EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62007CJ0498

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 3ης Σεπτεμβρίου 2009.
Aceites del Sur-Coosur, anciennement Aceites del Sur κατά Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Υπόθεση C-498/07 P.

Συλλογή της Νομολογίας 2009 I-07371

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2009:503

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 3ης Σεπτεμβρίου 2009 ( *1 )

«Αίτηση αναίρεσης — Κοινοτικό σήμα — Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β’ — Εικονιστικό σήμα La Española — Σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης — Καθοριστικό στοιχείο»

Στην υπόθεση C-498/07 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 2007,

Aceites del Sur-Coosur SA, πρώην Aceites del Sur SA, με έδρα το Vilches (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους J.-M. Otero Lastres και R. Jimenez Diaz abogados,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Koipe Corporación SL, με έδρα το San Sebastián (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τον M. Fernández de Béthencourt, abogado,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενο από τον J. García Murillo,

καθού πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, M. Ilešič, A. Tizzano (εισηγητή), A. Borg Barthet και J.-J. Kasel, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mazák

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Οκτωβρίου 2008,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 3ης Φεβρουαρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, η Aceites del Sur-Coosur SA, πρώην Aceites del Sur SA (στο εξής: Aceites del Sur), ζητεί την αναίρεση της απόφασης του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T-363/04, Koipe κατά ΓΕΕΑ — Aceites del Sur (La Española) (Συλλογή 2007, σ. II-3355, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο δέχτηκε την προσφυγή που είχε ασκηθεί κατά της απόφασης του τέταρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 11ης Μαΐου 2004 (υπόθεση R 1109/2000-4, στο εξής: επίμαχη απόφαση), η οποία αφορούσε διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Koipe Corporación SL (στο εξής: Koipe) και της Aceites del Sur.

Το νομικό πλαίσιο

2

Το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), ορίζει τα εξής:

«Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώρηση:

[…]

β)

εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα.»

3

Το άρθρο 8, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως “προγενέστερα σήματα” νοούνται:

α)

τα σήματα τα οποία έχουν κατατεθεί πριν από την ημερομηνία αίτησης κοινοτικού σήματος, αφού ληφθεί υπόψη, ενδεχομένως, το προβαλλόμενο δικαίωμα προτεραιότητας για τα σήματα αυτά, και τα οποία ανήκουν στις ακόλουθες κατηγορίες:

i)

κοινοτικά σήματα,

ii)

σήματα καταχωρημένα σε κράτος μέλος ή, όσον αφορά το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και τις Κάτω Χώρες, στο Γραφείο σημάτων της Μπενελούξ,

iii)

σήματα που έχουν αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς καταχώρησης, η οποία ισχύει σε ένα κράτος μέλος,

[…]».

Ιστορικό της διαφοράς

4

Στις 23 Απριλίου 1996 η Aceites del Sur, ισπανική εταιρία παραγωγής φυτικών ελαίων, υπέβαλε στο ΓΕΕΑ, βάσει του κανονισμού 40/94, αίτηση καταχώρισης ως κοινοτικού σήματος, όσον αφορά ορισμένα είδη προϊόντων μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν τα «βρώσιμα έλαια και λίπη», του εικονιστικού σήματος La Española, που απεικονίζεται κατωτέρω:

Image

5

Στις 23 Νοεμβρίου 1998 η αίτηση καταχώρισης σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 89/98.

6

Στις 23 Φεβρουαρίου 1999 η επιχείρηση Aceites Carbonell, νυν Koipe, άσκησε ανακοπή κατά της αίτησης καταχώρισης του εν λόγω σήματος προβάλλοντας τον κίνδυνο σύγχυσης, κατά την έννοια ιδίως του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β’, μεταξύ του σήματος του οποίου ζητούνταν η καταχώριση και του προγενέστερου εικονιστικού σήματος της Koipe, δηλαδή του σήματος Carbonell (στο εξής: σήμα Carbonell), το οποίο απεικονίζεται κατωτέρω:

Image

7

Ως αποδείξεις της ύπαρξης του σήματος Carbonell, η Koipe επικαλέστηκε έξι καταχωρίσεις του σήματος αυτού στην Ισπανία, την κοινοτική καταχώριση «Carbonell» υπ’ αριθ. 338681 (στο εξής: κοινοτική καταχώριση), δύο διεθνείς καταχωρίσεις, καθώς και εθνικές καταχωρίσεις στην Ιρλανδία, στη Δανία, στη Σουηδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο.

8

Το τμήμα ανακοπών του ΓΕΕΑ έκρινε ωστόσο ότι η Koipe είχε αποδείξει την ύπαρξη μόνον τριών ισπανικών καταχωρίσεων και της κοινοτικής καταχώρισης σε σχέση με το «ελαιόλαδο».

9

Με την απόφαση 2084/2000, της 21ης Σεπτεμβρίου 2000, το τμήμα ανακοπών του ΓΕΕΑ απέρριψε την ανακοπή της Koipe. Το σκεπτικό του ήταν ότι τα επίδικα σημεία δημιουργούν διαφορετική συνολική οπτική εντύπωση, δεν έχουν καθόλου παρόμοια στοιχεία στο φωνητικό επίπεδο και ο συνειρμός που δημιουργείται λόγω της γεωργικής φύσης και προέλευσης των προϊόντων είναι ασθενής, οπότε αποκλείεται κάθε κίνδυνος σύγχυσης μεταξύ των επίμαχων σημάτων.

10

Στις 19 Ιανουαρίου 2001 η Koipe άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ κατά της απορριπτικής απόφασης του τμήματος ανακοπών. Στις 11 Μαΐου 2004 το τέταρτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή αυτή με την επίμαχη απόφαση, η οποία επιβεβαιώνει κατ’ ουσία ότι η οπτική εντύπωση που δημιουργούν τα επίμαχα σημεία είναι συνολικά διαφορετική.

11

Κατά την επίμαχη απόφαση, πρώτον, τα εικονιστικά στοιχεία, που συνίστανται ουσιαστικά στην εικόνα ενός προσώπου καθισμένου μέσα σε έναν ελαιώνα, έχουν πολύ ασθενή διακριτικό χαρακτήρα για το ελαιόλαδο, οπότε τα λεκτικά στοιχεία «La Española» και «Carbonell» αποκτούν πρωταρχική σημασία. Όσον αφορά δε τη σύγκριση των σημείων στο φωνητικό και συνειρμικό επίπεδο, το τέταρτο τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι η Koipe δεν αρνήθηκε την παντελή έλλειψη σύμπτωσης των λεκτικών στοιχείων ούτε το ασθενές του συνειρμού μεταξύ των επίμαχων σημείων. Τέλος, ενώ αναγνώρισε ότι το τμήμα ανακοπών όφειλε να αποφανθεί όσον αφορά τη φήμη των προγενεστέρων σημάτων, έκρινε πάντως ότι η εκτίμηση αυτή, καθώς και η εξέταση των στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιον του τμήματος προσφυγών για να αποδείξουν τη φήμη αυτή, δεν ήταν απόλυτα αναγκαίες, δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν συνέτρεχε μία από τις προϋποθέσεις για την αξιολόγηση του κινδύνου σύγχυσης με φημισμένο ή γνωστό σήμα, δηλαδή η ύπαρξη ομοιότητας μεταξύ των σημείων.

