EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52001AE0709

Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά μετην Έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τη στρατηγική για την ποιότητα του ελαιολάδου, καιτην Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου περί τροποποιήσεως του κανονισμού αριθ. 136/66/ΕΟΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1638/98, όσον αφορά την παράταση του καθεστώτος ενισχύσεων και τη στρατηγική για την ποιότητα του ελαιολάδου

ΕΕ C 221 της 7.8.2001, p. 68–73 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

52001AE0709

Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά μετην Έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τη στρατηγική για την ποιότητα του ελαιολάδου, καιτην Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου περί τροποποιήσεως του κανονισμού αριθ. 136/66/ΕΟΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1638/98, όσον αφορά την παράταση του καθεστώτος ενισχύσεων και τη στρατηγική για την ποιότητα του ελαιολάδου

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 221 της 07/08/2001 σ. 0068 - 0073


Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με

- την "Έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τη στρατηγική για την ποιότητα του ελαιολάδου", και

- την "Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου περί τροποποιήσεως του κανονισμού αριθ. 136/66/ΕΟΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1638/98, όσον αφορά την παράταση του καθεστώτος ενισχύσεων και τη στρατηγική για την ποιότητα του ελαιολάδου"

(2001/C 221/10)

Στις 19 Ιανουαρίου 2001, και σύμφωνα με το άρθρο 37 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με τα ανωτέρω θέματα.

Το τμήμα "Γεωργία, ανάπτυξη της υπαίθρου, περιβάλλον", στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΟΚΕ, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 10 Μαΐου 2001 με βάση εισηγητική έκθεση του κ. Barato Triguero.

Κατά την 382η σύνοδο ολομέλειάς της (συνεδρίαση της 30ής Μαΐου 2001), η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση, με 110 ψήφους υπέρ, 1 ψήφο κατά και 5 αποχές.

1. Εισαγωγή

1.1. Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή διατυπώνει τις απόψεις της σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής για την παράταση του καθεστώτος ενισχύσεων και τη στρατηγική για την ποιότητα του ελαιολάδου. Επίσης, διατυπώνει παρατηρήσεις σχετικά με την έκθεση με θέμα "Η στρατηγική για την ποιότητα του ελαιολάδου", λόγω της σημασίας που έχει για το μελλοντικό καθεστώς που θα ισχύσει στο πλαίσιο της ΚΟΑ ελαιολάδου.

1.2. Η ΟΚΕ επιθυμεί να επισημάνει την κοινωνική σημασία που είχε και έχει η ελαιοκομία, η οποία αποτελεί μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς πολυάριθμων περιφερειών της Ένωσης.

1.3. Βασικός στόχος της κάθε ΚΟΑ είναι χωρίς αμφιβολία η διατήρηση της σχετικής παραγωγής καθώς και του κοινωνικού ιστού που συνδέεται άμεσα με αυτή. Η ελαιοκομία αποτελούσε και αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής των ελαιοπαραγωγών περιφερειών. Ο γεωγραφικός εντοπισμός και η συγκέντρωσή της καλλιέργειας αυτής σε ορισμένες περιφέρειες της Ένωσης που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη καθυστέρηση, ο σημαντικός ρόλος που διαδραματίζει σε σχέση με την απασχόληση σε πολλές περιοχές (σε ορισμένες περιφέρειες αντιπροσωπεύει το 90 % της γεωργικής απασχόλησης), ο υψηλός αριθμός γεωργικών εκμεταλλεύσεων που εξαρτώνται άμεσα από την εν λόγω καλλιέργεια, η βιομηχανική δραστηριότητα στον τομέα της μεταποίησης που συνδέεται με αυτή κ.λπ., καθιστούν την ελαιοκομία τον ακρογωνιαίο λίθο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής των εν λόγω περιφερειών(1).

1.4. Η ελαιοκομία, βάσει της υφιστάμενης ΚΟΑ, αποτελεί μία σταθερή πηγή δημιουργίας θέσεων απασχόλησης. Η πλειοψηφία των εκμεταλλεύσεων διασφαλίζει τα εισοδήματα τόσο των μισθωτών όσο και των μικρών καλλιεργητών σε περιοχές όπου δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα απασχόλησης. Σε περίπτωση τροποποίησης της υφιστάμενης ΚΟΑ χωρίς να ληφθεί υπόψη η εν λόγω πραγματικότητα, θα μπορούσε να επηρεασθεί αρνητικά η απασχόληση, με άμεση συνέπεια την ερήμωση της υπαίθρου και τη μεταβολή των τοπικών ισορροπιών(2).

1.5. Η ελαιοκομία αποτελεί μία καλλιέργεια με μεγάλη οικολογική και περιβαλλοντική σημασία διότι, σε πολλές περιπτώσεις, συμβάλλει στην προστασία του εδάφους από τη διάβρωση και διευκολύνει την κατασκευή φωλιών και τη διατροφή των πουλιών, των πουλερικών και των μεγαλόσωμων οπληφόρων θηλαστικών.

1.6. Η ΟΚΕ θεωρεί ότι ο ελαιοκομικός τομέας όχι μόνον είναι ο παραγωγικός τομέας της ΕΕ με τον εντονότερα μεσογειακό χαρακτήρα αλλά και διαδραματίζει σημαντικό κοινωνικό και περιβαλλοντικό ρόλο σε ζώνες στις οποίες είναι δύσκολο ή αδύνατο να υποκατασταθεί από άλλες καλλιέργειες, ενώ συγχρόνως καθιστά δυνατή την εγκατάσταση και διατήρηση του αγροτικού πληθυσμού.

1.7. Η ΟΚΕ επισημαίνει ότι η ΕΕ κατέχει την πρώτη θέση μεταξύ των χωρών παραγωγής ελαιολάδου δεδομένου ότι παράγει το 74 % της παγκόσμιας παραγωγής. Δηλαδή η ελαιοκομία αποτελεί τη βάση της γεωργίας και των εισοδημάτων αναρίθμητων γεωργικών εκμεταλλεύσεων.

1.8. Η ΟΚΕ επιθυμεί να επισημάνει τη σημασία του ελαιολάδου για την διατροφή και την προστασία της υγείας καθώς και την πρόληψη των ασθενειών γενικά και όχι μόνο των καρδιακών και των καρδιοαγγειακών προβλημάτων. Για το λόγο αυτό πρέπει να ενθαρρυνθεί η κατανάλωσή του σε παγκόσμιο επίπεδο, λόγω των πολυάριθμων πλεονεκτημάτων που παρουσιάζει.

