EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32005R0713

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 713/2005 του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 2005, για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές ορισμένων αντιβιοτικών ευρέος φάσματος καταγωγής Ινδίας

ΕΕ L 121 της 13.5.2005, p. 1–45 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)
ΕΕ L 352M της 31.12.2008, p. 133–177 (MT)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (BG, RO, HR)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 14/05/2010: This act has been changed. Current consolidated version: 30/11/2008

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2005/713/oj

13.5.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 121/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 713/2005 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 10ης Μαΐου 2005

για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές ορισμένων αντιβιοτικών ευρέος φάσματος καταγωγής Ινδίας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2026/97 του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) (εφεξής «βασικός κανονισμός»), και ιδίως τα άρθρα 18 και 19,

την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

A.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

I.   Προηγούμενη έρευνα και ισχύοντα μέτρα

(1)

Το Συμβούλιο, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2164/98 (2), επέβαλε οριστικό αντισταθμιστικό δασμό στις εισαγωγές ορισμένων αντιβιοτικών ευρέος φάσματος, δηλαδή τριυδρική αμοξικιλλίνη, τριυδρική αμπικιλλίνη και κεφαλεξίνη που δεν παρέχονται σε μετρημένες δόσεις ή σε μορφές ή συσκευασίες για τη λιανική πώληση (εφεξής «υπό εξέταση προϊόν»), τα οποία υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ ex 2941 10 10, ex 2941 10 20 και ex 2941 90 00 καταγωγής Ινδίας. Τα μέτρα αυτά έλαβαν τη μορφή ενός κατ’ αξία δασμού που κυμαινόταν μεταξύ 0 % και 12 % για μεμονωμένους εξαγωγείς, με υπόλοιπο δασμό 14,6 % επί των εισαγωγών άλλων εξαγωγέων.

II.   Αίτηση επανεξέτασης ενόψει της λήξεως ισχύος των μέτρων συνδυασμένη με ενδιάμεση επανεξέταση

(2)

Μετά τη δημοσίευση ανακοίνωσης για την επικείμενη λήξη (3) των ισχυόντων οριστικών μέτρων, η Επιτροπή έλαβε αίτηση για έναρξη επανεξέτασης ενόψει της λήξεως των μέτρων συνδυασμένης με ενδιάμεση επανεξέταση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2164/98, σύμφωνα με τα άρθρα 18 παράγραφος 2 και 19 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, από συνδεόμενους κοινοτικούς παραγωγούς του ομοειδούς προϊόντος, τη Sandoz GmbH της Αυστρίας, και τη Sandoz Industrial Products SA της Ισπανίας (εφεξής «αιτούντες»). Οι αιτούντες αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό, στην προκειμένη περίπτωση άνω των 40 %, της συνολικής κοινοτικής παραγωγής ορισμένων αντιβιοτικών ευρέος φάσματος.

(3)

Η αίτηση βασίσθηκε στο επιχείρημα ότι η λήξη των μέτρων πιθανόν να έχει ως αποτέλεσμα τη συνέχιση ή την επανάληψη της επιδότησης και της ζημίας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και ότι το επίπεδο των ισχυόντων μέτρων είναι, κατά τους ισχυρισμούς, ακατάλληλο για την εξουδετέρωση της επιδότησης που προκαλεί ζημία.

(4)

Πριν από την έναρξη της επανεξέτασης ενόψει της λήξεως ισχύος των μέτρων συνδυασμένης με ενδιάμεση επανεξέταση, και σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 1 και το άρθρο 10 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή ανακοίνωσε στις δημόσιες αρχές της Ινδίας («ΔΑΙ») ότι είχε λάβει δεόντως τεκμηριωμένη αίτηση επανεξέτασης. Οι ΔΑΙ κλήθηκαν σε διαβουλεύσεις με σκοπό να διευκρινισθεί η κατάσταση όσον αφορά το περιεχόμενο της καταγγελίας και να επιτευχθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση. Οι ΔΑΙ απέρριψαν την πρόσκληση της Επιτροπής για τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων.

III.   Αίτηση για επανεξέταση ενόψει της λήξεως ισχύος συνδυασμένη με ενδιάμεση επανεξέταση

(5)

Η Επιτροπή εξέτασε τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλαν οι αιτούντες και θεώρησε ότι είναι επαρκή ώστε να δικαιολογείται η έναρξη επανεξέτασης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 παράγραφος 2 και του άρθρου 19 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Μετά από διαβουλεύσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η Επιτροπή άρχισε, με ανακοίνωση που δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (4), επανεξέταση ενόψει της λήξεως ισχύος συνδυασμένη με ενδιάμεση επανεξέταση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2164/98.

IV.   Περίοδος έρευνας

(6)

Η έρευνα κάλυψε την περίοδο από 1ης Απριλίου 2002 έως τις 31 Μαρτίου 2003 (εφεξής «περίοδος έρευνας της επανεξέτασης» ή «ΠΕ»). Η ανάλυση των τάσεων που είχαν σχέση με τον προσδιορισμό της ζημίας κάλυψε την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1997 έως το τέλος της περιόδου έρευνας της επανεξέτασης (εφεξής «υπό εξέταση περίοδος»).

V.   Μέρη που αφορά η έρευνα

(7)

Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα τους αιτούντες, άλλους γνωστούς κοινοτικούς παραγωγούς, παραγωγούς-εξαγωγείς, εισαγωγείς, ανάντη προμηθευτές, χρήστες και τις ΔΑΙ για την έναρξη της έρευνας. Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν τη δυνατότητα να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους γραπτώς και να ζητήσουν ακρόαση. Τα προφορικά και γραπτά επιχειρήματα που υπέβαλαν τα μέρη εξετάσθηκαν και, κατά περίπτωση, ελήφθησαν υπόψη.

(8)

Λόγω του κατά τα φαινόμενα μεγάλου αριθμού παραγωγών-εξαγωγέων του υπό εξέταση προϊόντος στην Ινδία που κατονομάσθηκαν στην αίτηση, εξετάσθηκε το ενδεχόμενο χρήσης δειγματοληπτικών μεθόδων για την έρευνα σχετικά με την επιδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 27 του βασικού κανονισμού.

(9)

Εντούτοις, περιορισμένος μόνο αριθμός παραγωγών-εξαγωγέων αναγγέλθηκε και υπέβαλε τις πληροφορίες που ζητήθηκαν για τη δειγματοληψία. Συνεπώς, η χρησιμοποίηση τεχνικών δειγματοληψίας κρίθηκε περιττή.

(10)

Η Επιτροπή έστειλε ερωτηματολόγια σε όλα τα μέρη που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται, καθώς και σε όλες τις άλλες εταιρείες που αναγγέλθηκαν εντός της προθεσμίας που καθορίσθηκε στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας. Απαντήσεις υπέβαλαν πέντε κοινοτικοί παραγωγοί, επτά παραγωγοί-εξαγωγείς, ένας εισαγωγέας, δύο ανάντη προμηθευτές του προϊόντος και οι ΔΑΙ.

(11)

Η Επιτροπή αναζήτησε και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που έκρινε αναγκαίες για τον καθορισμό του ντάμπινγκ, της ζημίας και του συμφέροντος της Κοινότητας, για να προσδιορισθεί κατά πόσον είναι πιθανή η συνέχιση ή επανάληψη της επιδότησης και της ζημίας, καθώς και κατά πόσον η διατήρηση ή τροποποίηση των μέτρων δεν θα ήταν αντίθετη προς τα συμφέροντα της Κοινότητας. Πραγματοποιήθηκαν, επίσης, επιτόπιοι έλεγχοι στις εγκαταστάσεις των ακόλουθων ενδιαφερόμενων μερών:

1.

Κοινοτικοί παραγωγοί

Η DSM Anti-Infectives BV, Delft (Κάτω Χώρες), που απάντησε επίσης στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής εξ ονόματος της DSM Anti-Infectives Deretil SA, Almeria, (Ισπανία) and DSM Anti-Infectives Chemferm SA, Santa Perpetua de Mogoda, (Ισπανία). Οι τρεις αυτές εταιρείες καλούνται εφεξής από κοινού «DSM».

Η Sandoz GmbH (πρώην Biochemie GmbH), Kundl (Αυστρία), που απάντησε επίσης στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής εξ ονόματος της Sandoz Industrial Products SA (πρώην Biochemie SA), Βαρκελώνη (Ισπανία). Οι τρεις αυτές εταιρείες καλούνται εφεξής από κοινού «Sandoz».

2.

Οι δημόσιες αρχές της Ινδίας

Υπουργείο Εμπορίου, Νέο Δελχί.

3.

Οι παραγωγοί-εξαγωγείς στην Ινδία

KDL Biotech Ltd (πρώην Kopran Ltd), Mumbai,

Orchid Chemicals & Pharmaceuticals Ltd, Chennai

Nectar Lifesciences Ltd, Chandigarh,

Ranbaxy Laboratories Ltd, Νέο Δελχί

Nestor Pharmaceuticals Ltd, Νέο Δελχί,

Torrent Γκουτζαράτ Biotech Ltd, Ahmedabad,

Surya Pharmaceutical Ltd, Chandigarh.

VI.   Κοινολόγηση και σχόλια για τη διαδικασία

(12)

Οι ΔΑΙ και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν για τα βασικά πραγματικά περιστατικά και παρατηρήσεις βάσει των οποίων επρόκειτο να προταθεί η συνέχιση των μέτρων. Τους παραχωρήθηκε επίσης εύλογο χρονικό διάστημα για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Ορισμένα μέρη υπέβαλαν τα σχόλια τους γραπτά. Επιπλέον, οι ΔΑΙ και οι τρεις παραγωγοί-εξαγωγείς υπέβαλαν τις απόψεις τους σε ακροάσεις μετά την κοινολόγηση των μέτρων, και επακολούθησε η υποβολή συνοπτικής παρουσίασης των απόψεών τους μετά την ακρόαση. Όλες οι παρατηρήσεις και τα σχόλια λήφθηκαν δεόντως υπόψη όπως αναφέρεται παρακάτω.

(13)

Οι ΔΑΙ και ένας παραγωγός-εξαγωγέας τόνισαν, κατά τη διάρκεια ακρόασης μετά την κοινολόγηση, ότι οι αιτούντες δεν παρήγαγαν έναν τύπο του ομοειδούς προϊόντος, ήτοι την κεφαλεξίνη, και ισχυρίσθηκαν ότι λόγω αυτού του τύπου πρέπει να θεωρηθεί άκυρη η έναρξη της έρευνας.

(14)

Σε απάντηση προς αυτήν την παρατήρηση, θα πρέπει να υπενθυμισθεί ότι ήδη κατά την αρχική έρευνα είχε διαπιστωθεί ότι όλοι οι τύποι του υπό εξέταση προϊόντος (βλέπε κατωτέρω, τμήμα Β) αποτελούν ενιαία κατηγορία του προϊόντος (5). Όλοι οι τύποι ανήκουν στην ίδια κατηγορία, ήτοι χύμα ημισυνθετικά αντιβιοτικά ευρέος φάσματος, και έχουν τη ίδια χρήση, ήτοι ενσωματώνονται σε δοσολογικές μορφές που είναι αποτελεσματικές για τη θεραπεία ενός φάσματος μολυσματικών νόσων. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι όλοι οι τύποι αποτελούν, για τους σκοπούς της εν λόγω διαδικασίας, ενιαίο προϊόν που παράγεται από τους αιτούντες, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

(15)

Οι ΔΑΙ και ένας παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίσθηκαν ότι οι μη εμπιστευτικές απαντήσεις των κοινοτικών παραγωγών στο ερωτηματολόγιο δεν ήταν επαρκώς λεπτομερείς και τεκμηριωμένες σύμφωνα με το άρθρο 29 του βασικού κανονισμού. Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η έλλειψη πληροφοριών στις απαντήσεις στο μη εμπιστευτικό ερωτηματολόγιο στέρησε από τους συνεργαζόμενους εξαγωγείς μια πραγματική ευκαιρία να προασπιστούν τα συμφέροντά τους όσον αφορά την ανάλυση της ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας.

(16)

Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως αναφέρεται κατωτέρω στο τμήμα Ε, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής κατά την παρούσα έρευνα συνίσταται σε δύο μόνο μέρη, ήτοι την Sandoz και τη DSM. Επιπλέον, το ένα μέρος παρήγαγε μόνο τριυδρική αμοξικιλλίνη και τριυδρική αμπικιλλίνη, ενώ το άλλο παρήγαγε και κεφαλεξίνη. Αυτές οι ειδικές περιστάσεις όσον αφορά τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής αύξησαν την εμπιστευτική φύση ορισμένων στοιχείων που υποβλήθηκαν κατά την έρευνα. Εν πάση περιπτώσει, ο φάκελος που είναι στη διάθεση των ενδιαφερομένων μερών για εξέταση περιέχει τις μη εμπιστευτικές απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο και των δύο κοινοτικών παραγωγών, όπου τα εμπιστευτικά στοιχεία υποβλήθηκαν υπό μορφή δείκτη για να καταστεί δυνατή η ικανοποιητική κατανόηση των πληροφοριών που υποβλήθηκαν εμπιστευτικά. Ως εκ τούτου, οι μη εμπιστευτικές απαντήσεις των κοινοτικών παραγωγών στο ερωτηματολόγιο εξακολουθεί να θεωρείται ότι συμμορφώνονται στις διατάξεις του άρθρου 29 του βασικού κανονισμού. Επιπλέον, είναι σκόπιμο να σημειώσουμε ότι τα στοιχεία για τη ζημία που παρουσιάζονται υπό μορφή δείκτη, όπως κοινολογήθηκαν και αναφέρονται στο τμήμα στ) του παρόντος κανονισμού, έδωσαν σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη αρκετά ακριβή εικόνα της ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας, ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσουν την ανάλυση και να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους.

B.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

I.   Υπό εξέταση προϊόν

(17)

Το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο του παρόντος κανονισμού είναι το ίδιο με αυτό που αποτελεί αντικείμενο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2164/98, δηλαδή τριυδρική αμοξικιλλίνη, τριυδρική αμπικιλλίνη και κεφαλεξίνη που δεν παρέχονται σε μετρημένες δόσεις ή μορφές ή συσκευασίες για τη λιανική πώληση, που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ ex 2941 10 10, ex 2941 10 20 και ex 2941 90 00 καταγωγής Ινδίας (εφεξής «υπό εξέταση προϊόν»).

II.   Ομοειδές προϊόν

(18)

Κατά την ακρόαση μετά την κοινολόγηση, οι ΔΑΙ και ένας παραγωγός-εξαγωγέας επέστησαν την προσοχή στο γεγονός ότι ένας κοινοτικός παραγωγός ανέφερε ορισμένες διαφορές όσον αφορά τη «σταθερότητα, την καθαρότητα, τον προσδιορισμό, τις γαληνικές ιδιότητες κ.λπ.» κατά τη σύγκριση του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος. Επιπλέον, ο μόνος συνεργασθείς εισαγωγέας ανέφερε τις διαφορές όσον αφορά την υδατοδιαλυτότητα.

(19)

Εντούτοις, τόσο το υπό εξέταση προϊόν όσο και το ομοειδές προϊόν πρέπει να ανταποκρίνεται σε ορισμένες προδιαγραφές της ίδιας διεθνούς φαρμακοποιίας. Συνεπώς, παρόλο που δεν είναι όμοια από όλες τις απόψεις, έχουν στενές ομοιότητες, κατά τα απαιτούμενα από το άρθρο 1 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

(20)

Ως εκ τούτου, η έρευνα επιβεβαίωσε ότι η τριυδρική αμοξικιλλίνη, η τριυδρική αμπικιλλίνη και η κεφαλεξίνη που παράγονται και πωλούνται στην Κοινότητα από τους κοινοτικούς παραγωγούς έχουν πανομοιότυπα ή παρόμοια φυσικά χαρακτηριστικά και χρήσεις με το υπό εξέταση προϊόν και συνεπώς αποτελούν ομοειδές προϊόν, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

Γ.   ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΙΣ

I.   Εισαγωγή

(21)

Με βάση τις πληροφορίες που περιέχει η καταγγελία και τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής, εξετάσθηκαν τα ακόλουθα καθεστώτα, στο πλαίσιο των οποίων, κατά τους ισχυρισμούς, χορηγήθηκαν επιδοτήσεις:

1.   Εθνικά καθεστώτα

α)

Καθεστώς προκαταβολικής άδειας.

β)

Καθεστώς πιστώσεων εισαγωγικών δασμών.

γ)

Καθεστώς Ειδικών Οικονομικών Ζωνών/Καθεστώς μονάδων εξαγωγικού προσανατολισμού.

δ)

Καθεστώς προώθησης των εξαγωγών που αφορούν κεφαλαιουχικά αγαθά.

ε)

Καθεστώτα απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος:

καθεστώς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος από εξαγωγές,

κίνητρο απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος για έρευνα και ανάπτυξη.

στ)

Καθεστώς εξαγωγικών πιστώσεων.

(22)

Τα καθεστώτα α) έως δ) που αναφέρονται ανωτέρω βασίζονται στο νόμο του 1992 περί αναπτύξεως και ρυθμίσεως του εξωτερικού εμπορίου (αριθ. 22 του 1992), ο οποίος άρχισε να ισχύει στις 7 Αυγούστου 1992 («νόμος περί εξωτερικού εμπορίου»). Ο νόμος για το εξωτερικό εμπόριο εξουσιοδοτεί τις ΔΑΙ να δημοσιεύουν ανακοινώσεις που αφορούν την πολιτική στον τομέα των εισαγωγών και εξαγωγών. Οι ανακοινώσεις αυτές συνοψίζονται στα έγγραφα με τίτλο «Πολιτική εξαγωγών και εισαγωγών», που εκδίδονται από το υπουργείο Εμπορίου ανά πενταετία και αναπροσαρμόζονται στην τρέχουσα κατάσταση ετησίως. Ένα έγγραφο πολιτικής εξαγωγών και εισαγωγών είναι σχετικό με την περίοδο έρευνας της επανεξέτασης για την προκειμένη περίπτωση, ήτοι το πενταετές σχέδιο που αφορά την περίοδο από 1ης Απριλίου 2002 έως 31 Μαρτίου 2007 (έγγραφο «πολιτικής ΕΞ/ΕΙΣ» 02-07). Επιπλέον, οι ΔΑΙ εκθέτουν επίσης τις διαδικασίες που διέπουν την πολιτική ΕΞ/ΕΙΣ 02-07 σε εγχειρίδιο των διαδικασιών — 1 Απριλίου 2002 έως 31 Μαρτίου 2007, τόμος I («ΕΔ I 02-07») (6). Το εγχειρίδιο διαδικασιών αναπροσαρμόζεται επίσης τακτικά.

(23)

Τα καθεστώτα για την απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος που αναφέρονται στο σημείο ε) βασίζονται στον νόμο περί απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος, ο οποίος τροποποιείται ετησίως από τον νόμο περί δημοσίων οικονομικών.

(24)

Το καθεστώς εξαγωγικών πιστώσεων που διευκρινίζεται στο σημείο στ) βασίζεται στα τμήματα 21 και 35 Α του νόμου περί τραπεζικού ελέγχου του 1949, που επιτρέπει στην Τράπεζα Καταθέσεων της Ινδίας να δίνει εντολές σε εμπορικές τράπεζες στον τομέα των εξαγωγικών πιστώσεων.

2.   Περιφερειακά καθεστώτα

(25)

Βάσει των πληροφοριών που περιέχει η αίτηση για επανεξέταση και των απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής, η Επιτροπή εξέτασε επίσης ορισμένα καθεστώτα στο πλαίσιο των οποίων χορηγούνται, κατά τους ισχυρισμούς, επιδοτήσεις από τις περιφερειακές διοικήσεις ή τις αρχές ορισμένων πολιτειών της Ινδίας.

α)

Πολιτεία του Πουντζάμπ,

Καθεστώς βιομηχανικών κινήτρων της πολιτείας του Πουντζάμπ.

Το εν λόγω καθεστώς βασίζεται στον κώδικα βιομηχανικής πολιτικής και κινήτρων της κυβέρνησης του Πουντζάμπ.

β)

Πολιτεία Γκουτζαράτ,

Καθεστώς βιομηχανικών κινήτρων της πολιτείας του Γκουτζαράτ,

Επιστροφή τελών ηλεκτρικής ενέργειας,

Το πρώτο καθεστώς βασίζεται στην πολιτική βιομηχανικών κινήτρων του Γκουτζαράτ, ενώ το δεύτερο καθεστώς βασίζεται στον νόμο περί τελών για την ηλεκτρική ενέργεια της Βομβάης του 1958.

γ)

Πολιτεία του Μαχαράστρα,

Καθεστώς παροχής κινήτρων από μέρους των δημοσίων αρχών του Μαχαράστρα («ΔΑΜ»). Το εν λόγω καθεστώς βασίζεται σε αποφάσεις της Υπηρεσίας Βιομηχανίας, Ενέργειας και Εργασίας των ΔΑΜ.

(26)

Ένα καθεστώς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος (κίνητρο απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος για έρευνα και ανάπτυξη) και τρία περιφερειακά καθεστώτα (βιομηχανικά κίνητρα του Πουντζάμπ, βιομηχανικά κίνητρα του Γκουτζαράτ και επιστροφή του τέλους για την ηλεκτρική ενέργεια στο Γκουτζαράτ) δεν αναφέρθηκαν στην αίτηση για επανεξέταση. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 1 και το άρθρο 11 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή ανακοίνωσε στις ΔΑΙ το ενδεχόμενο επέκτασης του πεδίου έρευνας έτσι ώστε να συμπεριληφθούν αυτά τα καθεστώτα. Οι ΔΑΙ κλήθηκαν σε διαβουλεύσεις με σκοπό να διευκρινισθεί η κατάσταση όσον αφορά την καταγγελία σχετικά με τα καθεστώτα και να επιτευχθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση. Μετά τις εν λόγω διαβουλεύσεις, και ελλείψει αμοιβαία συμφωνημένης λύσεως σχετικά με αυτά τα τέσσερα καθεστώτα, η Επιτροπή συμπεριέλαβε αυτά τα καθεστώτα στην έρευνα για επιδότηση.

3.   Γενικά σχόλια για τις επιδοτήσεις μετά την κοινολόγηση

(27)

Δύο παραγωγοί-εξαγωγείς ισχυρίσθηκαν ότι το καθεστώς προκαταβολικής άδειας, το καθεστώς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος για έρευνα και ανάπτυξη και το καθεστώς εξαγωγικών πιστώσεων θα πρέπει να εξαιρεθούν από την παρούσα έρευνα, διότι η επανεξέταση θα πρέπει να καλύπτει μόνο καθεστώτα για τα οποία είχε γίνει αρχικά έρευνα. Στην προκειμένη περίπτωση, αυτά τα τρία καθεστώτα και τα περιφερειακά καθεστώτα που αποτελούν αντικείμενο έρευνας δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο της αρχικής έρευνας.

(28)

Εντούτοις, οι σχετικές διατάξεις του βασικού κανονισμού σχετικά με την ενδιάμεση αναθεώρηση και την αναθεώρηση ενόψει της λήξεως των μέτρων δεν ορίζουν τόσο στενή προσέγγιση για τις επανεξετάσεις. Παραδείγματος χάριν, μια ενδιάμεση επανεξέταση θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των μέτρων, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, εάν τα ισχύοντα μέτρα δεν επαρκούν για την εξουδετέρωση της αντισταθμίσιμης επιδότησης. Το άρθρο 19 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού απαιτεί περαιτέρω εξέταση για το «κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική μεταβολή των συνθηκών όσον αφορά την παροχή επιδοτήσεων […]». Συνεπώς, μια ενδιάμεση επανεξέταση σχετικά με τις επιδοτήσεις μπορεί να οδηγήσει από μόνη της σε πλήρη επανεξέταση του πλαισίου επιδοτήσεων που θα μπορούσαν να ευνοήσουν το υπό εξέταση προϊόντος, και όχι μόνο των καθεστώτων επιδότησης που αποτέλεσαν αρχικά αντικείμενο έρευνας. Επιπλέον, μια επανεξέταση ενόψει της λήξεως των μέτρων δεν πρέπει να βασίζεται μόνο στα καθεστώτα που αποτέλεσαν αρχικά αντικείμενο επανεξέτασης. Το άρθρο 18 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού αναφέρεται σε «συνέχιση ή σε επανάληψη της επιδότησης», ήτοι γενικά, και όχι μόνο για τα καθεστώτα επιδότησης που αποτέλεσαν αντικείμενο αρχικής έρευνας. Ως εκ τούτου, οι επανεξετάσεις δεν περιορίζονται στα καθεστώτα που αποτέλεσαν αντικείμενο αρχικής έρευνας, αλλά απαιτούν τον προσδιορισμό των τρεχουσών και μελλοντικών επιδοτήσεων, συμπεριλαμβανομένων προγραμμάτων που αρχικά δεν αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας. Πράγματι, μόνο μια τέτοια προσέγγιση επιτρέπει την κατάλληλη ανάλυση της κατάστασης σχετικά με τις επιδοτήσεις κατά τη διάρκεια μιας δεδομένης περιόδου επανεξέτασης. Ειδάλλως, οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να καταστρατηγούν τους κανόνες περί επιδοτήσεων με απλή μετονομασία του καθεστώτος ή με ελαφρές διαρθρωτικές αλλαγές στο εκάστοτε καθεστώς. Αυτό θα έθιγε το αντικείμενο και τον σκοπό των αντισταθμιστικών μέτρων, που είναι η αντιστάθμιση της επιζήμιας επιδότησης.

II.   Εθνικά καθεστώτα

1.   Καθεστώς προκαταβολικής άδειας (Advance Licence Scheme – «ALS»)

α)   Νομική βάση

(29)

Η λεπτομερής περιγραφή του καθεστώτος βρίσκεται στις παραγράφους 4.1.1 έως 4.1.14 των εγγράφων πολιτικής ΕΞ/ΕΙΣ 2002-2007 και στα κεφάλαια 4.1 έως 4.30 του ΕΔ I 02-07.

β)   Επιλεξιμότητα

(30)

Το ALS αποτελείται από έξι επιμέρους καθεστώτα, όπως περιγράφεται λεπτομερέστερα στην αιτιολογική σκέψη 31. Τα εν λόγω επιμέρους καθεστώτα διαφέρουν, μεταξύ άλλων, όσον αφορά την επιλεξιμότητα. Οι κατασκευαστές-εξαγωγείς και οι έμποροι-εξαγωγείς που είναι «υποχρεωμένοι» να υποστηρίζουν τους κατασκευαστές έχουν δικαίωμα να χρησιμοποιούν το καθεστώς ALS για τις πραγματικές εξαγωγές και το ALS για τις ετήσιες ανάγκες. Οι κατασκευαστές-εξαγωγείς που προμηθεύουν το προϊόν στον τελευταίο εξαγωγέα είναι επιλέξιμοι για το καθεστώς ALS όσον αφορά τις ενδιάμεσες προμήθειες. Οι κύριες επιχειρήσεις που προμηθεύουν το προϊόν στις κατηγορίες «προβλεπομένων εξαγωγών» που αναφέρονται στην παράγραφο 8 σημείο 2 του εγγράφου της πολιτικής ΕΞ/ΕΙΣ 02-07, ως προμηθευτές μιας μονάδας εξαγωγικού προσανατολισμού, είναι επιλέξιμοι για προβλεπόμενες εξαγωγές υπό καθεστώς ALS. Τελικά, οι ενδιάμεσοι προμηθευτές των κατασκευαστών-εξαγωγέων είναι επιλέξιμοι ως αποδέκτες των οφελών που προκύπτουν από «προβλεπόμενες εξαγωγές» στο πλαίσιο των επιμέρους καθεστώτων προκαταβολικών εντολών παράδοσης (ARO) και τριγωνικών εγχωρίων πιστώσεων.

γ)   Πρακτική εφαρμογή

(31)

Προκαταβολικές άδειες δύνανται να εκδίδονται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

i)   Πραγματικές εξαγωγές: πρόκειται για το κύριο επιμέρους καθεστώς. Προβλέπει την εισαγωγή με δασμολογική απαλλαγή των συντελεστών παραγωγής για την παραγωγή συγκεκριμένου προϊόντος εξαγωγής. Ο όρος «πραγματικές» στο πλαίσιο αυτό σημαίνει ότι το προϊόν εξαγωγής πρέπει να εγκαταλείψει το ινδικό έδαφος. Οι επιτρεπόμενες εισαγωγές και η υποχρέωση για εξαγωγές, συμπεριλαμβανομένου του τύπου του προϊόντος εξαγωγής, διευκρινίζονται στην άδεια.

ii)   Ετήσιες ανάγκες: αυτή η άδεια δεν αφορά συγκεκριμένο προϊόν εξαγωγής, αλλά ευρύτερη ομάδα προϊόντων (π.χ. χημικά και συναφή προϊόντα). Ο κάτοχος της άδειας μπορεί -μέχρι συγκεκριμένου ορίου αξίας που καθορίζεται βάσει της προηγούμενης εξαγωγικής επίδοσής του- να εισάγει ατελώς οποιοδήποτε συντελεστή παραγωγής χρειάζεται να χρησιμοποιήσει στην παραγωγή οποιουδήποτε είδους υπάγεται στην εν λόγω ομάδα προϊόντων. Μπορεί να επιλέξει να εξάγει οποιοδήποτε προϊόν υπάγεται στην ομάδα προϊόντων όπου χρησιμοποιούνται συντελεστές παραγωγής απαλλαγμένοι δασμών.

iii)   Ενδιάμεσες προμήθειες: αυτό το επιμέρους καθεστώς καλύπτει περιπτώσεις όπου δύο κατασκευαστές σκοπεύουν να παράγουν ενιαίο εξαγωγικό προϊόν και να μοιρασθούν τη διαδικασία παραγωγής. Ο κατασκευαστής-εξαγωγέας παράγει το ενδιάμεσο προϊόν. Μπορεί να εισάγει συντελεστές ατελώς και για τον σκοπό αυτό, μπορεί να εξασφαλίζει ALS για τις ενδιάμεσες προμήθειες. Ο τελικός εξαγωγέας ολοκληρώνει την παραγωγή και είναι υποχρεωμένος να εξάγει το τελικό προϊόν.

iv)   Προβλεπόμενες εξαγωγές: αυτό το επιμέρους καθεστώς επιτρέπει στην κύρια επιχείρηση να εισάγει ατελώς συντελεστές παραγωγής που είναι απαραίτητοι για να κατασκευασθούν προϊόντα που θα πωληθούν ως «προβλεπόμενες εξαγωγές» στις κατηγορίες πελατών που αναφέρονται στην παράγραφο 8 σημείο 2 στοιχεία β) έως στ), ζ), θ) και ι), του εγγράφου πολιτικής ΕΞ/ΕΙΣ 02-07. Σύμφωνα με τις ΔΑΙ, οι προβλεπόμενες εξαγωγές αφορούν τις συναλλαγές για τις οποίες τα παρεχόμενα προϊόντα δεν εγκαταλείπουν τη χώρα. Ορισμένες κατηγορίες προμήθειας θεωρούνται ως «προβλεπόμενες εξαγωγές» υπό τον όρο ότι τα προϊόντα παρασκευάζονται στην Ινδία, π.χ. αυτό ισχύει για την προμήθεια προϊόντων σε μονάδες εξαγωγικού προσανατολισμού ή σε εταιρεία που βρίσκεται σε ειδική οικονομική ζώνη.

v)   Προκαταβολικές εντολές παράδοσης (ARO): ο κάτοχος άδειας ALS που σκοπεύει να προμηθευτεί τους συντελεστές παραγωγής από εγχώριες πηγές, και όχι με απευθείας εισαγωγή, έχει τη δυνατότητα να τους προμηθεύεται με ARO. Στις περιπτώσεις αυτές, οι προκαταβολικές άδειες επικυρώνονται ως ARO και οπισθογραφούνται για τον εγχώριο προμηθευτή κατά την παράδοση των συντελεστών παραγωγής που αναφέρονται σε αυτές. Η οπισθογράφηση των ARO παρέχει το δικαίωμα στον προμηθευτή να συμμετάσχει στα οφέλη των προβλεπομένων εξαγωγών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 8 σημείο 3 του εγγράφου της πολιτικής ΕΞ/ΕΙΣ 02-07 (ήτοι καθεστώς ALS για τις ενδιάμεσες προμήθειες/προβλεπόμενες εξαγωγές, επιστροφή των εξαγωγικών δασμών για τις προβλεπόμενες εξαγωγές και επιστροφή του τελικού ειδικού φόρου κατανάλωσης). Ο μηχανισμός ARO επιστρέφει φόρους και δασμούς στον προμηθευτή αντί να τους επιστρέφει στον τελευταίο εξαγωγέα υπό μορφή επιστροφής δασμών. Η επιστροφή φόρων/δασμών ισχύει τόσο για τους εγχώριους συντελεστές παραγωγής όσο και για τους εισαγόμενους.

vi)   Τριγωνικές εγχώριες πιστώσεις: Το εν λόγω επιμέρους καθεστώς καλύπτει εκ νέου εγχώριες προμήθειες σε κάτοχο άδειας ALS. Ο κάτοχος άδειας ALS μπορεί να απευθύνεται σε Τράπεζα για το άνοιγμα εγχώριας πιστώσεως προς όφελος ντόπιου προμηθευτή. Η άδεια επικυρώνεται από την Τράπεζα για άμεση εισαγωγή, μόνον όσον αφορά την αξία και τον όγκο των συντελεστών παραγωγής που αντλούνται από εγχώρια πηγή αντί να εισαχθούν. Ο ντόπιος προμηθευτής θα έχει τη δυνατότητα να αποκομίζει οφέλη από την προβλεπόμενη εξαγωγή, όπως ορίζει η παράγραφος 8 σημείο 3 του εγγράφου πολιτικής ΕΞ/ΕΙΣ 02-07 (ήτοι καθεστώς ALS για ενδιάμεσες προμήθειες/προβλεπόμενη εξαγωγή, επιστροφή εξαγωγικών δασμών για προβλεπόμενη εξαγωγή και επιστροφή τελικού ειδικού φόρου κατανάλωσης).