Η προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

12

Στις 31 Αυγούστου 2004 η Koipe άσκησε προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου με αίτημα την ακύρωση της επίμαχης απόφασης.

13

Η Koipe πρόβαλε δύο λόγους ακύρωσης, οι οποίοι στηρίζονταν στον ισχυρισμό αφενός ότι είχε παραβιαστεί το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού 40/94 και αφετέρου ότι το ΓΕΕΑ είχε την υποχρέωση να εξετάσει τις αποδείξεις της φήμης του προγενέστερου σήματος.

14

Το Πρωτοδικείο, πριν εξετάσει την υπόθεση επί της ουσίας, τόνισε ευθύς εξαρχής, με τη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι υπήρχε αντιδικία μεταξύ των διαδίκων όσον αφορά τις καταχωρίσεις που έπρεπε να ληφθούν υπόψη για να εκτιμηθεί η ύπαρξη του δικαιώματος ανακοπής που διεκδικούσε η Koipe. Η αντιδικία αυτή αφορούσε κυρίως το γεγονός ότι, κατά το ΓΕΕΑ και την Aceites del Sur, αφού η ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για την κοινοτική καταχώριση ήταν μεταγενέστερη της ημερομηνίας κατάθεσης της αίτησης για το σήμα του οποίου ζητούνταν η καταχώριση, το τμήμα προσφυγών δεν έπρεπε να λάβει υπόψη την κοινοτική καταχώριση.

15

Το Πρωτοδικείο έκρινε πάντως ότι το ζήτημα αυτό δεν είχε σημασία για την επίλυση της διαφοράς και αποφάνθηκε, με τη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ως εξής:

«[…] Πράγματι, η [επίμαχη] απόφαση στηρίζεται βασικά στην έλλειψη ομοιότητας μεταξύ του εικονιστικού στοιχείου του σήματος Carbonell και του ζητουμένου σήματος. Το εικονιστικό στοιχείο του σήματος Carbonell όμως είναι το ίδιο σε όλες τις καταχωρίσεις που επικαλείται η [Koipe], τόσο αυτές που έλαβε υπόψη το τμήμα προσφυγών όσο και αυτές που δεν έλαβε υπόψη.»

16

Κατόπιν της εισαγωγικής αυτής σκέψης, το Πρωτοδικείο εξέτασε τον πρώτο λόγο ακύρωσης, με τον οποίο η Koipe υποστήριζε ότι το ΓΕΕΑ, με την επίμαχη απόφαση, δεν είχε λάβει υπόψη ούτε το γεγονός ότι τα επίμαχα σήματα είναι εκ πρώτης όψεως γενικώς παρόμοια, και, συνεπώς, ικανά να προκαλέσουν σύγχυση στην αγορά ούτε το γεγονός ότι το προϊόν που αποτελούσε το αντικείμενο της αίτησης καταχώρισης, δηλαδή το ελαιόλαδο, είναι ταυτόσημο με το προϊόν που κάλυπτε το προγενέστερο σήμα.

17

Επ’ αυτού το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, με τις σκέψεις 75 έως 78 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το τμήμα προσφυγών, με την επίμαχη απόφαση, απλώς επισήμανε, για να στηρίξει την κρίση του σχετικά με τον ασθενή διακριτικό χαρακτήρα των εικονιστικών στοιχείων των επίμαχων σημάτων, ότι η επίδικη απεικόνιση, που συνίσταται κυρίως σε ένα πρόσωπο καθισμένο μέσα σε ελαιώνα, είναι συνήθης στον τομέα του ελαιολάδου. Όμως, κατά το Πρωτοδικείο, το τμήμα προσφυγών δεν παρέθεσε τους λόγους για τους οποίους είχε συναγάγει το συμπέρασμα αυτό ούτε ανέφερε κάποιο άλλο σήμα, εκτός από τα επίμαχα, που να περιλαμβάνει εικονιστικά στοιχεία παρόμοια με τα χρησιμοποιούμενα στα σήματα αυτά.

18

Το Πρωτοδικείο συνήγαγε επομένως, με τη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το τμήμα προσφυγών κακώς είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα εικονιστικά στοιχεία των επίμαχων σημάτων έχουν ασθενή διακριτικό χαρακτήρα.

19

Με τις σκέψεις 88 και 89 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ότι η σύγκριση του λεκτικού στοιχείου των επίμαχων σημάτων αποκτά εν προκειμένω πρωταρχική σημασία λόγω του ασθενούς διακριτικού χαρακτήρα των εικονιστικών στοιχείων των σημάτων αυτών.

20

Με τη σκέψη 91 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το εικονιστικό στοιχείο κατέχει πολύ σημαντικότερη θέση, όσον αφορά την καλυπτόμενη επιφάνεια, από το λεκτικό στοιχείο.

21

Συναφώς, με τις σκέψεις 92 και 93 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Πρωτοδικείο υπογράμμισε ιδιαίτερα ότι, όπως άλλωστε «έχει υποστηρίξει το ίδιο το ΓΕΕΑ σε άλλες διαδικασίες ανακοπής», «το λεκτικό στοιχείο “La Española” έχει πολύ ασθενή διακριτικό χαρακτήρα. Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται ευρέως στην Ισπανία και γίνεται αντιληπτή ως περιγραφική της γεωγραφικής προέλευσης των προϊόντων».

22

Όσον αφορά την ομοιότητα των σημάτων και τον κίνδυνο σύγχυσης, το Πρωτοδικείο δέχτηκε, με τη σκέψη 103 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τα εξής:

«Το Πρωτοδικείο φρονεί ότι το σύνολο των κοινών στοιχείων των δύο επιδίκων σημάτων δημιουργεί συνολική οπτική εντύπωση μεγάλης ομοιότητας, δεδομένου ότι το σήμα La Española αντιγράφει με μεγάλη ακρίβεια το ουσιώδες μέρος του μηνύματος και την οπτική εντύπωση που μεταβιβάζει το σήμα Carbonell: τη γυναίκα που φέρει χαρακτηριστικό φόρεμα και κάθεται με ορισμένο τρόπο, κοντά σε ένα κλαδί ελιάς, με τον ελαιώνα στο βάθος, το σύνολο δε αυτό παρουσιάζει σχεδόν πανομοιότυπη διάταξη των χώρων, των χρωμάτων, των σημείων όπου αναγράφονται οι ονομασίες και του τρόπου κατά τον οποίο εμφανίζεται η επιγραφή.»