1.9. Όσον αφορά την ποιότητα η Επιτροπή θα πρέπει να προτείνει στο Συμβούλιο την καθιέρωση σαφών προτύπων που να διασφαλίζουν την γνησιότητα του ελαιολάδου, μέσω της ανάλογης επισήμανσης, και την παροχή της κατάλληλης ενημέρωσης προς τον καταναλωτή ώστε να αποφευχθεί κάθε σύγχυση(3).

1.10. Η ΟΚΕ επιθυμεί να επισημάνει στην Επιτροπή ότι αποδίδει μεγάλη σημασία:

- στην πιστοποίηση και στη διασφάλιση της ποιότητας του ελαιολάδου

- στη βελτίωση της ποιότητας και στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της παραγωγής

- στη βελτίωση της διαχείρισης του τομέα και της αγοράς.

2. Η Πρόταση

2.1. Παρατηρήσεις σχετικά με την πρόταση

2.1.1. Η ΟΚΕ θεωρεί ότι η πρόταση της Επιτροπής σχετικά με την παράταση για δύο νέες περιόδους εμπορίας της ισχύος του υφιστάμενου καθεστώτος στήριξης του τομέα, ενόσω θα επιδιώκεται η καλύτερη γνώση της κατάστασης που επικρατεί στον τομέα της ελαιοκομίας, αποτελεί υπό τις παρούσες συνθήκες την καλύτερη απόφαση που μπορεί να ληφθεί, δεδομένου ότι, λόγω της έλλειψης της παροχής επαρκών στοιχείων εκ μέρους των κοινοτικών αρχών, δεν θα ήταν σωστό να προχωρήσουμε στην ολοκλήρωση μίας μεταρρύθμισης χωρίς να υπάρχει μεγαλύτερη γνώση της κατάστασης που επικρατεί στον τομέα. Ωστόσο δεν έχουν εκλείψει οι λόγοι που οδήγησαν το 1998 στη δημιουργία μίας ΚΟΑ (Κοινή Οργάνωση Αγοράς) μεταβατικού χαρακτήρα.

2.1.2. Ωστόσο η ΟΚΕ θεωρεί ότι θα πρέπει να αξιοποιηθεί η εν λόγω περίοδος προκειμένου να βελτιωθούν ορισμένες πτυχές και να προσαρμοσθούν καταλλήλως οι ρυθμίσεις που ισχύουν για την ευρωπαϊκή αγορά ελαιολάδου. Προς το σκοπό αυτό θα πρέπει να αναγνωρισθεί η πραγματική κατάσταση που επικρατεί και να ζητήσει η Επιτροπή από τα κράτη μέλη να προβούν στην ολοκλήρωση των εργασιών σχετικά με το Σύστημα Γεωγραφικών Πληροφοριών (ΣΓΠ) και άλλα συστήματα που μπορούν να βελτιώσουν τον έλεγχο.

2.1.3. Επίσης, η εν λόγω περίοδος θα πρέπει να αξιοποιηθεί προκειμένου να τεθούν σε εφαρμογή περισσότερο ευέλικτοι μηχανισμοί και να περιορισθεί η χρονική διάρκεια των κρίσεων που προκαλούν οι χαμηλές τιμές, δεδομένου ότι οι παραγωγοί δεν προστατεύονται επαρκώς έναντι των αναταραχών της αγοράς μετά την κατάργηση των δημοσίων παρεμβάσεων στα πλαίσια της μεταρρύθμισης του 1998, που επηρεάζει βασικά τις οικογενειακές εκμεταλλεύσεις και τις λιγότερο παραγωγικές ζώνες.

2.1.4. Η εφαρμογή του καθεστώτος ενίσχυσης των παραγωγών επιτραπέζιων ελιών συνέβαλε σημαντικά στην σταθεροποίηση των αγορών και στην αύξηση της απασχόλησης, διότι ενίσχυσε τη διαφάνειά τους και συνέβαλε στη βελτίωση του ελέγχου τους. Η προοδευτική υιοθέτηση εκ μέρους όλων των χωρών παραγωγής της εθελοντικής επιλογής χορήγησης ενισχύσεων προς τους παραγωγούς επιτραπέζιων ελιών, καταδεικνύει την αναγκαιότητα διατήρησής της στο πλαίσιο της εφαρμογής της ΚΟΑ που θα αρχίσει να ισχύει από την 1η Νοεμβρίου 2001.

2.1.5. Η ΟΚΕ θεωρεί ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα την απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την προώθηση της στρατηγικής για την ποιότητα του ελαιολάδου στο εσωτερικό της ΕΕ και θεωρεί ότι θα πρέπει να αποτελέσει τον πρωταρχικό στόχο της μεταρρύθμισης της ΚΟΑ κατά τα επόμενα έτη. Η ΟΚΕ συμφωνεί με τις κοινοτικές αρχές σχετικά με την ανάγκη ενίσχυσης της διαφάνειας, καταπολέμησης πιθανών περιπτώσεων απάτης και καλύτερης ενημέρωσης των καταναλωτών προκειμένου να επιλέγουν τα ελαιόλαδα που πραγματικά επιθυμούν όταν πραγματοποιούν τις αγορές τους.

2.1.6. Για το λόγο αυτό οι προτάσεις για τον εξορθολογισμό του αριθμού των υφιστάμενων ονομασιών, ιδιαίτερα όσον αφορά τη φάση της λιανικής πώλησης, φαίνονται πλήρως δικαιολογημένες, ιδιαίτερα εάν συνοδεύονται από την ανάληψη των αναγκαίων πρωτοβουλιών για την ενημέρωση των καταναλωτών ώστε να αποκτήσουν πλήρη γνώση των δυνατοτήτων επιλογής που τους παρέχει η αγορά και των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ των διαφόρων προϊόντων. Κατά τον τρόπο αυτό τόσο οι υφιστάμενοι όσο και οι δυνητικοί καταναλωτές θα αυξήσουν τις γνώσεις τους σχετικά με τα βασικά χαρακτηριστικά των διαφόρων τύπων ελαιολάδου.

