Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CJ0110

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 27ης Φεβρουαρίου 2014.
    HaTeFo GmbH κατά Finanzamt Haldensleben.
    Αίτηση του Bundesfinanzhof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή — Δίκαιο εταιριών — Σύσταση 2003/361/EΚ — Ορισμός των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων — Τύποι επιχειρήσεων που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του αριθμού απασχολούμενων και των χρηματοοικονομικών ποσών — Συνδεδεμένες επιχειρήσεις — Έννοια της «ομάδας φυσικών προσώπων που ενεργούν από κοινού».
    Υπόθεση C‑110/13.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2014:114

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (έβδομο τμήμα)

    της 27ης Φεβρουαρίου 2014 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή — Δίκαιο εταιριών — Σύσταση 2003/361/EΚ — Ορισμός των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων — Τύποι επιχειρήσεων που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του αριθμού απασχολούμενων και των χρηματοοικονομικών ποσών — Συνδεδεμένες επιχειρήσεις — Έννοια της ομάδας φυσικών προσώπων που ενεργούν από κοινού»

    Στην υπόθεση C‑110/13,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesfinanzhof (Γερμανία) με απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

    HaTeFo GmbH

    κατά

    Finanzamt Haldensleben,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça, πρόεδρο τμήματος, J.‑C. Bonichot (εισηγητή) και A. Arabadjiev, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον M. Santoro, avvocato dello Stato,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους R. Sauer και T. Maxian Rusche,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, του παραρτήματος της συστάσεως 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕ L 124, σ. 36, στο εξής: σύσταση ΜΜΕ).

    2

    Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο της εκδικάσεως διαφοράς μεταξύ της HaTeFo GmbH και του Finanzamt Haldensleben με αντικείμενο τον υπολογισμό του ποσού της επενδυτικής ενισχύσεως.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Κατά την αιτιολογική σκέψη 9 της συστάσεως ΜΜΕ:

    «Προκειμένου να εκτιμηθεί καλύτερα η οικονομική πραγματικότητα των [πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ)] και να αποκλειστούν από τον ορισμό αυτό οι όμιλοι επιχειρήσεων των οποίων η οικονομική ισχύς υπερβαίνει εκείνη μιας ΜΜΕ, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των διαφόρων τύπων επιχειρήσεων: ποιες είναι ανεξάρτητες, ποιες έχουν συμμετοχές που δεν συνεπάγονται θέση ελέγχου (συνεργαζόμενες επιχειρήσεις), ή ποιες είναι συνδεδεμένες με άλλες επιχειρήσεις. [...]»

    4

    Κατά την αιτιολογική σκέψη 11 της εν λόγω συστάσεως:

    «Για λόγους απλούστευσης, κυρίως προς όφελος των κρατών μελών και των επιχειρήσεων, πρέπει για τον ορισμό των συνδεδεμένων επιχειρήσεων να υιοθετηθούν, εφόσον αυτές βεβαίως ανταποκρίνονται στο αντικείμενο της παρούσας σύστασης, οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 της [έβδομης] οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, βασιζόμενης στο άρθρο 54, παράγραφος 3, στοιχείο ζ), της συνθήκης για τους ενοποιημένους λογαριασμούς [ΕΕ L 193, σ. 1], όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2001/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [της 27ης Σεπτεμβρίου 2001 (ΕΕ L 283, σ. 28)].»

