Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31998L0029

    Οδηγία 98/29/ΕΚ του Συμβουλίου της 7ης Μαΐου 1998 για την εναρμόνιση των κυριότερων διατάξεων που διέπουν την ασφάλιση εξαγωγικών πιστώσεων για πράξεις μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης κάλυψης

    ΕΕ L 148 της 19.5.1998, p. 22–32 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO, HR)

    Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 05/06/2003

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/1998/29/oj

    31998L0029

    Οδηγία 98/29/ΕΚ του Συμβουλίου της 7ης Μαΐου 1998 για την εναρμόνιση των κυριότερων διατάξεων που διέπουν την ασφάλιση εξαγωγικών πιστώσεων για πράξεις μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης κάλυψης

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 148 της 19/05/1998 σ. 0022 - 0032


    ΟΔΗΓΙΑ 98/29/ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 7ης Μαΐου 1998 για την εναρμόνιση των κυριότερων διατάξεων που διέπουν την ασφάλιση εξαγωγικών πιστώσεων για πράξεις μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης κάλυψης

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 113,

    την πρόταση της Επιτροπής,

    Εκτιμώντας:

    (1) ότι η ασφάλιση των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων εξαγωγικών πιστώσεων διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο στις διεθνείς συναλλαγές και αποτελεί σημαντικό μέσο άσκησης εμπορικής πολιτικής 7

    (2) ότι η ασφάλιση των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων εξαγωγικών πιστώσεων κατέχει σημαντική θέση στις συναλλαγές με τις αναπτυσσόμενες χώρες και, επομένως, ενθαρρύνει την ενσωμάτωσή τους στην παγκόσμια οικονομία, όπως είναι και ο στόχος της κοινοτικής αναπτυξιακής πολιτικής 7

    (3) ότι οι διαφορές μεταξύ των επίσημων συστημάτων ασφάλισης των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων εξαγωγικών πιστώσεων, τα οποία ισχύουν επί του παρόντος στα κράτη μέλη, όσον αφορά τα βασικά στοιχεία της κάλυψης των ασφαλίστρων και της πολιτικής κάλυψης, είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων στην Κοινότητα 7

    (4) ότι κρίνεται σκόπιμο, τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία να μην υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου της εναρμόνισης που είναι αναγκαία, ώστε να διασφαλίζεται ότι η εξαγωγική πολιτική βασίζεται σε ομοιόμορφες αρχές και ότι δεν υφίσταται στρεβλώσεις ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων στην Κοινότητα 7

    (5) ότι, προκειμένου να περιοριστούν οι υφιστάμενες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, είναι ευκταίο να εναρμονιστούν τα διάφορα επίσημα συστήματα ασφάλισης εξαγωγικών πιστώσεων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 112 της συνθήκης, με βάση ομοιόμορφες αρχές και με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποτελέσουν αναπόσπαστο τμήμα της κοινής εμπορικής πολιτικής 7

    (6) ότι η παροχή εκ μέρους των κυβερνήσεων (ή ειδικευμένων ιδρυμάτων που ελέγχονται από τις κυβερνήσεις) εγγύησης των εξαγωγικών πιστώσεων ή ασφαλιστικών προγραμμάτων με συντελεστές ασφαλίστρων που είναι ανεπαρκείς για την κάλυψη του μακροπρόθεσμου λειτουργικού κόστους και της ζημίας των προγραμμάτων, κατατάσσονται στις απαγορευμένες επιδοτήσεις κατά την εξαγωγή στη συμφωνία για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα, η οποία συνήφθη στα πλαίσια των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994) (1), και ιδίως το άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) και το στοιχείο ι) του παραρτήματος Ι 7

    (7) ότι τα ασφάλιστρα που χρεώνουν οι ασφαλιστές πιστώσεων θα πρέπει να αντιστοιχούν στον ασφαλιζόμενο κίνδυνο 7

    (8) ότι η εναρμόνιση θα ενεθάρρυνε τη συνεργασία μεταξύ των ασφαλιστών πιστώσεων που ενεργούν για λογαριασμό του κράτους ή με κρατική στήριξη, και θα ενίσχυε τη συνεργασία μεταξύ των επιχειρήσεων στην Κοινότητα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 130 της συνθήκης 7

    (9) ότι τόσο η εναρμόνιση όσο και η συνεργασία αποτελούν σημαντικούς και κρίσιμους παράγοντες για την ανταγωνιστικότητα των κοινοτικών εξαγωγών σε μη κοινοτικές αγορές 7

    (10) ότι το Λευκό Βιβλίο της Επιτροπής για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Ιούνιο 1985, τονίζει τη σημασία που ενέχει η δημιουργία ενός περιβάλλοντος, το οποίο θα συμβάλλει στη συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων στην Κοινότητα 7

    (11) ότι, με απόφαση (2) της 27ης Σεπτεμβρίου 1960, το Συμβούλιο προέβη στη σύσταση ομάδας συντονισμού πολιτικής στους τομείς της ασφάλισης πιστώσεων, των εγγυήσεων πιστώσεων και των χρηματοδοτικών πιστώσεων 7

    (12) ότι, στις 15 Μαΐου 1991, η εν λόγω ομάδα συντονισμού πολιτικής εξουσιοδότησε εμπειρογνώμονες από όλα τα τότε κράτη μέλη, οι οποίοι, ως ομάδα εμπειρογνωμόνων της ενιαίας αγοράς 1992, υπέβαλαν, στις 27 Μαρτίου 1992, στις 11 Ιουνίου 1993 και στις 9 Φεβρουαρίου 1994, εκθέσεις που περιείχαν σύνολο προτάσεων 7

    (13) ότι, με την απόφαση 93/112/ΕΟΚ (3), το Συμβούλιο εισήγαγε στην κοινοτική νομοθεσία τον διακανονισμό ΟΟΣΑ όσον αφορά τις κατευθυντήριες γραμμές στον τομέα των εξαγωγικών πιστώσεων οι οποίες τυγχάνουν δημόσιας στήριξης 7

    (14) ότι η οδηγία 70/509/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 1970, περί υιοθετήσεως ενός κοινού ασφαλιστηρίου συμβολαίου ασφαλίσεως πιστώσεων για τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες πράξεις στις οποίες μετέχουν ως αγοραστές δημόσιοι φορείς (4), και η οδηγία 70/510/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 1970, περί υιοθετήσεως ενός κοινού ασφαλιστηρίου συμβολαίου ασφαλίσεως πιστώσεων για τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες πράξεις στις οποίες μετέχουν ως αγοραστές ιδιωτικοί φορείς (5), θα πρέπει να αντικατασταθούν από την παρούσα οδηγία 7

    (15) ότι η αρχική αυτή εναρμόνιση της ασφάλισης εξαγωγικών πιστώσεων, θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένα πρώτο βήμα προς τη σύγκλιση των διαφόρων συστημάτων των κρατών μελών,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

    Άρθρο 1

    Πεδίο εφαρμογής

    Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται για την κάλυψη πράξεων που αφορούν την εξαγωγή εμπορευμάτων ή/και υπηρεσιών καταγωγής κράτους μέλους, εφόσον η ενίσχυση αυτή παρέχεται άμεσα ή έμμεσα για λογαριασμό ή με τη στήριξη ενός ή περισσοτέρων κράτών μελών, και προβλέπει περίοδο συνολικού κινδύνου δύο ή περισσοτέρων ετών, δηλαδή περίοδο αποπληρωμής στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η περίοδος κατασκευής.