2.1.7. Λαμβανομένου υπόψη ότι βάσει της υφιστάμενης ΚΟΑ οι ενισχύσεις που χορηγούνται ισχύουν για τα ελαιόδενδρα που έχουν φυτευτεί πριν από το 1998, και προκειμένου να αποφευχθεί η τροποποίηση των ποσών των ενισχύσεων, η ΟΚΕ προτείνει την θέσπιση και νέων μηχανισμών ελέγχου ώστε να εξασφαλισθεί ότι οι εν λόγω ενισχύσεις χορηγούνται αποκλειστικά για το ελαιόλαδο και τα ελαιόδενδρα τα οποία πραγματικά δικαιούνται ενίσχυσης.

2.1.8. Βάσει των προαναφερθέντων και λαμβανομένης υπόψη της έκτασης της Έκθεσης που παρουσίασε η Επιτροπή, η ανάλυση της ΟΚΕ επικεντρώνεται στην εξέταση των κυριότερων σημείων της.

3. Η Έκθεση

3.1. Παρατηρήσεις σχετικά με την Έκθεση

3.1.1. Παρατηρήσεις σχετικά με την εισαγωγή

3.1.1.1. Στο πλαίσιο της ανάλυσης της κατάστασης που επικρατεί σχετικά με τον εξεταζόμενο τομέα στο εσωτερικό της ΕΕ, η Επιτροπή δείχνει να δίνει προτεραιότητα στις πτυχές που αφορούν τη στρατηγική για τη ποιότητα του ελαιολάδου πριν προχωρήσει στην κατάρτιση μίας πρότασης οριστικής μεταρρύθμισης. Ο έλεγχος και η οργάνωση του τομέα αποτελούν δύο ακόμη στοιχεία στα οποία δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στο πλαίσιο του προαναφερθέντος εγγράφου. Επίσης, διαπιστώνεται μία σύγχυση στον τομέα της διαμόρφωσης των τιμών των ελαιολάδων στο εσωτερικό της ΕΕ, οι οποίες δεν αντιστοιχούν κατά τρόπο αναλογικό στην ποιότητα του προϊόντος, όπως θα ανέμεναν οι καταναλωτές, ενώ παρουσιάζονται άφθονες περιπτώσεις φαινομένων αλληλοεπικάλυψης μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών.

3.1.1.2. Η Επιτροπή, παρά το γεγονός ότι έχει συνειδητοποιήσει ότι ορισμένες από τις αποφάσεις της, όπως αυτές που αφορούν τις ονομασίες των ελαιολάδων, θα μπορούσαν να αμφισβητηθούν από τους εκπροσώπους των διαφόρων υποτομέων του κλάδου, αποφάσισε να επιμείνει στην πρότασή της, διότι θεωρεί ότι τόσο η ανάγκη διασφάλισης της αντιστοιχίας μεταξύ του περιεχομένου της συσκευασίας και της κατάλληλης σήμανσης όσο και η ανάπτυξη τεχνικών ανάλυσης που επιτρέπουν τον καλύτερο χαρακτηρισμό των ελαιολάδων, αιτιολογούν πλήρως τις προτεινόμενες προσαρμογές στον τομέα της στρατηγικής για την ποιότητα του ελαιολάδου και των επιτραπέζιων ελιών.

3.1.2. Ανάλυση της υφιστάμενης κατάστασης (κεφάλαιο 1)

3.1.2.1. Προδιαγραφές και κανόνες (1.1)

3.1.2.1.1. Η ΟΚΕ επικροτεί την πρόθεση της Επιτροπής να προχωρήσει στην εφαρμογή και στην ανάπτυξη των υφιστάμενων κανόνων στον τομέα του ελαιολάδου, όπως αυτών που προβλέπονται από την οδηγία 2000/13/EK σχετικά με τη σήμανση και τη διασφάλιση της αυθεντικότητας του προϊόντος. Η ΟΚΕ θεωρεί ωστόσο ότι η εν λόγω πρόταση της Επιτροπής είναι ανεπαρκής, και ότι θα πρέπει να συνοδευτεί από την απαγόρευση στο εσωτερικό ολόκληρης της ΕΕ της δυνατότητας προσφοράς στον καταναλωτή νομίμων μειγμάτων ελαιολάδου και άλλων φυτικών ελαίων. Παρά το γεγονός ότι η ΟΚΕ γνωρίζει ότι θα υπάρξουν νομικές δυσκολίες κατά την εφαρμογή της απαγόρευσης, σε ολόκληρη την ΕΕ, της κυκλοφορίας μειγμάτων ελαιολάδου και άλλων φυτικών ελαίων, θεωρεί ότι τα θετικά αποτελέσματα, ιδιαίτερα όσον αφορά την ενίσχυση της διαφάνειας της αγοράς, αιτιολογούν την ανάληψη μίας τέτοιας προσπάθειας. Επειδή το ελαιόλαδο είναι υγιεινό προϊόν, η ΟΚΕ ζητά να καταστεί περισσότερο προσιτό στους καταναλωτές με χαμηλό εισόδημα.

3.1.2.1.2. Η ΟΚΕ θεωρεί ότι υπό τις παρούσες συνθήκες, στο πλαίσιο των οποίων οι καταναλωτές δεν διαθέτουν επαρκείς γνώσεις σχετικά με τα ελαιόλαδα που κυκλοφορούν στην αγορά, η ταξινόμηση των ελαιολάδων βάσει του κριτηρίου της οξύτητας μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να οδηγήσει τους καταναλωτές στη συναγωγή διφορούμενων και λανθασμένων συμπερασμάτων σχετικά με την ποιότητα του ελαιολάδου. Για το λόγο αυτό, στο πλαίσιο των ισχυουσών σήμερα ονομασιών ελαιολάδου, βάσει των οποίων το ελαιόλαδο θεωρείται ότι προέρχεται από την ανάμειξη παρθένων ελαιολάδων και εξευγενισμένου ελαιολάδου, δεν θα πρέπει να αναγράφεται στη φιάλη συσκευασίας ο βαθμός οξύτητας προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία αντίθετων από τις προσδοκώμενες εντυπώσεων σχετικά με την ποιότητα του ελαιολάδου εκ μέρους των καταναλωτών. Αντιθέτως, όσον αφορά το παρθένο ελαιόλαδο, ο βαθμός φυσικής οξύτητας είναι πράγματι σημαντικό κριτήριο για την αξιολόγηση της τελικής ποιότητας του προϊόντος.