Διαπιστώθηκε ότι, κατά την περίοδο της έρευνας επανεξέτασης, οι συνεργασθέντες εξαγωγείς πέτυχαν παραχωρήσεις μόνο για τέσσερα επιμέρους καθεστώτα που σχετίζονται με το υπό εξέταση προϊόν, ήτοι α) πραγματικές εξαγωγές υπό καθεστώς ALS, β) καθεστώς ALS για ετήσιες ανάγκες γ) καθεστώς ALS για ενδιάμεσες προμήθειες σε τελικό εξαγωγέα και δ) προβλεπόμενη εξαγωγή υπό καθεστώς ALS για προμήθεια σε μονάδα εξαγωγικού προσανατολισμού/εργοστασιακές μονάδες σε ειδική οικονομική ζώνη. Συνεπώς, δεν είναι απαραίτητο να διαπιστωθεί ο αντισταθμιστικός χαρακτήρας του ε) καθεστώτος ARO και στ) καθεστώτος τριγωνικής εγχώριας πίστωσης.

(32)

Για λόγους επαλήθευσης από τις ινδικές αρχές, ο κάτοχος άδειας υποχρεούται δια νόμου να τηρεί «πραγματικές και σύμφωνα με τον οριζόμενο τύπο καταχωρίσεις για την κατανάλωση και χρησιμοποίηση των εισαγόμενων εμπορευμάτων» σε σχέση με κάθε άδεια, με συγκεκριμένη μορφή (κεφάλαιο 4.30 και προσάρτημα 18 ΕΔ I 02-07), δηλαδή ένα βιβλίο πραγματικής κατανάλωσης («βιβλίο που αναφέρεται στο προσάρτημα 18»).

(33)

Όσον αφορά τα επιμέρους καθεστώτα i), iii) και iv) που αναφέρονται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 31, τόσο οι επιτρεπόμενες εισαγωγές όσο και η υποχρέωση εξαγωγών (συμπεριλαμβανομένων των προβλεπομένων εξαγωγών) καθορίζονται κατ’ όγκο και κατ’ αξία από τις ΔΑΙ και αναγράφονται στην άδεια. Επιπλέον, κατά τη στιγμή της εισαγωγής και της εξαγωγής, οι αντίστοιχες συναλλαγές πρέπει να αναγράφονται από τις δημόσιες αρχές στην άδεια. Ο όγκος των εισαγωγών υπό το εν λόγω καθεστώς καθορίζεται από τις ΔΑΙ με βάση τα συνήθη πρότυπα εισαγωγών-εξαγωγών («SION»). Πρότυπα SION υπάρχουν για τα περισσότερα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένου του υπό εξέταση προϊόντος, και δημοσιεύονται στο ΕΔ II 02-07.

(34)

Όσον αφορά το επιμέρους καθεστώς ii) που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 31 (καθεστώς ALS για τις ετήσιες ανάγκες), μόνο η αξία των επιτρεπόμενων εισαγωγών αναγράφονται στην άδεια. Ο κάτοχος της άδειας είναι υποχρεωμένος να «διατηρήσει τον δεσμό μεταξύ εισαγόμενων συντελεστών παραγωγής και του προκύπτοντος προϊόντος» [παράγραφος 4.24A γ) του ΕΔ I 02-07].

(35)

Οι εισαγόμενοι συντελεστές παραγωγής δεν μπορούν να μεταβιβάζονται και πρέπει να χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του προκύπτοντος προϊόντος εξαγωγής. Η υποχρέωση εξαγωγών πρέπει να τηρείται εντός της προκαθορισθείσας προθεσμίας (18 μήνες με δύο δυνατές παρατάσεις 6 μηνών η καθεμία). Στην περίπτωση του καθεστώτος ALS για τις ετήσιες ανάγκες, δεν επιτρέπεται παράταση της προθεσμίας.

(36)

Κατά τη διάρκεια της έρευνας της επανεξέτασης καθορίσθηκε ότι, οι συντελεστές παραγωγής που εισήχθησαν αδασμολόγητα, σύμφωνα με τα πρότυπα SION, στο πλαίσιο των διαφόρων επιμέρους καθεστώτων, από τους συνεργασθέντες εξαγωγείς, υπερέβαιναν τους συντελεστές παραγωγής που χρειάζονταν για την παραγωγή της ποσότητας αναφοράς του προκύπτοντος προϊόντος εξαγωγής. Έτσι, τα πρότυπα SION για το υπό εξέταση προϊόν δεν ήταν ακριβή. Επιπλέον, κατά την περίοδο της έρευνας επανεξέτασης, κανένας από τους συνεργασθέντες εξαγωγείς δεν τήρησε ορθά βιβλίο κατανάλωσης με βάση την πραγματική κατανάλωση. Και στις τέσσερις περιπτώσεις, δεν τηρήθηκε βιβλίο παρά τη σχετική νομική υποχρέωση (βλέπε αιτιολογική σκέψη 32). Σε δύο περιπτώσεις, δεν καταχωρήθηκε πραγματική κατανάλωση από τις εταιρείες. Ούτε οι εξαγωγείς που αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας ούτε οι ΔΑΙ δεν ήταν σε θέση να αποδείξουν ότι η απαλλαγή από τον εισαγωγικό δασμό δεν κατέληξε σε καθ’ υπέρβαση διαγραφή.

δ)   Σχόλια μετά την κοινολόγηση

(37)

Οι ΔΑΙ και πέντε συνεργασθέντες εξαγωγείς υπέβαλαν σχόλια για το καθεστώς ALS. Ισχυρίσθηκαν ότι το ALS λειτουργεί ως επιτρεπόμενο καθεστώς επιστροφής ή καθεστώς επιστροφής σε περιπτώσεις υποκατάστασης, οι οποίες, κατά τους ισχυρισμούς, μοιάζει με το καθεστώς ενεργητικής τελειοποίησης της ΕΚ, και διαθέτει σύστημα ελέγχου που συμμορφώνεται στις διατάξεις των παραρτημάτων Ι, ΙΙ και ΙΙΙ του βασικού κανονισμού και που αποσκοπεί στην παρακολούθηση της σχέσεως μεταξύ των συντελεστών εισαγωγής που έχουν εισαχθεί ατελώς και των προϊόντων εξαγωγής. Οι ΔΑΙ και δύο εξαγωγείς ισχυρίσθηκαν εξάλλου ότι μόνο μια καθ’ υπέρβαση διαγραφή δασμών μπορεί να αντισταθμίζεται. Όσον αφορά το σύστημα ελέγχου, επέμειναν ότι είχε το σύστημα που είχε καταρτισθεί ήταν κατάλληλο. Σε αυτό το πλαίσιο, ανέφεραν ορισμένα στοιχεία που είχαν στη διάθεσή τους οι ΔΑΙ για τον εν λόγω έλεγχο: τα πρότυπα SION, ποσοτικές πληροφορίες για τα έγγραφα εισαγωγής και εξαγωγής, τιμολόγια για φορτωθέντα εμπορεύματα προς εξαγωγή, το βιβλίο των εισαγωγών υπό τελωνειακό έλεγχο και των εξαγωγών στο πλαίσιο του καθεστώτος ALS, το βιβλίο κατανάλωσης, το βιβλιάριο πιστοποίησης των εξαγωγικών πιστώσεων («βιβλιάριο DEECB»), επαλήθευση των επιστροφών μετά την ολοκλήρωση των εισαγωγών και εξαγωγών, συμπληρωματικοί μηχανισμοί επαλήθευσης που εφαρμόζουν οι ινδικές αρχές στο πλαίσιο της διαχείρισης των ειδικών φόρων κατανάλωσης και των δασμών, περιοδικές ακροάσεις και νομικές διώξεις σε περίπτωση «παρέκκλισης». Εντούτοις, οι ΔΑΙ και ένας εξαγωγέας παραδέχθηκαν ότι τα SION «μπορούν να μειώσουν την πραγματική κατανάλωση». Επιπλέον, κανένας εξαγωγέας δεν υπέβαλε επαρκείς αποδείξεις ότι πληρούσε τις υποχρεώσεις του ως προς την τήρηση του βιβλίου πραγματικής κατανάλωσης που απαιτεί η πολιτική εξαγωγών-εισαγωγών. Επιπλέον, δύο εξαγωγείς ισχυρίσθηκαν ότι θα έπρεπε να είχε υπολογίσει την καθ’ υπέρβαση διαγραφή η ίδια η αρμόδια για την έρευνα αρχή. Τελικά, προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η ΕΚ είναι υποχρεωμένη λόγω προηγούμενων περιπτώσεων να μην αντισταθμίζει το καθεστώς ALS. Ένας εξαγωγέας υπέβαλε, μετά την ακρόαση που ακολούθησε μετά την κοινολόγηση, υπολογισμό των δασμών που διεγράφησαν καθ’ υπέρβαση.

ε)   Συμπέρασμα

(38)

Η απαλλαγή από τους εισαγωγικούς δασμούς ισοδυναμεί με επιδότηση κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) και του άρθρου 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, δηλαδή με χρηματοδοτική συνεισφορά των ΔΑΙ που παρείχε όφελος στους εξαγωγείς που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας.

(39)

Επιπλέον, το καθεστώς ALS για τις πραγματικές εξαγωγές, το ALS για τις ετήσιες ανάγκες και το ALS για την ενδιάμεση προμήθεια εξαρτώνται δια νόμου από την επίτευξη εξαγωγικής επίδοσης και, επομένως, θεωρείται ότι έχουν ατομικό χαρακτήρα και είναι αντισταθμίσιμες βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού. Χωρίς δέσμευση για εξαγωγές, μια εταιρεία δεν μπορεί να αποκομίζει οφέλη από αυτά τα καθεστώτα.

(40)

Η προβλεπόμενη εξαγωγή υπό καθεστώς ALS, σύμφωνα με την πρώτη περίπτωση, εξαρτάται de facto από τις εξαγωγικές επιδόσεις. Χρησιμοποιήθηκε μόνο από μία εταιρεία σε μικρό βαθμό και μόνο κατά την προμήθεια του προϊόντος σε μονάδα εξαγωγικού προσανατολισμού, ή σε εργοστασιακές μονάδες σε ειδική οικονομική ζώνη, δύο κατηγορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 8 στοιχείο 2 στοιχείο β), του εγγράφου πολιτικής ΕΞ/ΕΙΣ 02-07. Η εν λόγω εταιρεία δήλωσε ότι οι πελάτες της τελικά εξήγαγαν το υπό εξέταση προϊόν. Ο στόχος των μονάδων εξαγωγικού προσανατολισμού/ειδικών οικονομικών ζωνών είναι οι εξαγωγές, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 6 σημείο 1 του εγγράφου πολιτικής ΕΞ/ΕΙΣ 02-07. Συνεπώς, ένας εγχώριος προμηθευτής αποκομίζει οφέλη από τις προβλεπόμενες εξαγωγές υπό καθεστώς ALS, διότι οι ΔΑΙ προβλέπουν τα κέρδη από τις εξαγωγές που θα αποκομίσει μεταγενέστερα ένας εξαγωγέας εγκατεστημένος σε μονάδα εξαγωγικού προσανατολισμού/ειδικής οικονομικής ζώνης. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, μια επιδότηση θεωρείται ότι εξαρτάται από τις εξαγωγές όταν τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι η χορήγηση επιδότησης, παρόλο που δεν εξαρτάται εκ του νόμου από την εξαγωγική επίδοση, σχετίζεται στην πραγματικότητα με τα πραγματικά ή προβλεπόμενα κέρδη από τις εξαγωγές.

(41)

Κανένα από τα τέσσερα επιμέρους καθεστώτα που χρησιμοποιήθηκαν στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτρεπόμενο σύστημα επιστροφής δασμού ή επιστροφής σε περίπτωση υποκατάστασης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) του βασικού κανονισμού. Το πόρισμα αυτό επιβεβαιώνεται μετά από προσεκτική εξέταση των παρατηρήσεων μετά την κοινολόγηση. Δεν συμβιβάζονται με τους αυστηρούς κανόνες που καθορίζονται στο παράρτημα Ι, σημείο i), στο παράρτημα ΙΙ (ορισμός και κανόνες για την επιστροφή) και στο παράρτημα ΙΙΙ (ορισμός και κανόνες για την επιστροφή σε περίπτωση υποκατάστασης) του βασικού κανονισμού. Οι ΔΑΙ δεν εφήρμοσαν αποτελεσματικό σύστημα ή διαδικασία επαλήθευσης για να επιβεβαιώσουν εάν και σε ποιο βαθμό καταναλώθηκαν συντελεστές παραγωγής κατά την παραγωγή του εξαχθέντος προϊόντος [παράρτημα II(II)(4) του βασικού κανονισμού, και για τα καθεστώτα επιστροφής λόγω υποκατάστασης, παράρτημα III(II)(2) του βασικού κανονισμού]. Τα πρότυπα SION για το υπό εξέταση προϊόν δεν ήταν επαρκώς ακριβή. Κανένα σχόλιο δεν τροποποίησε αυτό το πόρισμα. Αντίθετα, οι ΔΑΙ παραδέχθηκαν πράγματι ότι τα πρότυπα SION δεν ήταν ακριβή. Συνεπώς, επιβεβαιώθηκε ότι τα ίδια τα πρότυπα SION δεν μπορούν να θεωρηθούν ως σύστημα επαλήθευσης της πραγματικής παραγωγής, διότι η δομή αυτών των υπερβολικά γενναιόδωρων τυποποιημένων κανόνων δεν παρέχει τη δυνατότητα στις ΔΑΙ να ελέγξουν με αρκετή ακρίβεια τι ποσότητα συντελεστών παραγωγής καταναλώθηκε κατά την παραγωγή του προϊόντος προς εξαγωγή. Επιπλέον, δεν πραγματοποιήθηκε αποτελεσματικός έλεγχος από τις ΔΑΙ για το εάν τηρήθηκε βιβλίο της πραγματικής κατανάλωσης («βιβλίο του προσαρτήματος 18»). Εκτός αυτού, οι ΔΑΙ δεν διενήργησαν περαιτέρω εξέταση βάσει των συντελεστών παραγωγής που πράγματι χρησιμοποιήθηκαν, παρόλο που θα ήταν κανονικά αναγκαία αυτή η εξέταση ελλείψει ενός αποτελεσματικά εφαρμοσμένου συστήματος επαλήθευσης (Παράρτημα II(II)(5) και παράρτημα III(II)(3) του βασικού κανονισμού), ούτε και απέδειξαν ότι δεν είχε γίνει καθ’ υπέρβαση διαγραφή. Ο ισχυρισμός περί δυνατότητας σύγκρισης του καθεστώτος ALS με το καθεστώς ενεργητικής τελειοποίησης της ΕΚ δεν έχει νόημα, δεδομένου ότι το καθεστώς της ΕΚ δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας έρευνας.

(42)

Τα άλλα στοιχεία της επαλήθευσης για τα οποία προβλήθηκε ισχυρισμός μετά την κοινολόγηση δεν υπάρχουν πλέον (ήτοι το βιβλιάριο DEEC καταργήθηκε με το έγγραφο πολιτικής ΕΞ/ΕΙΣ 02-07), ή, κατά τα φαινόμενα, βασίζονται, ελλείψει αποτελεσματικού ελέγχου των βιβλίων πραγματικής κατανάλωσης, στα υπερβολικά γενναιόδωρα πρότυπα SION, που δεν επαρκούν (πληροφορίες για τα έγγραφα εισαγωγών-εξαγωγών, τελωνειακός κατάλογος εισαγωγών-εξαγωγών, έλεγχος της επιστροφής υπό καθεστώς ALS). Οι εκθέσεις έλεγχου των ινδικών αρχών όσον αφορά τους παραγωγούς-εξαγωγείς που υπόκεινται στην έρευνα δεν έχουν κοινοποιηθεί.

(43)

Τέλος, το καθεστώς αυτό δεν αναλύθηκε ποτέ βάσει πραγματικών περιστατικών συγκρίσιμων με εκείνα που καθορίσθηκαν κατά την παρούσα έρευνα, ειδικότερα λόγω της ανακρίβειας των προτύπων SION για το υπό εξέταση προϊόν, ούτε υπάρχει δεσμευτικό προηγούμενο για τη μη αντιστάθμιση του καθεστώτος.

(44)

Συνεπώς, τα τέσσερα επιμέρους καθεστώτα είναι αντισταθμίσιμα.

στ)   Υπολογισμός του ποσού της επιδότησης

(45)

Ελλείψει επιτρεπόμενων καθεστώτων επιστροφής των δασμών ή καθεστώτων επιστροφής λόγω υποκατάστασης, το αντισταθμίσιμο όφελος είναι η διαγραφή των συνολικών εισαγωγικών δασμών που ήταν κανονικά απαιτητοί κατά την εισαγωγή των συντελεστών παραγωγής. Αντίθετα με τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν μετά την κοινολόγηση οι ΔΑΙ και οι δύο εξαγωγείς, ο βασικός κανονισμός δεν προβλέπει μόνο την αντιστάθμιση της καθ’ υπέρβαση διαγραφής δασμών. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) και το παράρτημα Ι σημείο i) του βασικού κανονισμού, η καθ’ υπέρβαση διαγραφή των δασμών μπορεί να αντισταθμίζεται, μόνο εφόσον πληρούνται οι όροι των παραρτημάτων ΙΙ και ΙΙΙ του βασικού κανονισμού. Εντούτοις, αυτοί οι όροι δεν πληρούνται στην προκειμένη περίπτωση. Συνεπώς, εάν διαπιστωθεί έλλειψη ικανοποιητικής διαδικασίας παρακολούθησης, η παραπάνω εξαίρεση για τα καθεστώτα επιστροφής δεν ισχύει, ενώ ισχύει αντίθετα ο συνήθης κανόνας αντιστάθμισης του ποσού των μη καταβληθέντων δασμών (διαφυγόντα έσοδα), και όχι η διατεινόμενη καθ’ υπέρβαση διαγραφή. Όπως αναφέρεται στο παράρτημα ΙΙ παράγραφος ΙΙ και στο παράρτημα ΙΙΙ παράγραφος ΙΙ του βασικού κανονισμού, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα της αρχής που διεξάγει την έρευνα να υπολογίζει την εν λόγω καθ’ υπέρβαση διαγραφή. Αντίθετα, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) του βασικού κανονισμού, η εν λόγω αρχή πρέπει απλώς να συγκεντρώσει επαρκή στοιχεία για την αμφισβήτηση της καταλληλότητας του συστήματος επαλήθευσης που αναφέρει ο ισχυρισμός. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι θα πρέπει να διενεργείται εγκαίρως από τις ινδικές αρχές πρόσθετη εξέταση ελλείψει αποτελεσματικά εφαρμοζόμενου συστήματος επαλήθευσης, ήτοι κανονικά πριν από την επιτόπου επαλήθευση των στοιχείων στο πλαίσιο της έρευνας για αντισταθμιστικό δασμό. Ο υπολογισμός της καθ’ υπέρβαση διαγραφής δασμού που παρέσχε ένας εξαγωγέας μετά την κοινολόγηση ούτε έγινε έγκαιρα ούτε διενεργήθηκε από τις ΔΑΙ. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να αγνοηθεί.

(46)

Το ποσό της επιδότησης των εξαγωγέων που χρησιμοποίησαν το καθεστώς ALS υπολογίσθηκε με βάση τους εισαγωγικούς δασμούς που δεν εισπράχθηκαν (βασικός δασμός και ειδικός πρόσθετος τελωνειακός δασμός) επί των εισαγόμενων συντελεστών παραγωγής στο πλαίσιο των τεσσάρων επιμέρους καθεστώτων που χρησιμοποιήθηκαν για το υπό εξέταση προϊόν κατά την περίοδο έρευνας της επανεξέτασης, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 31. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, αφαιρέθηκαν από το ποσό της επιδότησης τα αναγκαία τέλη για τη λήψη της επιδότησης, στις περιπτώσεις που υποβλήθηκε σχετική αιτιολογημένη αίτηση. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, τα εν λόγω ποσά επιδότησης κατανεμήθηκαν στον κύκλο εργασιών των εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης (παρονομαστής), διότι η επιδότηση εξαρτάται από την εξαγωγική επίδοση και χορηγήθηκε ανεξάρτητα από τις κατασκευασθείσες, παραχθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες.

(47)

Έξι εταιρείες απεκόμισαν οφέλη από το εν λόγω καθεστώς κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης και έλαβαν επιδοτήσεις μεταξύ 22,0 % και 25,8 % (βλέπε πίνακα στην αιτιολογική σκέψη 154).

2.   Καθεστώς πιστώσεων εισαγωγικών δασμών («DERBS»)

α)   Νομική βάση

(48)

Η λεπτομερής περιγραφή του καθεστώτος DERBS βρίσκεται στην παράγραφο 4 σημείο 3 του εγγράφου πολιτικής ΕΞ/ΕΙΣ 2002-2007 και στο κεφάλαιο 4 του ΕΔ I 02-07.

β)   Επιλεξιμότητα

(49)

Όλοι οι κατασκευαστές-εξαγωγείς ή έμποροι-εξαγωγείς μπορούν να αποκομίζουν οφέλη από αυτό το καθεστώς.

γ)   Πρακτική εφαρμογή του DERBS

(50)

Κάθε επιλέξιμος εξαγωγέας μπορεί να ζητεί πιστώσεις στο πλαίσιο του καθεστώτος DERBS οι οποίες υπολογίζονται ως ποσοστό της αξίας των εξαγόμενων προϊόντων στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος. Αυτά τα ποσοστά DERBS καθορίσθηκαν από τις ΔΑΙ για τα περισσότερα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένου του υπό εξέταση προϊόντος. Καθορίζονται με βάση τα πρότυπα SION, λαμβάνοντας υπόψη ότι το εξαγόμενο προϊόν περιέχει εισαγόμενους συντελεστές παραγωγής και την επίπτωση του τελωνειακού δασμού σ’ αυτές τις υποτιθέμενες εισαγωγές, ανεξάρτητα από το αν έχουν πράγματι καταβληθεί οι εισαγωγικοί δασμοί ή όχι.

(51)

Μια εταιρεία, για να είναι επιλέξιμη να χρησιμοποιήσει αυτό το καθεστώς, πρέπει να εξάγει προϊόντα. Κατά τη χρονική στιγμή της εξαγωγικής συναλλαγής, ο εξαγωγέας πρέπει να υποβάλει δήλωση στις ΔΑΙ στις οποίες θα αναφέρει ότι η εξαγωγή πραγματοποιείται βάσει του καθεστώτος DERBS. Για την εξαγωγή των προϊόντων, οι ινδικές τελωνειακές αρχές εκδίδουν, κατά τη διαδικασία αποστολής, τιμολόγιο για φορτωθέντα εμπορεύματα προς εξαγωγή στο οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, το ποσό της πίστωσης στο πλαίσιο του καθεστώτος DEPBS που πρέπει να χορηγηθεί για την εν λόγω εξαγωγική συναλλαγή. Στη φάση αυτή της εξαγωγής, ο εξαγωγέας γνωρίζει το κέρδος που θα έχει. Μετά την έκδοση τιμολογίου για φορτωθέντα εμπορεύματα προς εξαγωγή από τις τελωνειακές αρχές, οι ΔΑΙ δεν έχουν δικαίωμα χορήγησης πίστωσης DERBS. Το σχετικό ποσοστό DERBS για τον υπολογισμό του οφέλους είναι εκείνο που εφαρμόζεται κατά τη στιγμή της υποβολής της δήλωσης εξαγωγής. Συνεπώς, δεν υπάρχει πιθανότητα αναδρομικής τροποποίησης του επιπέδου κέρδους.

(52)

Διαπιστώθηκε επίσης ότι, σύμφωνα με τα ινδικά λογιστικά πρότυπα, οι πιστώσεις DERBS θεωρούνται, βάσει της αυτοτέλειας των χρήσεων, ως έσοδο στους εμπορικούς λογαριασμούς, κατά την πλήρωση της εξαγωγικής υποχρέωσης.

(53)

Αυτές οι πιστώσεις μπορούν να χρησιμοποιούνται για την πληρωμή δασμών επί μεταγενέστερων εισαγωγών όλων των εμπορευμάτων που είναι δυνατόν να εισάγονται άνευ περιορισμών, εκτός των κεφαλαιουχικών αγαθών. Τα εμπορεύματα που εισάγονται έναντι των εν λόγω πιστώσεων μπορούν να πωλούνται στην εγχώρια αγορά (υπόκεινται σε φόρο επί των πωλήσεων) ή να χρησιμοποιούνται κατά διαφορετικό τρόπο.

(54)

Οι πιστώσεις στο πλαίσιο του καθεστώτος DERBS μπορούν να μεταβιβάζονται ελεύθερα και ισχύουν για περίοδο 12 μηνών από την ημερομηνία εκδόσεως.

(55)

Μία αίτηση για πιστώσεις DERBS μπορεί να καλύπτει μέχρι 25 εξαγωγικές συναλλαγές και, αν αποσταλεί με ηλεκτρονική μορφή, απεριόριστο αριθμό εξαγωγικών συναλλαγών. Δεν υπάρχουν αυστηρές προθεσμίες που πρέπει να τηρούνται de facto επειδή οι χρονικές περίοδοι που αναφέρονται στο κεφάλαιο 4.47 του ΕΔ I 02-07 υπολογίζονται πάντα με βάση την πιο πρόσφατη εξαγωγική συναλλαγή που περιλαμβάνεται σε μία συγκεκριμένη αίτηση για καθεστώς DERBS.

δ)   Σχόλια μετά την κοινολόγηση

(56)

Μετά την κοινολόγηση, τρεις εξαγωγείς, που απεκόμισαν όφελος από το εν λόγω καθεστώς, υπέβαλαν σχόλια σχετικά με την ανάλυση του καθεστώτος DERBS που αναφέρεται ανωτέρω. Παρατήρησαν ότι α) αντίθετα με τα πορίσματα των αιτιολογικών σκέψεων 53 και 59, οι συντελεστές παραγωγής που εισήχθησαν στο πλαίσιο του καθεστώτος DERBS θα πρέπει, κατά τους ισχυρισμούς τους, να χρησιμοποιούνται για την εξαγωγική παραγωγή, και η πίστωση DERBS μπορεί, κατά τους ισχυρισμούς, να χορηγείται μόνον εάν επιβλήθηκαν εισαγωγικοί δασμοί στους συντελεστές παραγωγής των προϊόντων εξαγωγής, β) η νέα μέθοδος υπολογισμού των αντισταθμίσιμων ποσών (που επικεντρώνεται στις εξαγωγικές συναλλαγές, βλέπε κατωτέρω αιτιολογικές σκέψεις 61 και 62) δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται, διότι όφελος αποκομίζεται, κατά τους ισχυρισμούς, μόνο κατά τη χρησιμοποίηση της πίστωσης, και διότι η νέα προσέγγιση αυθαίρετα δεν λαμβάνει υπόψη τα κοινοτικά προηγούμενα, γ) το καθεστώς DERBS θα πρέπει να αντισταθμισθεί μόνο στον βαθμό που χορηγήθηκαν τέτοιες πιστώσεις για το υπό εξέταση προϊόν, και δ) θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η μείωση του ποσοστού της πιστώσεως στο πλαίσιο του καθεστώτος DERBS που πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο 2004.

ε)   Συμπεράσματα για το καθεστώς DERBS

(57)

Το καθεστώς DERBS παρέχει επιδοτήσεις κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) του βασικού κανονισμού. Μια πίστωση DERBS αποτελεί οικονομική συνεισφορά των ΔΑΙ, δεδομένου ότι η πίστωση θα χρησιμοποιηθεί τελικά για να εξουδετερώσει τους εισαγωγικούς δασμούς, μειώνοντας έτσι τα έσοδα των ΔΑΙ από τον δασμό που θα ήταν κανονικά απαιτητός. Επιπλέον, η πίστωση για το καθεστώς DERBS αποφέρει όφελος στον εξαγωγέα, διότι βελτιώνει τα ρευστά διαθέσιμά του.

(58)

Επιπλέον, το καθεστώς DERBS εξαρτάται εκ του νόμου από την επίτευξη εξαγωγικής επίδοσης και, επομένως, θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα και είναι αντισταθμίσιμο βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού.