    Η παρούσα οδηγία δεν καλύπτει προσφορές τιμής, προκαταβολές, εγγυητικές επιστολές και εγγυήσεις παρακράτησης. Επίσης δεν καλύπτει κινδύνους που αφορούν εξοπλισμό και υλικά κατασκευής, όταν αυτά χρησιμοποιούνται επιτόπου για την εκτέλεση της εμπορικής σύμβασης.

    Άρθρο 2

    Υποχρεώσεις των κρατών μελών

    Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κάθε ίδρυμα που παρέχει άμεση ή έμμεση κάλυψη με τη μορφή ασφάλισης εξαγωγικών πιστώσεων, εγγυήσεων ή αναχρηματοδότησης για λογαριασμό κράτους μέλους ή με τη στήριξη κράτους μέλους που αντιπροσωπεύει την κυβέρνηση ή ελέγχεται από αυτήν ή/και ενεργεί υπό την εξουσία κυβέρνησης η οποία παρέχει κάλυψη, εφεξής καλούμενο «ασφαλιστής», καλύπτει πράξεις που αφορούν την εξαγωγή εμπορευμάτων ή/και υπηρεσιών σύμφωνα με τις διατάξεις που ορίζονται στο παράρτημα, όταν οι εξαγωγές προορίζονται για χώρες εκτός της Κοινότητας και χρηματοδοτούνται με πίστωση αγοραστή ή με πίστωση προμηθευτή ή εξοφλούνται τοις μετρητοίς.

    Άρθρο 3

    Εκτελεστικές αποφάσεις

    Οι αποφάσεις που αναφέρονται στο σημείο 46 του παραρτήματος λαμβάνονται από την Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 4.

    Άρθρο 4

    Επιτροπή

    Η Επιτροπή επικουρείται από μία επιτροπή, την οποία αποτελούν αντιπρόσωποι των κρατών μελών και της οποίας προεδρεύει ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής.

    Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην εν λόγω επιτροπή σχέδιο των μέτρων που πρόκειται να ληφθούν. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το σχέδιο αυτό μέσα σε προθεσμία που μπορεί να ορίσει ο πρόεδρος, ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η γνώμη διατυπώνεται με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 148 παράγραφος 2 της συνθήκης για την έκδοση των αποφάσεων που καλείται να λάβει το Συμβούλιο βάσει πρότασης της Επιτροπής. Κατά την ψηφοφορία στην επιτροπή, οι ψήφοι των αντιπροσώπων των κρατών μελών σταθμίζονται σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο. Ο πρόεδρος δεν λαμβάνει μέρος στη ψηφοφορία.

    Η Επιτροπή θεσπίζει μέτρα τα οποία μπορούν να εφαρμοστούν αμέσως. Εάν όμως τα μέτρα αυτά δεν είναι σύμφωνα με τη γνώμη που διατύπωσε η επιτροπή, τότε ανακοινώνονται αμέσως από την Επιτροπή στο Συμβούλιο. Στην περίπτωση αυτή:

    - η Επιτροπή αναβάλλει επί ένα μήνα το πολύ, από την ημερομηνία της ανακοίνωσης αυτής, την εφαρμογή των μέτρων που αποφάσισε 7

    - το Συμβούλιο μπορεί, με ειδική πλειοψηφία, να λάβει διαφορετική απόφαση μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται στην πρώτη περίπτωση.

    Άρθρο 5

    Έκθεση και αναθεώρηση

    Η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο έκθεση, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001, για την εμπειρία που αποκτήθηκε και τη σύγκλιση που σημειώθηκε κατά την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

    Άρθρο 6

    Σε σχέση με άλλες διαδικασίες

    Οι διαδικασίες που θεσπίζονται με την παρούσα οδηγία συμπληρώνουν εκείνες που θεσπίστηκαν με την απόφαση 73/391/ΕΟΚ (6).

    Άρθρο 7

    Κατάργηση

    Οι οδηγίες 70/509/ΕΟΚ και 70/510/ΕΟΚ καταργούνται.

    Άρθρο 8

    Ενσωμάτωση

    Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία, μέχρι την 1η Απριλίου 1999. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

    Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αυτής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

    Άρθρο 9

    Έναρξη ισχύος

    Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    Άρθρο 10

    Αποδέκτες

    Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

    Βρυξέλλες, 7 Μαΐου 1998.

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    M. BECKETT

    (1) ΕΕ L 336 της 23. 12. 1994, σ. 156.

    (2) ΕΕ 66 της 27. 10. 1960, σ. 1339/60.

    (3) ΕΕ L 44 της 22. 2. 1993, σ. 1 7 απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 97/530/ΕΚ (ΕΕ L 216 της 8. 8. 1997, σ. 77).

    (4) ΕΕ L 254 της 23. 11. 1970, σ. 1 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 1994.

    (5) ΕΕ L 254 της 23. 11. 1970, σ. 26 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 1994.

    (6) ΕΕ L 346 της 17. 12. 1973, σ. 1 7 απόφαση όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 76/641/ΕΟΚ (ΕΕ L 223 της 16. 8. 1976, σ. 25).

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    ΚΟΙΝΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΩΝ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ I: ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΛΥΨΗΣ

    Τμήμα 1: Γενικές αρχές και ορισμοί

    1. Πεδίο εφαρμογής των κοινών αρχών

    α) Οι κοινές αρχές που θεσπίζονται στο παρόν παράρτημα εφαρμόζονται για την κάλυψη συναλλαγών πίστωσης προμηθευτή με αγοραστές του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα και για την κάλυψη συναλλαγών πίστωσης αγοραστή με δανειζόμενους του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα.

    β) Οι κοινές αρχές εφαρμόζονται για την κάλυψη όλων των κινδύνων, όπως ορίζονται στο σημείο 4. Εντούτοις, ο ασφαλιστής δύναται να αποφασίσει σε κάθε επιμέρους περίπτωση να περιορίσει την κάλυψη που παρέχει μόνο σε ορισμένους κινδύνους.

    γ) Όταν όλες οι υποχρεώσεις ενός χρεώστη του ιδιωτικού τομέα τυγχάνουν εγγυημένες πλήρως και ανεπιφυλάκτως από μια οντότητα θεωρείται δημόσια σύμφωνα με το σημείο 5 του παρόντος παραρτήματος, τότε εφαρμόζονται οι κοινές αρχές που ισχύουν για τους χρεώστες του δημόσιου τομέα.

    Ο όρος «χρεώστης» χρησιμοποιείται στο παρόν παράρτημα, με την έννοια είτε του αγοραστή είτε του δανειζόμενου, όπως αναφέρεται στο σημείο 1 α), είτε του εγγυητή τους όσον αφορά την ασφαλισμένη συναλλαγή.