23

Με τις σκέψεις 104 και 105 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης το Πρωτοδικείο έκρινε ότι αυτή η παρόμοια συνολική εντύπωση δημιουργεί για τον καταναλωτή, αναπόφευκτα, τον κίνδυνο σύγχυσης των επίμαχων σημάτων και ότι ο κίνδυνος αυτός δεν μειώνεται από την ύπαρξη διαφορετικού λεκτικού στοιχείου, διότι το λεκτικό στοιχείο που αναφέρεται στη γεωγραφική προέλευση του προϊόντος έχει πολύ ασθενή διακριτικό χαρακτήρα.

24

Τέλος, το Πρωτοδικείο, αφού υπενθύμισε, με τη σκέψη 107 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, την κοινοτική νομολογία, κατά την οποία ως μέσος καταναλωτής νοείται ο καταναλωτής που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, του οποίου όμως το επίπεδο της προσοχής είναι δυνατό να μεταβάλλεται αναλόγως της κατηγορίας των προϊόντων ή υπηρεσιών, διαπίστωσε, με τις σκέψεις 108 και 109 της ίδιας απόφασης, ότι το ελαιόλαδο είναι προϊόν τρέχουσας κατανάλωσης στην Ισπανία και ότι, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών πώλησης του προϊόντος αυτού, το εικονιστικό στοιχείο των επίμαχων σημάτων αποκτά αυξημένη σημασία, πράγμα που αυξάνει τον κίνδυνο σύγχυσης μεταξύ των δύο επίμαχων σημάτων.

25

Κατόπιν αυτών, το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 112 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, έκρινε ότι κακώς το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αποκλείεται κάθε κίνδυνος σύγχυσης μεταξύ των επίμαχων σημάτων. Κατά το Πρωτοδικείο, από το σύνολο των διαπιστώσεών του προκύπτει ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος σύγχυσης μεταξύ των εν λόγω σημάτων.

26

Συνεπώς, το Πρωτοδικείο έκανε δεκτό τον πρώτο λόγο ακύρωσης, που αφορούσε παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού 40/94, και, κρίνοντας ότι δεν χρειαζόταν να εξεταστεί ο δεύτερος λόγος ακύρωσης που είχε προβάλει η Koipe προς στήριξη της προσφυγής της, δέχτηκε την προσφυγή αυτή και μεταρρύθμισε την επίμαχη απόφαση, καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανακοπή της εν λόγω εταιρίας ήταν βάσιμη.

Αιτήματα των διαδίκων

27

Με την αίτηση αναίρεσης η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της και, κατά συνέπεια,

να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον κρίνει ότι είναι ώριμη προς εκδίκαση, ή

να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο «για να την κρίνει σύμφωνα με τα επιτακτικά κριτήρια που θα ορίσει το Δικαστήριο», και

να καταδικάσει την Koipe καθώς και το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

28

Η Koipe ζητεί την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη της αναιρεσείουσας στα δικαστικά έξοδα.

29

Το ΓΕΕΑ ζητεί την απόρριψη του πρώτου λόγου αναίρεσης και επαφίεται στην κρίση του Δικαστηρίου ως προς τον δεύτερο.

Επί της αίτησης αναίρεσης

30

Η αναιρεσείουσα προβάλλει δύο λόγους αναίρεσης. Ο πρώτος λόγος στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι συντρέχει παράβαση του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο α’, σημεία i και ii, του κανονισμού 40/94. Ο δεύτερος λόγος, ο οποίος έχει δύο σκέλη στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι συντρέχει παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του εν λόγω κανονισμού.

31

Ο πρώτος λόγος αναίρεσης και το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ενδείκνυται να συνεξεταστούν, καθόσον τα επιχειρήματα που αναπτύσσει η αναιρεσείουσα σχετικά με τους λόγους αυτούς είναι εν μέρει παρόμοια και εν μέρει συμπληρωματικά.

Επί του πρώτου λόγου αναίρεσης και του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναίρεσης

Επιχειρήματα των διαδίκων

32

Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι είναι νομικά εσφαλμένη η περιλαμβανόμενη στη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης εκτίμηση του Πρωτοδικείου ότι, αφού όλα τα εικονιστικά στοιχεία των διαφόρων καταχωρίσεων που επικαλείται η Koipe είναι ακριβώς ίδια, για την άσκηση του δικαιώματος ανακοπής δεν έχει καμία σημασία να εξακριβωθεί ποιες από τις καταχωρίσεις αυτές αφορούν «προγενέστερα σήματα», κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης.

33

Το Πρωτοδικείο δηλαδή δέχτηκε κατ’ ουσία, κατά παράβαση του γράμματος του άρθρου 8 του κανονισμού 40/94 και της αρχής της προτεραιότητας της καταχώρισης, η οποία διέπει τη διαδικασία ανακοπής, ότι μια μεταγενέστερη καταχώριση, εν προκειμένω η κοινοτική καταχώριση, μπορεί να αντιταχθεί σε αίτηση καταχώρισης προγενέστερου σήματος, εν προκειμένω του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, για τον λόγο και μόνον ότι το εικονιστικό στοιχείο του μεταγενέστερου σήματος είναι ακριβώς ίδιο με το εικονιστικό στοιχείο άλλων προγενέστερων σημάτων του ίδιου ανακόπτοντος. Η εσφαλμένη αυτή εκτίμηση του Πρωτοδικείου επηρέασε επιπλέον σημαντικά την εξακρίβωση της ύπαρξης κινδύνου σύγχυσης μεταξύ των επίμαχων σημάτων, ιδίως όσον αφορά την οριοθέτηση της σχετικής εδαφικής περιοχής και του σχετικού κοινού.

34

Η Koipe και το ΓΕΕΑ υποστηρίζουν ότι η αναιρεσείουσα αποπειράται να αποδώσει δυσανάλογα μεγάλη βαρύτητα και σημασία στη διατύπωση των σκέψεων 47 και 48 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθόσον, αντίθετα από ό,τι ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο δεν θεώρησε σε καμία περίπτωση ότι η κοινοτική καταχώριση θεμελίωνε προγενέστερο δικαίωμα προς τον σκοπό της άσκησης του δικαιώματος ανακοπής και δεν της απέδωσε καμία αξία στο πλαίσιο της εξέτασης της ύπαρξης κινδύνου σύγχυσης μεταξύ των επίμαχων σημάτων. Στην πραγματικότητα, η ανάλυση στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο, με την απόφασή του, ως προς την ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης μεταξύ των σημάτων αυτών αφορούσε πάντοτε την «ισπανική επικράτεια» και την «ισπανική αγορά».

