Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62004CJ0258

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 15ης Σεπτεμβρίου 2005.
    Office national de l'emploi κατά Ioannis Ioannidis.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour du travail de Liège - Βέλγιο.
    Αιτούντες εργασία - Ευρωπαϊκή ιθαγένεια - Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων - Άρθρο 39 ΕΚ - Επιδόματα αναμονής προς νέους που αναζητούν την πρώτη τους εργασία - Χορήγηση εξαρτώμενη από την περάτωση των δευτεροβάθμιων σπουδών στο οικείο κράτος μέλος.
    Υπόθεση C-258/04.

    Συλλογή της Νομολογίας 2005 I-08275

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2005:559

    Υπόθεση C-258/04

    Office national de l’emploi

    κατά

    Ιωάννη Ιωαννίδη

    (αίτηση του cour du travail de Liège

    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Αιτούντες εργασία — Ευρωπαϊκή ιθαγένεια — Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων — Άρθρο 39 ΕΚ — Επιδόματα αναμονής προς νέους που αναζητούν την πρώτη τους εργασία — Χορήγηση εξαρτώμενη από την περάτωση των δευτεροβάθμιων σπουδών στο οικείο κράτος μέλος»

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer, της 9ης Ιουνίου 2005 

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 15ης Σεπτεμβρίου 2005 

    Περίληψη της αποφάσεως

    Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — Εργαζόμενοι — Ίση μεταχείριση — Επιδόματα αναμονής προς νέους που αναζητούν την πρώτη τους εργασία — Χορήγηση εξαρτώμενη από την περάτωση των δευτεροβάθμιων σπουδών σε εκπαιδευτικό ίδρυμα του οικείου κράτους μέλους — Δεν επιτρέπεται — Δικαιολόγηση — Δεν συντρέχει

    (Άρθρο 39 ΕΚ)

    Η άρνηση κράτους μέλους να χορηγήσει το πλεονέκτημα του επιδόματος αναμονής σε υπήκοο άλλου κράτους μέλους, ο οποίος αναζητεί την πρώτη του εργασία και ο οποίος δεν είναι συντηρούμενο τέκνο διακινούμενου εργαζομένου που κατοικεί στο πρώτο κράτος, αποκλειστικώς και μόνον επειδή ο ενδιαφερόμενος ολοκλήρωσε τις δευτεροβάθμιες σπουδές του σε άλλο κράτος μέλος, είναι αντίθετη προς το άρθρο 39 ΕΚ.

    Πράγματι, στο μέτρο που συνδέει τη χορήγηση των επιδομάτων αναμονής με την απαίτηση να έχει λάβει ο αιτών το δίπλωμά του σε αυτό το κράτος μέλος, η εν λόγω προϋπόθεση καθιστά ευχερέστερη την πλήρωσή της από τους ημεδαπούς εργαζομένους και ενέχει τον κίνδυνο δυσμενούς μεταχειρίσεως των υπηκόων των άλλων κρατών μελών.

    Μία τέτοια διαφορετική μεταχείριση μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον εάν βασίζεται σε αντικειμενικούς λόγους, ανεξάρτητους από την ιθαγένεια των ενδιαφερομένων προσώπων και ανάλογους προς τον σκοπό που θεμιτώς επιδιώκεται από το εθνικό δίκαιο. Συναφώς, μολονότι είναι θεμιτό να επιθυμεί ο εθνικός νομοθέτης να βεβαιωθεί για την ύπαρξη αληθούς σχέσεως μεταξύ του αιτούντος τα εν λόγω επιδόματα και της οικείας γεωγραφικής αγοράς εργασίας, μία και μοναδική προϋπόθεση, η οποία αφορά τον τόπο λήψεως του πιστοποιητικού ολοκληρώσεως της δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, έχει υπερβολικά γενικό και αποκλειστικό χαρακτήρα, ο οποίος βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται.

    (βλ. σκέψεις 28-31, 38 και διατακτ.)




