This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 52002PC0235
Amended proposal for a European Parliament and Council Directive coordinating the procurement procedures of entities operating in the water, energy, transport and postal services sectors (submitted by the Commission pursuant to Article 250(2) of the EC Treaty)
Τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωαπϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (υποβληθείσα από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ)
Τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωαπϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (υποβληθείσα από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ)
/* COM/2002/0235 τελικό - COD 2000/0117 */
ΕΕ C 203E της 27.8.2002, p. 183–209
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
Τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωαπϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (υποβληθείσα από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ) /* COM/2002/0235 τελικό - COD 2000/0117 */
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 203 E της 27/08/2002 σ. 0183 - 0209
Τροποποιημένη πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (υποβληθείσα από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ) 2000/0117 (COD) Τροποποιημένη πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών 1. Ιστορικο του φακελου Διαβίβαση της πρότασης στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (COM(2000)276 τελικό - 2000/0117/COD) σύμφωνα με το άρθρο 175, παράγραφος 1 της συνθήκης: 11.7.2000 Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής: 26.4.2001 Γνωμοδότηση της Επιτροπής των Περιφερειών: 13.12.2000 Γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου - πρώτη ανάγνωση: 17.01.2002 2. Στοχος της προτασης της Επιτροπης Η οδηγία περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας και των μεταφορών επιδιώκει τον τριπλό στόχο του εκσυγχρονισμού, της απλούστευσης και της ευελιξίας του υφιστάμενου νομικού πλαισίου. Εκσυγχρονισμός προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι νέες τεχνολογίες και οι αλλαγές του οικονομικού περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της απελευθέρωσης που συντελείται ή πρόκειται να συντελεστεί σε ορισμένες από τις δραστηριότητες που ορίζονται, απλούστευση προκειμένου να διευκολυνθεί η κατανόηση των σημερινών κειμένων από τους χρήστες έτσι ώστε οι συμβάσεις να συνάπτονται σε πλήρη συμμόρφωση με τα πρότυπα και τις αρχές που διέπουν τον τομέα και έτσι ώστε οι εμπλεκόμενοι φορείς (είτε πρόκειται για αγοραστές είτε για προμηθευτές) να είναι σε θέση να γνωρίζουν καλύτερα τα δικαιώματά τους και ευελιξία των διαδικασιών προκειμένου να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των αγοραστών και των οικονομικών φορέων. 3. Γνωμη τησ Επιτροπησ σχετικα με τισ τροπολογιεσ που ενεκρινε το Κοινοβουλιο Η Επιτροπή δέχτηκε, στο σύνολό τους, ή εν μέρει, ενδεχομένως με αναδιατύπωση, 47 από τις 83 τροπολογίες που ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. *** 3.1. Τροπολογίες που έγιναν δεκτές από την Επιτροπή στο σύνολό τους ή που επαναδιατυπώθηκαν για καθαρά τυπικούς λόγους (τροπολογίες 111, 7, 8, 67, 68 και 69) Η τροπολογία 111 εισαγάγει μια νέα αιτιολογική σκέψη η οποία υπογραμμίζει ότι τίποτε στην οδηγία αυτή δεν εμποδίζει οποιονδήποτε αναθέτοντα φορέα να επιβάλλει ή να εφαρμόζει μέτρα αναγκαία για την προστασία απαιτήσεων γενικού συμφέροντος: δημόσια τάξη, ηθική, ασφάλεια και υγεία, ζωή των ανθρώπινων όντων, της πανίδας και της χλωρίδας. Η Επιτροπή δέχεται την τροπολογία αυτή υπογραμμίζοντας ότι είναι διατυπωμένη με τρόπο ώστε να απεικονίζει τις διατάξεις της συνθήκης (άρθρο 30): αιτιολογική σκέψη (2γ) Τίποτε στην οδηγία αυτή δεν εμποδίζει οποιονδήποτε αναθέτοντα φορέα να επιβάλλει ή να εφαρμόζει μέτρα αναγκαία για την προστασία της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ηθικής και της δημόσιας ασφάλειας, της υγείας και της ζωής των ανθρώπινων όντων, της πανίδας και της χλωρίδας, ιδίως με στόχο την αειφόρο ανάπτυξη, υπό τον όρο ότι τα μέτρα αυτά δεν δημιουργούν διακρίσεις και δεν είναι αντίθετα ούτε προς το στόχο του ανοίγματος των αγορών στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων ούτε προς τη συνθήκη.» Η τροπολογία 7 τροποποιεί την αιτιολογική σκέψη 34 για να διασαφηνιστεί ότι οι προσφορές που βασίζονται σε λύσεις άλλες από αυτές που ορίζει ο αναθέτων φορέας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι ισοδύναμες και ότι εναπόκειται στους αναθέτοντες φορείς να αιτιολογήσουν κάθε απόφαση που δεν δέχεται την ισοδυναμία. Είναι απαραίτητο να συνδυαστεί η τροπολογία 7 με άλλες τροπολογίες που αφορούν το ίδιο πρόβλημα - βλέπε σχόλια στις τροπολογίες 35, 36, 38, 40, 95 και 99/118. Η τροπολογία 8 τροποποιεί την αιτιολογική σκέψη 42. Προσθέτει τις υπηρεσίες των μηχανικών στα παραδείγματα υπηρεσιών των οποίων η αμοιβή διέπεται από εθνικές διατάξεις οι οποίες δεν πρέπει να επηρεάζονται. Οι τροπολογίες 67, 68 και 69 διαγράφουν τις πολύ λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με τους κανόνες που πρέπει να χρησιμοποιούνται για την ένδειξη της στάθμισης κάθε κριτηρίου που εφαρμόζεται για τον καθορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς. Η διαγραφή των τριών παραγράφων γίνεται δεκτή για την απλούστευση των κανόνων ένδειξης της στάθμισης. *** 3.2. Τροπολογίες που έγιναν δεκτές από την Επιτροπή με αναδιατύπωση, εν μέρει ή επί της ουσίας (τροπολογίες 89-96, 4, 33, 9, 70, 35, 36, 38, 40, 95, 99-118, 64, 18, 57, 109, 60, 43, 47, 13, 16, 21, 22, 26, 27, 29, 30, 117, 51, 53, 56, 66, 75, 76, 78, 79, 80, 81, 82, 83, 85 και 86) Οι τροπολογίες 89-96 εισαγάγουν μια νέα αιτιολογική σκέψη, με στόχο να υπογραμμιστεί η ενσωμάτωση της πολιτικής για το περιβάλλον στο καθεστώς δημόσιων συμβάσεων. Το άρθρο 6 της συνθήκης επιβάλλει την ενσωμάτωση της προστασίας του περιβάλλοντος στις άλλες πολιτικές: αυτό συνεπάγεται ότι η πολιτική σχετικά με το περιβάλλον πρέπει να συνάδει με την πολιτική για τις δημόσιες συμβάσεις. Η Επιτροπή θεωρεί επομένως ότι πρέπει να επιτραπεί στους αναθέτοντες φορείς να προμηθεύονται «πράσινα» προϊόντα / υπηρεσίες υπό τους καλύτερους όρους όσον αφορά τη σχέση ποιότητας / τιμής. Ενσωματώνει την τροπολογία αναδιατυπώνοντάς την ως εξής: Αιτιολογική σκέψη: « 2β Σύμφωνα με το άρθρο 6 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, οι απαιτήσεις όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος ενσωματώνονται στον καθορισμό και την εφαρμογή των κοινοτικών πολιτικών και δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 3 της εν λόγω συνθήκης, ιδίως προκειμένου να προωθηθεί η αειφόρος ανάπτυξη. Επομένως, η παρούσα οδηγία διασαφηνίζει πώς μπορούν να συμβάλλουν οι αναθέτοντες φορείς στην προστασία του περιβάλλοντος και στην προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα στους αναθέτοντες φορείς το δικαίωμα να επιτυγχάνουν για τις συμβάσεις τους την καλύτερη σχέση ποιότητας / τιμής.» * Η τροπολογία 4 εισαγάγει μια νέα αιτιολογική σκέψη με στόχο να διευκρινιστεί ότι οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να επιβάλουν όρους σχετικά με την εκτέλεση της σύμβασης, κυρίως όσον αφορά την προώθηση στόχων κοινωνικής πολιτικής, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι οι όροι αυτοί συνάδουν ϴε το κοινοτικό δίκαιο. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των δύο οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις, η δυνατότητα αυτή πρέπει επίσης να επεκταθεί στους όρους που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος. [1] [1] Παραπομπή στην τροπολογία 10 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αναφορικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών, δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών και συμβάσεων δημοσίων έργων. Η τροπολογία 33, η οποία τροποποιεί το άρθρο 33, τρίτο εδάφιο, επιδιώκει να διευκρινιστεί ότι οι όροι εκτέλεσης μπορούν να συμπεριλάβουν όρους που συνδέονται με την προώθηση στόχων κοινωνικής πολιτικής. επιδιώκει ακόμη να ενισχυθεί περισσότερο η τήρηση των αρχών της ίσης μεταχείρισης, της μη εισαγωγής διακρίσεων και της διαφάνειας όταν οι αναθέτοντες φορείς απαιτούν ειδικούς όρους εκτέλεσης της σύμβασης. Ουσιαστικά, η εν λόγω τροπολογία διευκρινίζει σε μια ειδική διάταξη αυτό που περιέχεται ήδη στη διάταξη του άρθρου 9 το οποίο έχει γενική ισχύ. Η Επιτροπή ενσωματώνει επομένως τις τροπολογίες 4 και 33 με τα ακόλουθα κείμενα: Αιτιολογική σκέψη: «(32) Οι όροι εκτέλεσης μιας σύμβασης συνάδουν με την οδηγία εφόσον δεν εισάγουν άμεσα ή έμμεσα διακρίσεις και εφόσον αναγγέλλονται στην ανακοίνωση που χρησιμοποιείται ως μέσο προκήρυξης διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων. Μπορούν να έχουν ως αντικείμενο την ενθάρρυνση της επιτόπιας επαγγελματικής κατάρτισης και της απασχόλησης των ατόμων που αντιμετωπίζουν ειδικές δυσκολίες ένταξης, την καταπολέμηση της ανεργίας, ή την προστασία του περιβάλλοντος και να επιβάλουν υποχρεώσεις, που εφαρμόζονται στην εκτέλεση της σύμβασης, όπως μεταξύ άλλων η πρόσληψη ανέργων μακράς διάρκειας ή η υλοποίηση δράσεων κατάρτισης για τους ανέργους και τους νέους, η τήρηση ως προς την ουσία τους των διατάξεων των θεμελιωδών συμβάσεων της ΔΟΕ στην περίπτωση κατά την οποία οι εν λόγω διατάξεις δεν έχουν ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο, η πρόσληψη ενός αριθμού ατόμων με ειδικές ανάγκες που υπερβαίνει τον αριθμό που απαιτείται από την εθνική νομοθεσία.» «Άρθρο 37α Όροι εκτέλεσης της σύμβασης Οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να απαιτήσουν ειδικούς όρους σχετικά με την εκτέλεση της σύμβασης ϴε την προϋπόθεση ότι οι όροι αυτοί θα συμβιβάζονται ϴε το κοινοτικό δίκαιο και θα αναφέρονται στην ανακοίνωση που χρησιμοποιείται ως μέσο προκήρυξης διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων. Οι όροι υπό τους οποίους εκτελείται μια σύμβαση μπορούν, μεταξύ άλλων, να συνεκτιμούν κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες.» * Η τροπολογία 9 εισαγάγει μια νέα αιτιολογική σκέψη 42α με στόχο να διευκρινιστεί ότι οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να απορρίπτουν προσφορές οι οποίες είναι ασυνήθιστα χαμηλές λόγω της μη τήρησης του κοινωνικού δικαίου. Η ευχέρεια αυτή υπάρχει ήδη στο ισχύον δίκαιο, αρκεί επομένως να διευκρινιστεί επαρκώς. Η τροπολογία 70 τροποποιεί το άρθρο 55 σχετικά με τις ασυνήθιστα χαμηλές προσφορές, αντικαθιστώντας την έκφραση «σε σχέση με την παροχή» με «σε σχέση με την παροχή προμηθειών, υπηρεσιών ή έργων». Η αιτιολογία (ότι η διάταξη αυτή πρέπει να εφαρμόζεται στις προμήθειες και στα έργα και όχι μόνο στις υπηρεσίες) καθιστά σαφές ότι η τροπολογία βασίζεται σε παρανόηση που οφείλεται σε μεταφραστικό πρόβλημα. Η διάταξη εφαρμόζεται πράγματι και στα τρία είδη συμβάσεων. Για λόγους συνοχής με την κλασική οδηγία και για να αποφευχθούν διαφορετικές ερμηνείες στη συνέχεια, δεν θα πρέπει να τροποποιηθεί η υφιστάμενη νομοθεσία στη γαλλική έκδοση που καθιστά αρκετά σαφές ότι η διάταξη εφαρμόζεται και στα τρία είδη συμβάσεων. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί μέριμνα ώστε αυτό να γίνει σαφές σε όλες τις γλωσσικές εκδόσεις [2]. [2] Η αγγλική έκδοση θα πρέπει, ως εκ τούτου, να αναφέρεται σε «goods, works or services» Η Επιτροπή ενσωματώνει τις τροπολογίες 9 και 70 ως εξής: «Άρθρο 55 Οι ασυνήθιστα χαμηλές προσφορές 1. Εάν, για μια ορισμένη σύμβαση, οι προσφορές εμφανίζονται ως ασυνήθιστα χαμηλές σε σχέση με την παροχή, ο αναθέτων φορέας, πριν απορρίψει τις εν λόγω προσφορές, ζητεί γραπτώς τις διευκρινίσεις που θεωρεί χρήσιμες σε σχέση με τη σύνθεση της προσφοράς. Οι εν λόγω διευκρινίσεις μπορούν να αφορούν κυρίως: α) τον οικονομικό χαρακτήρα της μεθόδου κατασκευής των προϊόντων, της παροχής υπηρεσιών, της μεθόδου δομικής κατασκευής. β) τις επιλεγείσες τεχνικές λύσεις ή/και τις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες που διαθέτει ο προσφέρων για την προμήθεια των προϊόντων, την παροχή των υπηρεσιών, ή την εκτέλεση των έργων. γ) την πρωτοτυπία των προμηθειών, υπηρεσιών ή έργων που προτείνονται από τον προσφέροντα. γα) την τήρηση των διατάξεων σχετικά με την προστασία και τις συνθήκες εργασίας που ισχύουν στον τόπο της παροχής. δ) τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης στον προσφέροντα. 2. Ο αναθέτων φορέας εξακριβώνει, συμβουλευόμενος τον προσφέροντα, αυτή τη σύνθεση λαμβάνοντας υπόψη τις δοθείσες διευκρινίσεις. 3. Ο αναθέτων φορέας που διαπιστώνει ότι μια προσφορά είναι ασυνήθιστα χαμηλή λόγω της χορήγησης κρατικής ενίσχυσης στον προσφέροντα δεν μπορεί να απορρίψει την εν λόγω προσφορά με την αιτιολογία αυτή παρά μόνον εφόσον διαβουλευθεί με τον προσφέροντα και εφόσον ο τελευταίος δεν είναι σε θέση να αποδείξει, εντός επαρκούς προθεσμίας την οποία ορίζει ο αναθέτων φορέας, ότι η εν λόγω ενίσχυση είχε χορηγηθεί νόμιμα. Ο αναθέτων φορέας που απορρίπτει προσφορά υπό τους όρους αυτούς, ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή.» * Οι τροπολογίες 35, 36, 38, 40, 95 και 99/118 αναφέρονται στο άρθρο 34 σχετικά με τις τεχνικές προδιαγραφές. Η τροπολογία 35 προβλέπει ότι οι τεχνικές προδιαγραφές μπορούν να διατυπώνονται ως προς τις επιπτώσεις του προϊόντος στο περιβάλλον κατά τη διάρκεια της ζωής του. Η Επιτροπή συμμερίζεται την προσέγγιση αυτή. Η τροπολογία 36 εισαγάγει ένα νέο ορισμό, ήτοι του «ισοδύναμου πρότυπου», εκεί όπου, αντιθέτως, πρόκειται για μια προσφορά η οποία εξασφαλίζει ισοδύναμη λύση. Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η τροπολογία αφορά ισοδύναμες λύσεις, η συμπερίληψη των δαπανών στον ορισμό των ισοδύναμων λύσεων δεν είναι αποδεκτή διότι το στοιχείο «τιμή» πρέπει να παρεμβαίνει στο στάδιο της αξιολόγησης των προσφορών βάσει των κριτηρίων ανάθεσης και όχι για να επιτραπεί ο αποκλεισμός προσφορών που βασίζονται σε άλλες λύσεις ως μη σύμφωνες με τις τεχνικές προδιαγραφές του αναθέτοντα φορέα. Οι τροπολογίες 99 - 118 τροποποιούν το άρθρο 34 για να διασαφηνιστεί ότι ο αναθέτων φορέας δεν μπορεί να απορρίψει μια προσφορά εφόσον ο προσφέρων του έχει αποδείξει ότι η προσφορά ικανοποιεί ισοδύναμα τις απαιτήσεις της σύμβασης. Η τροπολογία 38 διευκρινίζει, αφενός, ότι μια έκθεση δοκιμών που έχει συντάξει ένας αναγνωρισμένος οργανισμός μπορεί να συνιστά κατάλληλο αποδεικτικό μέσο και, αφετέρου, ότι εναπόκειται στους αναθέτοντες φορείς που απορρίπτουν μια λύση ως μη ισοδύναμη να αιτιολογούν την απόφαση αυτή και να την κοινοποιούν στους οικονομικούς φορείς που υποβάλλουν σχετική αίτηση. Η υποχρέωση κοινοποίησης της αιτιολογίας λαμβάνεται γενικά υπόψη στο άρθρο 48, παράγραφος 2. Η τροπολογία 40 αποσκοπεί να επιτρέψει τη μνεία ιδιαίτερης μεθόδου κατασκευής ή συγκεκριμένων κατασκευαστών ή προμηθευτών σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Η αναφορά σε ιδιαίτερη μέθοδο κατασκευής μπορεί να επιτραπεί εφόσον αυτό δεν έχει ως αποτέλεσμα την ανάθεση της σύμβασης σε συγκεκριμένο προμηθευτή. Η τροπολογία 95, η οποία τροποποιεί το παράρτημα ΧΧ, αποσκοπεί στην τροποποίηση του ορισμού των τεχνικών προδιαγραφών προσθέτοντας την συνεκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, των οδηγιών χρήσης και των μεθόδων ή διαδικασιών παραγωγής. Αυτό το μέρος της τροπολογίας διασαφηνίζει το κείμενο με βάση την ανακοίνωση της Επιτροπής της 4.7.2001 για τις δημόσιες συμβάσεις και το περιβάλλον [3] και επομένως γίνεται δεκτό με αναδιατύπωση. [3] «Ερμηνευτική ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά το εφαρμοστέο κοινοτικό δίκαιο στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων και τις δυνατότητες ενσωμάτωσης των περιβαλλοντικών παραγόντων στις δημόσιες συμβάσεις», COM(2001)274 τελικό, Ε.Ε. C 333 της 29ης Νοεμβρίου 2001, σ. 13 - 26. Προβλέπει ακόμη την ενσωμάτωση της έννοιας για όλες τις ανάγκες, περιλαμβανομένης της δυνατότητας πρόσβασης για τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Λαμβάνοντας επίσης υπόψη την τροπολογία 7, η οποία εξετάζεται στο σημείο 3.1 παραπάνω, η Επιτροπή ενσωματώνει τις τροπολογίες 35, 36, 38, 40, 95 και 99/118 στην αιτιολογική σκέψη 34, στο άρθρο 34, στο άρθρο 48, παράγραφος 2 και στο παράρτημα ΧΧ, τα οποία αναδιατυπώνονται ως εξής: Αιτιολογική σκέψη: «(34) Οι τεχνικές προδιαγραφές που καθορίζονται από τους αγοραστές του δημοσίου πρέπει να επιτρέπουν το άνοιγμα των δημοσίων συμβάσεων στον ανταγωνισμό. Γι' αυτό το σκοπό, πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα υποβολής προσφορών που να αντικατοπτρίζουν την ποικιλία των τεχνικών λύσεων. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, αφενός, οι τεχνικές προδιαγραφές πρέπει να μπορούν να ορίζονται ως προς τις επιδόσεις και τις λειτουργικές απαιτήσεις και, αφετέρου, σε περίπτωση αναφοράς στο ευρωπαϊκό πρότυπο - ή, ελλείψει αυτού, στο εθνικό πρότυπο - πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τους αναθέτοντες φορείς προσφορές βασιζόμενες σε άλλες ισοδύναμες λύσεις, που να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των αναθετόντων φορέων και να είναι ισοδύναμες από την άποψη της ασφάλειας. Για την κατάδειξη της ισοδυναμίας, οι προσφέροντες πρέπει να μπορούν να χρησιμοποιήσουν κάθε αποδεικτικό μέσο. Ο αναθέτων φορέας πρέπει να μπορεί να αιτιολογήσει κάθε απόφαση που δεν δέχεται την ισοδυναμία. Οι αναθέτοντες φορείς που επιθυμούν να προσδιορίσουν περιβαλλοντικές ανάγκες στις τεχνικές προδιαγραφές μιας συγκεκριμένης σύμβασης, μπορούν να καθορίσουν τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά ή/και τις ειδικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις κατηγοριών προϊόντων ή υπηρεσιών. Μπορούν, αλλά δεν υποχρεούνται, να χρησιμοποιήσουν τις κατάλληλες προδιαγραφές για να ορίσουν τις ζητούμενες προμήθειες ή παροχές, οι οποίες προσδιορίζονται στα οικολογικά σήματα, όπως το ευρωπαϊκό οικολογικό σήμα, το (πολυ) εθνικό οικολογικό σήμα ή κάθε άλλο οικολογικό σήμα ή μέρη των εν λόγω προδιαγραφών. Ωστόσο, η δυνατότητα αυτή δεν πρέπει να παρέχεται παρά μόνον εφόσον οι απαιτήσεις για το σήμα αναπτύσσονται και εγκρίνονται βάσει επιστημονικών στοιχείων μέσω μιας διαδικασίας στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως οι κυβερνητικοί οργανισμοί, οι καταναλωτές, οι κατασκευαστές, οι διανομείς ή οι περιβαλλοντικές οργανώσεις και αν το σήμα είναι προσιτό και διαθέσιμο για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.» «Άρθρο 34 Οι τεχνικές προδιαγραφές 1. Οι τεχνικές προδιαγραφές, οι οποίες ορίζονται στο σημείο 1 του παραρτήματος XX, εμφαίνονται στα έγγραφα της σύμβασης, όπως είναι οι προκηρύξεις διαγωνισμού, η συγγραφή υποχρεώσεων ή τα συμπληρωματικά έγγραφα. 