Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31968R0837

    Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 837/68 της Επιτροπής της 28ης Ιουνίου 1968 περί των λεπτομερειών εφαρμογής της εισφοράς στον τομέα της ζάχαρης

    ΕΕ L 151 της 30.6.1968, p. 42–45 (DE, FR, IT, NL)
    Αγγλική ειδική έκδοση: Σειρά I τόμος 1968(I) σ. 221 - 223

    Άλλες ειδικές εκδόσεις (DA, EL, ES, PT, FI, SV)

    Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 30/06/1995; καταργήθηκε από 31995R1423

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/1968/837/oj

    31968R0837

    Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 837/68 της Επιτροπής της 28ης Ιουνίου 1968 περί των λεπτομερειών εφαρμογής της εισφοράς στον τομέα της ζάχαρης

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 151 της 30/06/1968 σ. 0042 - 0045
    Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 3 τόμος 2 σ. 0081
    Δανική ειδική έκδοση: Σειρά I Κεφάλαιο 1968(I) σ. 0213
    Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 3 τόμος 2 σ. 0081
    Αγγλική ειδική έκδοση: Σειρά I Κεφάλαιο 1968(I) σ. 0221
    Ελληνική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 03 τόμος 3 σ. 0100
    Ισπανική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 03 τόμος 2 σ. 0175
    Πορτογαλική ειδική έκδοση : Κεφάλαιο 03 τόμος 2 σ. 0175


    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ) αριθ. 837/68 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 28ης Ιουνίου 1968 περί των λεπτομερειών εφαρμογής της εισφοράς στον τομέα της ζάχαρης

    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος,

    τον κανονισμό αριθ. 1009/67/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 1967 περί κοινής οργανώσεως αγορών στον τομέα της ζάχαρης(1), και ιδίως το άρθρο 14 παράγραφος 6,

    Εκτιμώντας:

    ότι το άρθρο 14 παράγραφος 6 του κανονισμού αριθ. 1009/67/ΕΟΚ προβλέπει λεπτομέρειες εφαρμογής για τον καθορισμό των εισφορών που εφαρμόζονται στα προϊόντα που απαριθμούνται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού- ότι ιδιαίτερα πρέπει να καθορίζεται το περιθώριο μέσα στο οποίο οι διακυμάνσεις των στοιχείων υπολογισμού της εισφοράς δεν επιφέρουν τροποποίησή της-

    ότι για να εξασφαλίζεται κάποια σταθερότητα των ποσών της εισφοράς και για να απλοποιούνται οι διοικητικές διαδικασίες, ενδείκνυται να γίνει αποδεκτό για τη λευκή ζάχαρη, την ακατέργαστη ζάχαρη και τη μελάσσα ένα περιθώριο 0,10 λογιστικών μονάδων ανά 100 χιλιόγραμμα-

    ότι για να προβεί κανείς στην προσαρμογή της εισφοράς στην ακατέργαστη ζάχαρη σε συνάρτηση με την απόδοση κατ' εφαρμογή του άρθρου 14 παράγραφος 3 του κανονισμού αριθ. 1009/67/ΕΟΚ, είναι σκόπιμο να γίνει χρήση του τρόπου υπολογισμού της αποδόσεως που περιγράφεται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 431/68 του Συμβουλίου της 9ης Απριλίου 1968, που καθορίζει τον αντιπροσωπευτικό ποιοτικό τύπο για την ακατέργαστη ζάχαρη και τον τόπο διελεύσεως στα σύνορα της Κοινότητος, για τον υπολογισμό της τιμής cif στον τομέα της ζάχαρης(2)- ότι ενδείκνυται η προσαρμογή να πραγματοποιείται με τη βοήθεια συντελεστού που εκφράζει τη σχέση ανάμεσα στην απόδοση της εν λόγω εισαγομένης ακατέργαστης ζάχαρης και την απόδοση της ακατέργαστης ζάχαρης του αντιπροσωπευτικού ποιοτικού τύπου-