    2. Χαρακτηριστικά της πίστωσης προμηθευτή

    α) Ο όρος «πίστωση προμηθευτή» εφαρμόζεται σε εμπορική σύμβαση, που προβλέπει την εξαγωγή εμπορευμάτων ή/και υπηρεσιών καταγωγής ενός κράτους μέλους, μεταξύ ενός ή περισσότερων προμηθευτών και ενός ή περισσότερων αγοραστών, με την οποία ο αγοραστής (ή, οι αγοραστές) αναλαμβάνει να πληρώσει τον προμηθευτή με μετρητά ή με πίστωση.

    β) Οι διατάξεις για την κάλυψη της πίστωσης προμηθευτή εφαρμόζονται, όταν η κάλυψη παρέχεται σε επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε ένα κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 58 της συνθήκης.

    γ) Αν μια εμπορική σύμβαση χρηματοδοτείται με τη βοήθεια πίστωσης αγοραστή ή οποιαδήποτε άλλης χρηματοδοτικής ρύθμισης, η κάλυψη που παρέχεται στον εξαγωγέα για την εμπορική σύμβαση καθαυτή ακολουθεί τις διατάξεις για την κάλυψη των πιστώσεων προμηθευτών.

    3. Χαρακτηριστικά της πίστωσης αγοραστή

    α) Ο όρος «πίστωση αγοραστή» εφαρμόζεται σε δανεικές συμβάσεις μεταξύ ενός ή περισσότερων ιδρυμάτων και ενός ή περισσότερων δανειζομένων για τη χρηματοδότηση εμπορικής σύμβασης που προβλέπει την εξαγωγή εμπορευμάτων ή/και υπηρεσιών καταγωγής κράτους μέλους 7 με τη δανεική σύμβαση, ο δανειοδοτικός οργανισμός (ή οργανισμοί) αναλαμβάνει να εξοφλήσει τον προμηθευτή (ή τους προμηθευτές), σύμφωνα με τη βασική συναλλαγή, σε μετρητά για λογαριασμό του αγοραστή/δανειζόμενου (ή των αγοραστών/δανειζομένων), ενώ ο τελευταίος θα εξοφλήσει τον δανειοδοτικό οργανισμό με πίστωση.

    β) Οι διατάξεις για την κάλυψη πίστωσης αγοραστή εφαρμόζονται, όταν παρέχεται κάλυψη σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασης ή καταχώρισής τους, υπό τον όρο ότι η πίστωση αγοραστή αποτελεί άνευ όρων υποχρέωση του δανειζόμενου να επιστρέψει την οφειλή του, ανεξάρτητα από την αποδοτικότητα της εμπορικής σύμβασης που χρηματοδοτείται.

    γ) Οι διατάξεις για την κάλυψη πίστωσης αγοραστή εφαρμόζονται όσον αφορά την κάλυψη που παρέχεται σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα το οποίο κατέχει νομίμως διαπραγματεύσιμους τίτλους πληρωτέους από αγοραστή δυνάμει συμφωνίας για τη χρηματοδότηση εμπορικής σύμβασης.

    4. Καθορισμός των σχετικών κινδύνων

    α) Ο εμπορικός κίνδυνος για τους χρεώστες του ιδιωτικού τομέα καθορίζεται από τα σημεία 14, 15 και 16.

    β) Ο πολιτικός κίνδυνος για τους χρεώστες του ιδιωτικού τομέα καθορίζεται από τα σημεία 17 έως 22 και για τους χρεώστες του δημοσίου τομέα από τα σημεία 15 έως 22.

    γ) Ο κατασκευαστικός κίνδυνος καθορίζεται από το σημείο 6 στοιχείο β).

    β) Ο πιστωτικός κίνδυνος καθορίζεται από το σημείο 6 στοιχείο γ).

    5. Καθεστώς του χρεώστη

    α) Κάθε οντότητα, η οποία αντιπροσωπεύει, υπό οιαδήποτε μορφή, την ίδια τη δημόσια αρχή και δεν μπορεί, είτε δικαστικά είτε διοικητικά, να κηρυχθεί αφερέγγυα, θεωρείται δημόσιος χρεώστης. Μπορεί να είναι κρατικός χρεώστης, δηλαδή οντότητα που αντιπροσωπεύει την κρατική πίστη, όπως π.χ. το Υπουργείο Οικονομικών ή η Κεντρική Τράπεζα ή οποιαδήποτε άλλη εξαρτώμενη δημόσια οντότητα, όπως περιφερειακές, δημοτικές ή οιονεί κρατικές αρχές ή άλοι δημόσιοι οργανισμοί.

    β) Κατά την αξιολόγηση του καθεστώτος ενός χρεώστη, ο ασφαλιστής λαμβάνει υπόψη:

    - το νομικό καθεστώς του χρεώστη,

    - την πραγματική αποτελεσματικότητα οποιασδήποτε νομικής ενέργειας εναντίον του χρεώστη,

    - τις πηγές χρηματοδότησης και εισοδήματος του χρεώστη 7 θα λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ένας δημόσιος χρεώστης μπορεί επίσης να απαλλαγεί από τις οφειλές του χρησιμοποιώντας πηγές που δεν σχετίζονται με τα κεφάλαια της κεντρικής κυβέρνησης, π.χ. μέσω εισοδημάτων που συγκεντρώνονται από την τοπική φορολογία ή από την παροχή δημοσίων υπηρεσιών,

    - το βαθμό επιρροής ή ελέγχου, που μπορεί να ασκήσει στον χρεώστη η κυβέρνηση της χώρας αποδοχής.

    γ) Κάθε χρεώστης που δεν ανήκει στο δημόσιο τομέα, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα κριτήρια, θεωρείται, καταρχήν, ότι ανήκει στον ιδιωτικό τομέα.

    Τμήμα 2: Πεδίο εφαρμογής της κάλυψης

    6. Καλυπτόμενοι κίνδυνοι

    α) Οι καλυπτόμενοι κίνδυνοι είναι ο κίνδυνος ζημίας που προκύπτει από τον κατασκευαστικό και πιστωτικό κίνδυνο.

    β) Η ζημία που προκύπτει από τον κατασκευαστικό κίνδυνο συγκεκριμενοποιείται όταν η εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεων του ασφαλισμένου ή η κατασκευή των παραγγελθέντων εμπορευμάτων αναστέλλονται για περίοδο έξι συνεχών μηνών, υπό τον όρο ότι η ως άνω αναστολή προκαλείται άμεσα και αποκλειστικά από μία ή περισσότερες από τις καλυπτόμενες αιτίες ζημίας που απαριθμούνται στα σημεία 14 έως 22.

    γ) Η ζημία που προκύπτει από τον πιστωτικό κίνδυνο συγκεκριμενοποιείται όταν ο ασφαλισμένος δεν κατόρθωσε να επιτύχει την εξόφληση του συνόλου ή μέρους των απαιτήσεών του στα πλαίσια της σχετικής εμπορικής σύμβασης κατά τη διάρκεια περιόδου τριών μηνών μετά το ληξιπρόθεσμο της οφειλής, υπό τον όρο ότι η μη εξόφληση προκαλείται άμεσα και αποκλειστικά από μία ή περισσότερες από τις καλυπτόμενες αιτίες ζημίας που απαριθμούνται στα σημεία 14 έως 22.

