Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document JOC_2002_227_E_0382_01

    Πρόταση για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την περαιτέρω χρήση και εμπορική εκμετάλλευση εγγράφων του δημόσιου τομέα [COM(2002) 207 τελικό — 2002/0123(COD)]

    ΕΕ C 227E της 24.9.2002, p. 382–386 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    52002PC0207

    Πρόταση για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την περαιτέρω χρήση και εμπορική εκμετάλλευση εγγράφων του δημόσιου τομέα /* COM/2002/0207 τελικό - COD 2002/0123 */

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 227 E της 24/09/2002 σ. 0382 - 0386


    Πρόταση για ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την περαιτέρω χρήση και εμπορική εκμετάλλευση εγγράφων του δημόσιου τομέα

    (υποβάλλεται από την Επιτροπή)

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

    1. ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

    Το δυναμικό των πληροφοριών του δημόσιου τομέα [1]

    [1] Οι λόγοι και η οικονομική σημασία της παρούσας πρωτοβουλίας επεξηγούνται λεπτομερέστερα στην ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, της 23ης Οκτωβρίου 2001, με τίτλο "eEurope 2002: δημιουργία κοινοτικού πλαισίου για την εκμετάλλευση πληροφοριών του δημόσιου τομέα", COM(2001) 607. Στο παρόν κεφάλαιο παρουσιάζεται συνοπτικά η εκτεθείσα επιχειρηματολογία.

    Η ψηφιακή οικονομία της γνώσης μπορεί να είναι ισχυρός κινητήρας ανάπτυξης, ανταγωνιστικότητας και δημιουργίας θέσεων εργασίας, με ταυτόχρονη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών. Τούτο αποτελεί το κεντρικό μήνυμα του σχεδίου δράσης eEurope 2002, "Κοινωνία των πληροφοριών για όλους" (COM(2000) 330 τελικό). Η παρούσα πρωτοβουλία που αφορά την περαιτέρω χρήση πληροφοριών του δημόσιου τομέα, αποτελεί τμήμα του σχεδίου δράσης και θα συμβάλει στους στόχους του, ιδίως στα πεδία της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και του ψηφιακού περιεχομένου.

    Στο πλαίσιο της άσκησης της δημόσιας αποστολής του, ο δημόσιος τομέας συγκεντρώνει, επεξεργάζεται και διαδίδει τεράστιες ποσότητες πληροφοριών. Τα υπουργεία και άλλοι οργανισμοί του δημόσιου τομέα συλλέγουν πληροφορίες για την οικονομία και τις επιχειρήσεις. Πληροφορίες νομικού και διοικητικού χαρακτήρα αποτελούν τις κατ'εξοχήν πληροφορίες του δημόσιου τομέα. Φορείς του δημόσιου τομέα, σε διάφορα κυβερνητικά επίπεδα, συγκεντρώνουν επίσης γεωγραφικές και τουριστικές πληροφορίες, καθώς και πληροφορίες για την κυκλοφορία.

    Τόσο οι πολίτες όσο και οι επιχειρήσεις μπορούν να επωφεληθούν σε μεγάλο βαθμό από την καλή παροχή πληροφοριών αυτού του είδους μέσω του Internet. Τούτο θα διευκολύνει την επικοινωνία τους με τις δημόσιες διοικήσεις και μπορεί να αυξήσει τη συμμετοχή τους στη δημοκρατική διαδικασία. Οι πληροφορίες του δημόσιου τομέα είναι πολύ σημαντικές για το συμμετοχικό χαρακτήρα της κοινωνίας μας και για την καθημερινή ζωή. Ταυτόχρονα, οι πληροφορίες στο δημόσιο τομέα αποτελούν βασική πηγή για την οικονομική δραστηριότητα και την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Αυξάνοντας τη χρήση των πληροφοριών του δημόσιου τομέα, αναμένεται ότι μεγαλύτερο μέρος πολιτών και εταιρειών θα χρησιμοποιήσουν πληροφορίες καλύτερης ποιότητας, καθώς και ότι το γεγονός αυτό θα τους δώσει τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν καλύτερα τα δικαιώματά τους στην εσωτερική αγορά.

    Πράγματι, οι πληροφορίες του δημόσιου τομέα διαθέτουν επίσης σημαντικό οικονομικό δυναμικό. Από τις νέες τεχνολογίες της κοινωνίας της πληροφορίας προέκυψαν άνευ προηγουμένου δυνατότητες για συνδυασμό δεδομένων από διάφορες πηγές σε προϊόντα και υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας. Αποτελεί την ουσιαστική βάση για πολλά προϊόντα ψηφιακής πληροφορίας και θα μπορούσε να καταστεί σημαντική πρώτη ύλη για υπηρεσίες που θα τροφοδοτήσουν το ασύρματο Internet [2]. Πρόκειται για σημαντικό κεφάλαιο που μπορεί να αποτελέσει καίριο παράγοντα στην περαιτέρω εξέλιξη του τομέα του περιεχομένου, με αγορά που ανέρχεται ήδη σε 433 δισεκατομμύρια ευρώ και που απασχολεί περίπου 4 εκατομμύρια Ευρωπαίους. Η παραγωγή περιεχομένου συνέβαλε με ταχείς ρυθμούς στην αύξηση των θέσεων εργασίας κατά τα τελευταία έτη και μπορεί να συνεχίσει στην κατεύθυνση αυτή. Η βελτίωση των συνθηκών για την εκμετάλλευση πληροφοριών του δημόσιου τομέα θα δώσει επομένως ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα και στη δημιουργία θέσεων εργασίας. Επιπλέον, η καλύτερη χρήση των πληροφοριών του δημόσιου τομέα θα επιφέρει και άλλα οφέλη στους πολίτες, υπό μορφή ενός φάσματος από προϊόντα προστιθέμενης αξίας που δεν μπορεί να παράσχει ο δημόσιος τομέας.

    [2] Στις 20 Μαρτίου 2001, η Επιτροπή ενέκρινε ανακοίνωση με τίτλο "Η εισαγωγή κινητών επικοινωνιών τρίτης γενιάς στην Ευρωπαϊκή Ένωση: η τρέχουσα κατάσταση και η περαιτέρω πορεία" COM(2001) 141.

    Η κατακερματισμένη ευρωπαϊκή αγορά

    Η περαιτέρω ολοκλήρωση των ευρωπαϊκών οικονομιών και η ανάπτυξη του ασύρματου internet θα οδηγήσουν σε αύξηση της ζήτησης για πανευρωπαϊκά προϊόντα και υπηρεσίες πληροφοριών (κινητές τουριστικές υπηρεσίες, ευρωπαϊκές υπηρεσίες επιχειρηματικών πληροφοριών κ.λπ.). Η καθιέρωση προϊόντων αυτού του τύπου που βασίζονται σε πληροφορίες του δημόσιου τομέα συνιστά, ωστόσο, φιλόδοξο στόχο. Οι κανόνες και οι πρακτικές περαιτέρω χρήσης πληροφοριών διαφέρουν μεταξύ των χωρών ή μπορεί απλώς να μην είναι αρκετά σαφείς. Δυσχέρειες σε μία ή δύο χώρες μπορούν να αποτρέψουν φορείς συλλογής περιεχομένου από τη δημιουργία βιώσιμων ευρωπαϊκών προϊόντων σε κοινοτική κλίμακα. Tούτο έχει σαφή αντίκτυπο στην Ευρωπαϊκή αγορά, δεδομένου ότι η αβεβαιότητα ως προς τους όρους χρήσης των πληροφοριών αποτρέπει τις εταιρίες από τη διασυνοριακή εκμετάλλευση πληροφοριών του δημόσιου τομέα. Ιδιαίτερα οι ΜΜΕ ενδέχεται να αποκλειστούν, καθώς για τα μεγέθη τους, μια μείζων επενδυτική αποτυχία μπορεί να έχει συνέπειες για την επιβίωση της επιχείρησης. Με την επιβολή ελάχιστης δέσμης κοινών κανόνων θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις μεγαλύτερης ασφάλειας και θα καταστεί ευκολότερη η καθιέρωση προϊόντων σε κοινοτική κλίμακα. Θα μπορούσε επίσης να διευκολύνει την αποστολή αυτών καθαυτών των φορέων του δημόσιου τομέα, που σήμερα συχνά αναγκάζονται να λαμβάνουν ad-hoc μέτρα όταν αντιμετωπίζουν αιτήματα για περαιτέρω χρήση πληροφοριών.

    Οι δυσκολίες για την καθιέρωση διασυνοριακών υπηρεσιών πληροφοριών δεν επηρεάζουν μόνο τους παραγωγούς των εν λόγω υπηρεσιών, αλλά έχουν επίσης και αρνητικό αντίκτυπο στους χρήστες. Η διάθεση αξιόπιστων πληροφοριακών υπηρεσιών, που καλύπτουν π.χ. διοικητικές διαδικασίες, κυκλοφορία, επενδυτικούς όρους και προϋποθέσεις, ή την κατάσταση του περιβάλλοντος σε διάφορα κράτη μέλη συνιστούν πολύτιμο εργαλείο για τις εταιρείες που λειτουργούν εντός της εσωτερικής αγοράς, παράλληλα με τη σημασία τους για τους πολίτες. Κατά συνέπεια, οι δυσχέρειες στην εκμετάλλευση πληροφοριών του δημόσιου τομέα έχουν δυνητικό αρνητικό αποτέλεσμα στην εσωτερική αγορά ως σύνολο.

    Η επιλογή νομικού μέσου

    Με την παρούσα οδηγία θα εξασφαλισθεί ότι, όσον αφορά την περαιτέρω χρήση πληροφοριών του δημόσιου τομέα, θα ισχύσουν οι ίδιοι βασικοί όροι για όλους τους συντελεστές της ευρωπαϊκής αγοράς πληροφοριών, θα επιτευχθεί μεγαλύτερος βαθμός διαφάνειας στους όρους και τις προϋποθέσεις περαιτέρω χρήσης, ενώ θα αρθούν οι αναιτιολόγητες στρεβλώσεις της αγοράς. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή προτείνει τη θέσπιση οδηγίας σχετικά με την εκμετάλλευση πληροφοριών του δημόσιου τομέα ως τον πλέον αναλογικό τρόπο επίτευξης αποτελεσμάτων στο εν λόγω πεδίο, καθώς και για το γεγονός ότι ο συντονισμός μεταξύ κρατών μελών ή/και σύσταση απευθυνόμενη σε αυτά ενδέχεται να μην επαρκέσουν για την αντιμετώπιση της κατάστασης, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής σημασίας του εξεταζόμενου θέματος. Με την έκδοση της παρούσας προτεινόμενης οδηγίας θα υπάρξει ασφάλεια δικαίου για τους συντελεστές της αγοράς και θα ισχύσουν καταληκτικές προθεσμίες για τις αλλαγές, αφήνοντας στα κράτη μέλη την ευχέρεια επιλογής του επακριβούς τρόπου εφαρμογής των διατάξεων, προσαρμοσμένων στις τοπικές συνθήκες. Η οδηγία θα αποτελούσε σαφή απάντηση στη διεθνοποίηση των πληροφοριακών αναγκών και στον πανευρωπαϊκό χαρακτήρα πολλών από τα προϊόντα και τις υπηρεσίες πληροφοριών. Θα αποφευχθεί η αποσπασματική προσέγγιση καθώς τα κράτη μέλη θα προχωρούν στο πεδίο αυτό σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.