    ότι η διαπίστωση της αποδόσεως εισαγομένης ακατέργαστης ζάχαρης, γενικά, απαιτεί ορισμένη προθεσμία- ότι για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 3 του μνημονευθέντος άρθρου, σχετικά με την ενδεχόμενη δημιουργία τελωνειακού ή διοικητικού ελέγχου για την εισαγόμενη ακατέργαστη ζάχαρη που προορίζεται για ραφινάρισμα, η προθεσμία αυτή προκαλεί δυσκολίες- ότι στην πραγματικότητα, δεν είναι αμέσως δυνατή μία σύγκριση μεταξύ της εισφοράς που ισχύει για τη λευκή ζάχαρη και της οριστικής εισφοράς που προκύπτει για την εν λόγω ακατέργαστη ζάχαρη- ότι για να αποφευχθούν οι δυσκολίες αυτές ενδείκνυται να υπαχθεί η απόφαση σχετικά με τη δημιουργία τελωνειακού ή διοικητικού ελέγχου στη σύγκριση μεταξύ της εισφοράς που εφαρμόζεται του αντιπροσωπευτικού ποιοτικού τύπου στην ακατέργαστη ζάχαρη-

    ότι αν ληφθεί υπόψη ο εποχιακός χαρακτήρας των συναλλαγών που αφορούν τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 υπό β) του κανονισμού αριθ. 1009/67/ΕΟΚ, είναι σκόπιμο να ορισθεί για πλήρη ζαχαρική περίοδο εμπορίας ζάχαρης η εισφορά που εφαρμόζεται στα προϊόντα αυτά- ότι ο καθορισμός της εισφοράς δύναται να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της παραγράφου 4 εδάφιο πρώτο του άρθρου 14 του κανονισμού αριθ. 1009/67/ΕΟΚ με την κατ' αποκοπή παρεμβολή στον υπολογισμό της εισφοράς της διαφοράς που υπάρχει για τη λευκή ζάχαρη μεταξύ της τιμής κατωφλίου που ισχύει κατά την εν λόγω περίοδο και της τιμής cif που προσδιορίζεται κατά την περίοδο αναφοράς- ότι περίοδος αναφοράς που καλύπτει συνολικά δυόμισι μήνες και ευρίσκεται πλησίον της ημερομηνίας καθορισμού της εισφοράς δύναται να θεωρηθεί ως κατάλληλη- ότι η περιεκτικότητα σε ζαχαρόζη που παρεμβαίνει στον υπολογισμό της εισφοράς δύναται να καθορισθεί κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται γενικά στη φυσική περιεκτικότητα των προϊόντων αυτών στην Κοινότητα- ότι, δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς που προηγήθηκε της ζαχαρικής περιόδου 1968/1969 δεν είχε ακόμη διαπιστωθεί τιμή cif κατά την έννοια του άρθρου 13 του κανονισμού αριθ. 1009/67/ΕΟΚ, επιβάλλεται να προσδιορισθεί για τον πρώτο καθορισμό της εισφοράς άλλος δείκτης του επιπέδου των τιμών της λευκής ζάχαρης- ότι για το σκοπό αυτόν είναι σκόπιμο να τηρηθούν οι τιμές "spot" οι καταχωρημένες στο Χρηματιστήριο των Παρισίων κατά την περίοδο αναφοράς-

    ότι για να υπολογισθεί η εισφορά που εφαρμόζεται στα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 υπό δ) του προαναφερθέντος κανονισμού, είναι αναγκαίο, υπό τους όρους του άρθρου 14 παράγραφος 5 του ίδιου κανονισμού, να καθορισθούν τα στοιχεία υπολογισμού με βάση εκείνα που χρησιμοποιούνται για την εισφορά που εφαρμόζεται στη λευκή ζάχαρη-

    ότι για να αποφευχθούν διαστρεβλώσεις του ανταγωνισμού, είναι αναγκαίο για τα προϊόντα αυτά να προδιαγραφεί η μέθοδος σύμφωνα με την οποία θα προσδιορίζεται η περιεκτικότητα σε ζαχαρόζη συμπεριλαμβανομένης της περιεκτικότητος σε άλλα ζάχαρα υπολογιζόμενα σε ζαχαρόζη-

    ότι για να ληφθούν υπόψη χαρακτηριστικά των αγορών των προϊόντων αυτών, που είναι παροδικώς διαφορετικά σε σχέση με εκείνα των αγορών της ζάχαρης και για να διευκολυνθεί ο οικονομικός προσανατολισμός των βιομηχανιών μεταποιήσεως και του εμπορίου, ενδείκνυται να καθορισθεί για την εισφορά διάρκεια ισχύος ενός μηνός- ότι είναι σκόπιμο να ληφθεί ο μέσος αριθμητικός όρος των εισφορών που εφαρμόζονται στη λευκή ζάχαρη κατά τις πρώτες είκοσι ημέρες του προηγούμενου μηνός ως βάση της εισφοράς προκειμένου να προσαρμοσθεί αυτή στην εξέλιξη της διεθνούς αγοράς της ζάχαρης- ότι, εν τούτοις, ενδείκνυται κατά τον καθορισμό της εισφοράς να ληφθούν υπόψη διακυμάνσεις τιμών κάποιας σπουδαιότητος στη διεθνή αγορά της λευκής ζάχαρης και ενδεχόμενη μεταβολή της τιμής κατωφλίου του ίδιου προϊόντος για να αποφευχθούν διαστρεβλώσεις του ανταγωνισμού-

