EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CC0654

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 16ης Νοεμβρίου 2023.
FOD Volksgezondheid, Veiligheid van de voedselketen & Leefmilieu κατά Triferto Belgium NV.
Αίτηση του Rechtbank van eerste aanleg Oost-Vlaanderen Afdeling Gent για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Καταχώριση, αξιολόγηση, αδειοδότηση και περιορισμοί των χημικών προϊόντων – Κανονισμός (ΕΚ) 1907/2006 (κανονισμός REACH) – Άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ – Πεδίο εφαρμογής – Άρθρο 3, παράγραφοι 10 και 11 – Έννοιες της “εισαγωγής” και του “εισαγωγέα” – Άρθρο 6 – Υποχρέωση καταχωρίσεως – Πρόσωπο που αναλαμβάνει την ευθύνη της καταχωρίσεως – Κανονισμός (ΕΕ) 952/2013 – Τελωνειακός κώδικας της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τελωνειακή αποταμίευση.
Υπόθεση C-654/22.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:883

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 16ης Νοεμβρίου 2023 (1)

Υπόθεση C654/22

FOD Volksgezondheid, Veiligheid van de voedselketen & Leefmilieu

κατά

Triferto Belgium NV

[αίτηση του Rechtbank van eerste aanleg Oost-Vlaanderen Afdeling Gent (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Ανατολικής Φλάνδρας, τμήμα Γάνδης, πολιτικό τμήμα, Βέλγιο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (ΕΚ) 1907/2006 – Καταχώριση, αξιολόγηση, αδειοδότηση και περιορισμός των χημικών προϊόντων – REACH – Πεδίο εφαρμογής – Εξαίρεση ουσιών που υπόκεινται σε τελωνειακή επιτήρηση – Υποχρέωση καταχώρισης – Εισαγωγέας – Εισαγωγή – Πρόσωπο που υπέχει υποχρέωση καταχώρισης»






I.      Εισαγωγή

1.        Η ουρία γίνεται γνωστή σε πολλούς καταναλωτές υπό μορφή καυσίμου για πετρελαιοκίνητα οχήματα, το αποκαλούμενο AdBlue (2). Η χρήση της κατ’ αυτόν τον τρόπο μειώνει την έκλυση οξειδίων του αζώτου. Εντούτοις, υπάρχουν πολλές ακόμα χρήσεις της ουσίας αυτής, όπως στη γεωργία ή στη φαρμακευτική και τη βιομηχανία των καλλυντικών. Για τον λόγο αυτόν παράγονται ή εισάγονται στην Ένωση περισσότεροι από 10 εκατομμύρια τόνοι ετησίως.

2.        Συγκεκριμένοι κίνδυνοι δεν είναι γνωστοί (3). Εντούτοις, σύμφωνα με τον κανονισμό REACH (4), οι εισαγωγείς της εν λόγω ουσίας οφείλουν κατά την εισαγωγή της να την καταχωρίζουν στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων (ECHA). Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της παρούσας προδικαστικής παραπομπής πρέπει να διευκρινιστεί κατά πόσον επιχείρηση που παραγγέλλει ουρία σε τρίτη χώρα θεωρείται εισαγωγέας και, συνεπώς, υπέχει υποχρέωση καταχώρισης, ή αν την εν λόγω υποχρέωση μπορούν να αναλάβουν άλλα πρόσωπα, πλην του παραγγελιοδότη, τα οποία οργανώνουν την εισαγωγή.

II.    Το νομικό πλαίσιο

3.        Ο σκοπός και οι βασικές αρχές του κανονισμού REACH απορρέουν από το άρθρο 1:

«1.       Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι να εξασφαλισθούν ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της προαγωγής εναλλακτικών μεθόδων αξιολόγησης των κινδύνων ουσιών, καθώς και η ελεύθερη κυκλοφορία των ουσιών εντός της εσωτερικής αγοράς, με παράλληλη ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της καινοτομίας.

2.      [...]

3.      Ο παρών κανονισμός βασίζεται στην αρχή ότι αποτελεί ευθύνη των παραγωγών, των εισαγωγέων και των μεταγενέστερων χρηστών να εξασφαλίζουν ότι οι ουσίες που παρασκευάζουν, διαθέτουν στην αγορά, ή χρησιμοποιούν δεν βλάπτουν την υγεία του ανθρώπου ούτε το περιβάλλον. Οι διατάξεις του στηρίζονται στην αρχή της προφύλαξης.»

