EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CJ0684

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 25ης Απριλίου 2024.
S.Ö. κ.λπ. κατά Stadt Duisburg κ.λπ.
Αιτήσεις του Verwaltungsgericht Düsseldorf για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Ιθαγένεια της Ένωσης – Άρθρο 20 ΣΛΕΕ – Ιθαγένεια κράτους μέλους και ιθαγένεια τρίτης χώρας – Κτήση της ιθαγένειας τρίτης χώρας – Αυτοδίκαιη απώλεια της ιθαγένειας του κράτους μέλους και της ιθαγένειας της Ένωσης – Δυνατότητα να ζητηθεί η διατήρηση της ιθαγένειας του κράτους μέλους πριν από την κτήση της ιθαγένειας τρίτης χώρας – Ατομική εξέταση των συνεπειών της απώλειας της ιθαγένειας του κράτους μέλους από τη σκοπιά του δικαίου της Ένωσης – Περιεχόμενο.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-684/22 έως C-686/22.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:345

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 25ης Απριλίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Ιθαγένεια της Ένωσης – Άρθρο 20 ΣΛΕΕ – Ιθαγένεια κράτους μέλους και ιθαγένεια τρίτης χώρας – Κτήση της ιθαγένειας τρίτης χώρας – Αυτοδίκαιη απώλεια της ιθαγένειας του κράτους μέλους και της ιθαγένειας της Ένωσης – Δυνατότητα να ζητηθεί η διατήρηση της ιθαγένειας του κράτους μέλους πριν από την κτήση της ιθαγένειας τρίτης χώρας – Ατομική εξέταση των συνεπειών της απώλειας της ιθαγένειας του κράτους μέλους από τη σκοπιά του δικαίου της Ένωσης – Περιεχόμενο»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑684/22 έως C‑686/22,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Verwaltungsgericht Düsseldorf (διοικητικό πρωτοδικείο Ντίσελντορφ, Γερμανία) με αποφάσεις της 3ης Νοεμβρίου 2022, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 8 Νοεμβρίου 2022, στο πλαίσιο των δικών

S.Ö.

κατά

Stadt Duisburg (C‑684/22)

και

N.Ö.,

M.Ö.

κατά

Stadt Wuppertal (C‑685/22)

και

M.S.,

S.S.

κατά

Stadt Krefeld (C‑686/22)

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, O. Spineanu-Matei, J.‑C. Bonichot, S. Rodin και L. S. Rossi, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι M.S. και S.S., εκπροσωπούμενοι από την B. Steeger, Rechtsanwältin,

–        ο Stadt Krefeld, εκπροσωπούμενος από τον S. Wolf,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller και R. Kanitz,

–        η Εσθονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Kriisa,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις S. Grünheid και E. Montaguti,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Δεκεμβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 20 ΣΛΕΕ.

2        Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν στο πλαίσιο τριών ενδίκων διαφορών μεταξύ, αντιστοίχως, του S.Ö. και του Stadt Duisburg (Δήμου Ντούισμπουργκ, Γερμανία), των N.Ö. και M.Ö., αφενός, και του Stadt Wuppertal (Δήμου Βούπερταλ, Γερμανία), αφετέρου, και των M.S. και S.S., αφενός, και του Stadt Krefeld (Δήμου Κρέφελντ, Γερμανία), αφετέρου, σχετικά με την απώλεια της γερμανικής ιθαγένειας από τους προσφεύγοντες στο πλαίσιο των εν λόγω ενδίκων διαφορών.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το διεθνές δίκαιο

3        Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την ιθαγένεια, η οποία εγκρίθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1997 στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης και τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαρτίου 2000 (στο εξής: Σύμβαση για την ιθαγένεια), κυρώθηκε από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στις 11 Μαΐου 2000.

4        Το άρθρο 7 της Συμβάσεως, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απώλεια της ιθαγένειας επερχόμενη αυτοδικαίως ή κατόπιν πρωτοβουλίας του Συμβαλλόμενου Κράτους», ορίζει τα εξής:

«Τα Συμβαλλόμενα Κράτη δεν μπορούν να προβλέπουν στην εσωτερική τους νομοθεσία την αυτοδίκαιη ή κατόπιν δικής τους πρωτοβουλίας απώλεια της ιθαγένειας, εκτός από τις περιπτώσεις:

α)      οικειοθελούς κτήσεως άλλης ιθαγένειας·

[…]

ε)      παντελούς ελλείψεως πραγματικού δεσμού μεταξύ του Συμβαλλομένου Κράτους και ενός υπηκόου ο οποίος έχει τη συνήθη διαμονή του στην αλλοδαπή·

[…]».

5        Το άρθρο 15 της ως άνω Συμβάσεως, το οποίο φέρει τον τίτλο «Λοιπές πιθανές περιπτώσεις πολλαπλής ιθαγένειας», προβλέπει, στο στοιχείο του βʹ, ότι οι διατάξεις της Συμβάσεως δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε συμβαλλομένου κράτους να καθορίζει στο εσωτερικό του δίκαιο κατά πόσον η κτήση ή η διατήρηση της ιθαγένειάς του προϋποθέτει την αποποίηση ή την απώλεια άλλης ιθαγένειας.

 Το δίκαιο της Ένωσης

6        Το άρθρο 20 ΣΛΕΕ ορίζει τα εξής:

«1.      Θεσπίζεται ιθαγένεια της Ένωσης. Πολίτης της Ένωσης είναι κάθε πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα ενός κράτους μέλους. Η ιθαγένεια της Ένωσης προστίθεται και δεν αντικαθιστά την εθνική ιθαγένεια.

2.      Οι πολίτες της Ένωσης έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις Συνθήκες. Έχουν μεταξύ άλλων:

α)      το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών,

[…]».

 Το γερμανικό δίκαιο

7        Το άρθρο 25 του Staatsangehörigkeitsgesetz (νόμου περί ιθαγένειας), όπως έχει κωδικοποιηθεί (Bundesgesetzblatt, μέρος III, αριθ. 102‑1) και όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1, σημείο 7, του Gesetz zur Reform des Staatsangehörigkeitsrechts (νόμου περί μεταρρυθμίσεως του δικαίου της ιθαγένειας), της 15ης Ιουλίου 1999 (BGBl. I, σ. 161) (στο εξής: StAG), που τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2000 και έχει εφαρμογή στις διαφορές των κύριων δικών, ορίζει τα εξής:

«(1)      Γερμανός πολίτης αποβάλλει την ιθαγένειά του κατά την κτήση αλλοδαπής ιθαγένειας, εφόσον η αλλοδαπή ιθαγένεια αποκτάται κατόπιν αίτησής του ή κατόπιν αίτησης του νομίμου εκπροσώπου του, πλην όμως ο εκπροσωπούμενος αποβάλλει την ιθαγένειά του μόνον αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να υποβληθεί αίτηση περί αποβολής της ιθαγένειας κατά το άρθρο 19. Η απώλεια ιθαγένειας που προβλέπεται στην πρώτη περίοδο δεν επέρχεται οσάκις Γερμανός πολίτης αποκτά ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ελβετίας ή κράτους με το οποίο η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έχει συνάψει διεθνή σύμβαση δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 3.

