EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009TJ0325

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (αναιρετικό τμήμα) της 21ης Σεπτεμβρίου 2011.
Vahan Adjemian e.a κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως - Υπαλληλική υπόθεση - Μη μόνιμοι υπάλληλοι - Σύμβαση προσλήψεως για ορισμένο χρόνο - Άρνηση συνάψεως νέας συμβάσεως προσλήψεως ή ανανεώσεως συμβάσεως προσλήψεως για αόριστο χρόνο - Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου - Οδηγία 1999/70/ΕΚ - Άρθρο 88 του ΚΛΠ - Απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την ανώτατη διάρκεια της χρησιμοποιήσεως μη μόνιμου προσωπικού στις υπηρεσίες της.
Υπόθεση T-325/09 P.

European Court Reports 2011 II-06515

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2011:506

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 21ης Σεπτεμβρίου 2011 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Μη μόνιμοι υπάλληλοι – Σύμβαση προσλήψεως για ορισμένο χρόνο – Άρνηση συνάψεως νέας συμβάσεως προσλήψεως ή ανανεώσεως συμβάσεως προσλήψεως για αόριστο χρόνο – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Άρθρο 88 του ΚΛΠ – Απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την ανώτατη διάρκεια της χρησιμοποιήσεως μη μόνιμου προσωπικού στις υπηρεσίες της»

Στην υπόθεση T‑325/09 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 4ης Ιουνίου 2009, F‑134/07 και F‑8/08, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής (που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή),

Vahan Adjemian, κάτοικος Angera (Ιταλία), και οι 175 μη μόνιμοι υπάλληλοι και πρώην μη μόνιμοι υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα της παρούσας αποφάσεως, εκπροσωπούμενοι από τους S. Orlandi, A. Coolen, J-N. Louis και É. Marchal, δικηγόρους,

αναιρεσείοντες,

όπου οι έτεροι διάδικοι είναι η

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Currall και D. Martin,

καθής πρωτοδίκως,

υποστηριζόμενη από το

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον M. Bauer και την K. Zieleśkiewicz,

παρεμβαίνον πρωτοδίκως,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (αναιρετικό τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger, Πρόεδρο, I. Pelikánová (εισηγήτρια) και L. Truchot, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Φεβρουαρίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτηση αναιρέσεως που κατέθεσαν βάσει του άρθρου 9 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, οι αναιρεσείοντες ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) (δεύτερο τμήμα) της 4ης Ιουνίου 2009, F-134/07 και F-8/08, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής (που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Δικαστήριο ΔΔ απέρριψε τις προσφυγές που είχαν ως αντικείμενο, αφενός, να ακυρωθούν αποφάσεις της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με τις οποίες αρνήθηκε να συνάψει νέες συμβάσεις προσλήψεως ή να ανανεώσει τις προηγούμενες συμβάσεις προσλήψεως των αναιρεσειόντων ως συμβασιούχων υπαλλήλων επιφορτισμένων με επικουρικά καθήκοντα, υπό την έννοια του άρθρου 3β του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού (στο εξής: ΚΛΠ), για αόριστο χρόνο (στο εξής: επίμαχες ατομικές αποφάσεις), καθώς και, αφετέρου, να αναγνωριστεί ότι στερούνται νομιμότητας η απόφαση C (2004) 1597 της Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 2004, σχετικά με την ανώτατη διάρκεια της χρησιμοποιήσεως μη μόνιμου προσωπικού στις υπηρεσίες της Επιτροπής, η οποία δημοσιεύθηκε στις Informations administratives (Διοικητικές πληροφορίες) αριθ. 75‑2004, της 24ης Ιουνίου 2004 (στο εξής: απόφαση της 28ης Απριλίου 2004), και, εφόσον χρειαστεί, το άρθρο 88 του ΚΛΠ.

 Το ιστορικό της διαφοράς

2        Το ιστορικό της διαφοράς εκτέθηκε στις σκέψεις 11 έως 21 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

 Η πρωτόδικη δίκη και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

3        Με προσφυγή που άσκησαν ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ στις 3 Δεκεμβρίου 2007, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση F‑134/07, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στα παραρτήματα I, II και III της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ζήτησαν, πρώτον, να διαπιστωθεί ότι στερούνται νομιμότητας οι αποφάσεις της Επιτροπής, και μεταξύ αυτών εκείνη της 28ης Απριλίου 2004, που αφορούν την ανώτατη διάρκεια της χρησιμοποιήσεως μη μόνιμου προσωπικού στις υπηρεσίες της και, εφόσον χρειαστεί, το άρθρο 88 του ΚΛΠ, κατά το μέρος που περιορίζει τη διάρκεια των συμβάσεων προσλήψεως των επιφορτισμένων με επικουρικά καθήκοντα συμβασιούχων υπαλλήλων, δεύτερον, να ακυρωθούν οι αποφάσεις της Επιτροπής της 22ας Αυγούστου, 5ης Σεπτεμβρίου, 30ής Οκτωβρίου και 28ης Νοεμβρίου 2007 με τις οποίες αρνήθηκε να συνάψει για αόριστο χρόνο νέες συμβάσεις προσλήψεως ή να ανανεώσει για αόριστο χρόνο τις προηγούμενες συμβάσεις τους προσλήψεως και, τρίτον και εφόσον χρειαστεί, να ακυρωθούν οι αποφάσεις της Επιτροπής με τις οποίες καθόρισε τους αντίστοιχους όρους απασχολήσεώς τους, κατά το μέρος που οι νέες συμβάσεις τους προσλήψεως ή οι ανανεώσεις των προηγούμενων συμβάσεών τους προσλήψεως ήσαν ορισμένου χρόνου.

4        Με προσφυγή που άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ στις 22 Ιανουαρίου 2008, η C. Renier ζήτησε, στην υπόθεση F‑8/08, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 11ης Απριλίου 2007 κατά το μέρος που περιόριζε στην περίοδο από τις 6 Απριλίου 2007 μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου 2008 τη διάρκεια της νέας συμβάσεώς της προσλήψεως ως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα.

5        Με χωριστό έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ, στις 18 Φεβρουαρίου 2008, στην υπόθεση F-134/07, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου. Στις 15 Φεβρουαρίου 2008, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της εν λόγω ενστάσεως απαραδέκτου. Με διάταξη της 8ης Μαΐου 2008, το Δικαστήριο ΔΔ αποφάσισε να εξετάσει την ένσταση αυτή μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

6        Με επιστολή που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 14 Φεβρουαρίου 2008, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζήτησε να παρέμβει στην υπόθεση F‑8/08 υπέρ της Επιτροπής. Ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Δικαστηρίου ΔΔ δέχθηκε την αίτηση αυτή με διάταξη της 14ης Απριλίου 2008.

7        Με υπόμνημα παρεμβάσεως επί της ουσίας της υποθέσεως, το οποίο περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 26 Μαΐου 2008, το Συμβούλιο ζήτησε, στην υπόθεση F‑8/08, να απορριφθεί ως αβάσιμη η προβληθείσα με το εισαγωγικό δίκης έγγραφο ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 88 του ΚΛΠ. Οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας επί του υπομνήματος παρεμβάσεως περιήλθαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 8 Σεπτεμβρίου 2008. Η Επιτροπή δεν κατέθεσε παρατηρήσεις επί του υπομνήματος παρεμβάσεως.

8        Με επιστολή που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 4 Απριλίου 2008, το Συμβούλιο ζήτησε να παρέμβει, στην υπόθεση F‑134/07, υπέρ της Επιτροπής. Ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Δικαστηρίου ΔΔ δέχθηκε την αίτηση αυτή με διάταξη της 7ης Μαΐου 2008.

9        Με υπόμνημα παρεμβάσεως, που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 23 Ιουλίου 2008, το Συμβούλιο ζήτησε, στην υπόθεση F‑134/07, να απορριφθεί, όσον αφορά τέσσερις προσφεύγοντες, ως απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει ή όσον αφορά τους λοιπούς προσφεύγοντες, ως αβάσιμη η προβληθείσα με το εισαγωγικό δίκης έγγραφο ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 88 του ΚΛΠ. Με τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως, τις οποίες κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 5 Σεπτεμβρίου 2008, η Επιτροπή ζήτησε να απορριφθεί η προσφυγή ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη. Οι επί του αυτού υπομνήματος παρατηρήσεις των προσφευγόντων κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 8 Σεπτεμβρίου 2008.

10      Με διάταξη της 18ης Νοεμβρίου 2008, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Δικαστηρίου ΔΔ, αφού άκουσε τους διαδίκους, διέταξε την ένωση των υποθέσεων F‑134/07 και F‑8/08 προς διευκόλυνση μόνο της προφορικής διαδικασίας.

11      Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Δικαστήριο ΔΔ ένωσε τις υποθέσεις F‑134/07 και F‑8/08, απέρριψε τις προσφυγές που είχαν ασκηθεί ενώπιόν του και καταδίκασε τους προσφεύγοντες στο σύνολο των δικαστικών εξόδων τους και αυτών της Επιτροπής, στις αντίστοιχες υποθέσεις.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

 Διαδικασία

12      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου) στις 17 Αυγούστου 2009, οι αναιρεσείοντες άσκησαν την υπό κρίση αναίρεση.

13      Στις 7 Σεπτεμβρίου και 7 Οκτωβρίου 2009, το εισαγωγικό δίκης έγγραφο αντιστοίχως διορθώθηκε και τακτοποιήθηκε.

14      Στις 30 Οκτωβρίου 2009, κατόπιν παραιτήσεως τριών αναιρεσειόντων από τη δίκη, διάταξη μερικής διαγραφής υπεγράφη από τον πρόεδρο του αναιρετικού τμήματος.

15      Στις 15 Ιανουαρίου 2010, η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως.

16      Στις 10 Φεβρουαρίου 2010, το Συμβούλιο κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως, σύμφωνα με το άρθρο 141 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

17      Η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2010, πράγμα που γνωστοποιήθηκε με επίδοση σχετικού εγγράφου στους αναιρεσείοντες στις 23 Φεβρουαρίου 2010. Οι τελευταίοι δεν ζήτησαν να καταθέσουν υπόμνημα απαντήσεως, βάσει του άρθρου 143 του Κανονισμού Διαδικασίας.

18      Με έγγραφο της 25ης Φεβρουαρίου 2010, οι αναιρεσείοντες υπέβαλαν αιτιολογημένη αίτηση, βάσει του άρθρου 146 του Κανονισμού Διαδικασίας, να ακουστούν στο πλαίσιο του προφορικού σταδίου της διαδικασίας.

19      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (αναιρετικό τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας βάσει του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, να θέσει γραπτή ερώτηση στους διαδίκους. Οι τελευταίοι απάντησαν στην ερώτηση αυτή εντός της προθεσμίας που είχε ταχθεί.

20      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 18ης Φεβρουαρίου 2011.

 Αιτήματα των διαδίκων

21      Οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να δεχθεί τα ακυρωτικά αιτήματα που είχαν υποβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα όσον αφορά την αναιρετική διαδικασία αλλά και τη δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ.

22      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.

23      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

24      Με την αίτηση αναιρέσεως ζητείται η αναίρεση ολόκληρης της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Οι αναιρεσείοντες διατυπώνουν πέντε λόγους αναιρέσεως.

25      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλουν πλάνη περί το δίκαιο και παράβαση των άρθρων 90 και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) καθώς και προσβολή του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, πλημμέλειες που κατ’ αυτούς υπάρχουν στο μέρος του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όπου το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε ότι η προσφυγή στην υπόθεση F‑134/07 θεωρείται ότι στρέφεται μόνο κατά των αποφάσεων κατά των οποίων υποβλήθηκαν διοικητικές ενστάσεις και όχι κατά των αποφάσεων με τις οποίες απορρίφθηκαν οι διοικητικές αυτές ενστάσεις.

26      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλουν πλάνη περί το δίκαιο στο μέρος του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όπου το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε ότι η οδηγία 1999/70/ΕΚ της 28ης Ιουνίου 1999 σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ L 175, σ. 43) (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο) δεν δύναται ούτε να επιβάλει, αυτή καθ’ εαυτήν, υποχρεώσεις στην Επιτροπή ούτε να στηρίξει ενστάσεις ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 88 του ΚΛΠ και της αποφάσεως της 28ης Απριλίου 2004.

27      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλουν πλάνη περί το δίκαιο στο μέρος του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όπου το Δικαστήριο ΔΔ απέρριψε τις ενστάσεις ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 88 του ΚΛΠ και της αποφάσεως της 28ης Απριλίου 2004 με τις οποίες είχε προβληθεί παράβαση των σχετικών με την εργασία ορισμένου χρόνου σκοπών και ελάχιστων κανόνων της συμφωνίας-πλαισίου, την οποία θέτει σε εφαρμογή η οδηγία 1999/70 σύμφωνα με το άρθρο 139, παράγραφος 2, ΕΚ.