(59)

Αυτό το καθεστώς δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτρεπόμενο σύστημα επιστροφής δασμού ή επιστροφής σε περίπτωση υποκατάστασης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) του βασικού κανονισμού. Δεν είναι σύμφωνο με τους αυστηρούς κανόνες που καθορίζονται στο παράρτημα Ι σημείο i) στο παράρτημα ΙΙ (ορισμός και κανόνες για την επιστροφή δασμών) και στο παράρτημα ΙΙΙ (ορισμός και κανόνες για την επιστροφή φόρων σε περίπτωση υποκατάστασης) του βασικού κανονισμού. Ο εξαγωγέας δεν έχει υποχρέωση να καταναλώσει πραγματικά τα εμπορεύματα που εισάγονται με δασμολογική ατέλεια κατά τη διαδικασία παραγωγής, και το ποσό της πίστωσης δεν υπολογίζεται σε συνάρτηση με τους πραγματικά χρησιμοποιηθέντες συντελεστές παραγωγής. Επίσης, δεν υπάρχουν άλλα εφαρμοζόμενα καθεστώτα ή διαδικασίες που να επιβεβαιώνουν ποιοι είναι οι συντελεστές παραγωγής που καταναλώνονται πραγματικά κατά τη διαδικασία παραγωγής του εξαγόμενου προϊόντος ή αν προέκυψε επιπλέον πληρωμή εισαγωγικών δασμών κατά την έννοια του σημείου i) του παραρτήματος Ι και των παραρτημάτων ΙΙ και ΙΙΙ του βασικού κανονισμού. Τέλος, οι παραγωγοί μπορούν να επωφελούνται από τα οφέλη που απορρέουν από το καθεστώς DERBS, ανεξάρτητα από το αν εισάγουν συντελεστές παραγωγής. Για να έχει δικαίωμα χρησιμοποίησης του καθεστώτος ένας εξαγωγέας, αρκεί να εξάγει απλώς εμπορεύματα, χωρίς να υποχρεούται να αποδείξει ότι έχει εισαγάγει εισροές για την παραγωγή τους. Έτσι, ακόμη και οι εξαγωγείς που προμηθεύονται όλους τους συντελεστές παραγωγής από την τοπική αγορά και δεν εισάγουν προϊόντα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως συντελεστές παραγωγής, δικαιούνται επίσης να προσπορίζονται τα οφέλη που απορρέουν από το καθεστώς DERBS.

(60)

Ούτε ο ισχυρισμός που προέβαλε ένας εξαγωγέας ότι οι συντελεστές παραγωγής που εισήχθησαν στο πλαίσιο του εν λόγω καθεστώτος πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την εξαγωγική παραγωγή ούτε ο ισχυρισμός ότι οι πιστώσεις DERBS μπορούν να χορηγηθούν μόνο υπό τον όρο ότι επιβλήθηκε εισαγωγικός δασμός στους συντελεστές παραγωγής που χρησιμοποιήθηκαν, δεν τεκμηριώθηκαν. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ΔΑΙ ουδέποτε έθεσαν υπό αμφισβήτηση την πραγματική περιγραφή του καθεστώτος DERBS, όπως αναφέρεται ανωτέρω. Επομένως, αυτοί οι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν.

στ)   Υπολογισμός του ποσού της επιδότησης

(61)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 και το άρθρο 5 του βασικού κανονισμού, το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων υπολογίζεται με βάση το κέρδος που προσπορίζεται ο δικαιούχος, το οποίο διαπιστώνεται κατά τη διάρκεια της περιόδου της έρευνας. Ως προς αυτό, θεωρήθηκε ότι ο δικαιούχος απεκόμισε όφελος κατά τη στιγμή της εξαγωγικής συναλλαγής βάσει αυτού του καθεστώτος. Επί του παρόντος, οι ΔΑΙ μπορούν να παραιτηθούν από την απαίτηση είσπραξης των δασμών, πράγμα που αποτελεί χρηματοδοτική συνδρομή κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) του βασικού κανονισμού. Όπως αναφέρεται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 51 μόλις οι τελωνειακές αρχές εκδώσουν τιμολόγιο για φορτωθέντα εμπορεύματα προς εξαγωγή που αναφέρει, μεταξύ άλλων, το ποσό της πίστωσης DERBS που πρόκειται να χορηγηθεί για την εν λόγω εξαγωγική συναλλαγή, οι ΔΑΙ δεν έχουν τη δυνατότητα ούτε να χορηγήσουν επιδοτήσεις ούτε να ορίσουν το ποσό των επιδοτήσεων. Επίσης, όπως προαναφέρθηκε στην ίδια αιτιολογική σκέψη, καμία αλλαγή στο ποσοστό της πίστωσης DERBS στο διάστημα μεταξύ της πραγματικής εξαγωγής και της έκδοσης άδειας για καθεστώς DERBS δεν έχει αναδρομική ισχύ στο επίπεδο του χορηγούμενου οφέλους. Επιπλέον, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 52, οι εταιρείες μπορούν, σύμφωνα με τα ινδικά λογιστικά πρότυπα, να θεωρούν τις πιστώσεις DERBS βάσει της αυτοτέλειας των χρήσεων ως έσοδο στο στάδιο της εξαγωγικής συναλλαγής. Τέλος, στο μέτρο που η εταιρεία γνωρίζει ότι θα λάβει επιδότηση στο πλαίσιο του καθεστώτος DERBS, και χρησιμοποιεί ήδη και άλλα καθεστώτα, βρίσκεται ήδη σε πλεονεκτικότερη ανταγωνιστική θέση επειδή μπορεί να χρησιμοποιήσει την επιδότηση για να προσφέρει χαμηλότερες τιμές.

(62)

Το σκεπτικό για την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού είναι ακριβώς να εξουδετερωθούν οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που στηρίζονται σε παράνομο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Με βάση τα προαναφερόμενα, ενδείκνυται να θεωρηθεί το όφελος που αποκομίζεται από το καθεστώς DERBS ως το σύνολο των πιστώσεων που έχουν εισπραχθεί για όλες τις εξαγωγικές συναλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος κατά την περίοδο της έρευνας.

(63)

Τα σχόλια για την κοινολόγηση δεν οδήγησαν σε αναθεώρηση αυτής της μεθόδου υπολογισμού. Η νέα μέθοδος έχει ήδη χρησιμοποιηθεί πρόσφατα, π.χ. από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες στο πλαίσιο ορισμένων συστημάτων ηλεκτροδίων γραφίτη (7). Επιπλέον, οι αρχές της νομικής βεβαιότητας και των νόμιμων προσδοκιών δεν εμποδίζουν την εν λόγω αλλαγή μεθόδου. Κατά πρώτον, η νέα μέθοδος δεν οδηγεί στην πλήρη επαναξιολόγηση του καθεστώτος, το οποίο, στην πραγματικότητα, ήταν ανέκαθεν αντισταθμίσιμο. Αφορά μόνο τον υπολογισμό του ποσού της επιδότησης, ούτως ώστε να συνδεθεί στενότερα με την πραγματική κατάσταση κατά τη δεδομένη περίοδο έρευνας. Κατά δεύτερον, αυτή η προσέγγιση απορρέει, μεταξύ άλλων, από τα πραγματικά περιστατικά που διαπίστωσε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια των πρόσφατων ερευνών, ήτοι από την καταχώριση των πιστώσεων DERBS βάσει της αυτοτέλειας των χρήσεων ως έσοδο στους εμπορικούς λογαριασμούς και τη de facto έλλειψη προθεσμιών υποβολής αίτησης για αυτές τις πιστώσεις στο πλαίσιο της πολιτικής ΕΞ/ΕΙΣ. Επιπλέον, τα σχόλια μετά την κοινολόγηση επιβεβαίωσαν, ότι κατά τη στιγμή της εξαγωγικής συναλλαγής στο πλαίσιο του εν λόγω καθεστώτος, ένας εξαγωγέας εξασφάλισε αμετάκλητο δικαίωμα για τις πιστώσεις DERBS. Εντούτοις, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 61, η στιγμή αυτή είναι αποφασιστική για να κριθεί αν αποκομίσθηκε όφελος, και όχι η μετέπειτα χρησιμοποίηση, διότι ένας εξαγωγέας που έχει ήδη τέτοιο κεκτημένο δικαίωμα είναι σε πλεονεκτικότερη θέση από χρηματοοικονομική άποψη.

(64)

Αντίθετα με τις παρατηρήσεις ορισμένων παραγωγών-εξαγωγέων, ακόμη και η πίστωση DERBS που προέκυψε από την εξαγωγή προϊόντων άλλων από το υπό εξέταση προϊόν έπρεπε να έχει ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό του ποσού της αντισταθμίσιμης πίστωσης DERBS. Εντούτοις, στο πλαίσιο του καθεστώτος DERBS, δεν υπάρχει υποχρέωση που να περιορίζει τη χρήση των πιστώσεων DERBS για την εισαγωγή αδασμολόγητων συντελεστών παραγωγής σχετικών με συγκεκριμένο προϊόν. Αντίθετα, οι πιστώσεις DERBS μπορούν να μεταβιβάζονται ελεύθερα, μπορούν ακόμη και να πωλούνται και να χρησιμοποιούνται για τις εισαγωγές οιωνδήποτε εμπορευμάτων που μπορούν να εισάγονται άνευ περιορισμών (οι συντελεστές παραγωγής του υπό εξέταση προϊόντος ανήκουν σ’ αυτήν την κατηγορία), εκτός των κεφαλαιουχικών αγαθών. Συνεπώς, το υπό εξέταση προϊόν μπορεί να ωφελείται από όλες τις πιστώσεις DEPBS.

(65)

Επιπλέον, δεν είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη μειώσεις του ποσοστού των πιστώσεων DERBS μετά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης, δεδομένου ότι το άρθρο 11 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι δεν θα ληφθούν υπόψη οι πληροφορίες σχετικά με περίοδο μεταγενέστερη της ΠΕ. Εξάλλου, δεν υπάρχει εγγύηση ότι οι ΔΑΙ δεν θα αυξήσουν το ποσοστό των πιστώσεων DERBS στο μέλλον.

(66)

Στις περιπτώσεις που οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν είναι δικαιολογημένοι, τα αναγκαία τέλη που καταβλήθηκαν για να ληφθεί η επιδότηση αφαιρέθηκαν από τις πιστώσεις που καθορίσθηκαν για να ληφθούν τα ποσά της επιδότησης (αριθμητής), σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού τα εν λόγω ποσά επιδότησης κατανεμήθηκαν στο συνολικό κύκλο εργασιών των εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόν κατά την περίοδο της έρευνας επανεξέτασης (παρονομαστής), διότι η επιδότηση εξαρτάται από την εξαγωγική επίδοση και χορηγήθηκε ανεξάρτητα από τις κατασκευασθείσες, παραχθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες. Πέντε εταιρείες απεκόμισαν όφελος από το εν λόγω καθεστώς κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης και έλαβαν επιδοτήσεις μεταξύ 3,2 % και 8 % (βλέπε πίνακα στην αιτιολογική σκέψη 154).

3.   Καθεστώς μονάδων εξαγωγικού προσανατολισμού («EOUS»)/Καθεστώς Ειδικών Οικονομικών Ζωνών(«SEZS»)

α)   Νομική βάση

(67)

Οι λεπτομέρειες αυτών των καθεστώτων περιέχονται στα κεφάλαια 6 (EOUS) και 7 (SEZS) αντίστοιχα του εγγράφου πολιτικής ΕΞ/ΕΙΣ 02-07 και ΕΔ I 02-07.

β)   Επιλεξιμότητα

(68)

Με εξαίρεση τις καθαρά εμπορικές εταιρείες, όλες οι επιχειρήσεις οι οποίες, καταρχήν, αναλαμβάνουν να εξάγουν ολόκληρη την παραγωγή εμπορευμάτων ή υπηρεσιών μπορούν να συσταθούν υπό καθεστώς EOUS και SΕΖS. Εντούτοις, αντίθετα από τον τομέα των υπηρεσιών και της γεωργίας, οι επιχειρήσεις στους βιομηχανικούς τομείς πληρούν ελάχιστο όριο επενδύσεων σε πάγια στοιχεία του ενεργητικού (10 εκατ. ινδικές ρουπίες) για να έχουν δικαίωμα συμμετοχής στο EOUS.

γ)   Πρακτική εφαρμογή

(69)

Το SEZS είναι το καθεστώς που διαδέχεται το καθεστώς μονάδων εξαγωγικού προσανατολισμού («EPZS»). Οι ειδικές οικονομικές ζώνες είναι σαφώς οριοθετημένες ζώνες δασμολογικής απαλλαγής, που θεωρούνται από το έγγραφο πολιτικής ΕΞ/ΕΙΣ 02-07 ως ξένο έδαφος για τους σκοπούς των εμπορικών συναλλαγών, των δασμών και φορολογικών επιβαρύνσεων. Ήδη λειτουργούν 14 ειδικές οικονομικές ζώνες και έχει εγκριθεί η σύσταση άλλων 13 ειδικών οικονομικών ζωνών από τις ινδικές αρχές.

(70)

Από την άλλη πλευρά, οι μονάδες εξαγωγικού προσανατολισμού είναι περισσότερο ευέλικτες γεωγραφικά και μπορούν να συσταθούν οπουδήποτε στην Ινδία. Το καθεστώς αυτό είναι συμπληρωματικό προς το καθεστώς των ειδικών οικονομικών ζωνών.

(71)

Η αίτηση για εφαρμογή καθεστώτος EOUS ή SEZS πρέπει να περιλαμβάνει λεπτομέρειες για την περίοδο των επόμενων πέντε ετών όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις προβλεπόμενες ποσότητες παραγωγής, την προβλεπόμενη αξία των εξαγωγών, τις ανάγκες εισαγωγής και τις εγχώριες ανάγκες. Αν οι αρχές δεχθούν την αίτηση της εταιρείας, η εταιρεία ενημερώνεται για τους όρους και τις προϋποθέσεις που συνεπάγεται η αποδοχή αυτή. Η συμφωνία για αναγνώριση καθεστώτος SEZS/EOUS για μια εταιρεία ισχύει για μια πενταετία. Η περίοδος αυτή μπορεί να παρατείνεται για πέντε συναπτές περιόδους.

(72)

Σημαντική υποχρέωση μιας μονάδας εξαγωγικού προσανατολισμού ή μιας ειδικής οικονομικής ζώνης, όπως ορίζει το έγγραφο πολιτικής ΕΞ/ΕΙΣ 02-07, είναι η επίτευξη καθαρών συναλλαγματικών κερδών, ήτοι σε μια περίοδο αναφοράς η συνολική αξία των εξαγωγών πρέπει να είναι υψηλότερη από τη συνολική αξία των εισαγόμενων εμπορευμάτων.

(73)

Οι μονάδες εξαγωγικού προσανατολισμού/ειδικές οικονομικές ζώνες δικαιούνται των παρακάτω παραχωρήσεων:

i)

απαλλαγή από εισαγωγικούς δασμούς για όλους τους τύπους εμπορευμάτων (συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαιουχικών αγαθών, πρώτων υλών και αναλώσιμων) που απαιτούνται για την κατασκευή, την παραγωγή, τη μεταποίηση ή που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών·

ii)

απαλλαγή από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης επί των εμπορευμάτων που αγοράζονται στην εγχώρια αγορά·

iii)

επιστροφή του κεντρικού φόρου επί των πωλήσεων που έχει καταβληθεί για τα εμπορεύματα που έχουν αγορασθεί στην εγχώρια αγορά·

iv)

δυνατότητα πώλησης μέρους της παραγωγής στην εγχώρια αγορά έναντι πληρωμής των επιβαλλόμενων δασμών επί του τελικού προϊόντος, κατά παρέκκλιση της γενικής υποχρέωσης εξαγωγής της συνολικής παραγωγής·

v)

απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος που είναι κανονικά απαιτητός για τα κέρδη από τις εξαγωγικές πωλήσεις σύμφωνα με το τμήμα 10Α ή το τμήμα 10Β του νόμου για τον φόρο εισοδήματος, για δεκαετή περίοδο μετά την έναρξη των ενεργειών της, αλλά όχι αργότερα από το 2010·

vi)

δυνατότητα ξένης ιδιοκτησίας μετοχών κατά 100 %.

(74)

Παρόλο που οι παραχωρήσεις στο πλαίσιο και των δύο καθεστώτων είναι κατά πολύ συγκρίσιμες, υπάρχουν ορισμένες διαφορές. Π.χ., μόνο μια μονάδα οικονομικού προσανατολισμού μπορεί να εξασφαλίζει 50 % μείωση των δασμών που καταβάλλονται επί των εγχωρίων πωλήσεων, ενώ σε μια ειδική οικονομική ζώνη πρέπει να καταβάλλεται το 100 % των δασμών επί των εν λόγω πωλήσεων. Μια μονάδα εξαγωγικού προσανατολισμού μπορεί να πωλεί μέχρι το 50 % του κύκλου εργασιών της εγχώρια σε τέτοια μειωμένη τιμή.

(75)

Οι μονάδες που λειτουργούν στο πλαίσιο αυτών των καθεστώτων τελούν υπό τελωνειακή επιτήρηση σύμφωνα με το τμήμα 65 του νόμου περί τελωνείων.

(76)

Οι μονάδες είναι υποχρεωμένες να τηρούν με τον οριζόμενο τύπο καταχωρίσεις όλων των σχετικών εισαγωγών και της κατανάλωσης και χρησιμοποίησης όλων των εισαγόμενων συντελεστών παραγωγής καθώς και των πραγματοποιούμενων εξαγωγών. Τα εν λόγω έγγραφα θα πρέπει να υποβάλλονται περιοδικά, κατόπιν αιτήσεως, στις αρμόδιες αρχές («τριμηνιαίες και ετήσιες εκθέσεις προόδου»).

(77)

Εντούτοις, «ουδέποτε θα ζητηθεί [από μια μονάδα εξαγωγικού προσανατολισμού ή μια ειδική οικονομική ζώνη] να συνδέσει κάθε αποστολή για εισαγωγή με τις εξαγωγές της, τις μεταφορές σε άλλες μονάδες, τις πωλήσεις στην εγχώρια αγορά ή τα αποθέματα», παράγραφος 10 σημείο 2 του προσαρτήματος 14-Ι και παράγραφος 13 σημείο 2 του προσαρτήματος 14-ΙΙ του ΕΔ 02-07.

(78)

Οι εγχώριες πωλήσεις πραγματοποιούνται και καταχωρίζονται με σύστημα αυτοπιστοποίησης. Η διαδικασία διεκπεραίωσης των αποστολών για εξαγωγή μιας μονάδας εξαγωγικού προσανατολισμού επιθεωρείται από τελωνειακό υπάλληλο ή υπάλληλο αρμόδιο για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, που κατέχει μόνιμη θέση στην εν λόγω μονάδα. Η εταιρεία είναι υποχρεωμένη να επιστρέφει στις ΔΑΙ τα έξοδα για τον μισθό του εν λόγω μόνιμου υπαλλήλου.

(79)

«Όλες οι δραστηριότητες των μονάδων ειδικής οικονομικής ζώνης στην εν λόγω ζώνη, εκτός εάν ορίζεται άλλως, συμπεριλαμβανομένης της εξαγωγής και επανεισαγωγής των εμπορευμάτων, υπόκεινται σε διαδικασία αυτοπιστοποίησης», σύμφωνα με την παράγραφο 29 του προσαρτήματος 14-ΙΙ των κρατών ΕΔ 02-07. Ως εκ τούτου, δεν πραγματοποιούνται οι συνήθεις έλεγχοι των αποστολών για εξαγωγή μιας μονάδας ειδικής οικονομικής ζώνης από τις τελωνειακές αρχές.

(80)

Στην προκειμένη περίπτωση, το καθεστώς EOUS χρησιμοποιήθηκε από ένα από τους συνεργασθέντες εξαγωγείς. Δεδομένου ότι δεν χρησιμοποιήθηκε καθεστώς SEZS, δεν είναι, συνεπώς, απαραίτητο να αναλυθεί ο αντισταθμιστικός χαρακτήρας του εν λόγω καθεστώτος. Ο συνεργασθείς εξαγωγέας που χρησιμοποίησε το καθεστώς EOUS, το χρησιμοποίησε για την εισαγωγή πρώτων υλών και κεφαλαιουχικών αγαθών χωρίς εισαγωγικούς δασμούς, για να προμηθεύει στην εγχώρια αγορά εμπορεύματα χωρίς ειδικό φόρο κατανάλωσης και να εισπράττει επιστροφή του φόρου επί των πωλήσεων, καθώς και για να πωλεί μέρος της παραγωγής του στην εγχώρια αγορά. Ως εκ τούτου, απεκόμισε όλα τα οφέλη, όπως περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 73, στα i) έως iv). Ο εν λόγω εξαγωγέας απεκόμισε επίσης οφέλη σύμφωνα με τις διατάξεις για την απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος των μονάδων εξαγωγικού προσανατολισμού. Εντούτοις, δεδομένου ότι η εν λόγω απαλλαγή από τον φόρο υπόκειται στο ευρύτερα διαθέσιμο καθεστώς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος, αναλύεται κατωτέρω στις αιτιολογικές σκέψεις 117 και 118.

δ)   Σχόλια μετά την κοινολόγηση

(81)

Μετά την κοινολόγηση, ένας παραγωγός-εξαγωγέας παρατήρησε ότι εάν εφαρμόζονται αντισταθμιστικά μέτρα στις μονάδες εξαγωγικού προσανατολισμού, θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνο στον βαθμό που οι φόροι που καταβάλλονται για τις εγχώριες πωλήσεις δεν καλύπτουν πλήρως το ποσό των εισαγωγικών δασμών από τους οποίους απαλλάσσονται οι συντελεστές παραγωγής που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή που πωλείται εγχώρια («καθ’ υπέρβαση διαγραφή»). Ο εξαγωγέας πιστεύει ότι, όσον αφορά το καθεστώς EOUS, το οποίο κατά τους ισχυρισμούς του ομοιάζει με το κοινοτικό καθεστώς ενεργητικής τελειοποίησης, έχει καθιερωθεί σύστημα ελέγχου σύμφωνα με τις διατάξεις των παραρτημάτων Ι, ΙΙ και ΙΙΙ του βασικού κανονισμού. Για το θέμα αυτό, προέβαλε το επιχείρημα ότι οι ΔΑΙ δεν απαιτούσαν για κάθε αποστολή να συνδέονται οι συντελεστές παραγωγής με την προκύπτουσα εξαγωγική παραγωγή (βλέπε αιτιολογική σκέψη 77), δεδομένου ότι δεν είναι απαραίτητο, σύμφωνα με τον βασικό κανονισμό ή τη συμφωνία του ΠΟΕ για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα για την εξασφάλιση ορθού συστήματος ελέγχου. Επιπλέον, ο εξαγωγέας ανέφερε ότι το εσωτερικό σύστημα κατάρτισης φύλλου για τον έλεγχο των παρτίδων παρέχει πληροφορίες για τη σχέση μεταξύ εισροών και εκροών. Ο εξαγωγέας τόνισε επίσης ότι οι εγχώριες του πωλήσεις αποτελούσαν λιγότερο από 5 % των πωλήσεών του κατά την ΠΕ. Προέβαλε επίσης τον ισχυρισμό ότι η περιοδική εκτίμηση των επιστροφών φόρου επί των μηνιαίων πωλήσεων από τις ΔΑΙ επαρκεί για την επίτευξη των προτύπων ελέγχου που θέτει ο βασικός κανονισμός.

(82)

Εξάλλου ο εξαγωγέας ισχυρίσθηκε ότι i) κατά τους υπολογισμούς δεν θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ποσότητα των πρώτων υλών που εισήχθησαν κατά την περίοδο της έρευνας επανεξέτασης, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 19 της ετήσιας έκθεσης προόδου της εν λόγω μονάδας εξαγωγικού προσανατολισμού, αλλά η ποσότητα των πρώτων υλών που καταναλώθηκαν κατά την εν λόγω περίοδο, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 20 της ίδιας έκθεσης, και ii) η περίοδος κατανομής για τους δασμούς που προκύπτουν από την εισαγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών θα πρέπει να βασίζεται στην περίοδο απόσβεσης της εκάστοτε εταιρείας και όχι στον μέσον όρο της περιόδου απόσβεσης για όλους τους συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς. Επιπλέον, ισχυρίσθηκε ότι ο προστιθέμενος τόκος (εμπορικό επιτόκιο που ισχύει στην Ινδία κατά την ΠΕ) θα πρέπει να μειωθεί κατά τον σταθμισμένο μέσον όρο του τόκου που κατέβαλε κατά την ίδρυσή της η εν λόγω μονάδα την περίοδο έρευνας της επανεξέτασης.

ε)   Συμπεράσματα για το καθεστώς DERBS

(83)

Η απαλλαγή μιας μονάδας εξαγωγικού προσανατολισμού από δύο τύπους εισαγωγικών δασμών («βασικός δασμός» και «ειδικός πρόσθετος δασμός») και η επιστροφή του φόρου επί των πωλήσεων είναι χρηματοδοτικές συνεισφορές των ΔΑΙ κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) του βασικού κανονισμού. Οι ΔΑΙ παραιτούνται από την απαίτηση σε έσοδα που θα οφείλονταν κανονικά εάν δεν εφαρμοζόταν το εν λόγω καθεστώς, πράγμα που παρέχει όφελος στην ΕΟU κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, διότι εξοικονομεί ρευστά διαθέσιμα δεδομένου ότι δεν χρειάζεται να καταβάλει τους κανονικά οφειλόμενους δασμούς και ότι εξασφαλίζει επιστροφή του φόρου επί των πωλήσεων.

(84)

Η απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης και από το ισοδύναμο εισαγωγικού δασμού («πρόσθετος δασμός») δεν συνεπάγεται, ωστόσο, διαφυγόντα έσοδα που κανονικά οφείλονται. Εάν καταβάλλονταν ο ειδικός φόρος κατανάλωσης και ο πρόσθετος δασμός, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πίστωση για μελλοντικούς οφειλόμενους δασμούς (ο λεγόμενος μηχανισμός «CENVAT»). Ως εκ τούτου, οι δασμοί αυτοί δεν είναι οριστικοί. Μέσω της πίστωσης «CENVAT» μόνο στην προστιθέμενη αξία επιβάλλεται οριστικός δασμός, όχι στις εισροές.

(85)

Συνεπώς, μόνο η απαλλαγή από τους βασικούς δασμούς και τους ειδικούς πρόσθετους δασμούς και η επιστροφή των φόρων επί των πωλήσεων αποτελούν επιδοτήσεις κατά την έννοια του άρθρου 2 του βασικού κανονισμού. Εξαρτώνται εκ του νόμου από την επίτευξη εξαγωγικής επίδοσης και, επομένως, θεωρείται ότι έχουν ατομικό χαρακτήρα και είναι αντισταθμίσιμες βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού. Ο εξαγωγικός στόχος μιας μονάδας εξαγωγικού προσανατολισμού, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 6 σημείο 1 του εγγράφου πολιτικής ΕΞ/ΕΙΣ 02-07 αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση των κινήτρων.

(86)

Επιπλέον, καμία από τις εν λόγω επιδοτήσεις, αντίθετα με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε ένας εξαγωγέας, δεν μπορεί να θεωρείται επιτρεπόμενο σύστημα επιστροφής δασμού ή επιστροφής σε περίπτωση υποκατάστασης, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) του βασικού κανονισμού. Δεν είναι σύμφωνες με τους αυστηρούς κανόνες που καθορίζονται στο παράρτημα Ι [στοιχεία η) και θ)], στο παράρτημα ΙΙ (ορισμός και κανόνες για την επιστροφή) και στο παράρτημα ΙΙΙ (ορισμός και κανόνες για την επιστροφή σε περίπτωση υποκατάστασης) του βασικού κανονισμού. Ο ισχυρισμός περί δυνατότητας σύγκρισης του EOUS με το καθεστώς ενεργητικής τελειοποίησης της ΕΚ δεν έχει νόημα στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι το καθεστώς της ΕΚ δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας έρευνας.

(87)

Στον βαθμό που χρησιμοποιούνται για την αγορά κεφαλαιουχικών αγαθών οι διατάξεις περί επιστροφής του φόρου επί των πωλήσεων και περί απαλλαγής από τον δασμό, δεν τηρούνται οι κανόνες για τα επιτρεπόμενα συστήματα επιστροφής των δασμών, διότι τα εν λόγω προϊόντα δεν καταναλώνονται κατά τη διαδικασία παραγωγής, όπως απαιτούν τα σημεία η) (επιστροφή των φόρων επί των πωλήσεων) και ι) (διαγραφή των εισαγωγικών δασμών) του παραρτήματος Ι. Ο εξαγωγέας αντέκρουσε αυτήν την ανάλυση ισχυριζόμενος ότι, δεδομένου ότι τα κεφαλαιουχικά αγαθά ήταν απαραίτητα για την παραγωγή, δεν μπορούσαν, υπό αυτή την ιδιότητά τους, να εξαιρεθούν από οποιοδήποτε επιτρεπόμενο σύστημα επιστροφής. Εντούτοις, αυτός ο συλλογισμός δεν συμβιβάζεται με τη σαφή διατύπωση του παραρτήματος Ι στοιχεία η) και ι), διότι τα κεφαλαιουχικά αγαθά που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή δεν καταναλώνονται κατά την παραγωγική διαδικασία. Άρα, το επιχείρημα απορρίπτεται.

(88)

Επιπλέον, σχετικά επίσης με τα άλλα οφέλη που αποκομίζονται στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος, παρά την προσεκτική εξέταση των παρατηρήσεων που υπέβαλε ο εξαγωγέας, επιβεβαιώθηκε ότι οι ΔΑΙ δεν έχουν αποτελεσματικό σύστημα ή διαδικασία ελέγχου για να επιβεβαιώσουν εάν και σε ποια ποσότητα καταναλώθηκαν οι αδασμολόγητες ή απαλλαγμένες από τον φόρο επί των πωλήσεων εισροές κατά την παραγωγή του εξαχθέντος προϊόντος [παράρτημα II(II)(4) του βασικού κανονισμού και, για τα συστήματα επιστροφής φόρου σε περίπτωση υποκατάστασης, παράρτημα III(II)(2) του βασικού κανονισμού].

(89)

Επιτρέπεται σε μονάδα εξαγωγικού προσανατολισμού να πωλεί σημαντική ποσότητα της παραγωγής της, έως 50 % του ετησίου κύκλου εργασιών, στην εγχώρια αγορά. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει νομική δέσμευση για την εξαγωγή του συνολικού ποσού των κατασκευασθέντων προϊόντων. Επιπλέον, λόγω της διαδικασίας αυτοπιστοποίησης, οι εν λόγω εγχώριες συναλλαγές πραγματοποιούνται χωρίς την επιτήρηση και τον έλεγχο κρατικού υπαλλήλου. Οι τελωνειακές εγκαταστάσεις μιας μονάδας εξαγωγικού προσανατολισμού δεν υπόκεινται, συνεπώς, τουλάχιστον εν μέρει, σε φυσικό έλεγχο από τις ινδικές αρχές. Στην περίπτωση αυτή, για να θεωρηθεί ότι το σύστημα ελέγχου συμβιβάζεται με το επιτρεπόμενο σύστημα επιστροφής, έχουν μεγάλη σημασία οι άλλες συνιστώσες του ελέγχου, και ιδίως ο έλεγχος της σχέσης μεταξύ των αδασμολόγητων εισροών και των προϊόντων εξαγωγής που προκύπτουν. Αυτό, ωστόσο, αυξάνει τη σπουδαιότητα των περαιτέρω ελέγχων, και ιδίως του ελέγχου της σχέσεως μεταξύ των εισροών που εισάγονται ατελώς και των προϊόντων εξαγωγής για να μπορεί να θεωρείται ο έλεγχος ως σύστημα επαλήθευσης των επιστροφών δασμών. Θεωρήθηκε ότι η μονάδα εξαγωγικού προσανατολισμού που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας έρευνας δεν πώλησε στην εγχώρια αγορά το 50 %, αλλά μόνο το 5 % περίπου του ετήσιου κύκλου εργασιών κατά την ΠΕ. Εντούτοις, αυτό δεν έχει καμία επίπτωση στη γενικότερη εκτίμηση της καταλληλότητας του συστήματος ελέγχου που έχει καταρτισθεί.