(2)      Πρόσωπο το οποίο, πριν από την κτήση της αλλοδαπής ιθαγένειας, έλαβε κατόπιν αίτησής του γραπτή άδεια της αρμόδιας αρχής περί διατήρησης της ιθαγένειάς του, δεν τη χάνει. […] Κατά τη λήψη απόφασης επί αίτησης δυνάμει της πρώτης περιόδου, πρέπει να σταθμίζονται τα δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα. Στην περίπτωση αιτούντος ο οποίος έχει τη συνήθη διαμονή του στην αλλοδαπή, πρέπει να εξετάζεται ειδικότερα κατά πόσον αυτός δύναται να αποδείξει ότι εξακολουθεί να διατηρεί δεσμούς με τη Γερμανία.»

8        Το άρθρο 30, παράγραφος 1, του StAG ορίζει τα ακόλουθα:

«(1)      Η ύπαρξη ή μη ύπαρξη της γερμανικής ιθαγένειας διαπιστώνεται από τη διοικητική αρχή ιθαγένειας, κατόπιν αίτησης, εφόσον τεκμηριώνεται έννομο συμφέρον. Η σχετική διαπίστωση παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα επί όλων των ζητημάτων για τα οποία η ύπαρξη ή μη της γερμανικής ιθαγένειας είναι νομικώς κρίσιμη. Οσάκις υφίσταται δημόσιο συμφέρον, η διαπίστωση μπορεί να γίνει και αυτεπαγγέλτως.»

9        Το άρθρο 38 του Gesetz über den Aufenthalt, die Erwerbstätigkeit und die Integration von Ausländern im Bundesgebiet (νόμου περί διαμονής, απασχόλησης και ένταξης των αλλοδαπών στην ομοσπονδιακή επικράτεια), της 30ής Ιουλίου 2004 (BGBl. 2004 I, σ. 1950), ορίζει τα εξής:

«(1)      Σε πρώην Γερμανό πολίτη

1.      χορηγείται άδεια εγκατάστασης εφόσον, κατά τον χρόνο απώλειας της γερμανικής ιθαγένειας είχε τη συνήθη διαμονή του στην ομοσπονδιακή επικράτεια επί πέντε έτη ως Γερμανός πολίτης·

2.      χορηγείται άδεια διαμονής εφόσον, κατά τον χρόνο απώλειας της γερμανικής ιθαγένειας είχε τη συνήθη διαμονή του στην ομοσπονδιακή επικράτεια επί ένα τουλάχιστον έτος.

Η αίτηση χορήγησης τίτλου διαμονής κατά την έννοια της πρώτης περιόδου υποβάλλεται εντός εξαμήνου από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της εκ μέρους του απώλειας της γερμανικής ιθαγένειας.

[…]

(2)      Σε πρώην Γερμανό πολίτη, ο οποίος έχει τη συνήθη διαμονή του στην αλλοδαπή, μπορεί να χορηγηθεί άδεια διαμονής αν διαθέτει επαρκή γνώση της γερμανικής γλώσσας.

(3)      Σε ειδικές περιπτώσεις, ο τίτλος διαμονής που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή στην παράγραφο 2 μπορεί να χορηγείται κατά παρέκκλιση από το άρθρο 5.

[…]»

 Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

 Υπόθεση C684/22

10      Ο S.Ö., γεννηθείς το 1966 στην Τουρκία, εισήλθε στην ομοσπονδιακή επικράτεια το 1990. Είναι έγγαμος και πατέρας τριών τέκνων. Στις 10 Μαΐου 1999 απέκτησε τη γερμανική ιθαγένεια με πολιτογράφηση, ενώ απέβαλε την τουρκική ιθαγένεια στις 13 Σεπτεμβρίου 1999.

11      Στις 25 Μαΐου 2018, στο πλαίσιο αιτήσεώς του για τη χορήγηση ταξιδιωτικού εγγράφου για τον υιό του, ο S.Ö. γνωστοποίησε ότι είχε ανακτήσει την τουρκική ιθαγένεια.

12      Δεδομένου ότι οι γερμανικές αρχές εξέφρασαν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το αν ο υιός του S.Ö. είχε τη γερμανική ιθαγένεια, ο S.Ö. ζήτησε, στις 25 Απριλίου 2019, από την κατά τόπον αρμόδια υπηρεσία πολιτογραφήσεως να του χορηγήσει πιστοποιητικό ιθαγένειας, προκειμένου να μπορέσει να αποδείξει την εκ μέρους του διατήρηση της γερμανικής ιθαγένειας. Εν συνεχεία, ο S.Ö. μετακόμισε εντός της περιφέρειας δικαιοδοσίας του Δήμου Ντούισμπουργκ.

13      Με διοικητική απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2019, ο Δήμος Ντούισμπουργκ διαπίστωσε, σύμφωνα με το άρθρο 30, παράγραφος 1, του StAG, ότι ο S.Ö. δεν είχε πλέον τη γερμανική ιθαγένεια. Κατά τον Δήμο Ντούισμπουργκ, η τουρκική ιθαγένεια ανακτήθηκε μετά την 1η Ιανουαρίου 2000, οπότε, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, σημείο 2, και το άρθρο 25, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του StAG, η συγκεκριμένη ανάκτηση είχε ως συνέπεια την αυτοδίκαιη απώλεια της γερμανικής ιθαγένειας. Το αντίθετο θα μπορούσε να ισχύει μόνον αν η τουρκική ιθαγένεια είχε ανακτηθεί πριν από την 31η Δεκεμβρίου 1999, διότι το άρθρο 25, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του StAG, όπως ίσχυε έως την εν λόγω ημερομηνία, προέβλεπε ότι η απώλεια της γερμανικής ιθαγένειας επέρχεται μόνο στην περίπτωση Γερμανών πολιτών οι οποίοι διέμεναν στην αλλοδαπή. Ο S.Ö., όμως, δεν απέδειξε ανάκτηση της τουρκικής ιθαγένειας πριν από τη συγκεκριμένη ημερομηνία.

14      Ο S.Ö. άσκησε προσφυγή κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του Verwaltungsgericht Düsseldorf (διοικητικού πρωτοδικείου Ντίσελντορφ, Γερμανία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.

 Υπόθεση C685/22

15      Οι σύζυγοι M.Ö. και N.Ö., τουρκικής ιθαγένειας, οι οποίοι γεννήθηκαν το 1959 και το 1970, αντιστοίχως, εισήλθαν στη γερμανική επικράτεια το 1974. Απέκτησαν τη γερμανική ιθαγένεια με πολιτογράφηση στις 27 Αυγούστου 1999 και απέβαλαν την τουρκική ιθαγένεια στις 2 Σεπτεμβρίου 1999.

16      Την 1η Σεπτεμβρίου 2005, στο πλαίσιο συνέντευξης με τις δημοτικές αρχές του Βούπερταλ, αναγνώρισαν ότι είχαν ανακτήσει την τουρκική ιθαγένεια στις 24 Νοεμβρίου 2000.

