Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62010CJ0619

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 6ης Σεπτεμβρίου 2012.
    Trade Agency Ltd κατά Seramico Investments Ltd.
    Αίτηση του Augstākās tiesas Senāts για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 — Εκτέλεση — Λόγοι δυνάμενοι να προβληθούν — Μη κοινοποίηση του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου — ΄Ελεγχος από το δικαστήριο του κράτους εκτελέσεως — Έκταση — Σημασία των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο πιστοποιητικό — Προσβολή της δημόσιας τάξεως — Δικαστική απόφαση στερούμενη αιτιολογίας.
    Υπόθεση C‑619/10.

    Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2012:531

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 6ης Σεπτεμβρίου 2012 ( *1 )

    «Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 — Εκτέλεση — Λόγοι δυνάμενοι να προβληθούν — Μη κοινοποίηση του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου — ʹΕλεγχος από το δικαστήριο του κράτους εκτελέσεως — Έκταση — Σημασία των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο πιστοποιητικό — Προσβολή της δημόσιας τάξεως — Δικαστική απόφαση στερούμενη αιτιολογίας»

    Στην υπόθεση C-619/10,

    με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Augstākās Tiesas Senāts (Λετονία) με απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2010, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Δεκεμβρίου 2010, στο πλαίσιο της δίκης

    Trade Agency Ltd

    κατά

    Seramico Investments Ltd,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Tizzano (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, M. Safjan, M. Ilešič, E. Levits και M. Berger, δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: J. Kokott

    γραμματέας: C. Strömholm, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2012,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Trade Agency Ltd, εκπροσωπούμενη από τον V. Tihonovs, zvērināts advokāts,

    η Seramico Investments Ltd, εκπροσωπούμενη από τον J. Salims, zvērināts advokāts,

    η Λετονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Borkoveca και A. Nikolajeva, καθώς και από τον I. Kalniņš,

    η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Henze και τη J. Kemper,

    η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τον D. O’Hagan, επικουρούμενο από τον A. Collins, SC,

    η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. de Bergues, καθώς και από τις B. Beaupère-Manokha και N. Rouam,

    η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

    η Λιθουανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον D. Kriaučiūnas και τη R. Krasuckaitė,

    η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις C. M. Wissels και B. Koopman,

    η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Szpunar και M. Arciszewski, καθώς και από την B. Czech,

    η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Inez Fernandes,

    η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον S. Hathaway, επικουρούμενο από τον A. Henshaw, barrister,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A.-M. Rouchaud-Joët και τον A. Sauka,

    αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 26ης Απριλίου 2012,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 34, σημεία 1 και 2, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Trade Agency Ltd (στο εξής: Trade Agency) και της Seramico Investments Ltd (στο εξής: Seramico) σχετικά με την αναγνώριση και εκτέλεση στη Λετονία, βάσει του κανονισμού 44/2001, αποφάσεως εκδοθείσας ερήμην από το High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Ηνωμένο Βασίλειο).

    Το νομικό πλαίσιο

    Ο κανονισμός 44/2001

    3

    Η δέκατη έκτη, η δέκατη έβδομη και η δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 44/2001 έχουν ως εξής:

    «(16)

    Η αμοιβαία εμπιστοσύνη στην απονομή της δικαιοσύνης δικαιολογεί την αυτόματη αναγνώριση των αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος, χωρίς να απαιτείται καμία διαδικασία, εκτός σε περίπτωση αμφισβήτησης.

    (17)

    Η προαναφερόμενη αμοιβαία εμπιστοσύνη απαιτεί αποτελεσματικότητα και ταχύτητα της διαδικασίας με την οποία κηρύσσεται εκτελεστή σε κράτος μέλος απόφαση που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος. Για τον σκοπό αυτό μια απόφαση θα πρέπει να κηρύσσεται εκτελεστή κατά τρόπο οιονεί αυτόματο, μετά από απλό τυπικό έλεγχο των υποβαλλομένων εγγράφων, χωρίς να έχει το δικαστήριο τη δυνατότητα να προβάλει αυτεπαγγέλτως έναν από τους λόγους μη εκτέλεσης που προβλέπονται από τον ανά χείρας κανονισμό.

    (18)

    Ο σεβασμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης επιβάλλει ωστόσο τη δυνατότητα του εναγομένου να ασκήσει, ενδεχομένως, ένδικο μέσο, που εξετάζεται κατ’ αντιδικία, κατά της κηρύξεως της εκτελεστότητας, εφ’ όσον αυτός θεωρεί ότι στοιχειοθετείται ένας από τους λόγους μη εκτελέσεως. Η δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων πρέπει να αναγνωρίζεται επίσης στον αιτούντα, σε περίπτωση που απορρίπτεται η αίτησή του για να κηρυχθεί μια απόφαση εκτελεστή.»

    4

    Το άρθρο 34, σημεία 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει:

    «Απόφαση δεν αναγνωρίζεται:

    1)

    αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως·

    2)

    αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει [ένδικο μέσο] κατά της αποφάσεως ενώ μπορούσε να το πράξει.»

    5

    Το άρθρο 35 του κανονισμού αυτού προβλέπει:

    «1.   Απόφαση δεν αναγνωρίζεται, επίσης, αν έχουν παραβιασθεί οι διατάξεις των τμημάτων 3, 4 και 6 του κεφαλαίου II, καθώς και στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 72.

    2.   Κατά τον έλεγχο των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, η αρχή ενώπιον της οποίας ζητείται η αναγνώριση δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις στις οποίες το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως έχει θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του.