    Εξάλλου, η απουσία δράσης ή η υπερβολικά περιορισμένη δραστηριότητα στο πεδίο αυτό ενδέχεται να οδηγήσει, σε λίγα χρόνια, στη δυσάρεστη διαπίστωση ότι θα συνεχίζουν να υφίστανται σημαντικά εμπόδια για την εκμετάλλευση πληροφοριών του δημόσιου τομέα σε κοινοτική κλίμακα και ότι θα έχει διευρυνθεί το χάσμα με τις ΗΠΑ. Όπως προκύπτει από τις εμπειρίες με τις κατευθυντήριες γραμμές του 1989 [3] που εκδόθηκαν από την Επιτροπή σχετικά με την εκμετάλλευση των πληροφοριών του δημόσιου τομέα, μια μη νομοθετική προσέγγιση στο εν λόγω πεδίο δεν θα οδηγήσει στα απαιτούμενα αποτελέσματα. Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές έχουν μικρό πρακτικό αντίκτυπο.

    [3] Κατευθυντήριες γραμμές για βελτίωση της συνέργειας μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα στην αγορά των πληροφοριών, Λουξεμβούργο 1989.

    Επιπλέον, η αντιμετώπιση μεμονωμένων περιστατικών παραβάσεων βάσει των ισχυόντων κανόνων των συνθηκών (κανόνες περί ανταγωνισμού, κανόνες περί αμεροληψίας, κανόνες σχετικά με την ελεύθερη διακίνηση υπηρεσιών) δεν παρέχει αφ'εαυτής την ασφάλεια που απαιτείται από το σύνολο του τομέα ώστε να πραγματοποιηθούν επενδύσεις σε νέα προϊόντα και υπηρεσίες. Αποτελεί σχετικά περιορισμένη λύση και δεν ισχύει κατ'ανάγκη σε άλλες περιστάσεις. Επίσης, η ψηλάφηση των ορίων των υφιστάμενων νομικών δυνατοτήτων μέσω σειράς δικαστικών υποθέσεων θα είναι χρονοβόρα, στην περίπτωση των εθνικών δικαστηρίων, και δαπανηρή για τις ενδιαφερόμενες εταιρείες. Ταυτόχρονα, οι δικαστικές αποφάσεις δεν θα επιλύσουν το υποκείμενο πρόβλημα που συνιστούν οι εν ισχύι αποκλίνοντες κανόνες και πρακτικές στα διάφορα κράτη μέλη.

    Η πρόταση οδηγίας δεν θα επιδράσει αρνητικά στη δυνατότητα των πολιτών να έχουν πρόσβαση στα έγγραφα στην πηγή τους, δεν θα μεταβάλει τους υφιστάμενους κανόνες πρόσβασης στα έγγραφα, που ισχύουν στα κράτη μέλη, ενώ θα διατηρήσει το επίπεδο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βάσει των υφισταμένων κανόνων για την προστασία των δεδομένων.

    2. ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΒΑΣΗΣ

    Όπως τονίσθηκε παραπάνω, αποκλίνουσες ή/και ασαφείς εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές των οργανισμών του δημοσίου παρεμποδίζουν την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς προϊόντων και υπηρεσιών. Απουσιάζει ένας ελάχιστος βαθμός ασφάλειας και διαφάνειας όσον αφορά τους όρους και προϋποθέσεις περαιτέρω χρήσης πληροφοριών του δημόσιου τομέα στην Ευρώπη, γεγονός που υψώνει σημαντικά εμπόδια για την καθιέρωση διασυνοριακών προϊόντων και υπηρεσιών που θα βασίζονται σε πληροφορίες του δημόσιου τομέα και, κατά συνέπεια, την ανάπτυξη μιας γνήσιας ευρωπαϊκής αγοράς πληροφοριών.

    Με βάση τα παραπάνω, η παρούσα πρόταση στοχεύει στην προώθηση των στόχων της εσωτερικής αγοράς που ορίζονται στο άρθρο 95 της συνθήκης ΕΚ και που αφορούν διατάξεις εναρμόνισης, οι οποίες αποσκοπούν στην εγκαθίδρυση και την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Για το σκοπό αυτό μπορούν να θεσπιστούν μέτρα - υπό την έννοια κανονισμών, αποφάσεων, οδηγιών ή συστάσεων - σύμφωνα με τη διαδικασία συναπόφασης (άρθρο 251).

    3. ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ

    Οι στόχοι της παρούσας προτεινόμενης οδηγίας είναι η διευκόλυνση της καθιέρωσης ευρωπαϊκών πληροφοριακών υπηρεσιών που βασίζονται σε πληροφορίες του δημόσιου τομέα, η βελτίωση της αποτελεσματικής διασυνοριακής χρήσης πληροφοριών του δημόσιου τομέα εκ μέρους ιδιωτικών εταιρειών για την δημιουργία πληροφοριακών προϊόντων και υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας, για τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στην ευρωπαϊκή αγορά και για να αποφευχθεί η δημιουργία περαιτέρω κατακερματισμού εξαιτίας του διαφορετικού ρυθμού αντιμετώπισης του θέματος της περαιτέρω χρήσης των πληροφοριών του δημόσιου τομέα στα κράτη μέλη. Δεδομένου του εγγενώς ευρωπαϊκού πεδίου εφαρμογής και αντίκτυπού τους, οι στόχοι αυτοί δεν μπορούν, συνεπώς, να καλυφθούν ικανοποιητικά από τα μεμονωμένα κράτη μέλη, ενώ αντίθετα μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο.

    Η οδηγία περιορίζεται στην ελάχιστη απαιτούμενη εναρμόνιση για την επιδίωξη των εν λόγω στόχων. Η επιλογή οδηγίας ως ενδεδειγμένου μέσου για αντιμετώπιση των διακυβευόμενων θεμάτων εξηγείται παραπάνω. Στις κυβερνήσεις αφήνεται σημαντικό περιθώριο κινήσεων, με την οδηγία όμως προσφέρεται συμβολή στον περιορισμό ή την υπερπήδηση των κυρίων εμποδίων για τη βιομηχανία μέσω της θέσπισης σειράς βασικών αρχών.

    Κατά συνέπεια, η πρόταση ευθυγραμμίζεται πλήρως με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.

    4. ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

    Θετικός αντίκτυπος στην αγορά πληροφοριών

    Η βελτίωση των δυνατοτήτων περαιτέρω χρήσης πληροφοριών του δημόσιου τομέα βάσει εναρμονισμένου νομικού πλαισίου θα ενισχύσει τις επενδύσεις και την καινοτομία στην αγορά των πληροφοριών εξαιτίας της βελτιωμένης ασφάλειας και διαφάνειας. Ως αποτέλεσμα αναμένεται μεγέθυνση και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας ψηφιακού περιεχομένου και οφέλη για τους καταναλωτές.

    Το μέγεθος της οικονομικής αξίας των πληροφοριών του δημόσιου τομέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση φανερώνει το δυναμικό του εν λόγω πεδίου: η αξία αυτή εκτιμήθηκε πρόσφατα σε περίπου 68 δισεκατομμύρια ευρώ [4]. Το μέγεθος αυτό είναι συγκρίσιμο με το μέγεθος κλάδων όπως οι νομικές υπηρεσίες και ο τυπογραφικός κλάδος. Η βελτιωμένη χρησιμοποίηση του οικονομικού δυναμικού των πληροφοριών του δημόσιου τομέα θα οδηγήσει σε αυξημένη δραστηριότητα και δημιουργία θέσεων εργασίας στον κλάδο του ψηφιακού περιεχομένου. Πολλές από τις θέσεις αυτές θα δημιουργηθούν σε ΜΜΕ.

    [4] «Εμπορική εκμετάλλευση πληροφοριών του δημόσιου τομέα στην Ευρώπη», Pira International, Σεπτέμβριος 2000.

    Για το μέλλον διαγράφονται σημαντικές προοπτικές όσον αφορά την αγορά περιεχομένου μέσω κινητών επικοινωνιών. Πρόσφατη μελέτη [5] εκτιμά το μέγεθος της ευρωπαϊκής αγοράς κινητού περιεχομένου το 2006 σε περίπου 19 δισεκατομμύρια ευρώ. Στη μελέτη αναφέρεται ότι οι ελκυστικές εφαρμογές πληροφοριών του δημόσιου τομέα καθώς και εφαρμογές προστιθέμενης αξίας που βασίζονται σε πληροφορίες του δημόσιου τομέα μπορούν να αποτελέσουν κύριο στοιχείο για την ανάπτυξη της εν λόγω αναδυόμενης αγοράς υπηρεσιών.

    [5] «Ψηφιακό περιεχόμενο για παγκόσμιες κινητές υπηρεσίες», Andersen, 2002.

    Τα προτεινόμενα μέτρα πρόκειται έτσι να δημιουργήσουν βελτιωμένες ευκαιρίες ώστε η ευρωπαϊκή βιομηχανία περιεχομένου να χρησιμοποιεί πληροφορίες του δημόσιου τομέα για πληροφοριακά προϊόντα προστιθέμενης αξίας. Η πρόκληση για την ευρωπαϊκή βιομηχανία συνίσταται στην πλήρη εκμετάλλευση της ευκαιρίας αυτής.