(90)

Όσον αφορά τα άλλα μέτρα ελέγχου που έχουν θεσπισθεί, θα πρέπει να υπενθυμισθεί, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 77 και επιβεβαιώθηκε από τις παρατηρήσεις του εξαγωγέα, ότι μια μονάδα εξωτερικού προσανατολισμού ουδέποτε δεσμεύεται νομικά να συσχετίσει κάθε εισαγωγή με το αντίστοιχο παραχθέν προϊόν. Εντούτοις, μόνο ένας έλεγχος αυτού του τύπου θα παρείχε στις ινδικές αρχές αρκετές πληροφορίες σχετικά με τον τελικό προορισμό των εισροών, έτσι ώστε να μπορούν να εξακριβώνουν εάν οι δασμολογικές και φορολογικές απαλλαγές επί των πωλήσεων δεν υπερβαίνουν τους δασμούς και φόρους που αντιστοιχούν στις εισροές που χρησιμοποιήθηκαν για την παρασκευή των προϊόντων που προορίζονται για εξαγωγή. Οι μηνιαίες φορολογικές δηλώσεις που καταρτίζονται σύμφωνα με ένα σύστημα αυτοαξιολόγησης για τις εσωτερικές πωλήσεις, και οι οποίες εξετάζονται περιοδικά από τις ινδικές αρχές, δεν επαρκούν. Τα εσωτερικά συστήματα των επιχειρήσεων, που δεν υπόκεινται σε καμία νομική υποχρέωση που έχει θεσπίσει η πολιτική εξαγωγών και εισαγωγών, όπως είναι τα συστήματα κατάρτισης φύλλου ελέγχου των παρτίδων, δεν είναι ούτε αυτά αρκετά για να αντικαταστήσουν την απαραίτητη συνιστώσα που αποτελεί ένα πραγματικό σύστημα ελέγχου. Επιπλέον, τα συστήματα ελέγχου πρέπει να σχεδιάζονται και να εφαρμόζονται από τις δημόσιες αρχές και, δεν θα πρέπει να αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια της διεύθυνσης της κάθε επιχείρησης να καταρτίζει σύστημα πληροφόρησης. Ζητήθηκαν από την εταιρεία και από τις κρατικές αρχές εκθέσεις ελέγχου που να έχουν πραγματοποιηθεί από τις ινδικές αρχές, αλλά καμία τέτοια έκθεση δεν υποβλήθηκε, άρα δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία. Ως εκ τούτου, επιβεβαιώνεται ότι, δεδομένου ότι το έγγραφο πολιτικής εξαγωγών και εισαγωγών δεν επιβάλλει ρητά στις μονάδες εξαγωγικού προσανατολισμού να διατηρούν αποδείξεις για τη σχέση μεταξύ των εισροών και του προκύπτοντος προϊόντος, οι δημόσιες αρχές της Ινδίας δεν εφαρμόζουν κανένα μηχανισμό αποτελεσματικού ελέγχου που να τους επιτρέπει να προσδιορίσουν ποιες εισροές καταναλώνονται κατά την κατασκευή των προϊόντων που εξάγονται και σε ποιες ποσότητες.

(91)

Επιπλέον, οι δημόσιες αρχές της Ινδίας δεν προέβησαν σε νέα εξέταση που να βασίζεται στις πραγματικές εισροές που χρησιμοποιήθηκαν, πράγμα που θα όφειλαν κανονικά να πράξουν λόγω ελλείψεως συστήματος αποτελεσματικού ελέγχου (παράρτημα II σημείο II παράγραφος 5 και παράρτημα III σημείο II παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού) ούτε απέδειξαν ότι δεν υπήρξε καθ’ υπέρβαση διαγραφή. Είναι σκόπιμο να υπενθυμισθεί ότι αυτή η νέα εξέταση πρέπει καταρχήν να πραγματοποιείται πριν από την επίσκεψη επαλήθευσης που προβλέπει η έρευνα, ούτως ώστε, εάν κριθεί αναγκαία μια τέτοια επίσκεψη επαλήθευσης, να είναι δυνατή η συναγωγή συμπερασμάτων με βάση αυτή τη νέα εξέταση (άρθρο 11 παράγραφος 8 και άρθρο 26 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού).

στ)   Υπολογισμός του ποσού της επιδότησης

(92)

Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι δεν υπάρχει επιτρεπόμενο σύστημα επιστροφής ή επιστροφής σε περιπτώσεις υποκατάστασης, το αντισταθμίσιμο όφελος είναι η διαγραφή των συνολικών εισαγωγικών δασμών (βασικός δασμός και ειδικός πρόσθετος δασμός) που οφείλονται κανονικά κατά την εισαγωγή, καθώς και η επιστροφή του φόρου επί των πωλήσεων, κατά την περίοδο της έρευνας επανεξέτασης.

(93)

Το αίτημα του εξαγωγέα να ληφθούν υπόψη μόνο τα ποσά των δασμών και των φόρων επί των πωλήσεων που εξοικονομήθηκαν, σχετικά με τις εισροές που καταναλώθηκαν κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης, απορρίφθηκε. Το όφελος, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, έχει ήδη αποδοθεί τη στιγμή της αγοράς εισροών με απαλλαγή από δασμούς ή φόρο επί των πωλήσεων, δεδομένου ότι οι δασμοί και φόροι θα οφείλονταν κανονικά σε αυτό το στάδιο.

i)   Απαλλαγή από εισαγωγικούς δασμούς (βασικός δασμός και πρόσθετος ειδικός δασμός) και επιστροφή του φόρου επί των πωλήσεων για τις πρώτες ύλες

(94)

Το ποσό της επιδότησης για τον εξαγωγέα που χρησιμοποίησε καθεστώς EOUS υπολογίσθηκε με βάση τους μη εισπραχθέντες εισαγωγικούς δασμούς (βασικός δασμός και πρόσθετος ειδικός δασμός) επί των εισροών που εισήχθηκαν για τον εν λόγω κλάδο παραγωγής, ήτοι φάρμακα χύμα και ενδιάμεσα προϊόντα, και τον φόρο επί των πωλήσεων που επιστράφηκε σε αυτόν τον κλάδο παραγωγής, κατά την περίοδο έρευνας της επανεξέτασης. Τα αναγκαία τέλη που καταβλήθηκαν για τη λήψη της επιδότησης αφαιρέθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού από το εν λόγω ποσό, έτσι ώστε να υπολογισθεί το ποσό της επιδότησης (αριθμητής). Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, το ποσό αυτό της σύμβασης κατανεμήθηκε στον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε κατά την εξαγωγή ο τομέας παραγωγής χύμα φαρμακευτικών προϊόντων (εφεξής «τομέας») κατά την περίοδο έρευνας της επανεξέτασης (παρονομαστής), διότι η επιδότηση εξαρτάται από την εξαγωγική επίδοση και χορηγήθηκε ανεξάρτητα από τις κατασκευασθείσες, παραχθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες. Το περιθώριο επιδότησης που προέκυψε με αυτό τον τρόπο ανέρχεται σε 29,6 %.

ii)   Απαλλαγή από τους εισαγωγικούς δασμούς (βασικός δασμός και ειδικός πρόσθετος δασμός) επί των κεφαλαιουχικών αγαθών

(95)

Αντίθετα με τις πρώτες ύλες, τα κεφαλαιουχικά αγαθά δεν είναι φυσικά ενσωματωμένα στα τελικά προϊόντα. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, το όφελος που χορηγήθηκε στην εταιρεία που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας υπολογίσθηκε με βάση το ποσό του μη καταβληθέντος δασμού επί των εισαχθέντων κεφαλαιουχικών αγαθών για μία περίοδο που αντιστοιχεί στην κανονική περίοδο απόσβεσης των εν λόγω κεφαλαιουχικών αγαθών στον κλάδο παραγωγής του υπό εξέταση προϊόντος. Για να καθορισθεί η κανονική περίοδος απόσβεσης, υπολογίσθηκε σταθμισμένος μέσος όρος των περιόδων απόσβεσης καθενός από τους εξαγωγείς που συνεργάσθηκαν. Το αίτημα της μονάδας εξαγωγικού προσανατολισμού που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας να χρησιμοποιηθεί η περίοδος απόσβεσης που αντιστοιχεί στη συγκεκριμένη εταιρεία, απορρίφθηκε, διότι «κανονική» δεν σημαίνει «ατομική», αλλά για «αντιπροσωπευτικό μέσο όρο». Το ποσό που υπολογίσθηκε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, και που καταλογίζεται στην περίοδο έρευνας της επανεξέτασης, προσαρμόσθηκε με προσθήκη του τόκου κατά την εν λόγω περίοδο, ούτως ώστε να προσδιορισθεί η συνολική αξία του οφέλους που παρέσχε στον αποδέκτη το καθεστώς. Το επιτόκιο που προστέθηκε βασίζεται στο εμπορικό επιτόκιο κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης στην Ινδία. Το αίτημα του εξαγωγέα να χρησιμοποιηθεί ο χαμηλότερος μέσος όρος δεν οδήγησε σε διαφορετικό αποτέλεσμα, ήτοι το περιθώριο επιδότησης παρέμεινε το ίδιο. Τα αναγκαία τέλη που καταβλήθηκαν για να εξασφαλισθεί η επιδότηση, αφαιρέθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού από το εν λόγω ποσό για να υπολογισθεί το ποσό της επιδότησης (αριθμητής). Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 και το άρθρο 7 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, το εν λόγω ποσό της επιδότησης κατανεμήθηκε στον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε με τις εξαγωγές ο εν λόγω τομέας κατά την περίοδο έρευνας της επανεξέτασης (παρονομαστής), διότι η επιδότηση εξαρτάται από την εξαγωγική επίδοση και χορηγήθηκε ανεξάρτητα από τις κατασκευασθείσες, παραχθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες. Το περιθώριο της σύμβασης που προέκυψε κατ’ αυτό τον τρόπο ανέρχεται σε 1,3 %.

(96)

Επομένως, το περιθώριο της συνολικής σύμβασης της υπό εξέταση εταιρείας στο πλαίσιο του καθεστώτος EOUS ανέρχεται σε 30,9 %.

4.   Καθεστώς προώθησης των εξαγωγών κεφαλαιουχικών αγαθών («EPCGS»)

α)   Νομική βάση

(97)

Λεπτομερής περιγραφή του εν λόγω καθεστώτος EPCGS βρίσκεται στο κεφάλαιο 5 του εγγράφου πολιτικής ΕΞ/ΕΙΣ 2002-2007 και στο κεφάλαιο 5 του ΕΔ I 02-07.

β)   Επιλεξιμότητα

(98)

Οι κατασκευαστές-εξαγωγείς και οι έμποροι-εξαγωγείς που είναι «υποχρεωμένοι» να υποστηρίζουν τους κατασκευαστές, έχουν δικαίωμα σ’ αυτό το καθεστώς.

γ)   Πρακτική εφαρμογή

(99)

Με την επιφύλαξη υποχρέωσης εξαγωγής, επιτρέπεται στις εταιρείες να εισάγουν κεφαλαιουχικά αγαθά (νέα και -από τον Απρίλιο 2003- μεταχειρισμένα κεφαλαιουχικά αγαθά μέχρι 10 ετών) με μειωμένο δασμό. Για τον σκοπό αυτό, οι δημόσιες αρχές της Ινδίας χορηγούν άδεια, μετά από αίτηση και καταβολή ενός τέλους. Από τον Απρίλιο 2000, το καθεστώς αυτό προβλέπει την εφαρμογή μειωμένου εισαγωγικού δασμού 5 % σε όλα τα κεφαλαιουχικά αγαθά που εισάγονται στο πλαίσιό του. Ως τις 31 Μαρτίου 2000, εφαρμοζόταν πραγματικός δασμός 11 % (συμπεριλαμβανομένου συμπληρωματικού τέλους 10 %) και, στην περίπτωση εισαγωγών υψηλής αξίας, μηδενικός δασμός. Για την εκπλήρωση της υποχρέωσης εξαγωγής, τα εισαγόμενα κεφαλαιουχικά αγαθά πρέπει να χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ορισμένης ποσότητας εξαγωγικών προϊόντων εντός καθορισμένης περιόδου.

(100)

Ο κάτοχος άδειας EPCGS μπορεί επίσης να εφοδιάζεται με τα κεφαλαιουχικά αγαθά στην εγχώρια αγορά. Στην περίπτωση αυτή, ο εγχώριος κατασκευαστής κεφαλαιουχικών αγαθών μπορεί να επωφελείται από το όφελος για την εισαγωγή με δασμολογική απαλλαγή των συστατικών μερών που απαιτούνται για την παραγωγή των εν λόγω κεφαλαιουχικών αγαθών. Εναλλακτικά, ο εγχώριος παραγωγός μπορεί να ζητεί από έναν κάτοχο άδειας EPCGS να εισπράττει για την προμήθεια κεφαλαιουχικών αγαθών το όφελος που σχετίζεται από την προβλεπόμενη εξαγωγή.

δ)   Σχόλια μετά την κοινολόγηση

(101)

Μετά την κοινολόγηση των πληροφοριών, οι δημόσιες αρχές της Ινδίας και ένας παραγωγός-εξαγωγέας παρατήρησαν i) ότι η περίοδος απόσβεσης που χρησιμοποιήθηκε για τα κεφαλαιουχικά αγαθά δεν είχε γνωστοποιηθεί σαφώς στα ενδιαφερόμενα μέρη και ii) δεν τους είχε επαρκώς εξηγηθεί ο λόγος ούτε είχε προσδιορισθεί μέχρι ποιο βαθμό είχε προστεθεί επιτόκιο για να ληφθεί το ποσό της αντισταθμίσιμης επιδότησης.

ε)   Συμπέρασμα σχετικά με το καθεστώς EPCG

(102)

Το καθεστώς EPCGS παρέχει επιδοτήσεις κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii), και του άρθρου 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Η δασμολογική μείωση αποτελεί χρηματοδοτική συνεισφορά των δημοσίων αρχών της Ινδίας, δεδομένου ότι, με αυτή την παραχώρηση, παραιτούνται από απαίτηση σε τελωνειακά έσοδα που θα οφείλονταν κανονικά. Επιπλέον, παρέχει όφελος στον εξαγωγέα στο μέτρο που οι δασμοί που εξοικονομούνται επί της εισαγωγής βελτιώνουν τα ρευστά του διαθέσιμα.

(103)

Επιπλέον, το καθεστώς EPCGS εξαρτάται εκ του νόμου από την εξαγωγική επίδοση, δεδομένου ότι οι εν λόγω άδειες δεν μπορούν να χορηγούνται χωρίς δέσμευση για εξαγωγή. Για τον λόγο αυτό, το καθεστώς θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού.

(104)

Τέλος, το εν λόγω καθεστώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιτρεπόμενο σύστημα επιστροφής δασμού ή σύστημα επιστροφής δασμού σε περίπτωση υποκατάστασης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) του βασικού κανονισμού. Τα κεφαλαιουχικά αγαθά δεν υπάγονται στα επιτρεπόμενα συστήματα που καθορίζονται στο παράρτημα Ι σημείο i) του βασικού κανονισμού, διότι δεν καταναλώνονται κατά τη διαδικασία παραγωγής των εξαγόμενων προϊόντων.

στ)   Υπολογισμός του ποσού της επιδότησης

(105)

Το ποσό της επιδότησης υπολογίσθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, με βάση τους μη καταβληθέντες δασμούς για τα εισαχθέντα κεφαλαιουχικά αγαθά κατά τη διάρκεια περιόδου που αντιστοιχεί στην κανονική περίοδο απόσβεσης των εν λόγω κεφαλαιουχικών αγαθών στον κλάδο παραγωγής αντιβιοτικών. Σύμφωνα με καθιερωμένη πρακτική, το ποσό που υπολογίζεται κατ’ αυτό τον τρόπο και καταλογίζεται στην περίοδο έρευνας της επανεξέτασης προσαρμόσθηκε με την προσθήκη του τόκου που αντιστοιχεί στην εν λόγω περίοδο, έτσι ώστε να προσδιορίζεται η συνολική αξία του οφέλους που χορηγήθηκε κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου. Το εμπορικό επιτόκιο κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης στην Ινδία θεωρήθηκε κατάλληλο για τον σκοπό αυτό. Τα αναγκαία τέλη που καταβλήθηκαν για την εξασφάλιση της επιδότησης αφαιρέθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού από το εν λόγω ποσό για να υπολογισθεί το ποσό της επιδότησης (αριθμητής). Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 και το άρθρο 7 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού το εν λόγω ποσό της επιδότησης κατανεμήθηκε στον κύκλο εργασιών που προέκυψε από τις εξαγωγές κατά την περίοδο της έρευνας της επανεξέτασης (παρονομαστής), διότι η επιδότηση εξαρτάται από την εξαγωγική επίδοση και χορηγήθηκε ανεξάρτητα από τις ποσότητες, που κατασκευάσθηκαν, παρήχθησαν, εξήχθησαν ή μεταφέρθηκαν. Τέσσερις εταιρείες απεκόμισαν οφέλη από το εν λόγω καθεστώς κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης. Οι επιδοτήσεις που έλαβαν ήταν αμελητέες.

(106)

Δεδομένου ότι κανένα αντισταθμιστικό μέτρο δεν εφαρμόζεται στο καθεστώς EPCGS στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι απαραίτητο να δοθεί απάντηση στα σχόλια που διατυπώθηκαν μετά την κοινολόγηση.

5.   Καθεστώς εξαγωγικών πιστώσεων («ECS»)

α)   Νομική βάση

(107)

Οι λεπτομέρειες αυτού του καθεστώτος περιέχονται στη βασική εγκύκλιο IECD αριθ. 5/04.02.02/2002-03 (Εξαγωγικές πιστώσεις σε συνάλλαγμα) και στη βασική εγκύκλιο IECD αριθ. 4/04.02.02/2002-03 (Εξαγωγικές πιστώσεις σε ρουπίες) της Reserve Bank of India (που εφεξής καλείται «RBI»), που απευθύνονται στο σύνολο των ινδικών εμπορικών τραπεζών.

β)   Επιλεξιμότητα

(108)

Επιλεξιμότητα σε αυτό το καθεστώς έχουν οι κατασκευαστές/εξαγωγείς και οι έμποροι/εξαγωγείς.

γ)   Πρακτική εφαρμογή

(109)

Στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος, η RBI καθορίζει ανώτατα όρια για τα επιτόκια που εφαρμόζονται στις εξαγωγικές πιστώσεις σε ρουπίες και σε συνάλλαγμα, τα οποία οι εμπορικές τράπεζες πρέπει να τηρούν «για να μπορούν οι εξαγωγείς να έχουν πρόσβαση σε πίστωση σε ανταγωνιστικές τιμές σε διεθνές επίπεδο». Το καθεστώς ECS αποτελείται από δύο επιμέρους καθεστώτα, το καθεστώς εξαγωγικών πιστώσεων πριν από την αποστολή («packing credit»), που καλύπτει πιστώσεις που παρέχονται σε εξαγωγέα για τη χρηματοδότηση της αγοράς, της μεταποίησης, της παρασκευής, της συσκευασίας ή/και της αποστολής των εμπορευμάτων πριν από την εξαγωγή, και το καθεστώς εξαγωγικών πιστώσεων μετά την αποστολή, που προβλέπει δάνεια για κεφάλαια κίνησης με σκοπό τη χρηματοδότηση των εξαγωγικών αναγκών. Η RBI συστήνει επίσης στις τράπεζες να διαθέσουν ένα ποσό από τις καθαρές πιστώσεις τους για τη χρηματοδότηση των εξαγωγών.

(110)

Από τις εν λόγω βασικές εγκυκλίους της RBI προκύπτει ότι οι εξαγωγείς μπορούν να εξασφαλίζουν εξαγωγικές πιστώσεις με προτιμησιακό επιτόκιο σε σύγκριση με το επιτόκιο για τις συνήθεις εμπορικές πιστώσεις («ταμειακές πιστώσεις»), που έχουν απλώς καθορισθεί από τις συνθήκες της αγοράς. Σχετικά με το θέμα αυτό, η βασική εγκύκλιος για τις εξαγωγικές πιστώσεις σε ρουπίες διευκρινίζει ότι «τα μέγιστα επιτόκια που εφαρμόζονται στις πιστώσεις που χορηγούνται στους εξαγωγείς σύμφωνα με την παρούσα εγκύκλιο είναι κατώτερα από τα μέγιστα επιτόκια που εφαρμόζονται κανονικά στους άλλους δανειζόμενους και συνεπώς χαρακτηρίζονται ως ευνοϊκά κατ’ αυτή την έννοια.» Η διαφορά των επιτοκίων μπορεί να μειώνεται για εταιρείες με καλή κατάταξη της πιστοληπτικής ικανότητας. Πράγματι, οι εταιρείες με καλή κατάταξη της πιστοληπτικής ικανότητας ενδέχεται να μπορούν να λαμβάνουν εξαγωγικές πιστώσεις και ταμειακές πιστώσεις με τους ίδιους όρους.

δ)   Σχόλια μετά την κοινολόγηση

(111)

Μετά την κοινολόγηση, δύο εξαγωγείς, που επωφελήθηκαν από το εν λόγω καθεστώς, ισχυρίσθηκαν ότι το ECS δεν αποτελεί αντισταθμίσιμη επιδότηση. Σχετικά με αυτό το θέμα, παρατήρησαν ότι i) μία αντισταθμίσιμη επιδότηση απαιτεί τη μεταφορά δημοσίων κεφαλαίων, ii) το επιτόκιο των πιστώσεων ECS καθορίζεται υπό συνθήκες αγοράς, διότι διάφορες εμπορικές τράπεζες προσφέρουν σημαντικά διαφορετικά επιτόκια και iii) το επιτόκιο των ταμειακών πιστώσεων είναι υψηλότερο σε σύγκριση με αυτό των εξαγωγικών πιστώσεων, διότι η χρηματοδότηση των εξαγωγών ενέχει λιγότερους κινδύνους («self executing»), και, στην περίπτωση των εξαγωγικών πιστώσεων σε συνάλλαγμα, λόγω του, κατά τους ισχυρισμούς, μικρότερου πληθωρισμού του ελεύθερα μετατρέψιμου συναλλάγματος σε σχέση με την ινδική ρουπία, πράγμα που, κατά τους ισχυρισμούς, έχει επίπτωση στα επιτόκια.

(112)

Επιπλέον, ένας εξαγωγέας ισχυρίσθηκε, χωρίς όμως να υποβάλει νέο υπολογισμό του περιθωρίου επιδότησης, ότι οι υπολογισμοί θα έπρεπε να είχαν βασισθεί στα επιτόκια που εφαρμόζουν άλλες τράπεζες, και όχι οι τράπεζες που προσδιορίσθηκαν κατά την επίσκεψη επαλήθευσης, και ότι, εν πάση περιπτώσει, μόνο τα χαμηλότερα επιτόκια που διαπιστώθηκαν τόσο για τις εξαγωγικές πιστώσεις, όσο και για τις ταμειακές πιστώσεις, έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη για τη σύγκριση. Ένας άλλος εξαγωγέας υποστήριξε, χωρίς όμως να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του, ότι το ποσό του δανείου έπρεπε να μειωθεί κατά 25 %, δεδομένου ότι αυτό το ποσοστό αντιστοιχεί σε ίδια κεφάλαια, παρόλο που έχει καταχωρισθεί στα λογιστικά βιβλία ως κεφάλαια εξωτερικού.

ε)   Συμπεράσματα για το ECS

(113)

Κατά πρώτον, το προτιμησιακό επιτόκιο που καθόρισαν οι βασικές εγκύκλιοι της RBI που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 107 για τις πιστώσεις που χορηγούνται στο πλαίσιο του εν λόγω καθεστώτος μπορεί να μειώνουν το κόστος τόκου ενός εξαγωγέα σε σχέση με το κόστος της πίστωσης που έχει καθορισθεί αποκλειστικά με βάση τις συνθήκες της αγοράς, παρέχοντας έτσι όφελος κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Μόνο στην περίπτωση των συνεργασθέντων εξαγωγέων για τους οποίους διαπιστώθηκε αυτή η διαφορά τόκου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι υπάρχει όφελος. Αντίθετα με τους ισχυρισμούς που αναφέρονται παραπάνω, αυτή η διαφορά του τόκου δεν μπορεί να εξηγηθεί απλώς και μόνο με τη συμπεριφορά των εμπορικών τραπεζών στην αγορά. Αυτή καθεαυτή, η χρηματοδότηση των εξαγωγών δεν είναι ασφαλέστερη από την εγχώρια χρηματοδότηση. Πράγματι, συνήθως θεωρείται ως υψηλότερου κινδύνου, και το ύψος της εγγύησης που απαιτείται για μια δεδομένη πίστωση, ανεξαρτήτως του αντικειμένου της χρηματοδότησης, αποτελεί καθαρά εμπορική απόφαση που λαμβάνει η δεδομένη εμπορική τράπεζα. Η διαφορά τόκου από μια τράπεζα στην άλλη προκύπτει από τη μέθοδο της RBI που συνίσταται στον καθορισμό ανωτάτων ορίων για κάθε εμπορική τράπεζα ξεχωριστά. Επιπλέον, εάν δεν υπήρχαν οι βασικές εγκύκλιοι της RBI, οι εμπορικές τράπεζες δεν θα ήταν υποχρεωμένες να εφαρμόζουν για τους δανειζόμενους τα ίσως ευνοϊκότερα επιτόκια για τις εξαγωγικές πιστώσεις σε συνάλλαγμα. Για να συνοψίσουμε τις απαντήσεις σε αυτούς τους ισχυρισμούς, είναι σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ότι οι βασικές εγκύκλιοι της RBI έχουν ως στόχο τη χρηματοδότηση των εξαγωγών «με διεθνώς ανταγωνιστικά επιτόκια» και η ίδια η RBI θεωρεί τα επιτόκια των εξαγωγικών πιστώσεων ως «ευνοϊκά». Εξάλλου, αν και οι προτιμησιακές πιστώσεις βάσει του εν λόγω καθεστώτος χορηγούνται από εμπορικές τράπεζες, το όφελος αντιστοιχεί σε χρηματοδοτική συνεισφορά των δημοσίων αρχών κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο iv) του βασικού κανονισμού. Είναι σκόπιμο να παρατηρήσουμε στο σημείο αυτό ότι ούτε το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο iv) του βασικού κανονισμού ούτε η συμφωνία του ΠΟΕ για τις συμβάσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα δεν απαιτούν, για τη διαπίστωση επιδότησης, επιβάρυνση με δημόσια κεφάλαια, π.χ. απόδοση από τις δημόσιες αρχές της Ινδίας των καταβληθέντων στις εμπορικές τράπεζες. Αρκεί, για τον σκοπό αυτό, να απαιτήσουν οι δημόσιες αρχές την εκτέλεση αρμοδιοτήτων που περιγράφονται στα σημεία i), ii) ή iii) του άρθρου 2 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Η RBI είναι δημόσιος φορέας και, συνεπώς, υπάγεται στον ορισμό των «δημοσίων αρχών» που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού. Ανήκει 100 % στο κράτος, επιδιώκει στόχους δημόσιας πολιτικής, π.χ. νομισματικής, και τα διευθυντικά στελέχη διορίζονται από τις ινδικές δημόσιες αρχές. Η RBI διευθύνει ιδιωτικούς φορείς, δεδομένου ότι οι εμπορικές τράπεζες τηρούν τους όρους, και ιδίως τα ανώτατα όρια επιτοκίου, που καθορίζονται στις βασικές εγκυκλίους της RBI για τις εξαγωγικές πιστώσεις, καθώς και τις διατάξεις της RBI σύμφωνα με τις οποίες οι εμπορικές τράπεζες οφείλουν να διαθέσουν ένα ποσό των καθαρών πιστώσεών τους για τη χρηματοδότηση των εξαγωγών. Αυτή η απαίτηση υποχρεώνει τις εμπορικές τράπεζες να ασκούν τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i) του βασικού κανονισμού, στη προκειμένη περίπτωση, δάνεια υπό μορφή προτιμησιακής χρηματοδότησης εξαγωγών. Αυτή η άμεση μεταφορά κεφαλαίων υπό μορφή δανείων, υπό ορισμένες συνθήκες, υπάγεται κανονικά στην αρμοδιότητα των δημοσίων αρχών, και η πρακτική δεν διαφέρει ουσιαστικά από τις πρακτικές που ακολουθούν κανονικά οι δημόσιες αρχές (άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο iv) του βασικού κανονισμού). Η εν λόγω επιδότηση θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα και είναι αντισταθμίσιμη, δεδομένου ότι το προτιμησιακό επιτόκιο εφαρμόζεται μόνο στη χρηματοδότηση των εξαγωγών, και συνεπώς εξαρτάται από τις εξαγωγικές επιδόσεις (άρθρο 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού).

στ)   Υπολογισμός του ποσού της επιδότησης

(114)

Το ποσό της επιδότησης υπολογίσθηκε με βάση τη διαφορά μεταξύ του τόκου που καταβλήθηκε για τις εξαγωγικές πιστώσεις που χρησιμοποιήθηκαν κατά την περίοδο της έρευνας επανεξέτασης και του ποσού που θα έπρεπε να είχε καταβληθεί εάν εφαρμοζόταν το ίδιο επιτόκιο που εφαρμόζει η δεδομένη εταιρεία για τις συνήθεις εμπορικές πιστώσεις. Το ποσό αυτό της επιδότησης (αριθμητής) κατανεμήθηκε στον συνολικό κύκλο εργασιών των εξαγωγών κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης (παρανομαστής) σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, διότι η επιδότηση εξαρτάται από τις εξαγωγικές επιδόσεις και χορηγήθηκε ανεξάρτητα από τις κατασκευασθείσες, παραχθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες. Ο όψιμος ισχυρισμός ενός εξαγωγέα σύμφωνα με τον οποίο το ποσό της πίστωσης που ελέγχθηκε κατά την επιτόπια επίσκεψη θα πρέπει να μειωθεί κατά 25 %, διότι το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί, κατά τη γνώμη του, σε ίδια κεφάλαια, πράγμα που δεν είχε ποτέ ως τώρα αναφερθεί, ούτε κατά την επίσκεψη επαλήθευσης, δεν τεκμηριώθηκε, και, συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτός. Το αίτημα για χρησιμοποίηση πληροφοριών άλλων από αυτές που παρασχέθηκαν κατά την επίσκεψη επαλήθευσης σχετικά με τις δανειοδοτικές τράπεζες πρέπει επίσης να απορριφθεί, διότι αυτές οι πληροφορίες δεν ανακοινώθηκαν εγκαίρως και δεν επαληθεύθηκαν. Εν πάση περιπτώσει, ο εν λόγω εξαγωγέας δεν τεκμηρίωσε τον ισχυρισμό του ότι έλαβε εξαγωγικές πιστώσεις μόνο από εμπορικές τράπεζες που προσέφεραν τους καλύτερους όρους. Έξι εταιρείες απεκόμισαν όφελος από το καθεστώς ECS και έλαβαν επιδοτήσεις ύψους μέχρι 2,3 %.

6.   Καθεστώτα απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος

α)   Καθεστώς απαλλαγής από τον φόρο επί των εσόδων από τις εξαγωγές («EITES»)

i)   Τμήμα 80HHC του νόμου για τον φόρο εισοδήματος 1961 («ITA»)

(115)

Διαπιστώθηκε ότι τέσσερις από τους εξαγωγείς που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας έλαβαν μερική απαλλαγή του φόρου επί των κερδών που απεκόμισαν από τις εξαγωγικές πωλήσεις κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης. Αυτή η απαλλαγή έχει για νομική βάση το τμήμα 80HHC του νόμου για τον φόρο εισοδήματος.