    5

    Κατά την αιτιολογική σκέψη 12 της εν λόγω συστάσεως:

    «Προκειμένου να διατηρηθούν για τις επιχειρήσεις που πραγματικά τα έχουν ανάγκη, τα πλεονεκτήματα υπέρ των ΜΜΕ που απορρέουν από τις διάφορες κανονιστικές ρυθμίσεις ή μέτρα, κρίνεται σκόπιμη, κατά περίπτωση, η συνεκτίμηση των σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ των επιχειρήσεων μέσω φυσικών προσώπων. Για να μην υπερβαίνει το απολύτως αναγκαίο η εξέταση των καταστάσεων αυτών, η συνεκτίμηση των εν λόγω σχέσεων πρέπει να περιορίζεται στις περιπτώσεις εταιριών που αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους στην ίδια αγορά ή σε όμορες αγορές, με παραπομπή, όταν είναι αναγκαίο, στον ορισμό που έδωσε η Επιτροπή στη σχετική αγορά, που αποτέλεσε το αντικείμενο της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού [ΕΕ 1997, C 372, σ. 5].»

    6

    Το άρθρο 3 της ίδιας της συστάσεως προβλέπει:

    «Η παρούσα σύσταση αντικαθιστά τη σύσταση 96/280/ΕΚ [της Επιτροπής, της 3ης Απριλίου 1996, σχετικά με τον ορισμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕ L 107, σ. 4)] από την 1η Ιανουαρίου 2005.»

    7

    Το άρθρο 1 του παραρτήματος της συστάσεως ΜΜΕ έχει ως εξής:

    «Επιχείρηση θεωρείται κάθε μονάδα, ανεξάρτητα από τη νομική της μορφή, που ασκεί οικονομική δραστηριότητα. […]»

    8

    Το άρθρο 3 του παραρτήματος της συστάσεως ΜΜΕ αφορά τους τύπους επιχειρήσεων που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του αριθμού απασχολούμενων και των χρηματοοικονομικών ποσών βάσει των οποίων είναι δυνατός ο χαρακτηρισμός των διαφορετικών κατηγοριών επιχειρήσεων που ορίζονται στο άρθρο 2 της εν λόγω συστάσεως.

    9

    Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του παραρτήματος αυτού έχει ως εξής:

    «“Ανεξάρτητη επιχείρηση” είναι κάθε επιχείρηση που δεν χαρακτηρίζεται ως συνεργαζόμενη επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 2 ή ως συνδεδεμένη επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 3.»

    10

    Το άρθρο 3, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής:

    «“Συνδεδεμένες επιχειρήσεις” είναι οι επιχειρήσεις που διατηρούν μεταξύ τους μια από τις ακόλουθες σχέσεις:

    α)

    μια επιχείρηση κατέχει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή των εταίρων άλλης επιχείρησης·

    β)

    μια επιχείρηση έχει το δικαίωμα να διορίζει ή να παύει την πλειοψηφία των μελών του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου άλλης επιχείρησης·

    γ)

    μια επιχείρηση έχει το δικαίωμα να ασκήσει κυριαρχική επιρροή σε άλλη επιχείρηση βάσει σύμβασης που έχει συνάψει με αυτήν ή δυνάμει ρήτρας του καταστατικού αυτής της τελευταίας·

    δ)

    μια επιχείρηση που είναι μέτοχος ή εταίρος άλλης επιχείρησης ελέγχει μόνη της, βάσει συμφωνίας που έχει συνάψει με άλλους μετόχους ή εταίρους της εν λόγω επιχείρησης, την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή των εταίρων αυτής της επιχείρησης.

    Τεκμαίρεται ότι δεν υπάρχει κυρίαρχη επιρροή, εφόσον οι επενδυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 2, δεύτερο εδάφιο, δεν υπεισέρχονται άμεσα ή έμμεσα στη διαχείριση της εξεταζόμενης επιχείρησης, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων που κατέχουν με την ιδιότητά τους ως μετόχων ή εταίρων.

    Συνδεδεμένες θεωρούνται επίσης οι επιχειρήσεις που διατηρούν μια από τις σχέσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο μέσω μιας ή περισσότερων άλλων επιχειρήσεων ή με τους επενδυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

    Οι επιχειρήσεις που διατηρούν μια από τις εν λόγω σχέσεις μέσω ενός φυσικού προσώπου ή ομάδας φυσικών προσώπων που ενεργούν από κοινού θεωρούνται επίσης συνδεδεμένες επιχειρήσεις καθόσον ασκούν το σύνολο ή τμήμα των δραστηριοτήτων τους στην ίδια αγορά ή σε όμορες αγορές.