    Ο αντίκτυπος διαφορετικών μοντέλων χρέωσης

    Κατά τα τελευταία έτη, σε σειρά μελετών επιχειρήθηκε η μοντελοποίηση και αξιολόγηση του οικονομικού αντίκτυπου που έχουν περισσότερο ανοικτές πολιτικές όσον αφορά τα δεδομένα. Η συζήτηση εστιάστηκε κυρίως στο θέμα της χρέωσης, αντιπαραθέτοντας το μοντέλο χαμηλού κόστους που εφαρμόζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες - όπου η χρέωση για την περαιτέρω χρήση πληροφοριών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης δεν υπερβαίνει το οριακό κόστος για την αναπαραγωγή και διάδοσή τους - με μοντέλα ανάκτησης του κόστους που χρησιμοποιούνται στην Ευρώπη. Οι περισσότερες αναλύσεις - σε βάση οικονομικής μοντελοποίησης ή/και εμπειρικής μεθοδολογίας που αφορά τον τομέα - κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα μοντέλα χαμηλής τιμολόγησης παρέχουν τα υψηλότερα οφέλη στην κοινωνία ως σύνολο [6]. Λεπτομερής μελέτη σειράς βάσεων δεδομένων τις οποίες λειτουργούν φορείς του δημόσιου τομέα αναφέρει ότι η χρέωση οριακών δαπανών για αναπαραγωγή και διάδοση έχει αναμφισβήτητα τον μεγαλύτερο οικονομικό αντίκτυπο καθώς και τα λεγόμενα "αποτελέσματα ευημερίας" [7]. Ιδιαίτερα ευνοούνται οι ΜΜΕ και οι νέες εταιρείες. Ένα επιπλέον πλεονέκτημα έναντι των μοντέλων ανάκτησης του κόστους είναι ότι οι πληροφορίες του δημόσιου τομέα ανοίγουν και για τους πολίτες. Σε μία μελέτη συνεκτιμάται ειδικότερα τα δυνητικά αποτελέσματα στο φορολογητέο εισόδημα και επισημαίνεται ότι η αυξημένη οικονομική δραστηριότητα ως αποτέλεσμα χαμηλότερων τελών αδειοδότησης για την περαιτέρω χρήση πληροφοριών του δημόσιου τομέα θα έχει συνολικά επωφελή επίδραση στα δημόσια οικονομικά [8]. Σε ανάλυση του Υπουργείου Οικονομικών του ΗΒ [9] στο πλαίσιο της έκθεσης δαπανών για το 2000, συνιστάται σύνεση, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζεται η ανάγκη "να συμπεριληφθεί μια δομή που θα παρέχει κίνητρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι υπηρεσίες και ιδίως τα εμπορικά διαθέσιμα δεν θα επιλέγουν μικρή παραγωγή με μεγάλο κόστος, το οποίο θα μπορούν στη συνέχεια να καλύπτουν μετακυλίοντας υψηλές τιμές στους αγοραστές. Η αδράνεια και η επιθυμία "ήσυχης ζωής" είναι μάλλον τα κύρια εμπόδια για την επέκταση της χρησιμοποίησης κυβερνητικών πληροφοριών με κάλυψη του κόστους. Η εν λόγω έκθεση δαπανών αποτέλεσε τη βάση για την ατελή παροχή προς περαιτέρω χρήση βασικών πληροφοριών που βρίσκονταν στην κατοχή της κυβέρνησης.

    [6] Βλέπε, λόγου χάρη, τις μελέτες «Welvaartseffecten van verschillende financieringsmethoden van elektronische gegevensbestanden», έκθεση των Berenschot and Nederlands Economisch Instituut για το Ολλανδικό Υπουργείο Εσωτερικών, 2001, «Commercial exploitation of Europe's public sector information», έκθεση του Pira International για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Σεπτέμβριος 2000, ή την έρευνα στο πεδίο των γεωγραφικών πληροφοριών που αναφέρεται στο «The dissemination of spatial data: a North-American-European comparative study on the impact of government information policy», X.R. Lopez, Ablex Publishing Corporation 1998 ή τη μελέτη «Economische effecten van laagdrempelige beschikbaarstelling van overheidsinformatie» (2000) για λογαριασμό του 'Ravi Bedrijvenplatform' (μέλη, προερχόμενα από τον ιδιωτικό τομέα της Ολλανδικής Επιτροπής Γεωγραφικών Δεδομένων.

    [7] «Welvaartseffecten van verschillende financieringsmethoden van elektronische gegevensbestanden», έκθεση των Berenschot and Nederlands Economisch Instituut για το Ολλανδικό Υπουργείο Εσωτερικών, 2001.

    [8] Η μελέτη, που βασίζεται σε συντηρητική προβολή των εξελίξεων της αγοράς που προκύπτουν από τη μείωση των τελών αδειοδότησης για την επανάχρηση πληροφοριών του δημόσιου τομέα, επισημαίνει ότι μια πλέον ελεύθερη πολιτική αδειοδότησης θα δημιουργούσε πρόσθετα φορολογικά έσοδα που θα υπεραναπλήρωναν το απωλεσθέν εισόδημα από τα εν λόγω τέλη. Σε τελική ανάλυση δεν πρόκειται επομένως για ζήτημα απωλεσθέντων εσόδων. «Commercial exploitation of Europe's public sector information», Pira International, Σεπτέμβριος 2000.

    [9] Προσάρτημα στην Έκθεση Δαπανών 2000 του Υπουργείου Οικονομικών του ΗΒ.

    Στην παρούσα πρόταση λαμβάνεται υπόψη ότι ορισμένοι φορείς του δημόσιου τομέα εξαρτώνται από το εισόδημα που προέρχεται από τις πωλήσεις των πληροφοριακών πόρων τους, ώστε να είναι σε θέση να χρηματοδοτούν μέρος των δραστηριοτήτων τους. Ως προς τις πολιτικές χρέωσης δεν επιβάλλεται καμία ριζοσπαστική αλλαγή. Μολονότι παροτρύνονται τα κράτη μέλη να ενθαρρύνουν τους φορείς του δημόσιου τομέα στην υιοθέτηση του οριακού κόστους όσον αφορά την αναπαραγωγή και διάδοση όπου αυτό είναι δυνατό, ο καθορισμός των πολιτικών χρέωσης επαφίεται στα κράτη μέλη και στους φορείς του δημόσιου τομέα. Η πρόταση παρέχει έτσι τη δυνατότητα πλήρους ανάκτησης των δαπανών παραγωγής και των συναφών δαπανών για την παραγωγή ενός εγγράφου από τους εμπλεκόμενους φορείς του δημόσιου τομέα, συμπεριλαμβανομένου και εύλογου ποσοστού απόδοσης. Ο μόνος περιορισμός που επιβάλλεται είναι το ανώτατο όριο, σε περιπτώσεις όπου οι φορείς του δημόσιου φορέα πραγματοποιούν υπέρμετρα κέρδη βάσει των πληροφοριακών πόρων τους.

    Η ανασκόπηση της παρούσας οδηγίας, η οποία προβλέπεται 3 χρόνια έπειτα από την έναρξη ισχύος της, θα αφορά ιδιαίτερα το συνολικό αντίκτυπο της οδηγίας στην αύξηση της διάθεσης πληροφοριών του δημόσιου τομέα για περαιτέρω χρήση καθώς και στον αντίκτυπό της στα δημόσια έσοδα.

    Αντίκτυπος της διαφάνειας και ισότητα συνθηκών στην αγορά

    Το θέμα της χρέωσης είναι ένα μόνο από τα στοιχεία που αντιμετωπίζονται στην παρούσα πρόταση. Η αύξηση της διαφάνειας και η ύπαρξη ίσων όρων στην αγορά αναμένεται ότι θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στις δυνατότητες περαιτέρω χρήσης πληροφοριών του δημόσιου τομέα [10]. Τα μέτρα αυτά θα βελτιώσουν τις πληροφοριακές υπηρεσίες σε κλίμακα Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και την οικονομική δραστηριότητα που βασίζεται σε πληροφορίες του δημόσιου τομέα, χωρίς να επηρεάσουν αρνητικά το εισόδημα των εμπλεκόμενων φορέων του δημόσιου τομέα. Μολονότι είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν τα αποτελέσματα της διαφάνειας, η σαφήνεια και η συνάφεια θεωρούνται ουσιώδεις συνθήκες για την εξέλιξη της αγοράς [11]. Το ίδιο ισχύει για τον περιορισμό της μονοπωλιακής συμπεριφοράς: τόσο η οικονομική θεωρία όσο και η πρακτική συνηγορούν ότι η εν λόγω συμπεριφορά μπορεί να έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στην εξέλιξη της αγοράς πληροφοριών.

    [10] Βλέπε τα συμπεράσματα και τις συστάσεις της μελέτης «Commercial exploitation of Europe's public sector information», Pira International, Σεπτέμβριος 2000.

    [11] «Welvaartseffecten van verschillende financieringsmethoden van elektronische gegevensbestanden», έκθεση των Berenschot and Nederlands Economisch Instituut για το Ολλανδικό Υπουργείο Εσωτερικών, 2001.

    Η πραγματική επιβάρυνση των φορέων του δημόσιου τομέα

    Τα μέτρα στην παρούσα οδηγία περιλαμβάνουν διατάξεις, για τις οποίες ενδεχομένως απαιτηθούν ορισμένες περαιτέρω προσπάθειες των ενδιαφερόμενων φορέων του δημοσίου. Οι διατάξεις αυτές δεν υπερβαίνουν, ωστόσο, τα εκτιμώμενα ως όρια της ορθής διοικητικής πρακτικής.

    Η γενική προσέγγιση της εν λόγω πρότασης οδηγίας στοχεύει στην ελάχιστη έκτακτη επιβάρυνση των φορέων του δημόσιου τομέα. Τα έγγραφα μπορούν να διατίθενται στην υφιστάμενη μορφή τους, ενώ δεν υφίσταται υποχρέωση δημιουργίας εγγράφων ή προσαρμογής τους σε διαφορετικό μορφότυπο. Η υλοποίηση των προτεινόμενων μέτρων αναμένεται, κατά συνέπεια, ότι θα έχει περιορισμένο αντίκτυπο στις δημόσιες διοικήσεις των κρατών μελών όσον αφορά τους επιχειρησιακούς τους πόρους.

    5. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ

    Η πρόταση οδηγίας βασίζεται, μεταξύ άλλων, στην ανταπόκριση που είχε η Πράσινη Βίβλος σχετικά με τις "Πληροφορίες του δημόσιου τομέα: βασικός πόρος για την Ευρώπη" (COM(1998) 585), που εγκρίθηκε από την Επιτροπή στις 20 Ιανουαρίου 1999 [12] και στις διαβουλεύσεις που ακολούθησαν τη δημοσίευση της εν λόγω Πράσινης Βίβλου.