    δ) Όταν ο κίνδυνος που σχετίζεται με πίστωση αγοραστή έχει άνευ όρων εγγύηση, ο ασφαλιστής ακολουθεί τις αρχές και τις διαδικασίες που θεσπίζονται στα σημεία 32, 33 και 47 στοιχείο α).

    7. Έκταση της κάλυψης

    α) Η κάλυψη του κατασκευαστικού κινδύνου περιλαμβάνει, εντός του ορίου του ποσού της σύμβασης, τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ο ασφαλισμένος είτε κατά την εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεών του είτε κατά την κατασκευή των εμπορευμάτων που αφορά η σύμβαση, υπό τον όρο ότι οι ως άνω δαπάνες όντως καταλογίζονται στην εκτέλεση της σύμβασης.

    Στην κάλυψη του κατασκευαστικού κινδύνου δεν περιλαμβάνονται:

    - δαπάνες που προέκυψαν για εμπορεύματα ή/και υπηρεσίες για τα οποία έχει ήδη καλυφθεί ο πιστωτικός κίνδυνος,

    - ποσά που καταβάλλονται από τον ασφαλισμένο κατόπιν κλήσεως εγγυητικής επιστολής, που εκδόθηκε για την καλυπτόμενη σύμβαση 7 εντούτοις, αυτό δεν αποκλείει την κάλυψη τέτοιων κινδύνων από τον ασφαλιστή εκτός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας,

    - ποσά που αντιστοιχούν σε πρόστιμα και αποζημιώσεις που κατέβαλε ο ασφαλισμένος στον χρεώστη.

    β) Η κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου περιλαμβάνει το ποσό (κύριο κεφάλαιο και τόκους) που οφείλει ο αγοραστής στο πλαίσιο της εμπορικής σύμβασης ή ο δανειζόμενος στο πλαίσιο της δανειακής σύμβασης, περιλαμβανομένου και του τόκου, όπως καταλογίζεται μετά το ληξιπρόθεσμο της οφειλής (τόκος υπερημερίας).

    Η κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου δεν περιλαμβάνει ποσά που αντιστοιχούν σε πρόστιμα και αποζημιώσεις που κατέβαλε ο ασφαλισμένος στον χρεώστη.

    8. Ποσοστό κάλυψης

    α) Το ποσοστό κάλυψης και η βάση για τον καθορισμό του ανώτατου ποσού της αποζημίωσης για το οποίο μπορεί να είναι υπόχρεος ο ασφαλιστής, καθορίζονται ρητώς στο συμβόλαιο ασφάλισης πιστώσεων που εκδίδει ο ασφαλιστής.

    β) Αν ένας ασφαλιστής προσφέρει ποσοστό κάλυψης υψηλότερο από 95 %, τηρεί τις αρχές και τις διαδικασίες που θεσπίζονται στα σημεία 32, 33 και 47 στοιχείο α).

    9. Μη ασφαλιζόμενο ποσοστό

    Με την επιφύλαξη των διατάξεων του σημείου 8 στοιχείο β), ο ασφαλισμένος διατηρεί για λογαριασμό του κάθε μη ασφαλιζόμενο ποσοστό. Ο ασφαλιστής δύναται να αποφασίσει να επιτρέψει στον ασφαλισμένο να μεταφέρει εν μέρει ή εν όλω αυτό το μη ασφαλιζόμενο ποσοστό.

    10. Κάλυψη για συναλλαγές σε συνάλλλαγμα

    Σε περίπτωση που οι συναλλαγές προβλέπουν εξόφληση ή χρηματοδότηση σε ένα ή περισσότερα ξένα νομίσματα, κάλυψη μπορεί να δοθεί σε οποιοδήποτε τέτοιο νόμισμα.

    11. Ξένες προμήθειες

    Οι υπεργολαβίες με ενδιαφερόμενα μέρη σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη συμπεριλαμβάνονται αυτομάτως στην κάλυψη, σύμφωνα με την απόφαση 82/854/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Δεκεμβρίου 1982, για το εφαρμοζόμενο καθεστώς στους τομείς των εξαγωγικών εγγυήσεων και χρηματοδοτήσεων ορισμένων υπεργολαβιών προερχομένων από άλλα κράτη μέλη ή κράτη μη μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1).

    12. Ημερομηνία έναρξης ισχύος της κάλυψης

    α) Σε περίπτωση πίστωσης αγοραστή, η κάλυψη αρχίζει να ισχύει κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της δανειακής σύμβασης, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προηγούμενοι όροι που προέβλεπαν το συμβόλαιο ασφάλισης πιστώσεων και η δανειακή σύμβαση.

    β) Σε περίπτωση πίστωσης προμηθευτή, η κάλυψη του κατασκευαστικού κινδύνου αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της εμπορικής σύμβασης, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι όροι που προέβλεπαν το συμβόλαιο ασφάλισης πιστώσεων και η εμπορική σύμβαση.

    Η κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία, κατά την οποία ο ασφαλισμένος έχει εκπληρώσει εντελώς τις συμβατικές υποχρεώσεις του, ώστε να επιτρέπεται η εξόφλησή του, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προηγούμενοι όροι που προέβλεπαν το συμβόλαιο ασφάλισης πιστώσεων και η εμπορική σύμβαση. Εντούτοις, η κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου μπορεί να αρχίσει να ισχύει κατά την ημερομηνία κάθε μερικής παράδοσης ή μερικής αποστολής, υπό τον όρο ότι ο ασφαλισμένος δικαιούται, σύμφωνα με τη σύμβαση, την καταβολή ενός καθορισμένου και οριστικού ποσού, το οποίο αντιστοιχεί στην αξία των εμπορευμάτων ή/και υπηρεσιών που παρασχέθηκαν ή απεστάλησαν.

    Τμήμα 3: Αιτίες ζημίας και περιορισμοί της ευθύνης

    13. Ευθύνη του ασφαλιστή

    Ο ασφαλιστής έχει ευθύνη μόνον αν η ζημία αποδίδεται άμεσα και αποκλειστικά σε μία ή περισσότερες από τις καλυπτόμενες αιτίες ζημίας, που ορίζονται στα σημεία 14 έως 22.

    14. Αφερεγγυότητα

    Αφερεγγυότητα του χρεώστη του ιδιωτικού τομέα και, εφόσον υπάρχει, του εγγυητή του είτε de jure είτε de facto.

    15. Αθέτηση

    Αθέτηση εκ μέρους του χρεώστη και, εφόσον υπάρχει, του εγγυητή του.

    16. Αυθαίρετη καταγγελία ή άρνηση

    Απόφαση του αγοραστή, στο πλαίσιο πίστωσης προμηθευτή, να διακόψει ή να ακυρώσει την εμπορική σύμβαση ή να αρνηθεί να αποδεχθεί τα εμπορεύματα ή/και τις υπηρεσίες, χωρίς να έχει το δικαίωμα να το πράξει.

