουργία της διαχειριστικής αρχής, της αρχής πιστοποιήσεως και της αρχής ελέγχου.

17

Το σημείο 7.1 του εγγράφου προγραμματισμού, το οποίο τιτλοφορείται «Διαχείριση του προγράμματος», προβλέπει στο δεύτερο, το πέμπτο, το έβδομο και το ένατο εδάφιο τα εξής:

«Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 63 του κανονισμού [1083/2006], η Εσθονία και η Λεττονία συνιστούν κοινή επιτροπή παρακολουθήσεως η οποία διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα και την ποιότητα της υλοποιήσεως του επιχειρησιακού προγράμματος.

[...]

Η Εσθονία και η Λεττονία αποφάσισαν ο κοινός φορέας υλοποιήσεως του [επιχειρησιακού προγράμματος Εσθονίας-Λεττονίας] να εγκατασταθεί στην Εσθονία. Το Υπουργείο Εσωτερικών ορίστηκε ως διαχειριστική αρχή, αρχή πιστοποιήσεως και αρχή ελέγχου του προγράμματος [...].

[...]

Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 59, παράγραφος 3, του κανονισμού [1083/2006], οι αρχές που αναφέρθηκαν ανωτέρω εκτελούν τα καθήκοντά τους σε πλήρη συμφωνία με τα θεσμικά, νομικά και δημοσιονομικά συστήματα της Δημοκρατίας της Εσθονίας.

[...]

Λεπτομερέστεροι όροι για την υλοποίηση του [επιχειρησιακού προγράμματος Εσθονίας-Λεττονίας] οι οποίοι θα συμπληρώνουν τους κανόνες των επόμενων κεφαλαίων του επιχειρησιακού προγράμματος θα περιληφθούν στον οδηγό προγράμματος. Ο οδηγός προγράμματος θα εγκριθεί από την επιτροπή παρακολουθήσεως κατά την πρώτη συνεδρίασή της. Οι όροι του οδηγού αυτού θα δεσμεύουν τις αρχές που είναι επιφορτισμένες με την υλοποίηση του προγράμματος καθώς και τους κύριους και άλλους δικαιούχους του προγράμματος.»

18

Το σημείο 7.2.2 του εγγράφου προγραμματισμού, το οποίο τιτλοφορείται «Καθήκοντα της διαχειριστικής αρχής», ορίζει τα εξής:

«Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 60 του κανονισμού [1083/2006] καθώς και των άρθρων 14, παράγραφος 1, και 15 του κανονισμού [1080/2006], η διαχειριστική αρχή είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση και την υλοποίηση του επιχειρησιακού προγράμματος [Εσθονίας‑Λεττονίας] σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως και ιδίως οφείλει:

a)

να μεριμνά ώστε η επιλογή των προς χρηματοδότηση πράξεων να γίνεται βάσει των κριτηρίων που ισχύουν για το επιχειρησιακό πρόγραμμα και η εκτέλεση των πράξεων αυτών να είναι, καθ’ όλη τη διάρκειά της, σύμφωνη προς τους εφαρμοστέους κοινοτικούς και εθνικούς κανόνες. [...]

[…]

Επιπλέον, η διαχειριστική αρχή οφείλει:

[…]

όταν η επιτροπή παρακολουθήσεως εκδίδει την απόφαση σχετικά με τη χρηματοδότηση (άρθρο 19, παράγραφος 3, του κανονισμού [1080/2006]), να ορίζει τις λεπτομέρειες υλοποιήσεως κάθε πράξεως (συμφωνίας χρηματοδοτήσεως) σε συμφωνία με τον κύριο δικαιούχο (κανονισμός [1080/2006], άρθρο 15, παράγραφος 2)·

[...]».

19

Το σημείο 7.6.1 του εγγράφου προγραμματισμού, το οποίο αφορά τα καθήκοντα της επιτροπής παρακολουθήσεως, έχει ως εξής:

«Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 65 του κανονισμού [1083/2006], η επιτροπή παρακολουθήσεως διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα και την ποιότητα της υλοποιήσεως του επιχειρησιακού προγράμματος [Εσθονίας‑Λεττονίας], σύμφωνα με τους εξής κανόνες:

a)

εξετάζει και εγκρίνει τα κριτήρια για την επιλογή των προς χρηματοδότηση πράξεων εντός έξι μηνών από την έγκριση του επιχειρησιακού προγράμματος και εγκρίνει τις τυχόν αναθεωρήσεις των κριτηρίων αυτών σύμφωνα με τις ανάγκες του προγραμματισμού·

[…]

Επιπλέον, η επιτροπή παρακολουθήσεως:

[…]

επιλέγει τις προς χρηματοδότηση πράξεις (άρθρο 19, παράγραφος 3, του κανονισμού [1080/2006])·

[…]».

20

Το σημείο 7.6.2, τέταρτο εδάφιο, του εγγράφου προγραμματισμού διευκρινίζει συναφώς ότι η επιτροπή παρακολουθήσεως πρέπει να αποτελείται το πολύ από επτά εκπροσώπους από την Εσθονία και τη Λεττονία.