    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 15ης Σεπτεμβρίου 2005 (*)

    «Αιτούντες εργασία – Ευρωπαϊκή ιθαγένεια – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Άρθρο 39 ΕΚ – Επιδόματα αναμονής προς νέους που αναζητούν την πρώτη τους εργασία – Χορήγηση εξαρτώμενη από την περάτωση των δευτεροβάθμιων σπουδών στο οικείο κράτος μέλος»

    Στην υπόθεση C-258/04,

    με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το cour du travail de Liège (Βέλγιο), με απόφαση της 7ης Ιουνίου 2004, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Ιουνίου 2004, στο πλαίσιο της δίκης

    Office national de l’emploi

    κατά

    Ιωάννη Ιωαννίδη,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, N. Colneric, J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή), M. Ilešič και E. Levits, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

    γραμματέας: R. Grass

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    –       το Office national de l’emploi, εκπροσωπούμενο από τους Y. Denoiseux και G. Lewalle, avocats,

    –       η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Y. Denoiseux και G. Lewalle, avocats,

    –       η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Σ. Βώδινα και Z. Χατζηπαύλου και M. Απέσσο,

    –       η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Μ. Κοντού και τον D. Martin,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Ιουνίου 2005,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1       Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 12 ΕΚ, 17 ΕΚ και 18 ΕΚ.

    2       Το εν λόγω ερώτημα ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Ι. Ιωαννίδη και του Office national de l’emploi (στο εξής: ONEM), αφορώσας την απόφαση του ONEM να μη χορηγήσει στον πρώτο τα επιδόματα αναμονής που προβλέπει η βελγική νομοθεσία.

     Το νομικό πλαίσιο

     Η κοινοτική νομοθεσία

    3       Το άρθρο 12, πρώτο εδάφιο, ΕΚ ορίζει τα εξής:

    «Εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας Συνθήκης και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών της, απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας».

    4       Το άρθρο 17 ΕΚ ορίζει τα εξής:

    «1.      Θεσπίζεται ιθαγένεια της Ένωσης. Πολίτης της Ένωσης είναι κάθε πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα ενός κράτους μέλους. […]

    2.      Οι πολίτες της Ένωσης έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από την παρούσα Συνθήκη.»

    5       Το άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ προβλέπει ότι κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, υπό την επιφύλαξη των περιορισμών και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην ως άνω Συνθήκη και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή της.

    6       Σύμφωνα με το άρθρο 39, παράγραφος 2, ΕΚ, η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας.

    7       Σύμφωνα με το άρθρο 39, παράγραφος 3, ΕΚ, «[μ]ε την επιφύλαξη των περιορισμών που δικαιολογούνται για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας, η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων περιλαμβάνει το δικαίωμά τους:

    α)      να αποδέχονται κάθε πραγματική προσφορά εργασίας,

    [...]»

    8       Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2434/92 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1992 (ΕΕ L 245, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1612/68), ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους απολαύει στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.

     Η εθνική νομοθεσία

    9       Η βελγική κανονιστική ρύθμιση προβλέπει τη χορήγηση στους νέους που έχουν μόλις ολοκληρώσει τις σπουδές τους και αναζητούν για πρώτη φορά εργασία επιδομάτων ανεργίας, τα οποία ονομάζονται «επιδόματα αναμονής».

    10     Το άρθρο 36, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος της 25ης Νοεμβρίου 1991, για την ανεργία (Moniteur belge της 31ης Δεκεμβρίου 1991, σ. 29888), όπως τροποποιήθηκε από το βασιλικό διάταγμα της 13ης Δεκεμβρίου 1996 (Moniteur belge της 31ης Δεκεμβρίου 1996, σ. 32265, στο εξής: βασιλικό διάταγμα), ορίζει τα ακόλουθα:

    «Για να μπορεί να τύχει των επιδομάτων αναμονής, ο νεαρός εργαζόμενος οφείλει να πληροί τις εξής προϋποθέσεις:

