Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52002IE1363

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Πολιτικής με θέμα "Οικονομική Διακυβέρνηση στην ΕΕ"

ΕΕ C 85 της 8.4.2003, p. 55–64 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

52002IE1363

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Πολιτικής με θέμα "Οικονομική Διακυβέρνηση στην ΕΕ"

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 085 της 08/04/2003 σ. 0055 - 0064


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Πολιτικής με θέμα "Οικονομική Διακυβέρνηση στην ΕΕ"

(2003/C 85/16)

Στις 18 Ιουλίου 2002, και σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 3 του Εσωτερικού της Κανονισμού, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε να καταρτίσει γνωμοδότηση σχετικά με το ανωτέρω θέμα.

Το ειδικευμένο τμήμα "Οικονομική και νομισματική ένωση, οικονομική και κοινωνική συνοχή", στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΕΟΚΕ, κατάρτισε τη γνωμοδότησή του στις 26 Νοεμβρίου 2002 με βάση εισηγητική έκθεση της κας Konitzer και στη συνέχεια της κας Florio.

Κατά την 395η σύνοδο ολομέλειας (συνεδρίαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε, με 69 ψήφους υπέρ, 13 κατά και 16 αποχές, την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1. Προκαταρκτική παρατήρηση

1.1. Με την Ενιαία Πράξη (1986) και τις Συνθήκες του Μάαστριχ (1992) και του Άμστερνταμ (1997) διευρύνθηκε σημαντικά το πλαίσιο αρμοδιοτήτων της Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει ένα οικοδόμημα ειδικής φύσεως (sui generis) χωρίς να διαθέτει μορφές διαχείρισης αρμόδιες για την υλοποίηση κρατικών δράσεων. Βάσει των Συνθηκών και πολλών άλλων συμφωνιών μεταξύ των κοινοτικών οργάνων, των κρατών μελών και συνεργασιών με διάφορους οργανισμούς, οργανώσεις και επιχειρήσεις διαμορφώθηκε μια αυστηρώς κοινοτική μορφή διακυβέρνησης.

1.2. Η ΕΟΚΕ αποτελεί, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το προνομιούχο θεσμικό βήμα διαβούλευσης, εκπροσώπησης, ενημέρωσης και έκφρασης της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών, βήμα το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στους εκπροσώπους των κοινωνικοοικονομικών οργανώσεων και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών των κρατών μελών να αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της διαδικασίας διαμόρφωσης των πολιτικών και των αποφάσεων σε κοινοτικό επίπεδο(1). Η ΕΟΚΕ βεβαίως λαμβάνει μέρος στις συζητήσεις για τη βελτίωση της διακυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε στους κόλπους της Συνέλευσης για το μέλλον της Ευρώπης είτε των μετέπειτα διακυβερνητικών διασκέψεων και της διεύρυνσης της Κοινότητας. (βλέπε το Ψήφισμα υπόψη της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης - CES 1003/2002).

1.3. Επίσης, στον τομέα της "οικονομικής διακυβέρνησης" στην Κοινότητα, που δε θα πρέπει να συγχέεται με την "οικονομική διαχείριση", η ΕΟΚΕ θεωρεί απαραίτητη την εκπόνηση γνωμοδότησης. Η επιτυχία της "οικονομικής διακυβέρνησης" στην Κοινότητα είναι αποφασιστικής σημασίας για την επίτευξη των στόχων της Ένωσης. Ως κοινοτικό όργανο με εμπειρογνωμοσύνη σε ζητήματα οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, που βάσει της σύνθεσής της δύναται να αποτελέσει ενδιάμεσο μεταξύ των διαφόρων ομάδων συμφερόντων, η ΕΟΚΕ θεωρεί ορθό να συμβάλει με την παρούσα γνωμοδότηση στο φλέγον ζήτημα που αφορά τη βελτίωση της "οικονομικής διακυβέρνησης" στην Κοινότητα.

1.4. Με την παρούσα γνωμοδότηση η ΕΟΚΕ καθιστά συγκεκριμένες - όπως είχε επιφυλαχθεί στο ψήφισμα της από 19.9.2002 - τις γενικές, βασικές σκέψεις στον τομέα της οικονομικής πολιτικής, τις οποίες είχε διατυπώσει στο εν λόγω ψήφισμα. Πρόκειται σχετικά για τα ακόλουθα σημεία:

1.4.1. Ο συντονισμός της οικονομικής πολιτικής πρέπει να συμβάλει σε μία καλύτερη δυνατή εκμετάλλευση του υφιστάμενου στην ένωση αναπτυξιακού και απασχολησιακού δυναμικού.

1.4.2. Το δικαίωμα της Επιτροπής να υποβάλει προτάσεις και η υποχρεωτική ακρόαση της ΕΟΚΕ κατά την επεξεργασία των μεγάλων γραμμών της οικονομικής πολιτικής επιβάλλεται να επιβεβαιωθεί και πάλι.

1.4.3. Η ΕΟΚΕ αιτείται να υπάρξει σαφής αναφορά, στη συνταγματική συνθήκη, της πλήρους απασχόλησης μεταξύ των στόχων της Ένωσης και να διευκρινιστεί περαιτέρω, ότι η οικονομική και νομισματική πολιτική οφείλει να συμβάλει στην επίτευξη του στόχου της ανάπτυξης και της πλήρους απασχόλησης.

1.4.4. Η Ένωση επιβάλλεται να εξοπλισθεί με τα αναγκαία μέσα για την εφαρμογή των στρατηγικών της Λισαβόνας. Δηλαδή, η προσφυγή σε μία οικονομική και διαρθρωτική πολιτική καθώς και σε ένα λεπτομερή διάλογο μεταξύ των παραγόντων της μακροοικονομικής πολιτικής.

1.4.5. Η συνταγματική συνθήκη επιβάλλεται να περιλαμβάνει και μία αναφορά στην παροχή υπηρεσιών γενικού ενδιαφέροντος. Χρειάζεται περαιτέρω μία καλύτερη νομική βάση για την επίτευξη του συντονισμού και τη συνεκτίμηση των κοινωνικών εταίρων και των ενδιαφερομένων παραγόντων της αστικής κοινωνίας. Η διαμόρφωση αποφάσεων σε κοινοτική κλίμακα επιβάλλεται να σέβεται τις αρχές της αλληλεγγύης, της διαφάνειας, της συνοχής, της επικουρικότητας, της αναλογικότητας και της διαφάνειας.

2. Βάσεις της συζήτησης

2.1. Η συζήτηση σχετικά με τον τρόπο οργάνωσης της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης βάσει της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης χρονολογείται από τη Συνθήκη της Ρώμης (1957). Στη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) χαράχθηκαν κοινές πολιτικές σχετικά με τους τελωνειακούς δασμούς, το εξωτερικό εμπόριο, τις μεταφορές, τη γεωργία, τον ανταγωνισμό κ.λπ. Η γενική οικονομική πολιτική θεωρείται, ωστόσο, "ζήτημα κοινού συμφέροντος", στο πλαίσιο του οποίου τα κράτη μέλη συντονίζουν την οικονομική πολιτική τους κατόπιν προτάσεως (άρθρο 103) ή συστάσεως της Επιτροπής (άρθρο 105) στο Συμβούλιο (άρθρο 145).

2.2. Σε σύντομο χρονικό διάστημα οι λιγοστές αυτές διατάξεις της Συνθήκης συμπληρώθηκαν με άτυπες συμφωνίες, συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και αποφάσεις του Συμβουλίου Υπουργών καθώς και με τη θέσπιση παράγωγου δικαίου υπό τη μορφή κανονισμών, αποφάσεων και οδηγιών του Συμβουλίου Υπουργών βάσει της ισχύουσας Συνθήκης. Σε ορισμένες περιπτώσεις(2) τροποποιήθηκε η ίδια η Συνθήκη (άρθρο 236 της Συνθήκης ΕΟΚ).

2.2.1. Σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τη Συνθήκη, το παράγωγο δίκαιο θεσπίζεται κατόπιν προτάσεως (σε ορισμένες περιπτώσεις κατόπιν συστάσεως) της Επιτροπής και συνήθως μετά από γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου (δηλαδή, συνεργασία με το Κοινοβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 252 (πρώην 189 γ) της Συνθήκης ΕΚ). Σε πολλές περιπτώσεις ζητήθηκε και η γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ).