21

Κατά το σημείο 7.7.1 του εγγράφου προγραμματισμού, η κοινή τεχνική γραμματεία, που συγκροτείται από τη διαχειριστική αρχή και είναι επιφορτισμένη με τη διαχείριση του [επιχειρησιακού προγράμματος Εσθονίας‑Λιθουανίας], εδρεύει στο Tartu (Εσθονία), ενώ το γραφείο πληροφοριών της γραμματείας αυτής βρίσκεται στη Ρίγα (Λεττονία).

22

Το σημείο 9.4, πρώτο εδάφιο, του εγγράφου προγραμματισμού προβλέπει τα εξής:

«Η επιτροπή παρακολουθήσεως, την οποία αποτελούν μέλη από την Εσθονία και τη Λεττονία, καθώς και εκπρόσωποι της Επιτροπής, της διαχειριστικής αρχής και της κοινής τεχνικής γραμματείας, με συμβουλευτικό ρόλο, επιλέγει τις προς χρηματοδότηση πράξεις.»

23

Το σημείο 9.5 του εγγράφου προγραμματισμού έχει ως εξής:

«Μετά την έγκριση της αιτήσεως χρηματοδοτήσεως από την επιτροπή παρακολουθήσεως, η διαχειριστική αρχή καταρτίζει τη σύμβαση χρηματοδοτήσεως η οποία θα συναφθεί με τον κύριο δικαιούχο για την εγκριθείσα πράξη.»

24

Η Seirekomitee εξέδωσε οδηγό προγράμματος για το επιχειρησιακό πρόγραμμα Εσθονίας-Λεττονίας, ο οποίος φέρει ημερομηνία της 1ης Δεκεμβρίου 2009 (στο εξής: οδηγός προγράμματος), ο οποίος, μεταξύ άλλων, περιέχει οδηγίες για την προετοιμασία των αιτήσεων χρηματοδοτήσεως καθώς και για την υλοποίηση των σχεδίων, τον έλεγχό τους, τη σύνταξη εκθέσεων για αυτά και την περάτωσή τους. Κατά το σημείο 1, in fine, του οδηγού προγράμματος, «[τ]ο κείμενο του οδηγού αυτού αποτελεί το κύριο κατευθυντήριο εργαλείο για τους αιτούντες».

25

Κατά το σημείο 6.6, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του οδηγού προγράμματος όπως αυτό είχε κατά τον κρίσιμο για τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης χρόνο:

«Η επιτροπή παρακολουθήσεως αποφασίζει για τα προς χρηματοδότηση σχέδια [...] βάσει των αποτελεσμάτων της αξιολογήσεως. Οι αποφάσεις της [επιτροπής παρακολουθήσεως] δεν δύνανται να προσβληθούν.

Μετά τη λήψη των αποφάσεων για τις χρηματοδοτήσεις εκ μέρους της [επιτροπής παρακολουθήσεως], η κοινή τεχνική γραμματεία αποστέλλει στους υπευθύνους των σχεδίων που δεν επελέγησαν επιστολή στην οποία εκτίθενται οι λόγοι απορρίψεως της αιτήσεως. Η [κοινή τεχνική γραμματεία] αποστέλλει την επιστολή αυτή εντός δέκα ημερών από τη συνεδρίαση της επιτροπής παρακολουθήσεως.»

26

Εξάλλου, η Seirekomitee εξέδωσε, στις 29 Μαΐου 2009, κανόνες διαδικασίας για την υλοποίηση του επιχειρησιακού προγράμματος Εσθονίας-Λεττονίας. Κατά τον κανόνα 1, σημείο 2, η επίσημη έδρα της επιτροπής παρακολουθήσεως είναι ίδια με εκείνη της κοινής τεχνικής γραμματείας και, άρα, η επιτροπή παρακολουθήσεως εδρεύει στο Tartu.

Το εσθονικό δίκαιο

27

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του νόμου περί διοικητικής διαδικασίας (haldusmenetluse seadus, RT I 2001, 58, 354), ο οποίος ψηφίστηκε στις 6 Ιουνίου 2001, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο για τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος περί διοικητικής διαδικασίας), ορίζει τα εξής:

«Ως διοικητική διαδικασία νοούνται οι ενέργειες των διοικητικών οργάνων (άρθρο 8) για την έκδοση κανονιστικής πράξεως (άρθρο 88) ή διοικητικής πράξεως (άρθρα 51 και 52), για την εκτέλεση ορισμένης πράξεως (άρθρο 106) ή για τη σύναψη διοικητικής συμβάσεως (άρθρο 95).»

28

Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου ορίζει τα εξής:

«Ως διοικητικό όργανο νοείται ο οργανισμός, η επιτροπή ή το πρόσωπο στο οποίο ανατίθεται η άσκηση δημόσιας εξουσίας από τον νόμο ή από κανονιστική πράξη εκδιδόμενη με νομοθετική εξουσιοδότηση ή από διοικητική σύμβαση.»