    1°       να μην υπέχει πλέον σχολικές υποχρεώσεις·

    2°       a)     είτε να έχει περατώσει τον δεύτερο ανώτερο κύκλο σπουδών ή τον δεύτερο κατώτερο κύκλο σπουδών τεχνικής ή επαγγελματικής καταρτίσεως σε ίδρυμα οργανωμένο, αναγνωρισμένο ή επιδοτούμενο από μια κοινότητα·

    [...]

    h)      είτε να έχει πραγματοποιήσει σπουδές ή να έχει τύχει εκπαιδεύσεως εντός άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εφόσον συντρέχουν σωρευτικώς οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    –       ο νεαρός να υποβάλει έγγραφα από τα οποία προκύπτει ότι οι σπουδές ή η εκπαίδευση είναι του ίδιου επιπέδου και ισότιμες προς τις προβλεπόμενες στα προηγούμενα στοιχεία·

    –       κατά τον χρόνο της υποβολής αιτήσεως για τη χορήγηση επιδομάτων ο νεαρός να είναι συντηρούμενο τέκνο διακινουμένων εργαζομένων, υπό την έννοια του άρθρου 48 της Συνθήκης ΕΚ, οι οποίοι κατοικούν στο Βέλγιο·

    [...]».

     Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    11     Ο Ι. Ιωαννίδης, ελληνικής ιθαγένειας, αφίχθη στο Βέλγιο το 1994, αφού ολοκλήρωσε τις δευτεροβάθμιες σπουδές του στην Ελλάδα. Το πιστοποιητικό των σπουδών που του χορηγήθηκε στην Ελλάδα αναγνωρίστηκε ως ισότιμο με το αναγνωρισμένο πιστοποιητικό ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, το οποίο στο Βέλγιο παρέχει πρόσβαση στην ανώτερη ολιγόχρονη εκπαίδευση.

    12     Στις 29 Ιουνίου 2000 και αφού ολοκλήρωσε κύκλο τριετών σπουδών, ο Ι. Ιωαννίδης έλαβε δίπλωμα κινησιοθεραπευτή από την haute école de la province de Liège André Vésale και στη συνέχεια καταχωρίστηκε ως αιτών πλήρη απασχόληση στο office communautaire et régional de la formation professionnelle et de l’emploi.

    13     Από τις 10 Οκτωβρίου 2000 μέχρι τις 29 Ιουνίου 2001, ο προσφεύγων παρακολούθησε στη Γαλλία αμειβόμενο εκπαιδευτικό πρόγραμμα στον τομέα της αποκαταστάσεως της λειτουργίας της αιθουσαίας χώρας του αυτιού, βάσει συμβάσεως εργασίας που συνήψε με αστική εταιρία ιατρών ειδικευμένων στην ωτορινολαρυγγολογία.

    14     Αφού επέστρεψε στο Βέλγιο, ο Ι. Ιωαννίδης υπέβαλε στις 7 Αυγούστου 2001 στο ONEM αίτηση χορηγήσεως επιδομάτων αναμονής.

    15     Με απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2001, το ONEM απέρριψε την αίτηση αυτή για τον λόγο ότι ο Ι. Ιωαννίδης δεν είχε περατώσει τις δευτεροβάθμιες σπουδές του σε εκπαιδευτικό κέντρο οργανωμένο, επιδοτούμενο ή αναγνωρισμένο από μια εκ των τριών κοινοτήτων του Βελγίου, όπως επιβάλλει το άρθρο 36, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, 2, στοιχείο a, του βασιλικού διατάγματος.

    16     Ο Ι. Ιωαννίδης προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του tribunal du travail de Liège. Με απόφαση του της 7ης Οκτωβρίου 2002, το εν λόγω δικαστήριο ακύρωσε την ως άνω απόφαση, κρίνοντας ότι, «κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως χορηγήσεως του επιδόματος, ο αιτών ήταν ο ίδιος διακινούμενος εργαζόμενος που είχε εργαστεί στη Γαλλία» και ότι «το άρθρο 36 του βασιλικού διατάγματος […], ερμηνευόμενο όπως προτείνει η Διοίκηση, είναι σαφώς αντίθετο προς το άρθρο [39 ΕΚ]».