17      Προσκόμισαν συναφώς βεβαίωση του γενικού προξενείου της Τουρκίας, με ημερομηνία 31 Αυγούστου 2005, στην οποία μνημονευόταν ότι είχαν υποβάλει αίτηση για την ανάκτηση της τουρκικής ιθαγένειας στις 2 Σεπτεμβρίου 1999 και ότι είχαν ανακτήσει την εν λόγω ιθαγένεια δυνάμει αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2000.

18      Με διοικητικές αποφάσεις, εκδοθείσες σύμφωνα με το άρθρο 30, παράγραφος 1, του StAG, ο Δήμος Βούπερταλ διαπίστωσε ότι οι M.Ö. και N.Ö. δεν είχαν πλέον τη γερμανική ιθαγένεια. Κατά τη δημοτική αρχή, η εκ μέρους τους ανάκτηση της τουρκικής ιθαγένειας στις 24 Νοεμβρίου 2000 είχε ως αποτέλεσμα την αυτοδίκαιη απώλεια της γερμανικής ιθαγένειας, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, σημείο 2, και με το άρθρο 25, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του StAG. Το αντίθετο θα μπορούσε να ισχύει μόνον αν η τουρκική ιθαγένεια είχε ανακτηθεί πριν από την 31η Δεκεμβρίου 1999, διότι το άρθρο 25, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του StAG, όπως ίσχυε έως την εν λόγω ημερομηνία, προέβλεπε ότι η απώλεια της γερμανικής ιθαγένειας επέρχεται μόνο στην περίπτωση Γερμανών πολιτών οι οποίοι διέμεναν στην αλλοδαπή. Οι M.Ö. και N.Ö., όμως, δεν απέδειξαν ανάκτηση της τουρκικής ιθαγένειας πριν από τη συγκεκριμένη ημερομηνία.

19      Οι M.Ö. και N.Ö. άσκησαν προσφυγή κατά των ως άνω αποφάσεων ενώπιον του Verwaltungsgericht Düsseldorf (διοικητικού πρωτοδικείου Ντίσελντορφ).

 Υπόθεση C686/22

20      Οι σύζυγοι M.S. και S.S., τουρκικής ιθαγένειας, οι οποίοι γεννήθηκαν το 1965 και το 1971, αντιστοίχως, εισήλθαν στη γερμανική επικράτεια το 1981 και το 1989, αντιστοίχως. Στις 10 Ιουνίου 1999 απέκτησαν τη γερμανική ιθαγένεια με πολιτογράφηση και εν συνεχεία απέβαλαν την τουρκική ιθαγένεια.

21      Οι M.S. και S.S. υπέβαλαν αίτηση προκειμένου να ανακτήσουν την τουρκική ιθαγένεια κατόπιν της εκ μέρους τους κτήσεως της γερμανικής.

22      Στις 19 Δεκεμβρίου 2017 οι M.S. και S.S. υπέβαλαν αίτηση στον Δήμο Κρέφελντ (Γερμανία) προκειμένου να διαπιστωθεί ότι κατείχαν τη γερμανική ιθαγένεια.

23      Με διοικητικές αποφάσεις, εκδοθείσες σύμφωνα με το άρθρο 30, παράγραφος 1, του StAG, ο Δήμος Κρέφελντ διαπίστωσε ότι οι M.S. και S.S. δεν είχαν πλέον τη γερμανική ιθαγένεια. Κατά τη δημοτική αρχή, η τουρκική ιθαγένεια ανακτήθηκε από τους ενδιαφερομένους μετά την 1η Ιανουαρίου 2000, οπότε, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, σημείο 2, και το άρθρο 25, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του StAG, η συγκεκριμένη ανάκτηση είχε ως συνέπεια την αυτοδίκαιη απώλεια της γερμανικής ιθαγένειας. Το αντίθετο θα μπορούσε να ισχύει μόνον αν η τουρκική ιθαγένεια είχε ανακτηθεί πριν από την 31η Δεκεμβρίου 1999, διότι το άρθρο 25, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του StAG, όπως ίσχυε έως την εν λόγω ημερομηνία, προέβλεπε ότι η απώλεια της γερμανικής ιθαγένειας επέρχεται μόνο στην περίπτωση Γερμανών πολιτών οι οποίοι διέμεναν στην αλλοδαπή. Οι M.S. και S.S., όμως, δεν απέδειξαν ανάκτηση της τουρκικής ιθαγένειας πριν από τη συγκεκριμένη ημερομηνία.

24      Οι M.S. και S.S. άσκησαν προσφυγή κατά των ως άνω αποφάσεων ενώπιον του Verwaltungsgericht Düsseldorf (διοικητικού πρωτοδικείου Ντίσελντορφ).

 Τα προδικαστικά ερωτήματα

25      Στο πλαίσιο των τριών συνεκδικαζομένων υποθέσεων το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, πρώτον, αν η αυτοδίκαιη απώλεια της γερμανικής ιθαγένειας, κατά το άρθρο 25, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του StAG, είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης.

26      Το αιτούν δικαστήριο επιβεβαιώνει ευθύς εξαρχής ότι στην περίπτωση των προσφευγόντων των κύριων δικών εφαρμογή έχει το άρθρο 25 του StAG όπως ισχύει από 1ης Ιανουαρίου 2000, δεδομένου ότι αυτοί ανέκτησαν την τουρκική ιθαγένεια κατόπιν της εν λόγω ημερομηνίας, τα δε έγγραφα που προσκόμισαν ορισμένοι εξ αυτών προς απόδειξη του αντιθέτου δεν έχουν καμία αποδεικτική αξία. Επισημαίνει επίσης ότι ο προσφεύγοντες των κύριων δικών δεν ζήτησαν άδεια, κατά το άρθρο 25, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, προκειμένου να διατηρήσουν τη γερμανική ιθαγένεια πριν από την εκ μέρους τους ανάκτηση της τουρκικής ιθαγένειας.

27      Συναφώς, κατά την εθνική νομολογία, το άρθρο 25, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του StAG είναι σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης, καθόσον ο ενδιαφερόμενος δύναται να υποβάλει αίτηση προκειμένου να του χορηγηθεί άδεια για τη διατήρηση της γερμανικής ιθαγένειας, βάσει της παραγράφου 2, πρώτη περίοδος, του εν λόγω άρθρου, στο πλαίσιο της οποίας προβλέπεται ρητώς η ατομική εξέταση των συνεπειών της απώλειας της συγκεκριμένης ιθαγένειας για τον ενδιαφερόμενο.

28      Τούτου δοθέντος, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά το ζήτημα αν η γερμανική νομοθεσία είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση κατά την οποία δεν κινηθεί καμία διαδικασία χορηγήσεως αδείας για τη διατήρηση της γερμανικής ιθαγένειας, κατά το ως άνω άρθρο 25, παράγραφος 2, από τις διατάξεις του ίδιου άρθρου 25 προκύπτει ότι η απώλεια της γερμανικής ιθαγένειας και, κατ’ επέκταση, της ιθαγένειας της Ένωσης όσον αφορά τα πρόσωπα που δεν έχουν την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους επέρχεται αυτοδικαίως, χωρίς καμία ατομική εξέταση της περιπτώσεως.