28      Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως προβάλλουν πλάνη περί το δίκαιο στο μέρος του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όπου το Δικαστήριο ΔΔ απέρριψε την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 88 του ΚΛΠ με την οποία είχε προβληθεί παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

29      Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως προβάλλουν πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο στο μέρος του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όπου το Δικαστήριο ΔΔ απέρριψε τις αιτιάσεις με τις οποίες είχε ευθέως τεθεί υπό αμφισβήτηση η νομιμότητα των επίμαχων ατομικών αποφάσεων.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

30      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες διατείνονται ότι το Δικαστήριο ΔΔ υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, παρέβη τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ και προσέβαλε το δικαίωμά τους πραγματικής προσφυγής, κρίνοντας, στη σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι αποφάσεις απορρίψεως των διοικητικών ενστάσεων δεν αποτελούν βλαπτικές γι’ αυτούς πράξεις, υπό την έννοια των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, εφόσον είναι αμιγώς επιβεβαιωτικές των επίμαχων ατομικών αποφάσεων και, κατά συνέπεια, δεν έχουν αυτοτελές περιεχόμενο.

31      Κατά πάγια νομολογία, από τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ προκύπτει ότι προσφυγή προσώπου, το οποίο αφορά ο ΚΥΚ, στρεφομένη κατά αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ) ή κατά της αποχής της ΑΔΑ από το να λάβει μέτρο επιβαλλόμενο από τον ΚΥΚ είναι παραδεκτή μόνον αν ο ενδιαφερόμενος είχε προηγουμένως υποβάλει στην ΑΔΑ διοικητική ένσταση και αν η ένσταση αυτή είχε γίνει, τουλάχιστον εν μέρει, το αντικείμενο ρητής ή σιωπηρής απορρίψεως. Βάσει του άρθρου 117 του ΚΛΠ, η νομολογία αυτή έχει, κατ’ αναλογία, εφαρμογή επίσης επί προσφυγής μη μονίμου υπαλλήλου στρεφομένης κατά αποφάσεως της αρμόδιας για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχής (στο εξής: ΑΣΣΠΑ) ή κατά της αποχής της ΑΣΣΠΑ από το να λάβει μέτρο επιβαλλόμενο από το ΚΛΠ.

32      Έτσι, η διοικητική ένσταση και η σιωπηρή ή ρητή απόρριψή της αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μιας σύνθετης διαδικασίας και συνιστούν μόνο προϋπόθεση για να επιληφθεί ο δικαστής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφυγή, ακόμη και αν τυπικά στρέφεται κατά της απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, έχει ως αποτέλεσμα ο δικαστής να επιληφθεί της βλαπτικής πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 23, σκέψεις 7 και 8), εκτός από την περίπτωση που η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως έχει διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική αυτή ένσταση (απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Οκτωβρίου 2006, T-281/04, Staboli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I-A-2-251 και II-A-2-1303, σκέψη 26). Έχει κριθεί κατ’ επανάληψη ότι ρητή απόφαση απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως δύναται, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της, να μην έχει χαρακτήρα επιβεβαιωτικό της πράξεως την οποία αμφισβητεί ο προσφεύγων. Τούτο συμβαίνει όταν στην απόφαση απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως γίνεται επανεξέταση της καταστάσεως του προσφεύγοντος, με γνώμονα νέα νομικά και πραγματικά στοιχεία, ή όταν η απόφαση αυτή τροποποιεί ή συμπληρώνει την αρχική απόφαση. Στις περιπτώσεις αυτές, η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως αποτελεί πράξη υποκείμενη στον έλεγχο του δικαστή, ο οποίος τη λαμβάνει υπόψη κατά την αξιολόγηση της νομιμότητας της αμφισβητουμένης πράξεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 10ης Ιουνίου 2004, Τ‑258/01, Eveillard κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑167 και II‑747, σκέψη 31, της 7ης Ιουνίου 2005, Τ-375/02, Cavallaro κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑151 και II‑673, σκέψεις 63 έως 66, και της 9ης Δεκεμβρίου 2009, T‑377/08 P, Επιτροπή κατά Birkhoff, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 50 έως 59 και 64), ή ακόμη τη θεωρεί βλαπτική πράξη που υποκατέστησε την τελευταία (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Μαΐου 1980, 33/79 και 75/79, Kuhner κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/II, σ. 221, σκέψη 9· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2002, T-338/00 και T-376/00, Morello κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I-A-301 και II-1457, σκέψη 35, και της 14ης Οκτωβρίου 2004, Τ-389/02, Sandini κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑295 και II‑1339, σκέψη 49).

33      Δεδομένου ότι, στο σύστημα του ΚΥΚ ή του ΚΛΠ, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να υποβάλει διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως την οποία αμφισβητεί και να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως απορρίψεως της διοικητικής αυτής ενστάσεως, το Δικαστήριο έχει κρίνει παραδεκτή την προσφυγή ανεξαρτήτως του αν αυτή στρέφεται κατά μόνο της αποφάσεως που αποτέλεσε αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως, κατά της αποφάσεως απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως ή κατά αμφοτέρων των αποφάσεων από κοινού, αρκεί η διοικητική ένσταση να υποβλήθηκε και η προσφυγή να ασκήθηκε εντός των προθεσμιών που τάσσουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Ιανουαρίου 1989, 224/87, Koutchoumoff κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 99, σκέψη 7). Παρά ταύτα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της δίκης, ο δικαστής δύναται να αποφασίσει ότι παρέλκει να αποφανθεί ειδικά επί του αιτήματος που στρέφεται κατά της αποφάσεως απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως όταν διαπιστώνει ότι το αίτημα αυτό δεν είναι αυτοτελές και, στην πραγματικότητα, συγχέεται με το αίτημα που στρέφεται κατά της αποφάσεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση (βλ., στο ίδιο πνεύμα, προαναφερθείσα στη σκέψη 32 απόφαση Vainker κατά Κοινοβουλίου, σκέψεις 7 και 8). Τα πράγματα μπορεί να έχουν έτσι ιδίως όταν διαπιστώνει ότι η απόφαση απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, ενδεχομένως επειδή είναι σιωπηρή, είναι αμιγώς επιβεβαιωτική της αποφάσεως που αποτέλεσε αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως και ότι, επομένως, η ακύρωσή της μεν δεν θα παρήγε στη νομική κατάσταση του ενδιαφερομένου χωριστά αποτελέσματα από εκείνα που απορρέουν από την ακύρωση της δε.

34      Εν προκειμένω, από τη σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε στην ουσία, λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία που απέρρευσε από την προαναφερθείσα στη σκέψη 32 απόφαση Vainker κατά Κοινοβουλίου, ότι παρείλκε η απόφανση επί του αιτήματος των προσφευγόντων στην υπόθεση F‑134/07 το οποίο αφορούσε την ακύρωση των αποφάσεων απορρίψεως των διοικητικών τους ενστάσεων, εφόσον το αίτημα αυτό δεν είχε αυτοτελές περιεχόμενο.

35      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση F‑134/07, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα της παρούσας αποφάσεως, προσάπτουν στο Δικαστήριο ΔΔ ακριβώς ότι δεν αποφάνθηκε επί του αιτήματος ακυρώσεως των αποφάσεων με τις οποίες απορρίφθηκαν οι διοικητικές τους ενστάσεις. Υποστηρίζουν ότι οι αποφάσεις αυτές αποτελούν νέες αποφάσεις, επειδή εκδόθηκαν από την ΑΣΣΠΑ μετά από ενδελεχή εξέταση της διοικητικής, νομικής και προσωπικής τους καταστάσεως.

36      Όπως ορθώς σημειώνει η Επιτροπή, οι ενδιαφερόμενοι αναιρεσείοντες δεν προβάλλουν κανένα επιχείρημα ή αποδεικτικό στοιχείο, προς στήριξη του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που να καθιστά δυνατό να αποδειχθεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου τους, οι ρητές αποφάσεις απορρίψεως των διοικητικών τους ενστάσεων δεν είναι επιβεβαιωτικές των επίμαχων ατομικών αποφάσεων. Παρά ταύτα, τούτο δεν έχει συνέπειες για την υποχρέωση του Δικαστηρίου ΔΔ να αιτιολογεί τις αποφάσεις του, σύμφωνα με το άρθρο 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του εν λόγω Οργανισμού εφαρμόζεται επί του Δικαστηρίου ΔΔ, καθώς και σύμφωνα με το άρθρο 79 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ΔΔ. Επιπλέον, από τη νομολογία προκύπτει ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου ΔΔ πρέπει να φέρουν επαρκή αιτιολογία ώστε να πληροφορούνται οι ενδιαφερόμενοι τους λόγους για τους οποίους δεν έγιναν δεκτά τα επιχειρήματά τους και να είναι το Γενικό Δικαστήριο σε θέση να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 2006, C-397/03 P, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑4429, σκέψη 60, και της 4ης Οκτωβρίου 2007, C-311/05 P, Naipes Heraclio Fournier κατά ΓΕΕΑ, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 51 έως 53).

37      Ασφαλώς, οι ενδιαφερόμενοι αναιρεσείοντες δεν προέβαλαν ως λόγο αναιρέσεως έλλειψη αιτιολογίας ή ανεπαρκή αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο σημείο αυτό. Παρά ταύτα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 113 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο δύναται, οποτεδήποτε, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το απαράδεκτο για λόγο δημοσίας τάξεως. Πάντως, αποτελεί πάγια νομολογία ότι η έλλειψη αιτιολογίας ή η ανεπαρκής αιτιολογία συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου και αποτελεί λόγο δημοσίας τάξεως ο οποίος δύναται, και μάλιστα πρέπει, να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Δεκεμβρίου 2009, C-89/08 P, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑11245, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), αρκεί ο δικαστής να έχει προηγουμένως καλέσει τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 2009, C-197/09 RX-II, Επανεξέταση M κατά EMEA, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38      Σε απάντηση της γραπτής ερωτήσεως που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο (σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως), οι ενδιαφερόμενοι αναιρεσείοντες υποστήριξαν ότι το Δικαστήριο ΔΔ παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, μη εκθέτοντας, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, τα στοιχεία που έλαβε υπόψη για να κρίνει, αφενός, ότι δικαιολογούσαν συμφέρον να ζητήσουν την ακύρωση των αποφάσεων απορρίψεως των διοικητικών τους ενστάσεων και, αφετέρου, ότι η προσφυγή θεωρείται ότι βάλλει μόνο κατά των αποφάσεων κατά των οποίων είχαν υποβληθεί οι εν λόγω διοικητικές ενστάσεις, δηλαδή των επίμαχων ατομικών αποφάσεων.

39      Η Επιτροπή υποστήριξε ότι το Δικαστήριο ΔΔ δεν όφειλε να αιτιολογήσει κατά ιδιαίτερο τρόπο, με γνώμονα πραγματικά ή νομικά στοιχεία, το συμπέρασμά του ότι οι αποφάσεις απορρίψεως των διοικητικών ενστάσεων δεν έχουν αυτοτελές περιεχόμενο. Οι αποφάσεις αυτές δεν απορρέουν από επανεξέταση της καταστάσεως των ενδιαφερομένων, με γνώμονα νέα πραγματικά ή νομικά στοιχεία. Επιπλέον, η συμπληρωματική αιτιολογία που περιέχεται στις εν λόγω αποφάσεις δεν είχε άλλον σκοπό από το να επιβεβαιώσει τις επίμαχες ατομικές αποφάσεις, απαντώντας στα επιχειρήματα που οι ενδιαφερόμενοι είχαν προβάλει με τις διοικητικές τους ενστάσεις.

40      Το Συμβούλιο απάντησε ότι το Δικαστήριο ΔΔ δεν όφειλε να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους εκτίμησε ότι οι αποφάσεις απορρίψεως των διοικητικών ενστάσεων δεν έχουν αυτοτελές περιεχόμενο, ελλείψει πραγματικών ή νομικών στοιχείων που να δικαιολογούν αμφιβολία εν προκειμένω. Εν πάση περιπτώσει, η προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογίας δεν πρέπει να οδηγήσει σε αναίρεση, επειδή δεν έχει καμία συνέπεια για αυτό τούτο το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

41      Αντιθέτως προς όσα η Επιτροπή και το Συμβούλιο υποστηρίζουν εν προκειμένω, το Δικαστήριο ΔΔ όφειλε να εκθέσει, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, τα πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε για να κρίνει, στην ουσία, ότι παρέλκει η απόφανση επί αιτήματος της προσφυγής της οποίας είχε επιληφθεί. Πάντως, στη σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο ΔΔ δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι «το ακυρωτικό αίτημα των προσφευγόντων στην υπόθεση F-134/07 το οποίο τυπικά αφορά» τις αποφάσεις απορρίψεως των διοικητικών τους ενστάσεων «δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο» σε σχέση με το αίτημα των ιδίων να ακυρωθούν οι επίμαχες ατομικές αποφάσεις.

42      Άλλωστε, εκθέτοντας, στη σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς το συμφέρον των προαναφερθέντων προσφευγόντων να ζητήσουν την ακύρωση των αποφάσεων απορρίψεως των διοικητικών τους ενστάσεων συγχρόνως με την ακύρωση των βλαπτικών γι’ αυτούς πράξεων [οι οποίες αντιστοιχούν στις επίμαχες ατομικές αποφάσεις]», το Δικαστήριο ΔΔ άφησε να νοηθεί ότι, στις συγκεκριμένες περιστάσεις, η ακύρωση μόνο των πρώτων αποφάσεων θα μπορούσε να τους παράσχει όφελος (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Οκτωβρίου 2009, C-501/06 P, C-513/06 P, C-515/06 P και C-519/06 P, GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑9291, σκέψη 23), εξ ορισμού χωριστό από εκείνο που θα τους παρείχε η ακύρωση των δεύτερων.