35

Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναίρεσης, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι κακώς το Πρωτοδικείο, μη εξαιρώντας ρητά την κοινοτική καταχώριση από την κατηγορία των σημάτων που αντέταξε η Koipe, έλαβε υπόψη την καταχώριση αυτή, με συνέπεια να οριοθετήσει εσφαλμένα το σχετικό κοινό και τη σχετική εδαφική περιοχή, αφού αξιολόγησε τον κίνδυνο σύγχυσης σε σχέση με το κοινό εντός του κοινοτικού εδάφους και όχι με το κοινό εντός του ισπανικού εδάφους.

36

Η αναιρεσείουσα τονίζει συναφώς ότι, αν και το Πρωτοδικείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αναφέρεται στην «ισπανική αγορά» ελαιολάδου, η αναφορά αυτή δεν έγινε στο πλαίσιο της αξιολόγησης του κινδύνου σύγχυσης, αλλά σε άλλο πλαίσιο και με πιο περιορισμένο σκοπό, και συγκεκριμένα με σκοπό την εκτίμηση του «διακριτικού χαρακτήρα των εικονιστικών στοιχείων» των αντιτιθέμενων σημάτων, ο οποίος αποτελεί έναν απλώς από τους παράγοντες που πρέπει να αξιολογούνται για την εξακρίβωση της ύπαρξης του κινδύνου σύγχυσης και αφορά συγκεκριμένα την ομοιότητα των σημάτων.

37

Η Koipe και το ΓΕΕΑ απαντούν κατ’ ουσία ότι, όταν το Πρωτοδικείο ανέλυσε τον διακριτικό χαρακτήρα των εικονιστικών και των λεκτικών στοιχείων των επίμαχων σημάτων, σκοπός του ήταν να επιλύσει το ζήτημα αν υπάρχει στην Ισπανία κίνδυνος σύγχυσης μεταξύ των σημάτων αυτών. Προσθέτουν ότι το Πρωτοδικείο, στο πλαίσιο της εκτίμησης αυτής, ανέλυσε, σαφώς και ορθώς, το σχετικό κοινό και τη σχετική εδαφική περιοχή σε σχέση μόνο με το κράτος μέλος αυτό.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

38

Υπενθυμίζεται ευθύς εξαρχής ότι, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού 40/94, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση, εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητάς του με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα. Επιπλέον, δυνάμει της παραγράφου 2, στοιχείο α’, του ίδιου άρθρου 8, ως προγενέστερα σήματα νοούνται τα κοινοτικά σήματα, τα σήματα τα καταχωρισμένα σε κράτος μέλος ή όσα έχουν αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς καταχώρισης, εφόσον έχουν κατατεθεί πριν από την ημερομηνία αίτησης κοινοτικού σήματος.

39

Εν προκειμένω η ανακοπή της Koipe κατά της καταχώρισης του σήματος La Española στηριζόταν σε περισσότερες της μιας εθνικές και διεθνείς καταχωρίσεις, καθώς και στην κοινοτική καταχώριση σήματος, η ημερομηνία κατάθεσης του οποίου είναι μεταγενέστερη της αίτησης καταχώρισης που υπέβαλε η Aceites del Sur.

40

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από την ανάγνωση των κρίσιμων χωρίων της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο εξαίρεσε ρητά την εν λόγω κοινοτική καταχώριση από τα σήματα που έπρεπε να ληφθούν υπόψη για την εξέταση του βασίμου της ανακοπής της Koipe.

41

Εντούτοις, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Πρωτοδικείο παραβίασε έτσι το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 40/94, το νομικό αυτό σφάλμα δεν καθιστά πλημμελή την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

42

Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Πρωτοδικείο εγκύρως αναγνώρισε, με τη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το δικαίωμα της Koipe να ασκήσει ανακοπή κατά της καταχώρισης του σήματος La Española με βάση όλες τις καταχωρίσεις που επικαλούνταν η εταιρία αυτή, μεταξύ των οποίων καταλέγονταν διάφορα σήματα με ημερομηνία κατάθεσης προγενέστερη πράγματι της ημερομηνίας του σήματος του οποίου ζητούνταν η καταχώριση. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υποστηρίζεται ότι το Πρωτοδικείο, αφού κατά την εκτίμηση του βασίμου της ανακοπής της Koipe δεν απέκλεισε ρητά την κοινοτική καταχώριση, την έλαβε υπόψη του και καθιέρωσε επομένως, όπως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, την αρχή ότι ένα μεταγενέστερο σήμα μπορεί να αντιταχθεί σε αίτηση καταχώρισης σήματος που έχει κατατεθεί προγενέστερα.

43

Δεύτερον, πρέπει να τονιστεί ότι το υποτιθέμενο σφάλμα του Πρωτοδικείου δεν επηρέασε αποφασιστικά ούτε την οριοθέτηση της σχετικής εδαφικής περιοχής και του σχετικού κοινού στο πλαίσιο της εξακρίβωσης της ύπαρξης κινδύνου σύγχυσης μεταξύ των επίμαχων σημάτων.

44

Από τις σκέψεις 53, 63, 77 έως 80, 92 και 111 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει πράγματι σαφώς ότι το Πρωτοδικείο εκτίμησε την ύπαρξη του εν λόγω κινδύνου αναφερόμενο σαφώς και συνεχώς στο «ισπανικό έδαφος» και στην «ισπανική αγορά», χωρίς να αναφερθεί ποτέ, πράγμα που άλλωστε αναγνώρισε και η ίδια η αναιρεσείουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σε καμία άλλη εδαφική περιοχή ή σε κανένα άλλο κοινό.

45

Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναίρεσης και το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναίρεσης πρέπει να απορριφθούν ως εν μέρει αβάσιμα και εν μέρει αλυσιτελή.

Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναίρεσης

Επιχειρήματα των διαδίκων

46

Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναίρεσης, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι, παρά το γεγονός ότι, κατά τη νομολογία, ο κίνδυνος σύγχυσης πρέπει να εκτιμάται σφαιρικά, με βάση όλους τους κρίσιμους παράγοντες της συγκεκριμένης περίπτωσης (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1997, C-251/95, SABEL, Συλλογή 1997, σ. I-6191, σκέψη 22, και της 12ης Ιανουαρίου 2006, C-361/04 P, Ruiz-Picasso κ.λπ. κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2006, σ. I-643, σκέψη 18), το Πρωτοδικείο παρέλειψε να εξετάσει δύο σημαντικότατους και κρισιμότατους παράγοντες, και συγκεκριμένα αφενός το γεγονός ότι τα επίμαχα σήματα συνυπήρχαν προηγουμένως επί μεγάλο χρονικό διάστημα στην ισπανική αγορά ελαιολάδου και αφετέρου τη φήμη τους στην εν λόγω αγορά. Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν αξιολόγησε προσηκόντως το στοιχείο το σχετικό με την ομοιότητα των εν λόγω σημάτων.