    17     Το cour du travail de Liège, το οποίο επιλήφθηκε της εφέσεως που άσκησε το ONEM κατά της ως άνω αποφάσεως, έκρινε ότι ο Ι. Ιωαννίδης δεν πληροί καμιά από τις προϋποθέσεις που επιβάλλει εναλλακτικώς η εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, το εν λόγω δικαστήριο αυτό έκρινε ότι η περίπτωση του εφεσίβλητου δεν υπάγεται ούτε στη διάταξη του άρθρου 36, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, 2, στοιχείο a, του βασιλικού διατάγματος, καθόσον δεν περάτωσε τις δευτεροβάθμιες σπουδές του στο Βέλγιο, ούτε στη διάταξη του στοιχείου h του ίδιου άρθρου. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο ενδιαφερόμενος περάτωσε σε άλλο κράτος μέλος τις ανώτερες δευτεροβάθμιες σπουδές του, οι οποίες, όπως προκύπτει από τα προσκομισθέντα έγγραφα, είναι ισότιμες και ίδιου επιπέδου με αυτές που περιγράφονται στο στοιχείο a της ίδιας διατάξεως του βασιλικού διατάγματος. Αντιθέτως, σύμφωνα με το ίδιο δικαστήριο, από κανένα έγγραφο ή στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως χορηγήσεως του επιδόματος αναμονής, οι γονείς του Ι. Ιωαννίδη ήταν διακινούμενοι εργαζόμενοι που κατοικούσαν στο Βέλγιο.

    18     Το cour du travail de Liège διερωτάται επί της υπάρξεως ενδεχόμενης έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως εις βάρος του Ι. Ιωαννίδη, λόγω της αρνήσεως χορηγήσεως στον ενδιαφερόμενο του πλεονεκτήματος του επιδόματος αναμονής εκ μόνου του λόγου ότι δεν περάτωσε τις ανώτερες δευτεροβάθμιες σπουδές του σε εκπαιδευτικό κέντρο οργανωμένο, επιδοτούμενο ή αναγνωρισμένο από τις βελγικές δημόσιες αρχές, παρότι είχε ολοκληρώσει ισότιμες σπουδές στη χώρα καταγωγής του, και, για τον λόγο αυτόν, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Απαγορεύει το κοινοτικό δίκαιο (και ειδικότερα τα άρθρα 12 [ΕΚ], 17 [ΕΚ] και 18 […] ΕΚ) κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους (όπως το βελγικό βασιλικό διάταγμα της 25ης Νοεμβρίου 1991 για την ανεργία), η οποία χορηγεί στους αιτούντες απασχόληση που δεν έχουν καταρχήν συμπληρώσει το 30ό έτος της ηλικίας τους τα καλούμενα επιδόματα αναμονής, βάσει των δευτεροβάθμιων σπουδών που έχουν ολοκληρώσει, και εξαρτά, προκειμένου για τους αιτούντες που είναι υπήκοοι άλλου κράτους μέλους και υπό τους ίδιους όρους με αυτούς που προβλέπονται για τους ημεδαπούς, τη χορήγηση των επιδομάτων αυτών από τον όρον ότι οι απαιτούμενες σπουδές έχουν ολοκληρωθεί σε οργανωμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα, επιδοτούμενο ή αναγνωρισμένο από μια εκ των τριών Κοινοτήτων του Βελγίου (σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, 2, στοιχείο a, του προαναφερθέντος βασιλικού διατάγματος), με αποτέλεσμα τα επιδόματα αναμονής να μη χορηγούνται σε νεαρό άτομο που αναζητεί εργασία και, μολονότι δεν είναι μέλος οικογένειας διακινούμενου εργαζομένου, είναι υπήκοος άλλου κράτους μέλους στο οποίο, πριν αναζητήσει εργασία εντός της Ενώσεως, είχε παρακολουθήσει και ολοκληρώσει δευτεροβάθμιες σπουδές, αναγνωρισμένες ως ισότιμες με τις σπουδές που απαιτούν οι αρχές του κράτους στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση χορηγήσεως επιδομάτων αναμονής;»

     Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    19     Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν εάν είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο η άρνηση κράτους μέλους να χορηγήσει το πλεονέκτημα του επιδόματος αναμονής σε υπήκοο άλλου κράτους μέλους που αναζητεί την πρώτη του εργασία, αποκλειστικώς και μόνον επειδή ο ενδιαφερόμενος ολοκλήρωσε τις δευτεροβάθμιες σπουδές του σε άλλο κράτος μέλος.

    20     Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι στο Δικαστήριο απόκειται να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα στοιχεία ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου που μπορεί να του είναι χρήσιμα για την εκδίκαση της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ασχέτως αν έγινε μνεία συγκεκριμένων διατάξεων κατά τη διατύπωση των ερωτημάτων του (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 1990, C-241/89, SARPP, Συλλογή 1990, σ. I-4695, σκέψη 8, και της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, C-456/02, Trojani, Συλλογή 2004, σ. I-7573, σκέψη 38).

    21     Στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι οι πολίτες κράτους μέλους που αναζητούν εργασία σε άλλο κράτος μέλος εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 39 ΕΚ και, ως εκ τούτου, απολαύουν του δικαιώματος της ίσης μεταχειρίσεως που προβλέπεται από την παράγραφο 2 της διατάξεως αυτής.

    22     Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, λαμβανομένων υπόψη της καθιερώσεως της ιθαγένειας της Ενώσεως και της νομολογιακής ερμηνείας του δικαιώματος περί ίσης μεταχειρίσεως του οποίου απολαύουν οι πολίτες της Ενώσεως, δεν είναι πλέον δυνατό να αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 39, παράγραφος 2, ΕΚ παροχή οικονομικής φύσεως που προορίζεται να διευκολύνει την πρόσβαση στην εργασία εντός της αγοράς εργασίας κράτους μέλους (απόφαση της 23ης Μαρτίου 2004, C-138/02, Collins, Συλλογή 2004, σ. Ι-2703, σκέψη 63).

    23     Δεν αμφισβητείται ότι τα επιδόματα αναμονής που προβλέπει η αμφισβητούμενη στην κύρια δίκη βελγική κανονιστική ρύθμιση αποτελούν κοινωνικές παροχές που σκοπούν στη διευκόλυνση των νέων κατά τη μετάβασή τους από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, C-224/98, D’Hoop, Συλλογή 2002, σ. I-6191, σκέψη 38).

    24     Δεν αμφισβητείται επίσης ότι, κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως χορηγήσεως του εν λόγω επιδόματος, ο Ι. Ιωαννίδης είχε την ιδιότητα του υπηκόου κράτους μέλους ο οποίος, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, αναζήτησε εργασία σε άλλο κράτος μέλος.

    25     Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο ενδιαφερόμενος βασίμως επικαλέστηκε το άρθρο 39 ΕΚ, ισχυριζόμενος ότι είναι ανεπίτρεπτη η εις βάρος του δυσμενής διάκριση λόγω ιθαγένειας, ως προς τη χορήγηση του επιδόματος αναμονής.

    26     Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως απαγορεύει όχι μόνον τις εμφανείς διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, αλλά και κάθε μορφή συγκεκαλυμμένης διακρίσεως, η οποία, μέσω της εφαρμογής άλλων διαφοροποιών κριτηρίων, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 1974, 152/73, Sotgiu, Συλλογή τόμος 1974, σ. 87, σκέψη 11, και της 15ης Μαρτίου 2005, C-209/03, Bidar, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 51).