2.2.2. Σημαντικά στάδια για την οργάνωση της "οικονομικής διακυβέρνησης" στην ΕΕ αποτέλεσαν οι αποφάσεις του Συμβουλίου για την οργάνωση ή την σύσταση συμβουλευτικών επιτροπών:

- 18.3.1958: Καταστατικό της Νομισματικής Επιτροπής(3),

- 9.3.1960: Επιτροπή συγκυριακής πολιτικής(4),

- 15.4.1964: Επιτροπή μεσοπρόθεσμης οικονομικής πολιτικής(5),

- 8.5.1964: Επιτροπή δημοσιονομικής πολιτικής.

2.3. Το σχέδιο Werner

2.3.1. Ένα νέο ισχυρό έναυσμα προέκυψε μετά τις συναλλαγματικές διακυμάνσεις του 1969 (Γαλλία και Γερμανία) μέσω της εκπόνησης του σχεδίου για δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) (Brandt, Pompidou, Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Χάγης της 1ης και 2ας Δεκεμβρίου 1969). Στο πλαίσιο αυτό το Συμβούλιο υιοθέτησε στις 8 και 9 Ιουλίου 1970 τα συμπεράσματα της έκθεσης Werner για τη δημιουργία της ΕΟΝΕ. Στην έκθεση αναφέρεται μεταξύ άλλων: "Στο πλαίσιο της ΟΝΕ, οι σημαντικότερες αποφάσεις για την οικονομική πολιτική λαμβάνονται σε κοινοτική κλίμακα και ως εκ τούτου μετατίθενται οι αναγκαίες εξουσίες εθνικής κλίμακας σε κοινοτικό επίπεδο. Η εν λόγω διαδικασία θα ολοκληρωθεί με την εισαγωγή κοινού νομίσματος, γεγονός που θα διασφαλίζει το ανέκκλητο της διεργασίας".

2.3.2. Ο προσανατολισμός του σχεδίου Werner οδήγησε στην ενίσχυση των διαδικασιών συντονισμού για τον τομέα οικονομικής πολιτικής:

- Συγχώνευση των επιτροπών συγκυριακής πολιτικής, μεσοπρόθεσμης οικονομικής πολιτικής και δημοσιονομικής πολιτικής σε μια επιτροπή οικονομικής πολιτικής (απόφαση του Συμβουλίου 74/122/ΕΟΚ της 18.2.1974),

- Οδηγία του Συμβουλίου της 18.2.1974 περί της σταθερότητας, της οικονομικής ανόδου και της πλήρους απασχολήσεως στην Κοινότητα (74/121/ΕΟΚ),

- Απόφαση του Συμβουλίου της 18.2.1974 περί επιτεύξεως υψηλού βαθμού συγκλίσεως (74/120/ΕΟΚ).

2.3.3. Βάσει αυτού του κανονιστικού καθεστώτος θεσπίστηκαν με ειδική πλειοψηφία και κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και γνωμοδοτήσεων του Κοινοβουλίου και της ΕΟΚΕ μετά από αίτηση του Συμβουλίου μεσοπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες κατευθυντήριες γραμμές οικονομικής πολιτικής. Για τον τομέα της δημοσιονομικής πολιτικής αποφασίστηκαν (εμπιστευτικές) "ποσοτικές κατευθύνσεις" για τους προϋπολογισμούς των κρατών μελών.

2.3.4. Η επιτυχία αυτής της σχετικά αυστηρής διαδικασίας συντονισμού μετριάστηκε, ωστόσο, σημαντικά λόγω των διεθνών και ενδοκοινοτικών νομισματικών αναταραχών της δεκαετίας του 70, οι οποίες προκλήθηκαν από την κατάρρευση του νομισματικού συστήματος του Bretton-Woods και την πρώτη πετρελαϊκή κρίση. Επιπλέον, δεν σημειώθηκε σημαντική πρόοδος στον τομέα των χρηματοοικονομικών και νομισματικών εταιρικών σχέσεων, ενώ τα διάφορα κράτη μέλη εξακολουθούσαν να έχουν ιδιαίτερα αποκλίνουσες απόψεις σε ό,τι αφορά την οικονομική πολιτική. Για τους προαναφερθέντες λόγους η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ένωσης κατέληξε σε αποτυχία. Την αποτυχία αυτή ακολούθησε μακρά περίοδος υψηλού πληθωρισμού, ανεπαρκούς ανάπτυξης και αυξανόμενης υποαπασχόλησης.

2.4. Το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα

2.4.1. Για πρώτη φορά σημειώθηκε, με σχετικά άτυπο τρόπο, πρόοδος στην χρηματοοικονομική και νομισματική συνεργασία εντός της Κοινότητας μετά τη θέσπιση του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος βάσει των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Βρέμης της 6ης και 7ης Ιουνίου 1978 (H. Schmidt, V. Giscard d'Estaing), της απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών της 5ης Δεκεμβρίου 1978 και της συμφωνίας των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών της 13ης Μαρτίου 1979.

2.4.2. Οι πολυάριθμες συναλλαγματικές διακυμάνσεις στους κόλπους του ΕΝΣ (ευθυγραμμίσεις) κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 80 κατέστησαν πιο εμφανείς τις υφιστάμενες αποκλίσεις στον τομέα της νομισματικής και οικονομικής πολιτικής. Αποτέλεσαν, ωστόσο, και αφορμή για σύγκλιση των απόψεων των κρατών μελών σχετικά με την οικονομική πολιτική και για μεγαλύτερη κατανόηση της αναγκαιότητας σχετικά με την εκπόνηση μιας από κοινού θεσμοθετημένης νομισματικής πολιτικής. Η θέσπιση των βάσεων για την ενιαία αγορά με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1987 αποτέλεσε ένα ακόμη σημαντικό βήμα με το οποίο κατοχυρώνεται για πρώτη φορά ο στόχος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης στη Συνθήκη.

2.5. Η Συνθήκη του Μάαστριχ

2.5.1. Τα πολιτικά γεγονότα των ετών 1988/1990 (συμπεριλαμβανομένης της προοπτικής της γερμανικής επανένωσης) επέτρεψαν, μετά τις σκιαγραφηθείσες εμπειρίες, αποτυχίες και προόδους, την επάνοδο στο όραμα μιας πραγματικής ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης με κεντρική νομισματική πολιτική, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ενιαίο νόμισμα. Τα πιο σημαντικά βήματα για την επίτευξη του στόχου ήταν: τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια του Αμβούργου (Ιούνιος 1989) και του Στρασβούργου (Δεκέμβριος 1989) (H. Kohl, F. Mitterand), η έκθεση της επιτροπής Delors (Ιούνιος 1989) και, τέλος, η Συνθήκη του Μάαστριχ που υπογράφηκε στις 7.2.1992.

2.5.2. Οι διατάξεις της Συνθήκης του Μάαστριχ, που τέθηκε σε ισχύ από την 1.11.1993, και η πολιτική βούληση των περισσοτέρων κρατών μελών της ΕΕ να συμμετάσχουν στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση, συνέβαλαν στην πρόοδο αναφορικά με την ονομαστική σύγκλιση (κριτήρια του Μάαστριχ) και κυρίως στον τομέα της σταθερότητας των τιμών. Τα ανωτέρω οδήγησαν στην ολοκλήρωση της νομισματικής ένωσης στις 1.1.1999 με την συμμετοχή αρχικά 11 χωρών και την εισαγωγή του ευρώ στην κυκλοφορία από την 1.1.2002 με τη συμμετοχή 12 εν τω μεταξύ χωρών. Επιπλέον, κατά τη διαδικασία επανεξέτασης της Συνθήκης του Μάαστριχ εγκαταλείφθηκαν οι σχετικά αυστηροί μηχανισμοί συντονισμού που είχαν αποφασισθεί βάσει του σχεδίου Werner (βλέπε π.χ. τις αποφάσεις του Συμβουλίου της 18.2.1974). Ωστόσο, στον τομέα της δημοσιονομικής πολιτικής εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 101 έως 104 (ενοποιημένη Συνθήκη), οι οποίες σε συνδυασμό με το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης (παράγωγο δίκαιο) θα πρέπει να διασφαλίζουν το γεγονός ότι οι εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές δεν επηρεάζουν την νομισματική πολιτική (άρθρο 105) της Ένωσης που βασίζεται στη σταθερότητα. Οι εν λόγω διατάξεις, ωστόσο, δεν προβλέπουν ακόμη τίποτε για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε ή έπρεπε να χρησιμοποιηθεί η δημοσιονομική πολιτική (εξυγίανσης) σε σχέση με τη γενικότερη οικονομική πολιτική.