3.1.2.1.3. Ο τομέας της παραγωγής έχει καταβάλει κατά τα τελευταία έτη σημαντικές προσπάθειες προκειμένου να προσαρμόσει τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις ώστε να καταστεί δυνατή η εφαρμογή περισσότερο σύγχρονων μεθόδων επεξεργασίας που επιτρέπουν τη βελτίωση της ποιότητας του παραγόμενου ελαιολάδου και περιορίζουν στο ελάχιστο τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που έχει η λειτουργία των ελαιουργείων. Σχετικά με την εν λόγω κατάσταση η ΟΚΕ θεωρεί ενδιαφέρον το γεγονός ότι η Επιτροπή πρόκειται να αναθέσει άμεσα στον παραγωγικό τομέα τη διαχείριση του μεγαλύτερου μέρους της προβλεπόμενης σήμερα παρακράτησης του 1,4 % των ενισχύσεων που χορηγούνται στη παραγωγή προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την προώθηση της κατανάλωσης του ελαιολάδου. Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι θα πρέπει να εγκαταλειφθούν οι φυτοϋγειονομικοί έλεγχοι σε ορισμένες ιδιαίτερα ευπαθείς ζώνες, έλεγχοι οι οποίοι είναι απαραίτητοι για τη διασφάλιση της ποιότητας του παραγομένου ελαιολάδου. Οι εν λόγω έλεγχοι θα πρέπει να πραγματοποιούνται από κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό και μόνον στην περίπτωση που κρίνονται αναγκαίοι.

3.1.2.2. Κατάσταση της αγοράς (1.2)

3.1.2.2.1. Η ΟΚΕ θεωρεί ότι η ανάλυση της κατάστασης που επικρατεί στην αγορά δεν θα πρέπει να περιορισθεί στους οικονομικούς παράγοντες και στις κατηγορίες του ελαιολάδου. Θα πρέπει να αξιοποιηθούν οι δυνατότητες που παρέχει η επικείμενη μεταρρύθμιση της ΚΟΑ προκειμένου να διορθωθούν ή να τροποποιηθούν ορισμένα σημεία, όπως είναι, μεταξύ άλλων, οι σαφείς στρεβλώσεις της αγοράς και η αναποτελεσματικότητα του υφιστάμενου συστήματος της αποθεματοποίησης από ιδιώτες.

3.1.2.2.2. Οι οικονομικοί παράγοντες και οι οργανώσεις τους (1.2.1)

3.1.2.2.2.1. Ο αριθμός των παραγωγών στην ΕΕ είναι τόσο υψηλός που καθιστά αναγκαία την ανάληψη προσπαθειών με στόχο την οργάνωσή τους. Η εδραίωση των εν λόγω οργανώσεων παραγωγών θα καταστήσει δυνατή την ανάθεση σε αυτές περισσότερων αρμοδιοτήτων, θα ενισχύσει τη βιωσιμότητά τους, θα ενθαρρύνει την καθετοποίηση της παραγωγής, καλύπτοντας έτσι όλα τα επίπεδα της παραγωγικής διαδικασίας, και θα τους δώσει τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις ανάγκες της εφαρμοζόμενης διαδικασίας συγκέντρωσης των βιομηχανιών του κλάδου. Η ΟΚΕ θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να ανατεθεί στις αντίστοιχες διοικητικές αρχές η εκπλήρωση ορισμένων καθηκόντων, όπως στον τομέα του ελέγχου των ενισχύσεων και των δικαιούχων.

3.1.2.2.3. Οι κατηγορίες ελαιολάδου που παράγονται και πωλούνται (1.2.2)

3.1.2.2.3.1. Η ΟΚΕ συμφωνεί με την Επιτροπή ως προς την παρατήρηση ότι οι τεχνικές εξελίξεις έχουν συμβάλει στη σημαντική μείωση της παραγωγής μειονεκτικού ελαιολάδου. Λαμβανομένων, ωστόσο, υπόψη των συνθηκών υπό τις οποίες καλλιεργούνται τα ελαιόδενδρα και του υψηλού βαθμού εξάρτησής τους από τις κλιματολογικές συνθήκες και τα καιρικά φαινόμενα, είναι αδύνατον να αποφευχθεί πλήρως η παραγωγή σημαντικού μέρους ελαττωματικού ή μειονεκτικού ελαιολάδου.

3.1.2.3. Παράγοντες ποιότητας (1.3)

3.1.2.3.1. Όσον αφορά την πρόταση για την κατάρτιση ενός κώδικα ορθών ελαιουργικών πρακτικών σε κοινοτικό επίπεδο, τόσο σε επίπεδο καλλιέργειας όσο και σε επίπεδο ελαιουργείων, η ΟΚΕ θεωρεί ότι θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και ορισμένοι άλλοι παράγοντες, οι οποίοι θα αναφέρονται στην σήμανση των προϊόντων, προκειμένου να προβληθούν περισσότερο τα ελαιόλαδα που παράγονται βάσει των προδιαγραφών που προβλέπει ο εν λόγω κώδικας. Σε κάθε περίπτωση, για την κατάρτιση του εν λόγω κώδικα θα πρέπει να εξασφαλισθεί η συναίνεση των εκπροσώπων των υποτομέων του κλάδου, προκειμένου να διασφαλισθεί η απρόσκοπτη εφαρμογή του.

3.1.2.3.2. Θα πρέπει να συνεχισθούν οι προσπάθειες για την αντικατάσταση των παραδοσιακών συστημάτων συμπίεσης, που έχουν ως αποτέλεσμα την παραγωγή υγρών αποβλήτων ιδιαίτερα ρυπαντικών για τα ύδατα και απαιτούν την προηγούμενη φυγοκέντριση με αρνητικές επιπτώσεις για το περιβάλλον, από σύγχρονα συστήματα παραγωγής ελαιολάδου με φυγοκέντριση τα κατάλοιπα των οποίων (ελαιοπλακούντας) μπορούν ωστόσο να αξιοποιηθούν για την παραγωγή πυρηνελαίων.