2. Οι τεχνικές προδιαγραφές πρέπει να επιτρέπουν την πρόσβαση των προσφερόντων επί ίσοις όροις και να μην έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία αδικαιολόγητων φραγμών στο άνοιγμα των δημοσίων συμβάσεων στον ανταγωνισμό. 3. Με την επιφύλαξη των νομικά δεσμευτικών τεχνικών κανόνων, στο μέτρο που συμβιβάζονται με την κοινοτική νομοθεσία, οι τεχνικές προδιαγραφές πρέπει να διατυπώνονται: α) είτε παραπέμποντας στις προδιαγραφές που ορίζονται στο παράρτημα ΧΧ και κατά σειρά προτίμησης στα εθνικά πρότυπα που αποτελούν μεταφορά ευρωπαϊκών προτύπων, στις ευρωπαϊκές τεχνικές εγκρίσεις, στις κοινές τεχνικές προδιαγραφές, στα διεθνή πρότυπα, στα άλλα τεχνικά πλαίσια αναφοράς που έχουν εκπονηθεί από τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης ή, όταν αυτά δεν υπάρχουν, στα εθνικά πρότυπα, στις εθνικές τεχνικές εγκρίσεις ή στις εθνικές τεχνικές προδιαγραφές όσον αφορά τη μελέτη, τον υπολογισμό και την υλοποίηση των έργων και τη χρησιμοποίηση των προϊόντων. Κάθε παραπομπή συνοδεύεται από τη μνεία «ή ισοδύναμο». β) είτε ως προς τις επιδόσεις ή τις λειτουργικές απαιτήσεις. αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά. Πρέπει ωστόσο να είναι αρκετά ακριβείς ώστε να επιτρέπουν στους προσφέροντες να καθορίζουν το αντικείμενο της σύμβασης και στους αναθέτοντες φορείς να αναθέτουν τη σύμβαση. γ) είτε ως προς τις επιδόσεις ή τις λειτουργικές απαιτήσεις που ορίζονται στο σημείο β), παραπέμποντας, ως τεκμήριο συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις ή τις επιδόσεις αυτές, στις προδιαγραφές που απαριθμούνται στο σημείο α). δ) είτε παραπέμποντας στις προδιαγραφές του σημείου α) για ορισμένα χαρακτηριστικά και στις επιδόσεις ή τις λειτουργικές απαιτήσεις του σημείου β) για άλλα χαρακτηριστικά. 4. Όταν οι αναθέτοντες φορείς κάνουν χρήση της δυνατότητας παραπομπής στις προδιαγραφές που ορίζονται στην παράγραφο 3, σημείο α), δεν μπορούν να απορρίψουν μια προσφορά με την αιτιολογία ότι τα προσφερόμενα προϊόντα και οι υπηρεσίες δεν τηρούν τις προδιαγραφές στις οποίες έχουν κάνει αναφορά, εφόσον ο προσφέρων αποδεικνύει στην προσφορά του κατά τρόπο που ικανοποιεί τον αναθέτοντα φορέα, με κάθε κατάλληλο μέσο, ότι οι λύσεις που προτείνει ικανοποιούν ισοδύναμα τις απαιτήσεις που ορίζουν οι τεχνικές προδιαγραφές. Κατάλληλο μέσο μπορεί να συνιστά ένας τεχνικός φάκελος του κατασκευαστή ή μια έκθεση δοκιμών που έχει συντάξει ένας αναγνωρισμένος οργανισμός. 5. Όταν οι αναθέτοντες φορείς κάνουν χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στην παράγραφο 3, να ορίσουν ως προς τις επιδόσεις ή τις λειτουργικές απαιτήσεις, δεν μπορούν να απορρίψουν μια προσφορά προϊόντων, υπηρεσιών ή έργων που τηρούν ένα εθνικό πρότυπο το οποίο αποτελεί μεταφορά ευρωπαϊκού προτύπου, μια ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση, μια κοινή τεχνική προδιαγραφή, ένα διεθνές πρότυπο, ένα τεχνικό πλαίσιο αναφοράς που έχει εκπονηθεί από έναν ευρωπαϊκό οργανισμό τυποποίησης, εάν οι εν λόγω προδιαγραφές καλύπτουν τις επιδόσεις ή τις λειτουργικές απαιτήσεις που έχουν καθοριστεί. Στην προσφορά του, ο προσφέρων υποχρεούται να αποδείξει, κατά τρόπο που ικανοποιεί τον αναθέτοντα φορέα και με κάθε κατάλληλο μέσο, ότι τα προϊόντα, οι υπηρεσίες ή τα έργα τα οποία είναι σύμφωνα με το πρότυπο, ικανοποιούν τις λειτουργικές απαιτήσεις ή τις επιδόσεις του αναθέτοντα φορέα. Κατάλληλο μέσο μπορεί να συνιστά ένας τεχνικός φάκελος του κατασκευαστή ή μια έκθεση δοκιμών που έχει συντάξει ένας αναγνωρισμένος οργανισμός. 5α Όταν οι αναθέτοντες φορείς ορίζουν περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά ως προς τις επιδόσεις ή τις λειτουργικές απαιτήσεις, μπορούν να χρησιμοποιούν τις λεπτομερείς προδιαγραφές ή μέρη αυτών, οι οποίες προσδιορίζονται στα ευρωπαϊκά ή (πολυ) εθνικά οικολογικά σήματα, ή σε κάθε άλλο οικολογικό σήμα, εφόσον είναι κατάλληλες για τον ορισμό των χαρακτηριστικών των προμηθειών ή των παροχών που αποτελούν αντικείμενο της σύμβασης, εφόσον οι απαιτήσεις του σήματος αναπτύσσονται βάσει επιστημονικών στοιχείων και τα οικολογικά σήματα εγκρίνονται μέσω μιας διαδικασίας στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως οι κυβερνητικοί οργανισμοί, οι καταναλωτές, οι κατασκευαστές, οι διανομείς και οι περιβαλλοντικές οργανώσεις και αν το σήμα είναι διαθέσιμο για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να αναφέρουν ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που φέρουν οικολογικό σήμα θεωρείται ότι πληρούν τις τεχνικές προδιαγραφές οι οποίες ορίζονται στη συγγραφή υποχρεώσεων. πρέπει να δέχονται κάθε άλλο κατάλληλο αποδεικτικό μέσο, όπως ένας τεχνικός φάκελος του κατασκευαστή ή μια έκθεση δοκιμών που έχει συντάξει ένας αναγνωρισμένος οργανισμός. 6. Ως «αναγνωρισμένοι οργανισμοί», κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, νοούνται τα εργαστήρια δοκιμών και διαμέτρησης, οι οργανισμοί επιθεώρησης και πιστοποίησης που ακολουθούν τα εφαρμοστέα ευρωπαϊκά πρότυπα. Οι αναθέτοντες φορείς δέχονται πιστοποιητικά από οργανισμούς αναγνωρισμένους σε άλλα κράτη μέλη. 7. Εκτός εάν δικαιολογείται από το αντικείμενο της σύμβασης, οι τεχνικές προδιαγραφές δεν μπορούν να περιέχουν μνεία συγκεκριμένης κατασκευής ή προέλευσης ή ιδιαίτερης μεθόδου κατασκευής, ούτε και να αναφέρονται σε εμπορικό σήμα ή δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ή τύπο ή συγκεκριμένη καταγωγή ή παραγωγή που θα είχαν ως αποτέλεσμα να ευνοούνται ή να αποκλείονται ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένα προϊόντα. Η εν λόγω μνεία ή αναφορά επιτρέπεται, κατ' εξαίρεση, όταν δεν είναι δυνατόν να γίνει αρκούντως ακριβής και κατανοητή περιγραφή του αντικειμένου της σύμβασης κατ' εφαρμογή των παραγράφων 3 και 4. η εν λόγω μνεία ή αναφορά πρέπει να συνοδεύεται από τους όρους «ή ισοδύναμο».» «Άρθρο 48 Ενημέρωση των αιτούντων προεπιλογή, των υποψηφίων και των προσφερόντων 1. .... 2. Οι αναθέτοντες φορείς γνωστοποιούν, το συντομότερο δυνατό, σε κάθε αποκλεισθέντα υποψήφιο ή προσφέροντα που υποβάλλει σχετική αίτηση τους λόγους απόρριψης της υποψηφιότητάς του ή της προσφοράς του και, σε κάθε προσφέροντα που έχει υποβάλει παραδεκτή προσφορά, τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα του αναδόχου ή τα μέρη της συμφωνίας-πλαισίου. Οι εν λόγω προθεσμίες δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υπερβαίνουν τις δεκαπέντε ημέρες από την παραλαβή της γραπτής αίτησης. Ωστόσο, οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να αποφασίσουν να μην κοινοποιήσουν ορισμένες πληροφορίες σχετικά με την ανάθεση της σύμβασης ή τη σύναψη της συμφωνίας πλαισίου, οι οποίες αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, εφόσον η γνωστοποίησή τους θα αποτελούσε εμπόδιο για την εφαρμογή των νόμων ή θα ήταν αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον ή θα έθιγε έννομα εμπορικά συμφέροντα δημόσιων ή ιδιωτικών οικονομικών φορέων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του οικονομικού φορέα στον οποίο ανατέθηκε η σύμβαση, ή θα μπορούσε να θίξει τις συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ οικονομικών φορέων. 3. ... 4. ... 5. ...» «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΧΧ ΟΡΙΣΜΟΣ ΜΕΡΙΚΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΩΝ Κατά την έννοια τη παρούσας οδηγίας νοούνται ως: α) «τεχνική προδιαγραφή», όταν πρόκειται για δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών ή συμβάσεις δημοσίων προμηθειών: μια προδιαγραφή που εμφαίνεται σ' ένα έγγραφο το οποίο προσδιορίζει τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, όπως τα επίπεδα ποιότητας, τα επίπεδα περιβαλλοντικών επιδόσεων, την έννοια για όλες τις χρήσεις (περιλαμβανομένης της δυνατότητας πρόσβασης για τα άτομα με ειδικές ανάγκες), τη χρήση του προϊόντος, την ασφάλειά του ή τις διαστάσεις του, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων που ισχύουν για το προϊόν όσον αφορά την ονομασία πώλησης, την ορολογία, τα σύμβολα, τις δοκιμές και μεθόδους δοκιμών, τη συσκευασία, τη σήμανση και την επίθεση ετικετών, τις οδηγίες χρήσης, τις διαδικασίες και μεθόδους παραγωγής, καθώς και τις διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης. β) «τεχνικές προδιαγραφές», όταν πρόκειται για συμβάσεις δημοσίων έργων: όλες οι τεχνικές απαιτήσεις που περιέχονται ιδίως στις συγγραφές υποχρεώσεων και καθορίζουν τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά ενός υλικού, ενός προϊόντος ή μιας προμήθειας ειδών και οι οποίες επιτρέπουν το χαρακτηρισμό αυτών κατά τρόπο ώστε να ανταποκρίνονται στη χρήση για την οποία προορίζονται από τον αναθέτοντα φορέα. Τα χαρακτηριστικά αυτά περιλαμβάνουν τα επίπεδα περιβαλλοντικών επιδόσεων, την έννοια για όλες τις χρήσεις (περιλαμβανομένης της δυνατότητας πρόσβασης για τα άτομα με ειδικές ανάγκες) και τα επίπεδα αξιολόγησης της συμμόρφωσης, την απόδοση, την ασφάλεια ή τις διαστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών σχετικά με την εξασφάλιση της ποιότητας, την ορολογία, τα σύμβολα, τις δοκιμές και μεθόδους δοκιμών, τη συσκευασία, τη σήμανση και την επίθεση ετικετών, τις οδηγίες χρήσης, καθώς και τις διαδικασίες και μεθόδους παραγωγής. Περιλαμβάνουν επίσης τους κανόνες μελέτης και προμέτρησης, τους όρους δοκιμής, ελέγχου και παραλαβής των έργων, καθώς και τις κατασκευαστικές τεχνικές ή μεθόδους και κάθε άλλο όρο τεχνικού χαρακτήρα που ο αναθέτων φορέας είναι σε θέση να καθορίσει, μέσω γενικών ή ειδικών κανονιστικών διατάξεων, σχετικά με τα ολοκληρωμένα έργα, καθώς και με τα υλικά ή τα στοιχεία που αποτελούν τα έργα αυτά. 2. «πρότυπο»: μια τεχνική προδιαγραφή που έχει εγκριθεί από κάποιον αναγνωρισμένο οργανισμό με τυποποιητική αρμοδιότητα, με σκοπό την επαναλαμβανόμενη ή συνεχή εφαρμογή, της οποίας όμως η τήρηση δεν είναι υποχρεωτική και εμπίπτει σε μια από τις ακόλουθες κατηγορίες: - διεθνές πρότυπο: πρότυπο που έχει εκδοθεί από διεθνή οργανισμό τυποποίησης και έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού. - ευρωπαϊκό πρότυπο: πρότυπο που έχει εκδοθεί από ευρωπαϊκό οργανισμό τυποποίησης και έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού. - εθνικό πρότυπο: πρότυπο που έχει εκδοθεί από εθνικό οργανισμό τυποποίησης και έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού. 3. «ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση»: η ευνοϊκή τεχνική αξιολόγηση της καταλληλότητας ενός προϊόντος για χρήση, με γνώμονα την ικανοποίηση των βασικών απαιτήσεων κατασκευής και με βάση τα εγγενή χαρακτηριστικά του προϊόντος και τους όρους εφαρμογής και χρήσης που έχουν τεθεί. Μια ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση χορηγείται από τον οργανισμό που είναι αναγνωρισμένος για το σκοπό αυτό από το εκάστοτε κράτος μέλος. 4. «κοινές τεχνικές προδιαγραφές»: οι τεχνικές προδιαγραφές που έχουν εκπονηθεί σύμφωνα με διαδικασία αναγνωρισμένη από τα κράτη μέλη και έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. 5. «τεχνικό πλαίσιο αναφοράς»: κάθε προϊόν το οποίο εκπονείται από τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης και είναι διαφορετικό από τα επίσημα πρότυπα, σύμφωνα με διαδικασίες προσαρμοσμένες στην εξέλιξη της αγοράς.» Η τροπολογία 64 εισαγάγει ένα νέο άρθρο 53α, το οποίο προβλέπει ότι σε περίπτωση που ένας αναθέτων φορέας απαιτεί την υποβολή πιστοποιητικού σχετικού με ένα σύστημα περιβαλλοντικής διαχείρισης, πρέπει να δεχτεί τα πιστοποιητικά EMAS, τα πιστοποιητικά που συμμορφώνονται προς τις διεθνείς προδιαγραφές, καθώς και κάθε άλλο ισοδύναμο αποδεικτικό μέσο. Σε ορισμένες κατάλληλες περιπτώσεις - παραδείγματος χάριν όσον αφορά την ικανότητα σεβασμού ενός οικοσυστήματος κατά την εκτέλεση ενός δημόσιου έργου [4] - η τεχνική ικανότητα μπορεί να βεβαιώνεται με ένα σύστημα περιβαλλοντικής διαχείρισης. Για τις περιπτώσεις αυτές, είναι σκόπιμο να προβλεφθούν τα δυνατά αποδεικτικά μέσα και η αναγνώριση της ισοδυναμίας κατά τρόπο ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν ανατίθενται συμβάσεις κατ' αποκλειστικότητα στους κατόχους ορισμένων πιστοποιητικών. Η τροπολογία αυτή ενσωματώνει ως προς την ουσία τους τις διατάξεις του άρθρου 51, παράγραφος 2 σχετικά με τα πιστοποιητικά εξασφάλισης της ποιότητας. Δεδομένης της συνάφειας αυτής, η εν λόγω τροπολογία μπορεί να ενσωματωθεί στο άρθρο 51 και να αναδιατυπωθεί για να εξασφαλιστεί ο παραλληλισμός μεταξύ των δύο διατάξεων. Επομένως, η Επιτροπή ενσωματώνει την τροπολογία 64 ως εξής: [4] Πβ. προαναφερθείσα ερμηνευτική ανακοίνωση. Αιτιολογική σκέψη: «(39α) Στις κατάλληλες περιπτώσεις όπου η φύση των εργασιών ή/και των υπηρεσιών δικαιολογεί την εφαρμογή μέτρων ή συστημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης κατά την εκτέλεση της δημόσιας σύμβασης, μπορεί να απαιτηθεί η εφαρμογή παρόμοιων μέτρων ή συστημάτων. Τα συστήματα περιβαλλοντικής διαχείρισης, ανεξάρτητα από την καταχώρισή τους σύμφωνα με τα κοινοτικά μέσα (κανονιστικές διατάξεις EMAS), μπορούν να αποδείξουν την τεχνική ικανότητα του οικονομικού φορέα να εκτελέσει τη σύμβαση. Εξάλλου, μια περιγραφή των μέτρων που εφαρμόζει ο οικονομικός φορέας για να εξασφαλίσει το ίδιο επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος πρέπει να γίνεται δεκτή ως εναλλακτικό αποδεικτικό μέσο στα καταχωρισμένα περιβαλλοντικά συστήματα διαχείρισης.» «Άρθρο 51 Αμοιβαία αναγνώριση όσον αφορά τους διοικητικούς, τεχνικούς ή χρηματοοικονομικούς όρους καθώς και τα πιστοποιητικά, τις δοκιμές και τα αποδεικτικά στοιχεία 1. ... 2. Όταν ζητούν την υποβολή πιστοποιητικών που συντάσσονται από ανεξάρτητους οργανισμούς, με τα οποία βεβαιώνεται ότι ο οικονομικός φορέας τηρεί ορισμένα πρότυπα εξασφάλισης της ποιότητας, οι αναθέτοντες φορείς παραπέμπουν σε συστήματα εξασφάλισης της ποιότητας που βασίζονται στις σχετικές σειρές ευρωπαϊκών προτύπων και πιστοποιούνται από οργανισμούς που ακολουθούν τις σειρές ευρωπαϊκών προτύπων που αφορούν την πιστοποίηση. Οι αναθέτοντες φορείς αναγνωρίζουν ισοδύναμα πιστοποιητικά από οργανισμούς εδρεύοντες σε άλλα κράτη μέλη. Επίσης, δέχονται και άλλα αποδεικτικά στοιχεία για ισοδύναμα μέτρα εξασφάλισης της ποιότητας εκ μέρους των οικονομικών φορέων. 3. Για τις συμβάσεις έργων και υπηρεσιών και μόνο σε ενδεδειγμένες περιπτώσεις, οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να απαιτήσουν την αναφορά μέτρων περιβαλλοντικής διαχείρισης που ενδέχεται να εφαρμόσει ο οικονομικός φορέας κατά την εκτέλεση της σύμβασης. Στις περιπτώσεις αυτές, όταν οι αναθέτοντες φορείς ζητούν την υποβολή πιστοποιητικών που συντάσσονται από ανεξάρτητους οργανισμούς, με τα οποία βεβαιώνεται ότι ο οικονομικός φορέας τηρεί ορισμένα πρότυπα περιβαλλοντικής διαχείρισης, παραπέμπουν στο κοινοτικό σύστημα περιβαλλοντικής διαχείρισης και επιθεώρησης (EMAS) ή στα πρότυπα περιβαλλοντικής διαχείρισης που βασίζονται στα σχετικά ευρωπαϊκά ή διεθνή πρότυπα και πιστοποιούνται από οργανισμούς που τηρούν την κοινοτική νομοθεσία ή τα ευρωπαϊκά ή διεθνή πρότυπα τα οποία αφορούν την πιστοποίηση. Οι αναθέτοντες φορείς αναγνωρίζουν ισοδύναμα πιστοποιητικά από οργανισμούς εδρεύοντες σε άλλα κράτη μέλη. Επίσης, δέχονται και άλλα αποδεικτικά στοιχεία για ισοδύναμα μέτρα περιβαλλοντικής διαχείρισης εκ μέρους των οικονομικών φορέων.» * Η τροπολογία 18 αποσκοπεί να επιτρέψει στους οικονομικούς φορείς που συμμετέχουν ως κοινοπραξία να επικαλεστούν τις ικανότητές τους κατά σωρευτικό τρόπο για τους σκοπούς της επιλογής, όσον αφορά: την άδεια άσκησης της επαγγελματικής δραστηριότητας, τη χρηματοοικονομική ικανότητα και τις τεχνικές ή/και επαγγελματικές ικανότητες. Ωστόσο, η διάρκεια της πείρας που ενδεχομένως ζητείται δεν μπορεί να υπολογιστεί κατά σωρευτικό τρόπο. Ακόμη, η τροπολογία προβλέπει ότι μπορούν να απαιτηθούν ελάχιστοι όροι από τον επικεφαλής της ομάδας. Η τροπολογία είναι σύμφωνη με τη νομολογία. Ωστόσο, η άδεια άσκησης της επαγγελματικής δραστηριότητας πρέπει να μπορεί να απαιτείται από καθένα συμμετέχοντα στην κοινοπραξία ανάλογα με τη δραστηριότητα που καλείται να ασκήσει κατά την εκτέλεση της σύμβασης. Όσον αφορά τους ελάχιστους όρους που μπορεί να απαιτήσει η αναθέτουσα αρχή από τον επικεφαλής της ομάδας, πρέπει να εξασφαλιστεί ότι η λέξη «ελάχιστοι» ερμηνεύεται με τρόπο ώστε να διασφαλίζεται στην αναθέτουσα αρχή ότι τουλάχιστον ένας συμμετέχων στην κοινοπραξία κατέχει την απαιτούμενη τεχνογνωσία για την εκτέλεση της σύμβασης. Το πρόβλημα αυτό μπορεί να παρουσιαστεί σε διάφορα πλαίσια (τόσο στη διαχείριση ενός συστήματος προεπιλογής όσο και σε ανοικτές, κλειστές και με διαπραγμάτευση διαδικασίες με προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού και, για κάθε μία από τις καταστάσεις αυτές, τόσο για κοινοπραξίες οικονομικών φορέων με την κυριολεκτική έννοια όσο και για οικονομικούς φορείς που παρουσιάζονται μόνοι αλλά σκοπεύουν να κάνουν χρήση των ικανοτήτων άλλων φορέων όπως ελεγχόμενων επιχειρήσεων, υπεργολάβων κ.