2.5.3. Σε ό,τι αφορά τους μηχανισμούς συντονισμού για τη γενική οικονομική πολιτική στο πλαίσιο της γενικότερης οικονομικής εξέλιξης, η Συνθήκη του Μάαστριχ αποτελεί υποχώρηση σε σχέση με τους προηγούμενους μηχανισμούς. Παρά την Νομισματική Ένωση, η αρμοδιότητα για τη χάραξη της γενικής οικονομικής πολιτικής ανήκει ουσιαστικά στα κράτη, σε αντίθεση με το σχέδιο Werner και τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 8ης και 9ης Ιουλίου 1970. Τα κοινά συμφέροντα δεν εκπροσωπούνται επαρκώς: η Επιτροπή δεν έχει δικαίωμα υποβολής προτάσεων, ούτε κατά την εκπόνηση αλλά ούτε και κατά την παρακολούθηση της εφαρμογής των "γενικών κατευθυντήριων γραμμών της οικονομικής πολιτικής" (άρθρο 99). Αν για το Συμβούλιο προβλέπεται η λήψη αποφάσεων κατά πλειοψηφία, το Κοινοβούλιο απλώς ενημερώνεται για τις αποφάσεις αυτές. Σε αντίθεση με την απόφαση σύγκλισης της 18.2.1974 (74/120/ΕΟΚ) δεν υφίσταται καμία διάταξη που να προβλέπει διαβούλευση με την ΕΟΚΕ. Οι κοινωνικοί εταίροι δεν συμμετέχουν επισήμως στη διεργασία εκπόνησης των γενικών κατευθυντήριων γραμμών οικονομική πολιτικής (βλέπε και σημείο 2.1 "Η φιλοσοφία της Συνθήκης του Μάαστριχ", σ. 4 και 5 της γνωμοδότησης της ΕΟΚΕ "Μακροπρόθεσμος συντονισμός των οικονομικών πολιτικών"(6).

2.5.4. Ενώ στο σχέδιο Werner προβλεπόταν ένα ενιαίο νόμισμα ως αποκορύφωση για την ολοκλήρωση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, στην παρούσα κατάσταση η τελωνειακή ένωση, η ενιαία αγορά και η νομισματική ένωση έχουν μεν πραγματοποιηθεί, ωστόσο, στον τομέα της γενικότερης οικονομικής πολιτικής ισχύουν σαφώς λιγότερο αυστηρές διαδικασίες συντονισμού από τις προβλεπόμενες για την πρώτη και την προγραμματισμένη δεύτερη φάση του σχεδίου Werner.

3. Για ποιο λόγο πρέπει και με ποιο τρόπο μπορεί να βελτιωθεί η "οικονομική διακυβέρνηση" στην ΕΕ για το μέλλον

3.1. Η ευρωπαϊκή νομισματική ένωση συνέβαλε στην αποφυγή νομισματικών διαταράξεων που σχετίζονται με την αναπτυξιακή επιβράδυνση των ετών 2001/2002 και τις διεθνείς κρίσεις των τελευταίων δύο ετών στην Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένων των συνεπειών της 11.9.2001) καθώς και στην αποφυγή ουσιαστικά αποκλινουσών οικονομικών πολιτικών, φαινόμενο που παρατηρήθηκε στις δεκαετίες του 70, του 80 και στις αρχές της δεκαετίας του 90. Το γεγονός αυτό αποτελεί μεγάλη επιτυχία!

3.2. Παρόλα αυτά, η απαίτηση για βελτιωμένο συντονισμό της οικονομικής πολιτικής απέκτησε και άλλες πτυχές και ενισχύθηκε κατά τα τελευταία χρόνια.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης αναφέρεται στο σημείο 7 των συμπερασμάτων του στην αναγκαιότητα αυτή: (1) βελτιωμένες στατιστικές για τη ζώνη του ευρώ, (2) βελτιωμένη ανάλυση της δέσμης μακροοικονομικών πολιτικών (συντονισμός της νομισματικής πολιτικής, της δημοσιονομικής πολιτικής και εξέλιξη των μισθών) και (3) βελτίωση των διαδικασιών συντονισμού. Η ΕΟΚΕ έλαβε ήδη θέση σχετικά με το ζήτημα στο σημείο 1.4 της γνωμοδότησής της με θέμα τον "μακροοικονομικό συντονισμό των οικονομικών πολιτικών"(7) και κάλεσε την Επιτροπή να καταθέσει εγκαίρως πλήρεις προτάσεις.

3.3. Η ανάγκη για βελτίωση της "οικονομικής διακυβέρνησης" στην ΕΕ και την ΕΟΝΕ προκύπτει κυρίως από τις ακόλουθες σκέψεις:

3.3.1. Η επιτυχία κατά την πραγματοποίηση της σταθερότητας τιμών και της νομισματικής ένωσης έρχεται σε αντίθεση με τα χρονίως ανεπαρκή επιτεύγματα της Κοινότητας στους τομείς της ανάπτυξης και της απασχόλησης.

3.3.2. Τα κενά που παρουσιάζει η Συνθήκη του Μάαστριχ σχετικά με την οικονομική πολιτική καλύφθηκαν στην συνέχεια με διαφορετικούς και όχι πάντα διαφανείς τρόπους. Δεν πρόκειται μόνο για την εισαγωγή του τίτλου σχετικά με την απασχόληση στη Συνθήκη (άρθρα 125-130), αλλά και, για παράδειγμα, για την εισαγωγή διάφορων, λιγότερο ή περισσότερο διαρθρωμένων και διαφανών "διαδικασιών" (Λουξεμβούργο, Κάρντιφ, Κολωνία), για ένα αρκετά αδιαφανές σύστημα διαβουλεύσεων και συμφωνιών σχετικά με τις μη υποχρεωτικές γνωμοδοτήσεις, για την ενίσχυση του ρόλου των επιτροπών εις βάρος του ρόλου της Επιτροπής ως εκπροσώπου των κοινοτικών συμφερόντων, καθώς και για τη σύσταση της ανεπίσημης ομάδας για το ευρώ στο Συμβούλιο, η οποία ασχολείται με την εξέλιξη της δέσμης πολιτικών και του συντονισμού της οικονομικής πολιτικής στη σφαίρα της ΕΟΝΕ, χωρίς να έχει δικαίωμα λήψεως αποφάσεων που κατοχυρώνεται σε Συνθήκη (βλέπε σημείο 2.2 της γνωμοδότησης της ΕΟΚΕ με θέμα τον "μακροπρόθεσμο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών"(8). Οι εν λόγω πρωτοβουλίες καθιστούν σαφή την ανάγκη για διαφανείς, συνεκτικές, αποτελεσματικές και νομοθετικά κατοχυρωμένες ρυθμίσεις!

3.3.3. Καθίσταται ιδιαίτερα εμφανές ότι η νομισματική ένωση με επίκεντρο την σχετική πολιτική για την Ευρώπη έχει ανάγκη και μπορεί να έχει μια νέα μακροοικονομική ώθηση (βλέπε σημείο 7 των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Βαρκελώνης). Το γεγονός αυτό περιλαμβάνει κυρίως το συνδυασμό (δέσμη πολιτικών) νομισματικής πολιτικής, δημοσιονομικής πολιτικής και εξέλιξης των μισθών και διασφάλιση της ανεξαρτησίας των εκάστοτε παραγόντων αλλά και συνεκτίμηση των κοινοτικών συμφερόντων. Η εξέλιξη αυτή είναι πολύ σημαντική αναφορικά με τις προοπτικές της ανάπτυξης και της απασχόλησης. (Σημασία του μακροοικονομικού διαλόγου).