47

Δεύτερον, η αναιρεσείουσα θεωρεί ότι το Πρωτοδικείο όχι μόνο δεν συμμορφώθηκε με τον κανόνα της «σφαιρικής εκτίμησης» και της «συνολικής εντύπωσης», κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη, αλλά «εφάρμοσε μια αναλυτική μέθοδο» και προέβη έτσι σε αυτοτελή και διαδοχική εξέταση των εικονιστικών και των λεκτικών στοιχείων των επίμαχων σημάτων, αποδίδοντας, εσφαλμένα, καθοριστική σημασία στα εικονιστικά στοιχεία και καμία σημασία στα λεκτικά στοιχεία των σημάτων αυτών.

48

Επομένως, το Πρωτοδικείο, αποδίδοντας στο εικονιστικό στοιχείο «πρωταρχική» σημασία έναντι όλων των άλλων στοιχείων που συναποτελούν το σήμα La Española και θεωρώντας τα άλλα αυτά στοιχεία αμελητέα από την άποψη της γενικής εντύπωσης που δημιουργεί το σήμα αυτό, παραμόρφωσε, κατά την αναιρεσείουσα, το περιεχόμενο των πραγματικών στοιχείων και των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στη δικογραφία.

49

Τρίτον, κατά την αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο δεν εκτίμησε ορθά το σχετικό «κοινό», πράγμα που αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για τη σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης μεταξύ των επίμαχων σημάτων, καθόσον ο τρόπος με τον οποίο περιέγραψε τον μέσο Ισπανό καταναλωτή ελαιολάδου δημιουργεί την εικόνα ενός απρόσεκτου και παρορμητικού καταναλωτή και όχι ενός «μέσου καταναλωτή με τη συνήθη πληροφόρηση που είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος», όπως απαιτείται κατά την κοινοτική νομολογία.

50

Η Koipe φρονεί, αντίθετα, ότι το Πρωτοδικείο εφάρμοσε ορθά το κριτήριο της σφαιρικής εκτίμησης, αφού εκτίμησε ορθά, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, την ύπαρξη του κινδύνου σύγχυσης, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κρίσιμα εν προκειμένω στοιχεία, μεταξύ των οποίων και το γεγονός ότι η συνύπαρξη των επίμαχων σημάτων στην ισπανική αγορά δεν είχε υπάρξει και τόσο ειρηνική.

51

Κατά την Koipe, σύμφωνα με την κοινοτική νομολογία, όλα τα συστατικά στοιχεία του σήματος δεν έχουν την ίδια αξία ή την ίδια σημασία. Επομένως, το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο ανήγαγε το εικονιστικό στοιχείο σε κυρίαρχο στοιχείο και κατέληξε στη συνέχεια στο συμπέρασμα ότι υπήρχε κίνδυνος σύγχυσης μεταξύ των επίμαχων σημάτων, ενώ παράλληλα είχε λάβει υπόψη το λεκτικό στοιχείο, δεν αντιβαίνει σε καμία διάταξη του κοινοτικού δικαίου περί σημάτων, διότι το Πρωτοδικείο δεν απέκλινε από τα κριτήρια που διέπουν, κατά τον νόμο και τη νομολογία, την εκτίμηση του κινδύνου αυτού.

52

Όσον αφορά τους ισχυρισμούς περί εσφαλμένου νομικού χαρακτηρισμού από το Πρωτοδικείο του Ισπανού καταναλωτή ελαιολάδου, η Koipe φρονεί ότι πρόκειται για ισχυρισμούς που αφορούν μόνον πραγματικά περιστατικά και είναι επομένως απαράδεκτοι στο στάδιο της αναίρεσης.

53

Το δε ΓΕΕΑ υποστηρίζει, πρώτον, ότι το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο παρέλειψε να λάβει υπόψη του τη συνύπαρξη των σημάτων στη σχετική εδαφική περιοχή και τη φήμη του αιτηθέντος σήματος στην Ισπανία δεν είχε αποφασιστική βαρύτητα για το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Πρωτοδικείο σχετικά με την εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης.

54

Στη συνέχεια, όσον αφορά τη μέθοδο που επέλεξε το Πρωτοδικείο για να εξακριβώσει αν υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης, το ΓΕΕΑ τονίζει ότι το δικαστήριο αυτό σύγκρινε τα επίμαχα σημεία από οπτική άποψη, λαμβάνοντας υπόψη μόνον τα εικονιστικά στοιχεία, χωρίς να εξετάσει πώς επηρεάζουν τα λεκτικά στοιχεία τη συνολική εντύπωση που δημιουργούν τα δύο αυτά σημεία, με δεδομένο τον διακριτικό χαρακτήρα του λεκτικού σημείου «La Española».

55

Το ΓΕΕΑ πάντως δεν διατυπώνει άποψη για το βάσιμο της μεθόδου αυτής, αλλά επαφίεται στην κρίση του Δικαστηρίου, προτείνοντας απλώς δύο πιθανές λύσεις.

56

Πρώτον, για να επιβεβαιωθεί η ορθότητα της εν λόγω εκτίμησης του Πρωτοδικείου, θα πρέπει το Δικαστήριο να δεχτεί αφενός ότι, με δεδομένο ότι τα λοιπά στοιχεία που συνθέτουν τα επίμαχα σήματα είναι αμελητέα, ορθά το Πρωτοδικείο συνέκρινε τα αντιπροσωπευτικά σημεία των σημάτων αυτών με βάση μόνον τα εικονιστικά τους στοιχεία και αφετέρου ότι, αφού αποδείχθηκε η ομοιότητα των σημείων αυτών, δεν ήταν αναγκαία η σύγκριση από λεκτική και εννοιολογική άποψη των φράσεων που περιλαμβάνονταν στα σήματα αυτά.

57

Δεύτερον, αν το Δικαστήριο καταλήξει, αντίθετα, στο συμπέρασμα ότι η συλλογιστική του Πρωτοδικείου είναι ανεπαρκής ως έρεισμα της ανάλυσης των επίμαχων σημείων στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο ή ότι οι αιτιολογίες που παρέθεσε το Πρωτοδικείο δεν είναι σύννομες, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να αναιρεθεί λόγω παράβασης του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού 40/94 και η υπόθεση να αναπεμφθεί στο Πρωτοδικείο, το οποίο θα πρέπει να συγκρίνει εκ νέου τα εν λόγω σημεία σύμφωνα με την ερμηνεία του Δικαστηρίου, δηλαδή προβαίνοντας σε συνολική εξέτασή τους.