43      Λαμβανομένης υπόψη της ανεπαρκούς, και μάλιστα αντιφατικής, αιτιολογίας που φέρει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να ελέγξει αν το Δικαστήριο ΔΔ ορθώς έκρινε ότι παρείλκε η απόφανση επί του αιτήματος των ενδιαφερομένων αναιρεσειόντων που αφορούσε τις αποφάσεις απορρίψεως των διοικητικών τους ενστάσεων και, κατά συνέπεια, δεν είναι σε θέση να δώσει απάντηση στον πρώτο λόγο αναιρέσεως.

44      Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, κατά το μέρος που ορίζει ότι παρέλκει η απόφανση επί του αιτήματος των προσφευγόντων στην υπόθεση F‑134/07, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα της παρούσας αποφάσεως, το οποίο αφορούσε την ακύρωση των αποφάσεων απορρίψεως των διοικητικών τους ενστάσεων.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

45      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες διατείνονται ότι το Δικαστήριο ΔΔ υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στηρίζοντας, στις σκέψεις 85 έως 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την απόρριψη των ενστάσεών τους ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 88 του ΚΛΠ και της αποφάσεως της 28ης Απριλίου 2004, κατά το μέρος που επιτρέπουν στα θεσμικά όργανα να συνάπτουν διαδοχικές συμβάσεις προσλήψεως για ορισμένο χρόνο, ειδικά στη διαπίστωση ότι, εν γένει, μια οδηγία και, ειδικότερα, η οδηγία 1999/70 δεν μπορούν, αυτές καθ’ εαυτές, να επιβάλουν υποχρεώσεις στα θεσμικά όργανα και, εν προκειμένω, στην Επιτροπή.

46      Πρώτον, πρέπει να δοθεί απάντηση στις ενστάσεις απαραδέκτου που η Επιτροπή και το Συμβούλιο προέβαλαν σχετικά με τον υπό κρίση λόγο αναιρέσεως, με τις οποίες διατείνονται ότι με αυτόν διατυπώνεται, αφενός, μια αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 10 ΕΚ, η οποία ρητώς στρέφεται κατά της διοικητικής μεταρρυθμίσεως που προτάθηκε από την Επιτροπή και υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο με τον κανονισμό (ΕΚ) 723/2004, της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του ΚΥΚ και του ΚΛΠ (ΕΕ L 124, σ. 1), και όχι κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, και, αφετέρου, μια αιτίαση περί πλάνης του Δικαστηρίου ΔΔ περί το δίκαιο, αιτίαση η οποία δεν στηρίζεται με κανένα νομικό επιχείρημα.

47      Παρά ταύτα, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως, από το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως στρέφεται κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στηρίζεται σε νομικά επιχειρήματα που ανταποκρίνονται στις επιταγές του άρθρου 138, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

48      Επομένως, οι ενστάσεις απαραδέκτου που προβλήθηκαν από την Επιτροπή και το Συμβούλιο πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες.

49      Δεύτερον, όσον αφορά την ουσία του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 283 ΕΚ, το Συμβούλιο θέσπισε το ΚΛΠ με τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του ΚΥΚ και του ΚΛΠ και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 108), ο οποίος τροποποιήθηκε πλείστες όσες φορές. Ο τελευταίος κανονισμός έχει ως σκοπό, όπως προκύπτει από το άρθρο του 1, να ρυθμίσει τις έννομες σχέσεις μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των μη μονίμων υπαλλήλων τους. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 249, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, οι διατάξεις του κανονισμού αυτού, και μεταξύ αυτών το άρθρο 88 του ΚΛΠ, έχουν γενική ισχύ, είναι δεσμευτικές ως προς όλα τα μέρη τους και έχουν άμεση εφαρμογή σε κάθε κράτος μέλος.

50      Ομοίως, η απόφαση της 28ης Απριλίου 2004, όπως προκύπτει από την πρώτη αιτιολογική της σκέψη, εκδόθηκε σε εκτέλεση των κανόνων που διέπουν τις σχέσεις της Επιτροπής με το συμβασιούχο μη μόνιμο προσωπικό της. Σκοπό έχει να θέσει κανόνες για την άσκηση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που η Επιτροπή διαθέτει, ως ΑΣΣΠΑ, στο πλαίσιο που καθορίζουν οι διατάξεις του ΚΛΠ και, ως εκ τούτου, αποτελεί εσωτερική οδηγία, ακόμη και αν δεν δύναται να θεωρηθεί γενική εκτελεστική διάταξη υπό την έννοια του άρθρου 126 του ΚΛΠ. Κατά συνέπεια, η απόφαση της 28ης Απριλίου 2004 πρέπει να θεωρηθεί ενδεικτικός κανόνας συμπεριφοράς που η Επιτροπή επέβαλε στην ίδια και από τον οποίο η Επιτροπή δεν δύναται να αποκλίνει χωρίς να διευκρινίσει τους λόγους προς τούτο, διότι άλλως θα παραβιάσει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Φεβρουαρίου 1991, T-2/90, Ferreira de Freitas κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑103, σκέψεις 56 και 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

51      Αντιθέτως, όπως ορθώς παρατηρεί στη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Δικαστήριο ΔΔ, η οδηγία 1999/70 απευθύνεται στα κράτη μέλη και όχι στα θεσμικά όργανα. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, αυτές καθ’ εαυτές, οι διατάξεις της οδηγίας αυτής επιβάλλουν υποχρεώσεις στα θεσμικά όργανα, κατά την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας τους ή της εξουσίας τους λήψεως αποφάσεων (βλ., στο ίδιο πνεύμα και κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, C-25/02, Rinke, Συλλογή 2003, σ. I‑8349, σκέψη 24, και του Πρωτοδικείου της 21ης Μαΐου 2008, T-495/04, Belfass κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. II‑781, σκέψη 43).

52      Επομένως, οι διατάξεις της οδηγίας 1999/70, οι οποίες θέτουν σε εφαρμογή τη συμφωνία-πλαίσιο, δεν μπορούν να καταστούν, αυτές καθ’ εαυτές, πηγή υποχρεώσεων για το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, κατά την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας τους ή της εξουσίας τους λήψεως αποφάσεων για να ρυθμίσουν τις σχέσεις των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με τους μη μονίμους υπαλλήλους τους. Δεν μπορούν, αυτές καθ’ εαυτές, ούτε να στηρίξουν ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 88 του ΚΛΠ ή της αποφάσεως της 28ης Απριλίου 2004.

53      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

54      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο ΔΔ υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο απορρίπτοντας, στη σκέψη 118 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις ενστάσεις ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 88 του ΚΛΠ και της αποφάσεως της 28ης Απριλίου 2004 με το σκεπτικό ότι το άρθρο αυτό και η εν λόγω απόφαση δεν παραβλέπουν τους σχετικούς με την εργασία ορισμένου χρόνου σκοπούς και ελάχιστους κανόνες της συμφωνίας-πλαισίου, την οποία θέτει σε εφαρμογή η οδηγία 1999/70.

55      Ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως θέτει, στην ουσία, το ζήτημα αν και υπό ποιες προϋποθέσεις η οδηγία 1999/70, η οποία θέτει σε εφαρμογή τη συμφωνία-πλαίσιο, δύναται να τύχει επικλήσεως για να προσδιοριστεί η ύπαρξη ή για να διευκρινιστεί το περιεχόμενο μιας υποχρεώσεως των θεσμικών οργάνων ικανής να στηρίξει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 88 του ΚΛΠ και της αποφάσεως της 28ης Απριλίου 2004, άρθρου και αποφάσεως που ελήφθησαν ως βάση των επίμαχων ατομικών αποφάσεων, στο μέτρο που, κατά τον λόγο αναιρέσεως, εμπόδισαν τη δυνατότητα της ΑΣΣΠΑ να μετατρέψει σε σύμβαση αορίστου χρόνου διαδοχικές συμβάσεις προσλήψεως για ορισμένο χρόνο έχουσες ως αντικείμενο τη διαρκή εκτέλεση μονίμων καθηκόντων.

56      Εν προκειμένω, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, καίτοι οι διατάξεις της οδηγίας 1999/70, οι οποίες θέτουν σε εφαρμογή τη συμφωνία-πλαίσιο, δεν μπορούν, αυτές καθ’ εαυτές, να καταστούν πηγή υποχρεώσεων για το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, κατά την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας τους ή της εξουσίας τους λήψεως αποφάσεων για να ρυθμίσουν τις σχέσεις των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με τους μη μονίμους υπαλλήλους τους, και δεν μπορούν ούτε να στηρίξουν ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 88 του ΚΛΠ ή της αποφάσεως της 28ης Απριλίου 2004 (βλ. σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως), παρά ταύτα οι κανόνες ή αρχές που διατυπώνονται ή συνάγονται στην οδηγία αυτή δύνανται να τύχουν επικλήσεως κατά των ανωτέρω οργάνων όταν, οι ίδιοι, αποτελούν ειδική έκφραση θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης ΕΚ και γενικών αρχών που δεσμεύουν ευθέως τα εν λόγω όργανα (βλ., στο ίδιο πνεύμα, προαναφερθείσα στη σκέψη 51 απόφαση Rinke, σκέψεις 24 έως 28). Συγκεκριμένα, σε μια κοινότητα δικαίου, η ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου αποτελεί θεμελιώδη επιταγή (απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Δεκεμβρίου 2005, C-453/03, C-11/04, C-12/04 και C-194/04, ABNA κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I‑10423, σκέψη 104) και κάθε υποκείμενο δικαίου υπόκειται στην αρχή του σεβασμού της νομιμότητας. Έτσι, τα θεσμικά όργανα οφείλουν να τηρούν τους κανόνες της Συνθήκης ΕΚ και τις γενικές αρχές του δικαίου που έχουν εφαρμογή επ’ αυτών, όπως κάθε άλλο υποκείμενο δικαίου (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψεις 18 έως 21, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Δεκεμβρίου 2009, T-195/08, Antwerpse Bouwwerken κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑4439, σκέψη 55).

57      Από την προαναφερθείσα νομολογία προκύπτει ότι το ΚΛΠ και η απόφαση της 28ης Απριλίου 2004 πρέπει να ερμηνεύονται, στο μέτρο του δυνατού, προς την κατεύθυνση της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου και κατά τρόπο που συνάδει με τους σκοπούς και τους κανόνες της συμφωνίας-πλαισίου, τους οποίους θέτει σε εφαρμογή η οδηγία 1999/70, όπως το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε στις σκέψεις 117 και 118 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μόνο στο μέτρο που οι σκοποί και οι κανόνες αυτοί αποτελούν, οι ίδιοι, ειδική έκφραση θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης ΕΚ και γενικών αρχών που δεσμεύουν ευθέως τα θεσμικά όργανα.

58      Συναφώς, στις σκέψεις 122 και 123 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο ΔΔ διαπίστωσε ότι «η συμφωνία-πλαίσιο σκοπό [είχε] να υπαγάγει τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων στην κατηγορία σχέσεων εργασίας [ορισμένου χρόνου] που θεωρείται δυνητική πηγή καταχρήσεων εις βάρος των εργαζομένων, θέτοντας ορισμένες διατάξεις ελάχιστης προστασίας για να μη περιέρχεται σε αβεβαιότητα η κατάσταση των μισθωτών» και ότι «η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου [είχε] ως σκοπό ειδικά να “αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου”».

59      Η αρχή της απαγορεύσεως της καταχρήσεως δικαιώματος, βάσει της οποίας ουδείς δύναται να επικαλεστεί καταχρηστικώς κανόνες δικαίου, αποτελεί μέρος των γενικών αρχών του δικαίου των οποίων την τήρηση διασφαλίζει ο δικαστής (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Μαΐου 2008, C-162/07, Ampliscientifica και Amplifin, Συλλογή 2008, σ. I‑4019, σκέψεις 27, 30 και 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και του Πρωτοδικείου της 8ης Μαΐου 2007, T-271/04, Citymo κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑1375, σκέψη 107 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

60      Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι ο καθορισμός νομικού πλαισίου για την αποτροπή των καταχρήσεων δικαιώματος που απορρέουν από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σκοπός που έχει αναγνωριστεί και ενθαρρυνθεί από τον νομοθέτη στην οδηγία 1999/70. Περαιτέρω, η συναγωγή των επιβαλλομένων αρνητικών συνεπειών σε περιπτώσεις καταχρήσεως δικαιώματος στον τομέα αυτόν στοιχεί με τους σκοπούς που η Κοινότητα και τα κράτη μέλη, μεριμνώντας για τη διασφάλιση των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως εκτίθενται στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη που υπεγράφη στο Τορίνο στις 18 Οκτωβρίου 1961 και στον Κοινοτικό Χάρτη, του 1989, των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων, έθεσαν με το άρθρο 136 ΕΚ, στους οποίους περιλαμβάνονται η βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας των εργαζομένων και η κατάλληλη κοινωνική προστασία των τελευταίων.

61      Επομένως, ο νομοθέτης, κατά την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας που αντλεί από το άρθρο 283 ΕΚ για να καθορίσει το ΚΛΠ, και η ΑΣΣΠΑ, κατά την άσκηση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει στο πλαίσιο που έχουν ορίσει οι διατάξεις του ΚΛΠ, οφείλουν, όταν θεσπίζουν ή εφαρμόζουν τους κανόνες που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των μη μονίμων υπαλλήλων τους, να αποτρέπουν τις καταχρήσεις δικαιώματος που μπορούν να απορρεύσουν από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων προσλήψεως για ορισμένο χρόνο, σύμφωνα με τους κατά το άρθρο 136 ΕΚ σκοπούς βελτιώσεως των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας των εργαζομένων καθώς και κατάλληλης κοινωνικής προστασίας των τελευταίων.