29

Το άρθρο 51, παράγραφος 1, του νόμου περί διοικητικής διαδικασίας ορίζει τα εξής:

«Ως διοικητική πράξη νοείται διάταξη, απόφαση, διαταγή, οδηγίες ή άλλη πράξη η οποία εκδίδεται από διοικητικό όργανο κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας για τη ρύθμιση συγκεκριμένης περιπτώσεως και απονέμει, μεταβάλλει ή αίρει δικαιώματα ή υποχρεώσεις ορισμένου προσώπου.»

30

Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 έως 3 και 5, του νόμου περί διαρθρωτικών ενισχύσεων για την περίοδο 2007-2013 (perioodi 2007‑2013 struktuuritoetuse seadus, RT I 2006, 59, 440), ο οποίος ψηφίστηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2006, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο για τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής:

«1.   Με τον παρόντα νόμο θεσπίζονται οι βάσεις και η διαδικασία για τη χορήγηση, τη χρησιμοποίηση, την αναζήτηση και την επιστροφή διαρθρωτικών ενισχύσεων, καθώς και οι βάσεις για τον έλεγχο της χορηγήσεως και χρησιμοποιήσεως διαρθρωτικών ενισχύσεων και οι κανόνες που διέπουν τη διαδικασία επανεξετάσεως.

2.   Ο παρών νόμος εφαρμόζεται επί της χορηγήσεως και χρησιμοποιήσεως πόρων οι οποίοι διατίθενται για διαρθρωτικές ενισχύσεις στο πλαίσιο επιχειρησιακών προγραμμάτων εγκριθέντων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή […] δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 5, του κανονισμού […] 1083/2006 […].

3.   Επί της χορηγήσεως και χρησιμοποιήσεως διαρθρωτικών ενισχύσεων βάσει επιχειρησιακών προγραμμάτων στο πλαίσιο του στόχου “Ευρωπαϊκή εδαφική συνεργασία” κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού […] 1083/2006 […] ισχύουν οι διατάξεις του κεφαλαίου 8 καθώς και το άρθρο 2, το άρθρο 3, παράγραφος 4, το άρθρο 5, το άρθρο 14, το άρθρο 21, παράγραφος 1, το άρθρο 22, το άρθρο 25, παράγραφοι 1, 2, 4, 5, 7 και 8, τα άρθρα 26, 27 και 28, το άρθρο 30, παράγραφοι 2 και 3, και τα άρθρα 31, 32 και 33 του παρόντος νόμου.

[...]

5.   Επί της προβλεπόμενης στον παρόντα νόμο διαδικασίας ισχύουν οι διατάξεις του νόμου περί διοικητικής διαδικασίας, με την επιφύλαξη των ειδικότερων διατάξεων του παρόντος νόμου».

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

31

Από την απόφαση περί παραπομπής και τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, στις 19 Φεβρουαρίου 2010, η Liivimaa Lihaveis υπέβαλε αίτηση, στο πλαίσιο του επιχειρησιακού προγράμματος Εσθονίας-Λιθουανίας, για τη χρηματοδότηση σχεδίου για την «ανάπτυξη νέου προϊόντος με νέο σήμα, παραγόμενο από βοοειδή ποιότητας, τα οποία εκτρέφονται σε διάφορους βοσκότοπους στην Εσθονία και τη Λεττονία».

32

Η κοινή τεχνική γραμματεία ενημέρωσε τη Liivimaa Lihaveis με επιστολή της 19ης Απριλίου 2010 ότι η αίτησή της είχε γίνει δεκτή στην πρώτη φάση της διαδικασίας επιλογής και ότι το σχέδιό της είχε κριθεί επιλέξιμο για την ενίσχυση κατά την τεχνική αξιολόγηση. Στην ίδια ως άνω επιστολή, η κοινή τεχνική γραμματεία επισήμανε ότι θα προέβαινε στην ποιοτική αξιολόγηση της αιτήσεως αυτής και ότι η οριστική απόφαση επρόκειτο να ληφθεί από τη Seirekomitee στις 29 Ιουνίου 2010.

33

Με επιστολή της 7ης Ιουλίου 2010, η κοινή τεχνική γραμματεία ενημέρωσε τη Liivimaa Lihaveis ότι η Seirekomitee απέρριψε την αίτηση χρηματοδοτήσεως. Οι λόγοι απορρίψεως της αιτήσεως εκτίθεντο στην επιστολή αυτή.

34

Με επιστολή της 23ης Ιουλίου 2010, η Liivimaa Lihaveis απέστειλε στην κοινή τεχνική γραμματεία και στο Υπουργείο Εσωτερικών της Δημοκρατίας της Εσθονίας επιστολή με την οποία επέστησε την προσοχή τους στο ότι ενημερώθηκε για την απόρριψη της αιτήσεώς της με απλή επιστολή και όχι με διοικητική πράξη. Η Liivimaa Lihaveis ζήτησε να της κοινοποιηθεί η διοικητική πράξη η οποία επισημοποιούσε την απόφαση της Seirekomitee περί απορρίψεως της αιτήσεώς της.