29      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το γερμανικό δίκαιο δεν προβλέπει καμία δυνατότητα παρεμπίπτουσας εκ των υστέρων εξετάσεως των συνεπειών της απώλειας της γερμανικής ιθαγένειας. Σε τέτοια περίπτωση, οι ενδιαφερόμενοι έχουν μόνον τη δυνατότητα υποβολής νέας αιτήσεως πολιτογραφήσεως, προκειμένου να αποκτήσουν, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα, τη γερμανική ιθαγένεια.

30      Δεύτερον, διαπιστώνοντας πάντως ότι, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 25, παράγραφος 2, του StAG, η αίτηση χορηγήσεως αδείας για τη διατήρηση της γερμανικής ιθαγένειας παρέχει τη δυνατότητα να ληφθούν υπόψη οι απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι συνέπειες στην πράξη της απώλειας της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης δεν εξετάζονται ούτε από τις διοικητικές αρχές ούτε από τα εθνικά δικαστήρια. Συγκεκριμένα, η άδεια διατηρήσεως της γερμανικής ιθαγένειας χορηγείται μόνον οσάκις υφίσταται ειδικό συμφέρον για την κτήση αλλοδαπής ιθαγένειας διατηρουμένης ταυτόχρονα της γερμανικής. Ως εκ τούτου, κατά το αιτούν δικαστήριο, οι συνέπειες της απώλειας της γερμανικής ιθαγένειας που έχουν ως αποτέλεσμα την απώλεια της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης δεν εξετάζονται με γνώμονα τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιότητα αυτήν.

31      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgericht Düsseldorf (διοικητικό πρωτοδικείο Ντύσσελντορφ) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία στο πλαίσιο των τριών υποθέσεων των κύριων δικών και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αντιτίθεται στο άρθρο 20 ΣΛΕΕ κανόνας ο οποίος προβλέπει ότι, σε περίπτωση εκούσιας κτήσης (μη προνομιακής) ιθαγένειας τρίτου κράτους, επέρχεται αυτοδικαίως απώλεια της ιθαγένειας του κράτους μέλους και, ως εκ τούτου, της ιθαγένειας της Ένωσης, ενώ ατομική εξέταση των συνεπειών της απώλειας για τον ενδιαφερόμενο αλλοδαπό διενεργείται μόνον εφόσον αυτός έχει προηγουμένως υποβάλει αίτηση περί χορήγησης άδειας διατήρησης της ιθαγένειάς του και η σχετική άδεια του έχει χορηγηθεί πριν από την κτήση της αλλοδαπής ιθαγένειας;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: Έχει το άρθρο 20 ΣΛΕΕ την έννοια ότι κατά τη διαδικασία χορήγησης άδειας διατήρησης της ιθαγένειας δεν πρέπει να τίθενται προϋποθέσεις οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα να εμποδίζεται ή να παρακάμπτεται η εκτίμηση της ατομικής κατάστασης του ενδιαφερομένου και της οικογένειάς του όσον αφορά τις συνέπειες της απώλειας της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης;»

32      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 7ης Δεκεμβρίου 2022, αποφασίσθηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑684/22 έως C‑686/22 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

33      Με τα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 20 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους προβλέπουσα την αυτοδίκαιη απώλεια της ιθαγένειας του συγκεκριμένου κράτους μέλους σε περίπτωση οικειοθελούς κτήσεως της ιθαγένειας τρίτης χώρας, απώλεια η οποία συνεπάγεται, στην περίπτωση προσώπων που δεν έχουν την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους, την απώλεια της ιθαγένειας της Ένωσης, εκτός αν, πριν από την κτήση της ιθαγένειας τρίτης χώρας, οι αρμόδιες εθνικές αρχές χορηγήσουν στα εν λόγω πρόσωπα, κατόπιν ατομικής εξετάσεως της περιπτώσεώς τους, στο πλαίσιο της οποίας σταθμίζονται τα εμπλεκόμενα δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα, την άδεια να διατηρήσουν την ιθαγένειά τους.

34      Κατά πάγια νομολογία, μολονότι ο καθορισμός των προϋποθέσεων κτήσεως και απώλειας της ιθαγένειας εμπίπτει, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, στην αρμοδιότητα κάθε κράτους μέλους, το γεγονός ότι ένας τομέας εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών δεν σημαίνει ότι στις περιπτώσεις οι οποίες εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης οι σχετικοί κανόνες της εθνικής νομοθεσίας δεν πρέπει να συνάδουν προς το δίκαιο της Ένωσης [αποφάσεις της 2ας Μαρτίου 2010, Rottmann, C‑135/08, EU:C:2010:104, σκέψεις 39 και 41, και της 5ης Σεπτεμβρίου 2023, Udlændinge- og Integrationsministeriet (Απώλεια της δανικής ιθαγένειας), C‑689/21, EU:C:2023:626, σκέψη 28].

35      Το άρθρο 20 ΣΛΕΕ, όμως, αναγνωρίζει σε κάθε πρόσωπο που έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, η οποία τείνει να αποτελέσει τη θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών μελών [αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Grzelczyk, C‑184/99, EU:C:2001:458, σκέψη 31, και της 5ης Σεπτεμβρίου 2023, Udlændinge- og Integrationsministeriet (Απώλεια της δανικής ιθαγένειας), C‑689/21, EU:C:2023:626, σκέψη 29].

36      Ως εκ τούτου, η περίπτωση πολιτών της Ένωσης οι οποίοι, όπως οι προσφεύγοντες των κύριων δικών, έχουν την ιθαγένεια ενός μόνον κράτους μέλους και οι οποίοι, με την απώλεια της ιθαγένειας αυτής, έρχονται αντιμέτωποι με την απώλεια της ιδιότητας που απονέμει το άρθρο 20 ΣΛΕΕ και των συνακόλουθων δικαιωμάτων εμπίπτει, ως εκ της φύσεως και των συνεπειών της, στο δίκαιο της Ένωσης. Επομένως, τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς τους στον τομέα της ιθαγένειας, να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, την αρχή της αναλογικότητας [αποφάσεις της 2ας Μαρτίου 2010, Rottmann, C‑135/08, EU:C:2010:104, σκέψεις 42 και 45, και της 5ης Σεπτεμβρίου 2023, Udlændinge- og Integrationsministeriet (Απώλεια της δανικής ιθαγένειας), C‑689/21, EU:C:2023:626, σκέψη 30].

37      Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι είναι θεμιτό να επιθυμεί ένα κράτος μέλος να προστατεύσει, αφενός, την ιδιαίτερη σχέση αλληλεγγύης και πίστεως που υπάρχει μεταξύ αυτού του ίδιου και των υπηκόων του και, αφετέρου, την αμοιβαιότητα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που αποτελούν το θεμέλιο του δεσμού της ιθαγένειας [αποφάσεις της 2ας Μαρτίου 2010, Rottmann, C‑135/08, EU:C:2010:104, σκέψη 51, και της 5ης Σεπτεμβρίου 2023, Udlændinge- og Integrationsministeriet (Απώλεια της δανικής ιθαγένειας), C‑689/21, EU:C:2023:626, σκέψη 31].