    27     Η επίδικη στην κύρια δίκη εθνική νομοθετική ρύθμιση εισάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των πολιτών που ολοκλήρωσαν τις δευτεροβάθμιες σπουδές τους στο Βέλγιο και αυτών που τις περάτωσαν σε άλλο κράτος μέλος, προβλέποντας μόνο για τους πρώτους δικαίωμα επιδόματος αναμονής.

    28     Η προϋπόθεση αυτή ενέχει τον κίνδυνο δυσμενούς μεταχειρίσεως των υπηκόων των άλλων κρατών μελών. Πράγματι, στο μέτρο που συνδέει τη χορήγηση του επιδόματος αυτού με την απαίτηση να έχει λάβει ο αιτών το δίπλωμά του στο Βέλγιο, η εν λόγω προϋπόθεση καθιστά ευχερέστερη την πλήρωσή της από τους ημεδαπούς εργαζομένους.

    29     Μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον εάν βασίζεται σε αντικειμενικούς λόγους, ανεξάρτητους από την ιθαγένεια των ενδιαφερομένων προσώπων και ανάλογους προς τον σκοπό που θεμιτώς επιδιώκεται από το εθνικό δίκαιο (αποφάσεις της 23ης Μαΐου 1996, C-237/94, O’Flynn, Συλλογή 1996, σ. Ι-2617, σκέψη 19, και προπαρατεθείσα Collins, σκέψη 66).

    30     Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, είναι θεμιτό να επιθυμεί ο εθνικός νομοθέτης να βεβαιωθεί για την ύπαρξη αληθούς σχέσεως μεταξύ του αιτούντος τα εν λόγω επιδόματα και της οικείας γεωγραφικής αγοράς εργασίας (προπαρατεθείσα απόφαση D’Hoop, σκέψη 38).

    31     Εντούτοις, μία και μοναδική προϋπόθεση, η οποία αφορά τον τόπο λήψεως του πιστοποιητικού ολοκληρώσεως της δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, έχει υπερβολικά γενικό και αποκλειστικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, προσδίδει αδικαιολόγητο πλεονέκτημα σε ένα στοιχείο το οποίο δεν είναι κατ’ ανάγκην αντιπροσωπευτικό του αληθούς και πραγματικού βαθμού κατά τον οποίον ο αιτών τα επιδόματα αναμονής συνδέεται με τη γεωγραφική αγορά εργασίας, αποκλείοντας κάθε άλλο αντιπροσωπευτικό στοιχείο. Έτσι, βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται (προπαρατεθείσα απόφαση D’Hoop, σκέψη 39).

    32     Εξάλλου, από το άρθρο 36, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, 2, στοιχείο h, του βασιλικού διατάγματος προκύπτει ότι ο αιτών εργασία που δεν έχει περατώσει τις δευτεροβάθμιες σπουδές του στο Βέλγιο έχει δικαίωμα λήψεως του επιδόματος αναμονής αν έχει πραγματοποιήσει σπουδές ή αν έχει τύχει εκπαιδεύσεως του ίδιου επιπέδου και ισότιμες εντός άλλου κράτους μέλους και αν είναι συντηρούμενο τέκνο διακινουμένων εργαζομένων, κατά την έννοια του άρθρου 39 της Συνθήκης ΕΚ, οι οποίοι κατοικούν στο Βέλγιο.