35

Σε ανταλλαγή ηλεκτρονικών επιστολών μετά από την εν λόγω επιστολή, η διαχειριστική αρχή δήλωσε στο Υπουργείο Εσωτερικών της Δημοκρατίας της Εσθονίας ότι, στο πλαίσιο του επιχειρησιακού προγράμματος Εσθονίας‑Λεττονίας, δεν εκδίδεται καμία επίσημη διοικητική πράξη για την αποδοχή ή την απόρριψη των αιτήσεων χρηματοδοτήσεως των σχεδίων, δεδομένου ότι επίσημα έγγραφα είναι τα πρακτικά της συνεδριάσεως της Seirekomitee και η επιστολή της κοινής τεχνικής γραμματείας σχετικά με την ενίσχυση ή μη ορισμένου σχεδίου για το οποίο ζητήθηκε χρηματοδότηση. Η διαχειριστική αρχή παρέπεμψε συναφώς στο σημείο 6.6 του οδηγού προγράμματος, κατά το οποίο η Seirekomitee αποφασίζει για τη χρηματοδότηση των σχεδίων και οι αποφάσεις της δεν δύνανται να προσβληθούν, ενώ στους υπευθύνους των απορριφθέντων σχεδίων αποστέλλεται μόνο επιστολή η οποία εξηγεί τους λόγους της απορρίψεως αυτής.

36

Στις 16 Σεπτεμβρίου 2010, ο διευθυντής της διαχειριστικής αρχής απέστειλε στη Liivimaa Lihaveis επιστολή στην οποία επισυναπτόταν απόσπασμα του πρακτικού της συνεδριάσεως της Seirekomitee της 28ης και της 29ης Ιουνίου 2010, στο οποίο γινόταν μνεία της αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεώς της για χρηματοδότηση.

37

Η Liivimaa Lihaveis άσκησε προσφυγή ενώπιον του Tartu halduskohus (διοικητικό δικαστήριο Tartu) αιτούμενη, αφενός, να ακυρωθεί η απόφαση της Seirekomitee περί απορρίψεως της αιτήσεώς της για χρηματοδότηση και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Seirekomitee να επανεξετάσει την αίτησή της καθώς και να εκδώσει διοικητική απόφαση σύμφωνη με τον νόμο. Με διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2011, το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή αυτή.

38

Στις 3 Οκτωβρίου 2011, η Liivimaa Lihaveis άσκησε έφεση κατά της εν λόγω διατάξεως ενώπιον του Tartu ringkonnakohus (εφετείο Tartu).

39

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, κατ’ αρχάς, ότι η Seirekomitee είναι όργανο που έχει συσταθεί με κοινή συμφωνία της Δημοκρατίας της Εσθονίας και της Δημοκρατίας της Λεττονίας βάσει του άρθρου 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 1083/2006 και του εγγράφου προγραμματισμού. Ως εκ τούτου, κρίνει ότι ο Χάρτης έχει εφαρμογή σύμφωνα με το άρθρο του 51, παράγραφος 1, σε υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης. Συνεπώς, σε περίπτωση απορρίψεως αιτήσεως χρηματοδοτήσεως, η απόλυτη αδυναμία προσβολής της αποφάσεως Seirekomitee ενώπιον δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του σημείου 6.6 του οδηγού προγράμματος, προσκρούει στο άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη.

40

Στη συνέχεια, κατά το αιτούν δικαστήριο η Seirekomitee δεν είναι ούτε διοικητικό όργανο υπό την έννοια του νόμου περί διοικητικής διαδικασίας ούτε φορέας του ιδιωτικού δικαίου ούτε διεθνής οργανισμός που έχει ιδρυθεί με συνθήκη. Εφόσον η επιτροπή αυτή, την οποία προβλέπει το έγγραφο προγραμματισμού, συστάθηκε βάσει αποφάσεως της Επιτροπής, αποτελεί, κατά το αιτούν δικαστήριο, όργανο της Ένωσης. Συνεπώς, ο οδηγός προγράμματος, που εξέδωσε η Seirekomitee, είναι πράξη η οποία σκοπό έχει να θέσει σε εφαρμογή το παράγωγο δίκαιο της Ένωσης και δεσμεύει τα πρόσωπα που επιθυμούν να λάβουν χρηματοδότηση στο πλαίσιο του επιχειρησιακού προγράμματος Εσθονίας‑Λεττονίας.

41

Τέλος, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι το σημείο 6.6 του οδηγού προγράμματος προορίζεται να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο για την εκδίκαση προσφυγής κατά απορριπτικής αποφάσεως της Seirekomitee. Αν όμως υποτεθεί ότι ο οδηγός προγράμματος δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, η διαφορά πρέπει να εκδικασθεί από το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 274 ΣΛΕΕ. Εντούτοις, δεδομένου ότι στο εν λόγω επιχειρησιακό πρόγραμμα μετέχουν η Δημοκρατία της Εσθονίας και η Δημοκρατία της Λεττονίας, υφίσταται το ενδεχόμενο τα δικαστήρια καθενός κράτους να επιληφθούν ταυτόχρονα, με κίνδυνο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων.