38      Κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του να καθορίζει τις προϋποθέσεις κτήσεως και απώλειας της ιθαγένειάς του, ένα κράτος μέλος είναι θεμιτό να θεωρεί ότι πρέπει να αποφεύγει τις ανεπιθύμητες συνέπειες των περιπτώσεων πολλαπλής ιθαγένειας [πρβλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2022, Wiener Landesregierung (Ανάκληση διαβεβαιώσεως περί πολιτογράφησης), C‑118/20, EU:C:2022:34, σκέψη 54].

39      Εν προκειμένω, σύμφωνα με το άρθρο 25, παράγραφος 1, του StAG, οι Γερμανοί υπήκοοι αποβάλλουν την ιθαγένειά τους σε περίπτωση οικειοθελούς κτήσεως της ιθαγένειας ορισμένων τρίτων χωρών. Με τη συγκεκριμένη διάταξη διευκρινίζεται, επιπλέον, ότι δεν επέρχεται απώλεια της γερμανικής ιθαγένειας σε περίπτωση κατά την οποία ένας Γερμανός υπήκοος αποκτά, μεταξύ άλλων, την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους. Όπως επισήμανε η Γερμανική Κυβέρνηση, η εν λόγω διάταξη αποσκοπεί κατ’ ουσίαν να αποτρέψει τις περιπτώσεις πολλαπλής ιθαγένειας.

40      Το κατ’ αρχήν θεμιτό του σκοπού αυτού ενισχύεται από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την ιθαγένεια, κατά το οποίο τα συμβαλλόμενα κράτη δεν μπορούν να προβλέπουν στην εσωτερική τους νομοθεσία την αυτοδίκαιη ή κατόπιν δικής τους πρωτοβουλίας απώλεια της ιθαγένειας, εκτός από την περίπτωση, μεταξύ άλλων, οικειοθελούς κτήσεως άλλης ιθαγένειας, καθώς και από το άρθρο 15, στοιχείο βʹ, της εν λόγω Συμβάσεως, κατά το οποίο οι διατάξεις της δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε συμβαλλόμενου κράτους να καθορίζει στο εσωτερικό του δίκαιο κατά πόσον η κτήση ή η διατήρηση της ιθαγένειάς του προϋποθέτει την αποποίηση ή την απώλεια άλλης ιθαγένειας [πρβλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2022, Wiener Landesregierung (Ανάκληση διαβεβαιώσεως περί πολιτογράφησης), C‑118/20, EU:C:2022:34, σκέψη 55].

41      Ως εκ τούτου, το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται, κατ’ αρχήν, στο να προβλέπει ένα κράτος μέλος, σε περιπτώσεις όπως οι διαλαμβανόμενες στο άρθρο 25, παράγραφος 1, του StAG και για λόγους γενικού συμφέροντος, την αυτοδίκαιη απώλεια της ιθαγένειάς του οσάκις οι υπήκοοί του αποκτούν οικειοθελώς την ιθαγένεια τρίτης χώρας, ακόμη και αν η συγκεκριμένη απώλεια συνεπάγεται για τον ενδιαφερόμενο την απώλεια της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης.

42      Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας που προσδίδει το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης στην ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, η οποία, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, συνιστά τη θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών μελών, οι αρμόδιες εθνικές αρχές και στα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να διακριβώνουν αν η απώλεια της ιθαγένειας του οικείου κράτους μέλους, εφόσον συνεπάγεται την απώλεια της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης και των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτή, συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας όσον αφορά τις συνέπειές της στην κατάσταση του ενδιαφερομένου και, ενδεχομένως, σε εκείνην των μελών της οικογένειάς του από τη σκοπιά του δικαίου της Ένωσης [αποφάσεις της 2ας Μαρτίου 2010, Rottmann, C‑135/08, EU:C:2010:104, σκέψεις 55 και 56, και της 5ης Σεπτεμβρίου 2023, Udlændinge- og Integrationsministeriet (Απώλεια της δανικής ιθαγένειας), C‑689/21, EU:C:2023:626, σκέψη 38].

43      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η αυτοδίκαιη απώλεια της ιθαγένειας ενός κράτους μέλους δεν θα ήταν συμβατή με την αρχή της αναλογικότητας, εάν οι σχετικοί εθνικοί κανόνες δεν επέτρεπαν, σε κανένα χρονικό σημείο, εξατομικευμένη εξέταση των συνεπειών που έχει η απώλεια αυτή για τους ενδιαφερομένους από τη σκοπιά του δικαίου της Ένωσης [αποφάσεις της 12ης Μαρτίου 2019, Tjebbes κ.λπ., C‑221/17, EU:C:2019:189, σκέψη 41, και της 5ης Σεπτεμβρίου 2023, Udlændinge- og Integrationsministeriet (Απώλεια της δανικής ιθαγένειας), C‑689/21, EU:C:2023:626, σκέψη 39].

44      Ως εκ τούτου, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η απώλεια της ιθαγένειας ενός κράτους μέλους επέρχεται αυτοδικαίως όταν αποκτάται οικειοθελώς ιθαγένεια τρίτης χώρας και συνεπάγεται την απώλεια της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης, οι αρμόδιες εθνικές αρχές και τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εξετάζουν τις συνέπειες της απώλειας της ιθαγένειας και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, να επιτρέπουν στα εν λόγω πρόσωπα να διατηρήσουν την ιθαγένειά τους ή να την ανακτήσουν ex tunc [πρβλ. αποφάσεις της 12ης Μαρτίου 2019, Tjebbes κ.λπ., C‑221/17, EU:C:2019:189, σκέψη 42, και της 5ης Σεπτεμβρίου 2023, Udlændinge- og Integrationsministeriet (Απώλεια της δανικής ιθαγένειας), C‑689/21, EU:C:2023:626, σκέψη 40].

45      Εν προκειμένω, από τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το άρθρο 25, παράγραφος 2, του StAG προβλέπει ότι όποιος, πριν από την κτήση ιθαγένειας τρίτης χώρας, έλαβε, κατόπιν αιτήσεώς του, γραπτή άδεια της αρμόδιας αρχής για τη διατήρηση της ιθαγένειάς του, δεν αποβάλλει την συγκεκριμένη ιθαγένεια. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει επίσης ότι κατά την έκδοση αποφάσεως επί της αιτήσεως αυτής πρέπει να σταθμίζονται τα δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα.

46      Όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας, στο σημείο 58 προτάσεών του, το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται, κατ’ αρχήν, στο να προβλέπει κράτος μέλος ότι η ατομική εξέταση, με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας, των συνεπειών που έχει για τους ενδιαφερομένους η απώλεια της ιθαγένειας κράτους μέλους ως προς το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να διενεργείται στο συγκεκριμένο πλαίσιο διαδικασίας χορηγήσεως προηγούμενης αδείας, όπως είναι η προβλεπόμενη στο εν λόγω άρθρο 25, παράγραφος 2.