    [12] Οι απαντήσεις στην Πράσινη Βίβλο καθώς και αναλυτική επισκόπησή τους περιλαμβάνονται στην ιστοθέση: http://www.cordis.lu/econtent/psi/.

    Στη συνέχεια κινήθηκε διαδικασία ηλεκτρονικής διαβούλευσης για τη συλλογή σχολίων και αντιδράσεων από τους ενδιαφερόμενους αναφορικά με το τι θα πρέπει να περιέχει ένα νομικό μέτρο. Ως καταληκτική ημερομηνία για τη διαβούλευση ορίστηκε η 21η Φεβρουαρίου 2002. Στη διαβούλευση ανταποκρίθηκαν 77 οργανισμοί. Οι κλαδικοί φορείς που ασχολούνται με την περαιτέρω χρήση εκφράστηκαν πολύ θετικά και επεσήμαναν σαφώς, συμφωνώντας με προηγούμενα σχόλια, ότι η οδηγία θα ήταν το κατάλληλο μέσο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων. Οι κάτοχοι δεδομένων διατύπωσαν ορισμένες επιφυλάξεις σχετικά με την πρόταση, ιδίως αναφορικά με το θέμα της χρέωσης, μολονότι συχνά τείνουν να συμμερίζονται την άποψη ότι οι όροι περαιτέρω χρήσης μπορούν και πρέπει να βελτιωθούν σε ευρωπαϊκή κλίμακα.

    6. ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

    Η προτεινόμενη οδηγία ακολουθεί τις βασικές κατευθύνσεις, όπως διατυπώθηκαν από την Επιτροπή στην ανακοίνωσή της της 23ης Οκτωβρίου 2001 (COM(2001) 607) στα θέματα του πεδίου εφαρμογής, της βασικής αρχής, του θεμιτού ανταγωνισμού και σε σειρά θεμάτων πρακτικού χαρακτήρα.

    Σκοπός και πεδίο εφαρμογής (άρθρο 1)

    Η παρούσα οδηγία ισχύει για έγγραφα γενικής πρόσβασης, εκτός εάν αυτά υπάγονται σε συγκεκριμένη εξαίρεση που προβλέπεται στην παρούσα πρόταση.

    Δραστηριότητες εκτός του πεδίου εφαρμογής της δημόσιας αποστολής

    Στο πλαίσιο της χρήσης πληροφοριών του δημόσιου τομέα, οι φορείς του δημόσιου τομέα ενδέχεται να χρησιμοποιούν τα ίδια έγγραφα σε δραστηριότητες που συνδέονται με τη δημόσια αποστολή τους καθώς και με εμπορικές δραστηριότητες εκτός της δημόσιας αποστολής τους. Στην τελευταία περίπτωση περιλαμβάνεται προστιθέμενη αξία για πληροφορίες που έχουν συλλέξει για συγκεκριμένους πελάτες, ή ανάπτυξη προϊόντων προστιθέμενης αξίας για ευρύτερη καταναλωτική αγορά, τα οποία βασίζονται στα αρχικά δεδομένα που συγκεντρώνονται κατά την εκτέλεση της δημόσιας αποστολής τους. Παραδείγματα των εν λόγω εμπορικών δραστηριοτήτων είναι έρευνες αγοράς βάσει στατιστικών πληροφοριών ή επί παραγγελία προσαρμοσμένες καιρικές προγνώσεις βάσει μετεωρολογικών δεδομένων. Ενώ οι βασικές πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί με δαπάνη του δημοσίου και κατά την εκτέλεση της δημόσιας αποστολής θα πρέπει να διατίθενται για περαιτέρω χρήση, τα εμπορικά πληροφοριακά προϊόντα και υπηρεσίες που προκύπτουν από τις εν λόγω πληροφορίες δεν θα πρέπει να είναι διαθέσιμα. Θα πρέπει, ωστόσο, να εφαρμόζονται ορισμένες διασφαλίσεις, ώστε να εξασφαλίζονται ισότιμες συνθήκες όταν ένας φορέας του δημόσιου τομέα και τρίτοι προσφέρουν πληροφοριακά προϊόντα και υπηρεσίες που προκύπτουν από τις ίδιες πληροφορίες. Συγκεκριμένα, τα τέλη και λοιποί όροι και προϋποθέσεις που συνδέονται με την παροχή δημόσιων πληροφοριών για τις εν λόγω εμπορικές δραστηριότητες θα πρέπει να είναι τα ίδια με αυτά που ισχύουν για τρίτους που ζητούν τις εν λόγω πληροφορίες (βλ. άρθρο 7). Το πεδίο εφαρμογής της δημόσιας αποστολής ενός φορέα του δημόσιου τομέα συχνά πρόκειται να ορίζεται με νόμο ή με άλλους δεσμευτικούς κανόνες στα κράτη μέλη. Σε περίπτωση απουσίας τέτοιων κανόνων, θα πρέπει να ορίζεται σύμφωνα με την ισχύουσα διοικητική πρακτική στο εκάστοτε κράτος μέλος. Με την παρούσα οδηγία δεν επιδιώκεται εναρμόνιση του πεδίου εφαρμογής της δημόσιας αποστολής που προσδιορίζεται από τα κράτη μέλη.

    Δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας [13]

    [13] Διευκρινίζεται ότι ο όρος δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας αναφέρεται μόνο σε δικαιώματα δημιουργού και συναφή δικαιώματα (περιλαμβανομένων sui generis μορφών προστασίας). Δεν περιλαμβάνονται δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας.

    Τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας που ενδέχεται να έχουν τρίτοι σε πληροφορίες που κατέχουν φορείς του δημόσιου τομέα δεν επηρεάζονται από τα προτεινόμενα μέτρα. Σε πολλές περιπτώσεις, προϊόντα και υπηρεσίες πληροφοριών ενδέχεται να έχουν αναπτυχθεί από τον δημόσιο τομέα σε συνεργασία με εταίρους του ιδιωτικού τομέα ή τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας ενδέχεται να ανήκουν στους απασχολούμενους των φορέων του δημοσίου τομέα. Η πρόταση δεν επηρεάζει τα δικαιώματα των εν λόγω τρίτων.

    Η πρόταση έχει, ωστόσο, επίδραση στον τρόπο με τον οποίο οι φορείς του δημόσιου τομέα μπορούν να εξασκήσουν τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας που τους ανήκουν. Το γενικό νομικό πλαίσιο εντός του οποίου υφίστανται και αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας εξασφαλίζεται, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με την οδηγία 2001/29/ΕΚ [14] περί δικαιώματος δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας και με την οδηγία 96/9/ΕΚ [15] σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων. η παρούσα πρόταση θέτει εύλογα όρια στην άσκηση δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας εκ μέρους φορέων του δημόσιου τομέα. Η πρόταση δεν επηρεάζει την ύπαρξη ή το καθεστώς δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας φορέων του δημόσιου τομέα. Δεν αίρεται η υφιστάμενη προστασία δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, λόγου χάρη, ένδικα μέσα κατά μη εξουσιοδοτημένης περαιτέρω χρήσης, και δεν στερείται η δυνατότητα επιβολής όρων περαιτέρω χρήσης και, επομένως, αποκλεισμού ανεπιθύμητων μορφών περαιτέρω χρήσης μέσω άδειας.

    [14] Οδηγία 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, ΕΕ L 167, 22.6.2001, σ. 10-19.

    [15] Οδηγία 96/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 1996, σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων, ΕΕ L 77, 27.3.1996, σ. 20-28.

    Οι υποχρεώσεις της παρούσας οδηγίας ισχύουν μόνο στο βαθμό που οι επιβαλλόμενες υποχρεώσεις συμβιβάζονται με τις διατάξεις διεθνών συμφωνιών για την προστασία δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, ιδίως της Σύμβασης της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων και της συμφωνίας για τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου.

    Προστασία δεδομένων

    Η πρόταση οδηγίας δεν επηρεάζει καθόλου την πλήρη τήρηση των υφιστάμενων κανόνων για την προστασία των κρατών μελών. Εάν, για λόγους που αναφέρονται στην προστασία των δεδομένων, οι πληροφορίες δεν είναι γενικώς προσβάσιμες δεν θα είναι και εκμεταλλεύσιμες. Συμπεριλαμβάνεται η περίπτωση κατά την οποία υφίστανται ειδικοί όροι για διαβούλευση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που κατέχουν φορείς του δημόσιου τομέα (π.χ. η ανάγκη τεκμηρίωσης έννομου συμφέροντος για λόγους προστασίας των δεδομένων, πρόσβαση περιορισμένη σε ορισμένα τμήματα των πληροφοριών).

    Δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς, πολιτιστικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα

    Για την αποφυγή ενδεχόμενων αμφιβολιών σχετικά με το ερώτημα κατά πόσον οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς θα πρέπει να θεωρούνται 'φορείς του δημόσιου τομέα' υπό την έννοια του ορισμού της παρούσας οδηγίας, οι φορείς αυτοί εξαιρούνται ρητά από το πεδίο εφαρμογής της. Η εν λόγω εξαίρεση αντικατοπτρίζει την ιδιαίτερη θέση τους, η οποία αναγνωρίζεται στο πρωτόκολλο που επισυνάπτεται στη Συνθήκη του Άμστερνταμ, στο οποίο αναγνωρίζεται η ιδιαίτερη θέση τους.

    Γενικότερα, ορισμένοι φορείς του δημόσιου τομέα στο χώρο του πολιτισμού και της εκπαίδευσης δικαιούνται ιδιαίτερης μεταχείρισης ενόψει ενός συνδυασμού διαφόρων παραγόντων. Η εφαρμογή της οδηγίας ενδέχεται να τους προκαλέσει σχετικά σημαντική διοικητική επιβάρυνση σε σύγκριση προς το όφελος. Μεγάλο μέρος των πληροφοριών τους εξαιρούνται, οπωσδήποτε, από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας όσον αφορά δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας τρίτων. Τέλος, η κοινωνική λειτουργία τους ως φορέων πολιτισμού και γνώσης τούς προσδίδουν ιδιαίτερη θέση.

    Ορισμοί (άρθρο 2)

    Αφετηρία για τον ορισμό των 'φορέων του δημόσιου τομέα' απετέλεσε ο ορισμός που περιλαμβάνεται στις οδηγίες που αναφέρονται στις δημόσιες συμβάσεις. Καλύπτει δημόσια χρηματοδοτούμενους ή ελεγχόμενους φορείς, αποκλειομένων των κρατικών εταιρειών.