42

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tartu Ringkonnakohus αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Συμβιβάζεται ο εσωτερικός κανονισμός μιας επιτροπής παρακολούθησης την οποία συνέστησαν από κοινού δύο κράτη μέλη –εν προκειμένω ο οδηγός προγράμματος που εκδόθηκε από [τη Seirekomitee]–, ο οποίος προβλέπει ότι οι αποφάσεις της επιτροπής παρακολούθησης δεν δύνανται να προσβληθούν ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου (σημείο 6.6, τέταρτο εδάφιο, του οδηγού προγράμματος: “The decisions of the Monitoring Committee are not appealable at any place of jurisdiction”), με το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού [1083/2006] σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του [Χάρτη];

2)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: έχει το άρθρο 267, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ την έννοια ότι το σημείο 6.6, παράγραφος 4, [του εν λόγω οδηγού προγράμματος] συνιστά πράξη θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης, η οποία πρέπει να ακυρωθεί;

3)

Σε περίπτωση που δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο ερώτημα: έχει το άρθρο 263, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, [ΣΛΕΕ] σε συνδυασμό με το άρθρο 256, παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ] και το άρθρο 274 ΣΛΕΕ, την έννοια ότι οι προσφυγές κατά των αποφάσεων της [Seirekomitee] υπάγονται στη δικαιοδοσία του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο κατά τις διατάξεις του εθνικού δικαίου;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του τρίτου ερωτήματος

43

Με το τρίτο ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 263 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο επιχειρησιακού προγράμματος που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κανονισμών 1083/2006 και 1080/2006 και σκοπό έχει να προωθήσει την ευρωπαϊκή εδαφική συνεργασία, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο για την εκδίκαση προσφυγής κατά αποφάσεως επιτροπής παρακολουθήσεως με την οποία απορρίπτεται αίτηση χρηματοδοτήσεως.

44

Κατά το άρθρο 263, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα των νομοθετικών πράξεων, των πράξεων του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Επιτροπής, και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, εκτός των συστάσεων και γνωμών, και των πράξεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που παράγουν νομικά αποτελέσματα έναντι τρίτων.

45

Εξάλλου, κατά το άρθρο 263, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ελέγχει επίσης τη νομιμότητα των πράξεων των λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης που προορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων.

46

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο μηχανισμός δικαστικού ελέγχου που προβλέπει το άρθρο 263 ΣΛΕΕ εφαρμόζεται στα όργανα και τους οργανισμούς που έχουν συσταθεί από τον νομοθέτη της Ένωσης, στους οποίους χορηγήθηκαν εξουσίες εκδόσεως πράξεων νομικά δεσμευτικών έναντι φυσικών και νομικών προσώπων σε συγκεκριμένους τομείς, όπως ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ασφάλειας της Αεροπορίας (EASA), o Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA), o Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ECHA), το Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ) και το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου και Κοινοβουλίου, C‑270/12, EU:C:2014:18, σκέψη 81).

47

Η επιτροπή παρακολουθήσεως που συνιστάται στο πλαίσιο επιχειρησιακού προγράμματος το οποίο σκοπό έχει την προώθηση της ευρωπαϊκής εδαφικής συνεργασίας δεν είναι ούτε θεσμικό όργανο ούτε ένα από τα ως άνω όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης.

48

Στο πλαίσιο προσφυγής βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ο δικαστής της Ένωσης δεν είναι αρμόδιος να αποφαίνεται ως προς τη νομιμότητα πράξεως εθνικής αρχής (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Oleificio Borelli κατά Επιτροπής, C‑97/91, EU:C:1992:491, σκέψη 9, και Σουηδία κατά Επιτροπής, C‑64/05 P, EU:C:2007:802, σκέψη 91).

49

Εν προκειμένω, κατά το άρθρο 63, παράγραφος 1 και 2, του κανονισμού 1083/2006, το «κράτος μέλος» συνιστά επιτροπή παρακολουθήσεως για κάθε επιχειρησιακό πρόγραμμα και κάθε επιτροπή παρακολουθήσεως καταρτίζει τον εσωτερικό της κανονισμό εντός του θεσμικού, νομικού και δημοσιονομικού πλαισίου του οικείου κράτους μέλους.

50

Δεδομένου ότι οι κανονισμοί 1083/2006 και 1080/2006 προβλέπουν τη δυνατότητα καταρτίσεως επιχειρησιακών προγραμμάτων για την προώθηση της ευρωπαϊκής εδαφικής συνεργασίας, η Δημοκρατία της Εσθονίας και η Δημοκρατία της Λεττονίας συνέστησαν από κοινού τη Seirekomitee, όπως προβλέπει ρητά το σημείο 7.1, δεύτερο εδάφιο, του εγγράφου προγραμματισμού.

51

Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι αρμόδιο να εκδικάσει, δυνάμει του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, προσφυγή κατά αποφάσεως επιτροπής παρακολουθήσεως, όπως η Seirekomitee, με την οποία απορρίπτεται αίτηση χρηματοδοτήσεως.

52

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 263 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο επιχειρησιακού προγράμματος που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κανονισμών 1083/2006 και 1080/2006 και σκοπό έχει να προωθήσει την ευρωπαϊκή εδαφική συνεργασία, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι αρμόδιο για την εκδίκαση προσφυγής κατά αποφάσεως επιτροπής παρακολουθήσεως με την οποία απορρίπτεται αίτηση χρηματοδοτήσεως.