4.        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού REACH, αυτός δεν εφαρμόζεται «στις ουσίες, είτε είναι υπό καθαρή μορφή είτε σε μείγματα, οι οποίες βρίσκονται υπό τελωνειακή επιτήρηση, εφόσον δεν υφίστανται άλλη επεξεργασία ή μεταποίηση και είναι σε προσωρινή εναπόθεση ή σε ελεύθερη ζώνη ή σε ελεύθερη αποθήκη με σκοπό την επανεξαγωγή ή σε διαμετακόμιση».

5.        Η αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού REACH επεξηγεί την εν λόγω εξαίρεση ως εξής:

«Οι ουσίες υπό τελωνειακή επιτήρηση που βρίσκονται σε προσωρινή εναπόθεση, σε ελεύθερες ζώνες ή σε ελεύθερες αποθήκες με σκοπό την επανεξαγωγή ή σε διαμετακόμιση δεν χρησιμοποιούνται κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού και, επομένως, θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του. [...]»

6.        Τα σημεία 10 έως 13 του άρθρου 3 του κανονισμού REACH περιλαμβάνουν ορισμούς διαφόρων εννοιών:

«10.      Εισαγωγή: η φυσική εισαγωγή στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας.

11.      Εισαγωγέας: φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο είναι εγκατεστημένο στην Κοινότητα και είναι υπεύθυνο για την εισαγωγή.

12.      Διάθεση στην αγορά: η προμήθεια ή η διάθεση σε τρίτο είτε έναντι αμοιβής είτε δωρεάν. Η εισαγωγή θεωρείται διάθεση στην αγορά.

13.      Μεταγενέστερος χρήστης: φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εκτός από τον παρασκευαστή ή τον εισαγωγέα, το οποίο είναι εγκατεστημένο στην Κοινότητα και χρησιμοποιεί μια ουσία είτε υπό καθαρή μορφή είτε σε μείγμα κατά τη βιομηχανική ή επαγγελματική του δραστηριότητα. Ο διανομέας ή ο καταναλωτής δεν είναι μεταγενέστερος χρήστης. Ο επανεισαγωγέας που εξαιρείται βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) θεωρείται μεταγενέστερος χρήστης.»

7.        Το άρθρο 5 του κανονισμού REACH ρυθμίζει τις συνέπειες της παράλειψης καταχώρισης:

«Με την επιφύλαξη των άρθρων 6, 7, 21 και 23, ουσίες υπό καθαρή μορφή, σε μείγματα ή σε αντικείμενα μπορούν να παρασκευάζονται στην Κοινότητα ή να διατίθενται στην αγορά μόνον εφόσον έχουν καταχωρισθεί σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του παρόντος τίτλου, εφόσον τούτο απαιτείται.»

8.        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού REACH επιβάλλει υποχρέωση καταχώρισης:

«Εάν δεν ορίζεται άλλως από τον παρόντα κανονισμό, κάθε παρασκευαστής ή εισαγωγέας μιας ουσίας, είτε υπό καθαρή μορφή είτε σε ένα ή περισσότερα μείγματα, σε ποσότητες 1 τόνου ή μεγαλύτερες ετησίως, προβαίνει σε καταχώριση της ουσίας στον Οργανισμό.»

9.        Η λειτουργία της υποχρέωσης καταχώρισης προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 16, 17 και 19 του κανονισμού REACH:

«16.      Ο παρών κανονισμός ορίζει ειδικά καθήκοντα και υποχρεώσεις σχετικά με παρασκευαστές, εισαγωγείς και μεταγενέστερους χρήστες ουσιών υπό καθαρή μορφή, σε μείγματα ή σε αντικείμενα. Ο παρών κανονισμός βασίζεται στην αρχή ότι η βιομηχανία θα πρέπει να παρασκευάζει, εισάγει ή χρησιμοποιεί ουσίες ή να τις διαθέτει στην αγορά με την ευθύνη και τη μέριμνα που απαιτούνται για να διασφαλίζεται ότι, υπό ευλόγως προβλέψιμες συνθήκες, δεν βλάπτεται η υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον.