    3.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων της πρώτης παραγράφου, δεν ερευνάται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως. Οι σχετικοί με τη διεθνή δικαιοδοσία κανόνες δεν αφορούν τη δημόσια τάξη υπό την έννοια του άρθρου 34, σημείο 1.»

    6

    Το άρθρο 36 του ίδιου κανονισμού ορίζει ότι:

    «Αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως.»

    7

    Το άρθρο 41 του κανονισμού 44/2001 έχει ως εξής:

    «Η απόφαση κηρύσσεται εκτελεστή ευθύς ως ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 53, χωρίς έλεγχο των λόγων μη εκτέλεσης που αναφέρονται στα άρθρα 34 και 35. Ο διάδικος κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση δε δύναται στο στάδιο αυτό της διαδικασίας να καταθέσει προτάσεις.»

    8

    Το άρθρο 42 του κανονισμού αυτού προβλέπει:

    «1.   Η απόφαση επί της αιτήσεως για την κήρυξη της εκτελεστότητας γνωστοποιείται αμελλητί στον αιτούντα κατά τη διαδικασία που προβλέπει το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.

    2.   Η πράξη με την οποία κηρύσσεται εκτελεστή η απόφαση επιδίδεται ή κοινοποιείται στον διάδικο κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση, μαζί με την απόφαση, εφόσον αυτή δεν έχει ήδη επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον εν λόγω διάδικο.»

    9

    Το άρθρο 43 του ιδίου κανονισμού ορίζει:

    «1.   Κατά της αποφάσεως που εκδίδεται επί της αιτήσεως για την κήρυξη της εκτελεστότητας μπορεί να ασκηθεί ένδικο μέσο και από τους δύο διαδίκους.

    2.   Το ένδικο μέσο ασκείται ενώπιον του δικαστηρίου που αναφέρεται στο παράρτημα ΙΙΙ.

    3.   Το ένδικο μέσο εκδικάζεται σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας.

    4.   Αν ο διάδικος κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση ερημοδικήσει ενώπιον του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται του ένδικου μέσου, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 26, παράγραφοι 2 έως 4, ακόμα και αν ο διάδικος κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση δεν έχει την κατοικία του στο έδαφος κάποιου από τα κράτη μέλη.

    5.   Το ένδικο μέσο κατά της κήρυξης εκτελεστότητας ασκείται εντός μηνός από την επίδοση ή την κοινοποίησή της. Αν ο διάδικος κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο οποίο κηρύχθηκε η εκτελεστότητα, η προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου είναι δύο μήνες από την ημέρα που έγινε η επίδοση ή η κοινοποίηση προσωπικά ή στην κατοικία του. Η προθεσμία αυτή δεν παρεκτείνεται λόγω απόστασης.»

    10

    Το άρθρο 45 του κανονισμού 44/2001 προβλέπει:

    «1.   Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο δυνάμει των άρθρων 43 ή 44 δύναται να απορρίψει ή να ανακαλέσει την κήρυξη της εκτελεστότητας μόνον εφόσον συντρέχει λόγος από τους οριζόμενους στα άρθρα 34 και 35. Αποφασίζει αμελλητί.

    2.   Αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως.»

    11

    Το άρθρο 54 του εν λόγω κανονισμού έχει ως εξής:

    «Το δικαστήριο ή η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκδόσεως της αποφάσεως εκδίδει κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου διαδίκου βεβαίωση σύμφωνα με το υπόδειγμα εντύπου που επισυνάπτεται στο παράρτημα V του παρόντος κανονισμού.»

    12

    Το άρθρο 55 του ιδίου κανονισμού προβλέπει:

    «1.   Εάν η βεβαίωση που προβλέπει το άρθρο 54 δεν προσαχθεί, το δικαστήριο ή η αρμόδια αρχή μπορούν να ορίσουν προθεσμία προσαγωγής της, είτε να δεχθούν ισοδύναμο έγγραφο, είτε, εφόσον κρίνουν ότι έχουν επαρκώς ενημερωθεί, να απαλλάξουν τον αιτούντα από το βάρος αυτό.

    2.   Το δικαστήριο ή η αρμόδια αρχή μπορούν να ζητήσουν την προσαγωγή μεταφράσεων των εγγράφων. Η μετάφραση επικυρώνεται από πρόσωπο που, σε ένα από τα κράτη μέλη, έχει αυτή την εξουσία.»

    13

    Το παράρτημα V του κανονισμού 44/2001 ορίζει, στο σημείο του 4.4, ότι στη βεβαίωση την οποία εκδίδουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους εντός του οποίου εκδόθηκε η απόφαση αναφέρεται η «[Η]μερομηνία επιδόσεως του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου σε περίπτωση που η απόφαση εξεδόθη ερήμην».

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    14

    Η Seramico άσκησε, ενώπιον του High Court of Justice, αγωγή με σκοπό να υποχρεωθεί η Trade Agency και Hill Market Management LLP (στο εξής: Trade Agency) να της καταβάλει ποσό 289122,10 λιρών στερλινών (GBP).

    15

    Όπως προκύπτει από τη δικογραφία και τα παρασχεθέντα από το High Court of Justice στοιχεία, το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής αυτής κοινοποιήθηκε στους εναγόμενους στις 10 Σεπτεμβρίου 2009.