    17. Απόφαση τρίτης χώρας

    Κάθε μέτρο ή απόφαση της κυβέρνησης μιας χώρας εκτός από τη χώρα του ασφαλιστή ή τη χώρα του ασφαλισμένου, συμπεριλαμβανομένων μέτρων και αποφάσεων των δημόσιων αρχών που θεωρείται ότι αποτελούν κυβερνητική παρέμβαση, το οποίο εμποδίζει την εκτέλεση της δανειακής σύμβασης ή της εμπορικής σύμβασης, αντίστοιχα.

    18. Χρεοστάσιο

    Γενικό χρεοστάσιο, που θεσπίζεται από την κυβέρνηση είτε της χώρας του χρεώστη είτε τρίτης χώρας μέσω της οποίας θα πραγματοποιηθεί πληρωμή στο πλαίσιο της δανειακής σύμβασης ή της εμπορικής σύμβασης.

    19. Παρεμπόδιση ή καθυστέρηση μεταφοράς κεφαλαίων

    Πολιτικά γεγονότα και οικονομικές δυσκολίες που παρουσιάζονται, και νομοθετικά ή διοικητικά μέτρα που λαμβάνονται εκτός της χώρας του ασφαλιστή, και τα οποία παρεμποδίζουν ή καθυστερούν τη μεταφορά κεφαλαίων, που καταβάλλονται στο πλαίσιο της δανειακής σύμβασης ή της εμπορικής σύμβασης.

    20. Νομικές διατάξεις στη χώρα του χρεώστη

    Νομικές διατάξεις που εγκρίνονται στη χώρα του χρεώστη, με τις οποίες οι πληρωμές στο τοπικό νόμισμα στις οποίες προβαίνει ο χρεώστης κηρύσσονται έγκυρη απαλλαγή από την οφειλή, μολονότι ως συνέπεια των διακυμάνσεων στις συναλλαγματικές ισοτιμίες, αυτές οι πληρωμές, όταν μετατρέπονται στο νόμισμα της εμπορικής σύμβασης ή της δανειακής σύμβασης, δεν καλύπτουν πλέον το ποσό της οφειλής κατά την ημερομηνία της μεταφοράς κεφαλαίων.

    21. Απόφαση της χώρας του ασφαλιστή ή του ασφαλισμένου

    Κάθε μέτρο ή απόφαση που λαμβάνει η κυβέρνηση της χώρας του ασφαλιστή ή του ασφαλισμένου, συμπεριλαμβανομένων μέτρων και αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που αφορά το εμπόριο μεταξύ ενός κράτους μέλους και τρίτων χωρών, όπως είναι η απαγόρευση των εξαγωγών, εφόσον οι συνέπειές του δεν καλύπτονται κατ' άλλον τρόπο από την ενδιαφερόμενη κυβέρνηση.

    22. Ανωτέρα βία

    Περιπτώσεις ανωτέρας βίας που ανακύπτουν εκτός της χώρας του ασφαλιστή, οι οποίες είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν πόλεμο, συμπεριλαμβανομένου και του εμφυλίου, επανάσταση, ταραχές, πολιτική αναταραχή, κυκλώνα, πλημμύρα, σεισμό, έκρηξη ηφαιστείου, παλιρροϊκό κύμα και πυρηνικό ατύχημα, εφόσον οι συνέπειές τους δεν καλύπτονται ασφαλιστικά κατ' άλλον τρόπο.

    23. Γενική εξαίρεση από την ευθύνη

    Ο ασφαλιστής δεν θα πρέπει να υπέχει ευθύνη για κάθε ζημία η οποία αποδίδεται άμεσα ή έμμεσα:

    α) σε οποιαδήποτε ενέργεια ή παράλειψη του ασφαλισμένου ή οποιουδήποτε προσώπου ενεργεί για λογαριασμό του 7

    β) σε οποιαδήποτε διάταξη περιορισμού των δικαιωμάτων του ασφαλισμένου, η οποία περιλαμβάνεται στη δανειακή σύμβαση, στην εμπορική σύμβαση ή σε οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο, συμπεριλαμβανομένου και κάθε εγγράφου που αφορά τις αντίστοιχες ρυθμίσεις εγγύησης ή ασφάλειας 7

    γ) σε οποιαδήποτε περαιτέρω συμφωνία μεταξύ του ασφαλισμένου και του χρεώστη μετά τη σύναψη της δανειακής σύμβασης ή της εμπορικής σύμβασης, η οποία εμποδίζει ή καθυστερεί την εξόφληση της οφειλής 7

    δ) προκειμένου για πίστωση προμηθευτή, σε ενδεχόμενη αδυναμία των υπεργολάβων, των συναναδόχων ή άλλων προμηθευτών να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, υπό τον όρο ότι αυτή η αδυναμία δεν αποτελεί συνέπεια πολιτικών γεγονότων, όπως αναφέρεται στις αιτίες ζημίας που απαριθμούνται στα σημεία 17 έως 22.

    Τμήμα 4: Διατάξεις για την αποζημίωση των αξιώσεων

    24. Περίοδος αναμονής αξιώσεων

    α) Η περίοδος αναμονής αξιώσεων αντιστοιχεί στη χρονική περίοδο που έχει οριστεί για την επέλευση του καλυπτόμενου κινδύνου, όπως προβλέπεται στα σημεία 6 στοιχείο β) και 6 στοιχείο γ).

    β) Δεν απαιτείται η εφαρμογή περιόδου αναμονής αξιώσεων:

    - όταν προκειμένου για χρεώστη του ιδιωτικού τομέα, η μη εξόφληση οφείλεται σε αφερεγγυότητα του χρεώστη, είτε de jure είτε de facto,

    - σε περίπτωση διμερούς διακυβερνητικής συμφωνίας αναδιάταξης του χρέους.

    25. Αποζημίωση και εκχώρηση

    α) Ο ασφαλισμένος δικαούται αποζημίωση στο τέλος της περιόδου αναμονής αξιώσεων, όπως ορίζεται στο σημείο 24, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προηγούμενοι όροι της ασφάλισης και αποζημίωσης, η αξίωση είναι νομικά ισχυρή και ο ασφαλισμένος έχει διαχειριστεί τον κίνδυνο με τη δέουσα επιμέλεια.

    β) Ο ασφαλιστής δικαιούται εκχώρησης των δικαιωμάτων του ασφαλισμένου δυνάμει της δανειακής σύμβασης ή της εμπορικής σύμβασης αντίστοιχα.

    26. Εγγυημένες υποχρεώσεις

    Αν οι υποχρεώσεις του χρεώστη στον ασφαλισμένο καλύπτονται με εγγύηση ή με άλλη ασφάλεια, ο ασφαλισμένος οφείλει να έχει λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα, τα οποία προβλέπει το ασφαλιστήριο, ώστε να εξασφαλίσει όχι μόνον την εγκυρότητα και το εκτελεστόν της εγγύησης ή της άλλης ασφάλειας, αλλά και προκειμένου να διεκδικήσει πράγματι την ασφάλεια.