17.      Όλες οι διαθέσιμες και χρήσιμες πληροφορίες για ουσίες σε καθαρή μορφή, σε μείγματα και σε αντικείμενα θα πρέπει να συλλέγονται για να συμβάλλουν στον προσδιορισμό επικίνδυνων ιδιοτήτων, και θα πρέπει να διαβιβάζονται συστηματικά μέσω των αλυσίδων εφοδιασμού συστάσεις σχετικά με μέτρα διαχείρισης κινδύνου, όπου τούτο είναι ευλόγως απαραίτητο, για να προλαμβάνονται οι δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον. [...]

[...]

19.      Για τους λόγους αυτούς, οι σχετικές με την καταχώριση διατάξεις απαιτούν από τους παρασκευαστές και τους εισαγωγείς να παράγουν δεδομένα για τις ουσίες που παρασκευάζουν ή εισάγουν, να χρησιμοποιούν τα δεδομένα αυτά για την αξιολόγηση των κινδύνων που ενέχουν οι ουσίες αυτές και να εκπονούν και να συνιστούν κατάλληλα μέτρα διαχείρισης κινδύνου. Για να εξασφαλισθεί ότι όντως θα ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους και για λόγους διαφάνειας, η καταχώριση θα πρέπει να εξαρτάται από την υποβολή, στον Οργανισμό, ενός φακέλου ο οποίος θα περιέχει όλες αυτές τις πληροφορίες. Οι καταχωρισμένες ουσίες θα πρέπει να επιτρέπεται να κυκλοφορούν στην εσωτερική αγορά.»

10.      Το άρθρο 7 του κανονισμού REACH ρυθμίζει τα σχετικά με την καταχώριση και κοινοποίηση των ουσιών που περιέχονται σε αντικείμενα, ενώ το άρθρο 8 αναφέρεται στον διορισμό αποκλειστικού αντιπροσώπου μη κοινοτικού παρασκευαστή. Όταν διορίζεται τέτοιος αντιπρόσωπος, οι εισαγωγείς των προϊόντων του παρασκευαστή θεωρούνται μεταγενέστεροι χρήστες οι οποίοι δεν υπέχουν υποχρέωση καταχώρισης.

III. Τα πραγματικά περιστατικά και η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως

11.      Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και από άλλες πληροφορίες τις οποίες παρέσχε το αιτούν δικαστήριο κατόπιν σχετικού ερωτήματος του Δικαστηρίου, προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.

12.      Στις 3 Ιουλίου 2019 η Transvostok Group Limited (πιθανώς εγκατεστημένη στην Κύπρο) φόρτωσε στο λιμάνι Kavkaz, στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας, συνολικά 7 873,167 τόνους ουρία για λογαριασμό της Dreymoor Fertilizers Overseas PTE LTD (με έδρα τη Σιγκαπούρη) και της Belor-Eurofert GmbH (με έδρα το Bamberg, Γερμανία) στο πλοίο MV «HC SVEA KIM». Η ουρία είχε παρασκευαστεί αρχικά από μια εταιρία στο Mary του Τουρκμενιστάν.

13.      Η NV Triferto Belgium (με έδρα τη Γάνδη, Βέλγιο) (στο εξής: Triferto) παρήγγειλε στις 7 Ιουλίου 2019 από την Dreymoor συνολικά 4 000 τόνους ουρία υπό τον όρο CFR Γάνδη (Incoterms 2010). Η συντομογραφία «incoterms» σημαίνει «International Commercial Terms» (διεθνείς εμπορικοί όροι). Ένας από τους όρους είναι ο CFR, συντομογραφία που σημαίνει «cost and freight» (κόστος και ναύλος). Ο όρος αυτός έχει την έννοια ότι ο πωλητής αναλαμβάνει τα έξοδα μεταφοράς, όχι όμως και τον κίνδυνο απώλειας των εμπορευμάτων κατά τη διάρκεια αυτής. Τόπος παράδοσης κατά την εν λόγω συμφωνία ήταν η Γάνδη.

14.      Στις 9 Αυγούστου 2019 η Belor, κατ’ εντολή της Dreymoor, εισήγαγε το φορτίο ουρίας σε αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης στη Γάνδη, στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εκεί η Belor ανέθεσε σε άλλες εταιρίες διάφορες εργασίες σχετικές με την εκφόρτωση και αποθήκευση του φορτίου. Προηγουμένως, η Belor, ως εισαγωγέας κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού REACH, είχε καταχωρίσει την ουρία στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων (ECHA). Υπέβαλε επίσης τελωνειακή διασάφηση για την ουσία αυτή.