    Ως όμορη αγορά θεωρείται η αγορά ενός προϊόντος ή υπηρεσίας που βρίσκεται αμέσως ανάντη ή κατάντη της σχετικής αγοράς.»

    Το γερμανικό δίκαιο

    11

    Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του νόμου περί επενδυτικών ενισχύσεων του 2005 (Investitionszulagengesetz 2005), της 17ης Μαρτίου 2004 (Bundesgesetzblatt 2004 Ι, σ. 438) προβλέπει ότι οι φορολογούμενοι που πραγματοποιούν ορισμένου είδους επενδύσεις στα πέντε νέα Länder και στο Βερολίνο (Γερμανία) μπορούν να τύχουν επενδυτικής ενισχύσεως.

    12

    Ο συγκεκριμένος νόμος προβλέπει ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η ενίσχυση αυτή αυξάνεται σε περίπτωση που τις επενδύσεις πραγματοποιεί ΜΜΕ, κατά την έννοια της συστάσεως ΜΜΕ.

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    13

    Η HaTeFo, συσταθείσα το 1999, παράγει πλάκες, μεμβράνες, σωλήνες και προφίλ. Το κεφάλαιο της εταιρίας ανήκει σε τρία φυσικά πρόσωπα, τον Α, τη Β, σύζυγο του Α, και τον C, στους οποίους ανήκουν αντιστοίχως το 24,8 %, το 62,8 % και το 12,4 % των εταιρικών μεριδίων. Οι Α και C είναι διαχειριστές της συγκεκριμένης εταιρίας. Συγχρόνως, ο Α και η μητέρα του D κατέχουν κατά ίσα μέρη τα εταιρικά μερίδια της εταιρίας Χ, διαχειριστές της οποίας είναι επίσης ο Α και ο C.

    14

    Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η Χ εγγυήθηκε για την HaTeFo κατά την έναρξη της λειτουργίας της και συνήψε με αυτήν Geschäftsbesorgungsvertrag (στο εξής: σύμβαση διαχειρίσεως υποθέσεων), βάσει της οποίας όλες οι παραγγελίες της HaTeFo ανατίθενται στην εταιρία X, η οποία είναι και η μόνη που εμφανίζεται στη σχετική αγορά. Στη σύμβαση διαχειρίσεως υποθέσεων ορίσθηκε ότι εκπρόσωπος της Χ είναι επιφορτισμένος με την τεχνική διεύθυνση της HaTeFo. Εξάλλου, η HaTeFo έχει αναθέσει στην Χ τις σχετικές με την έρευνα και την ανάπτυξη δραστηριότητές της καθώς και τη μηχανογράφησή της και χρησιμοποιεί, προς τους σκοπούς αυτούς, έναν από τους τραπεζικούς λογαριασμούς της Χ.

    15

    Αν εξετασθεί μεμονωμένως, η HaTeFo μπορεί να χαρακτηρισθεί ΜΜΕ. Αντιθέτως, λαμβανομένου υπόψη τόσο του αριθμού των εργαζομένων της όσο και του ετήσιου κύκλου εργασιών της Χ, τούτο δεν ισχύει αν η HaTeFo θεωρηθεί επιχείρηση συνδεδεμένη με την X.

    16

    Κρίνοντας ότι, λόγω των σχέσεών της με την X, η HaTeFo δεν συνιστούσε ΜΜΕ, το Finanzamt Haldensleben της ενέκρινε, για το 2006, μόνο τη βασική ενίσχυση που προβλέπει ο νόμος περί επενδυτικών ενισχύσεων του 2005 και όχι την αυξημένη ενίσχυση.