62      Εφόσον το Δικαστήριο ΔΔ διαπίστωσε, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι οι σκοποί και οι ελάχιστοι κανόνες της συμφωνίας-πλαισίου, την οποία θέτει σε εφαρμογή η οδηγία 1999/70, και, ακριβέστερα, της ρήτρας της 5, σημείο 1, αποτελούν ειδικές εκφράσεις της αρχής της απαγορεύσεως της καταχρήσεως δικαιώματος, η οποία είναι γενική αρχή του δικαίου, το Δικαστήριο ΔΔ βάσιμα ερεύνησε, κατά την επί της ουσίας εξέταση των ενστάσεων ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 88 του ΚΛΠ και της αποφάσεως της 28ης Απριλίου 2004, σε ποιο μέτρο το άρθρο αυτό και η εν λόγω απόφαση μπορούν να ερμηνευθούν κατά τρόπο σύμφωνο με τους σκοπούς και τους ελάχιστους κανόνες της συμφωνίας-πλαισίου και, τελικά, με την αρχή της απαγορεύσεως της καταχρήσεως δικαιώματος.

63      Επομένως, τα περί του αντιθέτου επιχειρήματα της Επιτροπής και του Συμβουλίου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

64      Κατά συνέπεια, μένει να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, το Δικαστήριο ΔΔ υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο απορρίπτοντας, στη σκέψη 118 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις ενστάσεις ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 88 του ΚΛΠ και της αποφάσεως της 28ης Απριλίου 2004, επειδή κατά τους αναιρεσείοντες το άρθρο αυτό και η εν λόγω απόφαση δεν ερμηνεύθηκαν ή, εν πάση περιπτώσει, δεν μπόρεσαν να ερμηνευθούν κατά τρόπο σύμφωνο με τους σχετικούς με την εργασία ορισμένου χρόνου σκοπούς και ελάχιστους κανόνες της συμφωνίας-πλαισίου, την οποία θέτει σε εφαρμογή η οδηγία 1999/70, ενώ δεν στοιχούν με την υποχρέωση που τα θεσμικά όργανα έχουν, κατά την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας τους ή της εξουσίας τους λήψεως αποφάσεων, να αποτρέπουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων προσλήψεως για ορισμένο χρόνο στη δημόσια διοίκηση.

65      Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι αναιρεσείοντες αμφισβήτησαν τη νομιμότητα του άρθρου 88 του ΚΛΠ και της αποφάσεως της 28ης Απριλίου 2004 προβάλλοντας ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, κατά το άρθρο 241 ΕΚ, σε ένδικη διαφορά η οποία αφορούσε τη νομιμότητα των επίμαχων ατομικών αποφάσεων, με τις οποίες η ΑΣΣΠΑ αρνήθηκε να συνάψει νέες συμβάσεις προσλήψεως ή να ανανεώσει τις προηγούμενες συμβάσεις προσλήψεώς τους ως συμβασιούχων υπαλλήλων επιφορτισμένων με επικουρικά καθήκοντα, για αόριστο και όχι για ορισμένο χρόνο. Πάντως, η παρεχόμενη από το άρθρο 241 ΕΚ δυνατότητα να γίνει επίκληση του ανεφάρμοστου ενός κανονισμού ή μιας πράξεως γενικής ισχύος που αποτελεί τη νομική βάση της προσβαλλομένης εκτελεστικής πράξεως δεν συνιστά αυτοτελές ένδικο βοήθημα και δύναται να ασκηθεί μόνον παρεμπιπτόντως. Αν δεν υπάρχει δικαίωμα ασκήσεως κύριου ένδικου βοηθήματος, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του εν λόγω άρθρου 241 ΕΚ (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Ιουλίου 1981, 33/80, Albini κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2141, σκέψη 17, και της 11ης Ιουλίου 1985, 87/77, 130/77, 22/83, 9/84 και 10/84, Salerno κ.λπ. κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, Συλλογή 1985, σ. 2523, σκέψη 36· απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Οκτωβρίου 1996, T-154/94, CSF και CSME κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑1377, σκέψη 16). Επομένως, ο υπό εξέταση λόγος αναιρέσεως δύναται να αφορά μόνο το ζήτημα αν στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Δικαστήριο ΔΔ υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας ότι το άρθρο 88 του ΚΛΠ και η απόφαση της 28ης Απριλίου 2004 δεν συνιστούν παράβαση της υποχρεώσεως του Συμβουλίου και της Επιτροπής, κατά την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας τους ή της εξουσίας τους λήψεως αποφάσεων, να αποτρέπουν τις καταχρήσεις δικαιώματος που απορρέουν από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων προσλήψεως για ορισμένο χρόνο, κατά το μέρος που το άρθρο αυτό και η εν λόγω απόφαση δεν επιβάλλουν στην ΑΣΣΠΑ να μετατρέψει σε σύμβαση αορίστου χρόνου διαδοχικές συμβάσεις προσλήψεως για ορισμένο χρόνο έχουσες ως αντικείμενο τη διαρκή εκτέλεση μονίμων καθηκόντων.

66      Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, καίτοι ο νομοθέτης οφείλει να αποτρέπει με αποτελεσματικό τρόπο την καταχρηστική σύναψη από την ΑΣΣΠΑ διαδοχικών συμβάσεων προσλήψεως για ορισμένο χρόνο, παρά ταύτα ο νομοθέτης έχει, βάσει του άρθρου 249, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, πλήρη ελευθερία επιλογής των πλέον κατάλληλων προς τούτο τύπων και μέσων. Έτσι, από τις διατάξεις της οδηγίας 1999/70, όπως έχουν διευκρινιστεί από τη νομολογία, προκύπτει ότι η υποχρέωση αποτροπής των καταχρήσεων δικαιώματος που απορρέουν από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δύναται να τηρηθεί με διάφορους τρόπους και, ιδίως, με τη θέσπιση μέτρων που είτε ορίζουν ότι η ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας πρέπει να δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους είτε περιορίζουν τη συνολική ανώτατη διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, είτε ακόμη περιορίζουν τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Αντιθέτως, έχει διαπιστωθεί ότι η τήρηση της ίδιας υποχρεώσεως δεν επιβάλλει να προβλέπεται η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, τουλάχιστον όταν η περί ης πρόκειται ρύθμιση προβλέπει μέτρα προοριζόμενα να αποτρέψουν με αποτελεσματικό τρόπο την καταχρηστική σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, καθώς και μέτρα παρέχοντα τη δυνατότητα να επιβάλλονται οι δέουσες κυρώσεις για τέτοιες καταχρήσεις, εξαλειφομένων των ζημιογόνων συνεπειών που υπήρξαν για τον ενδιαφερόμενο (βλ., στο ίδιο πνεύμα και κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2006, C-212/04, Αδενέλερ κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑6057, σκέψεις 91 και 102, και της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C-53/04, Marrosu και Sardino, Συλλογή 2006, σ. I‑7213, σκέψεις 47 και 53).

67      Πάντως, από τις σκέψεις 77 έως 86 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι οι διατάξεις του ΚΛΠ που διέπουν τη σύναψη και την ανανέωση των συμβάσεων προσλήψεως εκτάκτων υπαλλήλων, επικουρικών υπαλλήλων, συμβασιούχων υπαλλήλων ή συμβασιούχων υπαλλήλων επιφορτισμένων με επικουρικά καθήκοντα απαγορεύουν στην ΑΣΣΠΑ να χρησιμοποιεί διαδοχικές συμβάσεις προσλήψεως για ορισμένο χρόνο με αντικείμενο τη διαρκή εκτέλεση μονίμων καθηκόντων. Επιπλέον, από τη σκέψη 87 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, όταν η ΑΣΣΠΑ έχει χρησιμοποιήσει διαδοχικές συμβάσεις προσλήψεως για ορισμένο χρόνο με αντικείμενο τη διαρκή εκτέλεση μονίμων καθηκόντων, η κατάχρηση αυτή θα μπορεί να διορθωθεί και οι αρνητικές συνέπειες που υπήρξαν για τον ενδιαφερόμενο θα μπορούν να αρθούν με το να γίνει επαναχαρακτηρισμός της συμβάσεως προσλήψεως σύμφωνος με τις διατάξεις του ΚΛΠ, ο οποίος θα μπορεί ειδικά να οδηγήσει στη μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων προσλήψεως για ορισμένο χρόνο σε σύμβαση αορίστου χρόνου.

68      ΄Ετσι, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Δικαστήριο ΔΔ δεν υπέπεσε στην προβαλλόμενη από τους αναιρεσείοντες πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το άρθρο 88 του ΚΛΠ και η απόφαση της 28ης Απριλίου 2004 δεν συνιστούν παράβαση της υποχρεώσεως του Συμβουλίου και της Επιτροπής να αποτρέπουν και να επιβάλλουν αποτελεσματικές κυρώσεις για τις καταχρήσεις δικαιώματος που μπορούν να απορρεύσουν από τη χρησιμοποίηση, από την ΑΣΣΠΑ, διαδοχικών συμβάσεων προσλήψεως για ορισμένο χρόνο εχουσών ως αντικείμενο τη διαρκή εκτέλεση μονίμων καθηκόντων.

69      Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

70      Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες διατείνονται ότι το Δικαστήριο ΔΔ υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο απορρίπτοντας την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 88 του ΚΛΠ με την οποία είχαν προβάλει παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, επειδή έκρινε ότι η αιτιολογία που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 36 του κανονισμού 723/2004 αρκεί για να δικαιολογήσει τον σκοπό που επιδιώχθηκε με τη δημιουργία της νέας κατηγορίας των επιφορτισμένων με επικουρικά καθήκοντα συμβασιούχων υπαλλήλων και, επιπλέον, ότι δεν επιβαλλόταν ειδική αιτιολογία, εφόσον το άρθρο 88 του ΚΛΠ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3β του ΚΛΠ ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου, δεν θίγει τους σχετικούς με την εργασία ορισμένου χρόνου σκοπούς και ελάχιστους κανόνες της συμφωνίας-πλαισίου.

71      Λαμβανομένου υπόψη ότι οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν την άρνηση της ΑΣΣΠΑ να συνάψει για αόριστο χρόνο νέες συμβάσεις προσλήψεως ή να ανανεώσει για αόριστο χρόνο τις προηγούμενες συμβάσεις τους προσλήψεως, διαπιστώνεται ότι, με την ένστασή τους ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 88 του ΚΛΠ, οι αναιρεσείοντες είχαν προβάλει την αιτίαση ότι ο νομοθέτης δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους δεν επέβαλε στην ΑΣΣΠΑ μια γενική υποχρέωση μετατροπής, σε σύμβαση αορίστου χρόνου, διαδοχικών συμβάσεων προσλήψεως για ορισμένο χρόνο εχουσών ως αντικείμενο τη διαρκή εκτέλεση μονίμων καθηκόντων.

72      Για να απορρίψει την εν λόγω ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, το Δικαστήριο ΔΔ διαπίστωσε, στη σκέψη 141 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ειδική αιτιολογία ήταν ακόμη λιγότερο επιβεβλημένη εν προκειμένω επειδή, όπως είχε διαπιστωθεί στη σκέψη 134 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το άρθρο 88 του ΚΛΠ δεν θίγει τους σχετικούς με την εργασία ορισμένου χρόνου σκοπούς και ελάχιστους κανόνες της συμφωνίας-πλαισίου.

73      Στο μέτρο που ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως μπορέσει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι με αυτόν προβάλλεται, στην ουσία, πλάνη περί το δίκαιο στην οποία το Δικαστήριο ΔΔ υπέπεσε μη εκθέτοντας, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι ο νομοθέτης όφειλε, βάσει της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που προβλέπεται από το άρθρο 253 ΕΚ, να παραθέσει τους λόγους για τους οποίους δεν επέβαλε στην ΑΣΣΠΑ μια γενική υποχρέωση μετατροπής, σε σύμβαση αορίστου χρόνου, διαδοχικών συμβάσεων προσλήψεως για ορισμένο χρόνο εχουσών ως αντικείμενο τη διαρκή εκτέλεση μονίμων καθηκόντων, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 67 της παρούσας αποφάσεως, ορθώς το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε στην ουσία, στη σκέψη 134 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο νομοθέτης δεν όφειλε να επιβάλει την εν λόγω υποχρέωση, επειδή οι διατάξεις του ΚΛΠ καθιστούν δυνατό να αποτρέπονται και να επισύρουν αποτελεσματικές κυρώσεις οι καταχρήσεις δικαιώματος που μπορούν να απορρεύσουν από τη χρησιμοποίηση, από την ΑΣΣΠΑ, διαδοχικών συμβάσεων προσλήψεως για ορισμένο χρόνο εχουσών ως αντικείμενο τη διαρκή εκτέλεση μονίμων καθηκόντων, και επειδή, εν ανάγκη, μπορούν μάλιστα να οδηγήσουν στη μετατροπή αυτών των συμβάσεων προσλήψεως σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Κατά συνέπεια, πάλι ορθώς το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε, στις σκέψεις 141 και 142 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο νομοθέτης δεν όφειλε να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους δεν επέβαλε την περί ης πρόκειται γενική υποχρέωση.