λπ.). Θα πρέπει επομένως να ληφθεί υπόψη στην αναδιατύπωση των άρθρων 52 και 53. Η αναδιατύπωση αυτή πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τις τροπολογίες 57 και 109 οι οποίες, χωρίς να κάνουν διάκριση μεταξύ των υποχρεωτικών κριτηρίων αποκλεισμού και των προαιρετικών κριτηρίων, καθιστούν υποχρεωτικά όλα τα κριτήρια αποκλεισμού που προβλέπονται στο άρθρο 46 της πρότασης της κλασικής οδηγίας, αντίστοιχα, στη διαχείριση των συστημάτων προεπιλογής και στην επιλογή των συμμετεχόντων στις ανοικτές, κλειστές ή με διαπραγμάτευση διαδικασίες με προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού. Όσον αφορά την εφαρμογή των προαιρετικών κριτηρίων που προβλέπονται στο άρθρο 46, παράγραφος 2, της κλασικής οδηγίας (πτώχευση, σοβαρά επαγγελματικά παραπτώματα ...), πρέπει να αναδιατυπωθούν οι εν λόγω τροπολογίες για να διατηρηθεί ο προαιρετικός χαρακτήρας αυτών των περιπτώσεων αποκλεισμού. Όσον αφορά τα υποχρεωτικά κριτήρια αποκλεισμού που προβλέπονται στο άρθρο 46, παράγραφος 1, της κλασικής οδηγίας (σε περίπτωση καταδίκης με τελεσίδικη απόφαση για ορισμένα ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα, όπως η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση), είναι αποδεκτό να εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτές όταν οι αναθέτουσες αρχές συνάπτουν συμβάσεις που διέπονται από την οδηγία για τους ειδικούς τομείς, δεδομένου ότι συχνά η ίδια αναθέτουσα αρχή δραστηριοποιείται τόσο στους «ειδικούς» όσο και στους «κλασικούς» τομείς. Αντίθετα, όσον αφορά τους αναθέτοντες φορείς που δεν είναι δημόσιες αρχές (άρα, οι δημόσιες επιχειρήσεις και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις που ασκούν τη δραστηριότητά τους βάσει ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων), μια τέτοια υποχρέωση εφαρμογής αυτών των κριτηρίων αποκλεισμού δεν είναι αποδεκτή, δεδομένου ότι η τήρηση των εν λόγω υποχρεώσεων από φορείς που δεν είναι αναθέτουσες αρχές θα προϋπέθετε απαραίτητα ότι οι φορείς αυτοί μπορούν να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες που περιέχονται σε ποινικά μητρώα, πράγμα που θα μπορούσε να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα σε σχέση με την προστασία των δεδομένων. Ακόμη, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι εν λόγω πληροφορίες ενδέχεται να αφορούν ανταγωνιστικές εταιρείες. Η τροπολογία 60 εισάγει έναν προαιρετικό κατάλογο κριτηρίων αποκλεισμού στο άρθρο 53 σχετικά με την επιλογή των συμμετεχόντων σε ανοικτές, κλειστές ή με διαπραγμάτευση διαδικασίες με δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού. Η τροπολογία δεν μπορεί να ενσωματωθεί ως έχει, δεδομένου ότι ορισμένες περιπτώσεις θα δημιουργούσαν αδικαιολόγητες διαφορές σε σχέση με την «κλασική» οδηγία (παραδείγματος χάριν, ο κατάλογος περιλαμβάνει τη δυνατότητα αποκλεισμού για «οικολογικά» αδικήματα, ενώ η περίπτωση αυτή δεν αναφέρεται ρητά στο άρθρο 46, παράγραφος 2 της κλασικής οδηγίας). Για να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των δύο οδηγιών, πρέπει επομένως να ενσωματωθεί η ουσία της εν λόγω τροπολογίας με παραπομπή στο άρθρο 46, παράγραφος 2, της κλασικής οδηγίας. Στο μέτρο που αναφέρεται παραπάνω, η Επιτροπή μπορεί επομένως να ενσωματώσει τις τροπολογίες 18, 57, 109 και 60 στα άρθρα 52 (τροποποιημένο) και 53, τα οποία διατυπώνονται ως εξής: «Άρθρο 52 Συστήματα προεπιλογής 1. Οι αναθέτοντες φορείς μπορούν, εφόσον το επιθυμούν, να θεσπίσουν και να διαχειρίζονται σύστημα προεπιλογής των οικονομικών φορέων. Οι φορείς που θεσπίζουν ή διαχειρίζονται ένα σύστημα προεπιλογής εξασφαλίζουν τη δυνατότητα των οικονομικών φορέων να υποβάλουν ανά πάσα στιγμή αίτηση για προεπιλογή. 2. Το σύστημα που προβλέπεται στην παράγραφο 1 είναι δυνατόν να περιλαμβάνει διάφορα στάδια προεπιλογής. Η διαχείρισή του πρέπει να γίνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και κανόνων που ορίζονται από τον αναθέτοντα φορέα. Όταν τα εν λόγω κριτήρια και κανόνες περιέχουν τεχνικές προδιαγραφές, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 34. Τα εν λόγω κριτήρια και κανόνες είναι δυνατόν να αναπροσαρμόζονται, εάν παρίσταται ανάγκη. 2α. Τα κριτήρια και κανόνες προεπιλογής που αναφέρονται στην παράγραφο 2 μπορούν να περιλαμβάνουν τα κριτήρια αποκλεισμού που απαριθμούνται στο άρθρο 46 της οδηγίας /../ΕΚ [περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων δημοσίων έργων, συμβάσεων δημοσίων προμηθειών και δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών]. Όταν ένας αναθέτων φορέας είναι δημόσια αρχή κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο α, τα εν λόγω κριτήρια και κανόνες περιλαμβάνουν τα υποχρεωτικά κριτήρια αποκλεισμού που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 του άρθρου 46 της οδηγίας ../../ΕΚ. 2β. Όταν τα κριτήρια και οι κανόνες προεπιλογής που αναφέρονται στην παράγραφο 2 περιλαμβάνουν απαιτήσεις σχετικά με τη χρηματοοικονομική ικανότητα του οικονομικού φορέα, μπορεί, ενδεχομένως, να κάνει χρήση των ικανοτήτων άλλων φορέων, ανεξαρτήτως της νομικής φύσης των υφιστάμενων σχέσεων μεταξύ αυτού και των εν λόγω φορέων. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να αποδείξει στον αναθέτοντα φορέα ότι θα διαθέτει τα μέσα αυτά καθ' όλη την περίοδο ισχύος του συστήματος προεπιλογής, π.χ. με την παρουσίαση σχετικών εγγυήσεων εκ μέρους των εν λόγω φορέων. Υπό τους ίδιους όρους, μια κοινοπραξία οικονομικών φορέων που αναφέρεται στο άρθρο 10 μπορεί να επικαλεστεί τις ικανότητες των συμμετεχόντων στην κοινοπραξία ή άλλων φορέων. 2γ. Όταν τα κριτήρια και οι κανόνες προεπιλογής που αναφέρονται στην παράγραφο 2 περιλαμβάνουν απαιτήσεις σχετικά με τις τεχνικές ή/και επαγγελματικές ικανότητες του οικονομικού φορέα, μπορεί, ενδεχομένως, να κάνει χρήση των ικανοτήτων άλλων φορέων, ανεξαρτήτως της νομικής φύσης των υφιστάμενων σχέσεων μεταξύ αυτού και των εν λόγω φορέων. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να αποδείξει στον αναθέτοντα φορέα ότι θα διαθέτει τα μέσα αυτά καθ' όλη την περίοδο ισχύος του συστήματος προεπιλογής, π.χ. με την παρουσίαση εγγυήσεων εκ μέρους των εν λόγω φορέων ότι θα διαθέσουν στον οικονομικό φορέα τα απαραίτητα μέσα. Υπό τους ίδιους όρους, μια κοινοπραξία οικονομικών φορέων που αναφέρεται στο άρθρο 10 μπορεί να επικαλεστεί τις ικανότητες των συμμετεχόντων στην κοινοπραξία ή άλλων φορέων. 3. Τα κριτήρια και οι κανόνες προεπιλογής που αναφέρονται στην παράγραφο 2 παρέχονται, κατ' αίτηση, στους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς. Η αναπροσαρμογή αυτών των κριτηρίων και αυτών των κανόνων ανακοινώνεται στους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς. Εάν ένας αναθέτων φορέας κρίνει ότι το σύστημα προεπιλογής ορισμένων τρίτων φορέων ή οργανισμών ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του, ανακοινώνει στους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς τις επωνυμίες των εν λόγω τρίτων φορέων ή οργανισμών. 4. Τηρείται μητρώο των προεπιλεγέντων οικονομικών φορέων. το μητρώο αυτό μπορεί να χωριστεί σε κατηγορίες ανάλογα με τα είδη των συμβάσεων για τις οποίες ισχύει η προεπιλογή. 5. Όταν η προκήρυξη διαγωνισμού γίνεται με προκήρυξη για την ύπαρξη συστήματος προεπιλογής, οι προσφέροντες σε κλειστή διαδικασία ή οι συμμετέχοντες σε διαδικασία με διαπραγμάτευση, επιλέγονται μεταξύ των υποψηφίων που έχουν προεπιλεγεί βάσει ενός τέτοιου συστήματος.» «Άρθρο 53 Κριτήρια ποιοτικής επιλογής 1. Οι αναθέτοντες φορείς που ορίζουν τα κριτήρια επιλογής σε μια ανοικτή διαδικασία οφείλουν να τα ορίζουν σύμφωνα με αντικειμενικούς κανόνες και κριτήρια που είναι στη διάθεση των ενδιαφερόμενων οικονομικών φορέων. 2. Οι αναθέτοντες φορείς οι οποίοι επιλέγουν τους υποψήφιους για μια κλειστή διαδικασία ή για μια διαδικασία με διαπραγμάτευση, οφείλουν να προβαίνουν στην επιλογή σύμφωνα με τα αντικειμενικά κριτήρια και τους κανόνες που έχουν ορίσει και που είναι στη διάθεση των ενδιαφερόμενων οικονομικών φορέων. 3. Στις κλειστές διαδικασίες και στις διαδικασίες με διαπραγμάτευση τα κριτήρια είναι δυνατόν να βασίζονται στην αντικειμενική ανάγκη του αναθέτοντα φορέα να μειώσει τον αριθμό των υποψηφίων σε επίπεδο ανάλογο με την ανάγκη εξισορρόπησης μεταξύ των ειδικών χαρακτηριστικών της διαδικασίας σύναψης σύμβασης και των μέσων που απαιτεί η ολοκλήρωσή της. Ο αριθμός των επιλεγέντων υποψηφίων πρέπει οπωσδήποτε να είναι ανάλογος με την ανάγκη εξασφάλισης επαρκούς ανταγωνισμού. 4. Τα κριτήρια που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 μπορούν να περιλαμβάνουν τα κριτήρια αποκλεισμού που απαριθμούνται στο άρθρο 46 της οδηγίας 2000./.../ΕΚ [περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων δημοσίων έργων, συμβάσεων δημοσίων προμηθειών και δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών]. Όταν ο αναθέτων φορέας είναι δημόσια αρχή κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο α, τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου περιλαμβάνουν τα υποχρεωτικά κριτήρια αποκλεισμού που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 του άρθρου 46 της οδηγίας ../../ΕΚ. 5. Όταν τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 περιλαμβάνουν απαιτήσεις σχετικά με τη χρηματοοικονομική ικανότητα του οικονομικού φορέα, μπορεί, ενδεχομένως και για μια δεδομένη σύμβαση, να κάνει χρήση των ικανοτήτων άλλων φορέων, ανεξαρτήτως της νομικής φύσης των υφιστάμενων σχέσεων μεταξύ αυτού και των εν λόγω φορέων. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να αποδείξει στον αναθέτοντα φορέα ότι θα διαθέτει τα απαραίτητα μέσα, π.χ. με την παρουσίαση σχετικών εγγυήσεων εκ μέρους των εν λόγω φορέων. Υπό τους ίδιους όρους, μια κοινοπραξία οικονομικών φορέων που αναφέρεται στο άρθρο 10 μπορεί να επικαλεστεί τις ικανότητες των συμμετεχόντων στην κοινοπραξία ή άλλων φορέων. 6. Όταν τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 περιλαμβάνουν απαιτήσεις σχετικά με τις τεχνικές ή/και επαγγελματικές ικανότητες του οικονομικού φορέα, μπορεί, ενδεχομένως και για μια δεδομένη σύμβαση, να κάνει χρήση των ικανοτήτων άλλων φορέων, ανεξαρτήτως της νομικής φύσης των υφιστάμενων σχέσεων μεταξύ αυτού και των εν λόγω φορέων. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να αποδείξει στον αναθέτοντα φορέα ότι θα διαθέτει, για την εκτέλεση της σύμβασης, τα απαραίτητα μέσα, π.χ. με την παρουσίαση εγγυήσεων εκ μέρους των εν λόγω φορέων ότι θα διαθέσουν στον οικονομικό φορέα τα απαραίτητα μέσα. Υπό τους ίδιους όρους, μια κοινοπραξία οικονομικών φορέων που αναφέρεται στο άρθρο 10 μπορεί να επικαλεστεί τις ικανότητες των συμμετεχόντων στις κοινοπραξίες ή άλλων φορέων.» * Η τροπολογία 43 τροποποιεί τον τίτλο του άρθρου 38 προσθέτοντας μια αναφορά στις υποχρεώσεις σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος. Αυτό συνεπάγεται ότι οι φορείς μπορούν να αναφέρουν τις αρχές από τις οποίες οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να λάβουν πληροφορίες σχετικά με τις συναφείς υποχρεώσεις που ισχύουν στην τοποθεσία όπου πρόκειται να εκτελεστούν τα έργα ή οι υπηρεσίες. Αν και η τροποποίηση του τίτλου που προβλέπεται από την τροπολογία αυτή δεν αντιστοιχεί στο περιεχόμενο της διάταξης λόγω της απόρριψης των τροπολογιών που τροποποιούν το περιεχόμενο του άρθρου αυτού, η τροπολογία μπορεί, ωστόσο, να γίνει δεκτή ως προς την ουσία της, δεδομένου ότι το περιεχόμενο του άρθρου 38 πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να αποφευχθούν αδικαιολόγητες διαφορές μεταξύ της εν λόγω διάταξης και εκείνων της κλασικής οδηγίας (άρθρο 27), όπως τροποποιήθηκαν (βλέπε τροπολογία 50 στην «κλασική» οδηγία). Η τροπολογία 47 εισαγάγει ένα νέο εδάφιο στο άρθρο 41, παράγραφος 1 που αποσκοπεί στην αύξηση της διαφάνειας όσον αφορά τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στους οικονομικούς φορείς σχετικά με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την κοινωνική νομοθεσία, σύμφωνα με το άρθρο 38. Αν και η τροπολογία προϋπόθετε την έγκριση των τροπολογιών (που απορρίφθηκαν) στο άρθρο 38, η αρχή ότι οι οικονομικοί φορείς πρέπει να γνωρίζουν τη νομοθεσία που οφείλουν να τηρούν κατά την εκτέλεση της σύμβασης ώστε να την λαμβάνουν υπόψη κατά την κατάρτιση των προσφορών είναι αποδεκτή. Οι εν λόγω πληροφορίες δεν πρέπει ωστόσο να περιορίζονται μόνο στις υποχρεώσεις που απορρέουν από το κοινωνικό δίκαιο, διότι πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη και άλλες νομοθετικές διατάξεις (στον περιβαλλοντικό ή φορολογικό τομέα) - που περιέχονται στο άρθρο 38. Όμως, οι πληροφορίες αυτές κινδυνεύουν να λάβουν τέτοια έκταση ώστε να μην είναι δυνατόν να συμπεριληφθούν στις προκηρύξεις όταν ο διαγωνισμός προκηρύσσεται με περιοδική ενδεικτική προκήρυξη ή με προκήρυξη για την ύπαρξη συστήματος προεπιλογής που όχι μόνον ενδέχεται να αφορούν μεγάλο αριθμό μεμονωμένων συμβάσεων, αλλά επιπλέον μπορεί να δημοσιεύονται πολύ ενωρίτερα από την προκήρυξη της μεμονωμένης σύμβασης (μερικές φορές ένα χρόνο ή περισσότερο) ώστε οι πληροφορίες κινδυνεύουν να είναι παρωχημένες. Είναι λοιπόν προτιμότερο να περιοριστεί η υποχρέωση παροχής των εν λόγω πληροφοριών στις συμβάσεις για τις οποίες το μέσο προκήρυξης διαγωνισμού είναι μια προκήρυξη διαγωνισμού. Σε αντίθετη περίπτωση, η απαραίτητη διαφάνεια εξασφαλίζεται παρόλα αυτά διότι οι συγγραφές υποχρεώσεων που αφορούν μεμονωμένες συμβάσεις πρέπει να περιέχουν τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε οι οικονομικοί φορείς να μπορούν να λαμβάνουν κατάλληλες και ενημερωμένες πληροφορίες. Η Επιτροπή μπορεί να ενσωματώσει την τροπολογία 43 και την τροπολογία 47 στο άρθρο 38, παράγραφος 1 και στο παράρτημα ΧΙΙ που αναδιατυπώνονται ως εξής: «Άρθρο 38 Υποχρεώσεις σχετικά με τη φορολογία, την προστασία του περιβάλλοντος, τις διατάξεις περί προστασίας και περί συνθηκών εργασίας 1. Ο αναθέτων φορέας αναφέρει στη συγγραφή υποχρεώσεων τον οργανισμό ή τους οργανισμούς από τους οποίους οι υποψήφιοι ή οι προσφέροντες μπορούν να λάβουν τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τη φορολογία, την προστασία του περιβάλλοντος και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις περί προστασίας και συνθηκών εργασίας που ισχύουν στο κράτος μέλος, την περιφέρεια ή τον τόπο όπου πρόκειται να εκτελεστούν οι παροχές και οι οποίες θα εφαρμόζονται στις επί τόπου εκτελούμενες εργασίες ή παρεχόμενες υπηρεσίες κατά την εκτέλεση της σύμβασης.» «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XII ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΜΦΑΙΝΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΠΡΟΚΗΡΥΞΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ A. ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ 1. Επωνυμία, διεύθυνση, τηλεγραφική διεύθυνση, ηλεκτρονική διεύθυνση, αριθμοί τηλεφώνου, τηλετυπίας και τηλεομοιοτυπίας (φαξ) του αναθέτοντα φορέα. 1α Όταν πρόκειται για συμβάσεις δημοσίων έργων, προμηθειών που περιλαμβάνουν εργασίες τοποθέτησης και εγκατάστασης και υπηρεσιών: επωνυμία, διεύθυνση, αριθμοί τηλεφώνου και τηλεομοιοτυπίας, ηλεκτρονική διεύθυνση των υπηρεσιών από τις οποίες μπορούν να ληφθούν οι κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τη φορολογία, την προστασία του περιβάλλοντος την προστασία της εργασίας και τις συνθήκες εργασίας, που ισχύουν στον τόπο όπου πρόκειται να εκτελεστεί η παροχή. ... B. ΚΛΕΙΣΤΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ 1. Επωνυμία, διεύθυνση, τηλεγραφική διεύθυνση, ηλεκτρονική διεύθυνση, αριθμοί τηλεφώνου, τηλετυπίας και τηλεομοιοτυπίας (φαξ) του αναθέτοντα φορέα. 1α Όταν πρόκειται για συμβάσεις δημοσίων έργων, προμηθειών που περιλαμβάνουν εργασίες τοποθέτησης και εγκατάστασης και υπηρεσιών: επωνυμία, διεύθυνση, αριθμοί τηλεφώνου και τηλεομοιοτυπίας, ηλεκτρονική διεύθυνση των υπηρεσιών από τις οποίες μπορούν να ληφθούν οι κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τη φορολογία, την προστασία του περιβάλλοντος την προστασία της εργασίας και τις συνθήκες εργασίας, που ισχύουν στον τόπο όπου πρόκειται να εκτελεστεί η παροχή. ... Γ. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΜΕ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ 1. Επωνυμία, διεύθυνση, τηλεγραφική διεύθυνση, ηλεκτρονική διεύθυνση, αριθμοί τηλεφώνου, τηλετυπίας και τηλεομοιοτυπίας (φαξ) του αναθέτοντα φορέα. 1α Όταν πρόκειται για συμβάσεις δημοσίων έργων, προμηθειών που περιλαμβάνουν εργασίες τοποθέτησης και εγκατάστασης και υπηρεσιών: επωνυμία, διεύθυνση, αριθμοί τηλεφώνου και τηλεομοιοτυπίας, ηλεκτρονική διεύθυνση των υπηρεσιών από τις οποίες μπορούν να ληφθούν οι κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τη φορολογία, την προστασία του περιβάλλοντος την προστασία της εργασίας και τις συνθήκες εργασίας, που ισχύουν στον τόπο όπου πρόκειται να εκτελεστεί η παροχή. ... » * Η τροπολογία 13 σχετίζεται με την τροπολογία 16. Αποσκοπούν να διασφαλίσουν ότι οι αναθέτουσες αρχές του ταχυδρομικού τομέα, που υπόκεινται τώρα στην κλασική οδηγία, θα υπόκεινται στους ελαστικότερους κανόνες της οδηγίας για τους «τομείς» ώστε να μπορέσει να ληφθεί υπόψη η απελευθέρωση που συντελείται στον εν λόγω τομέα. Η τροπολογία 13 θα πρόσθετε επομένως στον ορισμό του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας μια αναφορά στις ταχυδρομικές δραστηριότητες, τόσο για τις αναθέτουσες αρχές όσο και για τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις που ασκούν μια ταχυδρομική δραστηριότητα βάσει ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων. Η τροπολογία 16 προβλέπει ακόμη στην παράγραφο 2 ότι η οδηγία δεν εφαρμόζεται στις ταχυδρομικές υπηρεσίες στις οποίες η πρόσβαση για άλλους φορείς είτε είναι ελεύθερη, είτε υπόκειται απλώς σε διαδικασία χορήγησης άδειας. Όσον αφορά την παράγραφο 3, είναι δύσκολο να συνοψιστεί δεδομένου ότι υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών εκδόσεων. Βασιζόμενη σ' αυτό που φαίνεται να αποτελεί κοινό παρανομαστή των περισσότερων εκδόσεων, η παράγραφος 3 θα συμπλήρωνε την τροπολογία προβλέποντας ότι η οδηγία δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνάπτονται από φορείς που ασκούν ταχυδρομική δραστηριότητα (η οποία δεν αποκλείεται δυνάμει της παραγράφου 2) για τη δική τους επιχείρηση, εφόσον άλλοι φορείς δύνανται να παρέχουν όλες τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, των οποίων η οικονομική σημασία δεν είναι μικρότερη ούτε αμελητέα, υπό τους ίδιους ουσιαστικά όρους και στον αυτό γεωγραφικό χώρο. Η αρχή εξομοίωσης του ταχυδρομικού τομέα με τις άλλες μορφές δραστηριοτήτων τις οποίες αφορά η παρούσα οδηγία είναι αποδεκτή για την Επιτροπή. Πράγματι, πρόκειται για έναν τομέα που χαρακτηρίζεται από μια δραστηριότητα την οποία ασκούν φορείς τόσο δημόσιοι όσο και ιδιωτικοί μέσω ενός δικτύου, συχνά με μονοπωλιακές ή ολιγοπωλιακές καταστάσεις, και για τον οποίο συνεχίζεται το άνοιγμα των κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών στον ανταγωνισμό. Κατά την εξομοίωση πρέπει να διασφαλιστεί ότι ο ορισμός των καλυπτόμενων δραστηριοτήτων εξασφαλίζει, αφενός, ότι συμπεριλαμβάνονται όλες οι δραστηριότητες που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τη συμβατική ταχυδρομική δραστηριότητα και, αφετέρου, ότι ο ορισμός δεν αποτελεί εξουσιοδότηση εν λευκώ για την εξομοίωση δραστηριοτήτων που δεν συνδέονται ούτε άμεσα ούτε έμμεσα με τις συμβατικές ταχυδρομικές υπηρεσίες. Για το σκοπό αυτό, οι ορισμοί που περιέχονται στην οδηγία 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών [5] αποτελούν καλό σημείο αφετηρίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι η μερική αποδοχή της τροπολογίας 16 στο άρθρο 5α καθιστά περιττές τις τροποποιήσεις που προτείνονται με την τροπολογία 13 στο άρθρο 2, παράγραφος 2, χωρίς αυτό να αλλάζει την ουσία. [5] ΕΕ L 15 της 21.1.1998, σ.14. Η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί τις εξαιρέσεις που προτείνονται στην τροπολογία 16, δεδομένου ότι η παράγραφος 2 βρίσκεται σε πλήρη διάσταση με τη σφαιρική προσέγγιση της πρότασής της, η οποία αποσκοπεί να εξασφαλίσει ότι υπάρχει ένας μόνο μηχανισμός αποκλεισμού από το πεδίο εφαρμογής, ο οποίος εφαρμόζεται υπό τους ίδιους όρους σε όλες τις δραστηριότητες που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία. Ωστόσο, η ιδέα ότι οι φορείς - ανεξάρτητα από το νομικό τους καθεστώς - δύνανται να αποκλειστούν από το πεδίο εφαρμογής όταν η απελευθέρωση που συντελείται θα έχει αποδώσει ικανοποιητικά αποτελέσματα, μπορεί να γίνει δεκτή. Για τις τροποποιήσεις στο άρθρο 29 ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί στις δημόσιες αρχές, οι οποίες ασκούν δραστηριότητα που έχει απελευθερωθεί, βλέπε σχόλια στην τροπολογία 117. Ως εκ τούτου, η αιτιολογική σκέψη 14 διαγράφεται. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι η γενική οικονομία του κειμένου εξασφαλίζει ότι οι ιδιωτικοί φορείς που δραστηριοποιούνται στον ταχυδρομικό τομέα δεν θα υπόκεινται στους κανόνες του παρά μόνο στο μέτρο που απολαύουν ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων για την άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων. Όσον αφορά την παράγραφο 3, δεν είναι αποδεκτή στη μορφή που προτείνεται δεδομένου ότι η εφαρμογή της φαίνεται να συνδέεται μόνο με τη δυνατότητα άλλων φορέων να παρέχουν ταχυδρομικές υπηρεσίες κάποιας οικονομικής σημασίας. Πρέπει, ωστόσο, να υπογραμμιστεί ότι οι υφιστάμενες εξαιρέσεις, συμπεριλαμβανομένης κυρίως αυτής που προβλέπεται στο άρθρο 20 σχετικά με τις συμβάσεις που συνάπτονται με σκοπό την πώληση ή τη μίσθωση σε τρίτους, θα εφαρμόζονται και στον ταχυδρομικό τομέα. Η Επιτροπή μπορεί επομένως να δεχθεί την ουσία των τροπολογιών 13 και 16 ως εξής: Τίτλος: «ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών» Αιτιολογική σκέψη: «(2) Οι διαδικασίες σύναψης συμβάσεων που εφαρμόζονται από φορείς των τομέων του ύδατος, της ενέργειας των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών απαιτούν συντονισμό βασιζόμενο στις απαιτήσεις που προκύπτουν από τα άρθρα 14, 28 και 49 της συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 97 της συνθήκης Ευρατόμ, δηλαδή στις αρχές της ίσης μεταχείρισης, της οποίας απλώς ιδιαίτερη έκφραση αποτελεί η αρχή περί μη εισαγωγής διακρίσεων, της αμοιβαίας αναγνώρισης, της αναλογικότητας, της διαφάνειας, και του ανοίγματος των δημοσίων συμβάσεων στον ανταγωνισμό. Ο εν λόγω συντονισμός πρέπει να εξασφαλίζει την εφαρμογή των εν λόγω αρχών, δημιουργώντας ταυτόχρονα ένα πλαίσιο θεμιτών εμπορικών πρακτικών και επιτρέποντας τη μέγιστη δυνατή ευελιξία.» Αιτιολογική σκέψη: «(2α) Λαμβανομένης υπόψη της συνέχισης του ανοίγματος των ταχυδρομικών υπηρεσιών στον ανταγωνισμό και λόγω του ότι τέτοιες υπηρεσίες παρέχονται μέσω ενός δικτύου τόσο από δημόσιες αρχές, δημόσιες επιχειρήσεις όσο και από άλλες επιχειρήσεις, πρέπει να προβλεφθεί ότι οι συμβάσεις που συνάπτονται από τους αναθέτοντες φορείς που παρέχουν ταχυδρομικές υπηρεσίες διέπονται από κανόνες οι οποίοι, διαφυλάσσοντας την εφαρμογή των αρχών που προαναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 2, δημιουργούν ταυτόχρονα ένα πλαίσιο για τις θεμιτές εμπορικές πρακτικές και επιτρέπουν μεγαλύτερη ευελιξία απ' ό,τι οι διατάξεις της οδηγίας 2002/00/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της ... [τίτλος της οδηγίας περί δημοσίων έργων, κ.λπ.], αναμένοντας τη διαδικασία απελευθέρωσης να επιτύχει ένα τέτοιο επίπεδο ώστε να είναι δυνατός ο αποκλεισμός δυνάμει του γενικού μηχανισμού που προβλέπεται για το σκοπό αυτό. Για τον ορισμό των καλυπτόμενων δραστηριοτήτων πρέπει να ληφθούν υπόψη, προσαρμοσμένες για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, οι διατάξεις της οδηγίας 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών [6], όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία .../.../ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ... για τροποποίηση της οδηγίας 97/67/ΕΚ όσον αφορά τη συνέχιση του ανοίγματος των κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών στον ανταγωνισμό [7].» [6] ΕΕ L 15 της 21.1.1998, σ.14. [7] ΕΕ L ... της ... Αιτιολογική σκέψη: «(8) Η ανάγκη να εξασφαλισθεί πραγματικό άνοιγμα της αγοράς και ισόρροπη εφαρμογή των κανόνων σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών απαιτεί να οριστούν οι αντίστοιχοι φορείς με βάση άλλα κριτήρια και όχι το νομικό τους καθεστώς. Θα πρέπει λοιπόν να υπάρξει μέριμνα ώστε να μη θιγεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης φορέων ανάθεσης του δημόσιου τομέα και φορέων ανάθεσης του ιδιωτικού τομέα. Είναι επίσης απαραίτητο να υπάρξει μέριμνα ώστε, σύμφωνα με το άρθρο 295 της συνθήκης, να μην προδικάζεται κατά κανένα τρόπο το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη.» Αιτιολογική σκέψη: «(14): διαγράφεται «Άρθρο 5 α Διατάξεις για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες 1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις δραστηριότητες που αποσκοπούν στην παροχή βασικών ταχυδρομικών υπηρεσιών, άλλων ταχυδρομικών υπηρεσιών ή υπηρεσιών επικουρικών των ταχυδρομικών υπηρεσιών. 2. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και με την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών [8], όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία .../.../ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ... για τροποποίηση της οδηγίας 97/67/ΕΚ όσον αφορά τη συνέχιση του ανοίγματος των κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών στον ανταγωνισμό [9], νοούνται ως: [8] ΕΕ L 15 της 21.1.1998, σ.14. [9] ΕΕ L ... της ... α) «ταχυδρομικό αντικείμενο»: αντικείμενο με συγκεκριμένο παραλήπτη, αποστελλόμενο υπό την τελική του μορφή, οποιουδήποτε βάρους. Πρόκειται π.χ., πέραν των αντικειμένων αλληλογραφίας, για βιβλία, καταλόγους, εφημερίδες, περιοδικά και ταχυδρομικά δέματα που περιέχουν εμπορεύματα με ή χωρίς εμπορική αξία, οποιουδήποτε βάρους. Περιλαμβάνονται επίσης και άλλες μορφές αποστολών, όπως το διαφημιστικό ταχυδρομείο χωρίς συγκεκριμένο παραλήπτη. β) «βασικές ταχυδρομικές υπηρεσίες»: υπηρεσίες που ανατίθενται ή μπορούν να ανατεθούν κατ' αποκλειστικότητα βάσει του άρθρου 7 της οδηγίας 97/67/ΕΚ, οι οποίες συνίστανται στη συλλογή, τη διαλογή, τη μεταφορά και τη διανομή των ταχυδρομικών αντικειμένων. γ) «άλλες ταχυδρομικές υπηρεσίες»: υπηρεσίες άλλες από τις αναφερόμενες στο σημείο β) οι οποίες συνίστανται στη συλλογή, τη διαλογή, τη μεταφορά και τη διανομή ταχυδρομικών αντικειμένων. και δ) «υπηρεσίες επικουρικές των ταχυδρομικών υπηρεσιών»: υπηρεσίες που παρέχονται στους ακόλουθους τομείς: - υπηρεσίες διαχείρισης ταχυδρομικών υπηρεσιών (τόσο οι υπηρεσίες που προηγούνται της αποστολής όσο και αυτές που έπονται της αποστολής, όπως υπηρεσίες πλήρους διαχείρισης και διεκπεραίωσης αλληλογραφίας - mailroom management services). και - υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας που συνδέονται με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (συμπεριλαμβανομένης της ασφαλούς ηλεκτρονικής διαβίβασης κρυπτογραφημένων εγγράφων). - χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. και - υπηρεσίες υλικοτεχνικής υποστήριξης, όταν οι εν λόγω υπηρεσίες παρέχονται από φορέα ο οποίος παρέχει επίσης ταχυδρομικές υπηρεσίες κατά την έννοια των σημείων β) ή γ).» «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V α ΑΝΑΘΕΤΟΝΤΕΣ ΦΟΡΕΙΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΒΕΛΓΙΟ De Post/La Poste ΔΑΝΙΑ Post Danmark ΓΕΡΜΑΝΙΑ Deutsche Post AG ΕΛΛΑΔΑ ΕΛΤΑ ΙΣΠΑΝΙΑ Correos y Telιgrafos, S.A. ΓΑΛΛΙΑ La Poste ΙΡΛΑΝΔΙΑ An Post ΙΤΑΛΙΑ Poste Italiane SpA ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ Entreprise des Postes et Tιlιcommunications Luxembourg ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ TNT Post Groep (TPG) ΑΥΣΤΡΙΑ Φstereichische Post AG ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ CTT - Correios de Portugal ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ Soumen Posti OYJ ΣΟΥΗΔΙΑ Posten Sverige AB Posten Logistik AB ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ Consignia plc» Ο κατάλογος θα συμπληρωθεί εν καιρώ. «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X Κατάλογος της νομοθεσίας που αναφέρεται στο άρθρο 29, παράγραφος 3 Ζα ΑΝΑΘΕΤΟΝΤΕΣ ΦΟΡΕΙΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Οδηγία 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών [10] [10] ΕΕ L 15 της 21.1.1998, σ.14. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε την τελευταία φορά από την οδηγία .../.../ΕΚ της ... για την τροποποίηση της οδηγίας 97/67/ΕΚ όσον αφορά τη συνέχιση του ανοίγματος των κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών στον ανταγωνισμό (ΕΕ L ...). * Οι τροπολογίες 21 και 22 τροποποιούν το άρθρο 19 το οποίο αφορά τις μεθόδους υπολογισμού της εκτιμώμενης αξίας των συμβάσεων υπηρεσιών. Η τροπολογία 21 αποσκοπεί, όσον αφορά τον υπολογισμό του ποσού των συμβάσεων ασφαλιστικών υπηρεσιών, να λαμβάνονται υπόψη οι άλλες μορφές αμοιβών που είναι συγκρίσιμες με το ασφάλιστρο. Η τροπολογία αυτή δικαιολογείται από το είδος των παροχών και από τον τρόπο αμοιβής τους. Η τροπολογία 22 ρυθμίζει ιδιαίτερα τον υπολογισμό του ποσού των συμβάσεων αορίστου χρόνου με ρήτρα σιωπηρής παράτασης. Η τροπολογία αποσκοπεί στην αποτροπή των καταχρηστικών κατατμήσεων που αποβλέπουν στην αποφυγή των υποχρεώσεων οι οποίες επιβάλλονται στις συμβάσεις από την οδηγία: επομένως επιδιώκει έναν αξιέπαινο σκοπό. Ωστόσο, πρέπει να αποφεύγεται η προσφυγή στις ανανεώσεις που μειώνουν τον ανταγωνισμό. Για να διευκολυνθεί η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των συν-νομοθετών, η Επιτροπή εκτιμά ότι πρέπει να συγχωνευθούν τα τέσσερα άρθρα σχετικά με τις μεθόδους υπολογισμού - άρθρο 16 που περιλαμβάνει τους γενικούς κανόνες, άρθρο 17 για τις συμβάσεις έργων, άρθρο 18 για τις συμβάσεις προμηθειών και άρθρο 19 για τις συμβάσεις υπηρεσιών. Επομένως, ενσωματώνει τις τροπολογίες 21 και 22 ως εξής: «Άρθρο 16 Μέθοδοι υπολογισμού της εκτιμώμενης αξίας των συμβάσεων και των συμφωνιών-πλαισίων 1. Ο υπολογισμός της εκτιμώμενης αξίας μιας σύμβασης βασίζεται στο συνολικό πληρωτέο ποσό, εκτός ΦΠΑ, εκτιμώμενο από τον αναθέτοντα φορέα. Ο υπολογισμός αυτός λαμβάνει υπόψη το εκτιμώμενο συνολικό ποσό, συμπεριλαμβανομένων τυχόν δικαιωμάτων προαιρέσεως και ενδεχόμενων σιωπηρών ανανεώσεων. Στην περίπτωση που ο αναθέτων φορέας προβλέπει βραβεία ή την καταβολή ποσών στους υποψήφιους ή προσφέροντες, λαμβάνει τα ποσά αυτά υπόψη του κατά τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης. 2. Οι αναθέτοντες φορείς δεν μπορούν να καταστρατηγούν την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας κατατέμνοντας τα σχέδια έργων ή τα σχέδια αγοράς για την απόκτηση συγκεκριμένης ποσότητας προμηθειών ή/και υπηρεσιών ή χρησιμοποιώντας ειδικές μεθόδους υπολογισμού της αξίας των συμβάσεων. 3. Ο υπολογισμός της αξίας μιας συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να βασίζεται στη μέγιστη εκτιμώμενη αξία εκτός ΦΠΑ του συνόλου των συμβάσεων που προβλέπονται για τη συγκεκριμένη περίοδο. 4. Για την εφαρμογή του άρθρου 15, οι αναθέτοντες φορείς περιλαμβάνουν στην εκτιμώμενη αξία των συμβάσεων έργων την αξία των εργασιών καθώς και όλων των προμηθειών ή υπηρεσιών που απαιτούνται για την εκτέλεση των έργων και τις οποίες θέτουν στη διάθεση του εργολήπτη. 5. Η αξία των προμηθειών ή των υπηρεσιών που δεν είναι απαραίτητες για την εκτέλεση μιας συγκεκριμένης σύμβασης έργων δεν μπορεί να προστεθεί στην αξία αυτής της σύμβασης έργων, με αποτέλεσμα να εξαιρείται η απόκτηση αυτών των προμηθειών ή υπηρεσιών από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. 6. Όταν μια προμήθεια, υπηρεσία ή έργο αποτελείται από πολλά τμήματα, η εκτιμώμενη συνολική αξία του συνόλου αυτών των τμημάτων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Όταν η σωρευτική αξία των τμημάτων ισούται με ή υπερβαίνει το κατώτατο όριο που προβλέπεται στο άρθρο 15, οι διατάξεις αυτής της παραγράφου ισχύουν για όλα τα τμήματα. Πάντως, στην περίπτωση συμβάσεων έργων, οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να παρεκκλίνουν από την εφαρμογή του άρθρου 15 για τμήματα των οποίων η εκτιμώμενη αξία, χωρίς τον ΦΠΑ, είναι κατώτερη του 1 εκατομμυρίου ευρώ, εφόσον το συνολικό ύψος αυτών των τμημάτων δεν υπερβαίνει το 20% της αξίας του συνόλου των τμημάτων. 7. Όταν πρόκειται για απόκτηση προμηθειών ή υπηρεσιών για δεδομένη περίοδο μέσω σειράς συμβάσεων που θα ανατεθούν σε έναν ή περισσότερους προμηθευτές ή παρόχους υπηρεσιών, ή συμβάσεων που πρόκειται να ανανεωθούν, ο υπολογισμός της αξίας της σύμβασης πρέπει να βασίζεται: α) στη συνολική αξία των συμβάσεων που έχουν συναφθεί κατά τη διάρκεια του προηγούμενου οικονομικού έτους ή δωδεκαμήνου και παρουσιάζουν παρόμοια χαρακτηριστικά, διορθωμένη, ει δυνατόν, για να ληφθούν υπόψη οι προβλέψιμες αλλαγές στις ποσότητες ή στην αξία κατά τους επόμενους δώδεκα μήνες. β) 8. Ο υπολογισμός της εκτιμώμενης αξίας μιας σύμβασης που περιλαμβάνει ταυτοχρόνως υπηρεσίες και προμήθειες πρέπει να βασίζεται στη συνολική αξία των υπηρεσιών και των προμηθειών, ανεξάρτητα από την επιμέρους αξία τους. Στον υπολογισμό αυτόν περιλαμβάνεται η αξία των εργασιών τοποθέτησης και εγκατάστασης. 9. Στην περίπτωση συμβάσεων προμηθειών που έχουν ως αντικείμενο χρηματοδοτική μίσθωση, μίσθωση ή μίσθωση-πώληση, ως βάση για τον υπολογισμό της αξίας της σύμβασης πρέπει να λαμβάνεται: α) για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, εάν μεν ο χρόνος αυτός είναι δώδεκα μήνες ή λιγότερο, η κατ' εκτίμηση συνολική αξία της σύμβασης για όλη τη διάρκειά της ή, αν η διάρκεια αυτή υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες, η συνολική αξία της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένου του κατ' εκτίμηση υπολοίπου. β) για τις συμβάσεις αορίστου χρόνου ή για τις συμβάσεις των οποίων η διάρκεια δεν μπορεί να καθοριστεί, το προβλεπόμενο σύνολο των πληρωμών που πρέπει να καταβληθούν κατά τα πρώτα τέσσερα έτη. 10. Για τον υπολογισμό του εκτιμώμενου ποσού συμβάσεων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα ποσά: α) όσον αφορά τις ασφαλιστικές υπηρεσίες, το καταβλητέο ασφάλιστρο και οι άλλοι τρόποι αμοιβής. β) όσον αφορά τις τραπεζικές και άλλες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, οι αμοιβές, οι προμήθειες, οι τόκοι και άλλοι τρόποι αμοιβής. γ) όσον αφορά τις συμβάσεις που προϋποθέτουν σχεδιασμό, οι καταβλητέες αμοιβές, προμήθειες και άλλοι τρόποι αμοιβής. 11. Όταν πρόκειται για συμβάσεις υπηρεσιών στις οποίες δεν αναφέρεται συνολική τιμή, ως βάση υπολογισμού της εκτιμώμενης αξίας των συμβάσεων πρέπει να λαμβάνεται: α) η ολική αξία της σύμβασης για όλη τη διάρκειά της, εφόσον η σύμβαση είναι ορισμένου χρόνου με διάρκεια μέχρι και 48 μήνες. β) το προβλεπόμενο σύνολο των καταβλητέων πληρωμών κατά τα πρώτα τέσσερα έτη, εφόσον η σύμβαση είναι αορίστου χρόνου ή έχει διάρκεια άνω των 48 μηνών.» * Οι τροπολογίες 26 και 27 τροποποιούν αντίστοιχα τον τίτλο και την παράγραφο 1 του άρθρου 26 που αφορά τη δυνατότητα ανάθεσης συμβάσεων υπηρεσιών σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις ή σε αναθέτοντα φορέα που αποτελεί μέρος κοινής επιχείρησης. Όλες οι τροπολογίες αυτές αποσκοπούν κατ' αρχάς στην επέκταση της διάταξης στις συμβάσεις προμηθειών ή έργων. Στη συνέχεια, προβλέπουν τι ακόλουθες εξαιρέσεις για τις συμβάσεις που ανατίθενται σε: 1) μια επιχείρηση συνδεδεμένη με τον αναθέτοντα φορέα ή 2) μια κοινή επιχείρηση που αποτελείται από πολλούς αναθέτοντες φορείς για την άσκηση μιας από τις δραστηριότητες που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, η τροπολογία αποσκοπεί να μειώσει σε 50% τον απαιτούμενο κύκλο εργασιών. Προβλέπεται επίσης να ισχύει ο όρος αυτός σε περίπτωση που η επιχείρηση στην οποία ανατίθεται η σύμβαση υφίσταται επί διάστημα μικρότερο της τριετίας, όταν αναμένεται ότι μετά τα πρώτα τρία χρόνια θα επιτευχθεί ο απαιτούμενος κύκλος εργασιών. Η τροπολογία προβλέπει επίσης εξαιρέσεις για τις συμβάσεις τις οποίες συνάπτει κοινή επιχείρηση: 3) μ' έναν από τους αναθέτοντες φορείς που την έχουν ιδρύσει, ή 4) με επιχείρηση που συνδέεται μ' έναν από αυτούς τους αναθέτοντες φορείς. Σ' αυτές τις δύο τελευταίες περιπτώσεις δεν προβλέπεται κανένας όρος. Η επέκταση στις συμβάσεις έργων και προμηθειών δεν είναι αποδεκτή, στο μέτρο που θα έθετε υπό αμφισβήτηση, χωρίς κατάλληλη αιτιολόγηση, το κοινοτικό κεκτημένο, αποκλείοντας από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας συμβάσεις οι οποίες εμπίπτουν σήμερα στο πεδίο εφαρμογής της. Επιπλέον, η ενδεχόμενη αποδοχή αυτής της επέκτασης θα μπορούσε να προκαλέσει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, με την παροχή της δυνατότητας σε ορισμένες επιχειρήσεις να αποκτήσουν εισοδήματα και πείρα των οποίων οι ίδιες αυτές επιχειρήσεις μπορούν να κάνουν χρήση σε προκηρύξεις διαγωνισμών - από άλλους αναθέτοντες φορείς - συγκρίσιμων συμβάσεων θέτοντας σε μειονεκτική θέση ανταγωνιστικές επιχειρήσεις που δεν έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν τα ίδια εισοδήματα και την ίδια πείρα. Για τους ίδιους λόγους, η μείωση του απαιτούμενου κύκλου εργασιών από 80% σε 50%, για την εφαρμογή της εξαίρεσης, δεν είναι επίσης αποδεκτή, όπως και η κατάργηση κάθε όρου στην περίπτωση σύμβασης την οποία συνάπτει κοινή επιχείρηση με επιχείρηση συνδεδεμένη με έναν από τους αναθέτοντες φορείς που έχουν ιδρύσει την κοινή επιχείρηση (περίπτωση αριθ. 4). Αντίθετα, η πρόβλεψη της δυνατότητας ανάθεσης συμβάσεων σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων ετών ύπαρξής τους είναι ως αρχή αποδεκτή, αν αναδιατυπωθεί. Η δυνατότητα ενός αναθέτοντα φορέα να συνάπτει συμβάσεις με κοινή επιχείρηση (περίπτωση αριθ. 2) εμπίπτει στη λογική της διάταξης και επομένως είναι αποδεκτή. Οι περιπτώσεις 1 και 3 προβλέπονται ήδη από το υφιστάμενο δίκαιο και επομένως δεν δημιουργούν προβλήματα ως προς την ουσία. Η Επιτροπή ενσωματώνει επομένως τις τροπολογίες 26 και 27 ως εξής: Αιτιολογική σκέψη: «(28) Θα πρέπει να εξαιρεθούν ορισμένες συμβάσεις υπηρεσιών που ανατίθενται σε συνδεδεμένη επιχείρηση, της οποίας κύρια δραστηριότητα στον τομέα των υπηρεσιών είναι η παροχή των υπηρεσιών της στον όμιλο στον οποίο ανήκει η ίδια και όχι η εμπορία των υπηρεσιών της στην αγορά. Πρέπει επίσης να εξαιρεθούν ορισμένες συμβάσεις υπηρεσιών που ανατίθενται από αναθέτοντα φορέα σε κοινή επιχείρηση, η οποία έχει συσταθεί από πολλούς αναθέτοντες φορείς με σκοπό την άσκηση των δραστηριοτήτων που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία και της οποίας αποτελεί μέρος.» «Άρθρο 26 Συμβάσεις υπηρεσιών που ανατίθενται σε μια συνδεδεμένη επιχείρηση, σε κοινή επιχείρηση ή σε αναθέτοντα φορέα που αποτελεί μέρος κοινής επιχείρησης 1. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, νοείται ως «συνδεδεμένη επιχείρηση» κάθε επιχείρηση της οποίας οι ετήσιοι λογαριασμοί έχουν ενοποιηθεί με τους λογαριασμούς του αναθέτοντα φορέα σύμφωνα με τις απαιτήσεις της έβδομης οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου [11] ή, στην περίπτωση που οι φορείς δεν εμπίπτουν στην παρούσα οδηγία, κάθε επιχείρηση επί της οποίας ο αναθέτων φορέας μπορεί να ασκήσει, άμεσα ή έμμεσα, καθοριστική επιρροή, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο β), ή η οποία μπορεί να ασκήσει καθοριστική επιρροή επί του αναθέτοντα φορέα ή η οποία υπόκειται, από κοινού με τον αναθέτοντα φορέα, στην καθοριστική επιρροή άλλης επιχείρησης λόγω της κυριότητας, της χρηματοδοτικής συμμετοχής ή των κανόνων που τη διέπουν. [11] ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε την τελευταία φορά από την οδηγία 90/605/ΕΟΚ (ΕΕ L 317 της 16.11.1990, σ. 60). 2. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις υπηρεσιών: α) τις οποίες συνάπτει ένας αναθέτων φορέας με μια συνδεδεμένη επιχείρηση. β) τις οποίες συνάπτει κοινή επιχείρηση, η οποία έχει συσταθεί από πολλούς αναθέτοντες φορείς με σκοπό την άσκηση δραστηριοτήτων κατά την έννοια των άρθρων 3 έως 6, με επιχείρηση συνδεδεμένη με έναν από αυτούς τους αναθέτοντες φορείς, εφόσον το 80 % τουλάχιστον του μέσου κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε αυτή η επιχείρηση κατά την τελευταία τριετία στον τομέα των υπηρεσιών προέρχεται από την παροχή αυτών των υπηρεσιών στις επιχειρήσεις με τις οποίες συνδέεται. Όταν, ανάλογα με την ημερομηνία ίδρυσης ή έναρξης των δραστηριοτήτων της συνδεδεμένης επιχείρησης, ο κύκλος εργασιών δεν είναι διαθέσιμος για τα τρία τελευταία έτη, αρκεί για την εν λόγω επιχείρηση να αποδείξει ότι η επίτευξη του κύκλου εργασιών που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο είναι πιθανή, κυρίως με προβολές δραστηριοτήτων. Όταν η ίδια υπηρεσία ή παρόμοιες υπηρεσίες παρέχονται από περισσότερες από μία επιχειρήσεις συνδεδεμένες με τον αναθέτοντα φορέα, λαμβάνεται υπόψη ο συνολικός κύκλος εργασιών που προκύπτει από την παροχή υπηρεσιών εκ μέρους των επιχειρήσεων αυτών. 3. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις υπηρεσιών: α) τις οποίες συνάπτει κοινή επιχείρηση, η οποία έχει συσταθεί από πολλούς αναθέτοντες φορείς με σκοπό την άσκηση δραστηριοτήτων κατά την έννοια των άρθρων 3 έως 6, με έναν από αυτούς τους αναθέτοντες φορείς, β) τις οποίες συνάπτει ένας αναθέτων φορέας με μια τέτοια κοινή επιχείρηση της οποίας αποτελεί μέρος. 4. Οι αναθέτοντες φορείς κοινοποιούν στην Επιτροπή, εφόσον το ζητήσει, τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή των παραγράφων 2 και 3: α) τις επωνυμίες των επιχειρήσεων ή κοινών επιχειρήσεων για τις οποίες πρόκειται. β) τη φύση και την αξία των οριζόμενων συμβάσεων υπηρεσιών, γ) τα στοιχεία που η Επιτροπή κρίνει απαραίτητα για να αποδείξει ότι οι σχέσεις μεταξύ του αναθέτοντα φορέα και της επιχείρησης ή της κοινής επιχείρησης στην οποία ανατίθενται οι συμβάσεις ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου.» * Η τροπολογία 29, η οποία τροποποιεί το άρθρο 27, παράγραφος 1, επιδιώκει να επανεισαχθεί μια εξαίρεση, η οποία υπάρχει στην παρούσα οδηγία, για την αγορά ενέργειας και καυσίμων που προορίζονται για την παραγωγή ενέργειας, όταν πραγματοποιείται από αναθέτοντες φορείς που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας υπό την ευρεία έννοια (παραγωγή, μεταφορά και διανομή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου ή ζεστού νερού, καθώς και αναζήτηση και εξόρυξη πετρελαίου, φυσικού αερίου, άνθρακα ή άλλων στερεών καυσίμων). Πρέπει ωστόσο να γίνει αναδιατύπωση, καθαρά συντακτικής φύσης, αντικαθιστώντας τις αναφορές στα παραρτήματα, που συμπεριλαμβάνουν αναφορά στους αναθέτοντες φορείς, με αναφορά στα άρθρα που ορίζουν τις σχετικές δραστηριότητες. Η τροπολογία 30 επιδιώκει να εξασφαλίσει ότι μια ενδεχόμενη τροποποίηση της εξαίρεσης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 θα γίνει σε συμφωνία με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Δεδομένου ότι κάθε ενδεχόμενη πρόταση τροποποίησης της διάταξης αυτής πρέπει να ακολουθεί τη διαδικασία συναπόφασης που προβλέπεται στη συνθήκη και ότι η Επιτροπή θα έχει πάντα τη δυνατότητα να επιτύχει επανεξέταση της διάταξης από τους δύο συν-νομοθέτες υποβάλλοντας κατάλληλες και αιτιολογημένες προτάσεις, η τροπολογία, χωρίς να ενσωματωθεί απόλυτα, μπορεί να γίνει δεκτή ως προς την ουσία της με τη διαγραφή της παραγράφου 2 του άρθρου 27. Η Επιτροπή δέχεται τις τροπολογίες 29 και 30 στο άρθρο 27 ως εξής : «Άρθρο 27 Συμβάσεις που συνάπτονται από ορισμένους αναθέτοντες φορείς για την αγορά νερού και για την προμήθεια ενέργειας ή καυσίμων που προορίζονται για την παραγωγή ενέργειας Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται: α) στις συμβάσεις για την αγορά νερού, εφόσον συνάπτονται από αναθέτοντες φορείς οι οποίοι ασκούν τη δραστηριότητα που ορίζεται στο άρθρο 4. β) στις συμβάσεις για την προμήθεια ενέργειας ή καυσίμων που προορίζονται για την παραγωγή ενέργειας, εφόσον συνάπτονται από αναθέτοντες φορείς οι οποίοι ασκούν μία από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στο άρθρο 3, παράγραφος 3 ή στο άρθρο 6, στοιχείο α).» * Η τροπολογία 117 επιδιώκει την εισαγωγή της δυνατότητας για τους ίδιους τους αναθέτοντες φορείς να ζητήσουν την κίνηση μιας διαδικασίας εξαίρεσης βάσει του άρθρου 29. Μια τέτοια δυνατότητα είναι αποδεκτή για την Επιτροπή. Στην ενσωμάτωση της τροπολογίας 117 είναι επίσης δυνατόν να ληφθεί υπόψη ο φόβος που υποβόσκει στην τροπολογία 31 ότι η διαδικασία για τη λήψη αποφάσεων βάσει του άρθρου 29 είναι αρκετά πολύπλοκη και μακρά. Συνεπώς, η τροπολογία 117 μπορεί να ενσωματωθεί ως εξής: Αιτιολογική σκέψη: «(14): διαγράφεται. «Άρθρο 29 Γενικός μηχανισμός για την εξαίρεση δραστηριοτήτων που είναι απευθείας εκτεθειμένες στον ανταγωνισμό 1. Οι συμβάσεις που προορίζονται να καταστήσουν δυνατή την παροχή υπηρεσίας που ορίζεται στα άρθρα 3 έως 6 δεν υπόκεινται στην οδηγία εάν η δραστηριότητα, στο κράτος μέλος στο οποίο ασκείται, είναι απευθείας εκτεθειμένη στον ανταγωνισμό, σε αγορές στις οποίες η πρόσβαση δεν είναι περιορισμένη. 2. Κατά την έννοια της παραγράφου 1, προκειμένου να καθορίσει κανείς εάν μια δραστηριότητα είναι απευθείας εκτεθειμένη στον ανταγωνισμό, πρέπει να στηριχθεί σε κριτήρια όπως τα χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων αγαθών ή υπηρεσιών, η ύπαρξη εναλλακτικών αγαθών ή υπηρεσιών, οι τιμές και η πραγματική ή δυνητική παρουσία περισσότερων του ενός προμηθευτών των εν λόγω αγαθών ή παρόχων των εν λόγω υπηρεσιών 3. Κατά την έννοια της παραγράφου 1, η είσοδος σε μια αγορά θεωρείται ότι δεν περιορίζεται εάν το κράτος μέλος έχει ενσωματώσει και εφαρμόσει τις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας που αναφέρονται στο παράρτημα Χ. Όταν δεν είναι δυνατόν να συναχθεί ότι υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση σε μια δεδομένη αγορά βάσει του πρώτου εδαφίου, το κράτος μέλος ή ο αναθέτων φορέας που ζητεί την εξαίρεση οφείλει να καταδείξει ότι η πρόσβαση στην εν λόγω αγορά είναι ελεύθερη εκ των πραγμάτων και εκ του νόμου. 4. Τα κράτη μέλη ή οι αναθέτοντες φορείς, για να τύχουν εξαίρεσης βάσει της παραγράφου 1, ζητούν από την Επιτροπή να λάβει σχετική απόφαση εξαίρεσης. Εάν η αίτηση προέρχεται από αναθέτοντα φορέα, η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος . Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τις παραγράφους 2 και 3, για όλα τα συναφή περιστατικά και, ιδίως, για κάθε νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη ή συμφωνία που αφορά τη συμμόρφωση προς τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Η Επιτροπή μπορεί επίσης να αποφασίσει να κινήσει τη διαδικασία για την έκδοση απόφασης εξαίρεσης με δική της πρωτοβουλία. Για να εκδώσει απόφαση δυνάμει του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 65, παράγραφος 2, η Επιτροπή διαθέτει τρίμηνη προθεσμία από την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης εξαίρεσης. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί μία φορά για έναν, δύο ή τρεις μήνες σε περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες, κυρίως όταν οι πληροφορίες που περιέχει η αίτηση ή τα έγγραφα που τη συνοδεύουν είναι ελλιπείς ή ανακριβείς ή όταν τα γεγονότα που αναφέρονται στην αίτηση υφίστανται ουσιαστικές τροποποιήσεις. Εάν μετά το πέρας της προθεσμίας η Επιτροπή δεν έχει εκδώσει απόφαση εξαίρεσης, η παράγραφος 1 τεκμαίρεται εφαρμοστέα. Η Επιτροπή εγκρίνει τις λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 65, παράγραφος 2.» * Η τροπολογία 51 διευκρινίζει ότι η υποχρέωση του αγοραστή να διαφυλάσσει την εμπιστευτικότητα και την ακεραιότητα των δεδομένων που του υποβάλλονται καλύπτει όλο το λειτουργικό κύκλο της διαδικασίας: αποθήκευση, επεξεργασία και διατήρηση. Οι προτεινόμενες διευκρινίσεις ενσωματώνονται στις συναφείς διατάξεις του κειμένου μετά από αναδιατύπωση, ώστε να ληφθούν υπόψη οι απαιτήσεις των διαφόρων ειδών ηλεκτρονικής υποβολής. Η Επιτροπή ενσωματώνει την τροπολογία 51, τροποποιώντας το άρθρο 47 ως εξής: «Άρθρο 47 Κανόνες που εφαρμόζονται στις επικοινωνίες 1. Όλες οι επικοινωνίες καθώς και όλες οι ανταλλαγές πληροφοριών που αναφέρονται στον παρόντα τίτλο δύνανται, κατ' επιλογή του αναθέτοντα φορέα, να πραγματοποιούνται με επιστολή, με τηλεομοιοτυπία, με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5, με το τηλέφωνο στις περιπτώσεις και υπό τους όρους που ορίζονται στην παράγραφο 6, ή με συνδυασμό των μέσων αυτών. 2. Τα επιλεγόμενα μέσα επικοινωνίας πρέπει να είναι γενικώς προσιτά και συνεπώς δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της πρόσβασης των οικονομικών φορέων στη διαδικασία ανάθεσης. 3. Κατά την επικοινωνία, την ανταλλαγή και την αποθήκευση πληροφοριών λαμβάνεται μέριμνα ώστε να εξασφαλίζεται ότι δεν θίγεται η ακεραιότητα των δεδομένων και το απόρρητο των προσφορών και των αιτήσεων συμμετοχής και ότι οι αναθέτοντες φορείς λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των προσφορών και των αιτήσεων συμμετοχής, μόνο μετά τη λήξη της προβλεπόμενης προθεσμίας για την υποβολή τους. 4. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για τις επικοινωνίες με ηλεκτρονικά μέσα, καθώς και τα τεχνικά χαρακτηριστικά τους, πρέπει να μη δημιουργούν διακρίσεις και να είναι ευλόγως προσιτά στο κοινό και συμβατά σε σχέση με τις γενικώς χρησιμοποιούμενες τεχνολογίες των πληροφοριών και των επικοινωνιών. 5. Στους μηχανισμούς ηλεκτρονικής παραλαβής προσφορών και αιτήσεων συμμετοχής εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες: α) οι πληροφορίες σχετικά με τις προδιαγραφές που πρέπει να πληρούνται για την ηλεκτρονική υποβολή προσφορών και αιτήσεων συμμετοχής, συμπεριλαμβανομένης της κρυπτογράφησης, πρέπει να είναι προσιτές στους ενδιαφερόμενους. Επί πλέον, οι μηχανισμοί ηλεκτρονικής παραλαβής των προσφορών και αιτήσεων συμμετοχής πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις του Παραρτήματος ΧΧΙΙ. β) τα κράτη μέλη μπορούν να καθιερώνουν ή να διατηρούν συστήματα εθελοντικής πιστοποίησης με σκοπό τη βελτίωση του επιπέδου των υπηρεσιών πιστοποίησης των εν λόγω μηχανισμών. γ) οι προσφέροντες ή οι υποψήφιοι δεσμεύονται ώστε εάν τα έγγραφα, πιστοποιητικά, βεβαιώσεις ή δηλώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 51 παράγραφος 2 και στα άρθρα 52 και 53 δεν είναι διαθέσιμα σε ηλεκτρονική μορφή, να υποβάλλονται πριν από τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται για την υποβολή των προσφορών ή των αιτήσεων συμμετοχής. 6. Κανόνες που εφαρμόζονται για την υποβολή των αιτήσεων συμμετοχής: α) οι αιτήσεις συμμετοχής στις διαδικασίες σύναψης των δημόσιων συμβάσεων μπορούν να υποβάλλονται γραπτώς ή τηλεφωνικά. β) όταν οι αιτήσεις συμμετοχής υποβάλλονται τηλεφωνικά, πρέπει να αποστέλλεται γραπτή επιβεβαίωση πριν από τη λήξη της προθεσμίας που έχει οριστεί για την παραλαβή τους. γ) οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να απαιτούν οι αιτήσεις συμμετοχής που υποβάλλονται με τηλεομοιοτυπία να επιβεβαιώνονται ταχυδρομικά ή με ηλεκτρονικά μέσα, στις περιπτώσεις που αυτό είναι αναγκαίο ως νόμιμη απόδειξη. Η απαίτηση αυτή και η προθεσμία για την αποστολή της επιβεβαίωσης ταχυδρομικά ή με ηλεκτρονικά μέσα πρέπει να επισημαίνονται από τον αναθέτοντα φορέα στην προκήρυξη που χρησιμοποιείται ως μέσο προκήρυξης διαγωνισμού ή στην πρόσκληση που αναφέρεται στο άρθρο 46, παράγραφος 3.» * Η τροπολογία 53, η οποία τροποποιεί την παράγραφο 4 του άρθρου 48, εισαγάγει μέγιστη προθεσμία δύο μηνών για την ενημέρωση των οικονομικών φορέων των οποίων η αίτηση προεπιλογής στο πλαίσιο ενός συστήματος προεπιλογής απορρίπτεται. Η παρούσα διάταξη δεν περιλαμβάνει προθεσμία. Η αρχή καθορισμού προθεσμίας μπορεί να είναι χρήσιμη. Ωστόσο, μια μέγιστη προθεσμία δύο μηνών θα μπορούσε να θεωρηθεί υπερβολικά μακρά σε σχέση με τις εθνικές προθεσμίες για την άσκηση προσφυγής. Δεδομένου, εξάλλου, ότι προκύπτουν τα ίδια προβλήματα με αυτά που συνδέονται με την απουσία προθεσμίας για την ενημέρωση των οικονομικών φορέων σε σχέση με τους οποίους έχει ληφθεί αρνητική απόφαση, η Επιτροπή μπορεί να ενσωματώσει την τροπολογία αυτή ως εξής: «Άρθρο 48 Ενημέρωση των αιτούντων προεπιλογή, των υποψηφίων και των προσφερόντων 1. Οι αναθέτοντες φορείς ενημερώνουν το συντομότερο δυνατό, εντός προθεσμίας που δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τις δεκαπέντε ημέρες, τους συμμετέχοντες οικονομικούς φορείς σχετικά με τις αποφάσεις που λαμβάνουν για τη σύναψη συμφωνίας- πλαισίου ή την ανάθεση της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των λόγων για τους οποίους αποφάσισαν να μην συνάψουν συμφωνία-πλαίσιο ή να αναθέσουν μια σύμβαση για την οποία υπήρξε διαγωνισμός ή να αρχίσουν νέα διαδικασία, αυτό δε και γραπτώς εφόσον τους ζητηθεί. 2. Οι αναθέτοντες φορείς γνωστοποιούν, το συντομότερο δυνατό, σε κάθε αποκλεισθέντα υποψήφιο ή προσφέροντα που υποβάλλει σχετική αίτηση τους λόγους απόρριψης της υποψηφιότητάς του ή της προσφοράς του και, σε κάθε προσφέροντα που έχει υποβάλει παραδεκτή προσφορά, τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα του αναδόχου ή τα μέρη της συμφωνίας-πλαισίου. Οι εν λόγω προθεσμίες δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υπερβαίνουν τις δεκαπέντε ημέρες από την παραλαβή της γραπτής αίτησης. Ωστόσο, οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να αποφασίσουν να μην κοινοποιήσουν ορισμένες πληροφορίες σχετικά με την ανάθεση της σύμβασης ή τη σύναψη της συμφωνίας-πλαισίου, οι οποίες αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, εφόσον η γνωστοποίησή τους θα αποτελούσε εμπόδιο για την εφαρμογή των νόμων ή θα ήταν αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον ή θα έθιγε έννομα εμπορικά συμφέροντα δημόσιων ή ιδιωτικών οικονομικών φορέων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του οικονομικού φορέα στον οποίο ανατέθηκε η σύμβαση, ή θα μπορούσε να θίξει τις συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ οικονομικών φορέων. 3. Οι αναθέτοντες φορείς που θεσπίζουν και διαχειρίζονται ένα σύστημα προεπιλογής οφείλουν να ενημερώνουν τους αιτούντες σχετικά με την απόφαση που λαμβάνουν για την προεπιλογή τους εντός εύλογης προθεσμίας. Εάν για την απόφαση σχετικά με την προεπιλογή απαιτείται διάστημα άνω του εξαμήνου από την κατάθεση της αίτησης προεπιλογής, ο αναθέτων φορέας οφείλει να γνωστοποιήσει στον αιτούντα, μέσα σε δύο μήνες από την κατάθεση αυτή, τους λόγους που δικαιολογούν παράταση της προθεσμίας και την ημερομηνία κατά την οποία θα γίνει δεκτή ή θα απορριφθεί η αίτησή του. 4. Οι αιτούντες των οποίων η αίτηση προεπιλογής απορρίπτεται πρέπει να ενημερώνονται το συντομότερο δυνατό, εντός προθεσμίας που δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τις δεκαπέντε ημέρες, ως προς την απόφαση αυτή και ως προς τους λόγους απόρριψης της αίτησής τους. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να βασίζονται στα κριτήρια προεπιλογής που ορίζονται στο άρθρο 52 παράγραφος 2.» 