Επί του δεύτερου ερωτήματος

53

Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 267, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι οδηγός προγράμματος τον οποίο εκδίδει επιτροπή παρακολουθήσεως στο πλαίσιο επιχειρησιακού προγράμματος που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κανονισμών 1083/2006 και 1080/2006 και σκοπό έχει να προωθήσει την ευρωπαϊκή εδαφική συνεργασία μεταξύ δύο κρατών μελών, όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη, αποτελεί πράξη θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης.

54

Όπως προκύπτει από την απάντηση στο τρίτο ερώτημα, η Seirekomitee δεν είναι θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός της Ένωσης.

55

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο για τον έλεγχο του κύρους των όρων οδηγού προγράμματος, όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη.

56

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 267, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι οδηγός προγράμματος τον οποίο εκδίδει επιτροπή παρακολουθήσεως στο πλαίσιο επιχειρησιακού προγράμματος που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κανονισμών 1083/2006 και 1080/2006 και σκοπό έχει να προωθήσει την ευρωπαϊκή εδαφική συνεργασία μεταξύ δύο κρατών μελών, όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη, δεν αποτελεί πράξη θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης και, κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εκτιμήσει το κύρος των όρων του.

Επί του πρώτου ερωτήματος

57

Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν ο κανονισμός 1083/2006, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε όρο οδηγού προγράμματος τον οποίο εκδίδει επιτροπή παρακολουθήσεως στο πλαίσιο επιχειρησιακού προγράμματος που συμφωνείται μεταξύ δύο κρατών μελών και σκοπό έχει να προωθήσει την ευρωπαϊκή εδαφική συνεργασία, καθόσον ο όρος αυτός προβλέπει ότι οι αποφάσεις της εν λόγω επιτροπής παρακολουθήσεως δεν δύνανται να προσβληθούν.

58

Εν προκειμένω, οι εσθονικές και λεττονικές αρχές κατάρτισαν από κοινού το επιχειρησιακό πρόγραμμα Εσθονίας‑Λεττονίας βάσει, ιδίως, των κανονισμών 1083/2006 και 1080/2006 και στη συνέχεια η Επιτροπή το ενέκρινε.

59

Το σημείο 7.1, ένατο εδάφιο, του εγγράφου προγραμματισμού προβλέπει ότι λεπτομερέστεροι όροι για την υλοποίηση του εν λόγω επιχειρησιακού προγράμματος θα περιληφθούν στον οδηγό προγράμματος. Βάσει του εν λόγω όρου, η Seirekomitee εξέδωσε τον οδηγό προγράμματος, στον οποίο περιλαμβάνεται ο επίδικος όρος, ήτοι το σημείο 6.6, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του οδηγού αυτού.

60

Το γεγονός ότι η Seirekomitee δεν είναι θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός της Ένωσης, όπως προκύπτει από την απάντηση στο τρίτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, δεν αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 47 του Χάρτη εάν η έκδοση εκ μέρους της επιτροπής αυτής του οδηγού προγράμματος είναι πράξη που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.

61

Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί αν η έκδοση του οδηγού προγράμματος αποτελεί εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, υπό την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη.

62

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η έκφραση «όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως του Χάρτη, επιβάλλει την ύπαρξη συνδέσμου ορισμένου βαθμού, που να υπερβαίνει την εγγύτητα των σχετικών τομέων ή τις έμμεσες συνέπειες του ενός τομέα στον άλλο (βλ., ιδίως, απόφαση Kremzow, C‑299/95, EU:C:1997:254, σκέψη 16).

63

Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι το δίκαιο της Ένωσης επέβαλλε στα δύο κράτη μέλη τα οποία αφορούσε το επιχειρησιακό πρόγραμμα Εσθονίας‑Λεττονίας την υποχρέωση εφαρμογής του προγράμματος αυτού.

64

Ειδικότερα, αφενός, τα εν λόγω κράτη μέλη είχαν την υποχρέωση να συστήσουν επιτροπή παρακολουθήσεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 63, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1083/2006. Αφετέρου, το σύνολο των μέτρων εφαρμογής του εν λόγω επιχειρησιακού προγράμματος, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ο οδηγός προγράμματος, έπρεπε να τηρούν τις διατάξεις των κανονισμών 1083/2006 και 1080/2006.

65

Διαπιστώνεται, ως εκ τούτου, ότι η έκδοση του οδηγού προγράμματος από τη Seirekomitee αποτελεί εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, υπό την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη.

66

Κατά συνέπεια, κατά την έκδοση του εν λόγω οδηγού η Seirekomitee όφειλε να τηρήσει τις διατάξεις του Χάρτη.

67

Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη ορίζει συναφώς ότι κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο.

68

Για να εξασφαλίσει ότι το εν λόγω δικαίωμα πραγματικής προσφυγής θα γίνεται σεβαστό στο πλαίσιο της Ένωσης, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης.