    Ο ορισμός του 'εγγράφου' στην πρόταση οδηγίας - κάθε περιεχόμενο ανεξάρτητα από το μέσο όπου είναι αποτυπωμένο (γραπτό σε χαρτί ή αποθηκευμένο σε ηλεκτρονική μορφή ή ως ηχητική, οπτική ή οπτικοακουστική εγγραφή) - είναι ευρύς ώστε να αντικατοπτρίζει τις ανάγκες της κοινωνίας της πληροφορίας. Καλύπτει όλους τους τύπους περιεχομένου, ψηφιακού ή όχι, από οπτικοακουστικό υλικό έως βάσεις δεδομένων. Στην εποχή του Internet, π.χ., θα ήταν άχρηστη η διάκριση μεταξύ των πρακτικών μιας κυβερνητικής διάσκεψης και της δικτυακής εγγραφής της στον παγκόσμιο ιστό. Ανάλογος ορισμός χρησιμοποιείται επίσης στον κανονισμό για την πρόσβαση στα έγγραφα των ευρωπαϊκών οργάνων που εγκρίθηκε το 2001 [16].

    [16] Κανονισμός αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 2001 σχετικά με τη δημόσια πρόσβαση σε έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, ΕΕ L 145, 31.5.2001.

    'Έγγραφα γενικής πρόσβασης'. Τα μέτρα με τα οποία διευκολύνεται η περαιτέρω χρήση πληροφοριών του δημοσίου τομέα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση θα βασιστούν στους υφιστάμενους κανόνες πρόσβασης που ισχύουν στα κράτη μέλη. Δεν προτείνονται αλλαγές στους κανόνες αυτούς. Δεδομένου ότι η πρόταση οδηγίας βασίζεται στα υφιστάμενα καθεστώτα πρόσβασης, δεν θα ισχύσει για έγγραφα που αφορούν τη δημόσια ασφάλεια, την άμυνα, την κρατική ασφάλεια ούτε στις κρατικές δραστηριότητες σε δικαστικές υποθέσεις, εφόσον δεν διέπονται από ειδικά καθεστώτα. Επίσης δεν θα γίνεται επεξεργασία εγγράφων ή τμημάτων εγγράφων που περιέχουν εμπορικώς ευαίσθητες πληροφορίες, π.χ. επιχειρηματικά μυστικά, δεδομένου ότι δεν εμπίπτουν στα εθνικά καθεστώτα πρόσβασης.

    Εφόσον έγγραφα χρησιμοποιούνται από φορείς του δημόσιου τομέα για δικά τους πληροφοριακά προϊόντα ή υπηρεσίες, θεωρούνται έγγραφα γενικής πρόσβασης. Το γεγονός ότι φορέας του δημόσιου τομέα εκμεταλλεύεται εμπορικά τις πληροφορίες του δεν αρκεί αφ´εαυτού ως λόγος αποκλεισμού των εν λόγω πληροφοριών από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας πρότασης.

    Γενική αρχή (άρθρο 3)

    Στο άρθρο 3 επισημαίνεται ότι, εφόσον φορείς του δημόσιου τομέα επιτρέπουν την περαιτέρω χρήση των εγγράφων, ισχύουν οι όροι των κεφαλαίων ΙΙ και ΙΙΙ. Οι φορείς του δημόσιου τομέα δεν υποχρεούνται να επιτρέπουν την περαιτέρω χρήση συγκεκριμένων εγγράφων, καλούνται ωστόσο τα κράτη μέλη να παροτρύνουν τους φορείς του δημόσιου τομέα να διαθέτουν τα έγγραφα προς περαιτέρω χρήση.

    Διάθεση (άρθρο 4)

    Στόχος του εν λόγω άρθρου είναι να δοθεί στους αιτούντες η δυνατότητα να ζητήσουν τα έγγραφα σε κάθε διαθέσιμη μορφή ή γλώσσα (π.χ. σε διάφορους ηλεκτρονικούς μορφοτύπους), γεγονός που μπορεί να τους βοηθήσει σημαντικά κατά την επεξεργασία των εγγράφων. Προτιμητέα είναι η ηλεκτρονική μετάδοση, δεδομένου όμως ότι πολλά από τα έγγραφα είναι ακόμα σε χαρτί και ότι δεν έχουν οι πάντες πρόσβαση ή ικανότητα χρησιμοποίησης των εργαλείων της κοινωνίας της πληροφορίας, δεν αποκλείεται η μετάδοση σε χαρτί. Για να αποφευχθεί υπερβολική επιβάρυνση των φορέων του δημόσιου τομέα, στο άρθρο προβλέπεται ότι δεν υφίσταται υποχρέωση του φορέα του δημόσιου τομέα να δημιουργεί ή να προσαρμόζει τα έγγραφα σε διαφορετική μορφή ή γλώσσα. Η ανάγκη προσαρμογής ενός εγγράφου ενδέχεται να προκύψει μόνον σε περίπτωση που μέρος του εγγράφου δεν είναι γενικά προσβάσιμο (το μέρος αυτό του εγγράφου πρέπει ενδεχομένως να χωριστεί από το υπόλοιπο έγγραφο ώστε να καταστεί δυνατή η περαιτέρω χρήση των τμημάτων του εγγράφου που είναι γενικώς προσβάσιμα).

    Χρόνος και απαιτήσεις σε περίπτωση απόρριψης αιτήματος (άρθρο 5)

    Το άρθρο αφορά περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται προηγούμενη άδεια για την επανάχρηση των εγγράφων. Σε πολλές περιπτώσεις η άδεια αυτή δεν θα απαιτηθεί και οι πληροφορίες θα μπορούν απλώς να αντλούνται από τον παγκόσμιο ιστό προς περαιτέρω χρήση.

    Για την τήρηση των διαφορών που υφίστανται στα εθνικά καθεστώτα πρόσβασης, προτείνεται ευθυγράμμιση των χρόνων απάντησης για αιτήματα περαιτέρω χρήσης με τα χρονικά περιθώρια που ισχύουν για την πρόσβαση στις πληροφορίες.

    Αρχές χρέωσης (άρθρο 6)

    Ο έλεγχος όσον αφορά πληροφορίες συγκεκριμένου πεδίου θέτει τους φορείς του δημόσιου τομέα σε δυνητική θέση ισχύος στην αγορά. Κατά τον ίδιο τρόπο όπως επιχειρήσεις που διαθέτουν δεσπόζουσα θέση δεν μπορούν να καταχρώνται τις ισχύεις τους στην αγορά, θα πρέπει και οι φορείς του δημόσιου τομέα να μην καθορίζουν αυθαίρετα τις τιμές τους, ούτε να χρεώνουν υπερβολικές τιμές για πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί στο πλαίσιο της δημόσιας αποστολής και με δημόσια δαπάνη. Ωστόσο, οι φορείς του δημόσιου τομέα διαθέτουν το δικαίωμα να ανακτούν τις επενδύσεις που πραγματοποίησαν για την παραγωγή των πληροφοριών. Κατά συνέπεια, στο παρόν σχέδιο οδηγίας προτείνονται αρχές χρέωσης βάσει κοστοστρεφούς μεθόδου. Όπου χρεώνονται τέλη, το συνολικό εισόδημα από την άδεια πρόσβασης ή περαιτέρω χρήσης των εν λόγω εγγράφων δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το κόστος παραγωγής, αναπαραγωγής και διάδοσης τους, συμπεριλαμβανομένου εύλογου περιθωρίου κέρδους. Σε περίπτωση διαφοράς, ο φορέας του δημόσιου τομέα φέρει το βάρος της απόδειξης ότι τα τέλη είναι κοστοστρεφή, εκτός εάν υφίσταται κατάλληλη διαφανής λογιστική απογραφή που παρέχει στον πιθανό φορέα περαιτέρω χρήσης τη δυνατότητα να επαληθεύσει την τήρηση της εν λόγω αρχής.

    Τούτο δεν εμποδίζει, φυσικά, τον φορέα του δημόσιου τομέα να χρεώνει χαμηλότερες τιμές για την περαιτέρω χρήση του εγγράφου ή να την επιτρέπει δωρεάν.

    Αμεροληψία (άρθρο 7)

    Για τη δημιουργία ισότιμων συνθηκών, τα τέλη και λοιποί όροι εμπορικής περαιτέρω χρήσης δεν θα πρέπει να εισάγουν διακρίσεις. Παρομοίως θα πρέπει να ισχύουν ισότιμοι όροι για συγκρίσιμους οργανισμούς που προβαίνουν σε περαιτέρω χρήση πληροφοριών για μη εμπορικούς σκοπούς.

    Ορισμένοι φορείς του δημόσιου τομέα, διεξάγουν επίσης εμπορικές δραστηριότητες, εκτός της δημόσιας αποστολής, παράλληλα με τις δημόσιες δραστηριότητές τους. Τα τέλη και λοιποί όροι που συνδέονται με την παροχή δημόσιων πληροφοριών για τις εν λόγω εμπορικές δραστηριότητες θα πρέπει να είναι τα ίδια με τα ισχύοντα για τρίτους που υποβάλλουν αίτηση για παροχή πληροφοριών. Σε αντίθετη περίπτωση υφίσταται κίνδυνος, ο εμπλεκόμενος φορέας του δημόσιου τομέα να καταχραστεί της προνομιακής θέσης τους για την επίτευξη ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος έναντι άλλων συντελεστών της αγοράς.

    Διαφάνεια (άρθρο 8)

    Με το εν λόγω άρθρο επιβάλλεται διαφάνεια στους όρους περαιτέρω χρήσης (τέλη και λοιποί όροι). Αναμένεται ότι οι όροι περαιτέρω χρήσης θα δημοσιευθούν, από τον ενδιαφερόμενο φορέα, στο Internet, ιδίως εφόσον τα εν λόγω έγγραφα δημοσιεύονται και αυτά στο Internet. Η διαφάνεια αυτή παρέχει τη δυνατότητα επιβεβαίωσης ότι οι ισχύοντες κανόνες έχουν καθοριστεί εκ των προτέρων και είναι αντικειμενικοί, επομένως δεν επαπειλείται σύγκρουση με τις βασικές αρχές της πολιτικής ανταγωνισμού. Δημιουργείται έτσι ένα πλέον προβλέψιμο περιβάλλον για τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων και για προγραμματισμό εκ μέρους των φορέων περαιτέρω χρήσης των πληροφοριών.