    16

    Πάντως, εφόσον η Trade Agency δεν υπέβαλε κανένα υπόμνημα αντικρούσεως, το High Court of Justice εξέδωσε, στις 8 Οκτωβρίου 2009, ερήμην απόφαση σε βάρος της εταιρίας αυτής με το ακόλουθο σκεπτικό: «Δεν απαντήσατε στην αγωγή που σας κοινοποιήθηκε. Για τον λόγο αυτό, καταδικάζεστε να καταβάλετε στην ενάγουσα το ποσό των 289122,10 GBP λόγω οφειλής, νομιμοτόκως μέχρι την ημερομηνία της αποφάσεως, καθώς και 130 GBP ως δικαστικά έξοδα. Συνολικώς, υποχρεούσθε να καταβάλετε στην ενάγουσα το ποσόν των 293582,98 GBP.»

    17

    Στις 28 Οκτωβρίου 2009, η Seramico κατέθεσε ενώπιον του Rīgas pilsētas Ziemeļu rajona tiesa (περιφερειακού δικαστηρίου του Βορρά της πόλεως της Ρίγα) (Λετονία) αίτηση για την αναγνώριση και εκτέλεση, στη Λετονία, της εκδοθείσας από το High Court of Justice αποφάσεως. Αντίγραφο της αποφάσεως αυτής, μαζί με την εκδοθείσα κατά το άρθρο 54 του κανονισμού 44/2001 βεβαίωση (στο εξής: βεβαίωση), επισυναπτόταν στην εν λόγω αίτηση.

    18

    Το Rīgas pilsētas Ziemeļu rajona tiesa έκανε δεκτή την αίτηση αυτή με την από 5 Νοεμβρίου 2009 απόφαση.

    19

    Στις 3 Μαρτίου 2010, το Rīgas apgabaltiesas Civillietu tiesas kolēģija (τμήμα αστικών υποθέσεων του περιφερειακού δικαστηρίου της Ρίγα) (Λετονία) απέρριψε την έφεση που άσκησε η Trade Agency κατά της αποφάσεως αυτής.

    20

    Στη συνέχεια, η εταιρία αυτή κατέθεσε ενώπιον του Augstākās tiesas Senāts [Συγκλήτου του Ανωτάτου Δικαστηρίου (αναιρετικού δικαστηρίου)] αίτηση αναιρέσεως, ζητώντας να απορριφθεί η αίτηση για την αναγνώριση και εκτέλεση, στη Λετονία, της αποφάσεως του High Court of Justice, για τον λόγο ότι, αφενός, παραβιάσθηκαν τα δικαιώματά της άμυνας κατά τη διεξαχθείσα στο Ηνωμένο Βασίλειο διαδικασία, εφόσον δεν είχε πληροφορηθεί για την ενώπιον του High Court of Justice άσκηση αγωγής, και, αφετέρου, η εκδοθείσα από το High Court απόφαση αντίκειται προδήλως στη λετονική έννομη τάξη, καθόσον ουδόλως είναι αιτιολογημένη.

    21

    Συναφώς, το Augstākās tiesas Senāts επισήμανε πρώτον ότι, ασφαλώς, υπό το πρίσμα της ratio του άρθρου 54 του κανονισμού 44/2001, προκύπτει ότι, όταν σε αλλοδαπή απόφαση επισυνάπτεται βεβαίωση, ο επιληφθείς της αιτήσεως περί κηρύξεως της εκτελεστότητας δικαστής πρέπει, λαμβανομένης, μεταξύ άλλων, υπόψη της κατά τη δέκατη έκτη και τη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης στην απονομή της δικαιοσύνης, να αναφέρει μόνο τις πληροφορίες οι οποίες περιλαμβάνονται στη βεβαίωση αυτή όσον αφορά την κοινοποίηση στον εναγόμενο, χωρίς να απαιτεί περαιτέρω αποδείξεις.

    22

    Πάντως, το εν λόγω δικαστήριο, παραπέμποντας στην απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C-283/05, ASML (Συλλογή 2006, σ. I-12041, σκέψη 29), επισημαίνει ότι το συμπέρασμα αυτό αντίκειται στη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία έχει γίνει δεκτό ότι, από απόψεως του θεσπισθέντος με τον κανονισμό 44/2001 συστήματος, ο σεβασμός των δικαιωμάτων του ερημοδικούντος εναγομένου διασφαλίζεται με διπλό έλεγχο, ο οποίος πραγματοποιείται και από το επιληφθέν της αιτήσεως περί αναγνωρίσεως και κηρύξεως της εκτελεστότητας της αλλοδαπής αποφάσεως δικαστήριο.

    23

    Δεύτερον, όσον αφορά την προσβολή της λετονικής έννομης τάξεως, το Augstākās tiesas Senāts διαπίστωσε την ύπαρξη σχέσεως μεταξύ της έννομης αυτής τάξεως και των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία προστατεύονται είτε από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), είτε από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

    24

    Ειδικότερα, επειδή το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, στο οποίο αντιστοιχεί το άρθρο 47 του Χάρτη, ερμηνεύθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννοια ότι επιβάλλει στους εθνικούς δικαστές την υποχρέωση να αναφέρουν στις αποφάσεις τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκαν οι αποφάσεις αυτές, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να είναι δυνατόν, κατά το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, να μην αναγνωρίζεται αλλοδαπή απόφαση η οποία εκδόθηκε κατά παράβαση της υποχρεώσεως αυτής. Εντούτοις, υφίστανται αβεβαιότητες ως προς το κατά πόσον απόφαση, όπως αυτή για την οποία πρόκειται στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία δεν περιλαμβάνει κανένα επιχείρημα περί της βασιμότητας της αγωγής αντίκειται πράγματι στο εν λόγω άρθρο 47.