5. Οι αναθέτοντες φορείς που θεσπίζουν και διαχειρίζονται σύστημα προεπιλογής μπορούν να τερματίσουν τη διαδικασία προεπιλογής ενός οικονομικού φορέα μόνο για λόγους που στηρίζονται στα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 52 παράγραφος 2. Η πρόθεση τερματισμού της διαδικασίας προεπιλογής πρέπει να κοινοποιείται γραπτώς στον οικονομικό φορέα και να αναφέρεται ο λόγος ή οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτόν. Η κοινοποίηση αυτή διαβιβάζεται το συντομότερο δυνατό, εντός προθεσμίας που δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τις δεκαπέντε ημέρες από την προβλεπόμενη ημερομηνία τερματισμού της διαδικασίας προεπιλογής.» * Η τροπολογία 56 τροποποιεί το άρθρο 50 περιγράφοντας τη διεξαγωγή της διαδικασίας για την εισαγωγή υποχρέωσης επαλήθευσης της τήρησης των υποχρεώσεων των υποψηφίων ή προσφερόντων σχετικά με τις περιβαλλοντικές, φορολογικές και κοινωνικές νομοθετικές διατάξεις, που καθορίζονται με αναφορά στο άρθρο 38. Από τη σχέση με τις τροπολογίες που απορρίφθηκαν κατά την ψηφοφορία, προκύπτει σαφώς ότι η τροπολογία αυτή αφορά κυρίως τις περιπτώσεις μη τήρησης της κοινωνικής νομοθεσίας. Επομένως, η τροπολογία, καθεαυτή, θα προϋπόθετε την έγκριση των τροπολογιών (που απορρίφθηκαν) στο άρθρο 38. Είναι, εντούτοις, σωστό ότι η μη τήρηση του εργατικού δικαίου μπορεί να αιτιολογήσει δικαστικές αποφάσεις οι οποίες επιτρέπουν τον αποκλεισμό προσφερόντων στο πλαίσιο των διατάξεων που πρότεινε η Επιτροπή, χωρίς να είναι απαραίτητη η ρητή αναφορά της υποθετικής αυτής περίπτωσης στο διατακτικό. μπορεί επίσης να αιτιολογήσει αποκλεισμούς για «σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα» κατά την έννοια του άρθρου 46, παράγραφος 2 της κλασικής οδηγίας. στο οποίο μπορούν να αναφερθούν ρητά οι αναθέτοντες φορείς (βλέπε σχόλια στις τροπολογίες 57, 109 και 60 παραπάνω). Η Επιτροπή επεξήγησε στην ανακοίνωσή της με ημερομηνία 15 Οκτωβρίου 2001 σχετικά με τις κοινωνικές πτυχές των δημόσιων συμβάσεων [12], σε ποιο μέτρο οι υποθετικές αυτές περιπτώσεις καλύπτονται από το υφιστάμενο δίκαιο. Αυτό ισχύει επίσης για την παρούσα πρόταση. είναι επομένως αποδεκτό να επεξηγηθεί. Επομένως, η Επιτροπή μπορεί να ενσωματώσει την τροπολογία 56 ως εξής: [12] «Ερμηνευτική ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο περί δημοσίων συμβάσεων και τις δυνατότητες ένταξης κοινωνικών πτυχών στις συμβάσεις αυτές», COM(2001)566 τελικό, Ε.Ε. C 333 της 29ης Νοεμβρίου 2001, σ. 13 - 26. Αιτιολογική σκέψη: «(32α) Οι νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις καθώς και οι συλλογικές συμβάσεις, τόσο εθνικές όσο και κοινοτικές, που ισχύουν στον κοινωνικό τομέα και στον τομέα της ασφάλειας, εφαρμόζονται κατά την εκτέλεση μιας δημόσιας σύμβασης, εφόσον οι εν λόγω κανόνες καθώς και η εφαρμογή τους συνάδουν προς το κοινοτικό δίκαιο. Στις διασυνοριακές περιπτώσεις, κατά τις οποίες εργαζόμενοι ενός κράτους μέλους παρέχουν υπηρεσίες σε άλλο κράτος μέλος για την εκτέλεση μιας δημόσιας σύμβασης, η οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών [13] αναφέρει τους ελάχιστους όρους που πρέπει να τηρούνται στη χώρα υποδοχής έναντι αυτών των αποσπασμένων εργαζομένων. Η μη τήρηση των σχετικών υποχρεώσεων μπορεί να θεωρηθεί, σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, σοβαρό παράπτωμα ή αδίκημα που αφορά την επαγγελματική διαγωγή του οικονομικού φορέα.» [13] ΕΕ αριθ. L 018 της 21.10.1997, σ. 0001 - 0006. * Η τροπολογία 66 αποσκοπεί κατ' αρχήν στην κατάργηση της υποχρέωσης για τους αναθέτοντες φορείς να αναφέρουν τη στάθμιση για καθένα από τα κριτήρια που εφαρμόζουν για τον καθορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς. Η τροπολογία την αντικαθιστά με απλή αναφορά της σειράς σπουδαιότητας των κριτηρίων. Η εισαγωγή διάταξης που επιβάλλει τη στάθμιση είναι σημαντικό στοιχείο της πρότασης για την αποφυγή καταχρηστικών πρακτικών που ευνοούν ορισμένους φορείς, οι οποίες συναντώνται στην πράξη, επιτρέποντας σε κάθε προσφέροντα να ενημερώνεται σωστά σύμφωνα με τις αρχές που υπογράμμισε το Δικαστήριο στην απόφαση «SIAC» [14]. H εκ των προτέρων αναφορά της στάθμισης των κριτηρίων είναι απαραίτητη. [14] Απόφαση της 18.10.01 στην υπόθεση C-19/00, Συλλογή 2001, σ. Ι-7725. Η τροπολογία 66 αποσκοπεί επίσης στην απλούστευση του τρόπου ενημέρωσης των οικονομικών φορέων για καθένα από τα κριτήρια. Η Επιτροπή μπορεί να ενσωματώσει εν μέρει την τροπολογία 66 ως εξής, στις αιτιολογικές σκέψεις 40 και 41, συγχωνευμένες, καθώς και στο άρθρο 54, παράγραφος 2: Αιτιολογική σκέψη: «(40) Η ανάθεση της σύμβασης πρέπει επίσης να γίνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων που να εξασφαλίζουν την τήρηση των αρχών της διαφάνειας, της αποφυγής διακρίσεων και της ίσης μεταχείρισης και να εγγυώνται την αξιολόγηση των προσφορών σε συνθήκες πραγματικού ανταγωνισμού. Συνεπώς, θα πρέπει να γίνει αποδεκτή η εφαρμογή δύο μόνο κριτηρίων ανάθεσης: «της χαμηλότερης τιμής» και «της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς». Εξάλλου, προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης κατά την ανάθεση των συμβάσεων, θα πρέπει να κωδικοποιηθεί η υποχρέωση που καθιερώνεται με τη νομολογία για εξασφάλιση της απαραίτητης διαφάνειας που επιτρέπει σε κάθε προσφέροντα να ενημερώνεται σωστά σχετικά με τα κριτήρια που επιλέγονται για τον εντοπισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς. Εναπόκειται συνεπώς στους αναθέτοντες φορείς να δηλώνουν τη σχετική στάθμιση που δίδεται σε καθένα από αυτά τα κριτήρια εγκαίρως ώστε οι οικονομικοί φορείς να το γνωρίζουν κατά την κατάρτιση των προσφορών τους. Δεν πρέπει ο αναθέτων φορέας να μπορεί να περιορίζεται στην αναφορά απλώς και μόνο της φθίνουσας σειράς σπουδαιότητας των κριτηρίων. Η αναφορά μιας τέτοιας φθίνουσας σειράς είναι ωστόσο επαρκής εάν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, δεν είναι δυνατή η στάθμιση, ιδίως λόγω του αντικειμένου της σύμβασης.» «Άρθρο 54 Κριτήρια ανάθεσης των συμβάσεων 1. ... 2. Στην προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 στοιχείο α) περίπτωση, ο αναθέτων φορέας υποδεικνύει το σχετικό βάρος που προσδίδει σε καθένα από τα επιλεγέντα κριτήρια για τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς. Η στάθμιση αυτή μπορεί να εκφράζεται με την πρόβλεψη μιας ψαλίδας με κατάλληλο εύρος. Εάν, σε έκτακτες περιπτώσεις, η στάθμιση δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί ιδίως σε σχέση με το αντικείμενο της σύμβασης, ο αναθέτων φορέας αναφέρει τη σειρά σπουδαιότητας που προσδίδεται στην εφαρμογή των κριτηρίων. Αυτή η σχετική στάθμιση ή σειρά σπουδαιότητας αναφέρονται στην προκήρυξη που χρησιμοποιείται ως μέσο προκήρυξης διαγωνισμού, στην πρόσκληση επιβεβαίωσης ενδιαφέροντος που αναφέρει το άρθρο 46 παράγραφος 3, στην πρόσκληση υποβολής προσφοράς ή συμμετοχής σε διαπραγματεύσεις, ή στη συγγραφή υποχρεώσεων.» * Η τροπολογία 75 διευκρινίζει ότι η υποχρέωση του αγοραστή να διαφυλάσσει την εμπιστευτικότητα και την ακεραιότητα των δεδομένων που του υποβάλλονται καλύπτει όλο το λειτουργικό κύκλο της διαδικασίας: αποθήκευση, επεξεργασία και διατήρηση. Οι προτεινόμενες διευκρινίσεις ενσωματώνονται στις συναφείς διατάξεις του κειμένου μετά από αναδιατύπωση, ώστε να ληφθούν υπόψη οι απαιτήσεις των διαφόρων ειδών ηλεκτρονικής υποβολής. Η Επιτροπή ενσωματώνει την τροπολογία ως εξής: «Άρθρο 62 Μέσα επικοινωνίας 1. Σε κάθε επικοινωνία σχετικά με διαγωνισμούς εφαρμόζεται το άρθρο 47, παράγραφοι 1, 2 και 4. 2. Οι κοινοποιήσεις, οι ανταλλαγές και η αποθήκευση πληροφοριών πραγματοποιούνται κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ότι δεν θίγεται η ακεραιότητα και η εμπιστευτικότητα του συνόλου των πληροφοριών που διαβιβάζονται από τους συμμετέχοντες σε διαγωνισμούς και ότι η κριτική επιτροπή λαμβάνει γνώση του περιεχομένου των μελετών και σχεδίων μόνο μετά την εκπνοή της προθεσμίας που προβλέπεται για την υποβολή τους. 3. Εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες για τα συστήματα ηλεκτρονικής παραλαβής των μελετών και των σχεδίων: α) οι πληροφορίες σχετικά με τις αναγκαίες προδιαγραφές για την παρουσίαση των μελετών και σχεδίων με ηλεκτρονικό τρόπο, καθώς και για την κρυπτογράφηση, πρέπει να τίθενται στη διάθεση των ενδιαφερομένων. Επί πλέον, τα συστήματα ηλεκτρονικής παραλαβής των μελετών και σχεδίων πρέπει να είναι σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παραρτήματος ΧΧΙΙ. β) τα κράτη μέλη μπορούν να καθιερώνουν ή να διατηρούν μηχανισμούς εθελοντικής πιστοποίησης με σκοπό τη βελτίωση του επιπέδου των υπηρεσιών πιστοποίησης που παρέχονται για αυτά τα συστήματα.» * Η τροπολογία 76, η οποία αφορά μια συγκεκριμένη γερμανική κατάσταση, επιδιώκει την εισαγωγή ενός νομικού τεκμηρίου ελεύθερης πρόσβασης σε δραστηριότητες εξερεύνησης και εξόρυξης άνθρακα ή άλλων στερεών καυσίμων στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος θα εφάρμοζε προαιρετικά στον τομέα του άνθρακα μια οδηγία (94/22/ΕΚ) σχετικά με τις άδειες στον τομέα των υδρογονανθράκων [15]. Η τροπολογία αυτή συνδέεται με το γενικό μηχανισμό εξαίρεσης που προβλέπεται στο άρθρο 29. [15] Οδηγία 94/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, για τους όρους χορήγησης και χρήσης των αδειών αναζήτησης, εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων, ΕΕ L 164 της 30.06.1994, σ. 0003. Η εισαγωγή ενός νομικού τεκμηρίου που συνδέεται με την προαιρετική εφαρμογή μιας κοινοτικής οδηγίας πέραν του δικού της πεδίου εφαρμογής δημιουργεί σοβαρά προβλήματα ασφάλειας δικαίου και δεν λαμβάνει υπόψη τις διαφορές μεταξύ του τομέα των υδρογονανθράκων και του τομέα του άνθρακα και των άλλων στερεών καυσίμων. Μια τέτοια προαιρετική εφαρμογή δεν μπορεί ωστόσο να αγνοηθεί. Επομένως, η Επιτροπή ενσωματώνει την τροπολογία 76 στην αιτιολογική σκέψη 13, τροποποιημένη ως εξής: Αιτιολογική σκέψη: «(13) Η απευθείας έκθεση στον ανταγωνισμό πρέπει να αξιολογείται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων που να λαμβάνουν υπόψη τους τα ειδικά χαρακτηριστικά του αντίστοιχου τομέα. Η εφαρμογή της προσήκουσας κοινοτικής νομοθεσίας για την ελευθέρωση ενός συγκεκριμένου τομέα ή ενός μέρους του θεωρείται επαρκές τεκμήριο ελεύθερης πρόσβασης στην εν λόγω αγορά. Η προαναφερόμενη προσήκουσα νομοθεσία πρέπει να επισημαίνεται σε παράρτημα το οποίο μπορεί να ενημερώνει με νέα στοιχεία η Επιτροπή. Όταν η πρόσβαση σε μια συγκεκριμένη αγορά δεν έχει απελευθερωθεί με κοινοτική νομοθεσία, τα κράτη μέλη οφείλουν να καταδείξουν ότι η εν λόγω πρόσβαση είναι ελεύθερη εκ του νόμου και εκ των πραγμάτων. Η προαιρετική εφαρμογή, στο εθνικό δίκαιο, μιας οδηγίας που απελευθερώνει έναν συγκεκριμένο τομέα σ' έναν άλλο τομέα αποτελεί ένα γεγονός το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη για τους σκοπούς του άρθρου 29.» * Οι τροπολογίες 78, 79 και 80 επιβάλλουν, αντίστοιχα, για τις ανοικτές διαδικασίες, τις κλειστές διαδικασίες και τις διαδικασίες με διαπραγμάτευση για τις οποίες δημοσιεύεται προκήρυξη διαγωνισμού, στους αναθέτοντες φορείς να αναφέρουν στις προκηρύξεις αυτές την επωνυμία και διεύθυνση των αρμόδιων οργάνων για τις διαδικασίες προσφυγής σχετικά με την ανάθεση των δημόσιων συμβάσεων. Μια αυξημένη διαφάνεια είναι επιθυμητή στον τομέα αυτό. Η Επιτροπή ενσωματώνει επομένως τις τροπολογίες 78, 79 και 80 ως εξής: «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XII ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΜΦΑΙΝΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΠΡΟΚΗΡΥΞΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ Α ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ... 19α. Επωνυμία και διεύθυνση του αρμόδιου οργάνου για τις διαδικασίες προσφυγής και, κατά περίπτωση, διαμεσολάβησης. Διευκρινίσεις όσον αφορά τις προθεσμίες υποβολής των προσφυγών. ... B. ΚΛΕΙΣΤΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ... 17α. Επωνυμία και διεύθυνση του αρμόδιου οργάνου για τις διαδικασίες προσφυγής και, κατά περίπτωση, διαμεσολάβησης. Διευκρινίσεις όσον αφορά τις προθεσμίες υποβολής των προσφυγών. ... Γ. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΜΕ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ... 18α. Επωνυμία και διεύθυνση του αρμόδιου οργάνου για τις διαδικασίες προσφυγής και, κατά περίπτωση, διαμεσολάβησης. Διευκρινίσεις όσον αφορά τις προθεσμίες υποβολής των προσφυγών. ...". * Οι τροπολογίες 81 και 82 αφορούν τις συμβάσεις για τις οποίες ο διαγωνισμός δημοσιεύεται αντίστοιχα με προκήρυξη για την ύπαρξη συστήματος προεπιλογής και με περιοδική ενδεικτική προκήρυξη και επιβάλλουν στους αναθέτοντες φορείς να αναφέρουν στις προκηρύξεις αυτές την επωνυμία και διεύθυνση των αρμόδιων οργάνων για τις διαδικασίες προσφυγής σχετικά με την ανάθεση των δημόσιων συμβάσεων. Όσον αφορά τις περιοδικές ενδεικτικές προκηρύξεις, θα πρέπει ωστόσο η νέα αυτή υποχρέωση διαφάνειας να περιοριστεί στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η περιοδική ενδεικτική προκήρυξη χρησιμοποιείται ως μέσο προκήρυξης διαγωνισμού ή επιτρέπει τη μείωση της προθεσμίας παραλαβής υποψηφιοτήτων ή προσφορών. Όταν η προκήρυξη δεν πληροί τους όρους αυτούς, δεν αποδεικνύεται η προστιθέμενη αξία της υποχρέωσης παροχής πληροφοριών σχετικά με τις διαδικασίες προσφυγής. Όσον αφορά την τροπολογία 83, εισαγάγει την ίδια υποχρέωση στις περιπτώσεις ανακοινώσεων για τις συναφθείσες συμβάσεις. Μια αυξημένη διαφάνεια είναι επιθυμητή στον τομέα αυτό. Η Επιτροπή ενσωματώνει επομένως τις τροπολογίες 81, 82 και 83 ως εξής: «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIII ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΡΟΕΠΙΛΟΓΗΣ ... 6α. Επωνυμία και διεύθυνση του αρμόδιου οργάνου για τις διαδικασίες προσφυγής και, κατά περίπτωση, διαμεσολάβησης. Διευκρινίσεις όσον αφορά τις προθεσμίες υποβολής των προσφυγών. ..." "ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIV ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΕΣ ΠΡΟΚΗΡΥΞΕΙΣ Ι. ΓΕΝΙΚΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ... ΙΙ. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΟΝΤΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ ΟΤΑΝ Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΩΣ ΜΕΣΟ ΠΡΟΚΗΡΥΞΗΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ Ή ΟΤΑΝ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΕΙ ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΩΝ Ή ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ ... 14α. Επωνυμία και διεύθυνση του αρμόδιου οργάνου για τις διαδικασίες προσφυγής και, κατά περίπτωση, διαμεσολάβησης. Διευκρινίσεις όσον αφορά τις προθεσμίες υποβολής των προσφυγών. ...« "ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XV ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΝΑΦΘΕΙΣΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ Ι. Πληροφορίες προς δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [16] [16] Τα στοιχεία των σημείων 6, 9 και 11 θεωρούνται μη δημοσιεύσιμα εφόσον ο αναθέτων φορέας κρίνει ότι η δημοσίευσή τους θίγει ευαίσθητο εμπορικό συμφέρον. ... 11α. Επωνυμία και διεύθυνση του αρμόδιου οργάνου για τις διαδικασίες προσφυγής και, κατά περίπτωση, διαμεσολάβησης. Διευκρινίσεις όσον αφορά τις προθεσμίες υποβολής των προσφυγών. 12. Προαιρετικές πληροφορίες: ... » Οι τροπολογίες 85 και 86 επιβάλλουν, αντίστοιχα, για τις προκηρύξεις διαγωνισμών και τις ανακοινώσεις σχετικά με τα αποτελέσματα των διαγωνισμών, στους αναθέτοντες φορείς να αναφέρουν στις προκηρύξεις αυτές την επωνυμία και διεύθυνση των αρμόδιων οργάνων για τις διαδικασίες προσφυγής σχετικά με την ανάθεση των δημόσιων συμβάσεων. Μια αυξημένη διαφάνεια είναι επιθυμητή στον τομέα αυτό. Η Επιτροπή ενσωματώνει επομένως τις τροπολογίες 85 και 86 ως εξής: «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XVII ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΠΡΟΚΗΡΥΞΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ... 13α. Επωνυμία και διεύθυνση του αρμόδιου οργάνου για τις διαδικασίες προσφυγής και, κατά περίπτωση, διαμεσολάβησης. Διευκρινίσεις όσον αφορά τις προθεσμίες υποβολής των προσφυγών. ..." «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XVIII ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΜΕΛΕΤΩΝ ... 8α. Επωνυμία και διεύθυνση του αρμόδιου οργάνου για τις διαδικασίες προσφυγής και, κατά περίπτωση, διαμεσολάβησης. Διευκρινίσεις όσον αφορά τις προθεσμίες υποβολής των προσφυγών. ...» *** 3.3. Τροπολογίες που δεν έγιναν δεκτές από την Επιτροπή (τροπολογίες 1, 5, 6, 123, 124, 10, 11, 106, 14, 19, 23, 25, 28, 31, 32, 91-98, 100, 120, 45, 48, 49, 50, 103, 52, 54, 55, 58, 61, 62, 125, 71, 73, 74, 77, 84 και 88) Η τροπολογία 1 αποσκοπεί να συμπεριληφθεί η εξασφάλιση «υψηλού επιπέδου αξιόπιστων υπηρεσιών κοινού συμφέροντος σε προσιτές τιμές» μεταξύ των στόχων που επιδιώκει η οδηγία. Η τροπολογία αυτή δεν είναι αποδεκτή, διότι η οδηγία επιδιώκει απλώς να συντονίσει τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων και όχι το επίπεδο των υπηρεσιών κοινής ωφελείας που παρέχονται στα διάφορα κράτη μέλη. Η τροπολογία 5 τροποποιεί την αιτιολογική σκέψη 8 προσθέτοντας ότι «Η ρύθμιση, μέσω της παρούσας οδηγίας, των τομέων του ύδατος, της ενέργειας και των μεταφορών δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι φορείς που παρέχουν υπηρεσίες στους τομείς αυτούς είναι σε ορισμένες περιπτώσεις δημόσιοι και σε άλλες ιδιωτικοί.». Είναι αναμφισβήτητο ότι οι δραστηριότητες που καλύπτονται από την οδηγία ασκούνται τόσο από δημόσιους όσο και από ιδιωτικούς φορείς. Ωστόσο, ο περιορισμός του λόγου ύπαρξης μιας νομοθεσίας περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων, στην εφαρμογή της σε όλους φορείς, ανεξάρτητα από το νομικό τους καθεστώς, είναι απαράδεκτος. Πράγματι, οι λόγοι για τη ρύθμιση των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς αυτούς συνδέονται με την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς σε τομείς που χαρακτηρίζονται από μια δραστηριότητα την οποία ασκούν φορείς τόσο δημόσιοι όσο και ιδιωτικοί μέσω ενός δικτύου, συχνά με μονοπωλιακές ή ολιγοπωλιακές καταστάσεις, όπου ενδέχεται να εξακολουθούν να υπάρχουν εμπόδια στην ομαλή λειτουργία αυτής της ενιαίας αγοράς. Το γεγονός ότι οι φορείς που δραστηριοποιούνται σ' αυτούς τους τομείς είναι τόσο δημόσιοι όσο και ιδιωτικοί δεν δικαιολογεί από μόνο του την εισαγωγή της ρύθμισης, αλλά συνεπάγεται ότι το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας πρέπει να οριστεί διαφορετικά και όχι με απλή αναφορά στο νομικό καθεστώς των φορέων. Η τροπολογία 6 επιδιώκει την αιτιολόγηση της επέκτασης, στις συμβάσεις προμηθειών και έργων, της εξαίρεσης που προβλέπεται στο άρθρο 26 (συνδεδεμένη επιχείρηση), όπως τροποποιήθηκε. Μια τέτοια επέκταση δεν είναι αποδεκτή για τους λόγους που εκτίθενται παραπάνω σε σχέση με τις τροπολογίες 26 και 27. Οι τροπολογίες 123 και 124 αποσκοπούν στην αλλαγή του όρου «συμφωνία-πλαίσιο», που υπάρχει στο ισχύον δίκαιο, σε «σύμβαση-πλαίσιο» [17], αντίστοιχα, στους ορισμούς του άρθρου 1 και του άρθρου 13 που διέπει τη χρήση. Οι τροπολογίες αυτές δεν είναι αποδεκτές. αφενός, θα δημιουργούσαν, χωρίς καμία αιτιολόγηση, σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις (πράγματι, ένας ορισμός για τις συμφωνίες-πλαίσια που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σ' αυτόν της σημερινής οδηγίας για τους τομείς θα συμπεριληφθεί στην κλασική οδηγία) και, αφετέρου, θα στερούσαν από τους αναθέτοντες φορείς ένα ευέλικτο και χρήσιμο εργαλείο. [17] Σύμφωνα με την πρωτότυπη έκδοση (DE) και 8 άλλες γλωσσικές εκδόσεις. Η ιταλική έκδοση αντίθετα παραμένει αμετάβλητη. Η φινλανδική γλώσσα δεν επιτρέπει κατά τα φαινόμενα τη διάκριση μεταξύ των δύο εννοιών. Η τροπολογία 10 ρυθμίζει συγκεκριμένα τις συμβάσεις-πλαίσια [18] στον τομέα των υπηρεσιών μετάφρασης και διερμηνείας. [18] Σημειώνεται ωστόσο ότι η πρωτότυπη έκδοση (IT) αναφέρεται σε συμφωνίες-πλαίσια - 9 άλλες γλωσσικές εκδόσεις σε συμβάσεις-πλαίσια. Η φινλανδική γλώσσα δεν επιτρέπει κατά τα φαινόμενα τη διάκριση μεταξύ των δύο εννοιών. Η τροπολογία αυτή επίσης δεν είναι αποδεκτή - αφενός, οι αναθέτοντες φορείς στους οποίους πρόκειται να χορηγηθούν υπηρεσίες μετάφρασης και διερμηνείας ενδέχεται να χρειάζονται την ίδια ευελιξία με άλλους αναθέτοντες φορείς και, αφετέρου, δεν υπάρχει κανένας λόγος να υπόκειται η σύναψη συμβάσεων ή συμφωνιών-πλαισίων που έχουν ως αντικείμενο αυτήν την κατηγορία υπηρεσιών που υπάγεται στο παράρτημα XVIB, σε άλλους λεπτομερείς διαδικαστικούς κανόνες από αυτούς που εφαρμόζονται σε άλλες υπηρεσίες του ίδιου παραρτήματος. Η τροπολογία 11, με σκοπό να καταστήσει υποχρεωτική την απονομή βραβείων στους συμμετέχοντες σε διαγωνισμούς μελετών, τροποποιεί τον ορισμό του «διαγωνισμού μελετών» περιορίζοντάς τον αποκλειστικά στους διαγωνισμούς μελετών με απονομή βραβείων. Η αρχή του να καταστεί υποχρεωτική η απονομή βραβείων στους συμμετέχοντες μπορεί να δικαιολογηθεί όταν ο διαγωνισμός μελετών αφορά σχέδια τα οποία συνεπάγονται πραγματικά έξοδα, όπως οι διαγωνισμοί μελετών που διοργανώνονται για την εκτέλεση ενός έργου, ενός πολεοδομικού ή χωροταξικού σχεδίου. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι οι διαγωνισμοί μελετών μπορούν να διοργανωθούν σε άλλους τομείς όπου δεν δικαιολογείται αυτή η υποχρεωτική απονομή βραβείου. Επιπλέον, ο ορισμός που προτείνει η τροπολογία, που επιβάλλει την προσφυγή μόνο στους διαγωνισμούς μελετών με απονομή βραβείων, δεν φαίνεται κατάλληλος για την επίτευξη του στόχου αυτού. Πράγματι, ένας τέτοιος ορισμός δεν θα εμπόδιζε τη διοργάνωση διαγωνισμών μελετών χωρίς βραβεία, αλλά θα απέκλειε τους εν λόγω διαγωνισμούς από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Η τροπολογία 106, με σκοπό να αυξήσει την ασφάλεια δικαίου έναντι των κοινών υπηρεσιών αγορών (κεντρικοί οργανισμοί αγορών) που έχουν ήδη δημιουργήσει πολλά κράτη μέλη, συμπεριλαμβάνει τους «κεντρικούς οργανισμούς αγορών» μεταξύ των δημόσιων αρχών. Προς το σκοπό αυτό, η τροπολογία, αφενός, ενσωματώνει μια ρητή αναφορά σ' αυτούς τους κεντρικούς οργανισμούς αγορών και, αφετέρου, τροποποιεί το δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, δηλαδή το πρώτο σωρευτικό κριτήριο που ορίζει την έννοια του οργανισμού δημοσίου δικαίου διαγράφοντας τις λέξεις «που δεν εμπίπτουν στο βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα». Η τροπολογία είναι απρόσφορη για διάφορους λόγους: - η τροποποίηση του ορισμού των «οργανισμών δημοσίου δικαίου» θα δημιουργούσε αδικαιολόγητη αντίφαση μεταξύ των δύο οδηγιών δεδομένου ότι η ψηφοφορία κατά τμήματα για τις τροπολογίες 126 και 172 στην κλασική οδηγία κατέληξε στην απόρριψη αυτής της τροποποίησης της έννοιας του οργανισμού δημοσίου δικαίου. Αυτό το τμήμα της τροπολογίας θα δημιουργούσε ακόμη πολύ μεγάλη ανασφάλεια δικαίου στην οριοθέτηση των «δημόσιων αρχών», συμπεριλαμβανομένων κυρίως των οργανισμών δημοσίου δικαίου και των «δημόσιων επιχειρήσεων». Αυτή η ανασφάλεια δικαίου θα ήταν ακόμη πιο σημαντική δεδομένου ότι ορισμένοι κανόνες εφαρμόζονται στις «δημόσιες αρχές» και όχι στις «δημόσιες επιχειρήσεις» και αντίστροφα. - η συμπερίληψη των κεντρικών οργανισμών αγορών μεταξύ των αναθετουσών αρχών δεν συνοδεύεται από κανένα νομικό αποτέλεσμα, δεδομένης της πλήρους έλλειψης διατάξεων κατάλληλης πλαισίωσης των σχέσεων μεταξύ των αναθετόντων φορέων και των κεντρικών οργανισμών αγορών. - οι κεντρικοί οργανισμοί αγορών, των οποίων έχει γνώση σήμερα η Επιτροπή, δεν ασκούν καμία από τις δραστηριότητες που καλύπτει η παρούσα οδηγία και επομένως δεν υπόκεινται στους κανόνες της. - εκτός από την τροπολογία αυτή, της οποίας η αιτιολόγηση δείχνει ότι αφορά μάλλον καταστάσεις που διέπονται από την κλασική οδηγία, ούτε οι συζητήσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ούτε αυτές στο Συμβούλιο δεν έδειξαν κάποια πραγματική ανάγκη ειδικών σχετικών κανόνων στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας. Η τροπολογία 14 απορρίπτει τις τροποποιήσεις του ορισμού των αποκλειστικών και ειδικών δικαιωμάτων που προτείνονται από την Επιτροπή και επομένως έχει ως αποτέλεσμα την επιστροφή στο ισχύον δίκαιο. Η τροποποίηση του ορισμού των αποκλειστικών και ειδικών δικαιωμάτων είναι επιθυμητή, αφενός, για να εναρμονιστεί περισσότερο με άλλους ορισμούς της ίδιας έννοιας σε άλλες κοινοτικές νομοθετικές διατάξεις (ιδίως ορισμένες οδηγίες για τις τηλεπικοινωνίες και η οδηγία «διαφάνεια» [19]) και, αφετέρου, διότι η εμπειρία έχει δείξει ότι ο σημερινός ορισμός είναι πολύ ευρύς. Η επιστροφή στο ισχύον δίκαιο σ' αυτό το σημείο δεν είναι επομένως σκόπιμη για την Επιτροπή. [19] Οδηγία 2000/52/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 2000, για την τροποποίηση της οδηγίας 80/723/ΕΟΚ περί της διαφάνειας των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημόσιων επιχειρήσεων Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 193 της 29/07/2000 σ. 0075 - 0078. Η τροπολογία 19 επιδιώκει να εισαγάγει στο διατακτικό μια νέα διάταξη η οποία υπογραμμίζει ότι τίποτε στην οδηγία αυτή δεν εμποδίζει οποιονδήποτε αναθέτοντα φορέα να λαμβάνει ή να εφαρμόζει μέτρα αναγκαία για την προστασία απαιτήσεων γενικού συμφέροντος: δημόσια τάξη, ηθική, ασφάλεια και υγεία, ζωή των ανθρώπων, των ζώων και των φυτών. Η τροπολογία αυτή, της οποίας το περιεχόμενο είναι ουσιαστικά ίδιο με αυτό που προτείνεται στην τροπολογία 111, είναι περιττή δεδομένου ότι η Επιτροπή δέχτηκε την τελευταία αυτή τροπολογία. Η τροπολογία 23 επιδιώκει να εισαγάγει τη δυνατότητα για την Επιτροπή να ζητεί από τα κράτη μέλη πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή της εξαίρεσης που προβλέπεται στο άρθρο 22 σε περίπτωση συμβάσεων οι οποίες κηρύσσονται απόρρητες. Η τροπολογία είναι περιττή και επιπλέον επιτρέπει τη συναγωγή αντίθετων συμπερασμάτων σχετικά με όλες τις διατάξεις στις οποίες δεν αναφέρεται αυτή η δυνατότητα και θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση τη δυνατότητα της Επιτροπής να απευθύνει ερωτήσεις στα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 10 ή του άρθρου 226 της συνθήκης. Η τροπολογία 25 επεκτείνει στις συμβάσεις προμηθειών και έργων μια εξαίρεση η οποία αφορά μόνο τις συμβάσεις υπηρεσιών. Η επέκταση αυτή της εξαίρεσης που προβλέπεται στο άρθρο 25 είναι απαράδεκτη, επειδή θα έθετε υπό αμφισβήτηση, χωρίς κατάλληλη αιτιολόγηση, το κοινοτικό κεκτημένο, αποκλείοντας από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας συμβάσεις οι οποίες υπόκεινται σήμερα στο πεδίο εφαρμογής της. Η τροπολογία 28, η οποία τροποποιεί την παράγραφο 3, στοιχείο β) του άρθρου 26, είναι άμεση συνέπεια της επέκτασης, που προτείνεται με τις τροπολογίες 26 και 27 στις συμβάσεις προμηθειών και έργων, της εξαίρεσης η οποία προβλέπεται μόνο για τις υπηρεσίες στο άρθρο 26, παράγραφος 1. Δεδομένου ότι αυτό το μέρος των τροπολογιών 26 και 27 δεν γίνεται δεκτό από την Επιτροπή, δεν γίνεται δεκτή και η τροπολογία 28. Η τροπολογία 31 τροποποιεί το γενικό μηχανισμό εξαίρεσης που προβλέπεται στο άρθρο 29 αντικαθιστώντας τους ουσιαστικούς όρους για την εξαίρεση με το μοναδικό όρο ότι η πρόσβαση στη δραστηριότητα αυτή δεν είναι περιορισμένη και προσθέτει ότι η αυτή η ελεύθερη πρόσβαση θεωρείται νόμιμα ότι δεν είναι περιορισμένη σε περίπτωση μεταφοράς της κοινοτικής νομοθεσίας για την απελευθέρωση της εν λόγω δραστηριότητας. Επιπλέον, η τροπολογία θα καταργούσε τη δυνατότητα της Επιτροπής να διαπιστώσει με απόφαση κατά πόσον μια δραστηριότητα έχει απελευθερωθεί, με αποτέλεσμα να καταστήσει την εφαρμογή των κανόνων για τις δημόσιες συμβάσεις περιττή. Η τροπολογία δεν είναι αποδεκτή για την Επιτροπή, αφενός λόγω πλήρους έλλειψης ασφάλειας δικαίου, τόσο για τους ενδιαφερόμενους αναθέτοντες φορείς - ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωποι με πληθώρα διαφορών ύστερα από απόφαση να μην εφαρμόζουν ή, κυρίως, να μην εφαρμόζουν πλέον τους κανόνες για τις δημόσιες συμβάσεις - όσο και για τους οικονομικούς φορείς οι οποίοι δεν θα αναγνωρίζουν πλέον το νομικό πλαίσιο που διέπει τις σχέσεις τους με τους αναθέτοντες φορείς. Επιπλέον, ενδέχεται να επακολουθήσουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού σε περίπτωση διαφορετικής εκτίμησης - για παράδειγμα, ανάλογα με το αν πραγματοποιείται από τους εγκατεστημένους φορείς ή τις νεοεισερχόμενες επιχειρήσεις στον τομέα - της κατάστασης απελευθέρωσης ενός συγκεκριμένου τομέα, ιδίως στην περίπτωση μιας δραστηριότητας που δεν αποτελεί αντικείμενο κοινοτικής νομοθεσίας απελευθέρωσης. Αφετέρου, η τροπολογία αυτή δεν είναι αποδεκτή διότι καταργεί τον όρο σύμφωνα με τον οποίο η ελεύθερη πρόσβαση πρέπει να παράγει τα αποτελέσματά της όταν η δραστηριότητα είναι απόλυτα εκτεθειμένη στον ανταγωνισμό. Πράγματι, δεν είναι ασυνήθιστο, ιδίως όταν πρόκειται για υπηρεσίες που παρέχονται μέσω δικτύων, να υπάρχει διαφορά μεταξύ της θέσπισης νομοθεσίας απελευθέρωσης και της χρονικής στιγμής που αρχίζει να εφαρμόζεται. Μπορούν επίσης να προβλεφθούν περιπτώσεις όπου οι εγκατεστημένοι φορείς απολαμβάνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα πλεονεκτήματα τέτοια ώστε η είσοδος άλλων φορέων στην αγορά να είναι καθαρά θεωρητική για μεγάλη περίοδο. Η τροπολογία 32 μετατρέπει σε υποχρέωση τη δυνατότητα, που προβλέπεται στο άρθρο 33 της αρχικής πρότασης της Επιτροπής και περιλαμβάνεται στο ισχύον δίκαιο, για τους αναθέτοντες φορείς να απαιτούν από τους προσφέροντες πληροφορίες σχετικά με τις προβλεπόμενες υπεργολαβίες. Καθιστά επίσης υποχρεωτική την επιβολή όρων σχετικά με τις διατάξεις περί προστασίας και συνθηκών εργασίας. Η τροπολογία προσθέτει ακόμη όρους περί προστασίας του περιβάλλοντος στη διάταξη αυτή. Όσον αφορά την πρώτη πτυχή, βλέπε σχόλια σχετικά με τη δεύτερη πτυχή της τροπολογίας 120 παρακάτω. Όσον αφορά το δεύτερο μέρος της τροπολογίας, είναι περιττό δεδομένου ότι η δυνατότητα επιβολής όρων περί προστασίας του περιβάλλοντος έχει επεξηγηθεί σε άλλο σημείο της πρότασης (βλέπε σχόλια για τις τροπολογίες 3 και 33), ενώ η υποχρέωση τήρησης της κοινωνικής νομοθεσίας υπενθυμίζεται στη νέα αιτιολογική σκέψη 32α, που αναφέρεται στα σχόλια σχετικά με την τροπολογία 56. Υπό τους όρους αυτούς, η υποχρέωση επιβολής όρων πέραν των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη νομοθεσία ή τις εφαρμοστέες συλλογικές συμβάσεις δεν ενδείκνυται. Οι τροπολογίες 91-98 προσθέτουν ειδικότερα τα οικολογικά σήματα και τα συστήματα περιβαλλοντικής διαχείρισης στα μέσα που μπορούν να χρησιμεύσουν ως τεχνικά πλαίσια αναφοράς για τον καθορισμό των τεχνικών προδιαγραφών. Ακόμη, εισάγουν μια προτίμηση για τα ευρωπαϊκά οικολογικά σήματα. Η προτίμηση στα ευρωπαϊκά οικολογικά σήματα δεν ενδείκνυται, δεδομένου ότι τα σήματα αυτά δεν αντικαθιστούν τα εθνικά ή πολυ-εθνικά σήματα. Η αναφορά στα συστήματα περιβαλλοντικής διαχείρισης δεν ενδείκνυται διότι δεν πρόκειται για μια τεχνική προδιαγραφή που χαρακτηρίζει ένα προϊόν ή μια υπηρεσία. Αντίθετα, όταν ένας αναθέτων φορέας καθορίζει μια περιβαλλοντική επίδοση, μπορεί να χρησιμοποιήσει κριτήρια που περιέχονται σε ευρωπαϊκά ή εθνικά οικολογικά σήματα ή σε οποιοδήποτε άλλο οικολογικό σήμα, εφόσον έχει εκπονηθεί από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και είναι διαθέσιμο (βλέπε παραπάνω - ενσωμάτωση των τροπολογιών 35, 36, 38, 40, 95, 99 και 118). Η τροπολογία 100 αφορά τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους οι οικονομικοί φορείς για να αποδείξουν κατά τρόπο που ικανοποιεί τον αναθέτοντα φορέα την ισοδυναμία των προτεινόμενων τεχνικών λύσεων. Καταργεί κάθε ρητή αναφορά σε άλλα αποδεικτικά μέσα εκτός από την έκθεση δοκιμών που έχει συντάξει αμερόληπτος τρίτος οργανισμός - εκθέσεις των οποίων η κατάρτιση μπορεί να αποδειχθεί δαπανηρή. Αν και η τροπολογία είναι διφορούμενη ως προς το ότι αναφέρει πως μια έκθεση «μπορεί» να συνιστά κατάλληλο μέσο, αφήνει σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσον γίνονται δεκτά άλλα μέσα όπως ένας τεχνικός φάκελος του κατασκευαστή. Η τροπολογία, επομένως, αν επιδιώκει πράγματι να αποκλείσει άλλα αποδεικτικά μέσα, αντίκειται στο στόχο αποσαφήνισης στον οποίο βασίζεται η πρόταση η Επιτροπής. * Η τροπολογία 120 αποσκοπεί: 1) να εξασφαλίσει ότι ο αναθέτων φορέας δεν επιβάλλει «ποσοτικούς περιορισμούς στην άσκηση, εκ μέρους των επιχειρήσεων, της ελευθερίας οργάνωσης των δικών τους συντελεστών παραγωγής». 2) να υποχρεώσει τον αναθέτοντα φορέα να ζητεί από τον προσφέροντα να προσδιορίσει το τμήμα της σύμβασης που προτίθεται να αναθέσει υπό μορφή υπεργολαβίας σε τρίτους καθώς και τους υπεργολάβους στους οποίους θα το αναθέσει. 3) να υποχρεώσει την αναθέτοντα φορέα να απαγορεύει την υπεργολαβία στις επιχειρήσεις που εμπίπτουν σε μία από τις υποθετικές περιπτώσεις που περιγράφονται στο άρθρο 46 της κλασικής οδηγίας «ή/και σε εκείνες που δεν ικανοποιούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 47, 48 και 49». 4) να απαγορεύσει την ανάθεση υπό μορφή υπεργολαβίας «των πνευματικών υπηρεσιών, με εξαίρεση τις υπηρεσίες μετάφρασης και διερμηνείας, καθώς και τις υπηρεσίες διαχείρισης και τις παρεμφερείς υπηρεσίες». Η Επιτροπή δεν μπορεί να αποδεχτεί την τροπολογία αυτή για τους ακόλουθους λόγους: 1) εάν ένας οικονομικός φορέας μπορεί να αποδείξει ότι διαθέτει πράγματι τις ικανότητες άλλων φορέων, παραδείγματος χάριν, για μια σύμβασης υπεργολαβίας, έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τη νομολογία, να επικαλεστεί τις εν λόγω ικανότητες για την επιλογή. Απεναντίας, τίποτα στο ισχύον δίκαιο δεν εμποδίζει έναν αναθέτοντα φορέα να απαγορεύσει την (μεταγενέστερη) ανάθεση με υπεργολαβία στο στάδιο της εκτέλεσης της σύμβασης. 2) μέσω της υποχρέωσης αυτής, οι προσφέροντες θα ήταν υποχρεωμένοι να παγιώνουν στην προσφορά τους τόσο το τμήμα που πρόκειται να ανατεθεί με υπεργολαβία όσο και την επιλογή των υπεργολάβων. Η επιβολή της σε κοινοτικό επίπεδο φαίνεται υπερβολική, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο ανάδοχος της σύμβασης φέρει πάντα την ευθύνη της εκτέλεσής της. Λαμβανομένης υπόψη της αρχής της επικουρικότητας, εναπόκειται στα κράτη μέλη να προβλέψουν, ενδεχομένως, την υποχρέωση να ζητούνται τα στοιχεία των υπεργολάβων. 3) Όσον αφορά τις συμβάσεις που συνάπτουν αναθέτοντες φορείς που είναι δημόσιες αρχές, η δυνατότητα αποκλεισμού υπεργολάβων φαίνεται εύλογη όταν πρόκειται για επιχειρήσεις/πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί για ορισμένα αδικήματα (οργανωμένο έγκλημα/δωροδοκία/απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, βλ. άρθρο 46, παράγραφος 1) ή για άλλες υποθετικές περιπτώσεις (μη τήρηση του εργατικού δικαίου, βλ. παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου). δημιουργεί ωστόσο δυσκολίες εφαρμογής. Πράγματι, η εν λόγω δυνατότητα συνεπάγεται τη γνώση (βλ. σημείο 2) και τον εκ των προτέρων έλεγχο των υπεργολάβων, πράγμα το οποίο θα παρέτεινε υπερβολικά τις διαδικασίες ανάθεσης. Εντούτοις, θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας (υποχρέωση που επιβάλλεται ενδεχομένως από τα κράτη μέλη). Όσον αφορά τις συμβάσεις που συνάπτουν αναθέτοντες φορείς άλλοι από τις δημόσιες αρχές, εκτός από τα προβλήματα που θίγονται στα σχόλια σχετικά με τις τροπολογίες 57 και 109 παραπάνω αναφορικά με την υποχρεωτική εφαρμογή των υποχρεωτικών κριτηρίων αποκλεισμού που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 του άρθρου 46 της κλασικής οδηγίας, η εφαρμογή μιας τέτοιας υποχρέωσης στους υπεργολάβους αποδεικνύεται αδύνατη. Μια ενδεχόμενη υποχρέωση αποκλεισμού των υπεργολάβων σε άλλες περιπτώσεις (μη τήρηση του εργατικού δικαίου, βλ. παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου) θα μπορούσε να προβλεφθεί σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας (υποχρέωση που επιβάλλεται ενδεχομένως από τα κράτη μέλη), αλλά θα δημιουργούσε τις ίδιες δυσκολίες όπως και στην περίπτωση που ο αναθέτων φορέας είναι δημόσια αρχή. Όσον αφορά τις πτυχές του σημείου 3) σχετικά με τις χρηματοοικονομικές, τεχνικές και επαγγελματικές ικανότητες που αναφέρονται στα άρθρα 48 και 49 της κλασικής οδηγίας, αυτό θα σήμαινε ότι οι υπεργολάβοι θα πρέπει να έχουν την ίδια ικανότητα με τον κύριο ανάδοχο, αποκλείοντας έτσι τις ΜΜΕ αδικαιολόγητα. Οι πτυχές αυτές δεν μπορούν, επομένως, να ληφθούν υπόψη, αφού άλλωστε οι αναθέτοντες φορείς δεν έχουν καμιά υποχρέωση να συμπεριλάβουν τέτοια κριτήρια στους κανόνες και τα κριτήρια που εφαρμόζονται για την επιλογή των κύριων ανάδοχων ή στη διαχείριση ενός συστήματος προεπιλογής. Όσον αφορά το άρθρο 47 της κλασικής οδηγίας, η τροπολογία προτείνει να εφαρμόζεται για τους υπεργολάβους ένα αυστηρότερο καθεστώς από εκείνο που προβλέπεται για τους υποψήφιους και τους προσφέροντες (για τους τελευταίους αυτούς, οι αναθέτοντες φορείς δεν είναι υποχρεωμένοι να συμπεριλάβουν τέτοιες απαιτήσεις στους κανόνες και τα κριτήρια που εφαρμόζονται για την επιλογή των υποψηφίων και προσφερόντων ή στη διαχείριση των συστημάτων προεπιλογής ούτε να ζητούν πληροφορίες, ενώ για τους υπεργολάβους αυτό θα πρέπει να γίνεται συστηματικά). Ωστόσο, όταν το προβλέπουν οι κανόνες και τα κριτήρια για την επιλογή των συμμετεχόντων ή για τη διαχείριση ενός συστήματος προεπιλογής, η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 47 της κλασικής οδηγίας στους υπεργολάβους για τους σκοπούς της επιλογής υπάρχει ήδη εάν ο προσφέρων στηρίζεται σε μέσα τα οποία τίθενται στη διάθεσή του από υπεργολάβους (απόφαση «Holst Italia» [20]). [20] Απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Δεκεμβρίου 1999, Holst Italia SpA κατά Comune di Cagliari παρισταμένης της Ruhrwasser AG International Water Management, Υπόθεση C-176/98, Συλλογή της Νομολογίας 1999 σελίδα I-08607. 