3.3.4. Η συνεκτίμηση των κοινοτικών συμφερόντων και στους λοιπούς τομείς της οικονομικής πολιτικής δεν απαιτεί μία απόλυτα συγκεντρωτική οικονομική πολιτική. Ωστόσο, κρίνεται εύλογη η νέα πρόθεση για κατάλληλη κατανομή των αρμοδιοτήτων της οικονομικής πολιτικής μεταξύ των διαφόρων κλιμάκων στα κράτη μέλη (κοινότητες, περιφέρειες ή χώρες και κεντρικές ή ομοσπονδιακές διοικήσεις) και της εκπροσώπησης των κοινοτικών συμφερόντων. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα δύσκολο ζήτημα. [Για το λόγο αυτό κρίνεται αναγκαία η άμεση σύσταση μιας εξειδικευμένης ομάδας υψηλού επιπέδου σύμφωνα με το πρότυπο των ομάδων Werner (1970) και Delors (1988/89) εν όψει της Συνέλευσης και της επακόλουθης διακυβερνητικής συνδιάσκεψης που θα επιφορτιστεί με το έργο της εκπόνησης συγκεκριμένων προτάσεων].

3.3.5. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα θα πρέπει να οργανωθεί στο τομέα της "οικονομικής διακυβέρνησης" προκειμένου να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του 21ου αιώνα. Αυτό συνεπάγεται:

α) Βελτιωμένη οργάνωση της "οικονομικής διακυβέρνησης" που θα συμβάλει στα επόμενα 10 έως 15 έτη σημαντικά στην επάνοδο στην πλήρη απασχόληση (βλέπε τους στόχους της Λισαβόνας) και, ως εκ τούτου, θα διασφαλίσει από οικονομικής πλευράς τη διατήρηση και την περαιτέρω ανάπτυξη του ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου, συμπεριλαμβανομένων των θεμελιωδών στοιχείων που διέπουν τις κοινωνικές υπηρεσίες κοινής ωφέλειας. Σχετικά είναι αναγκαία να συντονισθούν καλύτερα τόσο η συντονισμένη χρήση της μακροοικονομικής πολιτικής και των μικροοικονομικών διαρθρωτικών πολιτικών όσο και ένας ευρύς διάλογος μεταξύ των παραγόντων της μακροοικονομικής πολιτικής. Μόνον έτσι είναι δυνατόν να επιτευχθούν οι στόχοι της Λισαβόνας.

β) Η επάνοδος στην πλήρη απασχόληση, εφόσον γίνει υπό τις παρούσες συνθήκες δεν θα οδηγούσε μόνο στη δημιουργία 30 έως 35 εκατομμυρίων νέων θέσεων απασχόλησης στα επόμενα 10 έως 15 έτη, δηλαδή αριθμό θέσεων που φτάνει περίπου τον αριθμό των εργαζομένων τώρα στη Γερμανία, αλλά θα συνέβαλε και στην αύξηση κατά ένα βαθμό του ετήσιου ΑΕγχΠ της Κοινότητας, πέρα από την αύξηση της παραγωγικότητας, και με τον τρόπο αυτό θα αντιστοιχούσε στο ΑΕγχΠ της Γερμανίας και στο διπλάσιο σημερινό ΑΕγχΠ των υποψηφίων χωρών (εξαιρουμένης της Τουρκίας). Το γεγονός αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως μια εσωτερική διεύρυνση της Κοινότητας! Η επίτευξη παρόμοιας εξέλιξης είναι επίσης αναγκαία ώστε τα κράτη μέλη να αντιμετωπίζουν καλύτερα τα δημογραφικά προβλήματα του 21ου αιώνα που θα προκύψουν αργότερα.

γ) Κατά την επικείμενη διεύρυνση της Κοινότητας δεν πρέπει μόνο να διατηρηθεί η οικονομική δυνατότητα χειρισμού εκ μέρους αυτής, αλλά η διεύρυνση να συνδυασθεί με μία ανάπτυξη του τομέα της ενιαίας αγοράς και του οικονομικού τομέα. Περαιτέρω η γεωγραφική διεύρυνση θα αυξήσει ακόμη το ύψος του κοινοτικού ΑΕγχΠ καθώς και το μελλοντικό δυναμικό απασχόλησης και ανάπτυξης (βλέπε το παράδειγμα της Ιρλανδίας). Χρειάζεται, ωστόσο, να ληφθούν υπόψη οι κίνδυνοι της διεύρυνσης, να διατηρηθεί η οικονομική και κοινωνική συνοχή της Κοινότητας κατά τη μεταβατική περίοδο και να διατηρήσει η Νομισματική Ένωση και τη δυνατότητα χάραξης μιας οικονομικής πολιτικής. Εκφράζονται αμφιβολίες ότι, κατά πάσα πιθανότητα, μετά τη διεύρυνση και για ένα χρονικό διάστημα, ο αριθμός των κρατών μελών της Κοινότητας θα υπερβαίνει σημαντικά των αριθμών των μελών της Νομισματικής Ένωσης.

δ) Με την επέλευση των επικείμενων προοπτικών, το οικονομικό και κοινωνικό κύρος της Κοινότητας παγκοσμίως θα αυξηθεί σημαντικά. Για να μπορέσει η Κοινότητα να επωφεληθεί πλήρως από την εξέλιξη αυτή θα πρέπει να δρα ως μονάδα προς το εξωτερικό και αλλού.

ε) Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι ο προβληματισμός σχετικά με την οικονομική διακυβέρνηση θα πρέπει να οδηγήσει σε ένα νέο πρότυπο βασισμένο σε μια συντονισμένη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Θα πρέπει συγκεκριμένα να ληφθούν υπόψη η ποικιλότητα και οι διαφορές των αναγκών και των καταστάσεων των επιχειρήσεων και να ενσωματωθούν οι αρχές που προωθούνται από τον ευρωπαϊκό Χάρτη των Μικρών Επιχειρήσεων.

3.4. Μία θετική προοπτική

3.4.1. Οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις διανοίγουν μια προοπτική βάσει της οποίας η Κοινότητα θα μπορέσει να πραγματοποιήσει, με τρόπο βιώσιμο και με εθελούσια και από κοινού ασκούμενη εξουσία, στόχους, όπως η ευημερία, η κοινωνική ισότητα, η ελευθερία και η ειρήνη. Το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό κοινοτικό πρότυπο θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα για έναν κόσμο στον οποίο τα πλεονεκτήματα του διεθνούς καταμερισμού εργασίας μπορούν να αξιοποιηθούν χωρίς να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην κοινωνία και να μετατραπούν οι παρούσες και απειλητικές για το μέλλον ηγεμονίες σε ειρηνικές εταιρικές σχέσεις.

3.4.2. Στο πλαίσιο αυτής της προοπτικής (που αποτελεί ευρωπαϊκό όραμα!) δεν προβλέπεται η θυσία των περιφερειακών και εθνικών ιδιαιτεροτήτων και αρμοδιοτήτων στο βωμό μιας υπερδύναμης αποτελούμενης από κοινοτικές αρχές. Μία ισόρροπη λύση έγκειται στην πλήρη εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας τόσο σε ό,τι αφορά την "ευρωπαϊκή διακυβέρνηση" όσο και την "οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ". Οι αρμοδιότητες που εφαρμόζονται καλύτερα από τα χαμηλότερα κλιμάκια θα πρέπει να εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται από αυτά. Ωστόσο, θα πρέπει και οι αρμοδιότητες που εφαρμόζονται καλύτερα ή ακόμη και αποκλειστικά από τα υψηλότερα επίπεδα να εκχωρηθούν σε αυτά. Αυτό προϋποθέτει όμως ότι το εκάστοτε υψηλότερο επίπεδο θα πρέπει να διαθέτει την απαραίτητη δημοκρατική νομιμότητα. Από το γεγονός αυτό απορρέουν μεγάλες προκλήσεις για την Ευρωπαϊκή Συνέλευση και τη μεταγενέστερη διακυβερνητική συνδιάσκεψη.