    25

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Augstākās tiesas Senāts αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Όταν σε απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου επισυνάπτεται η […] βεβαίωση, αλλά, παρ’ όλα αυτά, ο εναγόμενος αμφισβητεί ότι η ασκηθείσα αγωγή του κοινοποιήθηκε στο κράτος προελεύσεως της αποφάσεως, είναι το δικαστήριο του κράτους εκτελέσεως αρμόδιο για να διεξαγάγει, στο πλαίσιο της εξετάσεως του λόγου μη αναγνωρίσεως της αποφάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 34, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001, αποδείξεις σχετικά με την ορθότητα των πληροφοριών που περιλαμβάνει η βεβαίωση αυτή; Συνάδει μια τόσο ευρεία αρμοδιότητα του δικαστηρίου του κράτους εκτελέσεως με την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης στην απονομή της δικαιοσύνης, η οποία διατυπώνεται στη δέκατη έκτη και τη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 44/2001;

    2)

    Συνάδει με το άρθρο 47 του [Χάρτη] και με το δι’ αυτού κατοχυρούμενο δικαίωμα του εναγομένου για δίκαιη δίκη η έκδοση ερήμην αποφάσεως επί της ουσίας ορισμένης διαφοράς χωρίς να έχει προηγηθεί εξέταση του αντικειμένου ή της βάσεως της αγωγής, η δε απόφαση ουδεμία περιέχει αναφορά στο βάσιμο της αγωγής;»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    26

    Με το πρώτο ερώτημά του, το Augstākās tiesas Senāts ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 45, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, σε συνδυασμό με τη δέκατη έκτη και τη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, έχει την έννοια ότι, όταν ο εναγόμενος ασκεί ένδικο μέσο κατά της κηρύξεως της εκτελεστότητας αποφάσεως εκδοθείσας ερήμην στο κράτος μέλος προελεύσεως της αποφάσεως στην οποία επισυνάπτεται η βεβαίωση, ισχυριζόμενος ότι δεν του κοινοποιήθηκε το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, ο δικαστής του κράτους εκτελέσεως, επιληφθείς του ενδίκου αυτού μέσου, είναι αρμόδιος να εξακριβώσει αν οι περιλαμβανόμενες στην εν λόγω βεβαίωση πληροφορίες συμφωνούν με τα αποδεικτικά στοιχεία.

    27

    Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, η ερμηνεία του άρθρου 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001 δεν πρέπει να γίνει μόνον υπό το πρίσμα του γράμματος της διατάξεως αυτής αλλά και υπό το πρίσμα του θεσπισθέντος με τον κανονισμό αυτό συστήματος και των επιδιωκόμενων με αυτόν σκοπών.

    28

    Όσον αφορά το θεσπισθέν με τον κανονισμό αυτό σύστημα, από τη δέκατη έβδομη αιτιολογική του σκέψη προκύπτει ότι η διαδικασία με την οποία κηρύσσεται εκτελεστή σε κράτος μέλος απόφαση που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος μπορεί να περιλαμβάνει μόνο τον απλό τυπικό έλεγχο των εγγράφων που απαιτούνται για την κήρυξη της εκτελεστότητας στο κράτος μέλος εκτελέσεως (βλ. απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, C-139/10, Prism Investments, Συλλογή 2011, σ. Ι-9511, σκέψη 28).

    29

    Κατόπιν της υποβολής της αιτήσεως αυτής για την κήρυξη της εκτελεστότητας, όπως προκύπτει από το άρθρο 41 του κανονισμού 44/2001, οι αρχές του κράτους μέλους εκτελέσεως πρέπει, στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας, να περιοριστούν στον έλεγχο της ολοκληρώσεως των εν λόγω διατυπώσεων για την έκδοση της αποφάσεως περί κηρύξεως της εκτελεστότητας της αποφάσεως αυτής. Συνεπώς, στο στάδιο αυτό της διαδικασίας, οι εν λόγω αρχές δεν μπορούν να προβούν σε καμία εξέταση των πραγματικών και νομικών στοιχείων της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της οποίας ζητείται η εκτέλεση (βλ. απόφαση Prism Investments, προπαρατεθείσα, σκέψη 30).

    30

    Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001, η εν λόγω κήρυξη της εκτελεστότητας πρέπει, πάντως, να επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον διάδικο κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση, μαζί, ενδεχομένως, με την εκδοθείσα στο κράτος μέλος προελεύσεως απόφαση, εφόσον αυτή δεν έχει ακόμα επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον εν λόγω διάδικο.

    31

    Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 43 του κανονισμού 44/2001, η εν λόγω κήρυξη της εκτελεστότητας μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο, στο δεύτερο στάδιο της διαδικασίας, ένδικου μέσου ασκούμενου από τον οικείο εναγόμενο. Οι λόγοι οι οποίοι δύνανται να προβληθούν με το ένδικο μέσο προβλέπονται ρητώς, με εξαντλητικό τρόπο, στα άρθρα 34 και 35 του κανονισμού, στα οποία παραπέμπει το άρθρο 45 του κανονισμού αυτού (βλ., συναφώς, απόφαση Prism Investments, προπαρατεθείσα, σκέψεις 32 και 33).

    32

    Όσον αφορά συγκεκριμένα τον αναφερόμενο στο άρθρο 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001 λόγο, στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 45, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, διαπιστώνεται ότι αποσκοπεί στη διασφάλιση των δικαιωμάτων του ερημοδικήσαντος εναγόμενου κατά τη διάρκεια της κινηθείσας στο κράτος μέλος προελεύσεως διαδικασίας μέσω ενός συστήματος διπλού ελέγχου (βλ. απόφαση ASML, προπαρατεθείσα, σκέψη 29). Δυνάμει του συστήματος αυτού, ο δικαστής του κράτους μέλους εκτελέσεως υποχρεούται να αρνηθεί ή να ανακαλέσει, σε περίπτωση ασκήσεως ενδίκου μέσου, την εκτέλεση μιας ερήμην εκδοθείσας αλλοδαπής αποφάσεως, αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιον τρόπον ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως ενώ μπορούσε να το πράξει.