58

Τέλος, όσον αφορά τις αντιρρήσεις σχετικά με τον νομικό χαρακτηρισμό του Ισπανού καταναλωτή ελαιολάδου, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει, όπως και η αναιρεσείουσα, ότι το κοινό που έλαβε υπόψη του το Πρωτοδικείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εμφανίζει μια εικόνα πλησιέστερη στην εικόνα του αμελούς καταναλωτή παρά του ευλόγως προσεκτικού καταναλωτή.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

59

Όσον αφορά τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας σχετικά με τα σφάλματα στα οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κατά την εξακρίβωση της ύπαρξης κινδύνου σύγχυσης μεταξύ των επίμαχων σημάτων, υπενθυμίζεται ευθύς εξαρχής ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ύπαρξη τέτοιου κινδύνου πρέπει να εκτιμάται σφαιρικά, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ., επ’ αυτού, προπαρατεθείσα απόφαση SABEL, σκέψη 22, απόφαση της 22ας Ιουνίου 1999, C-342/97, Lloyd Schuhfabrik Meyer, Συλλογή 1999, σ. I-3819, σκέψη 18, διάταξη της 28ης Απριλίου 2004, C-3/03 P, Matratzen Concord κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2004, σ. I-3657, σκέψη 28, και αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2005, C-120/04, Medion, Συλλογή 2005, σ. I-8551, σκέψη 27, και της 12ης Ιουνίου 2007, C-334/05 P, ΓΕΕΑ κατά Shaker, Συλλογή 2007, σ. I-4529, σκέψη 34).

60

Κατά πάγια επίσης νομολογία, η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης πρέπει, καθόσον αφορά την οπτική, φωνητική ή εννοιολογική ομοιότητα των επίμαχων σημάτων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που δημιουργούν τα σήματα αυτά, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους (βλ. προαναφερθείσα απόφαση ΓΕΕΑ κατά Shaker, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

61

Ειδικότερα, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ δύο σημάτων κατά την εξέταση της ύπαρξης κινδύνου σύγχυσης δεν μπορεί να περιορίζεται στην εξέταση ενός μόνον από τα στοιχεία που συναποτελούν το σύνθετο σήμα και στη σύγκρισή του με το άλλο σήμα. Αντίθετα, κατά τη σύγκριση αυτή, τα επίμαχα σήματα πρέπει να εξετάζονται το καθένα ως ενιαίο σύνολο (βλ., επ’ αυτού, προπαρατεθείσα διάταξη Matratzen Concord κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 32, και προαναφερθείσες αποφάσεις Medion, σκέψη 29, και ΓΕΕΑ κατά Shaker, σκέψη 41).

62

Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, στη συνολική εντύπωση που δημιουργεί ένα σύνθετο σήμα στη μνήμη του σχετικού κοινού ενδέχεται, υπό ορισμένες συνθήκες, να κυριαρχούν ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που συναποτελούν το σήμα αυτό. Εντούτοις, το κυρίαρχο στοιχείο μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό κριτήριο για την εκτίμηση της ομοιότητας μόνο στην περίπτωση που όλα τα άλλα συστατικά στοιχεία του σήματος είναι αμελητέα (αποφάσεις ΓΕΕΑ κατά Shaker, προπαρατεθείσα, σκέψεις 41 και 42, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, C-193/06 P, Nestlé κατά ΓΕΕΑ, σκέψεις 42 και 43 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

63

Με βάση επομένως τις αρχές αυτές πρέπει να εξεταστεί το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναίρεσης.

64

Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι το Πρωτοδικείο δέχτηκε, με τις σκέψεις 88 έως 90 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι κακώς το τμήμα προσφυγών απέδωσε στο λεκτικό στοιχείο των επίμαχων σημάτων πρωταρχική σημασία λόγω του χαμηλού διακριτικού χαρακτήρα των εικονιστικών στοιχείων των σημάτων αυτών.

65

Αντίθετα, το Πρωτοδικείο απέδωσε πρωταρχική σημασία στο εικονιστικό στοιχείο, καθόσον αποφάνθηκε σαφώς, με τη σκέψη 91 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το εικονιστικό στοιχείο έχει πολύ σημαντικότερη θέση, όσον αφορά την καλυπτόμενη επιφάνεια, από το λεκτικό στοιχείο, με αποτέλεσμα να θεωρείται το λεκτικό στοιχείο δευτερεύον σε σχέση με το εικονιστικό. Κατά τη σκέψη 109 της ίδιας αυτής απόφασης, το εικονιστικό στοιχείο αυτό αποκτά συνεπώς, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες πώλησης του επίμαχου προϊόντος, αυξημένη σημασία.

66

Το Πρωτοδικείο δηλαδή ανήγαγε το εικονιστικό στοιχείο των επίμαχων σημάτων σε κυρίαρχο στοιχείο έναντι των λοιπών συστατικών στοιχείων τους, και συγκεκριμένα του λεκτικού στοιχείου. Κατόπιν αυτού, ορθά βάσισε την ανάλυσή του στην ομοιότητα των σημείων και στην ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης μεταξύ των σημάτων La Española και Carbonell, θεωρώντας ότι η οπτική σύγκριση των εν λόγω σημείων έχει πρωταρχική σημασία.

67

Αντίθετα όμως από ό,τι ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, η προσέγγιση αυτή δεν είχε ως συνέπεια να μη λάβει το Πρωτοδικείο καθόλου υπόψη του τη βαρύτητα του λεκτικού στοιχείου.

68

Το Πρωτοδικείο δηλαδή, αφού προέβη, με τη σκέψη 100 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σε λεπτομερή συγκριτική ανάλυση των επίμαχων σημάτων από οπτική άποψη, διαπίστωσε στη συνέχεια, με τις σκέψεις 103 και 104 της ίδιας απόφασης, ότι το σύνολο των κοινών στοιχείων των δύο σημάτων δημιουργεί συνολική οπτική εντύπωση μεγάλης ομοιότητας, δεδομένου ότι το σήμα La Española αντιγράφει με μεγάλη ακρίβεια το ουσιώδες μέρος του μηνύματος και την οπτική εντύπωση που μεταβιβάζει το σήμα Carbonell, πράγμα που δημιουργεί αναπόφευκτα για τον καταναλωτή κίνδυνο σύγχυσης μεταξύ των σημάτων αυτών.