(116)

Αυτή η διάταξη του νόμου για τον φόρο εισοδήματος καταργήθηκε για το φορολογικό έτος 2005-2006 (ήτοι για το οικονομικό έτος από 1ης Απριλίου 2004 έως 31 Μαρτίου 2005). Ως εκ τούτου, το τμήμα 80HHC του νόμου για τον φόρο εισοδήματος δεν θα παρέχει πλέον οφέλη μετά τις 31 Μαρτίου 2004. Παρόλο που τέσσερις από τους εξαγωγείς που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας απεκόμισαν οφέλη από αυτό το καθεστώς κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης, στο μέτρο που το καθεστώς έχει πλέον καταργηθεί, δεν θα αντισταθμισθεί, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

ii)   Τμήματα 10A και 10B του νόμου για τον φόρο εισοδήματος

(117)

Η πλήρης απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος για τα κέρδη από τις εξαγωγικές πωλήσεις μιας εταιρείας που έχει πρόσφατα εγκατασταθεί σε ειδική οικονομική ζώνη, ζώνη ελευθέρων συναλλαγών ή τεχνολογικό πάρκο για την κατασκευή υλισμικού ή λογισμικού (τμήμα 10A του νόμου για τον φόρο εισοδήματος) ή πρόσφατα συσταθείσας μονάδας εξαγωγικού προσανατολισμού (τμήμα 10B του νόμου για τον φόρο εισοδήματος) κατά τα πρώτα δέκα έτη παραγωγής εξακολουθεί να ισχύει ως τις 31 Μαρτίου 2010.

(118)

Μία εταιρεία απεκόμισε οφέλη δυνάμει του τμήματος 10B του νόμου για τον φόρο εισοδήματος, κατά τα δέκα τελευταία έτη, αρχίζοντας από το οικονομικό έτος 1993-1994. Για τον λόγο αυτό, η εν λόγω εταιρεία δεν θα έχει πλέον δικαίωμα να αποκομίζει οφέλη δυνάμει του τμήματος 10B του νόμου για τον φόρο εισοδήματος από το οικονομικό έτος 2003-2004 και πέρα. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, το εν λόγω καθεστώς δεν είναι αντισταθμίσιμο στην προκειμένη περίπτωση.

β)   Φορολογικά κίνητρα για έρευνα και ανάπτυξη («ITIRAD»)

i)   Νομική βάση

(119)

Η λεπτομερής περιγραφή του ITIRAD περιέχεται στο τμήμα 35(2AB) του νόμου για τον φόρο εισοδήματος.

ii)   Επιλεξιμότητα

(120)

Οι εταιρείες που ασκούν δραστηριότητες στον τομέα της βιοτεχνολογίας η της παρασκευής φαρμάκων, φαρμακευτικών προϊόντων, χημικών προϊόντων, ηλεκτρονικού εξοπλισμού, υπολογιστών και λογισμικού, εξοπλισμού τηλεπικοινωνιών, ελικοπτέρων, αεροσκαφών ή οποιουδήποτε άλλου προϊόντος ή είδος που κοινοποιείται, είναι επιλέξιμες για να χρησιμοποιήσουν το εν λόγω καθεστώς.

iii)   Πρακτική εφαρμογή

(121)

Για κάθε δαπάνη (εκτός από την αγορά γαιών ή ακινήτων) σχετικά με εγκαταστάσεις έρευνας και ανάπτυξης στην επιχείρηση, που έχει εγκριθεί από το υπουργείο Επιστημονικής και Βιομηχανικής Έρευνας της Ινδίας, μπορεί να αφαιρείται ποσό ίσο με το 150 % των de facto δαπανών όσον αφορά τον φόρο εισοδήματος. Συνεπώς, με τη μείωση κατά 50 % των εικονικών δαπανών (ήτοι δαπανών που στην πραγματικότητα δεν επιβάρυναν την επιχείρηση), η βάση του φόρου εισοδήματος και, συνεπώς, ο ίδιος ο φόρος μειώνονται τεχνητά.

iv)   Σχόλια μετά την κοινολόγηση

(122)

Μετά την κοινολόγηση, ένας εξαγωγέας, που απεκόμισε οφέλη στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος, υπέβαλε τις ακόλουθες παρατηρήσεις. Το καθεστώς αυτό δεν πρέπει να θεωρείται αντισταθμίσιμο, διότι i) παρόλο που το ITIRAD πράγματι περιορίζεται σε ορισμένους τομείς, δεν έχει ατομικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι μπορούν να το χρησιμοποιήσουν όλες οι επιχειρήσεις των εν λόγω τομέων και ii) οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν μετά τις 31 Μαρτίου 2005 δεν θα υπόκεινται σε αυτό το καθεστώς, δυνάμει του τμήματος 35(2AB) υποδιαίρεση (5) του νόμου για τον φόρο εισοδήματος.

v)   Συμπέρασμα για το ITIRAD

(123)

Το ITIRAD παρέχει επιδοτήσεις κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) και του άρθρου 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Η τεχνητή μείωση της βάσεως του φόρου εισοδήματος σύμφωνα με το τμήμα 35(2AB) του νόμου για τον φόρο εισοδήματος αποτελεί χρηματοδοτική συνεισφορά των ινδικών δημοσίων αρχών, δεδομένου ότι αυτές οι τελευταίες παραιτούνται από απαίτηση σε έσοδα από τον φόρο εισοδήματος που κανονικά θα έπρεπε να καταβληθεί. Επιπλέον, η μείωση του φόρου εισοδήματος παρέχει όφελος στην εταιρεία, διότι βελτιώνει τα ρευστά της διαθέσιμα.

(124)

Οι ινδικές δημόσιες αρχές ισχυρίσθηκαν και επανέλαβαν μετά την κοινολόγηση, χωρίς ωστόσο να τεκμηριώσουν τον ισχυρισμό τους, ότι το καθεστώς δεν έχει ατομικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι οι όροι συμμετοχής στο ITIRAD βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια. Εντούτοις, η σαφής διατύπωση του τμήματος 35(2AB) του νόμου για τον φόρο εισοδήματος αποδεικνύει ότι το ITIRAD έχει de jure ατομικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού και συνεπώς είναι αντισταθμίσιμο. Οι όροι συμμετοχής στο εν λόγω καθεστώς δεν βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια, ήτοι ουδέτερα κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού. Τα οφέλη στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος μπορούν να αποκομίζουν μόνον ορισμένοι βιομηχανικοί τομείς που απαριθμούνται στην αιτιολογική σκέψη 120. Οι ινδικές δημόσιες αρχές δεν κατέστησαν προσιτό αυτό το καθεστώς σε όλους τους τομείς. Αντίθετα με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε ένας εξαγωγέας, αυτός ο περιορισμός αποτελεί ατομικό χαρακτήρα δεδομένου ότι η κατηγορία «ομάδα κλάδων παραγωγής», που αναφέρει το άρθρο 3 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού σημαίνει περιορισμό σε ορισμένους τομείς. Αυτός ο περιορισμός δεν είναι οικονομικής φύσεως ούτε έχει οριζόντια εφαρμογή, όπως π.χ. ο αριθμός απασχολούμενων ή το μέγεθος της εταιρείας.

(125)

Επιπλέον, ο ισχυρισμός ότι οι δαπάνες μετά τις 31 Μαρτίου 2005 δεν καλύπτονται από το καθεστώς δεν συνεπάγεται ότι το καθεστώς δεν είναι αντισταθμίσιμο κατά την έννοια του άρθρου 15 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Δεν έχει αποδειχθεί ότι το εν λόγω καθεστώς είχε ήδη καταργηθεί όταν ολοκληρώθηκαν τα πορίσματα της έρευνας της επανεξέτασης, ούτε ότι ο εξαγωγέας δεν θα εξακολουθεί να αποκομίζει οφέλη από το ITIRAD. Αντίθετα, το ITIRAD ισχύει για ολόκληρο το φορολογικό έτος 2005/2006 (ήτοι το οικονομικό έτος 2004/2005), και, συνεπώς, μπορεί να εξακολουθήσει να παρέχει οφέλη. Επιπλέον, ο εξαγωγέας δεν απέδειξε ότι οι ινδικές δημόσιες αρχές δεν προβλέπουν παράταση του καθεστώτος, το οποίο είχε ήδη de facto παραταθεί κατά το παρελθόν (8). Δεν υπάρχει ένδειξη ότι δεν θα δοθεί παράταση με μελλοντικό νόμο περί δημοσίων οικονομικών, δεδομένου, ιδίως, ότι οι ινδικές δημόσιες αρχές ούτε στις διαβουλεύσεις ούτε στα σχόλια μετά την κοινολόγηση ανέφεραν ότι από τις 31 Μαρτίου 2005 το καθεστώς i) θα λήξει και ii) δεν θα υποκατασταθεί από συγκρίσιμο καθεστώς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος.

vi)   Υπολογισμός του ποσού της επιδότησης

(126)

Το ποσό της επιδότησης υπολογίσθηκε με βάση τη διαφορά μεταξύ του φόρου εισοδήματος για την περίοδο έρευνας της επανεξέτασης ανάλογα με το εάν εφαρμόσθηκαν ή όχι οι διατάξεις του τμήματος 35(2AB) του νόμου για τον φόρο εισοδήματος. Το εν λόγω ποσό της επιδότησης (αριθμητής) κατανεμήθηκε στον συνολικό κύκλο εργασιών κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης (παρονομαστής), σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, διότι η εν λόγω επιδότηση αφορά όλες τις πωλήσεις, εγχώριες και εξαγωγικές, και χορηγήθηκε ανεξάρτητα από τις ποσότητες, που παρήχθησαν, εξήχθησαν ή μεταφέρθηκαν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, διαπιστώθηκε περιθώριο επιδότησης 1,5 % για μία εταιρεία που απεκόμισε οφέλη στο πλαίσιο του ITIRAD.

III.   Περιφερειακά καθεστώτα

1.   Καθεστώτα βιομηχανικών κινήτρων («IIS») των δημοσίων αρχών του Γκουτζαράτ και του Πουντζάμπ

(127)

Οι πολιτείες Γκουτζαράτ και Πουντζάμπ χορηγούν σε επιλέξιμες βιομηχανικές επιχειρήσεις κίνητρα υπό μορφή απαλλαγής ή/και αναβολής της καταβολής του φόρου επί των πωλήσεων ή των αγορών για να ενθαρρύνουν τη βιομηχανική ανάπτυξη των περιοχών τους που παρουσιάζουν καθυστέρηση στον οικονομικό τομέα. Δεδομένου ότι αυτά τα καθεστώτα είναι σχεδόν ταυτόσημα, εξετάζονται από κοινού.

α)   Νομική βάση

(128)

Η λεπτομερής περιγραφή αυτών των καθεστώτων που εφαρμόζουν οι δημόσιες αρχές του Γκουτζαράτ («ΔΑΓ») και οι δημόσιες αρχές του Πουντζάμπ («ΔΑΠ») περιέχεται στο ψήφισμα ΔΑΓ αριθ. INC-1090-1023-(2)-I(GR αριθ. 2) της 16ης Οκτωβρίου 1990 και στο ψήφισμα ΔΑΠ αριθ. 15/43/96-5IB/2238 της 20ής Μαρτίου 1996, αντίστοιχα.

β)   Επιλεξιμότητα

(129)

Οι εταιρείες που δημιουργούν νέα βιομηχανική μονάδα ή προβαίνουν σε ευρεία επέκταση ήδη υπάρχουσας εγκατάστασης σε περιοχές με καθυστέρηση στην οικονομική ανάπτυξη, μπορούν να αποκομίζουν οφέλη στο πλαίσιο αυτών των καθεστώτων. Εντούτοις, υπάρχουν πλήρεις κατάλογοι κλάδων παραγωγής που δεν έχουν δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν αυτά τα καθεστώτα, και, συνεπώς, οι κατάλογοι αυτοί εμποδίζουν εταιρείες ορισμένων τομέων δραστηριοτήτων να αποκομίζουν οφέλη από τα κίνητρα που παρέχει το καθεστώς.

γ)   Πρακτική εφαρμογή

(130)

Στο πλαίσιο αυτών των καθεστώτων, οι εταιρείες πρέπει να επενδύουν σε περιοχές με οικονομική καθυστέρηση, Οι εν λόγω περιοχές, που αντιπροσωπεύουν ορισμένες εδαφικές ενότητες στις δύο Πολιτείες κατατάσσονται ανάλογα με την οικονομική τους ανάπτυξη σε διαφορετικές κατηγορίες, ενώ, συγχρόνως, είναι περιοχές που έχουν αποκλεισθεί από τα καθεστώτα παροχής κινήτρων. Τα κύρια κριτήρια για τον υπολογισμό του ποσού των κινήτρων είναι το μέγεθος της επένδυσης και η περιοχή στην οποία έχει εγκατασταθεί ή θα εγκατασταθεί η επιχείρηση.

(131)

Κίνητρα μπορούν να χορηγούνται ανά πάσα στιγμή δεδομένου ότι δεν έχει καθορισθεί καμία προθεσμία για την υποβολή των αιτήσεων ή την τήρηση των ποσοτικών κριτηρίων.

δ)   Σχόλια μετά την κοινολόγηση

(132)

Μετά την κοινολόγηση, δύο εξαγωγείς, που απεκόμισαν οφέλη στο πλαίσιο του καθεστώτος IIS, υπέβαλαν παρατηρήσεις ότι i) το IIS δεν αποτελεί εξαγωγική επιδότηση, ii) αποτελεί μόνο αντιστάθμισμα για έκτακτα έξοδα λόγω έλλειψης κατάλληλης υποδομής στις καθορισθείσες καθυστερημένες περιοχές και iii) για την περίπτωση ενός εξαγωγέα που δεν αποκομίζει πλέον οφέλη από το καθεστώς από τις 5 Ιουλίου 2003.

ε)   Συμπέρασμα για το IIS

(133)

Τα καθεστώτα αυτά χορηγούν επιδοτήσεις κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) και του άρθρου 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Αποτελούν χρηματοδοτική συνεισφορά των ΔΑΓ και των ΔΑΠ αντίστοιχα, δεδομένου ότι τα παρεχόμενα κίνητρα- στην προκειμένη περίπτωση, απαλλαγή από τον φόρο επί των πωλήσεων και των αγορών- μειώνει τον φόρο εισοδήματος που θα έπρεπε κανονικά να καταβληθεί. Επιπλέον, αυτά τα κίνητρα παρέχουν όφελος στην εταιρεία, διότι βελτιώνουν τη χρηματοοικονομική της κατάσταση, δεδομένου ότι οι φόροι που κανονικά οφείλονταν δεν καταβλήθηκαν.

(134)

Επιπλέον, τα καθεστώτα έχουν περιφερειακό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2 στοιχείο α) και του άρθρου 3 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι καλύπτουν ορισμένες μόνο εταιρείες που έχουν επενδύσει σε ορισμένες γεωγραφικά οριοθετημένες περιοχές που υπάγονται στη δικαιοδοσία των εν λόγω πολιτειών. Δεν καλύπτουν εταιρείες εγκατεστημένες εκτός των εν λόγω περιοχών και, επιπλέον, το επίπεδο του οφέλους ποικίλλει ανάλογα με την εκάστοτε περιοχή.

(135)

ΟΙ ΔΑΙ δεν συμμερίζονται αυτή την αξιολόγηση. Κατά πρώτον, δήλωσαν ότι, όπως ορίζει το ινδικό σύνταγμα, το διεθνές εμπόριο, εξ ορισμού, δεν υπόκειται στον φόρο επί των πωλήσεων. Ως εκ τούτου, κατά την άποψη των ΔΑΙ, τα εν λόγω καθεστώτα δεν παραιτούνται από απαίτηση σε έσοδα που κανονικά οφείλονται όσον αφορά εξαγωγές και συνεπώς δεν είναι αντισταθμίσιμα. Εντούτοις, αντίθετα με τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν δύο εξαγωγείς μετά την κοινολόγηση σχετικά με το ίδιο θέμα, το καθεστώς δεν εξετάσθηκε ως εξαγωγική επιδότηση, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, ήτοι σχετιζόμενο άμεσα με τις εξαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος, αλλά ως επιδότηση που έχει με άλλο τρόπο ατομικό χαρακτήρα (βλέπε αιτιολογική σκέψη 134). Δεν απαιτείται άμεση σχέση μεταξύ της επιδότησης και του εξαγόμενου προϊόντος για να καταστεί αντισταθμίσιμο ένα καθεστώς επιδότησης. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, αρκεί να διαπιστωθεί άμεση σχέση μεταξύ της επιδότησης και της εταιρείας που κατασκευάζει το προϊόν. Δεδομένου ότι «το χρήμα είναι ανταλλάξιμο είδος», κάθε είδους εγχώρια επιδότηση αντικατοπτρίζεται, μέσω των χαμηλότερων τιμών, και στις εξαγωγές, διότι μία τέτοια επιδότηση βελτιώνει συνολικά τα ρευστά διαθέσιμα της εταιρείας. Επιπλέον, οι ΔΑΙ δεν υπέβαλαν αποδεικτικά στοιχεία ότι η γενική απαλλαγή από τον φόρο επί των πωλήσεων όσον αφορά τις εξαγωγικές πωλήσεις καλύπτει επίσης τον φόρο επί της αγοράς των εισροών. Πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση, οι εταιρείες χρησιμοποίησαν επίσης το IIS για να αντισταθμίσουν τον φόρο επί της αγοράς.

(136)

Οι ΔΑΙ ισχυρίσθηκαν επίσης ότι το IIS, παρόλο που περιορίζεται σε ορισμένες περιοχές με αναπτυξιακή καθυστέρηση των πολιτειών Πουντζάμπ και Γκουτζαράτ, δεν πρέπει να θεωρείται ότι έχει ειδικό χαρακτήρα, διότι δεν ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις εντός των συγκεκριμένων αυτών περιοχών. Παραδέχθηκαν, ωστόσο, ότι το καθεστώς IIS δεν είναι προσιτό σε όλους τους κλάδους παραγωγής των εν λόγω περιοχών. Πράγματι, το γεγονός ότι η κρατική επιδότηση περιορίζεται γεωγραφικά σε όλες τις εταιρείες ορισμένων μόνο περιοχών εντός της επικράτειας της αποδίδει ατομικό χαρακτήρα. Το καθεστώς αυτού του τύπου ευνοεί σαφώς ορισμένες επιχειρήσεις σε σχέση με άλλες, διότι μία επιχείρηση εγκατεστημένη σε επιλέξιμη περιοχή μπορεί να λαμβάνει βοήθεια που δεν μπορεί να λάβει ανταγωνιστική εταιρεία εγκατεστημένη σε μη επιλέξιμη περιοχή. Αυτή η διάκριση δεν είναι αντικειμενική κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού και, συνεπώς, έχει ατομικό χαρακτήρα, διότι τα καθεστώτα δεν εφαρμόζονται οριζόντια στο σύνολο της επικράτειας.

(137)

Αντίθετα με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε ένας εξαγωγέας, το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον ισχυρισμό, χορηγήθηκε αντιστάθμιση για το πρόσθετο κόστος που προκύπτει από την έλλειψη υποδομής δεν αλλάζει κατά κανένα τρόπο το συμπέρασμα ότι η επιδότηση είναι αντισταθμίσιμη. Η ύπαρξη αυτού του κόστους δεν τεκμηριώθηκε.

(138)

Ο εξαγωγέας που ισχυρίσθηκε ότι δεν μπορεί πλέον να αποκομίσει οφέλη από το καθεστώς, δεν τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του, π.χ. με επιβεβαίωση από τις δημόσιες αρχές της πολιτείας του Γκουτζαράτ. Αντίθετα, ανέφερε στις εκθέσεις διαχείρισης για το 2002 και 2003 (που αντιστοιχεί στην περίοδο έρευνας επανεξέτασης) ότι προσπάθησε να εξασφαλίσει την παράταση των οφελών που προκύπτουν από το καθεστώς έως το 2012. Πρέπει να σημειωθεί ότι το καθεστώς που εφαρμόζεται στο Γκουτζαράτ επιτρέπει τέτοια παράταση. Η εταιρεία δεν υπέβαλε αποδεικτικά στοιχεία για την απόρριψη της αίτησης από τις δημόσιες αρχές.

(139)

Ο ισχυρισμός των ινδικών δημοσίων αρχών και τα σχόλια που διατυπώθηκαν μετά την ανακοίνωση των πληροφοριών δεν ακυρώνουν, συνεπώς, το συμπέρασμα σύμφωνα με το οποίο τα καθεστώτα απαλλαγής από τον φόρο επί των πωλήσεων και επί της αγοράς είναι αντισταθμίσιμα.

στ)   Υπολογισμός του ποσού της επιδότησης

(140)

Το ποσό της επιδότησης υπολογίσθηκε με βάση το ποσό του φόρου επί των πωλήσεων/αγορών που οφείλεται κανονικά για την περίοδο έρευνας επανεξέτασης, και το οποίο δεν εξοφλήθηκε στο πλαίσιο των εν λόγω καθεστώτων. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, το ποσό αυτό της επιδότησης (αριθμητής) κατανεμήθηκε στο σύνολο των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης (παρονομαστής), γιατί η επιδότηση δεν εξαρτάται από τις εξαγωγές και χορηγήθηκε ανεξάρτητα από τις ποσότητες, που κατασκευάσθηκαν, παρήχθησαν, εξήχθησαν ή μεταφέρθηκαν. Κατά την εν λόγω περίοδο, τρεις εταιρείες απεκόμισαν οφέλη από τα καθεστώτα, δύο από τις οποίες έλαβαν επιδότηση 2,4 % και η τρίτη έλαβε επιδότηση 3,1 %.

2.   Καθεστώς απαλλαγής από τον φόρο για την ηλεκτρική ενέργεια των δημοσίων αρχών της πολιτείας του Γκουτζαράτ («EDE»)

(141)

Το κράτος του Γκουτζαράτ χορηγεί στις επιλέξιμες βιομηχανικές επιχειρήσεις κίνητρα υπό μορφή απαλλαγής από τον φόρο για την ηλεκτρική ενέργεια, με σκοπό να ενθαρρύνει τη βιομηχανική ανάπτυξη των εν λόγω περιοχών που παρουσιάζουν καθυστέρηση ως προς την οικονομική ανάπτυξη.

α)   Νομική βάση

(142)

Η λεπτομερής περιγραφή αυτού του καθεστώτος απαλλαγής από τον φόρο για την ηλεκτρική ενέργεια περιέχεται στον νόμο της Βομβάης του 1958 σχετικά με τον φόρο για την ηλεκτρική ενέργεια, όπως τροποποιήθηκε από το διάταγμα τροποποίησης το 1960, και ιδίως στα τμήματα 3(2) vi) και 3(2) vii) α) και β).

β)   Επιλεξιμότητα

(143)

Επιλεξιμότητα έχουν εταιρείες που πραγματοποιούν επενδύσεις σε περιοχές που παρουσιάζουν αναπτυξιακή καθυστέρηση, είτε με τη σύσταση νέας βιομηχανικής εγκατάστασης είτε με μεγάλης κλίμακας επενδύσεις για την επέκταση ήδη υπάρχουσας βιομηχανικής εγκατάστασης.

γ)   Πρακτική εφαρμογή

(144)

Το καθεστώς αυτό απευθύνεται μόνο στις εταιρείες που έχουν επενδύσει σε ορισμένες γεωγραφικές περιοχές που ανήκουν στη δικαιοδοσία της πολιτείας του Γκουτζαράτ. Επιτρέπει στις δημόσιες αρχές του Γκουτζαράτ να απαλλάσσουν οποιαδήποτε περιοχή και οποιαδήποτε νέα βιομηχανική εταιρεία από την υποχρέωση εξόφλησης του φόρου για την ηλεκτρική ενέργεια. Οι νέες βιομηχανικές εταιρείες που έχουν εγκατασταθεί σε ειδικά οριοθετημένες περιοχές είτε απαλλάσσονται του φόρου για την ενέργεια είτε τους επιβάλλεται φόρος κατώτερος κατά το ήμισυ του κανονικού φόρου για πενταετή περίοδο από την έναρξη της παραγωγής.

δ)   Σχόλια μετά την κοινολόγηση

(145)

Μετά την κοινολόγηση ένας εξαγωγέας, που απεκόμισε οφέλη από το εν λόγω καθεστώς, υπέβαλε παρατηρήσεις σύμφωνα με τις οποίες από τις 4 Ιουνίου 2004 έπαψε, κατά τους ισχυρισμούς του, να υπόκειται στο εν λόγω καθεστώς. Επιπλέον, ένας άλλος εξαγωγέας ισχυρίσθηκε ότι δεν χρησιμοποίησε το καθεστώς. Εντούτοις, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, όσον αφορά αυτόν τον τελευταίο εξαγωγέα, το εν λόγω καθεστώς δεν συμπεριλήφθηκε κατά τον προσδιορισμό του ποσού της επιδότησής του.

ε)   Συμπέρασμα για το καθεστώς EDE

(146)

Το εν λόγω καθεστώς αποτελεί επιδότηση κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) και του άρθρου 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Αποτελεί χρηματοδοτική συνεισφορά των ΔΑΓ, δεδομένου ότι το εν λόγω κίνητρο μειώνει τα κρατικά έσοδα που θα έπρεπε κανονικά να οφείλονται. Επιπλέον, παρέχει όφελος στην αποδέκτρια εταιρεία. Το καθεστώς έχει επίσης περιφερειακό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο α) και του άρθρου 3 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι μπορούν να το χρησιμοποιήσουν μόνον εταιρείες που πραγματοποίησαν επενδύσεις σε ορισμένες γεωγραφικά οριοθετημένες περιοχές εντός της δικαιοδοσίας της πολιτείας του Γκουτζαράτ. Επιπλέον, τα κριτήρια και οι όροι επιλεξιμότητας που διέπουν το εν λόγω κίνητρο δεν έχουν καθορισθεί σαφώς εκ του νόμου, με κανονισμό ή άλλο επίσημο έγγραφο. Επιβεβαιώθηκε κατά τις επισκέψεις επαλήθευσης ότι μία εταιρεία χρησιμοποίησε το καθεστώς για περίοδο εννέα μηνών. Παρόλο που της ζητήθηκε, η εταιρεία δεν υπέβαλε πληροφορίες που θα μπορούσαν να τροποποιήσουν αυτή την ανάλυση, άλλες από τον ίδιο τον νόμο περί φόρου για την ηλεκτρική ενέργεια της Βομβάης.

(147)

Οι ΔΑΙ ισχυρίσθηκαν ότι, δεδομένου ότι το καθεστώς δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο αντισταθμιστικών μέτρων σε άλλη περίπτωση το 1999, διότι η εφαρμογή του θεωρήθηκε οριζόντια σε ολόκληρο το κράτος, το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και επί του παρόντος. Για τον σκοπό αυτό, υπέβαλε μόνο μία ανακοίνωση της Υπηρεσίας βιομηχανίας, ενέργειας και εργασίας των ΔΑΜ της πολιτείας Μαχαράστρα σχετικά με τον νόμο περί φόρου για την ηλεκτρική ενέργεια της Βομβάης το 1958. Εντούτοις, η πληροφορία αυτή δεν αφορά την πολιτεία του Γκουτζαράτ. Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την εν λόγω ανακοίνωση, το κίνητρο EDE δεν απευθύνεται κατά τα φαινόμενα σε όλα τα διοικητικά διαμερίσματα/περιοχές του Μαχαράστρα, και, συνεπώς, εξακολουθεί να θεωρείται ότι έχει περιφερειακό χαρακτήρα. Διαπιστώθηκε ότι ένας εξαγωγέας που αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας και είναι εγκατεστημένος στο Γκουτζαράτ, χρησιμοποίησε το εν λόγω καθεστώς κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης. Ως εκ τούτου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το εν λόγω καθεστώς είναι αντισταθμίσιμο για τον εν λόγω εξαγωγέα για τους λόγους που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 146.

(148)

Ο εξαγωγέας που ισχυρίσθηκε ότι δεν έχει πλέον το δικαίωμα να αποκομίζει οφέλη από το EDE, δεν τεκμηρίωσε αυτόν τον ισχυρισμό, π.χ. με επιβεβαίωση από τις ΔΑΓ. Αντίθετα, δήλωσε στις εκθέσεις διαχείρισης για το 2002-2003 (ήτοι κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης) ότι επεδίωξε παράταση των οφελών του EDE μέχρι το 2012, πράγμα που είχε ήδη εξασφαλίσει κατά το παρελθόν για εννέα συνολικά έτη, παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία, η περίοδος απαλλαγής για το EDE είναι μόνο πενταετής. Η εταιρεία δεν υπέβαλε στοιχεία ότι οι ΔΑΓ απέρριψαν αυτή την παράταση.

στ)   Υπολογισμός του ποσού της επιδότησης

(149)

Το όφελος που απεκόμισε ο παραγωγός-εξαγωγέας υπολογίσθηκε με βάση το ποσό του δασμού για την ηλεκτρική ενέργεια που οφείλετο κανονικά κατά την περίοδο της έρευνας επανεξέτασης, αλλά που δεν εξοφλήθηκε στο πλαίσιο του εν λόγω καθεστώτος. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, το ποσό της επιδότησης (αριθμητής) κατανεμήθηκε στις συνολικές πωλήσεις κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης (παρονομαστής), διότι αναφέρεται σε όλες τις πωλήσεις, εγχώριες και εξαγωγικές, και χορηγήθηκε ανεξάρτητα από τις ποσότητες, που κατασκευάσθηκαν, παρήχθησαν, εξήχθησαν ή μεταφέρθηκαν. Προσδιορίσθηκε, συνεπώς, περιθώριο επιδότησης 0,2 % για μία εταιρεία που έλαβε οφέλη στο πλαίσιο του EDE.

3.   Καθεστώς κινήτρων («PSI») των δημοσίων αρχών του Μαχαράστρα («ΔΑΜ»)

(150)

Διαπιστώθηκε ότι οι παραγωγοί-εξαγωγείς δεν απεκόμισαν αντισταθμίσιμα οφέλη στο πλαίσιο του PSI.

IV.   Ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων

(151)

Αποτελεί πάγια πολιτική να θεωρούνται οι συνδεδεμένες εταιρείες ως μία ενιαία οντότητα για τον προσδιορισμό του ποσοστού επιδότησης. Αυτό συμβαίνει διότι ο υπολογισμός ατομικών ποσοστών επιδότησης θα μπορούσε να ενθαρρύνει την καταστρατήγηση των αντισταθμιστικών μέτρων, καθιστώντας τα αναποτελεσματικά, διότι παρέχεται η δυνατότητα στους παραγωγούς να διοχετεύουν τις εξαγωγές τους στην Κοινότητα μέσω της εταιρείας με το χαμηλότερο ατομικό ποσοστό επιδότησης. Για να αποφευχθεί μία τέτοια κατάσταση, υπολογίζεται πρώτα ατομικό ποσοστό επιδότησης ανά καθεστώς για κάθε συνδεδεμένη εταιρεία, και κατόπιν υπολογίζεται ο σταθμισμένος μέσος όρος των εν λόγω ποσοστών επιδότησης, ο οποίος και αποδίδεται σε κάθε μια από τις συνδεδεμένες εταιρείες.

(152)

Δύο παραγωγοί-εξαγωγείς θεωρήθηκαν ως συνδεδεμένες εταιρείες και τους αποδόθηκε ενιαίο ποσοστό επιδότησης, διότι ο καθένας από αυτούς είναι σε θέση να ασκήσει περιορισμό στην άλλη εταιρεία. Σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις τους, υπάρχει συγγενικός δεσμός μεταξύ των διευθυντικών στελεχών των δύο εταιρειών, και συνεπώς είναι σε θέση να ασκήσουν αμοιβαία «σημαντική επιρροή» στις εταιρείες τους. «Σημαντική επιρροή» σύμφωνα με τα ινδικά λογιστικά πρότυπα σημαίνει συμμετοχή στις χρηματοοικονομικές ή/και επιχειρηματικές αποφάσεις μιας επιχείρησης. Αυτή η επιρροή επιτρέπει στις επιχειρήσεις να θεωρηθούν ως συνδεδεμένες, κατά την έννοια των ινδικών λογιστικών προτύπων. Επιπλέον, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή τελωνειακή νομοθεσία, θεωρούνται ότι συνδέονται όταν ασκούν αμοιβαίο έλεγχο ή είναι μέλη της ίδιας οικογένειας (9).