    17

    Το Finanzamt Haldensleben επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα τυπικά μόνο κριτήρια της συστάσεως ΜΜΕ, αλλά ότι απαιτείται οικονομική εκτίμηση, προκειμένου να καθορισθεί αν τυπικώς ανεξάρτητες επιχειρήσεις πρέπει, παρά ταύτα, να θεωρούνται ως ενιαία οικονομική μονάδα. Κατά το Finanzamt Haldensleben, οι δύο επιχειρήσεις συνιστούν τέτοιου είδους μονάδα, λαμβανομένης υπόψη της συμβάσεως διαχειρίσεως υποθέσεων, της μεταξύ τους κατανομής καθηκόντων παραγωγής και διαθέσεως στο εμπόριο καθώς και του γεγονότος ότι το κεφάλαιο και η διαχείρισή τους ανήκουν σε τέσσερα μόνο πρόσωπα, εκ των οποίων τα τρία συνδέονται μεταξύ τους με στενή συγγενική σχέση.

    18

    Στον πρώτο βαθμό, το Finanzgericht απέρριψε την προσφυγή της HaTeFo με το σκεπτικό ότι η αμιγώς μηχανιστική εφαρμογή των κριτηρίων της συστάσεως ΜΜΕ βάσει των οποίων κρίνεται η ανεξαρτησία μιας επιχειρήσεως δεν έπρεπε να καταλήξει στη διαστρέβλωση ή την καταστρατήγησή τους και ότι, για την εκτίμηση της εν λόγω ανεξαρτησίας, έπρεπε επίσης να ληφθούν υπόψη οι λοιπές επιχειρηματικές σχέσεις μεταξύ των συγκεκριμένων επιχειρήσεων όσον αφορά, συγκεκριμένα, την εμπορική διεύθυνση, τις σχέσεις με τους προμηθευτές και τους πελάτες καθώς και την κοινή υλικοτεχνική υποδομή.

    19

    Η HaTeFo άσκησε αναίρεση ενώπιον του Bundesfinanzhof κατά της αποφάσεως του Finanzgericht, στην οποία υποστηρίζει ότι τα κριτήρια του άρθρου 3 του παραρτήματος της συστάσεως ΜΜΕ, βάσει των οποίων είναι δυνατό να χαρακτηρισθούν επιχειρήσεις ως «συνδεδεμένες», κατά την έννοια της εν λόγω συστάσεως, πρέπει, αντιθέτως, να θεωρηθούν ως εξαντλητικά.

    20

    Το Bundesfinanzhof παραπέμπει στην απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 1990, C-297/88 και C-197/89, Dzodzi (Συλλογή 1990, σ. I-3763), προκειμένου να θεμελιώσει το συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει την έννοια των ΜΜΕ, στον βαθμό που η έννοια αυτή περιλαμβάνεται σε εθνική νομοθεσία η οποία παραπέμπει στον ορισμό της συστάσεως ΜΜΕ.

    21

    Εξάλλου, το Bundesfinanzhof επισημαίνει ότι η σύσταση ΜΜΕ επαναλαμβάνει εν μέρει τις προϋποθέσεις για την κατάρτιση ενοποιημένων λογαριασμών του άρθρου 1 της οδηγίας 83/349, κατά συνέπεια, οι εταιρίες που υποχρεούνται να καταρτίζουν ενοποιημένους λογαριασμούς, δυνάμει της εν λόγω οδηγίας, μπορούν να θεωρούνται ως συνδεδεμένες κατά την έννοια της συστάσεως ΜΜΕ. Προσθέτει ότι, σε περίπτωση που μια επιχείρηση δεν καταρτίζει ενοποιημένους λογαριασμούς, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρέπει, ωστόσο, να εξετάζεται επίσης αν μπορεί να θεωρηθεί ως συνδεδεμένη με άλλη επιχείρηση βάσει των κριτηρίων του παραρτήματος της εν λόγω συστάσεως.