3.5. Η κατανομή των αρμοδιοτήτων στα μεμονωμένα επίπεδα και τους φορείς της "οικονομικής διακυβέρνησης" θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται σε διαφανείς διαδικασίες διαβούλευσης και συντονισμού. Περιλαμβάνουν π.χ. την αμοιβαία πληροφόρηση προκειμένου να αντληθούν διδάγματα από τις καλύτερες λύσεις ("καλές πρακτικές"), την υποχρεωτική διαβούλευση με τις σχετικές ομάδες και οργανώσεις (π.χ. ΕΟΚΕ), τη μέθοδο του ανοιχτού συντονισμού, τον οργανωμένο διάλογο μεταξύ ανεξάρτητων παραγόντων (βάσει του οποίου πρωταρχική σημασία έχουν τα κοινοτικά συμφέροντα π.χ. ο μακροοικονομικός διάλογος), τη διαφανή χρήση των "κοινοτικών μηχανισμών" (πρόταση της Επιτροπής, απόφαση κατά πλειοψηφία του Συμβουλίου σε συνεργασία με το Κοινοβούλιο) και σαφή λήψη κεντρικών αποφάσεων (π.χ. νομισματική πολιτική).

4. Συγκεκριμένες προτάσεις

4.1. Υφίστανται ορισμένες λιγότερο ή περισσότερο συγκεκριμένες και ολοκληρωμένες προτάσεις για τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να βελτιωθεί η "οικονομική διακυβέρνηση" στην ΕΕ. Αναφέρονται κυρίως οι προτάσεις της Επιτροπής:

- Ανακοίνωση της Επιτροπής της 7ης Φεβρουαρίου 2001(9) σχετικά με την ενίσχυση του συντονισμού της οικονομικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ, η οποία σχετίζεται με την αναθεώρηση της Συνθήκης,

- Ανακοίνωση της Επιτροπής - Ένα όραμα για την Ευρωπαϊκή Ένωση -(10) στο πλαίσιο της οποίας προτείνονται σημαντικές τροποποιήσεις της Συνθήκης.

Ακόμη, η Επιτροπή αποφάσισε στις 19.7.2002 τη σύσταση ομάδας εμπειρογνωμόνων για το ζήτημα της "οικονομικής διακυβέρνησης στη διευρυμένη Ένωση". Οι συμβουλευτικές επιτροπές, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Συμβούλιο ΕCOFIN και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπέβαλαν περαιτέρω προτάσεις (έκδοση της 27.6.2002, προσωρινό: 2002/2062(INI)).

4.2. Η ΕΟΚΕ υπέβαλε, επίσης, προτάσεις σε διάφορες γνωμοδοτήσεις της (κυρίως με τις γνωμοδοτήσεις με θέμα "Η συμβολή της ΕΟΚΕ στη χάραξη των γενικών προσανατολισμών των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2002"(11) της 20.3.2002 και "Ο μακροπρόθεσμος συντονισμός των οικονομικών πολιτικών"(12) της 29.5.2002).

4.3. Οι προτάσεις της ΕΟΚΕ που παρατίθενται στην παρούσα γνωμοδότηση(13) βασίζονται στα ακόλουθα:

- Ορισμένες βελτιώσεις είναι δυνατές και χωρίς την τροποποίηση της Συνθήκης, ωστόσο, οι διαδικασίες θα πρέπει να διέπονται από διαφάνεια και να εξασφαλίζουν τη δημοκρατική νομιμότητα.

- Σε αρκετές περιπτώσεις όμως η αναθεώρηση της Συνθήκης είναι αναπόφευκτη.

- Το μέσο της θέσπισης παράγωγου δικαίου που έχει στη διάθεσή του το Συμβούλιο (και το Κοινοβούλιο), κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και γνωμοδότησης της ΕΟΚΕ (και του Κοινοβουλίου σε περίπτωση που δεν πρόκειται για συναπόφαση) θα πρέπει να χρησιμοποιείται ευρέως. Η σχετική νομική βάση πρέπει να διευρυνθεί (π.χ. άρθρο 99-5).

4.4. Εν όψει της τροποποίησης της Συνθήκης μπορούν να υποβληθούν οι ακόλουθες προτάσεις:

4.4.1. Η Επιτροπή δεν πρέπει μόνο να καταγράψει συστηματικά όλες τις τυπικές και άτυπες διεργασίες, διαδικασίες και διαβουλεύσεις σε σχέση με τον σχεδιασμό και τον συντονισμό της οικονομικής πολιτικής σε κοινοτικό επίπεδο(14) αλλά και να προβεί στην κριτική αξιολόγησή τους ενόψει της απλούστευσης και της ενίσχυσης σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών.

4.4.2. Οι σκέψεις που περιλαμβάνει η ανακοίνωση της Επιτροπής της 7ης Φεβρουαρίου 2001 με θέμα "Η ενίσχυση του συντονισμού της οικονομικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ" σχετικά με τη βελτίωση του συντονισμού χωρίς αναθεώρηση της Συνθήκης, πρέπει να επανεξετασθούν με την προοπτική των μελλοντικών εργασιών της Συνέλευσης και της πιθανής αναθεώρησης της Συνθήκης. Πρόκειται για προτάσεις βελτίωσης του συντονισμού της οικονομικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ, π.χ. μεγαλύτερη συνεκτίμηση του συνδυασμού της νομισματικής πολιτικής, της δημοσιονομικής πολιτικής και της εξέλιξης των μισθών (δέσμη πολιτικών), επεξεργασία ορισμένων κανόνων οικονομικής πολιτικής που βελτιώνουν την αξιοπιστία και τη διαφάνεια των σχετικών πολιτικών εντός της ζώνης του ευρώ, βελτίωση του διαλόγου μεταξύ των αρμοδίων για την υλοποίηση της οικονομικής πολιτικής, έγκαιρη πληροφόρηση της Επιτροπής και των λοιπών κρατών μελών σχετικά με εθνικά μέτρα οικονομικής πολιτικής τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη ζώνη του ευρώ.

4.4.3. Η ιδέα για σύσταση μιας εξειδικευμένης ομάδας υψηλού επιπέδου σύμφωνα με το πρότυπο των ομάδων Werner (1970) και Delors (1989) για το ζήτημα της "ευρωπαϊκής διακυβέρνησης στην ΕΕ" θα πρέπει να εξεταστεί σοβαρά εν όψει των μελλοντικών εργασιών της Συνέλευσης και κυρίως της πιθανής διακυβερνητικής διάσκεψης. Πράγματι, χωρίς την εξειδικευμένη καθοδήγηση και την εξουσιοδότηση της ομάδας Werner και ειδικότερα της ομάδας Delors, η ΕΟΝΕ δεν θα είχε συσταθεί. Ωστόσο, η οργάνωση της "οικονομικής διακυβέρνησης" της ΕΕ και κυρίως της ΕΟΝΕ και το ζήτημα της κατανομής αρμοδιοτήτων στις διάφορες βαθμίδες των κρατών μελών (κοινότητες, περιφέρειες και κρατίδια, κεντρικές και ομοσπονδιακές κυβερνήσεις) και της εκπροσώπησης των κοινοτικών συμφερόντων δεν έχουν ακόμη επιλυθεί καταλλήλως. Η Συνέλευση και η διακυβερνητική συνδιάσκεψη που θα ακολουθήσει θα μπορούσαν με τις εξειδικευμένες αρμοδιότητες και την εξουσία τους να συμβάλουν εποικοδομητικά στα εν λόγω δύσκολα αλλά ιδιαίτερα σημαντικά ζητήματα για τα κοινοτικά συμφέροντα.