74      Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

75      Στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Δικαστήριο ΔΔ ότι υπέπεσε πολλαπλώς σε πλάνη περί το δίκαιο στο μέρος του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όπου απέρριψε τις αιτιάσεις που έθεταν ευθέως υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα των επίμαχων ατομικών αποφάσεων, με τις οποίες η ΑΣΣΠΑ αρνήθηκε να συνάψει για αόριστο χρόνο νέες συμβάσεις προσλήψεως ή να ανανεώσει για αόριστο χρόνο τις προηγούμενες συμβάσεις προσλήψεως των αναιρεσειόντων.

76      Για να δοθεί απάντηση στις αιτιάσεις που οι αναιρεσείοντες προβάλλουν στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να υπομνησθούν ή να διευκρινιστούν οι έννοιες και τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά των διαφόρων ειδών συμβάσεως προσλήψεως στη δημόσια διοίκηση, όπως προβλέπονται από τον ΚΥΚ ή από το ΚΛΠ.

77      Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η έννοια της «μόνιμης θέσης ενός από τα όργανα», κατά το άρθρο 1α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, καλύπτει μόνο τις θέσεις που ρητώς προβλέπονται ως «μόνιμες», ή αποκαλούνται με παρόμοιο τρόπο, στον προϋπολογισμό (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 1964, 18/63, Schmitz κατά ΕΟΚ, Rec. 1964, σ. 163 και συγκεκριμένα σ. 192 (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1053, συνοπτική μετάφραση στα ελληνικά), και του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2002, T-137/99 και T-18/00, Martinez Paramo κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑119 και II‑639, σκέψη 96). Κάθε αντίθετη ερμηνεία θα οδηγούσε στο να αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των μονίμων θέσεων που έχουν επιτραπεί από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή, με αποτέλεσμα να αποβούν μάταιες τόσο οι εξουσίες όσο και οι προθέσεις της (προαναφερθείσα απόφαση Schmitz κατά ΕΟΚ, σ. 192).

78      Στη συνέχεια, από συνδυασμό του άρθρου 1α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ και των άρθρων 2 έως 5 του ΚΛΠ προκύπτει ότι οι μόνιμες θέσεις των θεσμικών οργάνων προορίζονται, κατ’ αρχήν, να καλύπτονται με μονίμους υπαλλήλους και ότι, επομένως, μόνο κατ’ εξαίρεση τέτοιες θέσεις μπορούν να καταληφθούν από μη μονίμους υπαλλήλους.

79      Έτσι, καίτοι το άρθρο 2, στοιχεία β΄ και δ΄, του ΚΛΠ ρητώς ορίζει ότι έκτακτοι υπάλληλοι δύνανται να προσληφθούν για να καταλάβουν μόνιμη θέση, παρά ταύτα διευκρινίζει επίσης ότι τούτο μπορεί να γίνει μόνο προσωρινά. Επιπλέον, το άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ ορίζει ότι η σύμβαση προσλήψεως εκτάκτου υπαλλήλου δεν μπορεί να υπερβεί μια τετραετία και δύναται να ανανεωθεί μόνο μία φορά για δύο έτη το πολύ. Κατά τη λήξη της περιόδου αυτής, λύεται υποχρεωτικά η υπαλληλική σχέση του εκτάκτου υπαλλήλου είτε με παύση των καθηκόντων του είτε με μονιμοποίησή του υπό τις προϋποθέσεις του ΚΥΚ. Η εν λόγω εξαίρεση από την αρχή ότι οι μόνιμες θέσεις προορίζονται να καλύπτονται με τον ορισμό μονίμων υπαλλήλων σε αυτές έχει ως σκοπό μόνο να καλύψει τις ανάγκες της υπηρεσίας, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Φεβρουαρίου 1989, 341/85, 251/86, 258/86, 259/86, 262/86, 266/86, 222/87 και 232/87, van der Stijl και Cullington κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 511, σκέψεις 28 και 33). Περαιτέρω, η εξαίρεση αυτή μπορεί να διαδραματίσει ρόλο μόνον αν το θεσμικό όργανο διαθέτει κενή μόνιμη θέση, που προβλέπεται από τον προϋπολογισμό (προαναφερθείσα στη σκέψη 77 απόφαση Martinez Paramo κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 97).

80      Επιπλέον, καίτοι το άρθρο 3, στοιχείο β΄, και το άρθρο 3β, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β΄, του ΚΛΠ ορίζουν αντιστοίχως ότι οι έκτακτοι υπάλληλοι και οι επιφορτισμένοι με επικουρικά καθήκοντα συμβασιούχοι υπάλληλοι μπορούν να προσληφθούν για να αντικαταστήσουν, αφότου έχουν εξεταστεί οι δυνατότητες καλύψεως των σχετικών θέσεων με τη βοήθεια μονίμων υπαλλήλων του θεσμικού οργάνου, ορισμένους μονίμους ή εκτάκτους υπαλλήλους που κατέχουν μόνιμη θέση, παρά ταύτα τα άρθρα 51 και 53 του ΚΛΠ, αφενός, και το άρθρο 88 του ΚΛΠ, αφετέρου, διευκρινίζουν ότι η σύμβαση προσλήψεώς τους πρέπει να συναφθεί για ορισμένο χρόνο και περιορίζουν τόσο τις δυνατότητες ανανεώσεως της συμβάσεως προσλήψεως όσο και τη δυνατή πραγματική διάρκεια της προσλήψεως αυτής. Τούτο προσδίδει στην εν λόγω πρόσληψη προσωρινό χαρακτήρα, ο οποίος στοιχεί με αυτόν τούτο τον σκοπό της, δηλαδή την αντικατάσταση ενός υπαλλήλου, μονίμου ή εκτάκτου, που προσωρινά δεν είναι διαθέσιμος (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 1979, 17/78, Deshormes κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/I, σ. 89, σκέψη 37).

81      Όσο για τις θέσεις οι οποίες περιλαμβάνονται στον πίνακα θέσεων που προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού το οποίο αφορά το αντίστοιχο όργανο και στις οποίες οι αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές έχουν προσδώσει προσωρινό χαρακτήρα, οι θέσεις αυτές πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο α΄, και το άρθρο 9 του ΚΛΠ, να καλύπτονται με εκτάκτους υπαλλήλους. Εφόσον οι θέσεις αυτές περιλαμβάνονται στον πίνακα θέσεων, αντιστοιχούν σε μόνιμα καθήκοντα δημόσιας υπηρεσίας, τα οποία όμως, βάσει της επιλογής της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής, δεν αντιστοιχούν σε «μόνιμη θέση», υπό την έννοια που ορίζεται στη σκέψη 77 της παρούσας αποφάσεως, που θα προοριζόταν να καλυφθεί με μόνιμο υπάλληλο, σύμφωνα με την αρχή που διατυπώνεται στη σκέψη 78 της παρούσας αποφάσεως. Κατά συνέπεια, είναι δυνατόν να προβλεφθεί ότι οι συμβάσεις προσλήψεως που αφορούν τέτοιες θέσεις μπορούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ, να συναφθούν για αόριστο χρόνο. Όταν έχει συναφθεί για ορισμένο χρόνο, η σύμβαση προσλήψεως μπορεί να ανανεωθεί μόνο μία φορά για ορισμένο χρόνο και καθίσταται αορίστου χρόνου σε περίπτωση περαιτέρω ανανεώσεως.

82      Τέλος, όσον αφορά τις θέσεις οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στον πίνακα θέσεων που προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού το οποίο αφορά το αντίστοιχο όργανο και οι οποίες, επομένως, αμείβονται από τις συνολικές πιστώσεις που ανοίγονται προς τούτο στο τμήμα του προϋπολογισμού το οποίο αφορά το όργανο αυτό σύμφωνα με το άρθρο 3 και το άρθρο 79, παράγραφος 1, του ΚΛΠ, οι θέσεις αυτές δεν αντιστοιχούν σε μόνιμα καθήκοντα δημόσιας υπηρεσίας και, επομένως, ούτε σε «μόνιμη θέση», υπό την έννοια που ορίζεται στη σκέψη 77 της παρούσας αποφάσεως, ή σε έκτακτη θέση, υπό την έννοια που ορίζεται στη σκέψη 81 της παρούσας αποφάσεως. Πριν από την εφαρμογή των νέων διατάξεων του ΚΛΠ που προήλθαν από τον κανονισμό 723/2004, οι θέσεις αυτές έπρεπε να καλύπτονται με επικουρικούς υπαλλήλους, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ΚΛΠ. Από τις 31 Δεκεμβρίου 2006, σύμφωνα με το άρθρο 52 του ΚΛΠ, ουδείς νέος επικουρικός υπάλληλος δύναται να προσληφθεί, ενώ οι μη μόνιμες και μη έκτακτες θέσεις, που παλαιότερα καλύπτονταν με επικουρικούς υπαλλήλους, πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3α, παράγραφος 1, και του άρθρου 3β, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ, να καταλαμβάνονται είτε από συμβασιούχους υπαλλήλους είτε από συμβασιούχους υπαλλήλους επιφορτισμένους με επικουρικά καθήκοντα.

83      Όσον αφορά τις εντός θεσμικού οργάνου μη μόνιμες και μη έκτακτες θέσεις με τόπο υπηρεσίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όσες από αυτές αφορούν την παροχή χειρωνακτικής εργασίας ή υπηρεσιών διοικητικής υποστηρίξεως πρέπει πλέον να διακρίνονται από εκείνες που αφορούν την εκτέλεση άλλων καθηκόντων. Οι πρώτες πρέπει να καλύπτονται με συμβασιούχους υπαλλήλους, σύμφωνα με το άρθρο 3α, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ, ενώ οι δεύτερες πρέπει να καλύπτονται με συμβασιούχους υπαλλήλους επιφορτισμένους με επικουρικά καθήκοντα, σύμφωνα με το άρθρο 3β, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ. Τα τελευταία είδη θέσεων, τα οποία προορίζονται να καλύπτονται με συμβασιούχους υπαλλήλους επιφορτισμένους με επικουρικά καθήκοντα, αντιστοιχούν, κατ’ αρχήν, σε θέσεις που ως εκ της φύσεώς τους είναι προσωρινές, στο μέτρο που αντιστοιχούν σε καθήκοντα του περί ου πρόκειται οργάνου τα οποία έχουν παροδικό χαρακτήρα ή ανταποκρίνονται σε επείγουσα ανάγκη, χωρίς να είναι αμέσως διαθέσιμη κατάλληλη θέση προβλεπόμενη από τον προϋπολογισμό, ή δεν έχουν καθοριστεί επακριβώς (βλ., στο ίδιο πνεύμα και κατ’ αναλογία, προαναφερθείσα στη σκέψη 80 απόφαση Deshormes κατά Επιτροπής, σκέψη 37, και αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Νοεμβρίου 1981, 106/80, Fournier κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2759, σκέψη 9, και της 23ης Φεβρουαρίου 1983, 225/81 και 241/81, Toledano Laredo και Garilli κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 347, σκέψη 6).

84      Σε συνάρτηση με την ίδια τους τη φύση, έχει προβλεφθεί ότι οι συμβάσεις προσλήψεως συμβασιούχων υπαλλήλων επιφορτισμένων με επικουρικά καθήκοντα συνάπτονται για ορισμένο χρόνο. Επιπλέον, οι δυνατότητες ανανεώσεως τέτοιων συμβάσεων, όπως η δυνατή πραγματική διάρκεια της προσλήψεως βάσει των συμβάσεων αυτών, είναι περιορισμένες.

85      Αντιθέτως, οι μη μόνιμες και μη έκτακτες θέσεις που πρέπει να καλύπτονται με συμβασιούχους υπαλλήλους, σύμφωνα με το άρθρο 3α, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ, αντιστοιχούν σε θέσεις που ως εκ της φύσεώς τους δεν είναι προσωρινές, στο μέτρο που αντιστοιχούν στην παροχή χειρωνακτικής εργασίας ή υπηρεσιών διοικητικής υποστηρίξεως στο περί ου πρόκειται όργανο, εργασίας ή υπηρεσιών που μπορούν να έχουν μόνιμο χαρακτήρα και να καθοριστούν επακριβώς, όπως προκύπτει από το άρθρο 80, παράγραφος 3, του ΚΛΠ. Κατά συνέπεια, καίτοι το άρθρο 85, παράγραφοι 1 και 2, του ΚΛΠ ορίζει ότι οι συμβάσεις προσλήψεως συμβασιούχων υπαλλήλων συνάπτονται για ορισμένο χρόνο, παρά ταύτα ορίζει επίσης ότι η συνολική διάρκεια εργασίας με σύμβαση ορισμένου χρόνου δεν δύναται να υπερβεί τα δέκα έτη και ότι, μετά από μία ή περισσότερες ανανεώσεις, αναλόγως της περιπτώσεως, η εν λόγω σύμβαση δύναται να ανανεωθεί μόνο για αόριστο χρόνο.