    33

    Πάντως, στο πλαίσιο αυτό, συνομολογείται ότι το γεγονός ότι το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο κοινοποιήθηκε στον εν λόγω εναγόμενο αποτελεί κρίσιμο πραγματικό στοιχείο για τη σφαιρική εκτίμηση (βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Ιουνίου 1981, 166/80, Klomps, Συλλογή 1981, σ. 1593, σκέψεις 15 και 18), στην οποία πρέπει να προβεί ο δικαστής του κράτους μέλους εκτελέσεως προκειμένου να εξακριβώσει αν ο εναγόμενος αυτός διέθετε τον χρόνο που απαιτείται για να προετοιμάσει την άμυνά του ή να προβεί στα απαραίτητα διαβήματα για να αποφύγει την έκδοση ερήμην αποφάσεως.

    34

    Επομένως, πρέπει να τονιστεί ότι το γεγονός ότι στην αλλοδαπή απόφαση επισυνάπτεται η βεβαίωση δεν συνεπάγεται περιορισμό του εύρους της εκτιμήσεως που πρέπει να πραγματοποιηθεί, στο πλαίσιο του διπλού ελέγχου, εκ μέρους του δικαστή του κράτους μέλους εκτελέσεως, κατά την εξέταση του προβλεπόμενου από το άρθρο 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001 λόγου.

    35

    Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 31 των προτάσεών της, καμία διάταξη του κανονισμού 44/2001 δεν απαγορεύει ρητώς στον δικαστή του κράτους μέλους εκτελέσεως να επαληθεύει την ακρίβεια των ουσιαστικών πληροφοριακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στη βεβαίωση, τα δε άρθρα 36 και 45, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού απαγορεύουν μόνον την επί της ουσίας αναθεώρηση της δικαστικής αποφάσεως του κράτους μέλους προελεύσεως.

    36

    Στη συνέχεια, επισημαίνεται, όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 35 των προτάσεών της, ότι καθόσον το δικαστήριο ή η αρχή που είναι αρμόδια για την έκδοση της βεβαιώσεως αυτής δεν είναι οπωσδήποτε τα ίδια με εκείνα που εξέδωσαν την απόφαση της οποίας ζητείται η εκτέλεση, τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία δεν μπορούν παρά να έχουν αμιγώς ενδεικτικό χαρακτήρα με απλώς ενημερωτικό χαρακτήρα. Τούτο απορρέει επίσης από τον απλώς ενδεχόμενο χαρακτήρα της προσκομίσεως της βεβαιώσεως αυτής, ελλείψει της οποίας, κατά το άρθρο 55 του κανονισμού 44/2001, ο δικαστής του κράτους μέλους εκτελέσεως, ο οποίος είναι αρμόδιος να κηρύξει την εκτελεστότητα, μπορεί να δεχθεί ισοδύναμο έγγραφο ή, αν κρίνει ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς, να μην απαιτήσει την προσκόμιση της βεβαιώσεως αυτής.

    37

    Τέλος, όπως επίσης επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 44 των προτάσεών της, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα του παραρτήματος V του εν λόγω κανονισμού, οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στη βεβαίωση απλώς αναφέρουν την «[η]μερομηνία επιδόσεως του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου σε περίπτωση που η απόφαση εξεδόθη ερήμην», χωρίς ωστόσο να αναφέρουν άλλα χρήσιμα στοιχεία προκειμένου να εξακριβωθεί αν ο εναγόμενος ήταν σε θέση να αμυνθεί, όπως, μεταξύ άλλων, τις λεπτομέρειες επιδόσεως ή κοινοποιήσεως ή τη διεύθυνση του εναγομένου.

    38

    Επομένως, στο πλαίσιο της εξετάσεως του λόγου που προβλέπει το άρθρο 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 45, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, ο δικαστής του κράτους μέλους εκτελέσεως είναι αρμόδιος να προβεί σε αυτοτελή εκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων και να εξακριβώσει με τον τρόπο αυτό, αν, ενδεχομένως, τα εν λόγω στοιχεία συμφωνούν με τις περιλαμβανόμενες στη βεβαίωση πληροφορίες, προκειμένου να εκτιμήσει, πρώτον, αν επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο και, δεύτερον, αν αυτή η τυχόν επίδοση ή κοινοποίηση πραγματοποιήθηκε εγκαίρως και κατά τρόπον ώστε ο εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί.

    39

    Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει ο κανονισμός 44/2001.

    40

    Συγκεκριμένα, σημειωτέον συναφώς ότι, καθώς προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 16 και 17 του κανονισμού αυτού, το προβλεπόμενο καθεστώς αναγνωρίσεως και εκτελέσεως βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης στην απονομή της δικαιοσύνης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εμπιστοσύνη αυτή απαιτεί όχι μόνο να αναγνωρίζονται οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται σε ένα κράτος μέλος αυτομάτως σε άλλο κράτος μέλος, αλλά και να είναι αποτελεσματική και ταχεία η διαδικασία με την οποία οι ως άνω αποφάσεις κηρύσσονται εκτελεστές στο τελευταίο αυτό κράτος (βλ. απόφαση Prism Investments, προπαρατεθείσα, σκέψη 27).