    27. Υπολογισμός των αξιώσεων

    Με την επιφύλαξη των διατάξεων του σημείου 31, ο ασφαλιστής, κατά την εξόφληση των αξιώσεων, δεν καταβάλλει στον ασφαλισμένο ποσό μεγαλύτερο από το πραγματικό ποσό της συνολικής ζημίας του ή/και μεγαλύτερο από το ποσό, το οποίο ο ασφαλισμένος έχει πραγματικά το δικαίωμα να λάβει από τον δανειζόμενο, σύμφωνα με τη δανειακή σύμβαση, ή από τον αγοραστή, σύμφωνα με την εμπορική σύμβαση, αντίστοιχα.

    28. Πληρωμή των αξιώσεων

    Οι αξιώσεις καταβάλλονται χωρίς καθυστέρηση και, το αργότερο, εντός ενός μηνός από το τέλος της περιόδου αναμονής αξιώσεων, υπό τον όρο ότι στον ασφαλιστή έχει κοινοποιηθεί ταχέως η ύπαρξη αξιώσεων και του έχουν σταλεί όλες οι πληροφορίες, τα έγγραφα και τα αποδεικτικά στοιχεία που είναι απαραίτητες για την έγκαιρη διαπίστωση της εγκυρότητας των αξιώσεων.

    Σε περίπτωση κάλυψης του κατασκευαστικού κινδύνου, οι αξιώσεις εξοφλούνται εντός ενός μηνός είτε από το τέλος της περιόδου αναμονής αξιώσεων είτε από την ημερομηνία παραλαβής της πραγματογνωμοσύνης, όπου απαιτείται, είτε από την ημερομηνία της συμφωνίας του ασφαλισμένου και του ασφαλιστή για το ύψος των αξιώσεων, όποια εκ των δύο είναι η μεταγενέστερη.

    29. Διαφωνίες σχετικά με τις αξιώσεις

    Εάν ζημίες, για τις οποίες απαιτείται η υποβολή αίτησης για αποζημίωση εκ μέρους του ασφαλισμένου, αφορούν αμφισβητούμενα δικαιώματα, ο ασφαλιστής δύναται να αναβάλει την πληρωμή των αξιώσεων, μέχρις ότου η διαφωνία επιλυθεί υπέρ του ασφαλισμένου από το δικαστήριο ή το διαιτητικό σώμα που προβλέπεται στη δανειακή σύμβαση ή στην εμπορική σύμβαση, αντίστοιχα.

    30. Διμερής διακυβερνητική συμφωνία αναδιάταξης του χρέους

    α) Σε περίπτωση που η καλυπτόμενη δανειακή σύμβαση ή εμπορική σύμβαση υπόκειται σε διμερή διακυβερνητική συμφωνία αναδιάταξης του χρέους, ο ασφαλισμένος τηρεί τους όρους της συμφωνίας αναδιάταξης τόσο έναντι του ασφαλισμένου όσο και έναντι του ανασφάλιστου μέρους της δανειακής σύμβασης ή της εμπορικής σύμβασης, αντίστοιχα. Ο ασφαλισμένος παρέχει στον ασφαλιστή κάθε απαραίτητη συνδρομή για την εκτέλεση της συμφωνίας αναδιάταξης.

    β) Αν το ασφαλισμένο ποσό συμπεριλαμβάνεται σε διμερή διακυβερνητική συμφωνία αναδιάταξης του χρέους, ο ασφαλιστής δύναται να παραιτηθεί της περιόδου του ενός μηνός, που προβλέπεται στο σημείο 28, μόλις αρχίσει να ισχύει η διμερής συμφωνία.

    31. Πρόσθετες δαπάνες

    Οι πρόσθετες δαπάνες που απορρέουν από ενέργεια, η οποία αποσκοπεί στην ελαχιστοποίηση ή την αποφυγή ζημίας, καλύπτονται αναλογικά προς το ποσοστό κάλυψης που προβλέπει το συμβόλαιο ασφάλισης πιστώσεων, υπό τον όρο ότι αυτές οι δαπάνες έχουν εγκριθεί από τον ασφαλιστή. Οι πρόσθετες δαπάνες περιλαμβάνουν τις δικαστικές και άλλες νομικές δαπάνες για την ελαχιστοποίηση ή την αποφυγή της ζημίας, όχι όμως το κόστος για τη διαπίστωση της εγκυρότητας των αξιώσεων.

    Ωστόσο, αν αυτές οι δαπάνες αφορούν επίσης ποσά ή προθεσμίες λήξης που δεν καλύπτονται από τον ασφαλιστή, κατανέμονται αναλογικά στα ασφαλισμένα και ανασφάλιστα ποσά ή προθεσμίες λήξης.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ II: ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΑ

    32. Γενικές αρχές καθορισμού των ασφαλίστρων

    Τα ασφάλιστρα συγκλίνουν. Για το σκοπό αυτό, τα ασφάλιστρα που χρεώνονται για την ασφάλιση εξαγωγικών πιστώσεων:

    - αντιστοιχούν στον καλυπτόμενο κίνδυνο (κίνδυνος αδυναμίας του δημοσίου, κίνδυνος λόγω πράξεων κρατικής αρχής, κίνδυνος δημόσιου ή/και ιδιωτικού τομέα),

    - απεικονίζουν δεόντως την έκταση και την ποιότητα της παρεχόμενης κάλυψης,

    - επαρκούν για την κάλυψη μακροπρόθεσμων λειτουργικών δαπανών και ζημιών.

    33. Ποιότητα της κάλυψης

    Κατά τον καθορισμό της ποιότητας της κάλυψης, όπως αναφέρεται στο σημείο 32, ο ασφαλιστής λαμβάνει δεόντως υπόψη το ποσοστό της κάλυψης, την τήρηση των προϋποθέσεων της κάλυψης και κάθε άλλον όρο που επηρεάζει την ποιότητα της κάλυψης.

    34. Αξιολόγηση των κινδύνων κάθε χώρας

    Το ύψος των ασφαλίστρων που χρεώνονται για κάθε χώρα ή για κάθε κατηγορία χωρών βασίζεται σε κατάλληλη αξιολόγηση των κινδύνων κάθε χώρας.

    35. Φερεγγυότητα του χρεώστη

    Κατά τον καθορισμό των συντελεστών ασφαλίστρων, ο ασφαλιστής λαμβάνει δεόντως υπόψη την φερεγγυότητα του χρεώστη, συμπεριλαμβανομένου του καθεστώτος του, όπως εκτίθεται στο σημείο 5.

    36. Περίοδος κινδύνου

    Κατά τον υπολογισμό των ασφαλίστρων, ο ασφαλιστής λαμβάνει υπόψη τη συνολική περίοδο κινδύνου, καθώς και την κλιμάκωση της εξόφλησης του κεφαλαίου και των τόκων.

    37. Τελικό καλυπτόμενο ποσό

    α) Τα ασφάλιστρα καταβάλλονται επί του τελικού καλυπτόμενου ποσού και βασίζονται, στο μέτρο του δυνατού, στα ελάχιστα ασφάλιστρα αναφοράς. Τα ασφάλιστρα αναφοράς εκφράζονται σε ποσοστό της αξίας αναφοράς ως εάν τα ασφάλιστρα κατεβάλλοντο πλήρως κατά την ημερομηνία της ασφάλισης ή της εγγύησης. Για τον πιστωτικό κίνδυνο, αυτή η αξία αναφοράς θα είναι τουλάχιστον το ποσό του αρχικού κεφαλαίου του δανείου και του (ανα)χρηματοδοτηθέντος τμήματος της εμπορικής σύμβασης, και για τον κατασκευαστικό κίνδυνο, η συνολική αξία της σύμβασης μείον την προκαταβολή.