(153)

Μετά την κοινολόγηση, ένας από τους παραγωγούς-εξαγωγείς διαφώνησε με την ανάλυση σχετικά με τα συνδεδεμένα μέρη που αναφέρεται παραπάνω. Ισχυρίσθηκε, χωρίς να υποβάλει περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία, ότι δεν υπάρχει επιχειρηματική σχέση μεταξύ των δύο εταιρειών. Εντούτοις, ο παραγωγός-εξαγωγέας ούτε αμφισβήτησε τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη (152), ούτε τεκμηρίωσε τον ισχυρισμό ότι, παρά τα εν λόγω δεδομένα, οι δύο εταιρείες δεν θα πρέπει να θεωρηθούν ως συνδεδεμένα μέρη. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

Το ποσοστό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του βασικού κανονισμού, εκφρασμένο, για τους παραγωγούς-εξαγωγείς που αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας, κυμαίνεται μεταξύ 25,3 % και 35,1 %.

(154)

Δεδομένου του υψηλού επιπέδου συνεργασίας, το ποσοστό επιδότησης για όλες τις μη συνεργασθείσες εταιρείες καθορίζεται στο επίπεδο της εταιρείας με το υψηλότερο ατομικό ποσοστό, ήτοι 35,1 %.

ΚΑΘΕΣΤΩΣ →

ALS

DEPBS

EOUS

EPCGS

ECS

ITIRAD

PSI

GIIS

PIIS

EDE

Σύνολο

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ↓

%

%

%

%

%

%

%

%

%

%

%

KDL Biotech Ltd.

22,8

4,6

ουδέν

αμελητέο

1,0

ουδέν

ουδέν

ουδέν

ουδέν

ουδέν

28,4

Nectar Lifesciences Ltd.

25,8

3,2

ουδέν

αμελητέο

2,3

ουδέν

ουδέν

ουδέν

2,4

ουδέν

33,7

Nestor Pharmaceuticals Ltd.

22,0

3,3

ουδέν

ουδέν

αμελητέο

ουδέν

ουδέν

ουδέν

ουδέν

ουδέν

25,3

Orchid Chemicals & Pharmaceuticals Ltd.

ουδέν

ουδέν

30,9

ουδέν

1,1

ουδέν

ουδέν

ουδέν

ουδέν

ουδέν

32,0

Ranbaxy Laboratories Ltd.

25,6

8,0

ουδέν

αμελητέο

αμελητέο

1,5

ουδέν

ουδέν

ουδέν

ουδέν

35,1

Surya Pharmaceutical Ltd.

25,8

3,2

ουδέν

αμελητέο

2,3

ουδέν

ουδέν

ουδέν

2,4

ουδέν

33,7

Torrent Gujarat Biotech Ltd.

24,8

ουδέν

ουδέν

ουδέν

ουδέν

ουδέν

ουδέν

3,1

ουδέν

0,2

28,1

Δ.   ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΣΥΝΕΧΙΣΗΣ Ή ΕΠΑΝΑΛΗΨΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΔΟΤΗΣΗΣ

(155)

Σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, εξετάσθηκε κατά πόσον η λήξη των ισχυόντων μέτρων πιθανώς θα οδηγήσει στη συνέχιση ή την επανάληψη της επιδότησης.

(156)

Όπως αναφέρεται ανωτέρω, στις αιτιολογικές σκέψεις 21 έως 153, διαπιστώθηκε ότι, κατά την έρευνα επανεξέτασης, οι εν λόγω ινδοί εξαγωγείς του προϊόντος συνέχισαν να λαμβάνουν αντισταθμίσιμη επιδότηση από τις ινδικές αρχές. Πράγματι, τα περιθώρια επιδότησης που διαπιστώθηκαν κατά την επανεξέταση είναι υψηλότερα από αυτά που διαπιστώθηκαν κατά την αρχική έρευνα, τα οποία κυμαίνονταν από 0 % έως 15,3 % [αιτιολογική σκέψη 43 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2164/98 του Συμβουλίου]. Μόνο το καθεστώς επιδότησης που αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 115 και 116 (80 HHC ITA) έπαψε να εφαρμόζεται, ενώ σε μερικές άλλες περιπτώσεις, οι μεμονωμένες εταιρείες δεν ήταν πλέον επιλέξιμες για ορισμένα καθεστώτα. Αυτό έχει ήδη ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό των ποσοστών επιδότησης. Τα υπόλοιπα καθεστώτα επιδότησης παρέχουν επαναλαμβανόμενα οφέλη, και δεν υπάρχει ένδειξη ότι αυτά τα προγράμματα θα καταργηθούν σταδιακά ή θα τροποποιηθούν στο προβλέψιμο μέλλον. Ελλείψει τέτοιων μέτρων, οι εξαγωγείς του υπό εξέταση προϊόντος θα συνεχίσουν να λαμβάνουν αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις. Κάθε εξαγωγέας έχει επιλεξιμότητα σε πολλά προγράμματα επιδοτήσεων. Υπό αυτές τις συνθήκες, θεωρήθηκε λογικό να συναφθεί το συμπέρασμα ότι οι επιδοτήσεις είναι πιθανόν να συνεχισθούν στο μέλλον.

(157)

Δεδομένου ότι έχει αποδειχθεί ότι οι επιδοτήσεις συνεχίσθηκαν κατά την περίοδο της επανεξέτασης και ότι είναι πιθανόν να συνεχισθούν στο μέλλον, είναι άσκοπο να θέσουμε το ερώτημα της πιθανότητας επανάληψης των επιδοτήσεων.

Ε.   ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΣ ΚΛΑΔΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

I.   Κοινοτική παραγωγή

(158)

Κατά την περίοδο της έρευνας επανεξέτασης, το ομοειδές προϊόν κατασκευάσθηκε στην Κοινότητα από τους ακόλουθους κοινοτικούς παραγωγούς: Sandoz, DSM, ACS Dobfar SpA και Antibioticos SA. Η Sandoz ζήτησε επανεξέταση ενόψει της λήξεως των μέτρων συνδυασμένη με ενδιάμεση επανεξέταση των ισχυόντων μέτρων κατά των επιδοτήσεων. Η DSM υποστήριξε το αίτημα. Η Sandoz και η DSM συνεργάσθηκαν πλήρως κατά την έρευνα επανεξέτασης. Οι άλλοι κοινοτικοί παραγωγοί ούτε συνεργάσθηκαν ούτε αντιτέθηκαν στην έναρξη της επανεξέτασης ενόψει της λήξεως των μέτρων συνδυασμένης με την ενδιάμεση επανεξέταση.

(159)

Ένας συνεργασθείς κοινοτικός παραγωγός εισήγαγε δύο τύπους του υπό εξέταση προϊόντος από την Ινδία κατά την εν λόγω περίοδο, καθώς και από τρεις άλλες χώρες. Αυτή η δραστηριότητα δεν αναιρεί τον χαρακτηρισμό του ως παραγωγού κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Σε σύγκριση με την κοινοτική παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος, οι ποσότητες που εισήχθησαν από την Ινδία κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης αντιπροσώπευαν σχετικά μικρό ποσοστό, ήτοι λιγότερο από 10 %. Επιπλέον, οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος από την Ινδία έχουν προσωρινό μόνο χαρακτήρα, δεδομένου ότι ο εν λόγω παραγωγός αναδιαρθρώνει την παραγωγή του στην Κοινότητα και έχει αρχίσει να παράγει τύπους ομοειδούς προϊόντος που παλαιότερα εισάγονταν, μεταξύ άλλων, από την Ινδία.

II.   Ορισμός του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(160)

Το ομοειδές προϊόν που παρήγαγαν οι συνεργασθέντες κοινοτικοί παραγωγοί κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης αντιπροσώπευε 70,5 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος. Συνεπώς, αυτές οι εταιρείες αποτελούν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Αναφέρονται, στη συνέχεια, ως ο «κοινοτικός κλάδος παραγωγής».

ΣΤ.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

I.   Εισαγωγή

(161)

Οι σχετικές στατιστικές της Eurostat για τους κωδικούς Taric 2941101010, 2941102010 και 2941900030, σε συνδυασμό με τα στοιχεία που λήφθηκαν από τις επαληθευμένες απαντήσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στο ερωτηματολόγιο, χρησιμοποιήθηκαν για την εκτίμηση του όγκου και των τάσεων των τιμών.

(162)

Τα στοιχεία για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής λήφθηκαν από τις επαληθευμένες απαντήσεις των συνεργασθέντων κοινοτικών παραγωγών στο ερωτηματολόγιο.

(163)

Όταν αποβαίνει απαραίτητο για λόγους εμπιστευτικής μεταχείρισης, χρησιμοποιούνται δείκτες για την εξέλιξη των τάσεων.

(164)

Μετά την κοινολόγηση, ένας εξαγωγέας ισχυρίσθηκε ότι η ανάλυση για τη ζημία θα έπρεπε να είχε πραγματοποιηθεί με βάση τις πληροφορίες για την κοινοτική αγορά μετά τη διεύρυνση την 1η Μαΐου 2004, για να συμπεριληφθούν τα 10 νέα κράτη μέλη.

(165)

Δεδομένου ότι το άρθρο 11 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού ορίζει ότι, οι πληροφορίες που σχετίζονται με την περίοδο ΠΕ δεν λαμβάνονται κανονικά υπόψη, και δεδομένου ότι η διεύρυνση έγινε μετά την ΠΕ, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε. Εν πάση περιπτώσει, οι διαθέσιμες πληροφορίες δείχνουν ότι δεν υπάρχει παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος στα δέκα νέα κράτη μέλη, που θα μπορούσε να μεταβάλει την κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

(166)

Επιπλέον, ως γενικό σχόλιο, προβλήθηκε ο ισχυρισμός από έναν εξαγωγέα, χωρίς περαιτέρω τεκμηρίωση, ότι η ανάλυση της ζημίας, όπως κοινολογήθηκε, δεν έλαβε υπόψη όλους τους παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο 8 του βασικού κανονισμού και δεν βασίσθηκε σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία.

(167)

Οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί σχετικά με ορισμένα θέματα της ανάλυσης της ζημίας θα εξετασθούν στο αντίστοιχο τμήμα της ανάλυσης. Εντούτοις, ως απάντηση στο γενικό σχόλιο, θα πρέπει να αναφερθεί ότι i) τη βάση για την ανάλυση της ζημίας αποτέλεσαν επαληθευμένα και τεκμηριωμένα στοιχεία και ii) όπως αναφέρεται παρακάτω, όλοι οι παράγοντες που σχετίζονται με τις εισαγωγές που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, καθώς και οι 17 δείκτες του άρθρου 8 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού που σχετίζονται με την κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, και εξετάσθηκαν όλοι οι γνωστοί παράγοντες, εκτός από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων και αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 7 του βασικού κανονισμού.

II.   Καθορισμός της σχετικής κοινοτικής αγοράς

(168)

Για να διαπιστωθεί κατά πόσον ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη ζημία και να προσδιορισθεί η κατανάλωση και διάφοροι οικονομικοί δείκτες που σχετίζονται με την κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, εξετάσθηκε κατά πόσον και σε ποιο βαθμό έπρεπε να ληφθεί υπόψη η επακόλουθη χρησιμοποίηση από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος.

(169)

Πράγματι, το ομοειδές προϊόν πωλείται από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής τόσο σε i) μη συνδεδεμένους πελάτες όσο και σε ii) σε οντότητες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο εταιρειών («συνδεδεμένες οντότητες») με σκοπό τη μεταποίησή του σε σκευάσματα. Οι πωλήσεις σε μη συνδεδεμένες οντότητες θεωρήθηκε ότι αποτελούν την «ελεύθερη αγορά». Οι πωλήσεις σε συνδεδεμένες οντότητες για περαιτέρω μεταποίηση θεωρήθηκε ότι προορίζονται για δέσμια χρήση, δεδομένου ότι ο προμηθευτής δεν έχει δυνατότητα ελεύθερης επιλογής.

(170)

Για τους ακόλουθους οικονομικούς δείκτες σχετικά με τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, διαπιστώθηκε ότι για να έχουν νόημα η ανάλυση και η αξιολόγηση θα πρέπει να εστιαστούν στην κατάσταση που κυριαρχεί στην ελεύθερη αγορά: ήτοι στον όγκο των πωλήσεων και στις τιμές των πωλήσεων στην κοινοτική αγορά, στο μερίδιο αγοράς, στην οικονομική μεγέθυνση, στην αποδοτικότητα, στον όγκο των εξαγωγών και στις τιμές. Στις περιπτώσεις που ήταν εφικτό και δικαιολογημένο, τα πορίσματα αυτά συγκρίθηκαν στη συνέχεια με τα στοιχεία για τη δέσμια αγορά, για να σχηματισθεί πλήρης εικόνα της κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

(171)

Εντούτοις, όσον αφορά άλλους οικονομικούς δείκτες, διαπιστώθηκε με βάση την έρευνα, ότι τα παραπάνω στοιχεία μπορούσαν να εξετασθούν μόνο με αναφορά στη συνολική δραστηριότητα. Πράγματι, η παραγωγή (τόσο για τη δέσμια όσο και για την ελεύθερη αγορά), η παραγωγική ικανότητα, η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας, οι επενδύσεις, τα αποθέματα, η απασχόληση, η παραγωγικότητα, οι μισθοί, η ικανότητα δημιουργίας κεφαλαίου εξαρτώνται από τη συνολική δραστηριότητα, είτε η παραγωγή είναι δέσμια είτε πωλείται στην ελεύθερη αγορά.

(172)

Δύο εξαγωγείς αμφισβήτησαν την ανάλυση όσον αφορά την ελεύθερη και τη δέσμια αγορά. Ισχυρίσθηκαν ότι δεν ήταν αντικειμενική κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού.

(173)

Εντούτοις, θεωρείται ότι η παρούσα έρευνα έκανε σαφή διαχωρισμό μεταξύ της ελεύθερης και της δέσμιας αγοράς. Πράγματι, ο αγοραστής στη δέσμια αγορά δεν είχε άλλη επιλογή παρά να αγοράσει από τον προμηθευτή του στη δέσμια αγορά. Υπό αυτές τις συνθήκες, η ανάλυση πρέπει να εστιασθεί κατά πρώτον στην ελεύθερη αγορά, δεδομένου ότι οι πωλήσεις στη δέσμια αγορά δεν ήταν ανταγωνιστικές με προϊόντα που πωλούνται στην ελεύθερη αγορά και συνεπώς δεν επηρεάστηκαν από τις επιδοτούμενες εισαγωγές. Παρατηρείται επίσης ότι η ανάλυση της ζημίας, παρά τον εν λόγω σαφή διαχωρισμό, δεν αγνόησε τη δέσμια αγορά. Αντίθετα, αντιπαρατέθηκαν οι καταστάσεις και στις δύο αγορές, όπως αναφέρεται κατωτέρω, για να προσδιορισθεί τελικά με αντικειμενικό τρόπο η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στο σύνολό του. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

III.   Κοινοτική κατανάλωση

(174)

Για τον υπολογισμό της φαινόμενης κοινοτικής κατανάλωσης του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος, η Επιτροπή πρόσθεσε:

τον όγκο των συνολικών εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος στην Κοινότητα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat,

τον όγκο των πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος στην Κοινότητα που παρήγαγε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής,

τον όγκο της δέσμιας χρήσεως του ομοειδούς προϊόντος από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής,

και, με βάση τις πληροφορίες που περιείχε η αίτηση για επανεξέταση, τον υπολογιζόμενο όγκο των πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος στην Κοινότητα από τους άλλους γνωστούς κοινοτικούς παραγωγούς.

Όπως φαίνεται παρακάτω στον πίνακα, η κοινοτική κατανάλωση του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος αυξήθηκαν κατά 51 % κατά την υπό εξέταση περίοδο.

Κατανάλωση

(σε kg)

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Υπό εξέταση προϊόν και ομοειδές προϊόν

2 482 053

3 240 481

3 254 464

3 801 666

3 745 549

δείκτης

100

131

131

153

151

(175)

Οι ΔΑΙ και ένας εξαγωγέας υποστήριξαν ότι οι λεπτομέρειες σχετικά με την κατανάλωση, όπως αναφέρονται ανωτέρω, θα έπρεπε να είχαν κοινοποιηθεί λεπτομερέστερα, ιδίως ανά κοινοτικό παραγωγό και με διαχωρισμό της ελεύθερης και της δέσμιας αγοράς. Επίσης, προβλήθηκε το επιχείρημα ότι δεν ελέγχθηκε η αξιοπιστία των στοιχείων όσον αφορά τους κοινοτικούς παραγωγούς, εκτός του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

(176)

Σημειώνεται ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αποτελείται από δύο μόνο μέρη εκ των οποίων το ένα ασκεί δραστηριότητες στη δέσμια αγορά. Ως εκ τούτου, δυνάμει του άρθρου 29 του βασικού κανονισμού («εμπιστευτική μεταχείριση»), δεν είναι δυνατόν να κοινολογηθούν περισσότερες λεπτομέρειες. Όσον αφορά τα στοιχεία για τους κοινοτικούς παραγωγούς, εκτός του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι εν λόγω παραγωγοί δεν συνεργάσθηκαν με την έρευνα. Ελλείψει άλλων διαθέσιμων πληροφοριών σχετικά με τη συνεισφορά τους στην κοινοτική κατανάλωση, χρησιμοποιήθηκαν τα στοιχεία που περιείχε η αίτηση για επανεξέταση. Επιπλέον, κανένα μέρος δεν υπέβαλε στοιχεία που να αντικρούουν τα εν λόγω στοιχεία, ούτε κατά την επαλήθευση τέθηκε υπό αμφισβήτηση η αξιοπιστία τους.

IV.   Εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα

1.   Όγκος, τιμή και μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από την Ινδία

Εισαγωγές

(σε kg)

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Υπό εξέταση προϊόν

36 800

47 400

72 100

101 800

95 200

δείκτης

100

129

196

277

259

(177)

Ο όγκος των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος αυξήθηκε σημαντικά καθ’ όλη την υπό εξέταση περίοδο. Οι εισαγωγές κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης ήταν κατά 159 % υψηλότερες απ’ ό,τι το 1999. Αυτές οι εισαγωγές αυξήθηκαν πολύ ταχύτερα σε σύγκριση με τη γενική αύξηση της κατανάλωσης κατά 51 %, την αύξηση των εισαγωγών και από τρίτες χώρες εκτός της Ινδίας κατά 13 % και την αύξηση των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά 80 % κατά την ίδια περίοδο. Όσον αφορά την κατάταξη της Ινδίας στις αναπτυσσόμενες χώρες και τις διατάξεις του άρθρου 14 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, παρατηρήθηκε ότι ο όγκος των εισαγωγών από την Ινδία κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης αντιπροσώπευε σημαντικά υψηλότερο ποσοστό από το 4 % των συνολικών εισαγωγών του ομοειδούς προϊόντος στην Κοινότητα.

Μέσος όρος της τιμής εισαγωγής ανά kg (σε ευρώ)

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Υπό εξέταση προϊόν

34,66

33,94

35,51

36,57

35,34

δείκτης

100

98

102

106

102

(178)

Η μέση τιμή εισαγωγής του υπό εξέταση προϊόντος αυξήθηκε ελαφρά και έφθασε στο ανώτατο όριο το 2002, και, στη συνέχεια, μειώθηκε εκ νέου στο επίπεδο πριν το 2001.

Μερίδιο αγοράς ΕΚ

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Υπό εξέταση προϊόν

1,5 %

1,5 %

2,2 %

2,7 %

2,5 %

δείκτης

100

99

149

181

171

(179)

Το μερίδιο αγοράς των ινδικών εισαγωγών στην κοινοτική αγορά αυξήθηκε κατά 71 % κατά την υπό εξέταση περίοδο. Υποστηρίχθηκε ότι η αύξηση αυτή, εκφρασμένη υπό μορφή δείκτη, θα πρέπει να ανέρχεται μόνο σε 66 %, και όχι σε 71 %. Με βάση το στρογγυλοποιημένο σε χαμηλότερη τιμή ποσοστό του μεριδίου αγοράς, ο εν λόγω ισχυρισμός είναι ορθός από αριθμητική άποψη. Εντούτοις, ο παραπάνω δείκτης έχει υπολογισθεί σωστά. Τα ποσοστά του μεριδίου αγοράς δεν στρογγυλοποιήθηκαν, ούτως ώστε να είναι ακριβείς οι δείκτες. Αυτό φαίνεται από τη σύγκριση των αριθμητικών στοιχείων υπό μορφή δείκτη και των εκατοστιαίων ποσοστών για το 1999 και το 2000. Επιπλέον, αυτή η μέθοδος χρησιμοποιήθηκε σταθερά σε όλους τους πίνακες του παρόντος κανονισμού.

2.   Πραγματοποίηση πωλήσεων σε τιμές χαμηλότερες από τις κοινοτικές

(180)

Τα στοιχεία σχετικά με τις τιμές που αντιστοιχούν στην περίοδο έρευνας επανεξέτασης αναλύθηκαν για να διαπιστωθεί κατά πόσον πραγματοποιήθηκαν πωλήσεις σε τιμές χαμηλότερες από τις κοινοτικές. Για τον σκοπό αυτό, οι τιμές των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στους πρώτους μη συνδεδεμένους πελάτες σε τιμές «εκ του εργοστασίου» συγκρίθηκαν με τις τιμές πώλησης των ινδών παραγωγών-εξαγωγέων στους πρώτους ανεξάρτητους πελάτες στην Κοινότητα σε τιμές εισαγωγής CIF, και στις δύο περιπτώσεις μετά από αφαίρεση των μειώσεων, εκπτώσεων και προμηθειών.

(181)

Με βάση τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο, προσδιορίσθηκαν διάφοροι επιμέρους τύποι του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος, ανάλογα με τον τύπο του προϊόντος (ήτοι, τριυδρική αμοξικιλλίνη, τριυδρική αμπικιλλίνη και κεφαλεξίνη) και των διαφόρων μορφών του (σε σκόνη ή σε συμπαγή μορφή).

(182)

Οι τιμές πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και οι τιμές εισαγωγής CIF των παραγωγών-εξαγωγέων συγκρίθηκαν στο ίδιο στάδιο εμπορίας, ήτοι σε επίπεδο εμπόρων/διανομέων στην κοινοτική αγορά, με βάση τον σταθμισμένο μέσο όρο των τιμών ανά υποδιαίρεση του τύπου του προϊόντος. Κατά την περίοδο της έρευνας επανεξέτασης, σχεδόν όλες οι πωλήσεις των παραγωγών-εξαγωγέων στην Κοινότητα πραγματοποιήθηκαν μέσω εμπόρων/διανομέων.

(183)

Τα αποτελέσματα της σύγκρισης, εκφρασμένα σε εκατοστιαίο ποσοστό των τιμών πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης, έδειξαν σημαντικά περιθώρια απόκλισης των τιμών. Υπολογιζόμενα για κάθε παραγωγό-εξαγωγέα, τα εν λόγω περιθώρια διαπιστώθηκε ότι κυμαίνονται μεταξύ 11,5 % και 17,1 %. Ως εκ τούτου, αυτά τα περιθώρια απόκλισης μαρτυρούν την πίεση που ασκούν στις τιμές οι ινδικές εισαγωγές στην κοινοτική αγορά παρά την εφαρμογή μέτρων.

V.   Οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

1.   Παραγωγή, παραγωγική ικανότητα και χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Δείκτης παραγωγής

100

121

127

154

160

Δείκτης παραγωγικής ικανότητας

100

117

123

148

157

Δείκτης χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας

100

103

103

104

102

(184)

Συνεπεία της σταθερής αύξησης της κοινοτικής κατανάλωσης, η παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής αυξήθηκε σταθερά κατά την υπό εξέταση περίοδο. Αυτή η θετική τάση ήταν εντονότερη κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης, όταν ένας από τους συνεργασθέντες κοινοτικούς παραγωγούς άρχισε να παράγει στην Κοινότητα έναν τύπο ομοειδούς προϊόντος που μέχρι τότε εισήγαγε.

(185)

Η παραγωγική ικανότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής παρουσίασε την ίδια θετική τάση με την παραγωγή. Αυτό οφείλεται, εν μέρει, στις σημαντικές επενδύσεις σε νέα μονάδα παραγωγής που πραγματοποίησε κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης ένας από τους συνεργασθέντες κοινοτικούς παραγωγούς.

(186)

Το ποσοστό χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας παρέμεινε σταθερό σε σχετικά υψηλό επίπεδο κατά την υπό εξέταση περίοδο. Αυτό το υψηλό ποσοστό χρησιμοποίησης είναι κοινό στον κλάδο παραγωγής αυτού του τύπου, λόγω της διαδικασίας συνεχούς παραγωγής παρτίδων που χρησιμοποιεί η βιομηχανία του ομοειδούς προϊόντος και, στην περίπτωση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, λόγω επίσης της χρήσεώς του στη δέσμια αγορά.

(187)

Τρεις εξαγωγείς υποστήριξαν μετά την κοινολόγηση ότι η εξέλιξη αυτών των παραγόντων δεν παρουσιάζει κανένα σημείο ζημίας. Εντούτοις, σημειώνεται ότι το συμπέρασμα για τη ζημία δεν βασίσθηκε στους εν λόγω παράγοντες.

2.   Όγκος πωλήσεων, τιμή πώλησης, μερίδιο της αγοράς και αύξηση

α)   Πωλήσεις στην ελεύθερη αγορά

Πωλήσεις στην ελεύθερη αγορά στην Κοινότητα

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Δείκτης «Όγκος»

100

170

162

192

180

Δείκτης «Μέσος όρος των τιμών πώλησης»

100

94

94

94

95

Δείκτης «Μερίδιο αγοράς»

100

130

123

125

120

(188)

Με βάση την ευνοϊκή εξέλιξη της κοινοτικής κατανάλωσης, ο όγκος των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στην ελεύθερη αγορά στην Κοινότητα αυξήθηκε κατά την εν λόγω περίοδο. Ο όγκος των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στην ελεύθερη αγορά παρουσίασε μεγαλύτερη αύξηση απ’ ό,τι ο όγκος της κοινοτικής κατανάλωσης κατά την υπό εξέταση περίοδο. Εντούτοις, κατά την περίοδο μεταξύ 2000 και της περιόδου έρευνας επανεξέτασης, η αύξηση του όγκου των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στην ελεύθερη αγορά ήταν μικρότερη από την αύξηση της κοινοτικής κατανάλωσης. Η σημαντική αύξηση του όγκου των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στην ελεύθερη αγορά στο διάστημα μεταξύ 1999 και 2000 αποδίδεται κυρίως στην εξαγορά των επιχειρήσεων άλλων κοινοτικών παραγωγών από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Εντούτοις, η αύξηση κατά 80 % του όγκου των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στην ελεύθερη αγορά στην Κοινότητα κατά την υπό εξέταση περίοδο ήταν λιγότερο έντονη από την αύξηση κατά 159 % των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος κατά την ίδια περίοδο.

(189)

Οι ΔΑΙ και τέσσερις εξαγωγείς επισήμαναν τη συνολική αύξηση των πωλήσεων στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής ως θετικό σημείο και ισχυρίσθηκαν ότι δεν οδηγεί σε συμπέρασμα για την ύπαρξη ζημίας. Υποστήριξαν επίσης ότι η σύγκριση των επιδόσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής με αυτές των ινδών εξαγωγέων θα ήταν παραπλανητική λόγω της σημαντικής διαφοράς μεγέθους των ανταγωνιστών.

(190)

Σε απάντηση προς αυτούς τους ισχυρισμούς, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η εξέλιξη του όγκου των πωλήσεων δεν θεωρήθηκε ως βασική ένδειξη της έκτασης της προκληθείσας ζημίας. Εντούτοις, δεδομένου ότι η αύξηση των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μπορεί να αποδοθεί σε εξαγορά εταιρείας το 2000, ήτοι στην ανάληψη των πωλήσεων πρώην ανταγωνιστή και όχι σε νέες πωλήσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη απουσίας ζημίας. Επιπλέον, το 2001 και κατά την ΠΕ, ο όγκος των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στην ελεύθερη αγορά μειώθηκε.

(191)

Παρά τη σταδιακά μεγαλύτερη ζήτηση που δείχνει η αυξημένη κατανάλωση στην Κοινότητα, οι μέσες τιμές πώλησης του κοινοτικού κλάδου στην ελεύθερη αγορά μειώθηκαν από το 1999 έως το 2000. Αυτό δείχνει ότι ασκήθηκε πίεση στους ανταγωνιστές ως προς τις τιμές. Οι τιμές παρέμειναν ουσιαστικά σταθερές στο χαμηλότερο επίπεδο έως τα τέλη της περιόδου έρευνας της επανεξέτασης μολονότι αυξήθηκε η ζήτηση.

(192)

Οι ΔΑΙ και τρεις εξαγωγείς ισχυρίσθηκαν ότι η αύξηση των τιμών πρέπει να θεωρείται θετική για τον κοινοτικό κλάδο.

(193)

Αυτός ο ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Στην πραγματικότητα, κατά τη διάρκεια της περιόδου εξέτασης, ο κοινοτικός κλάδος δεν ήταν σε θέση να επιτύχει μη-ζημιογόνα επίπεδα τιμών.

(194)

Ο κοινοτικός κλάδος αύξησε το μερίδιο αγοράς του κατά 30 % από το 1999 έως το 2000 εις βάρος των μεριδίων αγοράς των υπόλοιπων κοινοτικών παραγωγών και εξαγωγέων από τρίτες χώρες εκτός της Ινδίας. Ωστόσο, το μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου έπεσε από το 2000 έως την περίοδο έρευνας της επανεξέτασης, όταν έφτασε στο χαμηλότερό του σημείο μετά το 1999. Η περίοδος αυτή συνέπεσε με μια ισχυρή επιτάχυνση της ανάπτυξης του ποσοστού των εισαγωγών από την Ινδία.

(195)

Ένας εξαγωγέας ισχυρίσθηκε ότι η μείωση του μεριδίου αγοράς του κοινοτικού κλάδου για το 2001 και κατά την ΠΕ ήταν ασήμαντη σε σχέση με την αύξηση που σημειώθηκε το 2000 και ότι αυτή τονίζει επιπλέον τη γενικότερή του ανάπτυξη όσον αφορά το μερίδιο αγοράς κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου.

(196)

Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει δεκτός καθώς βασίζεται σε μεμονωμένη εξέταση του 1999 σε σχέση με την περίοδο εξέτασης, κάτι που επιπλέον αγνοεί την εξαιρετική αύξηση που σημειώθηκε κατά το έτος 2000. Ο εν λόγω εξαγωγέας δεν εξήγησε τον λόγο για τον οποίο δεν θα πρέπει να θεωρείται αρνητική αυτή η εμφανώς φθίνουσα πορεία του μεριδίου του κοινοτικού κλάδου στην ελεύθερη αγορά μετά το 2000.

(197)

Στο πλαίσιο αυτό, δύο άλλοι εξαγωγείς ισχυρίσθηκαν ότι, δεδομένης της πιο θετικής εξέλιξης της δέσμιας αγοράς, ήταν αποτέλεσμα σκόπιμης επιλογής του κοινοτικού κλάδου να προσανατολισθεί προς τις πιο επικερδείς αγορές σκευασμάτων.