    41

    Στο πλαίσιο αυτό, η βεβαίωση συμβάλλει ακριβώς στη διευκόλυνση της κηρύξεως, σ’ ένα πρώτο στάδιο της διαδικασίας, της εκτελεστότητας της εκδοθείσας στο κράτος μέλος προελεύσεως αποφάσεως, ώστε να καθίσταται οιονεί αυτόματη η κήρυξη της εκτελεστότητας, όπως ρητώς αναφέρεται στη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 44/2001.

    42

    Πάντως, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, ο επιδιωκόμενος αυτός σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με τίμημα την καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποδυνάμωση των δικαιωμάτων άμυνας (βλ., συναφώς, απόφαση ASML, προπαρατεθείσα, σκέψεις 23 και 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    43

    Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι από τη δέκατη έκτη έως και τη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 44/2001 προκύπτει ρητώς ότι σκοπός του συστήματος ενδίκων μέσων το οποίο προβλέπει κατά της αναγνωρίσεως ή της εκτελέσεως μιας αποφάσεως είναι η εξισορρόπηση, αφενός, της αμοιβαίας εμπιστοσύνης στην απονομή της δικαιοσύνης εντός της Ένωσης και, αφετέρου, του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, ο οποίος συνεπάγεται ότι ο εναγόμενος πρέπει να έχει επιβάλλει τη δυνατότητα να ασκήσει ενδεχομένως ένδικο μέσο, εκδικαζόμενο κατ’ αντιμωλία, κατά της κηρύξεως της εκτελεστότητας, εφόσον θεωρεί ότι στοιχειοθετείται ένας από τους λόγους μη εκτελέσεως (βλ., συναφώς, απόφαση της 28ης Απριλίου 2009, C-420/07, Αποστολίδης, Συλλογή 2009, σ. I-3571, σκέψη 73).

    44

    Κατ’ αυτό το δεύτερο στάδιο της διεξαγόμενης στο κράτος μέλος εκτελέσεως διαδικασίας, η οποία κινείται μόνον αν ο εναγόμενος ασκήσει ένδικο μέσο κατά της κηρύξεως της εκτελεστότητας, ο κανονισμός 44/2001 προβλέπει, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως, μηχανισμό διπλού ελέγχου, με σκοπό τη διασφάλιση, μεταξύ άλλων, του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας του ερημοδικήσαντος εναγόμενου όχι μόνον κατά την αρχική διαδικασία στο κράτος μέλος προελεύσεως της αποφάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση ASML, προπαρατεθείσα, σκέψη 30), αλλά και κατά τη διαδικασία εκτελέσεως της αποφάσεως στο κράτος μέλος εκτελέσεως (βλ., συναφώς, απόφαση ASML, προπαρατεθείσα, σκέψη 31).

    45

    Επομένως, ο περιορισμός της εξουσίας εξετάσεως την οποία διαθέτει κατά το στάδιο αυτό ο δικαστής του κράτους μέλους εκτελέσεως, για τον λόγο και μόνον ότι προσκομίσθηκε η βεβαίωση, καθιστά άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τον έλεγχο στον οποίο πρέπει να προβεί ο εν λόγω δικαστής και, συνεπώς, παρακωλύει την επίτευξη του σκοπού του εν λόγω κανονισμού, ο οποίος έγκειται στη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας όπως δηλώνεται στη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη του.

    46

    Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 45, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, σε συνδυασμό με τη δέκατη έκτη και τη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, έχει την έννοια ότι, όταν ο εναγόμενος ασκήσει ένδικο μέσο κατά της κηρύξεως της εκτελεστότητας εκδοθείσας στο κράτος μέλος προελεύσεως ερήμην αποφάσεως στην οποία επισυνάπτεται η βεβαίωση, ισχυριζόμενος ότι δεν του κοινοποιήθηκε το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, ο δικαστής του κράτους μέλους εκτελέσεως, επιληφθείς του εν λόγω ενδίκου μέσου, είναι αρμόδιος να εξακριβώσει αν οι περιλαμβανόμενες στη βεβαίωση αυτή πληροφορίες συμφωνούν με τα αποδεικτικά στοιχεία.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    47

    Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 45, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, παρέχει στον δικαστή του κράτους μέλους εκτελέσεως τη δυνατότητα να αρνηθεί, δυνάμει της σχετικής με τη δημόσια τάξη ρήτρας, την εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως εκδοθείσας ερήμην, με την οποία κρίθηκε επί της ουσίας η ένδικη διαφορά και δεν περιέχει καμία εκτίμηση ούτε περί του αντικειμένου ούτε περί της βάσεως της αγωγής και κανένα επιχείρημα περί της βασιμότητάς της, με την αιτιολογία ότι προσβάλλει το κατά το άρθρο 47 του Χάρτη δικαίωμα του εναγόμενου σε δίκαιη δίκη.

    48

    Εκ προοιμίου, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, εφόσον το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς δεδομένου ότι αποτελεί εμπόδιο στην επίτευξη ενός από τους θεμελιώδεις σκοπούς του εν λόγω κανονισμού, η κατά το άρθρο 34, σημείο 1, του ως άνω κανονισμού ρήτρα της δημοσίας τάξεως πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (βλ., συναφώς, απόφαση Αποστολίδης, προπαρατεθείσα, σημείο 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    49

    Στο πλαίσιο αυτό, καθώς προκύπτει από επίσης πάγια νομολογία, μολονότι τα κράτη μέλη παραμένουν καταρχήν ελεύθερα να καθορίσουν, δυνάμει της κατά το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 επιφυλάξεως, σύμφωνα με τις εθνικές τους αντιλήψεις, τις απαιτήσεις της δημοσίας τάξεως, τα όρια της έννοιας αυτής προκύπτουν από την ερμηνεία του ως άνω κανονισμού (βλ. αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2000, C-7/98, Krombach, Συλλογή 2000, σ. I-1935, σκέψη 22· της 11ης Μαΐου 2000, C-38/98, Renault, Συλλογή 2000, σ. I-2973, σκέψη 27, και Αποστολίδης, προπαρατεθείσα, σκέψη 56). Κατά συνέπεια, καίτοι δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να καθορίσει το περιεχόμενο της δημοσίας τάξεως ενός κράτους μέλους, οφείλει πάντως να ελέγξει τα όρια εντός των οποίων το δικαστήριο ενός κράτους μέλους μπορεί να εφαρμόσει την έννοια αυτή για να μην αναγνωρίσει απόφαση που προέρχεται από άλλο κράτος μέλος (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Krombach, σκέψη 23· Renault, σκέψη 28, και Αποστολίδης, σκέψη 57).