    β) στην περίπτωση του κατασκευαστικού κινδύνου, το τελικό καλυπτόμενο ποσό μπορεί να μειωθεί στην αναμενόμενη μέγιστη ζημία.

    38. Πληρωμή των ασφαλίστρων

    α) Το συνολικό ποσό των ασφαλίστρων οφείλεται κατά την ημερομηνία του συμβολαίου ασφάλισης πιστώσεων ή εγγύησης ή όταν η σύμβαση ή δανειακή σύμβαση παράγει πλήρως τα αποτελέσματά της.

    β) Τα ασφάλιστρα μπορούν να καταβάλλονται σε δόσεις ή προσθέτοντας ένα ποσό στους τόκους, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό αντιστοιχεί, σε όρους καθαρής παρούσας αξίας, προς το ποσό των ασφαλίστρων, όπως αναφέρονται στο ανωτέρω στοιχείο α).

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ III: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΛΥΨΗ ΧΩΡΑΣ

    39. Καθορισμός Πολιτικής κάλυψης χώρας

    α) Ο ασφαλιστής με βάση το μέγεθός του και τους διαρθρωτικούς οικονομικούς περιορισμούς, βασίζει την πολιτική του κάλυψης χώρας στην αξιολόγησή του για τους κινδύνους κατά χώρα, στις τρέχουσες δεσμεύσεις του κατά χώρα, και στη σύνθεση του χαρτοφυλακίου του για τους κινδύνους κατά χώρα.

    β) Κατά τη χάραξη της πολιτικής του ως προς την κάλυψη της χώρας, ο ασφαλιστής συνεκτιμά την κατάταξη της χώρας κάθε χρεώστη.

    γ) Παρ' όλα αυτά, ο ασφαλιστής είναι ελεύθερος να διακόψει ή να περιορίσει την ασφαλιστική δραστηριότητα σε κάποια συγκεκριμένη χώρα, ανεξάρτητα από την κατάταξη της χώρας.

    40. Ορισμός της συνολικής τρέχουσας δέσμευσης

    Η συνολική τρέχουσα δέσμευση καθορίζεται, εντός των ορίων του ποσοστού κάλυψης, με βάση το ύψος της μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης επιχειρηματικής δραστηριότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας.

    41. Κίνδυνος χώρας

    α) Όσον αφορά την ομάδα χωρών που παρουσιάζουν το μικρότερο κίνδυνο, ο ασφαλιστής καταρχήν δεν θέτει περιορισμούς στην πολιτική κάλυψής του.

    β) Όσον αφορά τις άλλες χώρες, ο ασφαλιστής μπορεί να θέτει περιορισμούς στην πολιτική του ως προς την κάλυψή τους.

    γ) Ασφαλιστής ο οποίος, γενικά, δεν παρέχει κάλυψη για κάποια χώρα ή συγκεκριμένη ομάδα χωρών, δύναται κατ' εξαίρεση να καλύψει ορισμένες συναλλαγές για λόγους διμερούς πολιτικής ή εθνικού συμφέροντος, ή όταν για την εν λόγω συναλλαγή είναι διαθέσιμο αρκετό ελεύθερα μετατρέψιμο συνάλλαγμα.

    δ) Όσον αφορά τις χώρες που αναφέρονται στο στοιχείο β), ο ασφαλιστής δύναται να ορίζει ανώτατα όρια κινδύνου σωρευτικά ή εναλλάξ, για παράδειγμα:

    - τη συνολική τρέχουσα δέσμευσή του στη χώρα,

    - τη συνολική αξία της προσφερόμενης κάλυψης,

    - την αξία των νέων συμβάσεων προς κάλυψη,

    - το μέγιστο ποσό που καλύπτεται ανά συναλλαγή.

    Οι ασφαλιστές δύνανται επίσης να αυξήσουν τα ισχύοντα ασφάλιστρα.

    Κάτω από το ανώτατο όριο κινδύνου για μια συγκεκριμένη χώρα, καταρχήν δεν υπάρχει κανένα όριο στην πολιτική κάλυψης.

    42. Ειδικοί όροι για την κάλυψη χωρών

    Εν πάση περιπτώσει, ο ασφαλιστής μπορεί στερεότυπα να εφαρμόζει ως προς μια συγκεκριμένη χώρα, ανεξάρτητα από την αντίστοιχη κατηγορία ωχρών, ορισμένους όρους κάλυψης όπως:

    - εγγύηση πληρωμής ή/και μεταφοράς από την Κεντρική Τράπεζα ή το Υπουργείο Οικονομικών της εν λόγω χώρας,

    - ανέκκλητη ενέγγυα πίστωση (irrevocable letter of credit) ή τραπεζική εγγύηση,

    - επέκταση της περιόδου αναμονής αξιώσεων,

    - μείωση του ποσοστού κάλυψης,

    - περιορισμό της κάλυψης ορισμένων τομέων δραστηριότητας ή ορισμένων τύπων έργων.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV: ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ

    43. Έκταση των διαδικασιών γνωστοποίησης

    α) Οι ασφαλιστές εφαρμόζουν τις ακόλουθες διαδικασίες στις κοινές αρχές που ορίζονται στα κεφάλαια I, II και III.

    β) Αυτές οι διαδικασίες συμπληρώνουν εκείνες που καθιερώθηκαν με την απόφαση 73/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 1973, περί των διαδικασιών διαβουλεύσεως και πληροφορήσεως στους τομείς της ασφαλίσεως πιστώσεων, των εγγυήσεων και των χρηματοδοτικών πιστώσεων (2).

    44. Είδη διαδικασιών γνωστοποίησης

    Υπάρχουν τέσσερα είδη διαδικασιών γνωστοποίησης, που απευθύνονται στην Επιτροπή και τους άλλους ασφαλιστές:

    - ετήσια γνωστοποίηση για ενημέρωση,

    - γνωστοποίηση για απόφαση,

    - εκ των προτέρων γνωστοποίηση για ενημέρωση, και

    - εκ των υστέρων γνωστοποίηση για ενημέρωση.

    Τα παρεχόμενα στοιχεία δεν διαβιβάζονται σε τρίτους.

    45. Ετήσια γνωστοποίηση για ενημέρωση

    α) Στο τέλος κάθε έτους και το αργότερο έως τις 30 Απριλίου του επόμενου έτους, κάθε ασφαλιστής υποβάλει αναδρομικά έκθεση στους άλλους ασφαλιστές και στην Επιτροπή για τη δραστηριότητά του κατά το προηγούμενο έτος. Αυτή η έκθεση καλύπτει όλες τις χρεώστριες χώρες και περιέχει, για κάθε μία από αυτές:

    - το συνολικό ποσό της κάλυψης που έχει προσφέρει ο ασφαλιστής,

    - τη συνολική τρέχουσα δέσμευσή του, όπως ορίζεται στο σημείο 40,

    - το αποκτηθέν ασφάλιστρο,

    - το ύψος των εισπραχθεισών οφειλών, και

    - το ποσό των εξοφληθεισών αξιώσεων.