69

Σε υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης, η απόρριψη αιτήσεως χρηματοδοτήσεως από τη Seirekomitee έχει ως συνέπεια τον οριστικό αποκλεισμό του αιτούντος από τη διαδικασία χορηγήσεως ενισχύσεων οι οποίες συγχρηματοδοτούνται από την Ένωση, χωρίς να του κοινοποιείται εκ των υστέρων οποιαδήποτε απόφαση.

70

Εξάλλου, από το σημείο 6.6, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του οδηγού προγράμματος προκύπτει ότι οι αποφάσεις της επιτροπής παρακολουθήσεως δεν δύνανται να προσβληθούν. Το πρόσωπο του οποίου η αίτηση χρηματοδοτήσεως απορρίφθηκε δεν έχει συνεπώς καμία δυνατότητα αμφισβητήσεως της απορριπτικής αυτής αποφάσεως.

71

Υπό τις συνθήκες αυτές, η αδυναμία προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής στερεί τον αιτούντα από το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατά παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη.

72

Πρέπει να προστεθεί ότι, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται σε αυτόν πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών και, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.

73

Όμως, εν πάση περιπτώσει, η ίδια η Seirekomitee και όχι ο νόμος προέβλεψε το απρόσβλητο αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται αίτηση χρηματοδοτήσεως, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

74

Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι ο οδηγός προγράμματος, καθόσον προβλέπει ότι οι αποφάσεις της Seirekomitee με τις οποίες απορρίπτεται αίτηση χρηματοδοτήσεως δεν δύνανται να προσβληθούν, δεν τηρεί την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας την οποία προβλέπει το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη.

75

Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η επιταγή του δικαστικού ελέγχου κάθε αποφάσεως των εθνικών αρχών συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης. Δυνάμει της αρχής αυτής, στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται να αποφαίνονται επί της νομιμότητας βλαπτικής πράξεως και να κρίνουν παραδεκτή τη σχετική προσφυγή, ακόμη και αν οι εσωτερικοί δικονομικοί κανόνες δεν προβλέπουν προσφυγή σε τέτοια περίπτωση (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Oleificio Borelli κατά Επιτροπής, EU:C:1992:491, σκέψεις 13 και 14).

76

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο κανονισμός 1083/2006, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε όρο οδηγού προγράμματος τον οποίο εκδίδει επιτροπή παρακολουθήσεως στο πλαίσιο επιχειρησιακού προγράμματος που συμφωνείται μεταξύ δύο κρατών μελών και σκοπό έχει να προωθήσει την ευρωπαϊκή εδαφική συνεργασία, καθόσον ο όρος αυτός δεν προβλέπει ότι οι αποφάσεις της εν λόγω επιτροπής παρακολουθήσεως με τις οποίες απορρίπτεται αίτηση χρηματοδοτήσεως δύνανται να προσβληθούν ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους.

Επί του περιορισμού των διαχρονικών αποτελεσμάτων της παρούσας αποφάσεως

77

Η Λεττονική Κυβέρνηση, για την περίπτωση που με την παρούσα απόφαση γίνει δεκτό ότι όρος όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη δεν πληροί τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης, ζήτησε με τις γραπτές της παρατηρήσεις από το Δικαστήριο να περιορίσει ex nunc τα αποτελέσματα της αποφάσεως του, με την εξαίρεση των προσφυγών κατά αποφάσεών της Seirekomitee που έχουν ασκηθεί πριν από τη δημοσίευση της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών.

78

Προς στήριξη του αιτήματός της, η Λεττονική Κυβέρνηση επισήμανε, αφενός, ότι η Δημοκρατία της Εσθονίας και η Δημοκρατία της Λεττονίας ενήργησαν με καλή πίστη, δεδομένου ότι ο κανονισμός 1083/2006 δεν ορίζει ρητώς ότι ήταν αναγκαίο να προβλεφθεί μηχανισμός έννομης προστασίας κατά των αποφάσεων της Seirekomitee.

79

Αφετέρου, η εν λόγω κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, εάν ήταν δυνατή η προσβολή ενώπιον δικαστηρίου των αποφάσεων της Seirekomitee με τις οποίες απορρίπτεται αίτηση χρηματοδοτήσεως, θα μπορούσε να προκύψει μεγάλος αριθμός προσφυγών κατά αποφάσεων που έχουν εκτελεσθεί. Το επιχειρησιακό πρόγραμμα Εσθονίας‑Λεττονίας είχε εφαρμογή έως το 2013, οπότε το σύνολο της προβλεφθείσας χρηματοδοτήσεως για την υλοποίησή του έχει ήδη διατεθεί. Ως εκ τούτου, η κατάσταση αυτή θα συνεπαγόταν πρόσθετο βάρος για τους εθνικούς προϋπολογισμούς.