15.      Μετά την αρχική αγορά και απόκτηση, στις 21 Αυγούστου 2019 η Triferto αγόρασε και απέκτησε 700 επιπλέον τόνους και στις 26 Αυγούστου 2019 άλλους 1 176,173 τόνους από την αποστολή αυτή με τον όρο CIF Γάνδη (Incoterms 2010). CIF σημαίνει «cost, insurance and freight» και έχει την έννοια ότι, εκτός από τα έξοδα μεταφοράς, ο πωλητής αναλαμβάνει και τα έξοδα ασφαλίσεως των εμπορευμάτων.

16.      Στο πλαίσιο ελέγχου που διενεργήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2020, η Federale Overheidsdienst Volksgezondheid, Veiligheid van de voedselketen en Leefmilieu (ομοσπονδιακή δημόσια υπηρεσία δημόσιας υγείας, ασφάλειας της τροφικής αλυσίδας και περιβάλλοντος, στο εξής: FOD Volksgezondheid) διαπίστωσε ότι η Triferto 2019 είχε αγοράσει τις προαναφερόμενες ποσότητες ουρίας από την Dreymoor.

17.      Υφίσταται σύμβαση μεταξύ της Dreymoor και της Belor στην οποία η Belor επιβεβαιώνει ότι είναι υπεύθυνη «σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές REACH» για τη φυσική εισαγωγή του 46 % της ουρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση με το πλοίο MV «HC SVEA KIM».

18.      Ωστόσο, η FOD Volksgezondheid είναι της γνώμης ότι η Triferto και όχι η Belor θα πρέπει να θεωρείται ως εισαγωγέας κατά την έννοια του άρθρου 6 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του κανονισμού REACH. Επομένως, η πρώτη θα έπρεπε να είχε καταχωρίσει την ουρία, όπερ δεν έπραξε. Για τον λόγο αυτόν, η FOD Volksgezondheid επέβαλε στην Triferto πρόστιμο 32 856 ευρώ.

19.      Η FOD Volksgezondheid και η Triferto προσέφυγαν από κοινού στο Rechtbank van eerste aanleg Oost-Vlaanderen Afdeling Gent (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Ανατολικής Φλάνδρας, τμήμα Γάνδης, πολιτικό τμήμα, Βέλγιο), με αίτημα να εξεταστεί η νομιμότητα των προστίμων.

20.      Κατόπιν αυτού, το Rechtbank (πρωτοβάθμιο δικαστήριο) υποβάλλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

1)      Έχουν το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 3, παράγραφοι 10 και 11, του κανονισμού REACH την έννοια ότι το πρόσωπο που παραγγέλλει ή αγοράζει ουσία από παρασκευαστή εγκατεστημένο εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπόκειται σε υποχρέωση καταχώρισης, ακόμη και αν όλες οι διατυπώσεις που αφορούν τη φυσική εισαγωγή της ουσίας στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης διεκπεραιώνονται στην πραγματικότητα από τρίτο, ο οποίος επιβεβαιώνει επίσης ρητώς ότι αναλαμβάνει την ευθύνη γι’ αυτές;

Έχει σημασία για την απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα το αν η ποσότητα της ουσίας που παραγγέλθηκε ή αγοράστηκε αποτελεί μέρος μόνον (ποσότητας ανώτερης πάντως του ενός τόνου) μεγαλύτερης παρτίδας της ίδιας ουσίας του ίδιου εγκατεστημένου εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρασκευαστή, η οποία εισάγεται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης από τον εν λόγω τρίτο προκειμένου να τοποθετηθεί εκεί σε αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης;

2)      Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού REACH την έννοια ότι ούτε οι ουσίες που τοποθετούνται σε αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης (με την υπαγωγή τους στη διαδικασία J – κωδικός 71 00 στο πεδίο 37 του ενιαίου διοικητικού εγγράφου) εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού REACH μέχρις ότου απομακρυνθούν σε μεταγενέστερο στάδιο και υπαχθούν σε άλλο τελωνειακό καθεστώς (π.χ. θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία);