    ότι όσον αφορά το ποσό, πάνω από το οποίο οι διακυμάνσεις των στοιχείων υπολογισμού της εισφοράς ασκούν παροδική μεταβολή αυτής, 0,40 λογιστικής μονάδος ανά 100 χιλιόγραμμα ζάχαρης δύναται να θεωρείται επαρκές για το εν λόγω προϊόν- ότι ο αριθμός αυτός επιτρέπει να υποτεθεί ότι αφ' ενός οι παροδικές μεταβολές της εισφοράς, οι οποίες περιπλέκουν τον προσανατολισμό των ενδιαφερομένων οικονομικών κύκλων, δεν θα είναι πολύ συχνά αναγκαίες και αφ' ετέρου η ανάγκη προστασίας κατά των εισαγωγών και της σταθερότητος των τιμών που χαρακτηρίζει τους βιομηχάνους και τις βιομηχανίες μεταποιήσεως της Κοινότητος θα ελαμβάνοντο σοβαρά υπόψη-

    ότι, δεδομένου ότι δεν θα καθορισθεί ακόμη εισφορά για τη λευκή ζάχαρη πριν από την αρχή της ζαχαρικής περιόδου 1968/1969, είναι αναγκαίο να θεσπισθεί ειδική νομοθεσία για τον καθορισμό της εισφοράς για το μήνα Ιούλιο 1968-

    ότι τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της Επιτροπής Διαχειρίσεως της Ζάχαρης,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    Άρθρο 1

    1. Η εισφορά που εφαρμόζεται στη λευκή ζάχαρη και η εισφορά που εφαρμόζεται στην ακατέργαστη ζάχαρη του αντιπροσωπευτικού ποιοτικού τύπου, καθορίζονται σε λογιστικές μονάδες ανά 100 χιλιόγραμμα του υπόψη προϊόντος.

    2. Η εισφορά δεν μεταβάλλεται παρά εάν η διακύμανση των στοιχείων υπολογισμού προκαλεί, σε σχέση με την εισφορά που καθορίστηκε προηγουμένως, μια αύξηση ή μείωση ίση ή ανώτερη από 0,10 λογιστικές μονάδες ανά 100 χιλιόγραμμα.

    Άρθρο 2

    Αν η απόδοση της ακατέργαστης ζάχαρης που εισάγεται, προσδιοριζομένη σύμφωνα με το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 431/68, αποκλίνει από την απόδοση που καθορίζεται για τον αντιπροσωπευτικό ποιοτικό τύπο, η προς είσπραξη εισφορά ανά 100 χιλιόγραμμα της εν λόγω ακατέργαστης ζάχαρης υπολογίζεται με πολλαπλασιασμό της εισφοράς στην ακατέργαστη ζάχαρη αντιπροσωπευτικού ποιοτικού τύπου με ένα διορθωτικό συντελεστή. Ο διορθωτικός συντελεστής λαμβάνεται διαιρώντας το ποσοστό αποδόσεως της εισαγόμενης ακατέργαστης ζάχαρης με το 92.

    Άρθρο 3

    Η εισφορά που εφαρμόζεται στην ακατέργαστη ζάχαρη που δεν προορίζεται για ραφινάρισμα είναι η εισφορά επί της λευκής ζάχαρης εάν το ποσό αυτής είναι ανώτερο από το ποσό που λαμβάνεται, κατά περίπτωση, υπολογίζοντας την εισφορά στην εν λόγω ακατέργαστη ζάχαρη σύμφωνα με το άρθρο 2.

    Άρθρο 4

    Η ακατέργαστη ζάχαρη, που προορίζεται για ραφινάρισμα, υπόκειται σε τελωνειακό έλεγχο ή σε διοικητικό έλεγχο που προσφέρει ισοδύναμες εγγυήσεις σε ό,τι αφορά το ραφινάρισμα, αν η εισφορά που εφαρμόζεται στη λευκή ζάχαρη είναι ανώτερη από την εισφορά που εφαρμόζεται στην ακατέργαστη ζάχαρη του αντιπροσωπευτικού ποιοτικού τύπου.