80

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η ερμηνεία που δίδει το Δικαστήριο σε κανόνα δικαίου της Ένωσης, ασκώντας την αρμοδιότητα που του απονέμει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, αποσαφηνίζει και εξειδικεύει την έννοια και το περιεχόμενο του κανόνα αυτού, όπως πρέπει ή θα έπρεπε να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται από το χρονικό σημείο της θέσεώς του σε ισχύ. Επομένως, ο εν λόγω κανόνας δικαίου μπορεί και πρέπει, κατόπιν της ερμηνείας αυτής, να εφαρμόζεται από τα δικαστήρια και επί εννόμων σχέσεων που γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί του αιτήματος ερμηνείας, εφόσον συντρέχουν κατά τα λοιπά οι προϋποθέσεις εισαγωγής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου της σχετικής με την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα δικαίου διαφοράς (βλ., ιδίως, αποφάσεις Blaizot κ.λπ., 24/86, EU:C:1988:43, σκέψη 27, και Vent De Colère κ.λπ., C‑262/12, EU:C:2013:851, σκέψη 39).

81

Μόνον εντελώς κατ’ εξαίρεση μπορεί το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν της συμφυούς με την έννομη τάξη της Ένωσης γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, να αποφασίσει τον περιορισμό της δυνατότητας την οποία έχει κάθε ενδιαφερόμενος να επικαλεσθεί διάταξη που ερμήνευσε το Δικαστήριο προκειμένου να θέσει υπό αμφισβήτηση έννομες σχέσεις που έχουν συσταθεί με καλή πίστη. Για να λάβει μια τέτοια απόφαση, πρέπει να πληρούνται δύο βασικά κριτήρια, και συγκεκριμένα οι ενδιαφερόμενοι να έχουν ενεργήσει με καλή πίστη και να υφίσταται κίνδυνος σημαντικών διαταραχών (βλ., ιδίως, αποφάσεις Skov και Bilka, C‑402/03, EU:C:2006:6, σκέψη 51, και Vent De Colère κ.λπ., EU:C:2013:851, σκέψη 40).

82

Όσον αφορά τον κίνδυνο σοβαρών διαταραχών, διαπιστώνεται ότι, εν προκειμένω, η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης στην οποία προέβη το Δικαστήριο με την παρούσα απόφαση αφορά το δικαίωμα των αιτούντων να προσφεύγουν ενώπιον δικαστηρίου κατά των αποφάσεων της Seirekomitee με τις οποίες απορρίπτονται οι αιτήσεις τους για χρηματοδότηση. Στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να κρίνει επί των κατ’ ιδίαν προσφυγών που ενδεχομένως θα ασκηθούν, βάσει των ιδιαίτερων περιστάσεων κάθε συγκεκριμένης υποθέσεως.

83

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός των δημοσιονομικών επιπτώσεων που θα μπορούσαν να προκύψουν για τη Δημοκρατία της Λεττονίας μόνο βάσει της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης στην οποία προέβη το Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση RWE Vertrieb, C‑92/11, EU:C:2013:180, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

84

Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι έχει αποδειχθεί ύπαρξη κινδύνου σοβαρών διαταραχών, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 81 της παρούσας αποφάσεως, ώστε να δικαιολογείται ο περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της παρούσας αποφάσεως.

85

Δεδομένου ότι το δεύτερο από τα κριτήρια που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 81 της παρούσας αποφάσεως δεν συντρέχει, δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν συντρέχει το κριτήριο της καλής πίστεως των ενδιαφερομένων.

86

Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι δεν συντρέχει λόγος να περιοριστούν τα διαχρονικά αποτελέσματα της παρούσας αποφάσεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

87

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 263 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο επιχειρησιακού προγράμματος που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κανονισμών (ΕΚ) 1083/2006 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2006, περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Ταμείο Συνοχής και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999, και 1080/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 1783/1999, και σκοπό έχει να προωθήσει την ευρωπαϊκή εδαφική συνεργασία, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι αρμόδιο για την εκδίκαση προσφυγής κατά αποφάσεως επιτροπής παρακολουθήσεως με την οποία απορρίπτεται αίτηση χρηματοδοτήσεως.

 

2)

Το άρθρο 267, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι οδηγός προγράμματος τον οποίο εκδίδει επιτροπή παρακολουθήσεως στο πλαίσιο επιχειρησιακού προγράμματος που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κανονισμών 1083/2006 καθώς και 1080/2006 και σκοπό έχει να προωθήσει την ευρωπαϊκή εδαφική συνεργασία μεταξύ δύο κρατών μελών, όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη, δεν αποτελεί πράξη θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης και, κατά συνέπεια, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι αρμόδιο να εκτιμήσει το κύρος των όρων ενός τέτοιου οδηγού.

 

3)

Ο κανονισμός 1083/2006, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε όρο οδηγού προγράμματος τον οποίο εκδίδει επιτροπή παρακολουθήσεως στο πλαίσιο επιχειρησιακού προγράμματος που συμφωνείται μεταξύ δύο κρατών μελών και σκοπό έχει να προωθήσει την ευρωπαϊκή εδαφική συνεργασία, καθόσον ο όρος αυτός δεν προβλέπει ότι οι αποφάσεις της εν λόγω επιτροπής παρακολουθήσεως με τις οποίες απορρίπτεται αίτηση χρηματοδοτήσεως δύνανται να προσβληθούν ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η εσθονική.

Επάνω