    50

    Συναφώς, επισημαίνεται ότι τα άρθρα 36 και 45, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001, αποκλείοντας την επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως, απαγορεύουν στο δικαστήριο του κράτους εκτελέσεως να αρνηθεί την αναγνώριση ή την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής για τον λόγο και μόνον ότι υφίσταται διαφορά μεταξύ του κανόνα δικαίου που εφάρμοσε το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως και του κανόνα που θα είχε εφαρμόσει το δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως εάν είχε επιληφθεί της διαφοράς. Ομοίως, το δικαστήριο του κράτους εκτελέσεως δεν μπορεί να ελέγξει την ορθότητα της εκτιμήσεως των νομικών ή πραγματικών περιστατικών από το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Krombach, σκέψη 36· Renault, σκέψη 29, και Αποστολίδης, σκέψη 58).

    51

    Επομένως, η εφαρμογή της ρήτρας της δημοσίας τάξεως, κατά το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, είναι δυνατή μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η αναγνώριση ή η εκτέλεση της αποφάσεως που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος θα προσέκρουε κατά τρόπο ανεπίτρεπτο στην έννομη τάξη του κράτους αναγνωρίσεως, καθόσον θα παραβίαζε θεμελιώδη αρχή. Η συγκεκριμένη προσβολή θα πρέπει να συνιστά κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου θεωρούμενου ως ουσιώδους στην έννομη τάξη του κράτους αναγνωρίσεως ή προσβολή δικαιώματος αναγνωριζομένου ως θεμελιώδους στην ίδια έννομη τάξη (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις Krombach, σκέψη 37· Renault, σκέψη 30, και Αποστολίδης, σκέψη 59).

    52

    Όσον αφορά το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, για το οποίο γίνεται λόγος στο υποβληθέν ερώτημα, υπενθυμίζεται ότι το δικαίωμα αυτό απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και επιβεβαιώθηκε εκ νέου στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, το οποίο αντιστοιχεί, όπως προκύπτει από τις αφορώσες το άρθρο αυτό επεξηγήσεις, στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ (βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C-279/09, DEB, Συλλογή 2010, σ. Ι-13849, σκέψη 32).

    53

    Το Δικαστήριο έχει κρίνει, συναφώς, ότι το δικαίωμα για δίκαιη δίκη απαιτεί κάθε δικαστική απόφαση να είναι αιτιολογημένη, τούτο δε προκειμένου να έχει τη δυνατότητα ο εναγόμενος να πληροφορηθεί τους λόγους της καταδίκης του και να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της καταδικαστικής αυτής αποφάσεως εγκαίρως και αποτελεσματικώς (βλ., συναφώς, απόφαση ASML, προπαρατεθείσα, σκέψη 28).

    54

    Επομένως, ο δικαστής του κράτους μέλους εκτελέσεως δύναται βασίμως να κρίνει, κατ’ αρχήν, ότι απόφαση εκδοθείσα ερήμην, η οποία δεν περιέχει καμία εκτίμηση περί του αντικειμένου, περί της νομικής βάσεως και της βασιμότητας της αγωγής, συνιστά περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος στην έννομη τάξη του εν λόγω κράτους μέλους.

    55

    Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε, εντούτοις, ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα, δεν αποτελούν απόλυτα προνόμια, αλλά μπορούν να συνοδεύονται από περιορισμούς, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται πράγματι σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκει το επίμαχο μέτρο και δεν αποτελούν, ενόψει του επιδιωκομένου σκοπού, υπέρμετρη και επαχθή επέμβαση θίγουσα την ουσία των ούτως διασφαλιζομένων δικαιωμάτων (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2006, C-28/05, Dokter κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I-5431, σκέψη 75· της 2ας Απριλίου 2009, C-394/07, Gambazzi, Συλλογή 2009, σ. I-2563, σκέψη 29· καθώς και της 18ης Μαρτίου 2010, C-317/08 έως C-320/08, Alassini, Συλλογή 2010, σ. I-2213, σκέψη 63).

    56

    Εν προκειμένω, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου διευκρίνισε ότι απόφαση εκδοθείσα ερήμην, όπως η απόφαση του High Court of Justice για την οποία πρόκειται στην κύρια δίκη, δύναται να εκδίδεται μόνον όταν, αφενός, ο ενάγων κοινοποιεί και καταθέτει το αρχικό δικόγραφο της προσφυγής (claim form) καθώς και λεπτομερή έκθεση των αιτημάτων (particulars of claim) με εμπεριστατωμένη παρουσίαση των νομικών και πραγματικών ισχυρισμών και του ιστορικού της διαφοράς, στην οποία αναφέρεται σιωπηρώς η απόφαση καθεαυτή, και, αφετέρου, ο εναγόμενος, ενώ έχει νομοτύπως πληροφορηθεί τη στρεφομένη εναντίον του αγωγή, δεν προσκομίζει ή δεν γνωστοποιεί την πρόθεσή του να καταθέσει εμπροθέσμως υπόμνημα αντικρούσεως.