    Διευκόλυνση της περαιτέρω χρήσης (άρθρο 9)

    Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την ηλεκτρονική διάθεση πρότυπων συμφωνιών αδειοδότησης για την εμπορική εκμετάλλευση πληροφοριών του δημόσιου τομέα και τη δυνατότητα ηλεκτρονικής επεξεργασίας των συμφωνιών αυτών. Τούτο δεν συνεπάγεται ότι θα υπάρξει ευρωπαϊκό μοντέλο για τις εν λόγω ηλεκτρονικές πρότυπες άδειες. Επαφίεται στα κράτη μέλη να ορίσουν το κυβερνητικό επίπεδο για την έκδοση των πρότυπων αυτών αδειών. Στην πράξη, κάθε φορέας του δημόσιου τομέα που χορηγεί άδειες για πληροφορίες θα μπορεί να διαθέτει ηλεκτρονικά την άδειά του, μολονότι ορισμένος βαθμός τυποποίησης θα διευκόλυνε την περαιτέρω χρήση πληροφοριών για τους ενδιαφερόμενους που πρέπει να διαπραγματευθούν με διάφορους φορείς του δημόσιου τομέα.

    Θεμιτός ανταγωνισμός (άρθρο 10)

    Με το άρθρο 10 περιορίζεται η δυνατότητα των φορέων του δημόσιου τομέα να έχουν αποκλειστικές ρυθμίσεις για την εκμετάλλευση πληροφοριών του δημοσίου τομέα, εφόσον με τις ρυθμίσεις αυτές περιορίζεται αδικαιολόγητα ο ανταγωνισμός ή η εμπορική περαιτέρω χρήση πληροφοριών. Πράγματι, στο βαθμό που κάθε αποκλειστική ρύθμιση θα οδηγούσε σε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης εκ μέρους της επιχείρησης που επωφελείται από αυτήν και επομένως σε παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της συνθήκης ΕΚ (άρθρο 82 σε σύνδεση με το άρθρο 86), η παρούσα οδηγία αντανακλά την υποχρέωση της Συνθήκης που αφορά την άρση όλων των αναιτιολόγητων αποκλειστικών ρυθμίσεων.

    Σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις ενδέχεται να αιτιολογείται η αποκλειστική ρύθμιση (άρθρο 10, παράγραφος 2). Κατά πόσον οι περιστάσεις αιτιολογούν αποκλειστική ρύθμιση, και κατά συνέπεια κατά πόσο η εν λόγω ρύθμιση δεν περιορίζει αδικαιολόγητα τον ανταγωνισμό, θα αποφασιστεί τελικά κατά περίπτωση και σε εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης.

    Όργανα της ΕΚ

    Μολονότι η παρούσα οδηγία απευθύνεται προς τα κράτη μέλη, οι κανόνες περαιτέρω χρήσης πληροφοριακών όρων θα γίνουν επίσης σεβαστές από τα κοινοτικά όργανα. Κύριοι κάτοχοι πληροφοριών μεταξύ των κοινοτικών οργάνων, όπως η υπηρεσία επισήμων δημοσιεύσεων και η Eurostat κατέβαλαν κατά τα τελευταία έτη σημαντικές προσπάθειες για την επίτευξη διαφανούς και αμερόληπτης πολιτικής όσον αφορά την περαιτέρω χρήση των πληροφοριακών τους πόρων, εφεξής δε θα λειτουργούν σύμφωνα με τους κανόνες που διατυπώνονται στο παρόν κείμενο.

    2002/0123 (COD)

    Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την περαιτέρω χρήση και εμπορική εκμετάλλευση εγγράφων του δημόσιου τομέα

    ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 95,

    την πρόταση της Επιτροπής [17],

    [17] ΕΕ C

    τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [18],

    [18] ΕΕ C

    τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών [19],

    [19] ΕΕ C

    Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης [20],

    [20] ΕΕ C

    Εκτιμώντας τα εξής:

    (1) Η Συνθήκη προβλέπει την καθιέρωση εσωτερικής αγοράς και την εισαγωγή συστήματος που θα εξασφαλίσει ότι δεν στρεβλώνεται ο ανταγωνισμός στην εσωτερική αγορά. Η εναρμόνιση των κανόνων και πρακτικών στα κράτη μέλη που αφορούν την εκμετάλλευση πληροφοριών του δημόσιου τομέα συμβάλλει στην επίτευξη των εν λόγω στόχων.

    (2) Η εξέλιξη προς την κατεύθυνση της κοινωνίας της πληροφορίας και της γνώσης επηρεάζει τη ζωή κάθε πολίτη στην Κοινότητα, μεταξύ άλλων παρέχοντας νέα μέσα πρόσβασης στη γνώση και νέους τρόπους απόκτησής της.

    (3) Το ψηφιακό περιεχόμενο διαδραματίζει προεξάρχοντα ρόλο στην εξέλιξη αυτή. Η παραγωγή περιεχομένου συνέβαλε και συνεχίζει να συμβάλλει σε ταχεία αύξηση των θέσεων εργασίας κατά τα τελευταία έτη. Οι περισσότερες από αυτές τις θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν σε μικρές αναδυόμενες εταιρείες.

    (4) Ο δημόσιος τομέας συγκεντρώνει, οργανώνει και διαδίδει πληροφορίες σε πολλά πεδία δραστηριότητας, όπως γεωγραφικές πληροφορίες, τουριστικές πληροφορίες, πληροφορίες περί επιχειρήσεων, πληροφορίες για διπλώματα ευρεσιτεχνίας και εκπαίδευση.

    (5) Μεταξύ των κύριων στόχων της καθιέρωσης εσωτερικής αγοράς συγκαταλέγεται η δημιουργία όρων για την ανάπτυξη υπηρεσιών κοινοτικής κλίμακας. Οι πληροφορίες του δημόσιου τομέα είναι σημαντική πρώτη ύλη για προϊόντα και υπηρεσίες ψηφιακού περιεχομένου και θα καταστούν ακόμα σημαντικότερος πόρος περιεχομένου ενόψει της εξέλιξης των ασύρματων υπηρεσιών περιεχομένου. Στο πλαίσιο αυτό ουσιαστική σημασία πρέπει επίσης να έχει και η ευρεία διασυνοριακή γεωγραφική κάλυψη.

    (6) Υφίστανται σημαντικές διαφορές στους κανόνες και τις πρακτικές των κρατών μελών όσον αφορά την εκμετάλλευση πληροφοριακών πόρων του δημόσιου τομέα, οι οποίες συνιστούν φραγμούς για την πλήρη εκμετάλλευση του οικονομικού δυναμικού του καίριου αυτού πληροφοριακού πόρου. Ως εκ τούτου θα πρέπει να επιτευχθεί ελάχιστος βαθμός εναρμόνισης των εθνικών κανόνων και πρακτικών όσον αφορά την περαιτέρω χρήση και εμπορική εκμετάλλευση πληροφοριών του δημόσιου τομέα, σε περιπτώσεις όπου οι διαφορές εθνικών κανονισμών και πρακτικών ή η απουσία σαφήνειας παρεμποδίζουν την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και την απρόσκοπτη εξέλιξη της κοινωνίας της πληροφορίας στην Κοινότητα.

    (7) Εξάλλου, χωρίς την ελάχιστη εναρμόνιση σε κοινοτικό επίπεδο, οι νομοθετικές δραστηριότητες σε εθνική κλίμακα, που έχουν ήδη δρομολογηθεί σε σειρά κρατών μελών ώστε να ανταποκριθούν στις τεχνολογικές προκλήσεις, ενδέχεται να καταλήξουν σε ακόμη πιο σημαντικές διαφορές. Ο αντίκτυπος από τις νομοθετικές αυτές διαφορές και αβεβαιότητες θα καταστεί σημαντικότερος με την περαιτέρω εξέλιξη της κοινωνίας της πληροφορίας, που έχει ήδη συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση της διασυνοριακής εκμετάλλευσης πληροφοριών.

    (8) Απαιτείται η δημιουργία γενικού πλαισίου όσον αφορά τους όρους περαιτέρω χρήσης των πληροφοριών του δημόσιου τομέα, για την εξασφάλιση δίκαιων, αναλογικών και ισότιμων όρων περαιτέρω χρήσης των πληροφοριών αυτών.

    (9) Η παρούσα οδηγία πρέπει να εφαρμόζεται σε έγγραφα γενικής πρόσβασης που βρίσκονται στην κατοχή φορέων του δημόσιου τομέα. Εφόσον φορείς του δημόσιου τομέα επιτρέπουν την περαιτέρω χρήση των εγγράφων αυτών, τα έγγραφα πρέπει να δυνατόν να χρησιμοποιηθούν περαιτέρω, για εμπορικούς και μη εμπορικούς σκοπούς, σύμφωνα με τους όρους που ορίζονται στα κεφάλαια ΙΙ και ΙΙΙ. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να προωθούν τη διάθεση προς περαιτέρω χρήση όλων των εγγράφων γενικής πρόσβασης που βρίσκονται στην κατοχή φορέων του δημόσιου τομέα.

    (10) Οι διάφοροι μορφότυποι που χρησιμοποιούνται από φορείς του δημόσιου τομέα μπορούν να αποτελέσουν σημαντική επιβάρυνση για ιδιωτικούς οργανισμούς οι οποίοι επιθυμούν την περαιτέρω χρήση πληροφοριών από διάφορες πηγές. Η ανάγκη να μετατραπούν σε ψηφιακά έγγραφα ή η ανάγκη επέμβασης σε ψηφιακά αρχεία ώστε να καταστούν αμοιβαία συμβατά θα μπορούσε σε πολλές περιπτώσεις να περιοριστεί απαιτώντας από τους φορείς του δημοσίου να διαθέτουν τα έγγραφα σε όλες τις προϋφιστάμενες μορφές.

    (11) Ο χρόνος απόκρισης σε αιτήματα για περαιτέρω χρήση πληροφοριακών πόρων θα πρέπει να είναι εύλογος και να συμβαδίζει με το χρόνο απόκρισης για αιτήματα πρόσβασης στα έγγραφα, ώστε να μην εμποδίζεται η καθιέρωση νέων πληροφοριακών προϊόντων και υπηρεσιών. Υπερβολική χρονική καθυστέρηση μεταξύ του αιτήματος για περαιτέρω χρήση εγγράφων και της απόφασης επί των εν λόγω αιτημάτων μπορεί να εμποδίσει την καθιέρωση συλλογών δεδομένων που καλύπτουν το σύνολο της Κοινότητας, δεδομένου ότι η βραδύτερα ανταποκρινόμενη χώρα θα καθορίζει το ρυθμό.