    β) Στην αρχή κάθε έτους και το αργότερο έως τις 31 Ιανουαρίου, κάθε ασφαλιστής υποβάλλει έκθεση στους άλλους ασφαλιστές και στην Επιτροπή για την πολιτική κάλυψής του στην οποία περιλαμβάνονται το είδος και το επίπεδο των ανωτάτων ορίων, καθώς και οι όροι τους οποίους ο ασφαλιστής προτίθεται κανονικά να επιβάλει στην κάλυψη, όπως αυτή προβλέπεται ή εφαρμόζεται για το επόμενο έτος.

    46. Γνωστοποίηση για απόφαση

    α) Σε περίπτωση ανταγωνιστικών προσφορών από κοινοτικούς εξαγωγείς ή τράπεζες, ο εμπλεκόμενος ασφαλιστής ανταποκρίνεται ταχέως σε κάθε αίτημα παροχής πληροφοριών που υποβάλλει άλλος εμπλεκόμενος ασφαλιστής σχετικά με το καθεστώς του χρεώστη της εν λόγω συναλλαγής, όπως ορίζεται στο σημείο 5.

    β) Σε περίπτωση διαφωνίας σχετικά με το καθεστώς του χρεώστη, οι εμπλεκόμενοι ασφαλιστές θέτουν τις σχετικές πληροφορίες στη διάθεση των άλλων ασφαλιστών, καταβάλλοντας προσπάθεια να καταλήξουν σε αμοιβαία συμφωνηθέν καθεστώς.

    γ) Αν οι ασφαλιστές δεν είναι σε θέση να συμφωνήσουν όσον αφορά το καθεστώς του χρεώστη εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος για πληροφορίες, οι εμπλεκόμενοι ασφαλιστές φέρουν το θέμα, μαζί με τις σχετικές πληροφορίες, σε γνώση της Επιτροπής, η οποία λαμβάνει απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 4 της οδηγίας.

    47. Εκ των προτέρων ανακοίνωση για ενημέρωση

    α) Ασφαλιστής, ο οποίος προτίθεται να παρεκκλίνει από τις διατάξεις του παρόντος παραρτήματος προσφέροντας ευνοϊκότερους όρους κάλυψης είτε για συγκεκριμένη συναλλαγή είτε για σύνολο συναλλαγών, είτε για ορισμένο τομέα ή τομείς, είτε για ορισμένη χώρα ή χώρες, είτε για ολόκληρο το σύστημά του, γνωστοποιεί την πρόθεσή του στους άλλους ασφαλιστές και την Επιτροπή τουλάχιστον επτά εργάσιμες ημέρες πριν αρχίσει να εφαρμόζει αυτή την απόφαση, δηλώνοντας τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να προβεί στην παρέκκλιση, π.χ. την ανάγκη να προσαρμοστεί με το διεθνή ανταγωνισμό, και τον αντίστοιχο συντελεστή ασφαλίστρων που θα χρεώνει.

    β) Ασφαλιστής, ο οποίος προτίθεται να χρεώνει χαμηλότερα ασφάλιστρα από αυτά που γνωστοποιεί ετησίως, σύμφωνα με το σημείο 45 στοιχείο β), γνωστοποιεί την πρόθεσή του στους άλλους ασφαλιστές και την Επιτροπή τουλάχιστον επτά εργάσιμες ημέρες πριν αρχίσει να εφαρμόζει αυτή την απόφαση.

    γ) Ασφαλιστής, ο οποίος, κατόπιν γνωστοποίησης άλλου ασφαλιστή σύμφωνα με τα ανωτέρω στοιχεία α) ή β), προστίθεται να προσφέρει ευνοϊκότερους όρους από ό,τι ο αρχικά γνωστοποιών ασφαλιστής, γνωστοποιεί την πρόθεσή του στους άλλους ασφαλιστές και την Επιτροπή τουλάχιστον επτά εργάσιμες ημέρες πριν αρχίσει να εφαρμόζει αυτή την απόφαση, δηλώνοντας το συντελεστή ασφαλίστρων που πρόκειται να χρεώνει.

    δ) Ασφαλιστής, ο οποίος, σύμφωνα με το σημείο 41 στοιχείο γ), προτίθεται να καλύπτει συναλλαγές με χρεώστες σε χώρες, για τις οποίες κανονικά δεν προσφέρει κάλυψη, γνωστοποιεί την πρόθεσή του στους άλλους ασφαλιστές και την Επιτροπή τουλάχιστον επτά εργάσιμες ημέρες πριν αρχίσει να εφαρμόζει αυτή την απόφαση, δηλώνοντας το συντελεστή ασφαλίστρων που πρόκειται να χρεώνει.

    48. Εκ των υστέρων ανακοίνωση για ενημέρωση

    α) Ασφαλιστής, ο οποίος προτίθεται να παρεκκλίνει από τις διατάξεις του παρόντος παραρτήματος προσφέροντας λιγότερο ευνοϊκούς όρους κάλυψης είτε για συγκεκριμένη συναλλαγή ή για σύνολο συναλλαγών, είτε για ορισμένο τομέα ή τομείς, είτε για ορισμένη χώρα ή χώρες, ή για το συνολικό του σύστημα, θα πρέπει να ενημερώνει σχετικά τους άλλους ασφαλιστές και την Επιτροπή, το αργότερο έως τις 31 Ιανουαρίου, για το διαρρεύσαν ημερολογιακό έτος.

    β) Ασφαλιστής, ο οποίος αποφασίζει να αναπροσαρμόσει ένα ή περισσότερα στοιχεία της πολιτικής του ως προς την κάλυψη κάθε χώρας, όπως αυτή γνωστοποιείται ετησίως σύμφωνα με το σημείο 45 στοιχείο β), ενημερώνει ταχέως σχετικά τους άλλους ασφαλιστές και την Επιτροπή.

    γ) Ασφαλιστής, ο οποίος, κατόπιν γνωστοποίησης σύμφωνα με το σημείο 47 στοιχείο α) ή/και β), αποφασίζει να προσφέρει τους ίδιους όρους με τον αρχικά γνωστοποιούντα ασφαλιστή, ενημερώνει ταχέως σχετικά τους άλλους ασφαλιστές και την Επιτροπή.

    δ) Κάθε ασφαλιστής παρέχει ταχέως λεπτομερείς απαντήσεις σε κάθε αίτημα για διευκρινίσεις ή πληροφορίες σχετικά με τη δραστηριότητά του, το οποίο υποβάλλουν άλλοι ασφαλιστές ή η Επιτροπή.

    49. Χρήση συστήματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου

    Όλες οι γνωστοποιήσεις πραγματοποιούνται κανονικά μέσω συστήματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή, αν είναι απαραίτητο, με άλλα κατάλληλα μέσα στιγμιαίας γραπτής επικοινωνίας.

    (1) ΕΕ L 357 της 18. 12. 1982, σ. 20.

    (2) ΕΕ L 346 της 17. 12. 1973, σ. 1 7 απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 1994.

    Top