    57

    Στο δικονομικό αυτό σύστημα, η έκδοση τέτοιου είδους αποφάσεως ερήμην έχει σκοπό να διασφαλίσει ταχεία, αποτελεσματική και λιγότερο επαχθή διεξαγωγή των διαδικασιών που κινούνται για την ανάκτηση μη αμφισβητούμενων οφειλών, με γνώμονα την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

    58

    Πάντως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο εν λόγω σκοπός δύναται, καθεαυτός, να δικαιολογεί περιορισμό του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, καθόσον το δικαίωμα αυτό απαιτεί να είναι αιτιολογημένες οι δικαστικές αποφάσεις.

    59

    Επομένως, απόκειται, παρ’ όλ’ αυτά, στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, αν ο θεσπιζόμενος με το δικονομικό σύστημα του Ηνωμένου Βασιλείου περιορισμός είναι προδήλως δυσανάλογος σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό (βλ., συναφώς, απόφαση Gambazzi, προπαρατεθείσα, σκέψη 34).

    60

    Υπό το πρίσμα αυτό, διαπιστώνεται ότι, όπως επίσης επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 83 των προτάσεών της, το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως ενδέχεται να ποικίλλει αναλόγως της φύσεως της επίμαχης δικαστικής αποφάσεως και να πρέπει να αναλυθεί, με κριτήριο τη διαδικασία, εξεταζόμενη σφαιρικώς και βάσει του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, λαμβανομένων υπόψη των δικονομικών εγγυήσεων της αποφάσεως αυτής, προκειμένου να εξακριβωθεί αν οι εγγυήσεις αυτές διασφαλίζουν στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα τη δυνατότητα να ασκήσουν ένδικο μέσο κατά της καταδικαστικής αυτής αποφάσεως εγκαίρως και αποτελεσματικώς (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 2ας Μαΐου 2006, C-341/04, Eurofood IFSC, Συλλογή 2006, σ. I-3813, σκέψη 66, καθώς και Gambazzi, προπαρατεθείσα, σκέψεις 40, 45 και 46).

    61

    Τούτο συνεπάγεται, στην υπόθεση της κύριας δίκης, ότι το αιτούν δικαστήριο δύναται να εκτιμήσει, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 88 και 89 των προτάσεών της, μεταξύ άλλων, αν, και κατά πόσον, η Trade Agency γνώριζε τη λεπτομερή έκθεση των αιτημάτων της Seramico Investments, καθώς και τα ένδικα μέσα που είχε στη διάθεσή της η Trade Agency, μετά τη δημοσίευση της εν λόγω αποφάσεως, ούτως ώστε να ζητήσει την τροποποίηση ή την ανάκληση της αποφάσεως αυτής.

    62

    Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 45, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, έχει την έννοια ότι ο δικαστής του κράτους μέλους εκτελέσεως δύναται να αρνηθεί, βάσει της ρήτρας δημόσιας τάξεως, την εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως εκδοθείσας ερήμην με την οποία κρίθηκε επί της ουσίας η ένδικη διαφορά και η οποία δεν περιέχει καμία εκτίμηση ούτε περί του αντικειμένου ούτε περί της βάσεως της αγωγής και κανένα επιχείρημα περί της βασιμότητάς της, μόνον αν, κατόπιν σφαιρικής εκτιμήσεως της διαδικασίας και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, κρίνει ότι η απόφαση αυτή συνιστά υπέρμετρη και επαχθή προσβολή του κατά το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη δικαιώματος του εναγόμενου για δίκαιη δίκη, λόγω της αδυναμίας ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της αποφάσεως αυτής εγκαίρως και αποτελεσματικώς.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    63

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    1)

    Το άρθρο 34, σημείο 2, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 45, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, σε συνδυασμό με τη δέκατη έκτη και τη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, έχει την έννοια ότι, όταν ο εναγόμενος ασκήσει ένδικο μέσο κατά της κηρύξεως της εκτελεστότητας εκδοθείσας στο κράτος μέλος προελεύσεως ερήμην αποφάσεως στην οποία επισυνάπτεται η βεβαίωση, ισχυριζόμενος ότι δεν του κοινοποιήθηκε το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, ο δικαστής του κράτους μέλους εκτελέσεως, επιληφθείς του εν λόγω ενδίκου μέσου, είναι αρμόδιος να εξακριβώσει αν οι περιλαμβανόμενες στη βεβαίωση αυτή πληροφορίες συμφωνούν με τα αποδεικτικά στοιχεία.

     

    2)

    Το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 45, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, έχει την έννοια ότι ο δικαστής του κράτους μέλους εκτελέσεως δύναται να αρνηθεί, βάσει της ρήτρας δημόσιας τάξεως, την εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως εκδοθείσας ερήμην με την οποία κρίθηκε επί της ουσίας η ένδικη διαφορά και η οποία δεν περιέχει καμία εκτίμηση ούτε περί του αντικειμένου ούτε περί της βάσεως της αγωγής και κανένα επιχείρημα περί της βασιμότητάς της, μόνον αν, κατόπιν σφαιρικής εκτιμήσεως της διαδικασίας και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, κρίνει ότι η απόφαση αυτή συνιστά υπέρμετρη και επαχθή προσβολή του κατά το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη δικαιώματος του εναγόμενου για δίκαιη δίκη, λόγω της αδυναμίας ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της αποφάσεως αυτής εγκαίρως και αποτελεσματικώς.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η λετονική.

    Επάνω