    33     Το γεγονός ότι οι γονείς του Ι. Ιωαννίδη δεν είναι διακινούμενοι εργαζόμενοι που κατοικούν στο Βέλγιο δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να δικαιολογήσει την άρνηση του επιδόματος αναμονής. Πράγματι, η προϋπόθεση αυτή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μέριμνα του οικείου κράτους να διασφαλίσει ότι υπάρχει πραγματική σχέση μεταξύ του αιτούντος και της οικείας γεωγραφικής αγοράς εργασίας. Βεβαίως, βασίζεται σε ένα στοιχείο που μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτικό ενός πραγματικού βαθμού συνδέσεως. Εντούτοις, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ένα πρόσωπο, όπως ο Ι. Ιωαννίδης, ο οποίος, αφού ολοκλήρωσε τις δευτεροβάθμιες σπουδές του σε ένα κράτος μέλος, συνεχίζει ανώτερες σπουδές σε άλλο κράτος μέλος και λαμβάνει σε αυτό το δίπλωμά του, να μπορεί να δικαιολογήσει πραγματική σχέση με την αγορά εργασίας στο κράτος αυτό, ακόμη και αν δεν είναι συντηρούμενο τέκνο διακινούμενων εργαζομένων που κατοικούν σ’ αυτό. Ως εκ τούτου, μια τέτοια προϋπόθεση υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο.

    34     Είναι σκόπιμο να προστεθεί ότι τα επιδόματα αναμονής συνιστούν κοινωνικό πλεονέκτημα, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 (προπαρατεθείσα απόφαση D’Hoop, σκέψη 17).

    35     Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που προβλέπει το άρθρο 7 του κανονισμού 1612/68, το οποίο περιλαμβάνει όλα τα πλεονεκτήματα τα οποία, ανεξαρτήτως του αν συνδέονται με σύμβαση εργασίας, αναγνωρίζονται γενικώς στους ημεδαπούς εργαζομένους, κυρίως λόγω της αντικειμενικής ιδιότητας του εργαζομένου ή απλώς και μόνον επειδή κατοικούν στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, αποσκοπεί επίσης στο να εμποδίσει τις διακρίσεις εις βάρος των συντηρούμενων από τον εργαζόμενο κατιόντων (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 1975, 32/75, Cristini, Συλλογή τόμος 1975, σ. 313, σκέψη 19, της 20ής Ιουνίου 1985, 94/84, Deak, Συλλογή 1985, σ. 1873, σκέψη 22, και της 8ης Ιουνίου 1999, C-337/97, Meeusen, Συλλογή 1999, σ. I-3289, σκέψη 22).

    36     Επομένως, τα συντηρούμενα τέκνα διακινούμενων εργαζομένων που κατοικούν στο Βέλγιο αντλούν το δικαίωμά τους σε επίδομα αναμονής από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, ανεξαρτήτως του αν υπάρχει στη συγκεκριμένη περίπτωση πραγματική σχέση με την οικεία γεωγραφική αγορά εργασίας.

    37     Κατόπιν των ανωτέρω, παρέλκει η ερμηνεία των άρθρων 12 ΕΚ, 17 ΕΚ και 18 ΕΚ.

    38     Συνεπώς, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η άρνηση κράτους μέλους να χορηγήσει το πλεονέκτημα του επιδόματος αναμονής σε υπήκοο άλλου κράτους μέλους, ο οποίος αναζητεί την πρώτη του εργασία και ο οποίος δεν είναι συντηρούμενο τέκνο διακινούμενου εργαζομένου που κατοικεί στο πρώτο κράτος, αποκλειστικώς και μόνον επειδή ο ενδιαφερόμενος ολοκλήρωσε τις δευτεροβάθμιες σπουδές του σε άλλο κράτος μέλος, είναι αντίθετη προς το άρθρο 39 ΕΚ.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    39     Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

    Η άρνηση κράτους μέλους να χορηγήσει το πλεονέκτημα του επιδόματος αναμονής σε υπήκοο άλλου κράτους μέλους, ο οποίος αναζητεί την πρώτη του εργασία και ο οποίος δεν είναι συντηρούμενο τέκνο διακινούμενου εργαζομένου που κατοικεί στο πρώτο κράτος, αποκλειστικώς και μόνον επειδή ο ενδιαφερόμενος ολοκλήρωσε τις δευτεροβάθμιες σπουδές του σε άλλο κράτος μέλος, είναι αντίθετη προς το άρθρο 39 ΕΚ.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top