4.4.4. Θα πρέπει να γίνουν εντατικότερες οι προσπάθειες για την επίτευξη ευρύτερης και πιο εξειδικευμένης δημόσιας συζήτησης σχετικά με επίκαιρα θέματα που αφορούν την οικονομική πολιτική της Κοινότητας. Μέχρις ορισμένου βαθμού τούτο μπορεί να επιτευχθεί μέσω υποχρεωτικών γνωμοδοτήσεων της ΕΟΚΕ και των κοινωνικών εταίρων για τα πλέον αξιόλογα οικονομικοπολιτικά έγγραφα της Κοινότητας, όπου η Επιτροπή θα οφείλει να σχολιάζει επισήμως αυτές τις γνωμοδοτήσεις. Περαιτέρω η ΕΟΚΕ, στη γνωμοδότησή της σχετικά με τον μακροπρόθεσμο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών(15), πρότεινε τη σύσταση μιας ανεξάρτητης ευρωπαϊκής επιτροπής εμπειρογνωμόνων με ευρωπαϊκή σύνθεση για την αξιολόγηση της εξέλιξης της οικονομικής πολιτικής της Κοινότητας, η οποία θα έχει συμβουλευτικό ρόλο και θα αναζωογονεί τη δημόσια συζήτηση και την ανάλυση μέσω μιας εποικοδομητικής κριτικής και υποβολής προτάσεων. Στόχος της πρότασης αυτής δεν είναι η σύσταση όλο και περισσότερων οργάνων. Στόχος είναι περισσότερο να μην δημιουργούν τα επιμέρους κοινοτικά όργανα επιτροπές εμπειρογνωμόνων οι οποίες θα είναι ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Εκείνο που έχει σημασία είναι να αναζωογονηθεί ο δημόσιος διάλογος σχετικά με θέματα της οικονομικής πολιτικής στην Κοινότητα και στη νομισματική Ένωση με εμπεριστατωμένο και αντικειμενικό τρόπο. Ένα παρόμοιο συμβούλιο εμπειρογνωμόνων θα μπορούσε να συσταθεί νομοθετικώς μόλις προσαρμοστεί αναλόγως η νομική βάση του άρθρου 99-5.

4.5. Σε ό,τι αφορά την τροποποίηση της Συνθήκης η ΕΟΚΕ(16) υποβάλλει τις εξής προτάσεις:

4.5.1. Ο στόχος της πλήρους απασχόλησης πρέπει να αναφερθεί ρητώς στο άρθρο 2 και να καταστεί σαφέστερο το γεγονός ότι η οικονομική πολιτική οφείλει να συμβάλει σημαντικά στην επίτευξη των στόχων της απασχόλησης και της ανάπτυξης (άρθρα 3, 4 και 98). Επιπλέον, ο τομέας της κοινής ωφέλειας είναι απαραίτητο να συμπεριληφθεί στον κατάλογο των προς επίτευξη στόχων του άρθρου 2 και να προσαρμοστούν αναλόγως και τα άρθρα 3, 4 και 16. Στο ισχύον κείμενο των άρθρων 2, 3, 4 και 16 της "Ενοποιημένης μορφής της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας" θα μπορούσαν να γίνουν οι ακόλουθες προσθήκες:

Άρθρο 2

Η Κοινότητα έχει ως αποστολή, με ... να προάγει στο σύνολο της Κοινότητας την αρμονική, ισόρροπη και αειφόρο ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων, την επίτευξη υψηλού ποσοστού επαγγελματικής δραστηριότητας με απώτερο στόχο την πλήρη απασχόληση, με τήρηση της κατάλληλης ποιότητας και της αξίας της εργασίας, υψηλό επίπεδο κοινωνικής προστασίας και υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, ... μεταξύ κρατών μελών.

Άρθρο 3

(1) Για τους σκοπούς του άρθρου 2, η δράση της Κοινότητας περιλαμβάνει, σύμφωνα με τους όρους και με το χρονοδιάγραμμα που προβλέπει η παρούσα Συνθήκη:

Να παρεμβληθεί μεταξύ των σημείων α) και ιη) ένα νέο σημείο "ηα)" με την εξής διατύπωση:

"ηα) την εκπόνηση κοινών κατευθυντήριων γραμμών για τη γενικότερη οικονομική πολιτική και την εκπόνηση κοινών κατευθυντήριων γραμμών για τη γενική οικονομική πολιτική και βάσει της σταθερότητας της νομισματικής ένωσης, με την επιφύλαξη των άρθρων 101-105 και τήρηση της αυτονομίας των διαφόρων παραγόντων, ιδιαίτερα δε την προώθηση μιας βελτιωμένης συνεργασίας μεταξύ της νομισματικής πολιτικής, των δημοσιονομικών πολιτικών και των εξελίξεων των μισθών, ώστε τα κοινοτικά συμφέροντα να διασφαλισθούν καλύτερα και να ενισχυθεί η επίτευξη των στόχων του άρθρου 2 δηλαδή για ανάπτυξη, ανταγωνιστικότητα και δημιουργία απασχόλησης."

Άρθρο 4

1. Να παραμείνει ως έχει - εκτός από ενδεχόμενη αντικατάσταση της φράσης "οικονομία της ανοικτής αγοράς" με τη φράση "οικονομία της ανοιχτής και κοινωνικής αγοράς".

2. ... στην καθιέρωση ενιαίου νομίσματος, του ευρώ, και τον καθορισμό ..., πρωταρχικός στόχος των οποίων είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, και, υπό την επιφύλαξη του στόχου αυτού, η υποστήριξη των γενικών οικονομικών πολιτικών στην Κοινότητα, προκειμένου να συμβάλει στην υλοποίηση των σκοπών της Κοινότητας, που ορίζονται στο άρθρο 2, (να χρησιμοποιηθεί η διατύπωση του άρθρου 105!) σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοιχτής (και κοινωνικής) αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό.

3. ... σταθερό ισοζύγιο πληρωμών, προκειμένου να καταστεί δυνατή η σταθερή και υγιής παρακολούθηση των στόχων σχετικά με την ανάπτυξη και την απασχόληση που ορίζονται στο άρθρο 2.

Άρθρο 16

Το εν λόγω άρθρο δεν είναι ιδιαίτερα σαφές. Αν δεν τροποποιηθεί θα μπορούσε στο τέλος να γίνει η ακόλουθη προσθήκη: ... οι οποίες να επιτρέπουν την εκπλήρωση του σκοπού τους. Αυτό ισχύει, επίσης, για δημόσιους και ιδιωτικούς οργανισμούς και επιχειρήσεις που προσφέρουν υπηρεσίες κοινής ωφέλειας.

4.5.2. Η αρχή της επικουρικότητας πρέπει να διατυπωθεί με πιο ισορροπημένο τρόπο: το άρθρο 5 θα μπορούσε να τροποποιηθεί ως εξής:

Άρθρο 5

Η Κοινότητα δρα μέσα στα όρια των αρμοδιοτήτων που της αναθέτει και των στόχων που ορίζει η παρούσα Συνθήκη. Στο σημείο αυτό βρίσκει εφαρμογή η ακόλουθη αρχή: Οι αρμοδιότητες που ασκούνται καλύτερα σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, πρέπει να εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται από αυτά. Ωστόσο, οι αρμοδιότητες που εφαρμόζονται καλύτερα ή ακόμη και αποκλειστικά σε κοινοτικό επίπεδο είναι ανάγκη να απονεμηθούν σε αυτό, με διατήρηση των αρχών της δημοκρατικής νομιμότητας και του ελέγχου.

Στους τομείς που ... (να παραμείνει).

4.5.3. Σε ό,τι αφορά τη φορολογική πολιτική, η ΕΟΚΕ εφιστά την προσοχή στις πρόσφατες γνωμοδοτήσεις της με θέμα "Φορολογική πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση - Προτεραιότητες για τα προσεχή έτη"(17) και "Η άμεση φορολογία των επιχειρήσεων"(18). Σχετικά με το πρόβλημα της ομοφωνίας, η διαδικασία ενισχυμένης συνεργασίας για μια ομάδα κρατών μελών που ορίζεται στη Συνθήκη της Νίκαιας θα ήταν δυνατό να αποτελέσει πρότυπο σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες. Αναφορικά με το άρθρο 93 της Συνθήκης, θα ήταν δυνατό, σε ό,τι αφορά την ομοφωνίαμ να εισαχθεί μια μορφή "λύσης των προθεσμιών".

Άρθρο 93

Η τροποποίηση του παρόντος άρθρου προκαλεί βασικά ερωτήματα, επομένως, θα πρέπει να εξετασθεί εάν μπορεί να γίνει προσθήκη της ακόλουθης πρότασης: ... στην προθεσμία του άρθρου 14. Σε περίπτωση που δεν υπάρξει ομόφωνη απόφαση, καίτοι η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο με πλειοψηφία των μελών του, έχουν διαπιστώσει σημαντική αλλοίωση του ανταγωνισμού, τότε μετά τρία έτη από τη διαπίστωση αυτή και κατόπιν ακροάσεως της ΕΟΚΕ, το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει για τα απαραίτητα μέτρα σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 251.