    Άρθρο 5

    1. Η εισφορά που εφαρμόζεται στη μελάσσα καθορίζεται σε λογιστικές μονάδες ανά 100 χιλιόγραμμα.

    2. Η εισφορά δεν τροποποιείται παρά εφ' όσον η διακύμανση των στοιχείων υπολογισμού επιφέρει, σε σχέση με την εισφορά που καθορίστηκε προηγουμένως, επαύξηση ή απομείωση ίση ή ανώτερη από 0,10 λογιστικές μονάδες ανά 100 χιλιόγραμμα.

    Άρθρο 6

    1. Η εισφορά που εφαρμόζεται στα προϊόντα που απαριθμούνται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 υπό β) του κανονισμού αριθ. 1009/67/ΕΟΚ καθορίζεται για κάθε ζαχαρική περίοδο σε λογιστικές μονάδες ανά τόννο.

    2. Η εισφορά λαμβάνεται πολλαπλασιάζοντας τη διαφορά που υπάρχει για 100 χιλιόγραμμα λευκής ζάχαρης μεταξύ της τιμής κατωφλίου που ισχύει κατά τη διάρκεια της εν λόγω ζαχαρικής περιόδου και του μέσου αριθμητικού όρου των τιμών cif που καθορίζονται κατά τη διάρκεια μιας περιόδου αναφοράς με έναν συντελεστή:

    α) 1,6 για τα νωπά τεύτλα, ακόμη και σε τεμαχίδια

    β) 5,5 για τα αποξηραμένα τεύτλα, ακόμη και σε τεμαχίδια ή κονιοποιημένα

    γ) 1,1 για το ζαχαροκάλαμο.

    Η περίοδος αναφοράς καλύπτει τις δεκαπέντε πρώτες ημέρες του μήνα που προηγείται της ζαχαρικής περιόδου για την οποία καθορίζεται η εισφορά καθώς και τους δύο αμέσως προηγούμενους μήνες.

    Άρθρο 7

    1. Η εισφορά για 100 χιλιόγραμμα ενός από τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 υπό δ) του κανονισμού αριθ. 1009/67/ΕΟΚ λαμβάνεται πολλαπλασιάζοντας την περιεκτικότητα του προϊόντος σε ζαχαρόζη, συμπεριλαμβανομένης και της περιεκτικότητος σε άλλα ζάχαρα υπολογιζόμενα σε ζαχαρόζη με το ποσοστό της εισφοράς.

    2. Η περιεκτικότητα σε ζαχαρόζη, συμπεριλαμβανομένης και της περιεκτικότητος σε άλλα ζάχαρα υπολογιζόμενα σε ζαχαρόζη, που αναφέρεται στην παράγραφο 1, προσδιορίζεται κατά τη μέθοδο Lane και Eynon (μέθοδος αναγωγής χαλκού) επί ιμβερτοποιημένου διαλύματος κατά τη μέθοδο των Clerget-Herzfeld. Η συνολική περιεκτικότητα σε ζάχαρη, που προσδιορίζεται κατά τη μέθοδο αυτή, μετατρέπεται σε ζαχαρόζη πολλαπλασιάζοντάς την με το συντελεστή 0,95.

    Κατά παρέκκλιση του προηγουμένου εδαφίου, η περιεκτικότητα σε ζαχαρόζη, συμπεριλαμβανομένης και της περιεκτικότητος σε άλλα ζάχαρα υπολογιζόμενα σε ζαχαρόζη, προσδιορίζεται για τα προϊόντα που περιέχουν λιγότερο από 85% ζαχαρόζη και ιμβερτοζάχαρο υπολογιζόμενο σε ζαχαρόζη διαπιστώνοντας την περιεκτικότητα σε ξερή ουσία. Η περιεκτικότητα σε ξερή ουσία προσδιορίζεται για τα σιρόπια και τα υποκατάστατα του μελιού ανάλογα με την πυκνότητα του αραιωθέντος διαλύματος σε αναλογία επί βάρους 1 προς 1 και για τα στερεά συστατικά δια αποξηράνσεως. Η περιεκτικότητα σε ξερή ουσία υπολογίζεται σε ζαχαρόζη, πολλαπλασιάζοντας με το συντελεστή 1.