(198)

Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό καθώς αγνοεί το αυξημένο απόθεμα που θα μπορούσε να είχε πωληθεί στην ελεύθερη αγορά.

β)   Πωλήσεις στη δέσμια αγορά

Πωλήσεις στη δέσμια αγορά στην Κοινότητα

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Δείκτης «Όγκος»

100

88

124

180

189

Δείκτης «Μέσος όρος τιμής πώλησης»

100

102

104

102

99

Δείκτης «Μερίδιο αγοράς»

100

67

95

117

125

(199)

Ενώ ο όγκος πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου στην ελεύθερη αγορά αυξήθηκε κατά 80 % κατά τη διάρκεια της περιόδου εξέτασης, οι πωλήσεις στη δέσμια αγορά αυξήθηκαν κατά 89 %. Συγκεκριμένα, από το 2001 παρατηρείται μια επέκταση στη δέσμια αγορά του κοινοτικού κλάδου, ενώ η κατάστασή του στην ελεύθερη αγορά παρέμεινε ουσιαστικά ίδια. Αυτό συμπίπτει με μια ισχυρή αύξηση των εισαγωγών από την Ινδία στην ελεύθερη αγορά, κάτι που δείχνει ότι ο κοινοτικός κλάδος έκανε χρήση της επιλογής του για αλλαγή αγοράς τουλάχιστον έως ένα βαθμό ώστε να αποφύγει τον άμεσο ανταγωνισμό με επιδοτούμενες εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος σε χαμηλές τιμές.

(200)

Παρόμοια κατάσταση παρατηρείται κατά τη συγκριτική εξέταση των τάσεων στην ανάπτυξη του μεριδίου αγοράς του κοινοτικού κλάδου τόσο στην ελεύθερη όσο και στη δέσμια αγορά. Αυτό δείχνει και πάλι τη μεγάλη στρατηγική σημασία της δέσμιας αγοράς για τον κοινοτικό κλάδο από το 2001.

(201)

Ενώ οι τιμές στην ελεύθερη αγορά άρχισαν να μειώνονται ήδη από το 2000, οι τιμές μεταβίβασης στη δέσμια αγορά εξακολούθησαν να σημειώνουν μέτρια αύξηση έως το 2001. Ωστόσο, με κάποια καθυστέρηση, από το 2002 και έπειτα άρχισαν να σημειώνουν μειωτική τάση και οι τιμές στη δέσμια αγορά. Αυτό εξηγείται ίσως λόγω του ότι αυτές οι τιμές μεταβίβασης δεν προσαρμόζονται, γενικά, πολύ γρήγορα, καθώς δεν διαμορφώνονται άμεσα από τον ανταγωνισμό. Σημειωτέον ότι η γενική κίνηση των τιμών της ελεύθερης αγοράς και οι πωλήσεις στη δέσμια αγορά κατά την υπό εξέταση περίοδο, παρουσιάζουν ομοιότητες.

3.   Αποθέματα

Αποθέματα

1999

2000

2001

2002

IP

Δείκτης

100

74

100

141

161

(202)

Τα επίπεδα αποθεμάτων στο τέλος της περιόδου εμπορίας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής σε σχέση με την παραγωγή μειώθηκαν κατά 26 % από το 1999 έως το 2000 αλλά αυξήθηκαν απότομα κατόπιν κατά άνω του 115 % προς τα τέλη της περιόδου έρευνας επανεξέτασης. Η αύξηση αυτή συνέπεσε χρονικά με το διπλασιασμό των εισαγωγών από την Ινδία κατά την ίδια περίοδο.

(203)

Οι ΔΑΙ καθώς και τέσσερις εξαγωγείς ισχυρίσθηκαν ότι η αύξηση των αποθεμάτων δεν ήταν ασυνήθιστα υψηλή και, συνεπώς, δεν ήταν ζημιογόνος. Επίσης, αμφισβητήθηκε η μέθοδος χρησιμοποίησης αποθεμάτων στο τέλος της περιόδου εμπορίας. Αντίθετα, προτάθηκαν ως πιο κατάλληλοι δείκτες άλλες προσεγγίσεις, όπως ο κινητός μέσος όρος των επιπέδων αποθεμάτων ή των αποθεμάτων ανάλογα με τον αριθμό των πωλήσεων ανά ημέρα.

(204)

Σε απάντηση σε αυτόν τον ισχυρισμό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι εφαρμόσθηκε η συνήθης μέθοδος της Κοινότητας για την ποσοτικοποίηση των επιπέδων αποθεμάτων. Η προσέγγιση είναι αντικειμενική και σύμφωνη με τις υποχρεώσεις στον ΠΟΕ. Το αίτημα για χρησιμοποίηση άλλης μεθόδου δεν ευσταθεί. Έτσι, αντικρούεται η πρόταση για την επιλογή εναλλακτικής μεθόδου. Δεύτερον, βάσει επιβεβαιωμένων στοιχείων, δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί ότι τα επίπεδα αποθεμάτων αυξήθηκαν απότομα.

4.   Αποδοτικότητα

α)   Πωλήσεις στην ελεύθερη αγορά

Αποδοτικότητα

(πωλήσεις στην ελεύθερη αγορά στην Κοινότητα)

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Δείκτης

– 100

113

239

146

87

(205)

Η αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου εκφραζόμενη ως απόδοση των καθαρών πωλήσεων στην ελεύθερη αγορά, βελτιώθηκε σημαντικά ύστερα από τις απώλειες που σημειώθηκαν το 1999. Ύστερα από την επιβολή των υφιστάμενων μέτρων το 1998, η αποδοτικότητα αυξήθηκε ως το 2001, αλλά κατόπιν μειώθηκε απότομα όσο πλησίαζε η περίοδος έρευνας της επανεξέτασης. Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο κοινοτικός κλάδος ουδέποτε, κατά την υπό εξέταση περίοδο, ήταν σε θέση να επιτύχει έστω και το μισό από το περιθώριο κέρδους το οποίο, σύμφωνα με τα ευρήματα της αρχικής έρευνας, θα μπορούσε εύλογα να είχε επιτύχει ελλείψει των επιδοτούμενων εισαγωγών, ήτοι 15 %. Η εξέλιξη της αποδοτικότητας, και ιδίως η μείωσή της από το 2002, θεωρείται πολύ σημαντική καθώς επηρεάζει το επίπεδο των διαθέσιμων στον κοινοτικό κλάδο οικονομικών πόρων για επενδύσεις στην έρευνα και στην ανάπτυξη που είναι απαραίτητες για περαιτέρω βελτιώσεις στις διαδικασίες παραγωγής των υφιστάμενων προϊόντων και στην ανάπτυξη νέων προϊόντων.

(206)

Οι ΔΑΙ καθώς και τέσσερις εξαγωγείς υπέβαλαν σχόλια σχετικά με την ανάλυση της αποδοτικότητας. Εκφράστηκε η άποψη ότι i) ο κοινοτικός κλάδος πέτυχε λογικά επίπεδα αποδοτικότητας, ii) ότι ένα μη-ζημιογόνο περιθώριο αποδοτικότητας ποσοστού 10 % [βλέπε αιτιολογική σκέψη 260], θα ήταν υπερβολικά υψηλό και ότι ποσοστό 5 % είναι αρκετό, iii) ότι η μείωση της αποδοτικότητας μπορεί να αποδοθεί κυρίως στην πολιτική επενδύσεων του κοινοτικού κλάδου, iv) ότι η έναρξη δραστηριοτήτων ενός μέρους ισοδυναμεί με αυτοπροκαλούμενη ζημία και ότι v) η εξέλιξη της αποδοτικότητας έπρεπε να κοινοποιηθεί για κάθε κοινοτικό παραγωγό.

(207)

Επαναλαμβάνεται ότι ο κοινοτικός κλάδος ουδέποτε ήταν σε θέση να επιτύχει λογικά περιθώρια κέρδους όπως προαναφέρεται, κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου. Έτσι, η μείωση μετά το 2002 απλώς επιδείνωσε μια ήδη κακή κατάσταση. Επίσης, με βάση την ειδική κατάσταση που ισχύει στο φαρμακευτικό τομέα, ένα περιθώριο κέρδους ύψους 5 % δεν θεωρείται ικανοποιητικό. Ο κοινοτικός κλάδος παρείχε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία είναι σε θέση να επιτύχει κέρδη άνω του 10 % για συγκρίσιμα χύμα φάρμακα. Αυτά τα επίπεδα κέρδους είναι απαραίτητα για να αποκτήσει ο φαρμακευτικός τομέας τόσο τη βιωσιμότητα όσο και τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους για τη συνέχιση της καινοτομίας στον κλάδο αυτό, δεδομένων των υψηλών οικονομικών κινδύνων που ενέχει. Επιπλέον, η έλλειψη λογικών περιθωρίων κέρδους στον κοινοτικό κλάδο δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνον βάσει της επενδυτικής του πολιτικής. Μόνον ένας κοινοτικός παραγωγός ήταν σε φάση έναρξης δραστηριοτήτων κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, αλλά κανένα μέρος δεν πέτυχε λογικά περιθώρια κέρδους. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 29 του βασικού κανονισμού («εμπιστευτική μεταχείριση») δεν είναι δυνατή η κοινοποίηση περαιτέρω λεπτομερειών.

β)   Πωλήσεις στη δέσμια αγορά

Αποδοτικότητα

(πωλήσεις στη δέσμια αγορά στην Κοινότητα)

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Δείκτης

100

482

564

431

325

(208)

Οι τάσεις στη δέσμια αγορά όσον αφορά την αποδοτικότητα των πωλήσεων ακολουθούν την ίδια πορεία, σε υψηλότερο ωστόσο επίπεδο, ήτοι αυξητική έως το 2001 και κατόπιν φθίνουσα. Οι διαφορές στα επίπεδα αποδοτικότητας αποδίδονται κυρίως στο γεγονός ότι i) τα έξοδα πωλήσεων και τα γενικά και διοικητικά έξοδα («ΓΔΕΠ») για τις πωλήσεις στη δέσμια αγορά είναι χαμηλότερα επειδή δεν απαιτούν δαπάνες εμπορίας και ii) στις υψηλότερες τιμές μεταβίβασης σε σύγκριση με τιμές της ελεύθερης αγοράς. Εάν δεν είχε επιτύχει υψηλότερα επίπεδα κέρδους στις πωλήσεις στη δέσμια αγορά, ο κλάδος θα ήταν σε χειρότερη γενική οικονομική κατάσταση.

5.   Επενδύσεις, απόδοση των επενδύσεων, ταμειακές ροές και ικανότητα άντλησης κεφαλαίων

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Δείκτης «Επενδύσεις»

0

100

300

1 123

351

Δείκτης «Απόδοση των επενδύσεων»

– 100

160

286

161

91

Δείκτης «Ταμειακές ροές»

100

186

71

160

33

(209)

Ύστερα από το 1999, ο κοινοτικός κλάδος εξακολούθησε να κάνει επενδύσεις για την παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος. Το 2002 ιδιαίτερα, επένδυσε σε μεγάλο βαθμό σε νέες τεχνικές παραγωγής με στόχο να παραμείνει ανταγωνιστικός, να βελτιώσει τις περιβαλλοντικές προδιαγραφές και τις προδιαγραφές της ασφάλειας και να αυξήσει την ικανότητα παραγωγής.

(210)

Από το 1999 έως το 2001, ήτοι ύστερα από την επιβολή των μέτρων, η απόδοση των επενδύσεων βελτιώθηκε. Έκτοτε ωστόσο μειώθηκε σημαντικά. Μολονότι αυτό μπορεί να αποδοθεί εν μέρει στη φάση έναρξης δραστηριοτήτων μιας νέας εγκατάστασης παραγωγής, η μη ικανοποιητική κατάσταση όσον αφορά την απόδοση, που προκαλείται από την πίεση που προκαλούν οι τιμές των ανταγωνιστών, συνέβαλε στην κατάσταση αυτή.

(211)

Κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, οι διακυμάνσεις των ταμειακών ροών που προκλήθηκαν από τις πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος είναι έως ένα βαθμό συνέπεια της επενδυτικής πολιτικής του κοινοτικού κλάδου κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Ωστόσο, η δραστική μείωση των ταμειακών ροών μεταξύ 2002 και της περιόδου έρευνας της επανεξέτασης, δεν εξηγείται μόνον βάσει του παράγοντα αυτού. Η πίεση στις τιμές που ασκήθηκε από τους ανταγωνιστές συνέβαλε επίσης στη μη ικανοποιητική εξέλιξη της ταμειακής ροής.

(212)

Ο κοινοτικός κλάδος δεν αντιμετώπισε σημαντικές δυσκολίες στην άντληση κεφαλαίων.

(213)

Όσον αφορά την κοινολόγηση, οι εξαγωγείς των ΔΑΙ εξέφρασαν την άποψη ότι i) τα προαναφερόμενα στοιχεία θα έπρεπε να είχαν κοινοποιηθεί ξεχωριστά για κάθε κοινοτικό παραγωγό, ii) ότι η ικανότητα άντλησης κεφαλαίων δεν συνιστά διαπίστωση ζημίας, iii) ότι η ταμειακή ροή κατ’ αυτούς δεν ακολουθεί αυτή την τάση σύμφωνα με τις τάσεις απόδοσης των επενδύσεων και της αποδοτικότητας και συνεπώς πρέπει να επανεξεταστεί και iv) ότι χωρίς περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία η ανάλυση θα ήταν ανεπαρκής.

(214)

Σε απάντηση σε αυτούς τους ισχυρισμούς, θα πρέπει να υπενθυμισθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 29 του βασικού κανονισμού («εμπιστευτική μεταχείριση»), τα στοιχεία δεν είναι δυνατόν να κοινοποιηθούν ξεχωριστά για κάθε κοινοτικό παραγωγό. Όσον αφορά την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων, δεν συνήχθη κανένα αρνητικό συμπέρασμα σχετικά με τη ζημία. Όσον αφορά τον ισχυρισμό σχετικά με την ταμειακή ροή, ύστερα από προσεκτική επανεξέταση επιβεβαιώνεται ο αντίστοιχος δείκτης, όπως ορίζεται στα προαναφερόμενα. Όσον αφορά τον γενικό ισχυρισμό περί ανεπαρκούς ανάλυσης των προαναφερόμενων παραγόντων θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι i) η διαπίστωση της ζημίας δεν βασίζεται απαραίτητα στους δείκτες αυτούς και ii) ο ισχυρισμός δεν τεκμηριώνει το γιατί μια περαιτέρω εξέταση θα μπορούσε να αλλάξει το συνολικό πόρισμα.

6.   Απασχόληση, παραγωγικότητα και μισθοί

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Δείκτης «Απασχόληση»

100

101

101

187

185

Δείκτης «Παραγωγικότητα»

100

120

127

83

86

Δείκτης «Μισθοί»

100

103

106

185

178

(215)

Η απασχόληση όσον αφορά το ομοειδές προϊόν παρέμεινε σταθερή έως το 2001 αλλά αυξήθηκε σημαντικά το 2002 λόγω της ίδρυσης μιας νέας εγκατάστασης παραγωγής στην Κοινότητα από έναν από τους συνεργάτες-παραγωγούς της Κοινότητας. Το συνολικό κόστος για τους μισθούς ακολούθησε την ίδια τάση. Ωστόσο, η παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο, μολονότι αυξανόταν έως το 2001, μειώθηκε το 2002. Αυτό αποδίδεται καθαρά στη φάση έναρξης των δραστηριοτήτων μιας νέας εγκατάστασης παραγωγής. Δεν διαπιστώθηκαν στοιχεία μείωσης της αποτελεσματικότητας κατά τη διάρκεια της έρευνας.

(216)

Οι ΔΑΙ και τέσσερις εξαγωγείς ισχυρίσθηκαν ότι οι τάσεις όσον αφορά την απασχόληση, την παραγωγικότητα και τους μισθούς δεν στηρίζουν τη διαπίστωση σημαντικής ζημίας στην παρούσα περίπτωση.

(217)

Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν συνάγεται τέτοιο συμπέρασμα όσον αφορά την απασχόληση και την παραγωγικότητα. Όσον αφορά τους μισθούς, μόνον το συνολικό ποσό των μισθών αυξήθηκε. Κατά μέσο όρο ανά εργαζόμενο, οι μισθοί μειώθηκαν ελαφρώς (βλέπε παρακάτω πίνακα). Αυτό δείχνει i) ότι δεν σημειώθηκε καμία θετική εξέλιξη ανά εργαζόμενο καθώς και ii) τη βούληση του κοινοτικού κλάδου να είναι οικονομικά αποδοτικός.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Δείκτης «Μισθοί ανά εργαζόμενο»

100

103

105

99

96

7.   Μέγεθος της επιδότησης και ανάκαμψη από παλαιότερη επιδότηση

(218)

Δεδομένου του όγκου και ιδίως των τιμών των επιδοτούμενων εισαγωγών από την Ινδία, ο αντίκτυπος του πραγματικού ποσού της επιδότησης, που είναι σημαντικός, δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέος.

(219)

Στο πλαίσιο αυτό, οι ΔΑΙ και τρεις εξαγωγείς ισχυρίσθηκαν ότι τα περιθώρια επιδότησης υπερεκτιμήθηκαν.

(220)

Ωστόσο, όπως προαναφέρεται και στις αιτιολογικές σκέψεις 153 και 154, η έρευνα έδειξε ότι το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων εκφραζόμενο κατ’ αξία, για τους παραγωγούς-εξαγωγείς που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας, κυμαίνεται μεταξύ 25,3 % και 35,1 %. Αυτή είναι σαφής διαπίστωση σημαντικής επιδότησης.

(221)

Η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής βελτιώθηκε κατά την υπό εξέταση περίοδο. Ωστόσο, δεν ανέκαμψε πλήρως από την προηγούμενη επιδότηση και εξακολουθεί να είναι αδύναμη.

VI.   Συμπέρασμα για την οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(222)

Μεταξύ του 1999 και της περιόδου έρευνας της επανεξέτασης, ο όγκος των επιδοτούμενων εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος αυξήθηκε σημαντικά κατά 159 % και το μερίδιό τους στην κοινοτική αγορά αυξήθηκε κατά 70 %. Η εξέλιξη αυτή έρχεται σε αντίθεση με την πολύ λιγότερο ευνοϊκή εξέλιξη για τους εξαγωγείς από άλλες χώρες και από τον κοινοτικό κλάδο. Οι εισαγωγές από άλλες χώρες στην κοινοτική αγορά αυξήθηκαν μόνον κατά 7 % κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου και το μερίδιο της αγοράς τους μειώθηκε μάλιστα κατά 29 %. Ο όγκος πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου αυξήθηκε κατά 80 % και το μερίδιο της αγοράς του κατά 20 % κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου. Ωστόσο, αυτή η θετική εξέλιξη αποδίδεται κυρίως στην αγορά άλλων επιχειρήσεων κοινοτικών παραγωγών από τον κοινοτικό κλάδο το 2000. Από το 2001, η τάση στην ανάπτυξη του μεριδίου της αγοράς για τον κοινοτικό κλάδο είναι μάλιστα μειωτική. Ειδικότερα, παρατηρείται ότι από το 2000 ο κοινοτικός κλάδος δεν ακολούθησε, τηρουμένων των αναλογιών, την αύξηση της κοινοτικής κατανάλωσης και την ισχυρή εξέλιξη των ινδών ανταγωνιστών του στην κοινοτική αγορά.

(223)

Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνεται ότι οι μέσες τιμές των επιδοτούμενων εισαγωγών από την Ινδία ήταν σταθερά χαμηλότερες από εκείνες του κοινοτικού κλάδου κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας της επανεξέτασης, οι τιμές των εισαγωγών από την ενδιαφερόμενη χώρα ήταν χαμηλότερες από εκείνες του κοινοτικού κλάδου. Βάσει της μέσης σταθμισμένης αξίας, οι τιμές κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας της επανεξέτασης κυμαίνονταν μεταξύ 11,5 % και 17,1 %.

(224)

Ως συνέπεια αυτής της πίεσης των τιμών που ασκούνταν από τις επιδοτούμενες ινδικές εισαγωγές, ο κοινοτικός κλάδος δεν ήταν σε θέση να επιτύχει μη-ζημιογόνα επίπεδα τιμών κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου. Μολονότι η αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου βελτιώθηκε αρχικά ύστερα από την επιβολή μέτρων, επιδεινώθηκε από το 2001 και το σημερινό του επίπεδο είναι πολύ πιο κάτω από εκείνο το οποίο θα είχε λογικά επιτύχει εάν δεν υπήρχαν επιδοτούμενες εισαγωγές, ήτοι το 10 % του κύκλου εργασιών (βλέπε αιτιολογική σκέψη 260). Ωστόσο, μόνον ένα αποδεκτό επίπεδο αποδοτικότητας θα επιτρέψει στον κοινοτικό κλάδο να επιτύχει διαρκή βιωσιμότητα.

(225)

Αυτή η αρνητική για τον κοινοτικό κλάδο τάση αντανακλάται επίσης στην εικόνα που παρουσιάζουν οι τάσεις όσον αφορά την απόδοση των επενδύσεων και την ταμειακή ροή.

(226)

Όσον αφορά τις πωλήσεις στη δέσμια αγορά, η επιλογή του κοινοτικού κλάδου να πωλήσει μέρος της παραγωγής του στη δέσμια αγορά του πρόσφερε την ευκαιρία να διατηρήσει υψηλά επίπεδα χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας. Η υψηλή χρησιμοποίηση της ικανότητας συμβάλλει στη μείωση του κόστους παραγωγής χάρη σε οικονομίες κλίμακας. Επιπλέον, όπως προαναφέρθηκε, οι τάσεις στους όγκους των πωλήσεων, στις τιμές και στο μερίδιο της αγοράς μεταξύ της ελεύθερης και της δέσμιας αγοράς δεν απέκλιναν σημαντικά. Εάν ο κοινοτικός κλάδος δεν είχε επιτύχει μεγαλύτερο κέρδος στη δέσμια αγορά, θα βρισκόταν σε χειρότερη οικονομική κατάσταση. Έτσι, οι πωλήσεις στη δέσμια αγορά δεν συνέβαλαν στη ζημιογόνο κατάσταση. Αντίθετα, ελλείψει δέσμιας αγοράς η ζημιογόνος κατάσταση του κοινοτικού κλάδου θα μπορούσε να είναι χειρότερη.

(227)

Δύο εξαγωγείς ισχυρίσθηκαν ότι δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι πωλήσεις στη δέσμια αγορά δεν συνέβαλαν στη ζημιογόνο κατάσταση του κοινοτικού κλάδου επειδή οι τιμές των πωλήσεων της δέσμιας αγοράς θεωρούνται αναξιόπιστες, ήτοι η αποδοτικότητα των πωλήσεων της δέσμιας αγοράς ήταν τεχνητά πολύ υψηλή.

(228)

Ωστόσο, η υψηλότερη αποδοτικότητα στη δέσμια αγορά δεν οφειλόταν τόσο στις υψηλότερες τιμές μεταβίβασης, αλλά κυρίως σε χαμηλότερα ΓΔΕΠ (βλέπε αιτιολογική σκέψη 208). Επίσης, ο ισχυρισμός αυτός αγνοεί το αποτέλεσμα των οικονομιών κλίμακας. Έτσι, δεν μπορεί να αλλάξει το συμπέρασμα ότι οι δέσμιες πωλήσεις δεν συνέβαλαν στη ζημία.

(229)

Ως αποτέλεσμα, επιβεβαιώνεται ότι, συνολικά, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής έχει υποστεί σοβαρή ζημία κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 8 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού δεν ορίζει ότι όλοι οι οικονομικοί δείκτες για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής πρέπει να είναι αρνητικοί για τον καθορισμό της σοβαρής ζημίας. Επίσης, όλοι οι οικονομικοί δείκτες δεν έχουν την ίδια σημασία. Ωστόσο, η αποδοτικότητα είναι ένας από τους δείκτες-κλειδιά, καθώς αποτελεί τον τελικό στόχο κάθε οικονομικής επιχείρησης. Στην παρούσα περίπτωση, καθορίσθηκαν ελλιπή επίπεδα αποδοτικότητας. Άλλος σημαντικός δείκτης ζημίας που έχει σημαντικό αντίκτυπο στην αποδοτικότητα είναι τα επίπεδα τιμών. Ο κοινοτικός κλάδος ουδέποτε, κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, ήταν σε θέση να επιτύχει μη-ζημιογόνα επίπεδα τιμών στην ελεύθερη αγορά λόγω της εξωτερικής άσκησης πίεσης στις τιμές, κυρίως από ισχυρά επιδοτούμενες ινδικές εισαγωγές.

VII.   Επιπτώσεις των επιδοτούμενων εισαγωγών

(230)

Το 2000 και πιθανότατα λόγω της επιβολής μέτρων, η Ινδία έχασε τη θέση της ως δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας στην κοινοτική αγορά για μια ενδιάμεση περίοδο, ενώ κυρίως οι εξαγωγείς από το Ομάν κέρδισαν μερίδιο της αγοράς. Έκτοτε ωστόσο οι ινδοί εξαγωγείς όχι μόνον ανέκτησαν τη θέση τους αλλά κατά την περίοδο επανεξέτασης προπορεύθηκαν ως οι μεγαλύτεροι εξαγωγείς στην Κοινότητα.

(231)

Αυτή η ανάπτυξη στον όγκο των επιδοτούμενων εισαγωγών από την Ινδία, ιδίως από το 2002, συνέπεσε με το γεγονός ότι το 2002 η αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου μειώθηκε σε σύγκριση με το 2001, ήτοι κατά 36 % περίπου. Διαπιστώθηκε ότι, κατά την περίοδο εκείνη, ένας κοινοτικός παραγωγός εγκαινίασε μια νέα εγκατάσταση και βρέθηκε σε περίοδο έναρξης δραστηριοτήτων που ενδέχεται να είχε επίδραση στην αποδοτικότητά του κατά την περίοδο εκείνη. Ωστόσο, διαπιστώθηκε επίσης ότι, ο άλλος κοινοτικός παραγωγός, που δεν διένυε περίοδο έναρξης δραστηριοτήτων, σημείωσε σημαντική μείωση στην αποδοτικότητα, ήτοι κατά 17 % σε σύγκριση με το 2001, που επιδεινώθηκε περαιτέρω κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας επανεξέτασης. Επίσης, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 207, ο κοινοτικός κλάδος ουδέποτε ήταν σε θέση να επιτύχει μη-ζημιογόνα επίπεδα τιμών. Αντίθετα, πάλι από το 2002, ο κοινοτικός κλάδος έπρεπε να προσαρμόσει τις τιμές προς τα κάτω για να προστατέψει το μερίδιο αγοράς του.

(232)

Όσον αφορά την κοινολόγηση, τρεις εξαγωγείς ισχυρίσθηκαν ότι το μερίδιο των ινδικών εισαγωγών στην κοινοτική αγορά, 2,5 % κατά τη διάρκεια της ΠΕ, και ο όγκος τους σε σχέση με τις συνολικές εισαγωγές, 8,4 % κατά τη διάρκεια της ΠΕ, εκ των οποίων και τα δύο μειώθηκαν ελαφρώς σε σχέση με το 2002, ήταν πολύ μικρού και περιθωριακού μεγέθους ώστε να έχουν ζημιογόνο αντίκτυπο, ιδίως λόγω του μεγαλύτερου μεριδίου αγοράς του κοινοτικού κλάδου. Επίσης ισχυρίσθηκαν ότι μια ανάλυση εκφραζόμενη σε σχετικούς όρους θα ήταν αποπροσανατολιστική, καθώς η Ινδία ξεκίνησε από πολύ χαμηλό επίπεδο, 1,5 % μερίδιο αγοράς και 3,7 % όγκο εισαγωγής το 1999.

(233)

Σε απάντηση στον ισχυρισμό αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τόσο το μερίδιο αγοράς της Ινδίας όσο και ο όγκος εισαγωγών της κατά τη διάρκεια της ΠΕ, βρίσκονται πάνω από τα κατώτερα όρια που ορίζονται στο άρθρο 10 παράγραφος 11 και στο άρθρο 14 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού και συνεπώς υφίσταται αιτιώδης συνάφεια. Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού, η αιτιώδης συνάφεια είναι δυνατόν να διαπιστωθεί εναλλακτικά είτε από τον όγκο εισαγωγής είτε από τα επίπεδα τιμών των επιδοτούμενων εισαγωγών. Αυτός ο αντίκτυπος στο επίπεδο των τιμών είναι έντονα ορατός στην παρούσα περίπτωση. Όπως καθορίσθηκε ήδη κατά τη διάρκεια της αρχικής έρευνας, το υπό εξέταση προϊόν, που είναι χύμα, είναι πολύ ευαίσθητο από άποψη τιμής και αντιδρά άμεσα σε οιαδήποτε άσκηση πίεσης προς τα κάτω. Στις περιπτώσεις αυτές μικρές ποσότητες είναι δυνατόν να επηρεάσουν τις τιμές στην αγορά. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, ο μέσος όρος πίεσης που ασκήθηκε στις τιμές καθορίσθηκε από τις ινδικές τιμές.

(234)

Επομένως, επιβεβαιώθηκε ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές από την Ινδία είχαν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, ιδίως όσον αφορά την αποδοτικότητα, κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

VIII.   Επίπτωση άλλων παραγόντων

1.   Εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες

Εισαγωγές τρίτων χωρών

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Όγκος (kg)

Ινδία

36 800

47 400

72 100

101 800

95 200

Δείκτης

100

129

196

277

259

Ομάν

77 400

119 700

85 100

88 400

93 500

Δείκτης

100

155

110

114

121

ΗΠΑ

11 100

2 800

16 600

106 300

70 000

Δείκτης

100

25

149

932

631

Κίνα

0

3 900

21 800

75 600

63 000

Δείκτης

0

100

559

1 938

1 615

Νότια Κορέα

19 800

75 300

40 200

54 500

45 000

Δείκτης

100

380

203

275

227

Σιγκαπούρη

0

4 600

128 300

62 700

37 700

Δείκτης

0

100

2 789

1 363

820

Μέση τιμή εισαγωγής ανά kg (ευρώ)

India

34,66

33,94

35,51

36,57

35,34

Δείκτης

100

98

102

106

102

Ομάν

36,10

36,21

39,30

39,15

38,34

Δείκτης

100

100

109

108

106

ΗΠΑ

74,87

115,35

108,90

101,40

48,74

Δείκτης

100

154

145

135

65

Κίνα

0,00

188,97

116,06

68,22

58,59

Δείκτης

0

100

61

36

31

Νότια Κορέα

34,84

37,52

37,66

45,59

48,06

Δείκτης

100

108

108

131

138

Σιγκαπούρη

0,00

76,88

57,47

57,47

51,28

Δείκτης

0

100

75

75

67

(235)

Οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος από χώρες άλλες από την Ινδία αυξήθηκαν μόνον κατά 7 % μεταξύ του 1999 και της περιόδου έρευνας επανεξέτασης, ήτοι αρκετά κάτω από το ποσοστό αύξησης της κατανάλωσης στην Κοινότητα. Μεταξύ των χωρών αυτών, το Ομάν, οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Νότια Κορέα και η Σιγκαπούρη είναι οι κύριοι προμηθευτές της κοινοτικής αγοράς. Ωστόσο, οι μέσες τιμές εισαγωγής τους ήταν πολύ υψηλότερες από ό,τι οι ινδικές τιμές εισαγωγής και εκτός από τις τιμές εισαγωγής από το Ομάν, ήταν υψηλότερες και σε σχέση με τις τιμές του κοινοτικού κλάδου. Οι τιμές εισαγωγής από το Ομάν βρίσκονται σε επίπεδα συγκρίσιμα με τις τιμές του κοινοτικού κλάδου, αλλά η αύξηση στο μερίδιο αγοράς του Ομάν, κατά την υπό εξέταση περίοδο, ήταν πολύ μικρότερη από εκείνη που σημειώθηκε στις υπόλοιπες τρίτες χώρες.