    (12) Εφόσον χρεώνονται τέλη, το συνολικό εισόδημα από την άδεια πρόσβασης ή περαιτέρω χρήσης των εν λόγω εγγράφων δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το συνολικό κόστος παραγωγής, αναπαραγωγής και διάδοσής τους, συμπεριλαμβανομένου εύλογου περιθωρίου κέρδους. Η παραγωγή στο σημείο αυτό περιλαμβάνει συλλογή και συγκέντρωση, και η διάδοση δύναται επίσης να περιλαμβάνει υποστήριξη χρηστών. Η ανάκτηση των δαπανών, μαζί με εύλογο περιθώριο κέρδους, συνιστά ανώτατο όριο για τα τέλη, καθώς πρέπει να αποκλείονται υπερβολικές τιμές. Οι φορείς του δημόσιου τομέα θα πρέπει να διαθέτουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν χαμηλότερα ή καθόλου τέλη, ενώ καλούνται τα κράτη μέλη να διαθέτουν τα έγγραφα με χρέωση που δεν υπερβαίνει το οριακό κόστος αναπαραγωγής και διάδοσης των εγγράφων.

    (13) Τα τέλη και λοιποί όροι περαιτέρω χρήσης των πληροφοριών του δημόσιου τομέα θα πρέπει να είναι αμερόληπτα και να μην επιφέρουν διακρίσεις. Τούτο ισχύει επίσης για τις εμπορικές δραστηριότητες των φορέων του δημόσιου τομέα που δεν εμπίπτουν στη δημόσια αποστολή τους. Τούτο σημαίνει ότι για τις εμπορικές δραστηριότητες των φορέων του δημόσιου τομέα θα πρέπει να ισχύουν οι ίδιοι όροι εισαγωγής όπως για τις δραστηριότητες άλλων συντελεστών της αγοράς. Ιδίως τα τέλη και λοιποί όροι που συνδέονται με την παροχή δημόσιων πληροφοριών ως εισροή για τις εν λόγω εμπορικές δραστηριότητες θα πρέπει να είναι οι ίδιοι με τους ισχύοντες για τρίτους που ζητούν πληροφορίες αυτού του είδους.

    (14) Η εξασφάλιση σαφών και δημόσια προσπελάσιμων όρων και προϋποθέσεων περαιτέρω χρήσης των πληροφοριών του δημόσιου τομέα αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη αγοράς πληροφοριών σε κοινοτική κλίμακα. Κατά συνέπεια, όλοι οι ισχύοντες όροι θα πρέπει να είναι σαφείς σε όλους τους ενδιαφερόμενους για περαιτέρω χρήση.

    (15) Σημαντικό ρόλο σχετικά μπορούν επίσης να έχουν και πρότυπες συμφωνίες αδειοδότησης, οι οποίες διατίθενται ηλεκτρονικά. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες φορείς του δημόσιου τομέα ασκούν δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας ή/και επιβάλλουν χρέωση για την περαιτέρω χρήση των εγγράφων θα πρέπει να υφίστανται τυποποιημένες συμφωνίες αδειοδότησης για λόγους διευκόλυνσης και διαφάνειας των συναλλαγών.

    (16) Οι φορείς του δημόσιου τομέα δεν θα πρέπει να διακινδυνεύουν σύγκρουση με τις βασικές αρχές της πολιτικής ανταγωνισμού και δεν θα πρέπει να υιοθετούν συμπεριφορά που θα μπορούσε να συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης. Οι αποκλειστικές ρυθμίσεις μεταξύ φορέων του δημόσιου τομέα και ιδιωτών εταίρων για την εμπορική εκμετάλλευση των εγγράφων μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντικές στρεβλώσεις της αγοράς. Οι εν λόγω διευθετήσεις, σε πολλές περιπτώσεις θα έχουν εθνική βάση, αποκλείοντας έτσι άλλους κοινοτικούς συντελεστές από την είσοδο στην αγορά και περαιτέρω χρήση των ίδιων πληροφοριών. Ενόψει, ωστόσο, της παροχής υπηρεσίας προς γενικό οικονομικό συμφέρον, ενδέχεται ενίοτε να απαιτηθεί αποκλειστικό δικαίωμα για περαιτέρω χρήση πληροφοριακών πόρων του δημόσιου τομέα. Τούτο ενδέχεται να συμβεί σε περίπτωση που κανένας εμπορικός εκδότης δεν θα δημοσίευε τις πληροφορίες χωρίς ανάλογο αποκλειστικό δικαίωμα.

    (17) Κατά την περαιτέρω χρήση πληροφοριακών πόρων του δημόσιου τομέα θα πρέπει να τηρούνται πλήρως οι συγκεκριμένες υποχρεώσεις των αρχών όσον αφορά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, όπως προβλέπεται στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών [21]. Συγκεκριμένα, δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συγκεντρώνονται από φορείς του δημόσιου τομέα δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για σκοπούς ασυμβίβαστους με τους αρχικούς, ρητούς και θεμιτούς σκοπούς για τους οποίους συγκεντρώθηκαν. Η περαιτέρω χρήση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή εγγράφων που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για εμπορικούς σκοπούς δύναται εν γένει να μη συμβιβάζεται με τους εν λόγω αρχικούς σκοπούς, ιδίως σε περιπτώσεις όπου η συγκέντρωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τη δημόσια αρχή είναι υποχρεωτική και όπου τα υποκείμενα των δεδομένων δεν έχουν δυνατότητα να αρνηθούν την επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων.

    [21] ΕΕ L 281, 23.11.1995, σ. 31.

    (18) Η παρούσα οδηγία δεν επηρεάζει δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας τρίτων. Η οδηγία δεν επηρεάζει υφιστάμενα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας φορέων του δημόσιου τομέα, ούτε περιορίζει την άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων κατ'ουδένα τρόπο πέραν των ορίων που τίθενται με την παρούσα οδηγία. Οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την παρούσα οδηγία ισχύουν μόνο στο βαθμό που οι επιβαλλόμενες υποχρεώσεις συμβιβάζονται με τις διατάξεις διεθνών συμφωνιών για την προστασία δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, ιδίως της Σύμβασης της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων και της συμφωνίας για τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου [22]. Ωστόσο οι φορείς του δημόσιου τομέα πρέπει να ασκούν τα δικαιώματά τους πνευματικής ιδιοκτησίας κατά τρόπο που να διευκολύνει την περαιτέρω χρήση.

    [22] ΕΕ L 336, 23.12.1994, σ. 214.

    (19) Οι στόχοι της προτεινόμενης δράσης είναι η διευκόλυνση της δημιουργίας σε κοινοτική κλίμακα πληροφοριακών προϊόντων ή υπηρεσιών που βασίζονται σε πληροφορίες του δημόσιου τομέα, η ενίσχυση αποτελεσματικής διασυνοριακής χρήσης πληροφοριών του δημόσιου τομέα από ιδιωτικές εταιρείες για πληροφοριακά προϊόντα και υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας, ο περιορισμός των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στην κοινοτική αγορά και η αποφυγή μιάς κατάστασης όπου θα παρατηρείται διαφορετικός ρυθμός των κρατών μελών στη διεκπεραίωση θεμάτων περαιτέρω χρήσης πληροφοριών του δημόσιου τομέα και που θα οδηγήσει σε περαιτέρω αποκλίσεις. Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας και την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνονται στο άρθρο 5 της συνθήκης, αυτοί οι στόχοι δεν μπορούν να υλοποιηθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, λόγω του εγγενώς κοινοτικού χαρακτήρα του πεδίου εφαρμογής και των επιπτώσεων και, συνεπώς, μπορούν να υλοποιηθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο. Η παρούσα οδηγία. περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο για την επίτευξη αυτών των στόχων και δεν υπερβαίνει ό,τι είναι απαραίτητο για τον σκοπό αυτό,

    ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

    Κεφάλαιο Ι Γενικές διατάξεις

    Άρθρο 1 Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

    1. Αντικείμενο της παρούσας οδηγίας είναι η καθιέρωση ελάχιστης δέσμης κανόνων που διέπουν την εμπορική και μη εμπορική εκμετάλλευση υφιστάμενων εγγράφων γενικής πρόσβασης που βρίσκονται στην κατοχή φορέων του δημόσιου τομέα των κρατών μελών, από κάθε πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι εγκατεστημένο ή έχει την καταστατική του έδρα σε κράτος μέλος.

    2. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται:

    (α) σε έγγραφα, η παροχή των οποίων είναι δραστηριότητα που δεν εμπίπτει στη δημόσια αποστολή των οικείων φορέων του δημόσιου τομέα όπως ορίζεται από τη νομοθεσία ή από άλλους δεσμευτικούς κανόνες στο κράτος μέλος, ή, εφόσον δεν υπάρχουν τέτοιοι κανόνες, όπως ορίζεται σύμφωνα με την κοινή διοικητική πρακτική στο εκάστοτε κράτος μέλος,

    (β) σε έγγραφα ή τμήματα εγγράφων για τα οποία τρίτοι διαθέτουν δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας,

    (γ) σε έγγραφα που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εκτός εάν η περαιτέρω χρήση των εν λόγω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται βάσει των διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας και των εθνικών μέτρων σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής,

    (δ) σε έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων και των θυγατρικών τους, καθώς και άλλων φορέων ή των θυγατρικών τους με σκοπό την εκπλήρωση αποστολής ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής δημόσιας υπηρεσίας,

    (ε) σε έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων, όπως σχολεία, πανεπιστήμια, ερευνητικές εγκαταστάσεις, αρχεία και βιβλιοθήκες,

    (στ) σε έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή πολιτιστικών ιδρυμάτων, όπως μουσεία, βιβλιοθήκες, αρχεία, ορχήστρες, λυρικές σκηνές, χοροδράματα και θέατρα.

    3. Οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται από την παρούσα οδηγία εφαρμόζονται μόνο στο βαθμό που συμβιβάζονται με τις διατάξεις διεθνών συμφωνιών για την προστασία δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, ιδίως της Σύμβασης της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων και της συμφωνίας για τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου.

    Άρθρο 2 Ορισμοί

    Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    1. Ως «φορείς του δημόσιου τομέα»: νοούνται οι κρατικές, περιφερειακές ή τοπικές αρχές, οργανισμοί δημοσίου δικαίου, ενώσεις σχηματιζόμενες από μία ή περισσότερες από τις αρχές αυτές ή από έναν ή περισσότερους από τους εν λόγω οργανισμούς δημοσίου δικαίου.