4.5.4. Σύμφωνα με το άρθρο 98 επιβάλλεται να αναγνωριστεί ότι η Κοινότητα ασκεί οικονομική πολιτική. Η διατύπωση μπορεί να έχει την εξής μορφή:

Άρθρο 98

Τα κράτη μέλη και η Κοινότητα ασκούν την οικονομική πολιτική τους με σκοπό να συμβάλλουν στην υλοποίηση των στόχων της Κοινότητας, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 2, και βάσει των γενικών προσανατολισμών που αναφέρονται στο άρθρο 99 παράγραφος 2. Τα κράτη μέλη και η Κοινότητα δρουν σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοικτής (και κοινωνικής) αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό ...

4.5.5. Το άρθρο 99 θα πρέπει να αναθεωρηθεί σημαντικά προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ακόλουθοι τομείς:

α) Η Επιτροπή οφείλει σύμφωνα με το συντονισμό της οικονομικής πολιτικής να εκπροσωπεί ρητώς να κοινοτικά συμφέροντα και να αναλάβει την εκπροσώπηση της Κοινότητας και της Νομισματικής Ένωσης έναντι τρίτων σε ό,τι αφορά οικονομικά ζητήματα.

β) Ο ρόλος του Κοινοβουλίου και της ΕΟΚΕ χρειάζεται να καθοριστεί σαφώς.

γ) Η διαδικασία της εκπόνησης των αρχών οικονομικής πολιτικής πρέπει να καθοριστεί σε αναλογία με την εκπόνηση κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση (άρθρο 128) συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος υποβολής προτάσεων από την Επιτροπή.

δ) Κατά την παρακολούθηση της εφαρμογής των αρχών οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να γίνει αναφορά στο ρόλο της Στατιστικής Υπηρεσίας της Κοινότητας καθώς και των διαφόρων διαδικασιών συντονισμού.

ε) Το Συμβούλιο Εcofin για το ευρώ θα πρέπει να λάβει θεσμική υπόσταση για μια μεταβατική περίοδο, να υπογραμμιστεί η σημασία του συνδυασμού νομισματικής πολιτικής, δημοσιονομικής πολιτικής και εξέλιξης των μισθών (δέσμη πολιτικών) για την υλοποίηση των στόχων για την ανάπτυξη και την απασχόληση που ορίζονται στο άρθρο 2 και να θεσπιστεί μακροοικονομικός διάλογος.

στ) Σε περίπτωση αποκλίσεων από τις αρχές της οικονομικής πολιτικής, η Επιτροπή να πρέπει να έχει το δικαίωμα πρώτης προειδοποίησης και το Συμβούλιο να διατυπώνει επίσημη σύσταση. Σε ορισμένες περιπτώσεις πρέπει να εκσυγχρονίζονται οι αρχές της οικονομικής πολιτικής.

ζ) Η νομική βάση του παράγωγου δικαίου στο τομέα του συντονισμού της οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να είναι διατυπωμένη με τέτοιο τρόπο ώστε οι νέες πτυχές της οικονομικής πολιτικής και οι προϋποθέσεις των διαδικασιών συντονισμού κ.λπ. να μπορούν να ρυθμιστούν με διαφανώς μέσω του παράγωγου δικαίου χωρίς να πρέπει να αναθεωρείται κάθε φορά η Συνθήκη ή να αναπτύσσονται αντ' αυτού άτυπες και μη διαφανείς διαδικασίες και μέθοδοι.

Βάσει των προαναφερθέντων, το άρθρο 99 θα μπορούσε να αναδιατυπωθεί ως εξής:

Άρθρο 99

(1) Τα κράτη μέλη θεωρούν τις οικονομικές τους πολιτικές θέμα κοινού ενδιαφέροντος. Ο συντονισμός της οικονομικής πολιτικής πραγματοποιείται από το Συμβούλιο, ενώ η Επιτροπή εκπροσωπεί τα συμφέροντα ολόκληρης της Κοινότητας και της Νομισματικής Ένωσης (βλέπε άρθρο 213). Ολόκληρη η Κοινότητα και η Νομισματική Ένωση εκπροσωπούνται έναντι τρίτων από την Επιτροπή όταν πρόκειται για ζητήματα οικονομικής πολιτικής. Το Κοινοβούλιο, για τις περιπτώσεις που η Συνθήκη δεν προβλέπει τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 252, και η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή θα συμμετάσχουν σε ακρόαση για όλα τα σημαντικά ζητήματα οικονομικής πολιτικής.

(2) Βάσει της ετήσιας οικονομική έκθεσης της Επιτροπής και λαμβάνοντας υπόψη τη γνωμοδότηση του Συμβουλίου, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ελέγχει κάθε χρόνο την οικονομική κατάσταση και την πορεία της οικονομικής πολιτικής της Κοινότητας και συνάγει τα συμπεράσματά του (σε αναλογία με το άρθρο 128).

Η Επιτροπή, στην ετήσια έκθεσή της, εκφράζει την άποψή της για τις ετήσιες αξιολογήσεις της ανεξάρτητης ευρωπαϊκής ομάδας εμπειρογνωμόνων σχετικά με τη γενική οικονομική πορεία της Κοινότητας, η οποία ορίζεται στο άρθρο 95-5.

(2α) Βάσει των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και μετά από ακρόαση του Κοινοβουλίου και της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, αποφασίζει την εκπόνηση σύστασης που θα καθορίζει τις αρχές της οικονομικής πολιτικής της Κοινότητας και των κρατών μελών. Κάθε τρία χρόνια τουλάχιστον, η εν λόγω σύσταση θα περιλαμβάνει όλους τους σημαντικούς τομείς οικονομικής πολιτικής. Το Συμβούλιο θα ενημερώνει το Κοινοβούλιο για την εν λόγω σύσταση.

(3) Η πρώτη παράγραφος δεν τροποποιείται εκτός από την τελευταία φράση ... και πραγματοποιεί τουλάχιστον μια φορά το χρόνο συνολική αξιολόγηση κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής.

Δεύτερη παράγραφος: να προστεθεί η ακόλουθη πρόταση: Η Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας πραγματοποιεί στο πλαίσιο της παρακολούθησης τις απαραίτητες στατιστικές. Οι σχετικές λεπτομέρειες θα αποφασιστούν βάσει του άρθρου 99-5.

(3α) Σύμφωνα με τις ανάγκες συντονισμού στους μεμονωμένους τομείς οικονομικής πολιτικής και την ανάγκη που προκύπτει κάθε φορά για συμπερίληψη των κοινοτικών συμφερόντων, μπορούν να αποφασιστούν διαφορετικές διαδικασίες συντονισμού λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων για διαφάνεια βάσει του άρθρου 95-5.

(3β) Για όσο διάστημα δεν θα συμμετάσχουν όλα τα κράτη μέλη στη Νομισματική Ένωση, τα ζητήματα οικονομικής πολιτικής που σχετίζονται με τη Νομισματική Ένωση θα συζητούνται στο πλαίσιο ειδικής σύστασης του Συμβουλίου (Ecofin για το ευρώ) κατά την οποία τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στη Νομισματική Ένωση θα έχουν δικαίωμα ψήφου. Βάσει εκθέσεων της Επιτροπής και της ΕΚΤ που λαμβάνουν υπόψη και την εξέλιξη της εξωτερικής οικονομικής πολιτικής, το Συμβούλιο Εcofin για το ευρώ θα εξετάζει σε τακτά χρονικά διαστήματα και με την επιφύλαξη των άρθρων 101-105, καθώς και με σεβασμό της αυτονομίας των διάφορων παραγόντων και των βασικών αρχών του άρθρου 4.3, πως η συνεργασία μεταξύ της νομισματικής πολιτικής, των δημοσιονομικών πολιτικών και των μισθολογικών εξελίξεων μπορεί να βελτιωθεί σε σχέση με την πραγμάτωση των στόχων του άρθρου 2 δηλαδή της ανάπτυξης, της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης. Οι διατάξεις των άρθρων 104 και 105 δεν θα επηρεαστούν από τα προαναφερθέντα. Ενδεχόμενες συστάσεις και άλλες αποφάσεις θα ληφθούν από το Συμβούλιο Εcofin για το ευρώ με ειδική πλειοψηφία των μελών του βάσει προτάσεως της Επιτροπής. Για βασικά ζητήματα θα προηγείται ακρόαση με το Κοινοβούλιο και την ΟΚΕ. Οι λεπτομέρειες που αφορούν τη λειτουργία του Συμβουλίου Εcofin για το ευρώ θα αποφασιστούν βάσει του άρθρου 99-5.