3.1.2.3.3. Τα ελαιόλαδα που προέρχονται από την αποστράγγιση των καταλοίπων με φυσικές διαδικασίες σε χώρο διαφορετικό από το ελαιουργείο στο οποίο παράγεται το ελαιόλαδο που προέρχεται από τη συμπίεση των ελιών είναι χαμηλότερης ποιότητας, ενώ συχνά, λόγω του χρόνου που μεσολαβεί από την πρώτη συμπίεση, οι δείκτες των ποιοτικών χαρακτηριστικών τους είναι σημαντικά υψηλότεροι από τους κανονικούς. Για το λόγο αυτό τα εν λόγω ελαιόλαδα θα μπορούσαν να υπαχθούν σε μία χαμηλότερη ποιοτικά κατηγορία, όπως προβλέπει ήδη η πρόταση της Επιτροπής π.χ. για το πυρηνέλαιο.

3.1.2.3.4. Ο ελαιοπλακούντας μετά την επεξεργασία του στα ελαιουργεία συνεχίζει να περιέχει ορισμένες ποσότητες ελαιολάδου το οποίο μπορεί να εξαχθεί με την υποβολή του ελαιοπλακούντα σε χημική ή φυσική επεξεργασία. Για τη βελτίωση του ελέγχου των ποσοτήτων που παραλαμβάνονται και των ενισχύσεων που χορηγούνται, κρίνεται υπό τις παρούσες συνθήκες σκόπιμο να αντικατασταθούν οι υφιστάμενες σήμερα, αρκετά υψηλές, ενισχύσεις προς την παραγωγή πυρηνελαίου από μία νέα διαδικασία που θα βασίζεται στις ποσότητες ελαιολάδου που έχουν πραγματικά παραχθεί.

3.1.2.3.5. Η ΟΚΕ συμφωνεί με την άποψη της Επιτροπής ότι όλα τα ελαιόλαδα που προέρχονται από τον ελαιοπλακούντα θα πρέπει να φέρουν το όνομα "ακατέργαστο πυρηνέλαιο" και εκφράζει τη λύπη της διότι δεν αξιοποιείται η ευκαιρία που παρουσιάζεται για την καθιέρωση της χορήγησης των αντίστοιχων ενισχύσεων για τις πραγματικά παραγόμενες ποσότητες πυρηνελαίων, γεγονός που θα συνέβαλε στη βελτίωση του ελέγχου των ποσοτήτων του ελαιολάδου που παράγεται.

3.1.2.3.6. Στο πλαίσιο της αναζήτησης πιθανών χρήσεων του ελαιοπλακούντα θα πρέπει να εξετασθεί και το ενδεχόμενο χρήσης του για την παραγωγή πυρηνελαίων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως οργανικό λίπασμα (προ-λιπασματοποίηση), ιδιαίτερα σε περιοχές το έδαφος των οποίων είναι πλούσιο σε ασβεστόλιθο ή έχει υψηλό βαθμό οξύτητας (pH). Κατά τον τρόπο αυτό θα επιτευχθεί η μείωση της χρήσης συνθετικών χημικών λιπασμάτων και θα εξασφαλισθεί η μείωση του ενεργειακού κόστους. Επιπλέον θα υπάρξει μείωση του μεταφορικού κόστους που απαιτείται για τη μεταφορά της μάζας του ελαιοπλακούντα που έχει υψηλή περιεκτικότητα σε νερό.

3.1.2.3.7. Ελαιόλαδα που διατίθενται στην κατανάλωση (1.3.3)

3.1.2.3.7.1. Η Επιτροπή, έχοντας επίγνωση της ελλιπούς ενημέρωσης των καταναλωτών σχετικά με την ποιότητα και τα διάφορα είδη ελαιολάδου, προτείνει την αποσαφήνιση και τη μείωση του αριθμού των ονομασιών των ελαιολάδων που κυκλοφορούν σήμερα, τόσο χύδην όσο και στο λιανεμπόριο. Η ΟΚΕ θεωρεί αξιέπαινη την πρόταση της Επιτροπής, ιδιαίτερα στην περίπτωση που υπάρξει κατάλληλη ενημέρωση των καταναλωτών, τους οποίους αφορούν κατά κύριο λόγο οι προτεινόμενες μεταβολές.

3.1.2.3.7.2. Η απουσία αναλυτικών διαδικασιών για τον ποσοστιαίο ποσοτικό προσδιορισμό των νομίμων μειγμάτων ελαιολάδου είναι προφανής. Το πλέον προβληματικό σημείο, στο πλαίσιο του παρόντος κεφαλαίου, της πρότασης της Επιτροπής είναι αυτό που αφορά την ταυτόχρονη ύπαρξη ενός γενικού ορισμού του ελαιολάδου και μίας κατηγορίας με την ειδική ονομασία "ελαιόλαδο".

3.1.2.3.7.3. Η σύμπτωση αυτή αποτελεί πηγή σύγχυσης και θα πρέπει να αντιμετωπισθεί με την αναζήτηση μίας νέας ονομασίας που θα αντικαταστήσει την υφιστάμενη σήμερα κατηγορία "ελαιόλαδο" (ανάμειξη εξευγενισμένου με παρθένο ελαιόλαδο) και θα προσδιορίζει ένα πρόσθετο ποιοτικό χαρακτηριστικό με στόχο όχι τη μεγαλύτερη προβολή του εν λόγω ελαιολάδου αλλά την πλήρη διαφοροποίησή του από τον γενικό ορισμό του ελαιολάδου. Λόγω των πιθανών οικονομικών επιπτώσεων που μπορεί να υπάρξουν για ορισμένους υποτομείς του κλάδου, προτείνεται η προηγούμενη πραγματοποίηση μίας έρευνας μεταξύ των καταναλωτών και των χρηστών προκειμένου να προσδιορισθούν οι αντιδράσεις που θα προκαλέσει η ενδεχόμενη τροποποίηση του παρόντος ορισμού του ελαιολάδου. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να συνεχισθούν οι προσπάθειες για την προώθηση της παραγωγής ελαιολάδων υψηλότερης ποιότητας ενώ θα πρέπει να καταστεί δυνατή η μεγαλύτερη διαφοροποίηση των τιμών που ισχύουν για τις διάφορες κατηγορίες ελαιολάδων, δεδομένου ότι τα ελαιόλαδα, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της παραγωγικής διαδικασίας τους, συμβάλλουν στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, απαιτούν την εφαρμογή διαδικασιών μικρότερης διάρκειας και σέβονται περισσότερο το περιβάλλον.