    3. Το ποσό βάσεως της εισφοράς για 100 χιλιόγραμμα προϊόντος καθορίζεται κάθε μήνα σε λογιστικές μονάδες για περιεκτικότητα σε ζαχαρόζη 1%.

    4. Το ποσό βάσεως της εισφοράς ισούται με το εκατοστό του μέσου αριθμητικού όρου των εισφορών που εφαρμόζονται ανά 100 χιλιόγραμμα λευκής ζάχαρης κατά τις πρώτες είκοσι ημέρες του μηνός που προηγείται του μηνός για τον οποίο καθορίζεται το ποσό της βάσεως της εισφοράς.

    Αν η εισφορά, που εφαρμόζεται στη λευκή ζάχαρη κατά την προηγουμένη της ημέρας του καθορισμού του ποσού βάσεως, αποκλίνει κατά 0,40 λογιστικές μονάδες το ελάχιστο από τον μέσο αριθμητικό όρο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, ο μέσος αυτός αριθμητικός όρος αντικαθίσταται από την εν λόγω εισφορά.

    5. Το ποσό βάσεως τροποποιείται, κατά την περίοδο που περιλαμβάνεται μεταξύ της ημέρας του καθορισμού του και της πρώτης ημέρας του μηνός που ακολουθεί εκείνον για τον οποίον εφαρμόζεται το ποσό βάσεως, αν η εισφορά που εφαρμόζεται στη λευκή ζάχαρη αποκλίνει κατά 0,40 λογιστικές μονάδες το ελάχιστο από τον μέσο αριθμητικό όρο που αναφέρεται στην παράγραφο 4 ή από την εισφορά για τη λευκή ζάχαρη που χρησίμευσε για τον καθορισμό του ποσού βάσεως που ισχύει. Στην περίπτωση αυτή το ποσό βάσεως είναι ίσο με το εκατοστό της εισφοράς για τη λευκή ζάχαρη που χρησιμοποιείται για την τροποποίηση.

    6. Το ποσό βάσεως της εισφοράς που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5 αναπροσαρμόζεται αν η τιμή κατωφλίου της λευκής ζάχαρης, που χρησιμεύει για τον καθορισμό των στοιχείων υπολογισμού του ποσού βάσεως της εισφοράς, αποκλίνει από την τιμή κατωφλίου της λευκής ζάχαρης που ισχύει κατά την περίοδο για την οποία καθορίζεται το ποσό.

    Το ποσό της αναπροσαρμογής είναι ίσο με το εκατοστό της διαφοράς που υπάρχει μεταξύ των δύο τιμών κατωφλίου που προβλέπονται. Το ποσό της βάσεως της εισφοράς:

    - αυξάνεται κατά το ποσό αναπροσαρμογής, αν η τελευταία δεδομένη τιμή κατωφλίου είναι ανώτερη,

    - μειώνεται κατά το ποσό αναπροσαρμογής, εάν η τελευταία δεδομένη τιμή κατωφλίου είναι κατώτερη

    από την πρώτη δεδομένη τιμή κατωφλίου.

    Άρθρο 8

    1. Για τον καθορισμό της εισφοράς που εφαρμόζεται στα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 υπό β) του κανονισμού αριθ. 1009/67/ΕΟΚ κατά τη διάρκεια της ζαχαρικής περιόδου 1968/1969, ο μέσος αριθμητικός όρος των τιμών cif που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από τον μέσο αριθμητικό όρο των τιμών "spot" της λευκής ζάχαρης που έχει καταχωρηθεί στο Χρηματιστήριο των Παρισίων κατά την περίοδο από 1ης Απριλίου μέχρι 15ης Ιουνίου 1968.

    2. Για τον καθορισμό της πρώτης εισφοράς που εφαρμόζεται στα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 υπό δ) του κανονισμού αριθ. 1009/67/ΕΟΚ ο μέσος αριθμητικός όρος που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 4 αντικαθίσταται με την εισφορά στη λευκή ζάχαρη που εφαρμόζεται από την 1η Ιουλίου 1968.

    Άρθρο 9

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 1η Ιουλίου 1968.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε Κράτος Μέλος.

    Έγινε στις Βρυξέλλες, στις 28 Ιουνίου 1968.

    Για την Επιτροπή

    Ο Πρόεδρος

    Jean REY

    (1) ΕΕ αριθ. 308 της 18.12.1967, σ. 1.

    (2) ΕΕ αριθ. Ν 89 της 10.4.1968, σ. 3.

    Top