(3γ) Τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο θα πραγματοποιείται "μακροοικονομικός διάλογος" στον οποίο θα συμμετέχουν το Συμβούλιο, η Επιτροπή, η ΕΚΤ και οι ευρωπαίοι κοινωνικοί εταίροι (βλέπε άρθρα 138 και 139), καθώς επίσης και ένας εκπρόσωπος του Κοινοβουλίου και της ΟΚΕ υπό το καθεστώς παρατηρητή. Βάσει εκθέσεως της Επιτροπής (και της ΕΚΤ) θα συζητούνται στο πλαίσιο του διαλόγου η οικονομική κατάσταση, οι οικονομικές προοπτικές και ζητήματα οικονομικής πολιτικής που αφορούν τα γενικότερα συμφέροντα της Κοινότητας, και με την επιφύλαξη των άρθρων 101-105, καθώς και με σεβασμό της αυτονομίας των διάφορων παραγόντων και των βασικών αρχών του άρθρου 4.3, πως η συνεργία μεταξύ της νομισματικής, της δημοσιονομικής και της μισθολογικής πολιτικής μπορεί να βελτιωθεί σε σχέση με την πραγμάτωση των στόχων του άρθρου 2 δηλαδή της ανάπτυξης, της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης.

Ο εν λόγω διάλογος δεν θα πρέπει να αποτελέσει δεσμευτικό εκ των προτέρων συντονισμό νομισματικής πολιτικής, δημοσιονομικής πολιτικής και εξέλιξης των μισθών, αλλά να συντελεί στην ενημέρωση των μεμονωμένων φορέων και ομάδων φορέων που δραστηριοποιούνται στον τομέα μακροοικονομικής πολιτικής σχετικά με την αξιολόγηση της κατάστασης και τις προοπτικές δράσης, με πλήρη σεβασμό της αυτονομίας τους.

Στο πλαίσιο του παραπάνω διαλόγου η Επιτροπή εκπροσωπεί τα κοινοτικά συμφέροντα. Οι κοινωνικοί εταίροι έχουν τη δυνατότητα, εφόσον το επιθυμούν, να καταρτίσουν κοινή γνωμοδότηση. Σύμφωνα με το άρθρο 138-1, η Επιτροπή υποστηρίζει το διάλογο των κοινωνικών εταίρων.

Ο μακροοικονομικός διάλογος πραγματοποιείται πρακτικά υπό την προεδρεία των υπηρεσιών της Επιτροπής και πολιτικά υπό την προεδρεία του Προέδρου του Συμβουλίου.

Οι περαιτέρω λεπτομέρειες θα αποφασιστούν σύμφωνα με τα όσα ορίζει το άρθρο 99-5.

(4) Νέα πρώτη υποπαράγραφος: Σε περίπτωση που η Επιτροπή διαπιστώσει ότι εγκυμονεί ο κίνδυνος παρέκκλισης της οικονομικής πολιτικής των κρατών μελών από τα όσα ορίζει το άρθρο 99, παράγραφος 2, ή σε περίπτωση που απειλείται η ορθή λειτουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, δύναται η Επιτροπή να αποστείλει έγκαιρη προειδοποίηση στο συγκεκριμένο κράτος μέλος και το Συμβούλιο. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η διαδικασία που ορίζει το άρθρο 99-3, πρώτη παράγραφος, έχει παραβιαστεί ή πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα να παραβιαστεί, το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία των μελών του και βάσει προτάσεως της Επιτροπής δύναται να αποστείλει τις απαραίτητες συστάσεις στα συγκεκριμένα κράτη μέλη. Οι εν λόγω συστάσεις υποβάλλονται δημοσίως.

(4) Νέα δεύτερη υποπαράγραφος: Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας που ορίζει το άρθρο 99-3, πρώτη παράγραφος, ορισμένα γενικά τμήματα των αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 99, παράγραφος 2, πρέπει να διατυπωθούν εκ νέου λόγω των γενικότερων ή/και διεθνών οικονομικών εξελίξεων, το Συμβούλιο δύναται, βάσει προτάσεως της Επιτροπής, να αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία των μελών του τις απαραίτητες προσαρμογές της σύστασης. Η εν λόγω σύσταση υποβάλλονται δημοσίως.

(4) Η πρώην δεύτερη υποπαράγραφος αποτελεί τη νέα τρίτη υποπαράγραφο, χωρίς τροποποιήσεις εκτός από τη διαγραφή της τελευταίας φράσης: ... "εάν το Συμβούλιο έχει ανακοινώσει δημοσία τις συστάσεις του".

(5) Νέα διατύπωση: Το Συμβούλιο, βάσει προτάσεως της Επιτροπής, μπορεί, ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 252, να θεσπίζει τις λεπτομέρειες της διαδικασίας συντονισμού που αναφέρονται στο παρόν άρθρο 99.

4.5.6. Το άρθρο 114 της Συνθήκης, το οποίο ορίζει τη διάλυση της Νομισματικής Επιτροπής και την αντικατάστασή της από την Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή στην οποία αποδίδει τη λειτουργία επιτροπής μόνιμων αντιπροσώπων των κρατών μελών (άρθρο 207) στον τομέα της οικονομικής πολιτικής χωρίς, ωστόσο, να καθορίζει τις σχέσεις της με την Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής (απόφαση του Συμβουλίου 18.4.1974: 74/122/ΕΟΚ) και την Επιτροπή Απασχόλησης (άρθρο 103), θα πρέπει να αναθεωρηθεί ουσιαστικά. Προκειμένου να θεσπιστεί η απαραίτητη διαφάνεια (και για να αποφευχθεί η σύσταση ενός μη διαφανούς και μη ελέγξιμου κέντρου δύναμης) θα πρέπει η Συνθήκη στο σημείο αυτό να περιοριστεί σε απλές ρυθμίσεις πλαισίου και να προωθηθεί η θέσπιση των επιμέρους διατάξεων στο παράγωγο δίκαιο, όπως προκύπτουν από το άρθρο 99-5, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 252.

Βρυξέλλες, 12 Δεκεμβρίου 2002.

Ο Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Roger Briesch

(1) Ψήφισμα υπόψη της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης.

(2) Πιο συγκεκριμένα η "Ενιαία πράξη" (1986) για τη δημιουργία της ενιαίας εσωτερικής αγοράς και η Συνθήκη του Μάαστριχ (1993) για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.

(3) ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 390.

(4) ΕΕ 31 της 9.5.1960, σ. 764.

(5) ΕΕ 64 της 22.4.1964, σ. 1031.

(6) ΕΕ C 221 της 17.9.2002, σ. 67.

(7) ΕΕ C 221 της 17.9.2002, σ. 67.

(8) ΕΕ C 221 της 17.9.2002, σ. 67.

(9) COM(2001) 82 τελικό.

(10) COM(2002) 247 τελικό.

(11) EE C 125 της 27.5.2002, σ. 56.

(12) EE C 221 της 17.9.2002, σ. 67.

(13) Ο κατάλογος προτάσεως που ακολουθεί αποτελεί το σημείο 4 της γνωμοδότησης της ΕΟΚΕ με θέμα "Ο μακροπρόθεσμος συντονισμός των οικονομικών πολιτικών" της 29.5.2002.

(14) Βλέπε τη δημοσιευθείσα μελέτη "Συντονισμός των οικονομικών πολιτικών στην ΕΕ = παρουσίαση των βασικών χαρακτηριστικών των κύριων διαδικασιών" (Σειρά euro-papers, υπ' αριθ. 45).

(15) EE C 221 της 17.9.2002, σ. 67.

(16) Σχετικά με την "Ενοποιημένη απόδοση της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας", ΕΕ C 340 της 10.11.1997, σ. 173-308.

(17) ΕΕ C 48 της 21.2.2002, σ. 73 (ECO/072).

(18) EE C 241 της 7.10.2002, σ. 75.

Top