86      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το κύριο χαρακτηριστικό των συμβάσεων προσλήψεως συμβασιούχων υπαλλήλων επιφορτισμένων με επικουρικά καθήκοντα είναι η προσωρινότητά τους, η οποία αντιστοιχεί σε αυτόν τούτο τον σκοπό των συμβάσεων αυτών ο οποίος συνίσταται στην εκτέλεση από το περιστασιακό προσωπικό καθηκόντων που ως εκ της φύσεώς τους ή ελλείψει μονίμου υπαλλήλου είναι προσωρινά. Κατά συνέπεια, το καθεστώς αυτό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την ΑΣΣΠΑ για να ανατεθούν επί μακρές περιόδους στο προσωπικό αυτό καθήκοντα που αντιστοιχούν σε «μόνιμη θέση», υπό την έννοια που ορίζεται στη σκέψη 77 της παρούσας αποφάσεως, ή καθήκοντα που αντιστοιχούν σε θέση η οποία περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων που προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού το οποίο αφορά το αντίστοιχο όργανο και στην οποία οι αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές έχουν προσδώσει προσωρινό χαρακτήρα (βλ. σκέψη 81 της παρούσας αποφάσεως), ή ακόμη η παροχή χειρωνακτικής εργασίας ή υπηρεσιών διοικητικής υποστηρίξεως, υπό την έννοια του άρθρου 3α, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ, οπότε το προσωπικό αυτό θα χρησιμοποιούνταν αντικανονικά, με αντίτιμο μια παρατεταμένη αβεβαιότητα (βλ., στο ίδιο πνεύμα και κατ’ αναλογία, προαναφερθείσα στη σκέψη 80 απόφαση Deshormes κατά Επιτροπής, σκέψεις 37 και 38, και απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1985, 43/84, Maag κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 2581, σκέψεις 18 και 19). Συγκεκριμένα, μια τέτοια χρησιμοποίηση θα αντέβαινε στην αρχή της απαγορεύσεως της καταχρήσεως δικαιώματος, η οποία έχει εφαρμογή για τη χρησιμοποίηση, από την ΑΣΣΠΑ, διαδοχικών συμβάσεων προσλήψεως για ορισμένο χρόνο στη δημόσια διοίκηση (σκέψεις 71 επ. της παρούσας αποφάσεως). Θα αντέβαινε επίσης στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στη δημόσια διοίκηση (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, C-227/04 P, Lindorfer κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I‑6767, σκέψη 63, και της 17ης Ιουλίου 2008, C-71/07 P, Campoli κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑5887, σκέψη 50), κατά την οποία οι υπάλληλοι που βρίσκονται αντικειμενικά σε πανομοιότυπες συνθήκες ή καταστάσεις πρέπει να υπόκεινται στους ίδιους κανόνες.

87      Καίτοι αντίκειται στις διατάξεις του ΚΥΚ και του ΚΛΠ το να μπορούν μη μόνιμοι υπάλληλοι, απλώς και μόνον επειδή, επί μακρές περιόδους, τους είχαν ανατεθεί καθήκοντα που αντιστοιχούν σε «μόνιμη θέση» υπό την έννοια που ορίζεται στη σκέψη 77 της παρούσας αποφάσεως, να χαρακτηριστούν ως μόνιμοι υπάλληλοι υπό την έννοια του άρθρου 1α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, παρά ταύτα τίποτα δεν αποκλείει το ενδεχόμενο, λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων που ασκήθηκαν από μη μόνιμο υπάλληλο και των πραγματικών περιστάσεων, ο δικαστής, που καλείται να αποφανθεί επί προσφυγής που ασκήθηκε βάσει του άρθρου 117 του ΚΛΠ και του άρθρου 91 του ΚΥΚ, να χαρακτηρίσει νομίμως ως σύμβαση προσλήψεως εκτάκτου υπαλλήλου τη σύμβαση που τυπικά εμφανίζεται ως σύμβαση προσλήψεως επικουρικού υπαλλήλου, συμβασιούχου υπαλλήλου ή συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα, στο πλαίσιο της οποίας ο υπάλληλος όντως άσκησε καθήκοντα που αντιστοιχούν σε μόνιμη θέση (βλ., στο ίδιο πνεύμα, προαναφερθείσα στη σκέψη 80 απόφαση Deshormes κατά Επιτροπής, σκέψεις 44 έως 53) ή σε θέση η οποία περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων που προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού το οποίο αφορά το αντίστοιχο όργανο και στην οποία οι αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές έχουν προσδώσει προσωρινό χαρακτήρα (βλ. σκέψη 81 της παρούσας αποφάσεως). Ομοίως, τίποτα δεν εμποδίζει το ενδεχόμενο, λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων που ασκήθηκαν από μη μόνιμο υπάλληλο και των πραγματικών περιστάσεων, ο δικαστής να χαρακτηρίσει νομίμως ως σύμβαση προσλήψεως συμβασιούχου υπαλλήλου, υπό την έννοια του άρθρου 3α του ΚΛΠ, τη σύμβαση που τυπικά εμφανίζεται ως σύμβαση προσλήψεως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα, υπό την έννοια του άρθρου 3β του ΚΛΠ, στο πλαίσιο της οποίας ο υπάλληλος, στην πραγματικότητα, παρέσχε χειρωνακτική εργασία ή υπηρεσίες διοικητικής υποστηρίξεως, υπό την έννοια του άρθρου 3α, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ. Στις τελευταίες περιπτώσεις, θα μπορεί επίσης να τεθεί ενδεχομένως το ζήτημα οι διαδοχικές συμβάσεις προσλήψεως για ορισμένο χρόνο να επαναχαρακτηριστούν ως αορίστου χρόνου σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου, υπό την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄ ή γ΄, του ΚΛΠ, ή συμβασιούχου υπαλλήλου, υπό την έννοια του άρθρου 3α του ΚΛΠ, και τούτο κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, ή του άρθρου 85 του ΚΛΠ.

88      Πάντως, τούτο προϋποθέτει ότι ο περί ου πρόκειται μη μόνιμος υπάλληλος έχει υποβάλει στην ΑΣΣΠΑ αίτηση ούτως ώστε, αφενός, η περίοδος υπηρεσίας που τυπικά συμπληρώθηκε σε εκτέλεση συμβάσεως προσλήψεως επικουρικού υπαλλήλου, συμβασιούχου υπαλλήλου ή συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα να αναγνωριστεί υπέρ αυτού ως περίοδος υπηρεσίας συμπληρωθείσα υπό την ιδιότητα εκτάκτου υπαλλήλου ή η περίοδος υπηρεσίας που τυπικά συμπληρώθηκε σε εκτέλεση συμβάσεως προσλήψεως εκτάκτου υπαλλήλου, επικουρικού υπαλλήλου ή συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα να αναγνωριστεί υπέρ αυτού ως περίοδος υπηρεσίας συμπληρωθείσα υπό την ιδιότητα συμβασιούχου υπαλλήλου και, αφετέρου, οι διαδοχικές συμβάσεις του προσλήψεως για ορισμένο χρόνο να επαναχαρακτηριστούν ως αορίστου χρόνου σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου, υπό την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄ ή γ΄, του ΚΛΠ, ή συμβασιούχου υπαλλήλου, υπό την έννοια του άρθρου 3α του ΚΛΠ, και τούτο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, ή του άρθρου 85 του ΚΛΠ. Εξάλλου, στον περί ου πρόκειται μη μόνιμο υπάλληλο απόκειται να αποδείξει, αφενός, ότι θέσεις που αντιστοιχούν στα καθήκοντα που όντως άσκησε περιλαμβάνονταν τότε στον πίνακα θέσεων που είχε προσαρτηθεί στο τμήμα του προϋπολογισμού το οποίο αφορούσε το αντίστοιχο όργανο και ότι οι θέσεις αυτές ήσαν διαθέσιμες και, αφετέρου, ότι τα καθήκοντα που άσκησε ως επικουρικός υπάλληλος, συμβασιούχος υπάλληλος ή συμβασιούχος υπάλληλος επιφορτισμένος με επικουρικά καθήκοντα αντιστοιχούσαν σε μόνιμα καθήκοντα δημόσιας υπηρεσίας (βλ., στο ίδιο πνεύμα, προαναφερθείσα στη σκέψη 83 απόφαση Toledano Laredo και Garilli κατά Επιτροπής, σκέψεις 7 και 12) ή στην παροχή χειρωνακτικής εργασίας ή υπηρεσιών διοικητικής υποστηρίξεως, υπό την έννοια του άρθρου 3α, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ. Ελλείψει οποιασδήποτε διατάξεως του ΚΛΠ που να καθορίζει τα της αποδείξεως, ο περί ου πρόκειται μη μόνιμος υπάλληλος δύναται να αποδείξει με κάθε πρόσφορο στοιχείο ότι άσκησε μόνιμα καθήκοντα δημόσιας υπηρεσίας (προαναφερθείσα στη σκέψη 83 απόφαση Toledano Laredo και Garilli κατά Επιτροπής, σκέψη 13) ή ότι παρέσχε χειρωνακτική εργασία ή υπηρεσίες διοικητικής υποστηρίξεως, υπό την έννοια του άρθρου 3α, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ. Ομοίως, στον περί ου πρόκειται μη μόνιμο υπάλληλο απόκειται να αποδείξει, με κάθε μέσο, ότι σχετικά με αυτόν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, ή του άρθρου 85 του ΚΛΠ για τη μετατροπή συμβάσεως προσλήψεως για ορισμένο χρόνο σε σύμβαση προσλήψεως για αόριστο χρόνο.

89      Ακριβώς εντός του νομικού πλαισίου που προεκτέθηκε πρέπει να δοθεί απάντηση στις αιτιάσεις που οι αναιρεσείοντες προέβαλαν στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου αναιρέσεως.

90      Πρώτον, πρέπει να δοθεί απάντηση στις αιτιάσεις που με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως στρέφονται κατά της απορρίψεως από το Δικαστήριο ΔΔ, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, των αιτιάσεων που στην υπόθεση F‑8/08 η προσφεύγουσα είχε στρέψει κατά μιας από τις επίμαχες ατομικές αποφάσεις, δηλαδή της αποφάσεως με την οποία περιορίστηκε μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου 2008 η διάρκεια της νέας συμβάσεώς της προσλήψεως ως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα.

91      Κατά το μέρος που οι αναιρεσείοντες προσάπτουν, στην ουσία, στο Δικαστήριο ΔΔ ότι, κατά την εξέταση της νομιμότητας της επίμαχης αποφάσεως, δεν άφησε ανεφάρμοστο τον κανόνα των έξι ετών, που απορρέει από την απόφαση της 28ης Απριλίου 2004, στο μέτρο που, κατά τους αναιρεσείοντες, παρανόμως περιορίζει τη δυνατότητα της ΑΣΣΠΑ να συνάψει για όλη τη διάρκεια την οποία προβλέπει το άρθρο 88 του ΚΛΠ τη νέα σύμβαση προσλήψεως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα, επισημαίνεται ότι στην υπόθεση F‑8/08 η προσφεύγουσα προσήψε στην Επιτροπή, όπως προκύπτει από τη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τη στέρησε από το ευεργέτημα μιας συμβάσεως αορίστου χρόνου και από μια πραγματική προοπτική σταδιοδρομίας προσφέροντάς της, με την επίμαχη απόφαση, μόνο μια νέα σύμβαση προσλήψεώς της, για ορισμένο χρόνο που έληγε στις 15 Δεκεμβρίου 2008, ως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα. Επιπλέον, από τις σκέψεις 41 έως 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι στην υπόθεση F‑8/08 η προσφεύγουσα προέβαλε ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του κανόνα των έξι ετών, που απορρέει από την απόφαση της 28ης Απριλίου 2004, υποστηρίζοντας ότι η εφαρμογή του κανόνα αυτού περιόρισε τη δυνατότητα της ΑΣΣΠΑ να συνάψει για ολόκληρη τη διάρκεια που προβλέπεται από το άρθρο 88 του ΚΛΠ τη νέα σύμβαση προσλήψεως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα. Επομένως, οι αναιρεσείοντες απαραδέκτως προσάπτουν στο Δικαστήριο ΔΔ, υπό το κάλυμμα του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο μη έχοντας αποφανθεί με γνώμονα το άρθρο 88 του ΚΛΠ επί της νομιμότητας του κανόνα των έξι ετών που απορρέει από την απόφαση της 28ης Απριλίου 2004.

92      Εξάλλου, κατά το μέρος που οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Δικαστήριο ΔΔ ότι δεν διαπίστωσε με γνώμονα το άρθρο 88 του ΚΛΠ ότι η επίμαχη απόφαση στερείται αιτιολογίας, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, όπως οι ίδιοι οι αναιρεσείοντες δέχονται με τα δικόγραφά τους, η διάρκεια της νέας συμβάσεως προσλήψεως της προσφεύγουσας στην υπόθεση F-8/08 ως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα περιορίστηκε μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου 2008 κατ’ εφαρμογήν του κανόνα των έξι ετών που απορρέει από την απόφαση της 28ης Απριλίου 2004. Πάντως, δεν ήταν έργο του Δικαστηρίου ΔΔ να εξετάσει αν ο κανόνας αυτός έπρεπε, εν προκειμένω, να μείνει ανεφάρμοστος επειδή φερόταν ότι περιόρισε τη δυνατότητα της ΑΣΣΠΑ να συνάψει για ολόκληρη τη διάρκεια που προβλέπεται από το άρθρο 88 του ΚΛΠ τη νέα σύμβαση προσλήψεως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα.