47      Τούτου δοθέντος, προκειμένου να διασφαλισθεί ο σεβασμός των δικαιωμάτων που παρέχονται στους πολίτες της Ένωσης βάσει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, απαιτείται η συγκεκριμένη διαδικασία να καθιστά δυνατή τη διενέργεια του ατομικού ελέγχου αναλογικότητας σύμφωνα με όσα επιτάσσει το εν λόγω άρθρο, όπως έχει ερμηνευθεί με τη νομολογία του Δικαστηρίου.

48      Συναφώς, κατά πρώτον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο της ως άνω διαδικασίας χορηγήσεως προηγούμενης αδείας, η πρακτική των διοικητικών αρχών, η οποία επιρρωννύεται από την εθνική νομολογία, έγκειται στο να μην εξετάζονται οι συνέπειες, από απόψεως του δικαίου της Ένωσης, της εκ μέρους του ενδιαφερομένου απώλειας της γερμανικής ιθαγένειας σε περίπτωση κατά την οποία η συγκεκριμένη απώλεια συνεπάγεται επίσης την απώλεια της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης. Συγκεκριμένα, η άδεια διατηρήσεως της γερμανικής ιθαγένειας χορηγείται μόνον εφόσον υφίσταται ειδικό συμφέρον για την κτήση της ιθαγένειας τρίτης χώρας.

49      Εάν, όμως, οι αρμόδιες αρχές δεν διενεργούν την ως άνω εξέταση αναλογικότητας ή εάν δεν προκύπτει σαφώς από τους λόγους που παρατίθενται στην, εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 25, παράγραφος 2, του StAG, απόφαση των εν λόγω αρχών ότι διενεργήθηκε η εξέταση αυτή, το εθνικό δικαστήριο το οποίο θα επιληφθεί ενδεχομένως της υποθέσεως οφείλει να προβεί στη συγκεκριμένη εξέταση ή να διασφαλίσει τη διενέργειά της από τις αρμόδιες αρχές [πρβλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2023, Udlændinge- og Integrationsministeriet (Απώλεια της δανικής ιθαγένειας), C‑689/21, EU:C:2023:626, σκέψη 53].

50      Η περί ης ο λόγος εξέταση πρέπει να περιλαμβάνει εκτίμηση της ατομικής καταστάσεως του ενδιαφερομένου και εκείνης της οικογένειάς του, προκειμένου να προσδιορισθεί αν η απώλεια της ιθαγένειας του οικείου κράτους μέλους, οσάκις επιφέρει απώλεια της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης, έχει συνέπειες που επηρεάζουν δυσανάλογα, σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει ο εθνικός νομοθέτης, τη φυσιολογική εξέλιξη της οικογενειακής και επαγγελματικής του ζωής, από τη σκοπιά του δικαίου της Ένωσης. Οι συνέπειες αυτές δεν είναι δυνατόν να είναι υποθετικές ή ενδεχόμενες [πρβλ. αποφάσεις της 12ης Μαρτίου 2019, Tjebbes κ.λπ., C‑221/17, EU:C:2019:189, σκέψη 44, και της 5ης Σεπτεμβρίου 2023, Udlændinge- og Integrationsministeriet (Απώλεια της δανικής ιθαγένειας), C‑689/21, EU:C:2023:626, σκέψη 54].

51      Στο πλαίσιο της ως άνω εξετάσεως αναλογικότητας, απόκειται ειδικότερα στις αρμόδιες εθνικές αρχές και, ενδεχομένως, στα εθνικά δικαστήρια να βεβαιωθούν ότι μια τέτοια απώλεια της ιθαγένειας συνάδει προς τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), του οποίου την τήρηση διασφαλίζει το Δικαστήριο, και, ιδιαίτερα, προς το δικαίωμα στον σεβασμό της οικογενειακής ζωής, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη. Το εν λόγω άρθρο πρέπει, κατά περίπτωση, να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με την υποχρέωση να λαμβάνεται υπόψη το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού, το οποίο αναγνωρίζεται στο άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη [αποφάσεις της 12ης Μαρτίου 2019, Tjebbes κ.λπ., C‑221/17, EU:C:2019:189, σκέψη 45, και της 5ης Σεπτεμβρίου 2023, Udlændinge- og Integrationsministeriet (Απώλεια της δανικής ιθαγένειας), C‑689/21, EU:C:2023:626, σκέψη 55].

52      Κατά δεύτερον, από τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, βάσει του άρθρου 25, παράγραφος 2, του StAG, απαιτείται ο ενδιαφερόμενος να μην έχει αποκτήσει την ιθαγένεια τρίτης χώρας πριν ζητήσει και, ενδεχομένως, λάβει τη σχετική άδεια για τη διατήρηση της γερμανικής ιθαγένειας.

53      Το Δικαστήριο έχει κρίνει συναφώς ότι τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν, εν ονόματι της αρχής της ασφάλειας δικαίου, να υποβάλλεται εντός εύλογης προθεσμίας η αίτηση περί διατηρήσεως της ιθαγένειας ενώπιον των αρμοδίων αρχών [πρβλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2023, Udlændinge- og Integrationsministeriet (Απώλεια της δανικής ιθαγένειας), C‑689/21, EU:C:2023:626, σκέψη 43].

54      Όπως επισημαίνει ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 63 των προτάσεών του, η απαίτηση η άδεια για τη διατήρηση της ιθαγένειας να ζητείται και να χορηγείται πριν από την κτήση της ιθαγένειας τρίτης χώρας πληροί την προϋπόθεση περί εύλογης προθεσμίας καθόσον, προς το συμφέρον της ασφάλειας δικαίου την οποία τα κράτη μέλη δικαιούνται να προστατεύουν, δεν εμποδίζει, κατ’ αρχήν, τους ενδιαφερομένους να ασκούν αποτελεσματικώς τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιότητά τους ως πολιτών της Ένωσης, ειδικότερα δε το δικαίωμα να διενεργούν οι αρμόδιες εθνικές αρχές ατομική εξέταση της αναλογικότητας των συνεπειών που έχει η απώλεια της ιθαγένειας από τη σκοπιά του δικαίου της Ένωσης.

55      Επισημαίνεται ότι στην περίπτωση κατά την οποία Γερμανός υπήκοος ο οποίος δεν έχει την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους απέκτησε οικειοθελώς την ιθαγένεια τρίτης χώρας, έχοντας όμως παραλείψει να ακολουθήσει, προηγουμένως, τη διαδικασία του άρθρου 25, παράγραφος 2, του StAG, προκειμένου να ζητήσει και να λάβει την άδεια για τη διατήρηση της γερμανικής ιθαγένειας, είναι θεμιτό να θεωρηθεί ότι, κατά τον χρόνο της εν λόγω κτήσεως, επέδειξε τη βούληση να μην είναι πλέον πολίτης της Ένωσης.