3.1.2.3.7.4. Μία προσωρινή συμβιβαστική λύση θα μπορούσε να είναι η διατήρηση της κατηγορίας "ελαιόλαδο", μέχρι την ολοκλήρωση της μελέτης, και η ταυτόχρονη αναγραφή στο σήμα της συσκευασίας, με χαρακτήρες το μέγεθος των οποίων δεν θα υπερβαίνει τα 2/3 των χρησιμοποιούμενων για την ονομασία, των λέξεων "εξευγενισμένο και παρθένο ελαιόλαδο". Κατά τον τρόπο αυτό ο καταναλωτής θα διαθέτει ένα επιπλέον στοιχείο σύγκρισης της τιμής και της ποιότητας των διαφόρων ελαιολάδων. Εκτός από την εν λόγω συμβιβαστική λύση θα πρέπει να καταβληθούν συμπληρωματικές προσπάθειες για την αναζήτηση αναλυτικών μεθόδων που θα καταστήσουν δυνατό τον προσδιορισμό των ποσοστών που αντιστοιχούν στα μείγματα στο πλαίσιο κάθε κατηγορίας ή τουλάχιστον στο πλαίσιο του κάθε εμπορικού σήματος, βάσει τυχαίων δειγμάτων.

3.1.2.3.7.5. Η ΟΚΕ συμφωνεί με την Επιτροπή σχετικά με την ανάγκη εξάλειψης των πρακτικών που αφορούν την υποβολή των μειονεκτικών ελαιολάδων σε διαδικασία απόσμησης με σκοπό τη μεταγενέστερη διάθεσή τους για άμεση κατανάλωση, διότι οι πρακτικές αυτές έχουν ως αποτέλεσμα την οικονομική εξαπάτηση του καταναλωτή και την άσκηση αθέμιτου ανταγωνισμού έναντι των υπολοίπων παραγωγών και συσκευαστών.

3.1.2.3.7.6. Το κύρος του κλάδου θα πληγεί ακόμη περισσότερο στην περίπτωση που συνεχισθεί η παράνομη διάθεση προς πώληση μειγμάτων ελαιολάδου και σπορελαίων ως ελαιολάδων. Προκειμένου να αποτραπεί κάθε περίπτωση εμφάνισης παρόμοιων φαινομένων από αδίστακτους επιχειρηματίες, που υποβαθμίζουν την ποιότητα, θα πρέπει να απαγορευθεί οριστικά σε ολόκληρη την ΕΕ η παραγωγή και διάθεση στο εμπόριο μειγμάτων ελαιολάδου με άλλα φυτικά έλαια. Οπωσδήποτε, επιβάλλεται η βελτίωση των ρυθμίσεων σχετικά με τη σήμανση.

3.1.3. Συμπεράσματα προς εφαρμογή (Κεφάλαιο 2)

3.1.3.1. Ταξινόμηση των ελαιολάδων σε κατηγορίες (2.1)

3.1.3.1.1. Η προτεινόμενη από την Επιτροπή τροποποίηση των ορισμών και των ονομασιών του ελαιολάδου που περιλαμβάνονται στο παράρτημα του κανονισμού αριθ. 136/66/ΕΟΚ σημαίνει την καθιέρωση, στο πλαίσιο της διάθεσης του προϊόντος στο χονδρεμπόριο, ενός νέου όρου που αποσκοπεί στην κάλυψη όλων των παρθένων ελαιολάδων και στην κατάργηση της σχετικής κατηγορίας. Η ΟΚΕ θεωρεί ότι η εν λόγω τροποποίηση θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή διότι βελτιώνει τις ποιοτικές παραμέτρους, όπως ο βαθμός οξύτητας, που χρησιμοποιούνται για την υπαγωγή του ελαιολάδου σε μία κατηγορία.

3.1.3.1.2. Η χρησιμοποίηση της σημερινής κατηγορίας "ελαιόλαδο" ή η προτεινόμενη από την Επιτροπή ονομασία "στάνταρ ελαιόλαδο" αναφέρεται επίσης και στα μείγματα εξευγενισμένου και παρθένου ελαιολάδου. Δεδομένου ότι, στην περίπτωση του εξευγενισμένου ελαιολάδου, μπορεί να ελεγχθεί μέσω της διαδικασίας εξευγενισμού ο βαθμός οξύτητας, ο εν λόγω βαθμός οξύτητας θα πρέπει να θεωρείται μόνον ως ένα ανώτατο όριο (1ο) το οποίο δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να υπερβαίνεται. Ωστόσο, σε επίπεδο καταναλωτή και προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία σύγχυσης, δεν θα πρέπει να θεωρείται ως κριτήριο ποιότητας και για το λόγο αυτό η ΟΚΕ θεωρεί ότι τα σχετικά στοιχεία δεν θα πρέπει να αναγράφονται στη συσκευασία.

3.1.3.1.3. Όσον αφορά την εφαρμογή των ελέγχων που είναι απαραίτητοι προκειμένου να διασφαλισθεί η ποιότητα των ελαιολάδων που καταναλώνουν οι καταναλωτές, η ΟΚΕ θεωρεί ενδιαφέρουσα την πρόταση της Επιτροπής αναφορικά με τον καθορισμό ανώτατης χωρητικότητας 5 λίτρων για τις φιάλες συσκευασίας που χρησιμοποιούνται για τη λιανική πώληση του προϊόντος.

3.1.3.1.4. Η οδηγία 2000/13/EK αναπτύσσει και προσαρμόζει στα σύγχρονα δεδομένα τους κανόνες σήμανσης των προϊόντων διατροφής. Είναι ευπρόσδεκτη κάθε προσπάθεια για την εναρμόνιση του περιεχομένου των κειμένων που αναγράφονται στα σήματα, αρκεί να αποφεύγονται οι επαναλήψεις και κυρίως υπό την προϋπόθεση ότι οι αρμόδιες για τη συσκευασία επιχειρήσεις είναι σε θέση ανά πάσα στιγμή να αποδείξουν την αλήθεια των στοιχείων που αναγράφονται. Η υπερβολική αύξηση των πληροφοριών και των ενδείξεων που αναγράφονται στο σήμα του προϊόντος, είναι πιθανόν, στην περίπτωση που δεν θεσπισθούν οι κατάλληλες ρυθμίσεις, να προκαλέσουν σύγχυση στους καταναλωτές. Για το λόγο αυτό η ΟΚΕ θεωρεί ότι οι πληροφορίες που αναγράφονται στα σήματα και γενικότερα στη συσκευασία του προϊόντος θα πρέπει να σέβονται την ισχύουσα νομοθεσία. Σε κάθε περίπτωση οι προαιρετικές ενδείξεις θα πρέπει να επιβεβαιώνονται από τους επίσημους αρμόδιους οργανισμούς ελέγχου του κάθε κράτους μέλους. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει επίσης να δοθεί τέλος στη χρήση ορισμένων πρακτικών εμπορικής προώθησης που δεν ανταποκρίνονται σε καμία περίπτωση στην πραγματικότητα.