93      Τέλος, όσον αφορά την αιτίαση με την οποία προσάπτεται στο Δικαστήριο ΔΔ ότι δεν εξέτασε, στο σύνολο των συμβάσεων προσλήψεως και συμπληρωματικών συμβάσεων που προσκομίστηκαν ενώπιόν του, αν η προσφεύγουσα στην υπόθεση F‑8/08 άσκησε μόνιμα καθήκοντα συνδεόμενα με τη συνήθη δραστηριότητα της Επιτροπής, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στη σκέψη 88 της παρούσας αποφάσεως, στην εν λόγω προσφεύγουσα απέκειτο να υποβάλει αίτηση ούτως ώστε η περίοδος υπηρεσίας που τυπικά συμπληρώθηκε σε εκτέλεση συμβάσεως προσλήψεως επικουρικού υπαλλήλου ή συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα να αναγνωριστεί υπέρ αυτής ως περίοδος υπηρεσίας συμπληρωθείσα υπό την ιδιότητα εκτάκτου υπαλλήλου ή συμβασιούχου υπαλλήλου και να αποδείξει, με κάθε μέσο, ότι σχετικά με αυτήν πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις για τη μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεών της προσλήψεως για ορισμένο χρόνο σε σύμβαση προσλήψεως για αόριστο χρόνο. Πάντως, από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου ΔΔ, στη σκέψη 144 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι τούτο δεν συνέβη εν προκειμένω. Επιπλέον, όπως ορθώς υπενθύμισε το Δικαστήριο ΔΔ, στις σκέψεις 77 και 144 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν ήταν έργο του να εξετάσει και να προσδιορίσει, στα συνημμένα του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου, αν εκεί υπήρχαν στοιχεία ικανά να συμπληρώσουν τα κενά του εγγράφου αυτού, δεδομένου ότι τα συνημμένα έχουν αμιγώς αποδεικτική ή υποστηρικτική λειτουργία (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 18ης Οκτωβρίου 2001, T-333/99, X κατά ΕΚΤ, Συλλογή 2001, σ. II‑3021, σκέψη 190, της 20ής Μαρτίου 2002, T-31/99, ABB Asea Brown Boveri κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1881, σκέψη 113, και της 15ης Οκτωβρίου 2008, T-345/05, Mote κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2008, σ. II‑2849, σκέψη 75). Επομένως, η αιτίαση των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμη.

94      Δεύτερον, πρέπει να δοθεί απάντηση από κοινού στις αιτιάσεις που με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως στρέφονται κατά της απορρίψεως από το Δικαστήριο ΔΔ, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, των αιτιάσεων που οι προσφεύγοντες στην υπόθεση F‑134/07, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα της παρούσας αποφάσεως, είχαν προβάλει κατά των ατομικών αποφάσεων που καθόριζαν τους όρους απασχολήσεώς τους, κατά το μέρος που με τις αποφάσεις αυτές περιορίστηκε η διάρκεια της συμβάσεώς τους προσλήψεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 88 του ΚΛΠ και του κανόνα των έξι ετών, που απορρέει από την απόφαση της 28ης Απριλίου 2004, και/ή απορρίφθηκε η αίτησή τους να παραταθεί για αόριστο χρόνο η σύμβασή τους προσλήψεως.

95      Κατά το μέρος που οι αναιρεσείοντες προσάπτουν, στην ουσία, στο Δικαστήριο ΔΔ ότι παρέβη το άρθρο 253 ΕΚ μη διαπιστώνοντας, στη σκέψη 148 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας, με γνώμονα τις σχετικές με την εργασία ορισμένου χρόνου γενικές αρχές ή ελάχιστους κανόνες της συμφωνίας-πλαισίου, των αποφάσεων με τις οποίες η ΑΣΣΠΑ αρνήθηκε να συνάψει, για αόριστο χρόνο, νέες συμβάσεις προσλήψεως ή να ανανεώσει, για αόριστο χρόνο, τις προηγούμενες συμβάσεις προσλήψεώς τους ως συμβασιούχων υπαλλήλων επιφορτισμένων με επικουρικά καθήκοντα, πρέπει να υπομνησθεί, λαμβανομένων υπόψη των ορίων του άρθρου 88 του ΚΛΠ και του κανόνα των έξι ετών, που απορρέει από την απόφαση της 28ης Απριλίου 2004, ότι ο ΚΛΠ και η απόφαση της 28ης Απριλίου 2004 ανταποκρίνονται στις επιταγές που απορρέουν από την αρχή της απαγορεύσεως της καταχρήσεως δικαιώματος, η οποία έχει εφαρμογή επί της χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων προσλήψεως για ορισμένο χρόνο στη δημόσια διοίκηση (σκέψη 67 της παρούσας αποφάσεως), στο μέτρο που καθιστούν δυνατό να αποτρέπεται με αποτελεσματικό τρόπο η καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων αορίστου χρόνου για τη διαρκή εκτέλεση μονίμων καθηκόντων και να επιβάλλονται οι δέουσες κυρώσεις για αυτό το είδος καταχρήσεως, εξαλειφομένων των ζημιογόνων συνεπειών που υπήρξαν για τον ενδιαφερόμενο. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση διαδοχικών συμβάσεων προσλήψεως για ορισμένο χρόνο, η ΑΣΣΠΑ δεν οφείλει να αιτιολογήσει με άλλον τρόπο, και όχι με επίκληση των σχετικών διατάξεων του ΚΛΠ και, ενδεχομένως, με επίκληση της αποφάσεως της 28ης Απριλίου 2004, οποιαδήποτε άρνηση συνάψεως, για αόριστο χρόνο, νέας συμβάσεως προσλήψεως ή ανανεώσεως, για αόριστο χρόνο, της προηγούμενης συμβάσεως προσλήψεως. Επομένως, οι αναιρεσείοντες αβάσιμα προσάπτουν στο Δικαστήριο ΔΔ ότι δεν διαπίστωσε έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας των αποφάσεων με τις οποίες η ΑΣΣΠΑ αρνήθηκε στους προσφεύγοντες στην υπόθεση F‑134/07, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα της παρούσας αποφάσεως, να συνάψει, για αόριστο χρόνο, νέες συμβάσεις προσλήψεως ή να ανανεώσει, για αόριστο χρόνο, τις προηγούμενες συμβάσεις τους προσλήψεως, λαμβανομένων υπόψη των ορίων που θέτουν συναφώς το άρθρο 88 του ΚΛΠ και η απόφαση της 28ης Απριλίου 2004, με γνώμονα την αρχή της απαγορεύσεως της καταχρήσεως δικαιώματος, η οποία έχει εφαρμογή επί της χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων προσλήψεως για ορισμένο χρόνο στη δημόσια διοίκηση.

96      Κατά το μέρος που, επιπλέον, οι υπό εξέταση αιτιάσεις θα πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι το Δικαστήριο ΔΔ παρανόμως δεν έλαβε υπόψη ότι οι προσφεύγοντες στην υπόθεση F‑134/07, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα της παρούσας αποφάσεως, άσκησαν μόνιμα καθήκοντα δημόσιας υπηρεσίας ως επικουρικοί υπάλληλοι, συμβασιούχοι υπάλληλοι ή συμβασιούχοι υπάλληλοι επιφορτισμένοι με επικουρικά καθήκοντα ή προσέφεραν χειρωνακτική εργασία και υπηρεσίες διοικητικής υποστηρίξεως, υπό την έννοια του άρθρου 3α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ, ως συμβασιούχοι υπάλληλοι επιφορτισμένοι με επικουρικά καθήκοντα, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του ΚΛΠ, η κύρωση για την προβαλλόμενη από τους αναιρεσείοντες κατάχρηση δικαιώματος επέρχεται μέσω επαναχαρακτηρισμού των διαδοχικών συμβάσεών τους προσλήψεως για ορισμένο χρόνο, λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων που όντως άσκησαν κατά τις περιόδους υπηρεσίας τους και της διάρκειας των καθηκόντων αυτών. Τούτο προϋποθέτει να έχουν αποδείξει οι αναιρεσείοντες ότι σχετικά με αυτούς πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον επαναχαρακτηρισμό αυτόν (βλ. σκέψη 88 της παρούσας αποφάσεως). Εν προκειμένω, ούτε από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ούτε από τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως προκύπτει ότι οι αναιρεσείοντες υπέβαλαν αιτήσεις ούτως ώστε οι περίοδοι υπηρεσίας που τυπικά συμπληρώθηκαν σε εκτέλεση συμβάσεως προσλήψεως επικουρικού υπαλλήλου, συμβασιούχου υπαλλήλου ή συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα να αναγνωριστούν υπέρ αυτών ως περίοδοι υπηρεσίας συμπληρωθείσες υπό την ιδιότητα εκτάκτου υπαλλήλου ή οι περίοδοι υπηρεσίας που τυπικά συμπληρώθηκαν σε εκτέλεση συμβάσεως προσλήψεως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα να αναγνωριστούν υπέρ αυτών ως περίοδοι υπηρεσίας συμπληρωθείσες υπό την ιδιότητα συμβασιούχου υπαλλήλου, ότι επικαλέστηκαν το ευεργέτημα των διατάξεων του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, ή του άρθρου 85 του ΚΛΠ προκειμένου οι διαδοχικές συμβάσεις τους προσλήψεως για ορισμένο χρόνο να μετατραπούν σε σύμβαση αορίστου χρόνου και ότι, για τη στήριξη των αιτήσεών αυτών, προέβαλαν όλα τα απαιτούμενα προς τούτο αποδεικτικά στοιχεία.

97      Επομένως, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

98      Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί κατά το μέρος που όρισε ότι παρέλκει η απόφανση επί του αιτήματος που οι προσφεύγοντες στην υπόθεση F‑134/07, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα της παρούσας αποφάσεως, είχαν στρέψει κατά των αποφάσεων με τις οποίες απορρίφθηκαν οι διοικητικές τους ενστάσεις.

99      Η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

 Επί των συνεπειών της μερικής αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

100    Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη, το Γενικό Δικαστήριο δύναται, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου ΔΔ, να αποφανθεί το ίδιο επί της διαφοράς, αν αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση. Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω, όσον αφορά το αίτημα των προσφευγόντων στην υπόθεση F‑134/07, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα της παρούσας αποφάσεως, με το οποίο είχαν ζητήσει την ακύρωση των αποφάσεων απορρίψεως των διοικητικών τους ενστάσεων (βλ. σκέψεις 44 και 98 της παρούσας αποφάσεως).

101    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι ρητές αποφάσεις απορρίψεως των διοικητικών ενστάσεων των προσφευγόντων στην υπόθεση F‑134/07, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα της παρούσας αποφάσεως, λαμβάνουν ρητώς θέση επί νομικών ή πραγματικών ζητημάτων που δεν εξετάστηκαν στις επίμαχες ατομικές αποφάσεις. Συγκεκριμένα, ακριβώς σε αυτές τις αποφάσεις η διοίκηση, για να δώσει απάντηση στις ενστάσεις ελλείψεως νομιμότητας που είχαν προβληθεί με τις διοικητικές ενστάσεις, έλαβε θέση, για πρώτη φορά, επί της νομιμότητας των επίμαχων ατομικών αποφάσεων με γνώμονα το ΚΛΠ και την απόφαση της 28ης Απριλίου 2004, καθώς και επί του ανεφάρμοστου, στις εργασιακές σχέσεις μεταξύ της Επιτροπής και των ενδιαφερομένων αναιρεσειόντων, των όρων της συμφωνίας-πλαισίου, τους οποίους θέτει σε εφαρμογή η οδηγία 1999/70. Κατά συνέπεια, για να μπορέσουν να θέσουν υπό αμφισβήτηση το βάσιμο των εκτιμήσεων αυτών, οι ενδιαφερόμενοι αναιρεσείοντες είχαν συμφέρον να ζητήσουν την ακύρωση των αποφάσεων με τις οποίες απορρίφθηκαν οι διοικητικές τους ενστάσεις.

102    Παρά ταύτα, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Δικαστήριο ΔΔ αποφάνθηκε επί του συνόλου των λόγων ακυρώσεως και ενστάσεων που οι ενδιαφερόμενοι αναιρεσείοντες είχαν προβάλει πρωτοδίκως προς στήριξη τόσο του αιτήματός τους ακυρώσεως των αποφάσεων με τις οποίες απορρίφθηκαν οι διοικητικές τους ενστάσεις όσο και του αιτήματός τους ακυρώσεως των επίμαχων ατομικών αποφάσεων. Επιπλέον, κατά το μέρος που με τους λόγους αναιρέσεως αμφισβητήθηκε η απόρριψη από το Δικαστήριο ΔΔ, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, των ανωτέρω λόγων ακυρώσεως και ενστάσεων, η παρούσα απόφαση έχει απορρίψει αυτούς τους λόγους αναιρέσεως.

103    Οι λόγοι που, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δικαιολόγησαν την απόρριψη των λόγων ακυρώσεως και ενστάσεων που είχαν προβάλει οι προσφεύγοντες στην υπόθεση F‑134/07, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα της παρούσας αποφάσεως, ή που, στην παρούσα απόφαση, δικαιολογούν την επικύρωση της απορρίψεως από το Δικαστήριο ΔΔ των ίδιων λόγων ακυρώσεως και ενστάσεων, κατά το μέρος που στράφηκαν κατά των επίμαχων ατομικών αποφάσεων, δικαιολογούν την απόρριψη των ανωτέρω λόγων ακυρώσεως και ενστάσεων κατά το μέρος που στράφηκαν κατά των αποφάσεων με τις οποίες απορρίφθηκαν οι διοικητικές τους ενστάσεις.