56      Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, λαμβανομένων υπόψη των σοβαρών συνεπειών που επάγεται η απώλεια της ιθαγένειας κράτους μέλους, οσάκις επιφέρει απώλεια της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης, για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι πολίτες της Ένωσης από το άρθρο 20 ΣΛΕΕ, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι συνάδουν με την αρχή της αποτελεσματικότητας εθνικοί κανόνες ή εθνικές πρακτικές που δύνανται να έχουν ως αποτέλεσμα να εμποδίσουν το πρόσωπο που αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο απώλειας της ιθαγένειας να ζητήσει να εξετασθεί ο αναλογικός χαρακτήρας των συνεπειών της εν λόγω απώλειας από τη σκοπιά του δικαίου της Ένωσης, τούτο δε για τον λόγο ότι η προθεσμία για την υποβολή της αιτήσεως εξέτασης έχει παρέλθει, στην περίπτωση που το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει δεόντως ενημερωθεί για το δικαίωμα να ζητήσει την εν λόγω εξέταση ή για την προθεσμία εντός της οποίας όφειλε να υποβάλει τη σχετική αίτηση [απώλεια της 5ης Σεπτεμβρίου 2023, Udlændinge- og Integrationsministeriet (Απώλεια της δανικής ιθαγένειας), C‑689/21, EU:C:2023:626, σκέψη 48].

57      Ως εκ τούτου, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει αν οι προσφεύγοντες των κύριων δικών είχαν ενημερωθεί δεόντως για την ευρισκόμενη σε ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2000 διαδικασία την οποία προβλέπει το άρθρο 25 του StAG και η οποία, κατά το εν λόγω δικαστήριο, τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωσή τους. Προς τούτο, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει, αφενός, να λάβει υπόψη ότι, πριν από την ως άνω ημερομηνία, τα εν λόγω πρόσωπα ήταν υποχρεωμένα να αποποιηθούν την τουρκική ιθαγένειά τους προκειμένου να αποκτήσουν τη γερμανική, στοιχείο το οποίο υποδηλώνει ότι είχαν ενημερωθεί όχι μόνον για τη γερμανική ρύθμιση η οποία είχε εφαρμογή στην περίπτωσή τους πριν από τη συγκεκριμένη ημερομηνία, αλλά, τουλάχιστον, και για το ότι η ρύθμιση αυτή αποσκοπεί να αποτρέψει την πολλαπλή ιθαγένεια και ότι, ιδίως, δεν επιτρέπει τη διατήρηση της γερμανικής ιθαγένειας σε περίπτωση κτήσεως ιθαγένειας τρίτης χώρας.

58      Το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει, αφετέρου, να λάβει υπόψη το πλαίσιο εντός του οποίου τα εν λόγω πρόσωπα ζήτησαν και εν συνεχεία ανέκτησαν την τουρκική ιθαγένεια. Πράγματι, από τις αποφάσεις περί παραπομπής προκύπτει ότι οι προσφεύγοντες των κύριων δικών επιδίωξαν να διατηρήσουν τόσο την τουρκική όσο και τη γερμανική ιθαγένεια σύμφωνα με όσα επέτρεπε το άρθρο 25 του StAG όπως ίσχυε μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1999 για τους διαμένοντες στην αλλοδαπή Γερμανούς υπηκόους. Μολονότι αποποιήθηκαν πριν από την εν λόγω ημερομηνία την τουρκική ιθαγένεια προκειμένου να αποκτήσουν τη γερμανική και εν συνεχεία ζήτησαν να ανακτήσουν την τουρκική ιθαγένειά τους, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η τουρκική ιθαγένεια τους απονεμήθηκε εκ νέου κατόπιν της συγκεκριμένης ημερομηνίας.

59      Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑686/22 επισημαίνουν συναφώς με τις γραπτές παρατηρήσεις τους ότι δεν είχαν κανένα λόγο να υποβάλουν αίτηση χορηγήσεως προηγούμενης αδείας για τη διατήρηση της γερμανικής ιθαγένειας πριν από τη μεταρρύθμιση του άρθρου 25 του StAG και ότι, εν πάση περιπτώσει, η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση δεν είχε καταστεί σαφής, ούτε τους είχε γνωστοποιηθεί.

60      Σε τέτοια περίπτωση, όμως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 71 των προτάσεών του, λαμβανομένων υπόψη των σοβαρών συνεπειών της απώλειας της γερμανικής ιθαγένειας, η οποία επιφέρει και την απώλεια της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης, όσον αφορά την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων που αντλεί ο πολίτης της Ένωσης από το άρθρο 20 ΣΛΕΕ, θα έπρεπε να παρασχεθεί στους προσφεύγοντες των κύριων δικών η δυνατότητα, ενδεχομένως στο πλαίσιο ενός μεταβατικού καθεστώτος, να κινήσουν, με αποτελεσματικό τρόπο, τη διαδικασία χορηγήσεως προηγούμενης αδείας την οποία προβλέπει το άρθρο 25, παράγραφος 2, του StAG, προκειμένου να διατηρήσουν τη γερμανική ιθαγένεια.

61      Προκειμένου να κριθεί αν οι προσφεύγοντες των κύριων δικών ήταν σε θέση να επωφεληθούν αποτελεσματικώς της εν λόγω διαδικασίας και να τύχουν ατομικής εξετάσεως των συνεπειών της απώλειας της γερμανικής ιθαγένειας από τη σκοπιά του δικαίου της Ένωσης, απαιτείται το αιτούν δικαστήριο να λάβει υπόψη και τις ημερομηνίες της εκ μέρους τους ανακτήσεως της τουρκικής ιθαγένειας. Πράγματι, σε περιπτώσεις εγγύτητας της ημερομηνίας ανακτήσεως της εν λόγω ιθαγένειας προς την 1η Ιανουαρίου 2000, ήτοι την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της μεταρρυθμίσεως της κατά το άρθρο 25 του StAG διαδικασίας, δεν αποκλείεται οι προσφεύγοντες των κύριων δικών να αδυνατούσαν πρακτικώς να κινήσουν τη συγκεκριμένη διαδικασία, καθόσον αυτή απαιτεί να ζητηθεί και να ληφθεί η άδεια για τη διατήρηση της γερμανικής ιθαγένειας πριν από την κτήση της ιθαγένειας τρίτης χώρας. Σε τέτοια περίπτωση, αντιθέτως προς τα πρόσωπα που ζήτησαν την ιθαγένεια τρίτης χώρας κατόπιν της συγκεκριμένης ημερομηνίας, οι εν λόγω προσφεύγοντες δεν είχαν τη δυνατότητα να ζητήσουν τη διατήρηση της γερμανικής ιθαγένειας και να αναμείνουν τη σχετική απάντηση πριν οι αρχές της τρίτης χώρας δεχθούν το αίτημά τους.

62      Επιπλέον, μολονότι το αιτούν δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι προσφεύγοντες των κύριων δικών δεν ήταν σε θέση να κινήσουν, αποτελεσματικώς, τη διαδικασία χορηγήσεως προηγούμενης αδείας για τη διατήρηση της γερμανικής ιθαγένειας την οποία προβλέπει το άρθρο 25, παράγραφος 2, του StAG και να τύχουν ατομικής εξετάσεως των συνεπειών της απώλειας της γερμανικής ιθαγένειας από τη σκοπιά του δικαίου της Ένωσης, η εξέταση αυτή πρέπει να μπορεί να διενεργείται παρεμπιπτόντως στην περίπτωση κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος ζητεί τη χορήγηση ταξιδιωτικού εγγράφου ή οποιουδήποτε άλλου εγγράφου πιστοποιούντος την ιθαγένειά του και, εν γένει, στο πλαίσιο διαδικασίας διαπιστώσεως της ιθαγένειας, οι δε αρμόδιες αρχές πρέπει να είναι σε θέση να αποδίδουν εκ νέου ex tunc την ιθαγένεια του κράτους μέλους (πρβλ. απόφαση της 12ης Μαρτίου 2019, Tjebbes κ.λπ.,, C‑221/17, ECLI:EU:C:2019:189, σκέψη 42).