    22

    Καταρχάς, το Bundesfinanzhof ζητεί διευκρινίσεις όσον αφορά το σχετικό με την «ομάδα φυσικών προσώπων που ενεργούν από κοινού» του άρθρου 3, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, του εν λόγω παραρτήματος κριτήριο. Ειδικότερα, ζητεί να διευκρινισθεί αν αρκεί για τον χαρακτηρισμό τέτοιου είδους ομάδας η διαπίστωση της υπάρξεως λειτουργικής συνεργασίας μεταξύ των προσώπων αυτών ή αν πρέπει να αποδειχθεί επιπροσθέτως ότι έχουν, επίσης, υιοθετήσει «συντονισμένη» συμπεριφορά και έχουν συνάψει συμβατικούς δεσμούς.

    23

    Περαιτέρω, το Bundesfinanzhof ζητεί να διευκρινισθεί αν, παρά τα διαφορετικά είδη σχέσεων τα οποία χαρακτηρίζουν τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις και απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του ίδιου παραρτήματος, βάσει συνολικής οικονομικής εκτιμήσεως των συγκεκριμένων επιχειρήσεων, στο πλαίσιο της οποίας λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι εταίροι ανήκουν στην ίδια οικογένεια ή ότι οι διαχειριστές και των δύο επιχειρήσεων είναι τα ίδια πρόσωπα, είναι δυνατό να θεωρηθούν οι επιχειρήσεις αυτές ως συνδεδεμένες μέσω μιας ομάδας φυσικών προσώπων που ενεργούν από κοινού. Τέλος, ζητεί να διευκρινισθεί αν τέτοιου είδους οικονομική εκτίμηση πρέπει να πραγματοποιείται αποκλειστικώς στις περιπτώσεις που τα πρόσωπα αυτά επιδιώκουν να καταστρατηγήσουν τον ορισμό των ΜΜΕ.

    24

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesfinanzhof αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιον του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    α)

    Υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να θεωρηθεί ότι [πρόσωπα] ενεργούν από κοινού, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, του παραρτήματος της [συστάσεως ΜΜΕ]; Αρκεί προς τούτο η λειτουργική συνεργασία των φυσικών προσώπων που μετέχουν σε αμφότερες τις επιχειρήσεις, η οποία υλοποιείται χωρίς ένδικες διαφορές ή συγκρούσεις συμφερόντων [...], ή απαιτείται μια συντονισμένη συμπεριφορά των προσώπων αυτών;

    β)

    Σε περίπτωση που απαιτείται συντονισμένη συμπεριφορά, συνάγεται αυτή από μόνο το γεγονός της υπάρξεως συνεργασίας;

    2)

    Σε περίπτωση που δεν υφίσταται υποχρέωση για κατάρτιση ενοποιημένων λογαριασμών, πρέπει, κατά τον έλεγχο του αν μια επιχείρηση είναι συνδεδεμένη με άλλη μέσω ενός προσώπου ή μιας ομάδας φυσικών προσώπων που ενεργούν από κοινού, να πραγματοποιείται, πέραν της διερευνήσεως των “σχέσεων” που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος της συστάσεως ΜΜΕ, και συνολική οικονομική εκτίμηση στοιχείων, στο πλαίσιο της οποίας θα ήταν σκόπιμο να εξετάζονται στοιχεία, όπως το ιδιοκτησιακό καθεστώς, ιδίως δε εν προκειμένω το γεγονός ότι οι εταίροι είναι μέλη της ίδιας οικογένειας, η εταιρική σύνθεση και το πλέγμα των οικονομικών σχέσεων [καθώς και], πιο συγκεκριμένα, η ταυτότητα των διαχειριστών;

    3)

    Σε περίπτωση που, ακόμη και υπό το καθεστώς της συστάσεως ΜΜΕ, είναι δυνατή μια συνολική οικονομική εκτίμηση που να βαίνει πέραν του τυπικού ελέγχου, απαιτείται πρόθεση ή έστω κίνδυνος καταστρατηγήσεως του ορισμού των ΜΜΕ;»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    25