4) Δεν φαίνεται δικαιολογημένη η θέσπιση μιας τέτοιας γενικευμένης απαγόρευσης: οι αναθέτοντες φορείς, που είναι τα ενδιαφερόμενα μέρη, μπορούν ήδη, εάν το επιθυμούν, να απαγορεύσουν την υπεργολαβία θέτοντας όρους εκτέλεσης της σύμβασης και αυτό για όλα τα είδη συμβάσεων και όχι μόνο για ορισμένες υπηρεσίες. Με το ίδιο πνεύμα, πρέπει να έχουν την ευχέρεια να αποδέχονται την υπεργολαβία. * Η τροπολογία 45 αποσκοπεί να διευρύνει τις δυνατότητες σύναψης συμβάσεων για σκοπούς έρευνας, δοκιμής ή ανάπτυξης χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού καταργώντας όρους που προβλέπονται στο ισχύον δίκαιο, σύμφωνα με τους οποίους οι συμβάσεις αυτές δεν μπορούν «να συναφθούν με σκοπό την εξασφάλιση κέρδους ή την ανάκτηση των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης και στο βαθμό που η σύναψη μιας τέτοιας σύμβασης δεν θίγει την προκήρυξη διαγωνισμού για τις επόμενες συμβάσεις που θα επιδιώκουν, ιδίως, αυτούς τους σκοπούς». Καταργώντας τους όρους αυτούς, η τροπολογία θα είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό από το πεδίο εφαρμογής της των συμβάσεων που υπόκεινται τώρα στην οδηγία θέτοντας έτσι υπό αμφισβήτηση το κοινοτικό κεκτημένο. Επιπλέον, η τροπολογία θα μπορούσε να δημιουργήσει αγορές αποκλειστικής προσφοράς για πολύ μεγάλες περιόδους, δεδομένου ότι η εφαρμογή αυτής της εξαίρεσης θα μπορούσε εύκολα να συνοδεύεται από τη χρήση μιας άλλης εξαίρεσης προβάλλοντας τεχνικούς λόγους (για παράδειγμα διαλειτουργικότητας) για τη συνέχιση της ανάθεσης συμβάσεων στον εργολήπτη της αρχικής σύμβασης έρευνας. Επομένως η τροπολογία δεν γίνεται δεκτή. * Η τροπολογία 48 προσθέτει τη διευκρίνιση ότι «οποιοσδήποτε άλλος ιδιαίτερος όρος συμμετοχής στη σύμβαση», που πρέπει να εμφαίνεται στην πρόσκληση για υποβολή προσφορών ή για διαπραγμάτευση, αντίστοιχα, στις κλειστές διαδικασίες και στις διαδικασίες με διαπραγμάτευση, δεν μπορεί να συνιστά «αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ των προσφερόντων». Ο σκοπός που επιδιώκει η τροπολογία αυτή ευθυγραμμίζεται με την πρόταση οδηγίας. Ωστόσο, η προσθήκη αυτή είναι περιττή, επειδή καλύπτεται ήδη από το άρθρο 9 σχετικά με τις θεμελιώδεις αρχές που πρέπει να τηρούνται γενικά. * Η τροπολογία 49 επιδιώκει να εμποδίσει τον αναθέτοντα φορέα να έχει τη δυνατότητα επιλογής των μέσων με τα οποία πρέπει να γίνεται η επικοινωνία καθώς και η ανταλλαγή πληροφοριών στο πλαίσιο μιας διαδικασίας σύναψης σύμβασης ή της διαχείρισης ενός συστήματος προεπιλογής. Η τροπολογία αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα να υποχρεώσει τους αναθέτοντες φορείς να λαμβάνουν τις προσφορές με οποιοδήποτε μέσο, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι δεν θα ήταν εξοπλισμένοι για να τις λαμβάνουν με τα μέσα αυτά. Ως εκ τούτου, η τροπολογία πρέπει να απορριφθεί. Η τροπολογία 50 επιβάλλει την απόρριψη των προσφορών που διαβιβάζονται ηλεκτρονικά εάν δεν φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή κατά την έννοια της οδηγίας 1999/93/ΕΚ και εάν δεν υπάρχει αξιόπιστη κρυπτογράφηση του περιεχομένου της προσφοράς. Η τροπολογία αυτή επαναλαμβάνει την κατάσταση που υπάρχει σήμερα όσον αφορά τις ηλεκτρονικές υπογραφές. Εντούτοις, ο τομέας αυτός σημειώνει ταχείες τεχνικές εξελίξεις. Η τροπολογία θα καθιστούσε υποχρεωτική την τροποποίηση της οδηγίας σε συνάρτηση με τις εκάστοτε εξελίξεις. Οι εγγυήσεις όσον αφορά τις ηλεκτρονικές υπογραφές μπορούν να εξασφαλιστούν με παραπομπή στις εθνικές διατάξεις στον τομέα των ηλεκτρονικών υπογραφών (αποφεύγοντας έτσι τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις του κειμένου αν η κοινοτική νομοθεσία εξελιχθεί). Εξάλλου, η κρυπτογράφηση δεν είναι αναγκαία, διότι το απαραβίαστο των προσφορών μπορεί να εξασφαλιστεί με άλλα μέσα χωρίς να χρησιμοποιείται η κρυπτογράφηση. Επιπλέον, η υποχρεωτική κρυπτογράφηση συνεπάγεται πρόσθετο κόστος τόσο για τον αγοραστή όσο και για τους προσφέροντες. Η τροπολογία αυτή δεν μπορεί επομένως να γίνει δεκτή. Η τροπολογία 103 αποσκοπεί να επιβάλει την προσφυγή σε διαπιστευμένο τρίτο οργανισμό για τη διασφάλιση του απορρήτου των πληροφοριών που διαβιβάζονται από τους προσφέροντες. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η κοινοτική πολιτική έχει φροντίσει να μην καταστήσει ποτέ υποχρεωτικό κανένα καθεστώς πιστοποίησης, λόγω των κινδύνων στρέβλωσης ή αύξησης των ανισοτήτων μεταξύ κρατών μελών. * Η τροπολογία 52 επιδιώκει να διευκρινιστεί ότι οι αναθέτοντες φορείς οφείλουν να ενημερώνουν τους οικονομικούς φορείς σχετικά με τις αποφάσεις που λαμβάνουν για τις αιτήσεις προεπιλογής εντός προθεσμίας όχι μεγαλύτερης των δύο μηνών. Στο μέτρο που η τροπολογία θα αποσκοπούσε στο να υποχρεώσει τους αναθέτοντες φορείς να ολοκληρώσουν την αξιολόγηση μιας αίτησης προεπιλογής εντός προθεσμίας όχι μεγαλύτερης των δύο μηνών, δεν γίνεται αποδεκτή, δεδομένου ότι τα συστήματα προεπιλογής εισήχθησαν στην παρούσα οδηγία, μεταξύ άλλων, για να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι αναθέτοντες φορείς χρειάζονται ιδιαίτερα πολύπλοκο βιομηχανικό εξοπλισμό (για παράδειγμα, τροχαίο υλικό για τους σιδηροδρόμους), του οποίου η τεχνική αξιολόγηση μπορεί να απαιτήσει μακροχρόνιες δοκιμές, αναλύσεις κ.λπ. Εξάλλου, αν η τροπολογία επιδιώκει απλώς να εξασφαλίσει ότι οι οικονομικοί φορείς πρέπει να ενημερώνονται εντός αυτής της προθεσμίας των δύο μηνών, είναι περιττή δεδομένου ότι το δεύτερο εδάφιο προβλέπει ήδη ότι «Εάν για την απόφαση σχετικά με την προεπιλογή απαιτείται διάστημα άνω του εξαμήνου από την κατάθεση της αίτησης προεπιλογής, ο αναθέτων φορέας οφείλει να γνωστοποιήσει στον αιτούντα, μέσα σε δύο μήνες από την κατάθεση αυτή, τους λόγους που δικαιολογούν την παράταση της προθεσμίας και την ημερομηνία κατά την οποία θα γίνει δεκτή ή θα απορριφθεί η αίτησή του.». * Η τροπολογία 54 αποσκοπεί στην παράταση της περιόδου, κατά τη διάρκεια της οποίας οι αναθέτοντες φορείς πρέπει να διατηρούν πληροφορίες σχετικά με τη διεξαγωγή μιας διαδικασίας ανάθεσης, από 4 σε 6 έτη. Η εν λόγω διάταξη εισήχθη «ώστε ο αναθέτων φορέας, κατά την περίοδο αυτή, να είναι σε θέση να παράσχει στην Επιτροπή, εφόσον το ζητήσει, τις απαραίτητες πληροφορίες». Έχοντας υπόψη τους κανόνες που διέπουν τη διεκπεραίωση των καταγγελιών και τον κώδικα ορθής συμπεριφοράς, φαίνεται δυσανάλογη η απαίτηση μιας τέτοιας παράτασης, λαμβανομένων επίσης υπόψη των μη αμελητέων εξόδων που συνεπάγεται το μέτρο αυτό για τους αναθέτοντες φορείς (ιδίως σε σχέση με το χώρο αρχειοθέτησης). Πρέπει να σημειωθεί ότι ένα κράτος μέλος είναι ελεύθερο να προβλέψει μεγαλύτερη περίοδο αν αυτό κρίνεται αναγκαίο για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων των οικονομικών φορέων (ή για την εναρμόνιση της εν λόγω περιόδου, για παράδειγμα, με αυτήν που καθορίζεται στις εθνικές διατάξεις). * Η τροπολογία 55 αποσκοπεί στην εισαγωγή ενός συστήματος προσφυγής σχετικά με τις αποφάσεις των αναθετόντων φορέων και στην εξασφάλιση ότι αυτό είναι ανοικτό στους εργαζόμενους και στους εκπροσώπους τους. Οι διαδικασίες προσφυγής στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων αποτελούν ήδη αντικείμενο χωριστής και ειδικής οδηγίας (για τους ειδικούς τομείς, οδηγία 92/13/ΕΟΚ και όχι 89/665/ΕΟΚ). Εξάλλου, υπάρχουν δυνατότητες προσφυγής των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους σε σχέση με την τήρηση του κοινωνικού δικαίου στο πλαίσιο των δημόσιων συμβάσεων. Πράγματι, ειδικά μέσα προσφυγής για τους αποσπασμένους εργαζόμενους προβλέπονται στην οδηγία «απόσπαση εργαζομένων».[96/71/CEE]. Τα δύο συστήματα προσφυγής δεν μπορούν να συνδυαστούν. Μια ίδια τροπολογία (άρθρο 41α) απορρίφθηκε από τη νομική επιτροπή και δεν παρουσιάστηκε για την κλασική οδηγία. αν η τροπολογία στην παρούσα οδηγία γινόταν δεκτή, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία αδικαιολόγητων διαφορών μεταξύ των δύο οδηγιών. * Η τροπολογία 58 επιδιώκει την εισαγωγή του κανόνα σύμφωνα με τον οποίο τα ειδικά πρότυπα ενός δεδομένου τομέα πρέπει να υπερισχύουν των κανόνων για τις δημόσιες συμβάσεις, σε περίπτωση σύγκρουσης. Σύμφωνα με την αιτιολογία, η τροπολογία αφορά κυρίως το σιδηροδρομικό τομέα (πρόταση κανονισμού στον τομέα των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών επιβατών [21]). [21] ΕΕ C 365 της 19.12.2000, σ.169. Η τροπολογία πρέπει να απορριφθεί, διότι αντίκειται στην προσέγγιση που ακολουθεί η Επιτροπή κυρίως στο πλαίσιο της πρότασης κανονισμού, δηλαδή ότι οι τομεακοί κανόνες ισχύουν με την επιφύλαξη των γενικών κανόνων που εφαρμόζονται σε όλες τις δημόσιες συμβάσεις κατά την έννοια ότι δεν μπορούν να εισαχθούν διαδικαστικοί κανόνες για τις συμβάσεις για τις οποίες είναι υποχρεωτική η προκήρυξη διαγωνισμού σύμφωνα με τους λεπτομερείς κανόνες των οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις. Εξάλλου, η τροπολογία θα δημιουργούσε αδικαιολόγητες διαφορές μεταξύ των δύο οδηγιών στο μέτρο που δεν έχει προταθεί ανάλογη τροπολογία για την κλασική οδηγία, για την οποία ενδέχεται να προκύψει το ίδιο πρόβλημα. * Η τροπολογία 61 θα καθιστούσε υποχρεωτική την εφαρμογή του συστήματος επίσημων καταλόγων εγκεκριμένων οικονομικών φορέων, που προβλέπεται στο πλαίσιο της κλασικής οδηγίας, στους αναθέτοντες φορείς. Θα πρέπει, αφενός, να τονιστεί ότι τίποτα δεν εμποδίζει έναν αναθέτοντα φορέα να δεχθεί πιστοποιητικά εγγραφής σε τέτοιους καταλόγους ως αποδεικτικό στοιχείο ικανότητας. Αφετέρου, πρέπει να σημειωθεί ότι, ακόμη και στο πλαίσιο της κλασικής οδηγίας, πρέπει να γίνονται δεκτά και άλλα αποδεικτικά μέσα. Έτσι, η τροπολογία αντίκειται στη γενική προσέγγιση της παρούσας οδηγίας, η οποία, εκτός των περιπτώσεων όπου οι θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου απαιτούν τους ίδιους κανόνες, προβλέπει ελαστικότερους κανόνες από την κλασική οδηγία ώστε να ληφθεί υπόψη το πεδίο εφαρμογής που περιλαμβάνει δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις. * Η τροπολογία 62 επιδιώκει να θεσπίσει ότι οι κανόνες και τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την επιλογή των συμμετεχόντων δεν θίγουν ενδεχόμενους όρους εκτέλεσης. Οι όροι εκτέλεσης είναι, όπως δείχνει το όνομά τους, όροι σχετικοί με την εκτέλεση της σύμβασης και όχι κριτήρια επιλογής, ούτε κριτήρια ανάθεσης, πράγμα που επιβεβαιώθηκε εξάλλου από τη νομολογία. Η ενσωμάτωση αυτής της τροπολογίας θα δημιουργούσε άλλωστε απαράδεκτη αντίφαση μεταξύ των δύο οδηγιών δεδομένου ότι καμιά παρόμοια τροπολογία δεν έχει προταθεί για την κλασική οδηγία. * Η τροπολογία 125, σχετικά με το κριτήριο ανάθεσης σύμφωνα με την «πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά», αποσκοπεί στα εξής: 1) εξάλειψη της διευκρίνισης σύμφωνα με την οποία πρόκειται για την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά «για τους αναθέτοντες φορείς». 2) διευκρίνιση ότι τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά μπορούν να περιλαμβάνουν τις «μεθόδους παραγωγής». 3) προσθήκη του κριτηρίου της «πολιτικής ίσης μεταχείρισης». Ως προς το σημείο 1): η εξάλειψη των λέξεων «για τους αναθέτοντες φορείς» θα επέτρεπε να λαμβάνονται υπόψη ασαφή στοιχεία, τα οποία πολύ συχνά δεν είναι μετρήσιμα, σε σχέση με ένα ενδεχόμενο όφελος για την «κοινωνία» με την ευρεία έννοια. Παρόμοια κριτήρια ανάθεσης δεν θα πληρούσαν πλέον το ρόλο τους που συνίσταται στο να επιτρέπουν την αξιολόγηση των εγγενών πλεονεκτημάτων των προσφορών για να προσδιοριστεί εκείνη που παρουσιάζει την καλύτερη σχέση ποιότητας/τιμής για τον αγοραστή. Τούτο θα αποτελούσε αναστάτωση ως προς το στόχο που καθορίζεται στις οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις και θα είχε ως αποτέλεσμα τη χειραγώγηση της νομοθεσίας αυτής προς όφελος τομεακών πολιτικών, εισάγοντας επιπροσθέτως σοβαρούς κινδύνους ανισότητας μεταχείρισης. Ως προς το σημείο 2): η ανάθεση της σύμβασης δεν αποτελεί την κατάλληλη φάση για την επιλογή μιας λιγότερο ρυπογόνου μεθόδου παραγωγής. Λιγότερο ρυπογόνοι μέθοδοι παραγωγής μπορούν να απαιτηθούν ήδη κατά τον καθορισμό του αντικειμένου της σύμβασης στις τεχνικές προδιαγραφές όταν ο αγοραστής επιλέγει να αγοράσει ό,τι ρυπαίνει λιγότερο. Εάν επιθυμεί να συγκρίνει διάφορες λύσεις και να αξιολογήσει τα πλεονεκτήματα ως προς το κόστος λύσεων λιγότερο ή περισσότερο ρυπογόνων, μπορεί να επιτρέψει ή να επιβάλει την υποβολή εναλλακτικών προσφορών. Ως προς το σημείο 3): η έννοια της ίσης μεταχείρισης προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο των δημόσιων συμβάσεων (δηλαδή, να υφίστανται την ίδια μεταχείριση όλοι οι υποψήφιοι/προσφέροντες), ενώ η τροπολογία φαίνεται να αναφέρεται στη μη εισαγωγή διακρίσεων κατά την έννοια του άρθρου 13 της συνθήκης. Στο μέτρο που πρόκειται για ένα κριτήριο το οποίο αναφέρεται στην πολιτική της επιχείρησης και όχι στα πλεονεκτήματα μιας προσφοράς, δεν μπορεί να αποτελέσει κριτήριο ανάθεσης. Η εισαγωγή κριτηρίων σχετικών με την επιχείρηση θα κατέληγε στο να προτιμούνται ορισμένες επιχειρήσεις σε συνάρτηση με μη μετρήσιμα στοιχεία, κατά τη φάση ανάθεσης, μολονότι η προσφορά τους δεν θα πρόσφερε την καλύτερη σχέση ποιότητας/τιμής για τον αγοραστή. * Η τροπολογία 71 αφορά το άρθρο 57. Η διάταξη αυτή, η οποία επί του παρόντος εφαρμόζεται μόνο στις συμβάσεις υπηρεσιών, αφορά τις ενδεχόμενες δυσκολίες πρόσβασης των ευρωπαϊκών οικονομικών φορέων στις συμβάσεις υπηρεσιών των τρίτων χωρών. Η διάταξη επιβάλλει στην Επιτροπή να προσπαθήσει να επιλύσει τα προβλήματα που συνδέονται με την πρόσβαση στις συμβάσεις των τρίτων χωρών. Η τροπολογία θα επέκτεινε, αφενός, τις ισχύουσες διατάξεις στα τρία είδη συμβάσεων και θα εισήγαγε, αφετέρου, την υποχρέωση παρέμβασης σε περίπτωση ενδεχόμενης μη τήρησης ορισμένων συμβάσεων της ΔΟΕ από τις τρίτες χώρες. Η επέκταση στις συμβάσεις προμηθειών και έργων των υφιστάμενων υποχρεώσεων επέμβασης δεν είναι αιτιολογημένη. Πράγματι, γι' αυτά τα είδη συμβάσεων υπάρχουν άλλα μέσα, είτε στην παρούσα οδηγία (βλέπε π.χ. άρθρο 56), είτε στο πλαίσιο διμερών ή πολυμερών συμφωνιών ή διαπραγματεύσεων. Επομένως, αυτή η πτυχή της τροπολογίας δεν είναι μπορεί να γίνει δεκτή. Όσον αφορά τη νέα περίπτωση παρέμβασης, μια οδηγία για τις δημόσιες συμβάσεις δεν είναι το κατάλληλο μέσο για την εισαγωγή υποχρέωσης εποπτείας από την Επιτροπή της τήρησης του διεθνούς δικαίου εργασίας εκ μέρους των τρίτων χωρών. * Η τροπολογία 73 καταργεί, στο άρθρο 62, παράγραφος 1, το τμήμα της φράσης που αναφέρει με σαφήνεια ότι εναπόκειται στον αναθέτοντα φορέα να επιλέξει τα μέσα επικοινωνίας που θα χρησιμοποιούνται κατά τη διεξαγωγή διαγωνισμού μελετών. Χωρίς αυτό το τμήμα της φράσης, το κείμενο θα έδινε στους συμμετέχοντες τη δυνατότητα να επιλέγουν οι ίδιοι το μέσο επικοινωνίας, με τις συνέπειες που αναφέρονται για την τροπολογία 49. * Η τροπολογία 74 εισαγάγει στο άρθρο 62 μια νέα παράγραφο 1α, η οποία επιβάλει τη χρησιμοποίηση της προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής καθώς και μια αξιόπιστη κρυπτογράφηση όταν οι μελέτες ή τα σχέδια υποβάλλονται ηλεκτρονικά στο πλαίσιο των διαγωνισμών μελετών για υπηρεσίες. Βλέπε αιτιολογήσεις της απόρριψης της τροπολογίας 50 και κείμενο του τροποποιημένου άρθρου 62 (τροπολογία 75). * Η τροπολογία 77 θα εισήγαγε ένα νομικό τεκμήριο ελεύθερης πρόσβασης στο σιδηροδρομικό τομέα σε περίπτωση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και ορθής εφαρμογής της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων [22]. Η τροπολογία συνδέεται με το γενικό μηχανισμό εξαίρεσης που προβλέπεται στο άρθρο 29. [22] ΕΕ L 237 της 24.8.1991, σ. 25. Η τροπολογία δεν είναι αποδεκτή δεδομένου ότι η οδηγία 91/440/ΕΟΚ δεν είναι ακριβώς μια οδηγία απελευθέρωσης. * Η τροπολογία 84 αποσκοπεί να εξαιρέσει τελείως τις τραπεζικές υπηρεσίες από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Η τροπολογία αυτή δεν είναι αποδεκτή, στο μέτρο που θα έθετε υπό αμφισβήτηση το κοινοτικό κεκτημένο αποκλείοντας συμβάσεις οι οποίες υπόκεινται σήμερα στην οδηγία. Εξάλλου, οι λόγοι που προβάλλονται συχνά για να δικαιολογήσουν την εξαίρεση αυτή (αδυναμία εφαρμογής των διαδικασιών λόγω της αστάθειας των επιτοκίων), δεν γίνονται δεκτοί. πράγματι, η οδηγία προσφέρει μέσα (χρήση συστημάτων προεπιλογής, συμφωνίες-πλαίσια, ηλεκτρονικά μέσα ...) τα οποία μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες που εκφράζονται για τη σύναψη των εν λόγω συμβάσεων. Η τροπολογία 88 εισαγάγει ένα νέο παράρτημα που περιέχει τον κατάλογο των διεθνών συμβάσεων στον τομέα των συνθηκών εργασίας για τους σκοπούς της εφαρμογής της τροπολογίας 71. Δεδομένου ότι το παράρτημα αυτό δεν χρησιμεύει παρά μόνο στο πλαίσιο της τροπολογίας 71 που αφορά το άρθρο 57 και ότι η τροπολογία 71 δεν είναι αποδεκτή για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, και η τροπολογία 88 δεν είναι επομένως αποδεκτή για τους ίδιους λόγους. 3.4. Τροποποιημένη πρόταση Δυνάμει του άρθρου 250, παράγραφος 2, της συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή τροποποιεί την πρότασή της βάσει των προαναφερθέντων.