69

Τέλος, το Πρωτοδικείο διευκρίνισε, με τις σκέψεις 105 και 111 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι αυτός ο κίνδυνος σύγχυσης δεν ελαττώνεται από την ύπαρξη διαφορετικού λεκτικού στοιχείου, διότι το λεκτικό στοιχείο του σήματος του οποίου ζητούνταν η καταχώριση έχει πολύ ασθενή διακριτικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι αναφέρεται στη γεωγραφική προέλευση του προϊόντος.

70

Με άλλα λόγια, το Πρωτοδικείο, μολονότι ανήγαγε το εικονιστικό στοιχείο των εν λόγω σημάτων σε κυρίαρχο στοιχείο έναντι των λοιπών συστατικών στοιχείων τους, δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη το λεκτικό στοιχείο. Αντίθετα, κατά την εκτίμηση ακριβώς του στοιχείου αυτού το Πρωτοδικείο τού απέδωσε ουσιαστικά αμελητέο χαρακτήρα, κυρίως επειδή οι διαφορές των λεκτικών σημείων των επίμαχων σημάτων δεν αναιρούν την ορθότητα του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξε κατόπιν της συγκριτικής εξέτασής τους από οπτική άποψη.

71

Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι εν προκειμένω, αντίθετα από ό,τι ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο εφάρμοσε ορθά τον κανόνα περί σφαιρικής εκτίμησης, όπως έχει διαμορφωθεί από την κοινοτική νομολογία που παρατέθηκε παραπάνω στις σκέψεις 59 έως 62 της παρούσας απόφασης, στο πλαίσιο της εξακρίβωσης της ύπαρξης κινδύνου σύγχυσης μεταξύ των επίμαχων σημάτων.

72

Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υποστηρίζεται, όπως πράττει η αναιρεσείουσα, ούτε ότι το Πρωτοδικείο όχι μόνο δεν συμμορφώθηκε με τη νομολογία αυτή, αλλά παραμόρφωσε το περιεχόμενο των πραγματικών στοιχείων και των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στη δικογραφία.

73

Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα με το οποίο η αναιρεσείουσα αποπειράται να αμφισβητήσει την ορθότητα του νομικού χαρακτηρισμού του Ισπανού καταναλωτή ελαιολάδου από το Πρωτοδικείο, επιβάλλεται καταρχάς η διαπίστωση ότι η ανάλυση του Πρωτοδικείου είναι στο σημείο αυτό σύμφωνη με τη σχετική πάγια νομολογία του Δικαστηρίου.

74

Για παράδειγμα, όπως ορθά υπενθύμισε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 107 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ο τρόπος με τον οποίο ο μέσος καταναλωτής του επίμαχου προϊόντος ή της επίμαχης υπηρεσίας προσλαμβάνει τα σήματα έχει καθοριστική σημασία για τη σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης (προαναφερθείσες αποφάσεις SABEL, σκέψη 23, και Lloyd Schuhfabrik Meyer, σκέψη 25) και, στο πλαίσιο της σφαιρικής αυτής εκτίμησης, ο μέσος καταναλωτής θεωρείται ότι έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, πλην όμως το επίπεδο της προσοχής του είναι δυνατό να μεταβάλλεται ανάλογα με την κατηγορία των προϊόντων ή υπηρεσιών (προαναφερθείσα απόφαση Lloyd Schuhfabrik Meyer, σκέψη 26).

75

Με βάση τις αρχές αυτές, το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 108 και 109 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι το ελαιόλαδο είναι προϊόν τρέχουσας κατανάλωσης στην Ισπανία, ότι αγοράζεται τις περισσότερες φορές σε μεγάλα καταστήματα ή σε καταστήματα όπου τα προϊόντα εκτίθενται σε ράφια και ότι ο καταναλωτής καθοδηγείται περισσότερο από την οπτική εντύπωση που δημιουργεί το σήμα που αναζητεί.

76

Κατά συνέπεια, καλώς το Πρωτοδικείο συνήγαγε, με τις σκέψεις 109 και 110 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, το εικονιστικό στοιχείο των επίμαχων σημάτων αποκτά αυξημένη σημασία, πράγμα που αυξάνει τον κίνδυνο σύγχυσης μεταξύ των σημάτων αυτών, και ότι τα σημεία που τα χαρακτηρίζουν είναι δυσκολότερο να εντοπιστούν, διότι, όπως άλλωστε διευκρίνισε επανειλημμένα το Δικαστήριο (βλ., επ’ αυτού, προπαρατεθείσες αποφάσεις ΓΕΕΑ κατά Shaker, σκέψη 35, και Nestlé κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), ο μέσος καταναλωτής προσλαμβάνει κατά κανόνα το σήμα ως ενιαίο σύνολο και δεν επιδίδεται σε εξέταση των διαφόρων λεπτομερειών του.

77

Εξάλλου, όσον αφορά το επιχείρημα της αναιρεσείουσας σχετικά με τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου που αφορούν το επίπεδο προσοχής του εν λόγω καταναλωτή, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα αυτό αφορά αποκλειστικά και μόνον πραγματικά στοιχεία.

78

Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται ότι το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα υποβληθέντα σ’ αυτό στοιχεία της δικογραφίας, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Επομένως, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί, εκτός από την περίπτωση παραμόρφωσης του περιεχομένου των στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου, νομικό ζήτημα που να υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ. αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, C-456/01 P και C-457/01 P, Henkel κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2004, σ. I-5089, σκέψεις 41 και 56, και της 25ης Οκτωβρίου 2007, C-238/06 P, Develey κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2007, σ. I-9375, σκέψη 97).

79

Κατά συνέπεια, εφόσον εν προκειμένω η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε, αλλά ούτε καν προέβαλε, τον ισχυρισμό περί παραμόρφωσης, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτο.

80

Όσον αφορά, τέλος, τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας ότι το Πρωτοδικείο, παραλείποντας να λάβει υπόψη του, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αφενός το γεγονός ότι τα επίμαχα σήματα συνυπήρξαν προηγουμένως επί μεγάλο χρονικό διάστημα στην ισπανική αγορά ελαιολάδου και αφετέρου τη φήμη τους στην εν λόγω αγορά, δεν αξιολόγησε προσηκόντως το στοιχείο της ομοιότητας των σημάτων αυτών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

81

Μολονότι δηλαδή το Πρωτοδικείο δεν αξιολόγησε πράγματι τη λυσιτέλεια των δύο αυτών στοιχείων, το γεγονός αυτό, όπως τόνισε εξάλλου και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 31 των προτάσεών του, δεν είχε εν προκειμένω καμία σημαντική συνέπεια για το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο αυτό ως προς την εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης.