63      Εν προκειμένω, τέτοια παρεμπίπτουσα εξέταση συνοδευόμενη από τη δυνατότητα ex tunc ανακτήσεως της γερμανικής ιθαγένειας πρέπει να μπορεί να διενεργηθεί από το αιτούν δικαστήριο στις υποθέσεις των κύριων δικών, οι οποίες αφορούν προσφυγές κατά διοικητικών αποφάσεων με τις οποίες διαπιστώθηκε η απώλεια της ιθαγένειας των ενδιαφερομένων και οι οποίες εκδόθηκαν στο πλαίσιο αιτήσεων για τη χορήγηση ταξιδιωτικού εγγράφου ή διαδικασιών διαπιστώσεως της ιθαγένειας.

64      Πρέπει να διευκρινισθεί συναφώς ότι κρίσιμη ημερομηνία για την εξέταση του αναλογικού χαρακτήρα των συνεπειών της απώλειας της γερμανικής ιθαγένειας από τη σκοπιά του δικαίου της Ένωσης είναι αυτή κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος απέκτησε ή ανέκτησε την ιθαγένεια τρίτης χώρας, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 25, παράγραφος 1, του StAG, το χρονικό σημείο κτήσεως ή ανακτήσεως της συγκεκριμένης ιθαγένειας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των κριτηρίων τα οποία έχει θεμιτώς καθορίσει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και από τα οποία εξαρτάται η απώλεια της ιθαγένειάς της [πρβλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2023, Udlændinge- og Integrationsministeriet (Απώλεια της δανικής ιθαγένειας), C‑689/21, EU:C:2023:626, σκέψη 56].

65      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το άρθρο 20 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους προβλέπουσα την αυτοδίκαιη απώλεια της ιθαγένειας του συγκεκριμένου κράτους μέλους σε περίπτωση οικειοθελούς κτήσεως της ιθαγένειας τρίτης χώρας, απώλεια η οποία συνεπάγεται, στην περίπτωση προσώπων που δεν έχουν την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους, την απώλεια της ιθαγένειας της Ένωσης, εκτός αν, πριν από την κτήση της ιθαγένειας τρίτης χώρας, οι αρμόδιες εθνικές αρχές χορηγήσουν στα εν λόγω πρόσωπα, κατόπιν ατομικής εξετάσεως της περιπτώσεώς τους, στο πλαίσιο της οποίας λαμβάνονται υπόψη τα εμπλεκόμενα δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα, την άδεια να διατηρήσουν την ιθαγένειά τους. Πάντως, το συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης προϋποθέτει, αφενός, ότι τα ως άνω πρόσωπα είχαν αποτελεσματική πρόσβαση, εντός εύλογης προθεσμίας, στην προβλεπόμενη από την επίμαχη ρύθμιση διαδικασία διατηρήσεως της ιθαγένειας και ότι ενημερώθηκαν δεόντως για τη διαδικασία αυτή και, αφετέρου, ότι η εν λόγω διαδικασία περιλαμβάνει την εκ μέρους των αρμοδίων αρχών εξέταση της αναλογικότητας των συνεπειών που έχει η απώλεια της συγκεκριμένης ιθαγένειας από τη σκοπιά του δικαίου της Ένωσης. Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις, οι αρμόδιες αρχές καθώς και τα δικαστήρια που θα επιληφθούν ενδεχομένως υποθέσεως πρέπει να είναι σε θέση να διενεργούν τέτοια εξέταση παρεμπιπτόντως, στο πλαίσιο υποβολής εκ μέρους των ενδιαφερομένων αιτήσεως για τη χορήγηση ταξιδιωτικού εγγράφου ή οποιουδήποτε άλλου εγγράφου πιστοποιούντος την ιθαγένειά τους ή, ενδεχομένως, στο πλαίσιο διαδικασίας για τη διαπίστωση απώλειας της ιθαγένειας, οι δε ως άνω αρχές και δικαστήρια πρέπει να είναι σε θέση, εφόσον είναι αναγκαίο, να αποδίδουν εκ νέου ex tunc την εν λόγω ιθαγένεια.

 Επί των δικαστικών εξόδων

66      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κύριων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 20 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους προβλέπουσα την αυτοδίκαιη απώλεια της ιθαγένειας του συγκεκριμένου κράτους μέλους σε περίπτωση οικειοθελούς κτήσεως της ιθαγένειας τρίτης χώρας, απώλεια η οποία συνεπάγεται, στην περίπτωση προσώπων που δεν έχουν την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους, την απώλεια της ιθαγένειας της Ένωσης, εκτός αν, πριν από την κτήση της ιθαγένειας τρίτης χώρας, οι αρμόδιες εθνικές αρχές χορηγήσουν στα εν λόγω πρόσωπα, κατόπιν ατομικής εξετάσεως της περιπτώσεώς τους, στο πλαίσιο της οποίας λαμβάνονται υπόψη τα εμπλεκόμενα δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα, την άδεια να διατηρήσουν την ιθαγένειά τους πριν από την κτήση της ιθαγένειας τρίτης χώρας. Πάντως, το συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης προϋποθέτει, αφενός, ότι τα ως άνω πρόσωπα είχαν αποτελεσματική πρόσβαση, εντός εύλογης προθεσμίας, στην προβλεπόμενη από την επίμαχη ρύθμιση διαδικασία διατηρήσεως της ιθαγένειας και ότι ενημερώθηκαν δεόντως για τη διαδικασία αυτή και, αφετέρου, ότι η εν λόγω διαδικασία περιλαμβάνει την εκ μέρους των αρμοδίων αρχών εξέταση της αναλογικότητας των συνεπειών που έχει η απώλεια της συγκεκριμένης ιθαγένειας από τη σκοπιά του δικαίου της Ένωσης. Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις, οι αρμόδιες αρχές καθώς και τα δικαστήρια που θα επιληφθούν ενδεχομένως υποθέσεως πρέπει να είναι σε θέση να διενεργούν τέτοια εξέταση παρεμπιπτόντως, στο πλαίσιο υποβολής εκ μέρους των ενδιαφερομένων αιτήσεως για τη χορήγηση ταξιδιωτικού εγγράφου ή οποιουδήποτε άλλου εγγράφου πιστοποιούντος την ιθαγένειά τους ή, ενδεχομένως, στο πλαίσιο διαδικασίας για τη διαπίστωση απώλειας της ιθαγένειας, οι δε ως άνω αρχές και δικαστήρια πρέπει να είναι σε θέση, εφόσον είναι αναγκαίο, να αποδίδουν εκ νέου ex tunc την εν λόγω ιθαγένεια.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top