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης: Έχουν το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 3, παράγραφοι 10 και 11, του κανονισμού REACH την έννοια ότι η υποχρέωση καταχωρίσεως βαρύνει στην περίπτωση αυτή το πρόσωπο που αγόρασε απευθείας την ουσία εκτός της Ένωσης και ζητεί να την παραλάβει (χωρίς προηγουμένως να την έχει πράγματι εισαγάγει την ουσία αυτή στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης), ακόμη και αν η ουσία έχει ήδη καταχωριστεί από την τρίτη επιχείρηση που την εισήγαγε πράγματι στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης σε προγενέστερο χρόνο;

21.      Η Triferto, το Βασίλειο του Βελγίου και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις και παρέστησαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Οκτωβρίου 2023.

IV.    Νομική εκτίμηση

22.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα και με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί ποιος πρέπει να θεωρείται εισαγωγέας ουσίας κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 3, σημείο 10, του κανονισμού REACH, ο οποίος υπόκειται σε υποχρέωση καταχώρισης στον ECHA. Για την απάντηση στο ερώτημα αυτό, είναι ορθότερο να εξεταστεί κατ’ αρχάς το πρώτο σκέλος του δεύτερου ερωτήματος με το οποίο ζητείται να διαπιστωθεί ο χρόνος εισαγωγής της επίμαχης ποσότητας ουσίας στο έδαφος της Ένωσης.

Α.      Χρόνος εισαγωγής

23.      Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, ζητείται από το αιτούν δικαστήριο να διευκρινιστεί αν οι ουσίες που τοποθετούνται σε αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης (με την υπαγωγή τους στη διαδικασία J – κωδικός 71 00 στο πεδίο 37 του ενιαίου διοικητικού εγγράφου) εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού REACH μέχρις ότου απομακρυνθούν σε μεταγενέστερο στάδιο και υπαχθούν σε άλλο τελωνειακό καθεστώς (π.χ. θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία).

24.      Ενδεχομένως προκαλεί έκπληξη το ότι το ερώτημα αυτό αφορά τελωνειακές ρυθμίσεις, όμως στηρίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού REACH το οποίο αποκλείει την εφαρμογή του κανονισμού επί ουσιών που βρίσκονται υπό τελωνειακή επιτήρηση.

25.      Αν η εν λόγω εξαίρεση είχε εφαρμοστεί εν προκειμένω, η ουρία θα θεωρείτο ότι είχε πράγματι μεταφερθεί κατ’ αρχάς στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, όμως δεν θα είχε εισέτι γίνει εισαγωγή της σε αυτό κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 10, του κανονισμού REACH καθόσον αποκλείεται η εφαρμογή του κανονισμού και, κατ’ επέκταση, του εν λόγω ορισμού βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ.

26.      Επομένως, με το συγκεκριμένο ερώτημα ζητείται να διευκρινιστεί αν η εισαγωγή της επίμαχης ποσότητας της ουσίας πραγματοποιήθηκε κατά την παράδοσή της στην Triferto ή αν είχε ήδη πραγματοποιηθεί κατά τον χρόνο που η Belor την εισήγαγε το πρώτον στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης και την αποθήκευσε σε αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης.

27.      Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού REACH, αυτός δεν εφαρμόζεται «στις ουσίες, είτε είναι υπό καθαρή μορφή είτε σε μείγματα, οι οποίες βρίσκονται υπό τελωνειακή επιτήρηση, εφόσον δεν υφίστανται άλλη επεξεργασία ή μεταποίηση και είναι σε προσωρινή εναπόθεση ή σε ελεύθερη ζώνη ή σε ελεύθερη αποθήκη με σκοπό την επανεξαγωγή ή σε διαμετακόμιση.»

28.      Η εν λόγω εξαίρεση από τον κανονισμό REACH καλύπτει ουσίες οι οποίες βρίσκονται υπό τελωνειακή επιτήρηση. Τούτο πρέπει να γίνει δεκτό στο πλαίσιο της κύριας δίκης, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το προδικαστικό ερώτημα, η ουρία τοποθετήθηκε σε αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης, με υπαγωγή της στη διαδικασία J – κωδικός 71 00 στο πεδίο 37 του ενιαίου διοικητικού εγγράφου.