104    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή των προσφευγόντων στην υπόθεση F‑134/07, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα της παρούσας αποφάσεως, κατά το μέρος που με την προσφυγή αυτή είχαν ζητήσει την ακύρωση των αποφάσεων με τις οποίες απορρίφθηκαν οι διοικητικές τους ενστάσεις.

 Επί των δικαστικών εξόδων

105    Κατά το άρθρο 148, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη και το Γενικό Δικαστήριο κρίνει το ίδιο τη διαφορά, αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

106    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, το οποίο βάσει του άρθρου 144 του κανονισμού αυτού εφαρμόζεται επί της αναιρετικής διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

107    Δεδομένου ότι οι αναιρεσείοντες ηττήθηκαν και η Επιτροπή και το Συμβούλιο υπέβαλαν τέτοιο αίτημα, οι αναιρεσείοντες θα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, καθώς και εκείνα στα οποία η Επιτροπή και το Συμβούλιο υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (αναιρετικό τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 4ης Ιουνίου 2009, F-134/07 και F-8/08, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, κατά το μέρος που όρισε ότι παρέλκει η απόφανση επί του αιτήματος που οι προσφεύγοντες στην υπόθεση F‑134/07, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα της παρούσας αποφάσεως, είχαν στρέψει κατά των αποφάσεων με τις οποίες απορρίφθηκαν οι διοικητικές τους ενστάσεις.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αίτηση αναιρέσεως.

3)      Απορρίπτει την προσφυγή που ασκήθηκε από τους προσφεύγοντες στην υπόθεση F‑134/07, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα της παρούσας αποφάσεως, κατά το μέρος που με την προσφυγή αυτή είχαν ζητήσει την ακύρωση των αποφάσεων με τις οποίες απορρίφθηκαν οι διοικητικές τους ενστάσεις.

4)      Ο Vahan Adjemian και οι 175 μη μόνιμοι υπάλληλοι και πρώην μη μόνιμοι υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα της παρούσας αποφάσεως φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, καθώς και εκείνα στα οποία η Επιτροπή και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

Jaeger

Pelikánová

Truchot

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Σεπτεμβρίου 2011.

(υπογραφές)

Παράρτημα

Matteo Ambietti, κάτοικος Gallarate (Ιταλία),

Elisabetta Avanti, κάτοικος Vedano Olona (Ιταλία),

Daniela Baiguera, κάτοικος Cadrezzate (Ιταλία),

Douglas James Beare, κάτοικος Azzale (Ιταλία),

Valentina Benzi, κάτοικος Varese (Ιταλία),

Maria Nicoletta Berta, κάτοικος Buguggiate (Ιταλία),

Conrad Bielsky, κάτοικος Ispra (Ιταλία),

Maria Bielza Diaz‑Caneja, κάτοικος Ispra,

Roberta Bino, κάτοικος Ispra,

Kristin Boettcher, κάτοικος Ranco (Ιταλία),

Valeria Boschini, κάτοικος Taino (Ιταλία),

Mounir Bouhifd, κάτοικος Arolo di Leggiuno (Ιταλία),

Cristina Brovelli, κάτοικος Ispra,

Daniela Brovelli, κάτοικος Ranco,

Clementine Burnley, κάτοικος Taino,

Daniela Buzica, κάτοικος Ispra,

Giovanni Calderone, κάτοικος Leggiuno (Ιταλία),

Marco Canonico, κάτοικος Refrancore (Ιταλία),

Stefano Casalegno, κάτοικος Angera (Ιταλία),

Javier Castro Jimenez, κάτοικος Ispra,

Denise Cecconello, κάτοικος Cocquio Trevisago (Ιταλία),

Francesca Cellina, κάτοικος Varese,

Francesca Cenci, κάτοικος Travedona Monate (Ιταλία),

Laura Cerotti, κάτοικος Dairago (Ιταλία),

Houtai Choumane, κάτοικος Laveno (Ιταλία),

Graziella Cimino Reale, κάτοικος Guidonia Montecelio (Ιταλία),

Marco Clerici, κάτοικος Legnano (Ιταλία),

Bruno Combal, κάτοικος Besozzo (Ιταλία),

Costanza Giulia Conte, κάτοικος Ispra,

Tatiana Conti, κάτοικος Vedano Olona,

Domenica Cortellini, κάτοικος Brebbia (Ιταλία),

Orna Cosgrove, κάτοικος Varese,

Giulio Cotogno, κάτοικος Rovellesca (Ιταλία),

Cristina Croera, κάτοικος Taino,

Ana Maria Cruz Naranjo, κάτοικος Cardana di Besozzo (Ιταλία),

Barbara Cuniberti, κάτοικος Angera,

Bianca D’Alimonte, κάτοικος Sesto Calende (Ιταλία),

Μιράντα Δανδουλάκη, κάτοικος Αθήνας (Ελλάδα),

Alexander De Meij, κάτοικος Leggiuno,

Wim Decoen, κάτοικος Brebbia,

Christiane Deflandre, κάτοικος Travedona Monate,

Riccardo Del Torchio, κάτοικος Gemonio (Ιταλία),

Elena Demicheli, κάτοικος Sesto Calende,

Manuela Di Lorenzo, κάτοικος Sangiano (Ιταλία),

Stefano Donadello, κάτοικος Arsago Seprio (Ιταλία),

Anna Donato, κάτοικος Taino,

Bruno Duarte De Matos E Sousa Pereira, κάτοικος Ispra,

Sami Dufva, κάτοικος Biandronno (Ιταλία),

Wesley Duke, κάτοικος Gavirate (Ιταλία),

Diego Escudero Rodrigo, κάτοικος Taino,

Claudio Forti, κάτοικος Malgesso (Ιταλία),

Monica Gandini, κάτοικος Buguggiate,

Αλίκη Γεωργακάκη, κάτοικος Alkmaar (Κάτω Χώρες),

Giovanni Giacomelli, κάτοικος Laveno,

Alessandra Giallombardo, κάτοικος Gavirate,

Nadia Giboni, κάτοικος Brebbia,

Maria Giovanna Giordanelli, κάτοικος Vergiate (Ιταλία),

Maria Giuseppina Grillo, κάτοικος Sangiano,

Manuela Grossi, κάτοικος Ranco,

Laurence Guy-Mikkelsen, κάτοικος Angera,

Rachel Margaret Harvey-Kelly, κάτοικος Cardana di Besozzo,

Paul Hasenohr, κάτοικος Arolo di Leggiuno,

Ulla Marjaana Helminen, κάτοικος Laveno,

Gea Huykman, κάτοικος Anna Paulowna (Κάτω Χώρες),

Elisabeth Marie Cecile Joossens, κάτοικος Biandronno,

Lyudmila Kamburska, κάτοικος Ranco,

Maria Cristina La Fortezza, κάτοικος Arsago Seprio,

Debora Lacchin, κάτοικος Brebbia,

Rafal Leszczyna, κάτοικος Varese,

Amin Lievens, κάτοικος Taino,

Silvia Loffelholz, κάτοικος Gavirate,

Davide Lorenzini, κάτοικος Varese,

Chiara Macchi, κάτοικος Casalzuigno (Ιταλία),

Andrew John Edgar MacLean, κάτοικος Varese,

Andrea Magistri, κάτοικος Ispra,

Alessia Maineri, κάτοικος Varese,

Simone Malfara, κάτοικος Ispra,

Adriana Marino, κάτοικος Taino,

Patrizia Masoin, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο),

Matteo Mazzuccato, κάτοικος Legnano,

Stefania Minervino, κάτοικος Cittiglio (Ιταλία),

Eduardo Luis Montes Torralbo, κάτοικος Ispra,

Davide Moraschi, κάτοικος Σεβίλλης (Ισπανία),

Claudio Moroni, κάτοικος Besozzo,

Giovanni Narciso, κάτοικος Ispra,

Andrew Darren Nelson, κάτοικος Angera,

Elisa Nerboni, κάτοικος Angera,

Isabella Claudia Neugebauer, κάτοικος Arolo di Leggiuno,

Francesca Nicoli, κάτοικος Laveno,

Victor Alexander Nievaart, κάτοικος Alkmaar,

Magdalena Novackova, κάτοικος Alkmaar,

Joanna Nowak, κάτοικος Ispra,

Victoria Wendy O’Brien, κάτοικος Angera,

Davide Orto, κάτοικος Gallarate,

Alessio Ossola, κάτοικος Brebbia,

Silvia Parnisari, κάτοικος Arona (Ιταλία),

Manuela Pavan, κάτοικος San Felice (Ιταλία),

Immaculada Pizzaro Moreno, κάτοικος Σεβίλλης,

Marina Pongillupi, κάτοικος Ranco,

Marsia Pozzato, κάτοικος Sesto Calende,

Elisa Pozzi, κάτοικος Taino,

Giovanna Primavera, κάτοικος Angera,

Michele Rinaldin, κάτοικος Sesto Calende,

Alice Ripoli, κάτοικος Gavirate,

Emanuela Rizzardi, κάτοικος Laveno,

Michela Rossi, κάτοικος Taino,

Andrew Rowlands, κάτοικος Bodio (Ιταλία),

Helen Salak, κάτοικος Cocquio Trevisago,

Jaime Sales Saborit, κάτοικος Ispra,

Maria Sonia Salina, κάτοικος Vergiate,

Anne Marie Sanchez Cordeil, κάτοικος Besozzo,

Ferruccio Scaglia, κάτοικος Oleggio (Ιταλία),

Niels Schulze, κάτοικος Sesto Calende,

Francesca Serra, κάτοικος Cadrezzate,

Penka Shegunova, κάτοικος Geel (Βέλγιο),

Donatella Soma, κάτοικος Ispra,

Monica Squizzato, κάτοικος Inarco (Ιταλία),

Alan Steel, κάτοικος Laveno,

Robert Oleij Strobl, κάτοικος Ranco,

Marcel Suri, κάτοικος Brebbia,

Malcolm John Taberner, κάτοικος Monvalle (Ιταλία),

Martina Telo, κάτοικος Vicence (Ιταλία),

Saara Tetri, κάτοικος Cittiglio,

Barbara Claire Thomas, κάτοικος Cocquio Trevisago,

Donatella Turetta, κάτοικος Ranco,

Adamo Uboldi, κάτοικος Cardana di Besozzo,

Monica Vaglica, κάτοικος Osmate (Ιταλία),

Paulo Valente De Jesus Rosa, κάτοικος Travedona Monate,

Corinna Valli, κάτοικος Leggiuno,

Federica Vanetti, κάτοικος Cittiglio,

Christophe Vantongelen, κάτοικος Besozzo,

Irene Vernacotola, κάτοικος Legnano,

Ottaviano Veronese, κάτοικος Segrate (Ιταλία),

Patricia Vieira Lisboa, κάτοικος Angera,

Maria Pilar Vizcaino Martinez, κάτοικος Monvalle,

Giulia Zerauschek, κάτοικος Τεργέστης (Ιταλία),

Marco Zucchelli, κάτοικος Ternate (Ιταλία),

Erika Adorno, κάτοικος Travedona Monate,

Valeria Bossi, κάτοικος Comerio (Ιταλία),

Barbara Cattaneo, κάτοικος Leggiuno,

Claudia Cavicchioli, κάτοικος Caravate (Ιταλία),

Fatima Doukkali, κάτοικος Varese,

Orla Huryley, κάτοικος Ranco,

Romina La Micela, κάτοικος Besozzo,

Lucia Martinez Simon, κάτοικος Ranco,

Daniela Piga, κάτοικος Roggiano (Ιταλία),

Pamela Porcu, κάτοικος Cittiglio,

Silvia Sciacca, κάτοικος Varese,

Sarah Solda, κάτοικος Brebbia,

Cristina Zocchi, κάτοικος Bregano (Ιταλία),

Angela Baranzini, κάτοικος Besozzo,

Elly Bylemans, κάτοικος Balen (Βέλγιο),

Sabrina Calderini, κάτοικος Solbiate Arno (Ιταλία),

Davide Capuzzo, κάτοικος Vergiate,

Ivano Caravaggi, κάτοικος Besozzo,

Elisa Dalle Molle, κάτοικος Ranst (Βέλγιο),

Wendy De Vos, κάτοικος Grand-Bigard (Βέλγιο),

Volkmar Ernst, κάτοικος Weingarten (Γερμανία),

Matteo Fama, κάτοικος Sangiano (Ιταλία),

Arianna Farfaletti Casali, κάτοικος Varese,

Sasa Gligorijevic, κάτοικος Monvalle,

Raffaella Magi Galluzzi, κάτοικος Varese,

Sophie Mühlberger, κάτοικος Καρλσρούης (Γερμανία),

Pamela Muscillo, κάτοικος Varese,

Jan Paepen, κάτοικος Balen,

Marco Paviotti, κάτοικος Bagnaria Arsa (Ιταλία),

Slavka Prvakova, κάτοικος Alkmaar (Κάτω Χώρες),

Andreas Ratzel, κάτοικος Linkenheim (Γερμανία),

Thierry Romero, κάτοικος Στρασβούργου (Γαλλία),

Jose Pablo Solans Vila, κάτοικος Monvalle,

Susan Wray, κάτοικος Tuitjenhorn (Κάτω Χώρες),

Sven Wurzer, κάτοικος Linkenheim,

Sylvia Zamana, κάτοικος Castricum (Κάτω Χώρες),

Uwe Zweigner, κάτοικος Leopoldshafen (Γερμανία),

Colette Renier, κάτοικος Βρυξελλών.


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top