3.1.3.1.5. Θα πρέπει να γίνει ειδική αναφορά στις προαιρετικές ενδείξεις που αφορούν την προέλευση του ελαιολάδου, ιδιαίτερα όσον αφορά τις κατηγορίες ανώτερης ποιότητας του εξαιρετικά παρθένου και του παρθένου ελαιολάδου. Η ύπαρξη παρόμοιας ένδειξης θα αυξήσει την σαφήνεια των αναγραφόμενων πληροφοριών και θα ενισχύσει τη διαφάνεια.

3.1.3.1.6. Οι προτάσεις της Επιτροπής, που προβλέπουν τη δυνατότητα αναγραφής της περιφέρειας προέλευσης των παρθένων ελαιολάδων που παράγονται στο εσωτερικό της ΕΕ αποκλειστικά για την Προστασία των Ονομασιών Προέλευσης (ΠΟΠ) και την Προστασία των Γεωγραφικών Ενδείξεων (ΠΓΕ), κρίνονται ανεπαρκείς. Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να επεκταθεί η δυνατότητα αναγραφής, σε όλα τα παρθένα ελαιόλαδα, του τόπου προέλευσης ο οποίος θα είναι και ο τόπος παραγωγής του ελαιολάδου.

3.1.3.1.7. Κατά τον τρόπο αυτό θα καταστεί δυνατή η αναγραφή του τόπου προέλευσης των ελαιολάδων που παράγονται στις διάφορες περιοχές ή στα διάφορα κράτη μέλη, ανεξάρτητα από τον τόπο της τελικής συσκευασίας τους. Κατά τον τρόπο αυτό είναι βέβαιο ότι θα διασφαλισθεί η διαφοροποίηση των ελαιολάδων που παράγονται στο εσωτερικό της ΕΕ έναντι των ελαιολάδων που εισάγονται από τρίτες χώρες.

3.1.3.2. Έλεγχοι μέσω αναλύσεων (2.3)

3.1.3.2.1. Η ΟΚΕ συμφωνεί με την πρόταση της Επιτροπής σχετικά με τη βελτίωση και ενίσχυση της ακρίβειας των αναλύσεων που έχουν ως αντικείμενο τα ελαιόλαδα με σκοπό την αποφυγή της παραγωγής ή τον εντοπισμό ελαιολάδων που δεν πληρούν τις προδιαγραφές.

3.1.3.2.2. Η οργανοληπτική ανάλυση, παρά το υψηλό κόστος ανά εξεταζόμενη μονάδα δείγματος, συνεχίζει να αποτελεί μία αξιόπιστη μέθοδο για την αξιολόγηση της ποιότητας των ελαιολάδων. Η υποκειμενικότητα που χαρακτηρίζει, επί του παρόντος, την εν λόγω ανάλυση και ο τυχαίος χαρακτήρας του δείγματος θα πρέπει να αποτελέσουν επαρκές κίνητρο για τη καταβολή μεγαλύτερων προσπαθειών ώστε να καταστεί δυνατή η εξεύρεση μίας εναλλακτικής μεθόδου ανάλυσης που μπορεί να αναπαραχθεί ευκολότερα. Είναι ωστόσο απαραίτητη η προσαρμογή της Κοινότητας στη νέα μέθοδο του Διεθνούς Ελαιοκομικού Συμβουλίου (ΔΕΣ), παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται για τη βελτίωσή του.

3.1.3.2.3. Στην εν λόγω μέθοδο ανάλυσης θα πρέπει να υποβάλλονται όλα τα ελαιόλαδα που διατίθενται στο εμπόριο εντός της ΕΕ, προκειμένου να αποφευχθεί η εφαρμογή ορισμένων πρακτικών, όπως η πώληση χύδην για τελική κατανάλωση, η οποία συνεχίζει να εφαρμόζεται σε ορισμένες χώρες παραγωγής. Η εν λόγω μορφή πώλησης αντιπροσωπεύει σημαντικό ποσοστό της συνολικής παραγωγής, φαινόμενο που πρέπει να εξαλειφθεί εάν πραγματικά επιθυμούμε να διασφαλίσουμε την ποιότητα του προϊόντος που αγοράζει ο καταναλωτής.

3.1.3.3. Oργάνωση και δραστηριότητες των επιχειρηματιών (2.4)

3.1.3.3.1. Η αναδιάρθρωση του τομέα της παραγωγής ελαιολάδου, μέσω της αξιοποίησης και της ενίσχυσης των ικανοτήτων των υφιστάμενων οργανώσεων παραγωγών του τομέα προκειμένου να αντληθεί όφελος από την αύξηση του βαθμού ολοκλήρωσης του τομέα της ελαιοκομίας, φαίνεται ότι αποτελεί την αποτελεσματικότερη λύση.

3.1.3.3.2. Η παροχή προς τους εν λόγω φορείς της δυνατότητας δραστηριοποίησης και σε άλλους τομείς, εκτός αυτών στους οποίους δραστηριοποιούνται επί του παρόντος, αποτελεί τον καλύτερο τρόπο βελτιστοποίησης των υφιστάμενων οργανωτικών πόρων. Θα πρέπει ωστόσο να αποφύγουμε τις γενικεύσεις. Η ΟΚΕ θεωρεί ότι ορισμένα ζητήματα, όπως ο έλεγχος για τον εντοπισμό περιπτώσεων απάτης ως προς τη σήμανση, θα πρέπει να αποτελούν αποκλειστική αρμοδιότητα των αντίστοιχων διοικητικών αρχών.