82

Συγκεκριμένα, πρώτον, αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η συνύπαρξη δύο σημάτων σε δεδομένη αγορά να μπορεί, μαζί με άλλα στοιχεία, να μειώνει τον κίνδυνο δημιουργίας σύγχυσης στο σχετικό κοινό ως προς τα σήματα αυτά, πρέπει πάντως να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Για παράδειγμα, όπως αναφέρει ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 28 και 29 των προτάσεών του, η μη ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης μπορεί να συνάγεται ιδίως από την «ειρηνική» συνύπαρξη των επίμαχων σημάτων στην οικεία αγορά.

83

Από τη δικογραφία προκύπτει πάντως ότι η συνύπαρξη των σημάτων La Espanôla και Carbonell δεν υπήρξε εν προκειμένω «ειρηνική», αφού μάλιστα οι δύο επιχειρήσεις ερίζουν από πολλών ετών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ως προς το ζήτημα της ομοιότητας των σημάτων αυτών.

84

Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα περί της φήμης, πρέπει ευθύς εξαρχής να διευκρινιστεί ότι, όταν κρίνεται κατά πόσον η ομοιότητα μεταξύ των προϊόντων που καλύπτονται από δύο σήματα αρκεί για τη δημιουργία κινδύνου σύγχυσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φήμη του προγενέστερου σήματος, δηλαδή εν προκειμένω του σήματος Carbonell (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C-39/97, Canon, Συλλογή 1998, σ. I-5507, σκέψη 24). Κατά συνέπεια, εν προκειμένω η αναιρεσείουσα δεν μπορεί να αντιτάξει τη φήμη του σήματος La Española στην ισπανική αγορά ελαιολάδου, όπως άλλωστε έπραξε πρωτοδίκως ανεπιτυχώς, προκειμένου να αποδείξει τη μη ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης μεταξύ των επίμαχων σημάτων, αφού το εν λόγω σήμα είναι μεταγενέστερο του σήματος Carbonell. Εξάλλου, όσον αφορά τη φήμη του τελευταίου αναφερθέντος σήματος, η αναιρεσείουσα δεν εξηγεί πώς το Πρωτοδικείο θα μπορούσε, αν είχε εξετάσει το στοιχείο αυτό, να αποδώσει αυξημένο διακριτικό χαρακτήρα στο σήμα La Espanôla και να αποκλείσει έτσι την ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης μεταξύ των εν λόγω σημάτων.

85

Υπό τις συνθήκες αυτές, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή.

86

Από το σύνολο των παραπάνω σκέψεων προκύπτει ότι κανένας από τους δύο λόγους αναίρεσης που προέβαλε αναιρεσείουσα δεν μπορεί να ευδοκιμήσει και, συνεπώς, η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί.

Επί των τελικών παρατηρήσεων του ΓΕΕΑ σχετικά με ορισμένες ενστάσεις απαραδέκτου που προβλήθηκαν πρωτοδίκως

87

Το ΓΕΕΑ, με τις γραπτές παρατηρήσεις του, δεν απαντά μόνο στους λόγους αναίρεσης, αλλά αναπτύσσει επίσης ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με ορισμένες ενστάσεις απαραδέκτου που απέρριψε το Πρωτοδικείο και ζητεί από το Δικαστήριο να λάβει θέση επ’ αυτών, διότι τα σχετικά ζητήματα έχουν σημασία για τους ισχυρισμούς που θα διατυπώσει το ΓΕΕΑ σε διάφορες υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου.

88

Ειδικότερα, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 63, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94, διότι η διάταξη αυτή δεν του επέτρεπε να εκδώσει απόφαση που να καταλήγει, όπως η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σε διαφορετικό αποτέλεσμα από ό,τι η προσβαλλόμενη απόφαση του τμήματος προσφυγών.

89

Επιπλέον, κατά το ΓΕΕΑ, το Πρωτοδικείο έπρεπε να κρίνει απαράδεκτη την υποβολή ορισμένων εγγράφων πρωτοδίκως, διότι τα έγγραφα αυτά έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 74 του κανονισμού 40/94, να έχουν υποβληθεί στο τμήμα προσφυγών.

90

Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, το ΓΕΕΑ έπρεπε, για να προσβάλει τα συμπεράσματα του Πρωτοδικείου, να έχει ασκήσει είτε αυτοτελή αναίρεση κατά της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είτε αντίθετη αναίρεση, καθόσον τα επιχειρήματα αυτά δεν έχουν προβληθεί με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης.

91

Δεδομένου πάντως ότι το ΓΕΕΑ δεν άσκησε αναίρεση κατά της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να εξακριβωθεί αν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι αμφισβητήσεις που διατυπώνει συνιστούν αντίθετη αναίρεση.

92

Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται ότι προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό ενός ισχυρισμού ως αντίθετης αναίρεσης είναι, δυνάμει του άρθρου 117, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, να ζητεί ο διάδικος που τον προβάλλει την ολική ή μερική αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στηριζόμενος σε λόγο του οποίου δεν έγινε επίκληση με το δικόγραφο της αναίρεσης. Προκειμένου να εξακριβωθεί αν τούτο συμβαίνει εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστούν η διατύπωση, ο σκοπός και το γενικότερο πλαίσιο του επίμαχου χωρίου του υπομνήματος αντίκρουσης του ΓΕΕΑ (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, C-413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, Συλλογή 2008, σ. I-4951, σκέψη 186).

93

Στην προκείμενη όμως περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι το ΓΕΕΑ, πρώτον, δεν χρησιμοποιεί σε κανένα σημείο του υπομνήματος αντίκρουσης τον όρο «αντίθετη αναίρεση», αλλά διατυπώνει τα επιχειρήματά του μάλλον ως τελικές παρατηρήσεις, με τις οποίες ζητεί κατ’ ουσία διευκρινίσεις από το Δικαστήριο ως προς την ερμηνεία των διατάξεων του κανονισμού 40/94. Δεύτερον, δεν υποβάλλει στο Δικαστήριο αίτημα αναίρεσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης του Πρωτοδικείου.

94

Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι οι εν λόγω παρατηρήσεις δεν συνιστούν αντίθετη αναίρεση και συνεπώς το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να αποφανθεί επ’ αυτών.

Επί των δικαστικών εξόδων

95

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, αν υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Koipe ζήτησε να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, η οποία και ηττήθηκε, η αναιρεσείουσα πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της Koipe. Το ΓΕΕΑ, δεδομένου ότι δεν ζήτησε να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, πρέπει να φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης.

 

2)

Καταδικάζει την Aceites del Sur-Coosur SA, η οποία φέρει επίσης τα δικαστικά της έξοδα, στα έξοδα της Koipe Corporación SL.

 

3)

Το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.

Επάνω