    2. Ως «οργανισμός δημοσίου δικαίου»: νοείται κάθε οργανισμός:

    (α) που έχει συσταθεί με συγκεκριμένο σκοπό την κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα,

    και

    (β) που έχει νομική προσωπικότητα,

    και

    (γ) του οποίου, είτε η δραστηριότητα χρηματοδοτείται κατά κύριο λόγο από το κράτος, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου. είτε η διαχείρισή του υπόκειται στον έλεγχο των ανωτέρω. είτε διοικείται, διευθύνεται ή εποπτεύεται από όργανο του οποίου περισσότερα από τα μισά μέλη διορίζονται από το κράτος, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου.

    3. Ως «έγγραφο»: νοείται:

    (α) κάθε περιεχόμενο, ανεξάρτητα από το μέσο του (γραπτό σε χαρτί ή αποθηκευμένο σε ηλεκτρονική μορφή ή ως ηχητική, οπτική ή οπτικοακουστική εγγραφή),

    (β) κάθε τμήμα ανάλογου περιεχομένου.

    4. Ως «έγγραφο γενικής πρόσβασης»: νοείται κάθε έγγραφο ως προς το οποίο παρέχεται δικαίωμα πρόσβασης βάσει των κανόνων που ισχύουν στο κράτος μέλος όσον αφορά την πρόσβαση σε έγγραφα, και κάθε έγγραφο που χρησιμοποιείται από φορείς του δημόσιου τομέα ως βάση για πληροφοριακά προϊόντα ή υπηρεσίες που διαθέτουν στο εμπόριο.

    5. Ως «περαιτέρω χρήση»: νοείται η χρήση από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, εγγράφων που βρίσκονται στην κατοχή φορέων του δημόσιου τομέα, για εμπορικούς ή μη εμπορικούς σκοπούς.

    6. Ως «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα»: νοούνται δεδομένα όπως ορίζονται στο άρθρο 2(α) της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

    Άρθρο 3 Γενική αρχή

    Όταν οι φορείς του δημόσιου τομέα επιτρέπουν την περαιτέρω χρήση εγγράφων γενικής πρόσβασης, τα έγγραφα αυτά μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν για εμπορικούς ή μη εμπορικούς σκοπούς, σύμφωνα με τους όρους που τίθενται στα κεφάλαια ΙΙ και ΙΙΙ.

    Κεφάλαιο ΙΙ Όροι περαιτέρω χρήσης

    Άρθρο 4 Διάθεση

    1. Οι φορείς του δημόσιου τομέα διαθέτουν τα έγγραφά τους σε κάθε προϋφιστάμενη μορφή ή γλώσσα, με ηλεκτρονικά μέσα όπου αυτό είναι δυνατό και ενδεδειγμένο. Τούτο δεν συνεπάγεται υποχρέωση των φορέων του δημόσιου τομέα για δημιουργία ή προσαρμογή εγγράφων σε διαφορετικό μορφότυπο ή γλώσσα, ώστε να ανταποκρίνονται στο αίτημα.

    2. Δεν μπορεί να απαιτηθεί από φορείς του δημόσιου τομέα να συνεχίσουν την παραγωγή συγκεκριμένου τύπου εγγράφων ενόψει της χρήσης των εν λόγω εγγράφων από οργανισμό του ιδιωτικού τομέα.

    Άρθρο 5 Χρόνος και απαιτήσεις σε περίπτωση απορριπτικής απόφασης

    1. Οι φορείς του δημόσιου τομέα επεξεργάζονται τα αιτήματα περαιτέρω χρήσης και διαθέτουν το έγγραφο στον αιτούντα σε εύλογο χρόνο που δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα για την επεξεργασία των αιτημάτων πρόσβασης στα έγγραφα, με ηλεκτρονικά μέσα όπου αυτό είναι δυνατό και ενδεδειγμένο.

    2. Σε περίπτωση που δεν έχουν καθοριστεί χρονικά περιθώρια, οι φορείς του δημόσιου τομέα επεξεργάζονται το αίτημα και παραδίδουν τα έγγραφα στον αιτούντα το πολύ σε 3 εβδομάδες από την παραλαβή του.

    3. Σε περίπτωση απορριπτικής απόφασης, οι φορείς του δημόσιου τομέα ανακοινώνουν στον αιτούντα τους λόγους απόρριψης βάσει των συναφών διατάξεων του καθεστώτος πρόσβασης του οικείου κράτους μέλους, μιας των εξαιρέσεων του άρθρου 1, παράγραφος 2, ή του άρθρου 3. Σε περίπτωση που η απορριπτική απόφαση βασίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, σημείο (β), ο φορέας του δημόσιου τομέα συμπεριλαμβάνει αναφορά στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι ο δικαιούχος ή, εναλλακτικά, στον αδειοδότη από τον οποίο ο φορέας του δημόσιου τομέα έχει λάβει το σχετικό υλικό. Η ανακρίβεια της εν λόγω αναφοράς δεν μπορεί να συνεπάγεται ευθύνη του εμπλεκόμενου φορέα του δημόσιου τομέα.

    4. Κάθε απορριπτική απόφαση περιλαμβάνει αναφορά στα ένδικα μέσα, σε περίπτωση που ο αιτών επιθυμεί να προσφύγει κατά της απόφασης.

    Άρθρο 6 Αρχές χρέωσης

    Εφόσον χρεώνονται τέλη, το συνολικό έσοδο από την άδεια πρόσβασης ή την περαιτέρω χρήση των εν λόγω εγγράφων δεν υπερβαίνει το κόστος για την παραγωγή, αναπαραγωγή και διάδοσή τους, συμπεριλαμβανομένου ευλόγου ποσοστού απόδοσης της επένδυσης. Ο φορέας του δημόσιου τομέα που επιβάλλει τέλος για την περαιτέρω χρήση του εγγράφου έχει το βάρος της απόδειξης ότι τα τέλη είναι κοστοστρεφή.

    Άρθρο 7 Αποφυγή διακρίσεων

    1. Όλοι οι ισχύοντες όροι για την εμπορική περαιτέρω χρήση ή εκμετάλλευση εγγράφων δεν επιφέρουν διακρίσεις.

    2. Όλοι οι ισχύοντες όροι για τη μη εμπορική περαιτέρω χρήση εγγράφων δεν επιφέρουν διακρίσεις για συγκρίσιμες κατηγορίες φορέων περαιτέρω χρήση.

    3. Εάν τα έγγραφα χρησιμοποιούνται από φορέα του δημόσιου τομέα ως αρχικό υλικό για εμπορικές δραστηριότητες που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της δημόσιας αποστολής του, τα έγγραφα για τις εν λόγω δραστηριότητες παρέχονται με τα ίδια τέλη και τους λοιπούς όρους που ισχύουν για άλλους χρήστες, εφόσον επιτρέπεται η περαιτέρω χρήση.

    Άρθρο 8 Διαφάνεια

    1. Τα τέλη που ισχύουν για την περαιτέρω χρήση εγγράφων τα οποία βρίσκονται στην κατοχή φορέων του δημόσιου τομέα προκαθορίζονται και δημοσιεύονται, κατά περίπτωση και όπου αυτό είναι δυνατό και ενδεδειγμένο, σε ηλεκτρονική μορφή.

    2. Οι λοιποί ισχύοντες όροι για την περαιτέρω χρήση εγγράφων διατυπώνονται σαφώς και δημοσιεύονται, κατά περίπτωση και όπου αυτό είναι δυνατό και ενδεδειγμένο, σε ηλεκτρονική μορφή.

    Άρθρο 9 Διευκόλυνση της περαιτέρω χρήσης

    Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι διατίθενται, σε ψηφιακή μορφή τυποποιημένες συμβάσεις αδειοδότησης για την εμπορική εκμετάλλευση πληροφοριών του δημόσιου τομέα, καθώς και ότι είναι δυνατή η ηλεκτρονική επεξεργασία τους.

    Κεφάλαιο ΙΙΙ Θεμιτός ανταγωνισμός

    Άρθρο 10 Απαγόρευση αποκλειστικών ρυθμίσεων

    1. Η περαιτέρω χρήση εγγράφων είναι ελεύθερη για όλους τους δυνητικούς συντελεστές της αγοράς, ακόμα και εάν ένας ή περισσότεροι συντελεστές της αγοράς εκμεταλλεύονται ήδη προϊόντα προστιθέμενης αξίας που βασίζονται στα εν λόγω έγγραφα. Συμβάσεις ή άλλες ρυθμίσεις μεταξύ των φορέων του δημόσιου τομέα που κατέχουν τα έγγραφα και τρίτων δεν θεμελιώνουν αποκλειστικά δικαιώματα που συνιστούν αδικαιολόγητο περιορισμό του ανταγωνισμού ή της περαιτέρω χρήσης των πληροφοριών.

    2. Εφόσον, για λόγους όπως η παροχή υπηρεσίας δημοσίου συμφέροντος, κρίνεται απαραίτητο ένα αποκλειστικό δικαίωμα, η ισχύς του επιχειρήματος για τη χορήγησή του υποβάλλεται σε τακτική επανεξέταση, και εν πάσει περιπτώσει τουλάχιστον κάθε τριετία. Το κοινό διαθέτει δυνατότητα ελέγχου των όρων των αποκλειστικών ρυθμίσεων που καθορίζονται μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

    Κεφάλαιο IV Τελικές διατάξεις

    Άρθρο 11 Εφαρμογή

    Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο την [31η Δεκεμβρίου 2004]. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

    Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

    Άρθρο 12 Επανεξέταση

    Η παρούσα οδηγία υποβάλλεται σε επανεξέταση τρία έτη μετά από την έναρξη ισχύος της.

    Αντικείμενο της επανεξέτασης είναι ιδίως το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ως προς τους φορείς του δημόσιου τομέα που αφορά. Εξετάζεται επίσης και ο συνολικός αντίκτυπος της οδηγίας αναφορικά με την ευρύτερη διάδοση των πληροφοριών του δημόσιου τομέα για περαιτέρω χρήση, καθώς και η επίδρασή της στα έσοδα του Δημοσίου.

    Άρθρο 13 Έναρξη ισχύος

    Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    Άρθρο 14 Αποδέκτες

    Η παρούσα οδηγία απευθύνεται προς τα κράτη μέλη.

    Βρυξέλλες,

    Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

    Top