3.1.3.3.3. Στα νέα καθήκοντα που θα ανατεθούν στις οργανώσεις των παραγωγών μπορούν να περιληφθούν και καθήκοντα που αφορούν τη διαχείριση του τομέα και της αγοράς διότι οι υφιστάμενες οργανώσεις καλύπτουν όλο το φάσμα της παραγωγικής διαδικασίας και ως εκ τούτου έχουν τη δυνατότητα να προβούν στην άμεση συγκέντρωση αξιόπιστων πληροφοριών. Οι εν λόγω πληροφορίες, αφού αναλυθούν καταλλήλως, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για την πραγματοποίηση καλύτερων προβλέψεων ως προς την εξέλιξη των αγορών, τη λήψη αποφάσεων στον τομέα των πωλήσεων, την οργάνωση των περιόδων εμπορίας, κ.λπ., με σκοπό την καλύτερη αξιοποίηση των πόρων και την αποφυγή φαινομένων έντονων διακυμάνσεων των τιμών του ελαιολάδου στις αγορές.

3.1.3.3.4. Ένας άλλος τομέας στον οποίο θα μπορούσε να επεκταθεί το πεδίο δράσης των οργανώσεων παραγωγών, είναι ο τομέας της περιβαλλοντικής διαχείρισης των προϊόντων και των υποπροϊόντων που παράγονται στο πλαίσιο της διαδικασίας παραγωγής του ελαιολάδου, συμπεριλαμβανομένων των δράσεων που αφορούν τη φυτοϋγειονομική επεξεργασία που είναι αναγκαία για τη διατήρηση της ποιότητας των ελαίων.

3.1.3.3.5. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να διασφαλισθεί η ύπαρξη όσο το δυνατόν μεγαλύτερου συντονισμού τόσο μεταξύ των οργανώσεων παραγωγών και των διοικήσεων που είναι αρμόδιες για τους τομείς δραστηριοποίησής τους όσο και μεταξύ των κοινοτικών, κρατικών, τοπικών και περιφερειακών διοικήσεων, προκειμένου να διασφαλισθεί η συνοχή των δράσεων που αναλαμβάνονται και των αντίστοιχων κανονιστικών ρυθμίσεων.

3.2. Παρατηρήσεις σχετικά με τα συμπεράσματα προς εφαρμογή της Έκθεσης

3.2.1. Η σήμανση θα πρέπει, μετά την πάροδο μίας μεταβατικής περιόδου διάρκειας ενός έτους, να προσαρμοσθεί στα προβλεπόμενα στο πλαίσιο λειτουργίας της ΚΟΑ που θα αρχίσει να ισχύει από την 1η Νοεμβρίου 2001. Αυτή θα πρέπει να είναι και η μέγιστη περίοδος για τη συμμόρφωση προς την απαίτηση της πραγματοποίησης του λιανικού εμπορίου υποχρεωτικά σε συσκευασίες των 5 λίτρων κατ' ανώτατο όριο, οι οποίες πρέπει να διαθέτουν σύστημα που να μην επιτρέπει την επαναχρησιμοποίησή τους.

3.2.2. Η ΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει το σημαντικό έργο που επιτελεί το Διεθνές Ελαιοκομικό Συμβούλιο (ΔΕΣ) στον τομέα τόσο της προώθησης όσο και της έρευνας, και εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι δεν έχουν ληφθεί επαρκώς υπόψη πτυχές όπως η προώθηση στο εσωτερικό της ενιαίας αγοράς καθώς και το ότι δεν προβλέπεται η περαιτέρω προώθηση της έρευνας.

3.2.3. Η ΟΚΕ, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη διεθνή εμπειρία που διαθέτει το ΔΕΣ στο θέμα του ελαιολάδου όσο και την τεράστια σημασία που έχει η αλλαγή της ονομασίας για την εσωτερική και εξωτερική προώθηση του ελαιολάδου, θεωρεί ότι πριν από την πραγματοποίηση οιασδήποτε τροποποίησης των ονομασιών θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι απόψεις του εν λόγω οργάνου.

4. Τελικές παρατηρήσεις

4.1. Η ΟΚΕ επιθυμεί να επισημάνει τη σημασία που έχει ο τομέας του ελαιολάδου για την ΕΕ καθώς και την ανάγκη δημιουργίας μίας ΚΟΑ που θα επιδιώκει τη διατήρηση της εν λόγω παραγωγής που μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην επίτευξη της επιδιωκόμενης ανάπτυξης της υπαίθρου.

4.2. Η ΟΚΕ συμφωνεί με την πρόθεση της Επιτροπής να παρατείνει για δύο νέες περιόδους εμπορίας την ισχύ του υφιστάμενου καθεστώτος στήριξης του τομέα, ενόσω θα ολοκληρώνεται η κατάρτιση των συστημάτων που θα επιτρέψουν τη διαμόρφωση μίας πλήρους εικόνας της κατάστασης που επικρατεί στον τομέα της ελαιοκομίας. Ωστόσο, θα πρέπει να υπάρξει διόρθωση ορισμένων μηχανισμών όπως ο μηχανισμός της αποθήκευσης από ιδιώτες ο οποίος αποδείχθηκε ελάχιστα αποτελεσματικός σε περιόδους χαμηλών τιμών στις αγορές.

4.3. Η ΟΚΕ επικροτεί τόσο την πρόθεση της Επιτροπής να εξασφαλίσει την καλύτερη ενημέρωση των καταναλωτών σχετικά με τα ελαιόλαδα που διατίθενται στην αγορά όσο και το γεγονός ότι δίδεται η δυνατότητα τροποποίησης ορισμένων ονομασιών, βάσει μίας στρατηγικής για τη βελτίωση της ποιότητας των εν λόγω ελαιολάδων. Ο καθορισμός των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών θα πρέπει να επισπευσθεί, ώστε να μην χρειασθεί να περιμένουμε ακόμη δύο περιόδους εμπορίας για να τεθούν σε εφαρμογή.

4.4. Η ΟΚΕ τάσσεται υπέρ της ενίσχυσης της έρευνας στον τομέα με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας του παραγομένου ελαιολάδου και του επιπέδου των εξαγωγών.

4.5. Η ΟΚΕ θεωρεί απαραίτητη τόσο τη συνέχιση όσο και την ενίσχυση της πολιτικής προώθησης που εφαρμόζει στον εν λόγω τομέα η ΕΕ με στόχο αφενός τη ρύθμιση των αγορών και αφετέρου την αύξηση των εξαγωγών ελαιολάδου.

Βρυξέλλες, 30 Μαΐου 2001.

Ο Πρόεδρος

της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Göke Frerichs

(1) EE C 287 της 22.9.1997.

(2) EE C 287 της 22.9.1997.

(3) EE C 287 της 22.9.1997.

Top