(236)

Όσον αφορά την κοινολόγηση, οι ΔΑΙ και δύο εξαγωγείς ισχυρίσθηκαν ότι ο αντισταθμιστικός δασμός που επιβάλλεται στις ινδικές εισαγωγές θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη κατά τη σύγκριση των μέσων τιμών πωλήσεων. Αυτό θεωρείται ότι θα οδηγούσε σε ουσιαστικά παρόμοια επίπεδα τιμών για την Ινδία και το Ομάν. Επιπλέον, τονίσθηκε ότι οι μέσες τιμές ορισμένων τρίτων χωρών, ιδίως των ΗΠΑ και της Κίνας, μειώθηκαν σημαντικά, κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, ενώ, ιδίως, οι ινδικές τιμές αυξήθηκαν. Επιπλέον, αναφέρθηκε από άλλον εξαγωγέα ότι η μείωση του όγκου στις ινδικές εισαγωγές μεταξύ του 2002 και της περιόδου έρευνας της επανεξέτασης δεν ελήφθη κανονικά υπόψη στην ανάλυση, ότι άλλες τρίτες χώρες ήταν οι κύριοι προμηθευτές και ότι οι μέσες τιμές της Νότιας Κορέας και της Ινδίας ήταν παρόμοιες από το 1999 έως το 2001.

(237)

Όσον αφορά τον ισχύοντα αρχικό αντισταθμιστικό δασμό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εισαγωγών από την Ινδία υπόκειτο είτε σε μηδενικό δασμό είτε σε δασμό που οδηγεί και πάλι σε χαμηλότερες μέσες τιμές εκφόρτωσης σε σχέση με τις μέσες τιμές του Ομάν. Έτσι, κατά μέσο όρο, οι εισαγωγές από το Ομάν δεν άσκησαν τον ίδιο βαθμό πίεσης στις τιμές. Επίσης, οι τιμές εισαγωγής από όλες τις άλλες τρίτες χώρες ήταν επίσης κατά μέσο όρο υψηλότερες κατά την υπό εξέταση περίοδο σε σχέση με τα επίπεδα τιμών των ινδικών εισαγωγών, προσδιορίζοντας πάλι την Ινδία ως κύρια πηγή άσκησης πίεσης στις τιμές. Όσον αφορά τον όγκο, είναι σωστή η παρατήρηση ότι η Ινδία δεν ήταν η μόνη πηγή σημαντικών εισαγωγών κατά τη διάρκεια όλης της υπό εξέταση περιόδου. Ωστόσο, υπενθυμίζεται ότι η Ινδία είναι η μόνη χώρα που υπόκειται σε μέτρα. Αυτό, είχε βέβαια αντίκτυπο στην εμπορική ροή του εν λόγω προϊόντος. Επιπλέον, παρά τα μέτρα, οι ινδικές εισαγωγές αυξήθηκαν σταθερά από το 2001 και η Ινδία ανέκτησε τη θέση της ως δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας το 2002, φτάνοντας μάλιστα να γίνει ο μεγαλύτερος κατά τη διάρκεια της ΠΕ. Συνεπώς, η μικρή μείωση στις ινδικές εισαγωγές μεταξύ του 2002 και της ΠΕ δεν είχε καμία επίδραση στην αγορά, κάτι που τελικά επιβράβευσε την ινδική πολιτική τιμών. Συνεπώς, τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι δυνατόν να γίνουν δεκτά. Επιβεβαιώθηκε λοιπόν ότι οι εισαγωγές από τρίτες χώρες δεν θα μπορούσαν να προκαλέσουν οιαδήποτε ζημία στον κοινοτικό κλάδο που θα ήταν δυνατόν να εξαλείψει την αιτιώδη συνάφεια που υφίσταται μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών από την Ινδία και της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος.

2.   Εξέλιξη της κατανάλωσης στην κοινοτική αγορά

(238)

Η κατανάλωση του υπό εξέταση προϊόντος στην κοινοτική αγορά αυξήθηκε κατά 51 % κατά την υπό εξέταση περίοδο. Επομένως, η ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν μπορεί να αποδοθεί σε συμπίεση της ζήτησης στην αγορά της Κοινότητας.

3.   Εξαγωγικές δραστηριότητες του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(239)

Οι εξαγωγικές επιδόσεις του κοινοτικού κλάδου αυξήθηκαν κατά 16 % κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου. Οι εξαγωγικές τιμές του κοινοτικού κλάδου ήταν κατά μέσο όρο 10 % έως 15 % υψηλότερες από ό,τι οι τιμές πωλήσεων της Κοινότητας. Συνεπώς, η εξαγωγική δραστηριότητα του κοινοτικού κλάδου δεν μπορούσε να συμβάλει στη ζημιογόνο κατάστασή του.

(240)

Στο πλαίσιο αυτό, οι ΔΑΙ και ένας άλλος εξαγωγέας ισχυρίσθηκαν ότι ο κοινοτικός κλάδος στις απαντήσεις που έστειλε στα ερωτηματολόγιά τους ανάφερε την ύπαρξη σκληρού ανταγωνισμού λόγω των ινδών ανταγωνιστών σε αγορές τρίτων χωρών που οδηγούν τον κοινοτικό κλάδο σε χαμηλές τιμές και σε απώλεια του μεριδίου αγοράς σε τρίτες χώρες, κάτι που εκ πρώτης όψεως αντέκρουε το προαναφερόμενο πόρισμα. Έτσι, βάσει αυτής της αξιολόγησης του κοινοτικού κλάδου, δεν υπήρχε ζημία στην κοινοτική αγορά ούτε αιτιώδης συνάφεια με τις ινδικές εισαγωγές.

(241)

Ως προς αυτό, σημειώνεται ότι λόγω της παγκόσμιας ανάπτυξης της αγοράς για τέτοια προϊόντα, δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της όποιας μείωσης εξαγωγικών τιμών και της απώλειας του μεριδίου αγοράς του κοινοτικού κλάδου σε τρίτες χώρες και του γεγονότος ότι ο όγκος αυτών των εξαγωγών είχε πράγματι αυξηθεί και ότι οι τιμές τους ήταν υψηλότερες σε σχέση με τις κοινοτικές τιμές πωλήσεων στην Κοινότητα. Κατά συνέπεια, μολονότι η εξαγωγική επίδοση του κοινοτικού κλάδου θα μπορούσε να είναι καλύτερη χωρίς τον ανταγωνισμό από τις επιδοτούμενες ινδικές εξαγωγές σε αγορές τρίτων χωρών σε χαμηλές τιμές, δεν υπάρχει ένδειξη ότι, λόγω της εξαγωγικής του επίδοσης, ο κοινοτικός κλάδος δεν υπέστη ζημιογόνο ανταγωνισμό όσον αφορά τις τιμές στην κοινοτική αγορά, κυρίως λόγω των επιδοτούμενων εισαγωγών από την Ινδία σε χαμηλές τιμές. Συνεπώς, το επιχείρημα αυτό θα πρέπει να απορριφθεί.

4.   Ανταγωνιστικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(242)

Ο κοινοτικός κλάδος είναι σημαντικός ανταγωνιστής για το υπό εξέταση προϊόν, όπως αποδείχθηκε από το μερίδιο αγοράς του, και επένδυε σταθερά με στόχο τη διατήρηση ενός επιπέδου παραγωγής που ακολουθεί τις εξελίξεις στην υψηλή τεχνολογία. Η μείωση στην παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο ανά κιλό προϊόντος ύστερα από το 2001 μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στην περίοδο έναρξης δραστηριότητας μιας νέας εγκατάστασης παραγωγής ενός κοινοτικού παραγωγού. Συνεπώς, είναι μόνον προσωρινής φύσης. Συνεπώς, δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία ότι η έλλειψη ανταγωνιστικότητας θα μπορούσε να είχε εξαλείψει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών από την Ινδία και της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος.

5.   Χρήση της δέσμιας αγοράς

(243)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 226, θεωρείται ότι η χρήση της δέσμιας αγοράς δεν συνέβαλε στη ζημιογόνο κατάσταση. Αντίθετα, ελλείψει δέσμιας αγοράς, η ζημιογόνος κατάσταση του κοινοτικού κλάδου θα μπορούσε να είναι χειρότερη.

Ζ.   ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ ΣΥΝΕΧΙΣΗΣ Η ΕΚ ΝΕΟΥ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΤΗΣ ΖΗΜΙΑΣ

(244)

Σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, εξετάσθηκε αν η λήξη ισχύος των μέτρων θα οδηγούσε, ενδεχομένως, στη συνέχιση ή στην εκ νέου εμφάνιση ζημίας.

(245)

Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 161 έως 243, καθορίσθηκε ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας επανεξέτασης και παρά τα ισχύοντα μέτρα, ο κοινοτικός κλάδος εξακολούθησε να υφίσταται τη ζημία που προκλήθηκε από τις επιδοτούμενες εισαγωγές του εν λόγω προϊόντος. Το επίπεδο εξουδετέρωσης της ζημίας που διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια της παρούσας έρευνας κυμάνθηκε μεταξύ 17,3 % και 48,1 % και είναι υψηλότερο από εκείνο που καθορίσθηκε κατά τη διάρκεια της αρχικής έρευνας (μεταξύ 12,6 % και 28,9 %), παρά το γεγονός ότι στην επανεξέταση αυτή το εύλογο περιθώριο κέρδους για τον κοινοτικό κλάδο ήταν μειωμένο κατά ένα τρίτο σε σύγκριση με την αρχική έρευνα (βλέπε αιτιολογική σκέψη 260). Επιπλέον, βάσει της έρευνας διαπιστώθηκε ότι, παρά τις εγχώριες πωλήσεις και εξαγωγές σε άλλες χώρες, εξακολουθεί να υπάρχει πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα για τα υπό εξέταση προϊόντα στην Ινδία, ιδίως όσον αφορά εξαγωγείς που υφίστανται σχετικά υψηλούς δασμούς στην Κοινότητα. Συνεπώς, συνάγεται εύλογα το συμπέρασμα ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές σε χαμηλές τιμές από την Ινδία θα αυξηθούν περαιτέρω και, κατά συνέπεια, η ζημία είναι πιθανόν να συνεχισθεί στο μέλλον εφόσον λήξουν τα μέτρα.

(246)

Εφόσον ο κοινοτικός κλάδος εξακολουθεί να υφίσταται σημαντική ζημία λόγω των επιδοτούμενων εισαγωγών παρά την ύπαρξη μέτρων, δεν ήταν απαραίτητο να αναλυθεί περαιτέρω το ενδεχόμενο της εκ νέου εμφάνισης της ζημίας.

Η.   ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

I.   Εισαγωγή

(247)

Εξετάσθηκε εάν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι αντίκειται προς το συμφέρον της Κοινότητας η συνέχιση της εφαρμογής μέτρων σε αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση. Για τον σκοπό αυτό, και σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, εξετάσθηκαν οι ενδεχόμενες επιπτώσεις των μέτρων για όλα τα μέρη που ενέχονται στην έρευνα. Προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον η συνέχιση μέτρων ήταν προς το συμφέρον της Κοινότητας, απεστάλησαν ερωτηματολόγια στους χρήστες και στους εισαγωγείς του υπό εξέταση προϊόντος, καθώς και στους ανάντη προμηθευτές πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του εν λόγω προϊόντος.

II.   Συμφέρον του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(248)

Όπως παρουσιάσθηκε παραπάνω, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος συνέχισε να αυξάνει την παραγωγή του. Αυτό κατέστη δυνατόν χάρη στη σταθερή ανάπτυξη των επενδύσεων του κοινοτικού κλάδου με στόχο τη διατήρηση της ανταγωνιστικής του ικανότητας, καθώς ανήκει στους κύριους ανταγωνιστές του υπό εξέταση προϊόντος. Υπενθυμίζεται ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας επανεξέτασης, ο κοινοτικός κλάδος επέκτεινε τις εγκαταστάσεις παραγωγής του, άνοιξε νέο εργοστάσιο εντός της Κοινότητας και ετοίμασε σχέδια για το άνοιγμα και άλλης εγκατάστασης παραγωγής στην Κοινότητα. Αυτή η διαδικασία συνεχών επενδύσεων από τον κοινοτικό κλάδο εξουδετερώνεται, ιδίως, από τη μη ικανοποιητική ανάπτυξη της αποδοτικότητάς του, που οφείλεται στη συνεχιζόμενη άσκηση πίεσης στις τιμές από τους ινδούς εισαγωγείς του εν λόγω προϊόντος στην κοινοτική αγορά.

Συνάγεται το συμπέρασμα ότι, χωρίς την επιβολή μέτρων για την επανόρθωση των συνεπειών λόγω των επιδοτούμενων εισαγωγών, ο κοινοτικός κλάδος θα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει χαμηλότερες τιμές και, κατά συνέπεια, συμπίεση των τιμών με τον αρνητικό αντίκτυπο που αυτές έχουν στην αποδοτικότητα, στην απόδοση των επενδύσεων και στις ταμειακές ροές. Μακροπρόθεσμα, αυτό θα μπορούσε ακόμα και να θέσει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του κοινοτικού κλάδου. Κατά συνέπεια, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η λήξη ισχύος των μέτρων δεν θα ήταν προς το συμφέρον του κοινοτικού κλάδου.

III.   Συμφέρον των εισαγωγέων-εμπόρων

(249)

Ερωτηματολόγια απεστάλησαν σε όλους τους γνωστούς εισαγωγείς-εμπόρους του εν λόγω προϊόντος, αλλά απάντησε μόνον ένας από τους δεκαεννέα. Ωστόσο, ο συνεργαζόμενος εισαγωγέας δεν έκανε σχόλια όσον αφορά τις πιθανές επιπτώσεις της συνέχισης των μέτρων στην επιχείρησή του. Βάσει των πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν, φαίνεται πως οι εισαγωγείς-έμποροι στην Κοινότητα αγοράζουν το υπό εξέταση προϊόν από διάφορες πηγές. Εφόσον δεν υπάρχουν βασικές ποιοτικές διαφορές μεταξύ του εισαγόμενου από την Ινδία προϊόντος και εκείνου που αποκτάται από άλλες πηγές, θεωρείται ότι οι εισαγωγείς-έμποροι στην Κοινότητα δεν θα δυσκολεύονται, σε περίπτωση συνέχισης των μέτρων, να αποκτούν το προϊόν από διάφορες άλλες πηγές. Επίσης, ο συνεργαζόμενος εισαγωγέας συμμετέχει ενεργά στην εμπορία μεγάλης ποικιλίας άλλων προϊόντων και, συνεπώς, δεν εξαρτάται ζωτικά από το εν λόγω προϊόν. Μολονότι οι πωλήσεις του εν λόγω προϊόντος, κατά την υπό εξέταση περίοδο, αυξήθηκαν σημαντικά (επτά φορές κατ’ όγκο), οι πωλήσεις αυτές αντιπροσωπεύουν μικρό μόνον μέρος του συνολικού κύκλου εργασιών (ήτοι 1,4 % κατά την περίοδο επανεξέτασης της έρευνας). Τέλος, ο εισαγωγέας δεν ανάφερε ότι η συνέχιση των μέτρων θα είχε οιοδήποτε αντίκτυπο στην απασχόληση, καθώς οι εισαγωγικές δραστηριότητες δεν είναι τομέας έντασης της απασχόλησης.

(250)

Έστω και αν οι εισαγωγείς-έμποροι δεν είναι υπέρ των μέτρων, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, ότι το ενδεχόμενο κέρδος που θα προκύψει λόγω της λήξης ισχύος των μέτρων δεν αντισταθμίζει το πραγματικό κέρδος του κοινοτικού κλάδου από τη συνέχιση της επανόρθωσης αθέμιτων και ζημιογόνων πρακτικών του ινδικού εμπορίου, όπως συνοπτικά αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη (248).

IV.   Συμφέρον των ανάντη προμηθευτών

(251)

Προκειμένου να εκτιμηθούν οι πιθανές επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η συνέχιση αντισταθμιστικών μέτρων στους ανάντη προμηθευτές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, απεστάλη ερωτηματολόγιο σε όλους τους γνωστούς ανάντη προμηθευτές. Συνολικά, απεστάλησαν έξι ερωτηματολόγια και παρελήφθησαν δύο απαντήσεις. Αυτοί οι ανάντη προμηθευτές, που προμηθεύουν κυρίως γλυκόζη και δεξτρόζη στον κοινοτικό κλάδο, είναι υπέρ της συνέχισης των μέτρων. Μολονότι ο κοινοτικός κλάδος δεν ανήκει στους πιο σημαντικούς πελάτες αυτών των ανάντη προμηθευτών, αυτή η εμπορική συναλλαγή εξακολουθεί να συμβάλλει στην απασχόληση και στην αποδοτικότητα των ανάντη προμηθευτών. Σε περίπτωση που ο κοινοτικός κλάδος περιορίσει ή ακόμη σταματήσει την παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος, αυτή η ευνοϊκή επιχειρηματική σχέση τίθεται σε κίνδυνο.

(252)

Συνεπώς, ελλείψει οιασδήποτε αντίθετης πληροφορίας, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η συνέχιση των μέτρων μπορεί να είναι σύμφωνη με το συμφέρον των ανάντη προμηθευτών.

V.   Τα συμφέροντα των χρηστών

(253)

Ερωτηματολόγια απεστάλησαν και σε πέντε γνωστούς κοινοτικούς χρήστες του εν λόγω προϊόντος, ήτοι σε φαρμακευτικές εταιρείες. Η Επιτροπή ζήτησε, μεταξύ άλλων πληροφοριών, τα σχόλιά τους σχετικά με το εάν η διατήρηση των μέτρων σε ισχύ θα ήταν προς όφελος της Κοινότητας και πώς τα μέτρα αυτά θα εξακολουθήσουν να τους επηρεάζουν. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν έλαβε απαντήσεις από τα ερωτηματολόγια και, συνεπώς, ουδέν σχόλιο ελήφθη. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι χρήστες μπορούσαν να αποκτήσουν το υπό εξέταση προϊόν όχι μόνον από την Ινδία αλλά και από άλλες πηγές, και δεδομένης της έλλειψης οιασδήποτε πληροφορίας σχετικά με τον οικονομικό αντίκτυπο των μέτρων στις επιχειρήσεις των χρηστών (ήτοι απασχόληση, αποδοτικότητα, επενδυτική πολιτική), δεν ήταν δυνατόν να καθορισθεί οιοδήποτε ισοδύναμης σημασίας συμφέρον του χρήστη.

(254)

Έστω και αν οι χρήστες - μολονότι σιωπούν - μπορεί να μην είναι υπέρ των μέτρων, με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες από τα συνεργαζόμενα ενδιαφερόμενα μέρη, κανένα τεκμηριωμένο συμφέρον χρήστη όσον αφορά τη διακοπή των μέτρων δεν ήταν δυνατόν να αντισταθμίσει το πραγματικό συμφέρον του κοινοτικού κλάδου για τη συνέχιση της επανόρθωσης των αθέμιτων και ζημιογόνων ινδικών εμπορικών πρακτικών, όπως συνοψίζεται στην αιτιολογική σκέψη 248.

(255)

Ένας εξαγωγέας ισχυρίσθηκε ότι τα συμφέροντα των καταναλωτών της Κοινότητας δεν ελήφθησαν σοβαρά υπόψη και ότι, συνεπώς, η ανάλυση των κοινοτικών συμφερόντων δεν είναι πλήρως σύμφωνη με το άρθρο 31 του βασικού κανονισμού. Αναφέρεται ότι τα συμφέροντα των καταναλωτών μπορούν να επηρεασθούν αρνητικά, εάν οι παραγωγοί των σκευασμάτων προβούν σε οιαδήποτε αύξηση τιμών λόγω αυξημένου κόστους στην παραγωγή τελικών δοσολογικών μορφών.

(256)

Σε απάντηση σε αυτό τον ισχυρισμό υπενθυμίζεται ότι καμία οργάνωση καταναλωτών δεν έκανε σχόλια κατά τη διάρκεια της παρούσας έρευνας. Επίσης, οι καταναλωτές της Κοινότητας διαθέτουν, γενικά, ασφάλιση υγείας. Δεν υπάρχει κανένα τεκμηριωμένο στοιχείο σχετικά με το εάν τα ιατρικά ασφάλιστρα είναι δυνατόν να επηρεασθούν αρνητικά σε σημαντικό βαθμό από το ενδεχόμενο αύξησης του κόστους ορισμένων αντιβιοτικών σκευασμάτων. Επιπλέον, δεν είναι σαφές σε ποιο βαθμό οι παρασκευαστές ορισμένων αντιβιοτικών σκευασμάτων, ήτοι οι χρήστες, είναι σε θέση να υποστούν τις επιπτώσεις μιας αύξησης του κόστους. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί εάν θίγεται κάποιο συμφέρον των καταναλωτών της Κοινότητας ισοδύναμης σημασίας.

VI.   Συμπέρασμα

(257)

Ύστερα από εξέταση των διαφόρων εμπλεκομένων συμφερόντων, θεωρείται ότι, υπό το πρίσμα του γενικού συμφέροντος της Κοινότητας, κανένα συμφέρον δεν αντισταθμίζει το κοινοτικό συμφέρον για τη συνέχιση των μέτρων. Τα αποτελέσματα από τη συνέχιση των μέτρων αναμένεται να δώσουν στην Κοινότητα την ευκαιρία να βελτιώσει την αποδοτικότητά της σε εύλογο επίπεδο και να συνεχίσει το επενδυτικό της πρόγραμμα εντός της Κοινότητας με τα θετικά αποτελέσματα που θα προκύψουν για την απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα της αγοράς. Αφετέρου, με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, δεν διαπιστώθηκαν άλλα αντικρουόμενα συμφέροντα άλλων ενδιαφερόμενων κοινοτικών μερών (ήτοι εισαγωγείς-έμποροι, ανάντη προμηθευτές, χρήστες και καταναλωτές) ισοδύναμης σημασίας.

Θ.   ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

(258)

Βάσει των συμπερασμάτων που συνήχθησαν όσον αφορά τη συνεχιζόμενη επιδότηση, τη ζημία και το κοινοτικό συμφέρον, θεωρείται σκόπιμο να διατηρηθούν τα αντισταθμιστικά μέτρα στις εισαγωγές του εν λόγω προϊόντος από την Ινδία. Για να καθορισθεί το επίπεδο των μέτρων αυτών, ελήφθησαν υπόψη τα ποσοστά επιδότησης που διαπιστώθηκαν κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης και το ποσό του δασμού που είναι αναγκαίο για να εξουδετερωθεί η ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

I.   Επίπεδο εξάλειψης της ζημίας

(259)

Η απαραίτητη αύξηση των τιμών για την εξουδετέρωση της ζημίας καθορίσθηκε ανά εταιρεία συγκρίνοντας τη μέση σταθμισμένη τιμή εισαγωγής του εν λόγω προϊόντος με τη μη ζημιογόνο τιμή του ομοειδούς προϊόντος που πωλείται από τον κοινοτικό κλάδο στην κοινοτική αγορά. Η διαφορά στις τιμές εκφράσθηκε ως ποσοστό της τιμής CIF κατά την εισαγωγή.

(260)

Η μη ζημιογόνος τιμή υπολογίσθηκε βάσει του σταθμισμένου μέσου όρου του κόστους παραγωγής του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, προσαυξημένου με περιθώριο κέρδους 10 %. Αυτό το περιθώριο κέρδους, που ήταν κατά ένα τρίτο μικρότερο από εκείνο που ελήφθη υπόψη κατά την αρχική έρευνα (βλέπε αιτιολογική σκέψη 205), αντανακλά το περιθώριο κέρδους που είναι δυνατόν να επιτευχθεί για παρόμοιες ομάδες προϊόντων του κοινοτικού κλάδου που δεν υπόκεινται σε αθέμιτο ανταγωνισμό. Λόγω του αυξημένου ανταγωνισμού, θεωρήθηκε ως κατάλληλο και λογικό ελάχιστο ποσοστό σε σχέση με το περιθώριο κέρδους 15 % που καθορίσθηκε στην αρχική έρευνα. Το κέρδος αυτό θα επιτρέψει στον κοινοτικό κλάδο να επενδύσει περαιτέρω στην έρευνα και στην ανάπτυξη ώστε να παραμείνει ανταγωνιστικός.

II.   Μορφή και επίπεδο των μέτρων

(261)

Ελλείψει ειδικών περιστάσεων, θεωρήθηκε ως πιο κατάλληλη η επιβολή του συνηθισμένου τύπου δασμού, ήτοι κατ’ αξία.

(262)

Όσον αφορά το επίπεδο δασμού, στην περίπτωση τεσσάρων εκ των συνεργαζομένων εξαγωγέων το ποσοστό επιδότησης ήταν υψηλότερο σε σχέση με το επίπεδο εξουδετέρωσης της ζημίας. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, ο κανόνας του ελάχιστου δασμού που αντανακλά το επίπεδο εξουδετέρωσης της ζημίας θεωρήθηκε κατάλληλος για την εξάλειψη της ζημίας αυτής από τον κοινοτικό κλάδο όσον αφορά τις εισαγωγές αυτών των τεσσάρων εξαγωγέων. Τα ποσοστά δασμού που ισχύουν όσον αφορά τις εισαγωγές από αυτούς τους εξαγωγείς κυμαίνονται από 17,3 % έως 30,3 %. Όσον αφορά τους υπόλοιπους τρεις εξαγωγείς, τα επίπεδα εξουδετέρωσης της ζημίας ήταν υψηλότερα σε σχέση με τα καθορισμένα ποσοστά επιδότησης, ώστε τα μέτρα έναντι αυτών των εταιρειών να βασίζονται στα τελευταία. Τα ποσοστά δασμού που ισχύουν όσον αφορά τις εισαγωγές από αυτούς τους εξαγωγείς κυμαίνονται από 25,3 % έως 32 %. Δεδομένου ότι το επίπεδο συνεργασίας των ινδών εξαγωγέων ήταν υψηλό (άνω του 80 %), το επίπεδο του δασμού για όλες τις υπόλοιπες εταιρείες θα πρέπει να ορισθεί στο επίπεδο της εταιρείας με τον υψηλότερο ατομικό δασμό, ήτοι 32 %.

(263)

Οι μεμονωμένοι εταιρικοί συντελεστές αντισταθμιστικού δασμού που παρατίθενται στον παρόντα κανονισμό, αντανακλούν την κατάσταση που συναντήθηκε κατά τη διάρκεια της επανεξέτασης όσον αφορά τους συνεργαζόμενους εξαγωγείς. Έτσι, εφαρμόζονται μόνον στις εισαγωγές του εν λόγω προϊόντος που παράγεται από αυτές τις εταιρείες. Οι εισαγωγές του εν λόγω προϊόντος που παράγονται από κάθε άλλη εταιρεία, η οποία δεν κατονομάζεται ρητώς στο διατακτικό του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των νομικών προσώπων που συνδέονται με τις εταιρείες που κατονομάζονται ρητώς, δεν μπορούν να τύχουν αυτών των συντελεστών και υπόκεινται στον δασμολογικό συντελεστή που ισχύει για «όλες τις άλλες εταιρείες».

(264)

Κάθε αίτηση για την εφαρμογή των ως άνω μεμονωμένων συντελεστών αντισταθμιστικού δασμού (π.χ. λόγω αλλαγής επωνυμίας της οντότητας ή μετά τη συγκρότηση νέων οντοτήτων παραγωγής ή πωλήσεων) υποβάλλεται αμέσως στην Επιτροπή (10) μαζί με όλα τα σχετικά στοιχεία, ιδίως κάθε τροποποίηση των δραστηριοτήτων της εταιρείας που αφορούν την παραγωγή και τις εγχώριες και εξαγωγικές πωλήσεις που συνδέεται π.χ. με αυτήν την αλλαγή επωνυμίας ή τη μεταβολή των οντοτήτων παραγωγής και πωλήσεων. Εάν θεωρηθεί σκόπιμο, κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή, ο κανονισμός θα τροποποιηθεί ανάλογα, αναπροσαρμόζοντας τον κατάλογο των εταιρειών που επωφελούνται από ατομικούς δασμολογικούς συντελεστές,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Επιβάλλεται οριστικός αντισταθμιστικός δασμός στις εισαγωγές τριυδρικής αμοξικιλλίνης, τριυδρικής αμπικιλλίνης και κεφαλεξίνης που δεν παρέχονται σε μετρημένες δόσεις ή μορφές ή συσκευασίες για τη λιανική πώληση, που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ ex 2941 10 10 (κωδικός Taric 2941101010), ex 2941 10 20 (κωδικός Taric 2941102010) και ex 2941 90 00 (κωδικός Taric 2941900030), καταγωγής Ινδίας.

2.   Ο δασμός που εφαρμόζεται στην καθαρή τιμή «ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας», πριν από τον εκτελωνισμό, για τις εισαγωγές προϊόντων που παράγονται στην Ινδία από τις ακόλουθες εταιρείες, είναι ο ακόλουθος:

17,3 % για την KDL Biotech Ltd., Mumbai (πρόσθετος κωδικός TARIC: A580),

28,1 % για την Nectar Lifesciences Ltd., Chandigarh (πρόσθετος κωδικός TARIC: A581),

25,3 % για την Nestor Pharmaceuticals Ltd., New Delhi (πρόσθετος κωδικός TARIC: A582),

30,3 % για την Ranbaxy Laboratories Ltd., New Delhi (πρόσθετος κωδικός TARIC: 8221),

28,1 % για την Torrent Gujarat Biotech Ltd., Ahmedabad (πρόσθετος κωδικός TARIC: A583),

28,1 % για την Surya Pharmaceuticals Ltd., Chandigarh (πρόσθετος κωδικός TARIC: A584),

32 % για όλες τις υπόλοιπες εταιρείες (πρόσθετος κωδικός TARIC: 8900).

3.   Εκτός αν άλλως ορίζεται, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους δασμούς.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα του τα μέρη και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 10 Μαΐου 2005.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. KRECKÉ


(1)  ΕΕ L 288 της 21.10.1997, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 461/2004 (ΕΕ L 77 της 13.3.2004, σ. 12).

(2)  ΕΕ L 273 της 9.10.1998, σ. 1.

(3)  ΕΕ C 8 της 14.1.2003, σ. 2.

(4)  ΕΕ C 241 της 8.10.2003, σ. 7.

(5)  ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 17, αιτιολογική σκέψη 9.

(6)  Ανακοίνωση αριθ. 1/2002-07 της 31.3.2002 του υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας της Ινδίας.

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1628/2004 του Συμβουλίου [ΕΕ L 295 της 18.9.2004, σ. 4 (αιτιολογική σκέψη 13)].

(8)  Ο ινδικός δημοσιονομικός νόμος του 1999 παρέτεινε την εφαρμογή από το 2000 έως το 2005.

(9)  Άρθρο 143 παράγραφος 1 στοιχεία ε) και η), του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/93 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα (ΕΕ L 253 της 11.10.1993, σ. 1)· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2286/2003 (ΕΕ L 343 της 31.12.2003, σ. 1).

(10)  Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Γενική Διεύθυνση Εμπορίου, Διεύθυνση B — J-79 5/17, Rue de la Loi/Wetstraat 200, B-1049 Βρυξέλλες.


Top