    Με τα τρία ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, του παραρτήματος της συστάσεως ΜΜΕ έχει την έννοια ότι μόνον οι επιχειρήσεις που διατηρούν μια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 3, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω παραρτήματος σχέσεις, μέσω ενός φυσικού προσώπου ή ομάδας φυσικών προσώπων που ενεργούν από κοινού, πρέπει να θεωρούνται ως «συνδεδεμένες», κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου, ή αν η ύπαρξη της συνδέσεως αυτής μπορεί να συναχθεί και από συνολική οικονομική εκτίμηση στο πλαίσιο της οποίας εξακριβώνεται, μεταξύ άλλων, η πρόθεση των προσώπων αυτών να καταστρατηγήσουν τον ορισμό των ΜΜΕ. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, επίσης, να διευκρινισθούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες φυσικά πρόσωπα θεωρούνται ότι ενεργούν από κοινού, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, του παραρτήματος της συστάσεως ΜΜΕ και, μεταξύ άλλων, αν πρέπει, προς τούτο, να συνδέονται συμβατικώς.

    26

    Δυνάμει του άρθρου 1 του εν λόγω παραρτήματος, ως επιχείρηση θεωρείται κάθε μονάδα, ανεξάρτητα από τη νομική της μορφή, που ασκεί οικονομική δραστηριότητα.

    27

    Το άρθρο 3, παράγραφος 3, του ίδιου παραρτήματος διευκρινίζει τα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό των επιχειρήσεων ως «συνδεδεμένων», προκειμένου να μπορεί να καθορίζεται αν αυτές συνιστούν ΜΜΕ.

    28

    Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος, 3, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του παραρτήματος της συστάσεως ΜΜΕ, οι εν λόγω διατάξεις αφορούν καταρχήν μόνον τις επιχειρήσεις που διατηρούν μια από τις σχέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ έως δʹ, του εν λόγω παραρτήματος.

    29

    Εντούτοις, εξ αυτού δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η τυπική μη συνδρομή της προϋποθέσεως αυτής αποκλείει, εν πάση περιπτώσει, τη διαπίστωση ότι οι οικείες επιχειρήσεις είναι συνδεδεμένες.

    30

    Ειδικότερα, η σύσταση ΜΜΕ πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένων υπόψη των αιτιολογικών σκέψεων που οδήγησαν στην έκδοσή της (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C-91/01, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-4355, σκέψη 49).

    31

    Συναφώς, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 9 και 12 της εν λόγω συστάσεως, με τον ορισμό των συνδεδεμένων επιχειρήσεων αποσκοπείται η καλύτερη εκτίμηση της οικονομικής πραγματικότητας των ΜΜΕ και ο αποκλεισμός από τον ορισμό αυτό των ομίλων επιχειρήσεων των οποίων η οικονομική ισχύς υπερβαίνει εκείνη μιας ΜΜΕ, προκειμένου να διατηρηθούν για τις επιχειρήσεις που πραγματικά τα έχουν ανάγκη τα πλεονεκτήματα υπέρ των ΜΜΕ που απορρέουν από τις διάφορες κανονιστικές ρυθμίσεις ή μέτρα. Επιπλέον, κατά τις προαναφερθείσες αιτιολογικές σκέψεις, για να μην υπερβαίνει το απολύτως αναγκαίο η εξέταση των καταστάσεων αυτών, η συνεκτίμηση των εν λόγω σχέσεων πρέπει να περιορίζεται στις περιπτώσεις εταιριών που αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους στην ίδια αγορά ή σε όμορες αγορές.

    32

    Πράγματι, τα πλεονεκτήματα που παρέχονται στις ΜΜΕ συνιστούν, ως επί το πλείστον, εξαιρέσεις από γενικούς κανόνες, όπως για παράδειγμα στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, με αποτέλεσμα ο ορισμός τους να πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς.

    33

    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, προκειμένου να προκρίνονται αποκλειστικώς οι επιχειρήσεις που αποτελούν πράγματι ανεξάρτητες ΜΜΕ, πρέπει να εξετάζεται η δομή των ΜΜΕ που αποτελούν οικονομικό όμιλο η ισχύς του οποίου υπερβαίνει αυτήν μιας τέτοιας επιχείρησης και να λαμβάνεται μέριμνα ώστε ο ορισμός των ΜΜΕ να μην καταστρατηγείται για καθαρά τυπικούς λόγους (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 50).

    34

    Επομένως, το άρθρο 3, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, του παραρτήματος της συστάσεως ΜΜΕ πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του ως άνω σκοπού, κατά τρόπο ώστε επιχειρήσεις που, μολονότι δεν διατηρούν τυπικώς μια από τις σχέσεις που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, συνιστούν, παρά ταύτα, ενιαία οικονομική μονάδα, λόγω του ρόλου που διαδραματίζει φυσικό πρόσωπο ή ομάδα φυσικών προσώπων που ενεργούν από κοινού, να θεωρούνται ως συνδεδεμένες επιχειρήσεις κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, καθόσον ασκούν το σύνολο ή τμήμα των δραστηριοτήτων τους στην ίδια αγορά ή σε όμορες αγορές (βλ. κατ’ αναλογία, προαναφερθείσα απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 51).

    35

    Εξάλλου, η προϋπόθεση τα φυσικά πρόσωπα να ενεργούν από κοινού πληρούται οσάκις τα πρόσωπα αυτά συντονίζονται, προκειμένου να επηρεάσουν τις εμπορικές αποφάσεις των οικείων επιχειρήσεων, γεγονός που αποκλείει τη δυνατότητα να θεωρηθούν οι επιχειρήσεις αυτές ως οικονομικώς ανεξάρτητες μεταξύ τους. Η συνδρομή της ως άνω προϋποθέσεως εξαρτάται από τις περιστάσεις της εκάστοτε περιπτώσεως και δεν μπορεί να είναι συνάρτηση της υπάρξεως συμβατικών σχέσεων μεταξύ των εν λόγω προσώπων ούτε της διαπιστώσεως της προθέσεώς τους να καταστρατηγήσουν τον ορισμό των ΜΜΕ.

    36

    Όσον αφορά τις οικονομικές και χρηματοδοτικές σχέσεις μεταξύ των δύο επιχειρήσεων στη διαφορά της κύριας δίκης, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η X διαθέτει στο εμπόριο το σύνολο της παραγωγής της HaTeFo, ενώ η δεύτερη εταιρία δεν εμφανίζεται στην αγορά. Ένας εκπρόσωπος της X είναι επιφορτισμένος με τα τεχνικής φύσεως ζητήματα της παραγωγής της HaTeFo. Επιπλέον, η HaTeFo ανέθεσε στην εταιρία Χ τη μηχανοργάνωση, τη διαχείριση των αγορών της καθώς και τις σχετικές με την έρευνα δραστηριότητές της. Τέλος, χρησιμοποιεί, προς τους σκοπούς της δραστηριότητάς της, έναν από τους τραπεζικούς λογαριασμούς της εταιρίας Χ.

    37

    Επιπλέον, σκόπιμο είναι να επισημανθεί, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η συγγένεια μεταξύ των A, B και D, εταίρων και διαχειριστών των δύο επιχειρήσεων, και το γεγονός ότι ο A και ο C είναι ταυτοχρόνως διαχειριστές αμφοτέρων των επιχειρήσεων. Τέτοιου είδους σχέσεις παρέχουν κατά τα φαινόμενα στα πρόσωπα αυτά τη δυνατότητα να συντονίζονται, προκειμένου να επηρεάσουν τις εμπορικές αποφάσεις των συγκεκριμένων επιχειρήσεων, γεγονός που αποκλείει τον χαρακτηρισμό των επιχειρήσεων ως οικονομικώς ανεξάρτητων μεταξύ τους.

    38

    Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερθέντων, δύο εταιρίες που τελούν σε κατάσταση ανάλογη με αυτή των εταιριών στην κύρια δίκη μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν στην πραγματικότητα, μέσω μιας ομάδας φυσικών προσώπων που ενεργούν από κοινού, ενιαία οικονομική μονάδα, με αποτέλεσμα να πρέπει να λογίζονται ως συνδεδεμένες επιχειρήσεις, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, του παραρτήματος της συστάσεως ΜΜΕ, πράγμα που απόκειται, εντούτοις, στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει, ενώ οι ενδιαφερόμενοι δύνανται να αποδείξουν το αντίθετο.

    39

    Από το σύνολο των προεκτεθέντων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, του παραρτήματος της συστάσεως ΜΜΕ έχει την έννοια ότι επιχειρήσεις μπορούν να θεωρούνται ως «συνδεδεμένες», κατά την έννοια του άρθρου αυτού, εφόσον από την ανάλυση τόσο των νομικών όσο και των οικονομικών σχέσεων μεταξύ τους προκύπτει ότι συνιστούν, μέσω φυσικού προσώπου ή ομάδας φυσικών προσώπων που ενεργούν από κοινού, ενιαία οικονομική μονάδα, μολονότι δεν διατηρούν τυπικώς καμία από τις σχέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω παραρτήματος. Θεωρούνται ότι ενεργούν από κοινού, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, του εν λόγω παραρτήματος, τα φυσικά πρόσωπα που συντονίζονται προκειμένου να επηρεάσουν τις εμπορικές αποφάσεις των συγκεκριμένων επιχειρήσεων, γεγονός που αποκλείει τον χαρακτηρισμό των επιχειρήσεων αυτών ως οικονομικώς ανεξάρτητων μεταξύ τους. Η συνδρομή της ως άνω προϋποθέσεως εξαρτάται από τις περιστάσεις της εκάστοτε περιπτώσεως και δεν μπορεί να είναι συνάρτηση της υπάρξεως συμβατικών σχέσεων μεταξύ των εν λόγω προσώπων ούτε της διαπιστώσεως της προθέσεώς τους να καταστρατηγήσουν τον ορισμό των ΜΜΕ.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    40

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Το άρθρο 3, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, του παραρτήματος της συστάσεως 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων, έχει την έννοια ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να θεωρούνται ως «συνδεδεμένες», κατά την έννοια του άρθρου αυτού, εφόσον από την ανάλυση τόσο των νομικών όσο και των οικονομικών σχέσεων μεταξύ τους προκύπτει ότι συνιστούν, μέσω φυσικού προσώπου ή ομάδας φυσικών προσώπων που ενεργούν από κοινού, ενιαία οικονομική μονάδα, μολονότι δεν διατηρούν τυπικώς καμία από τις σχέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω παραρτήματος.

     

    Θεωρούνται ότι ενεργούν από κοινού κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, του ως άνω παραρτήματος, τα φυσικά πρόσωπα που συντονίζονται προκειμένου να επηρεάσουν τις εμπορικές αποφάσεις των συγκεκριμένων επιχειρήσεων, γεγονός που αποκλείει τον χαρακτηρισμό των επιχειρήσεων αυτών ως οικονομικώς ανεξάρτητων μεταξύ τους. Η συνδρομή της ως άνω προϋποθέσεως εξαρτάται από τις περιστάσεις της εκάστοτε περιπτώσεως και δεν μπορεί να είναι συνάρτηση της υπάρξεως συμβατικών σχέσεων μεταξύ των εν λόγω προσώπων ούτε της διαπιστώσεως της προθέσεώς τους να καταστρατηγήσουν τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top