29.      Ωστόσο, η εξαίρεση εφαρμόζεται μόνον όταν, επιπροσθέτως, αφενός πληρούται η αρνητική προϋπόθεση ότι η επίμαχη ουσία δεν υφίσταται άλλη επεξεργασία ή μεταποίηση και, αφετέρου, ότι υπόκειται σε ένα από τα τρία ειδικά τελωνειακά καθεστώτα.

30.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν περιέχει στοιχεία από τα οποία να προκύπτει επεξεργασία ή μεταποίηση της ουσίας προτού αυτή παραδοθεί στην Triferto. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αρνητική προϋπόθεση πληρούται στην κύρια δίκη.

31.      Όμως, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει το Βέλγιο, η δεύτερη προϋπόθεση, ήτοι η εφαρμογή ενός εκ των τριών ειδικών τελωνειακών καθεστώτων, δεν πληρούται.

32.      Σύμφωνα με το προδικαστικό ερώτημα, η ουρία τοποθετήθηκε σε αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης, με υπαγωγή της στη διαδικασία J – κωδικός 71 00 στο πεδίο 37 του ενιαίου διοικητικού εγγράφου. Τούτο καταδεικνύει και ο κωδικός 71 00 στο πεδίο 37 του ενιαίου διοικητικού εγγράφου. Πράγματι, ο κωδικός αυτός δηλώνει ότι το εμπόρευμα έχει υπαχθεί στο καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης (71) και ότι πριν από αυτό δεν υπαγόταν σε κανένα τελωνειακό καθεστώς (00) (5).

33.      Η αποθήκευση σε αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης προβλέπεται στον τίτλο VII, κεφάλαιο 3, τμήμα 2, του τελωνειακού κώδικα (6) (άρθρα 240 έως 242). Πρόκειται για ένα ειδικό τελωνειακό καθεστώς. Ωστόσο, δεν πρόκειται για κάποιο από τα τρία τελωνειακά καθεστώτα που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού REACH.

34.      Η προσωρινή εναπόθεση εμπορευμάτων κατά το άρθρο 5, σημεία 11 και 17, και κατά τα άρθρα 144 έως 152 του τελωνειακού κώδικα είναι το πρώτο ειδικό τελωνειακό καθεστώς που αναφέρεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού REACH. Πρόκειται για εναλλακτική λύση που χρησιμοποιείται αντί της υπαγωγής σε τελωνειακό καθεστώς, επομένως και αντί της αποθήκευσης σε αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης.

35.      Το δεύτερο τελωνειακό καθεστώς που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού REACH είναι η αποθήκευση σε ελεύθερη ζώνη με σκοπό την επανεξαγωγή. Αν και πρόκειται για καθεστώς συγγενές με εκείνο της αποθήκευσης σε αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης, ρυθμίζεται σε διαφορετικό τμήμα του τίτλου VII, κεφάλαιο 3, του τελωνειακού κώδικα, ειδικότερα στο τμήμα 3 (άρθρα 243 έως 249, βλ. επίσης άρθρο 5, σημείο 14, όχι όμως άρθρο 270). Αμφότερες οι μορφές αποθήκευσης αποτελούν ειδικά τελωνειακά καθεστώτα. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατό να εφαρμόζονται ταυτόχρονα.

36.      Η αποθήκευση σε ελεύθερη αποθήκη, η οποία επίσης αναφέρεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και στην αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού REACH, κατά τον τελωνειακό κώδικα, όπως ίσχυε κατά τη θέσπιση του εν λόγω κανονισμού (7), υπαγόταν στις ίδιες διατάξεις όπως η αποθήκευση σε ελεύθερη ζώνη, όμως η ελεύθερη αποθήκη έχει πλέον καταργηθεί. Ειδικότερα, η ελεύθερη αποθήκη δεν δύναται να εξομοιωθεί με την αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης που προβλεπόταν στον προϊσχύσαντα τελωνειακό κώδικα και, κατ’ αυτόν, υπαγόταν σε διαφορετικές διατάξεις από εκείνες που ρύθμιζαν την ελεύθερη αποθήκη.

37.      Στη γερμανική απόδοση του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού REACH το τρίτο ειδικό τελωνειακό καθεστώς αποκαλείται «Transitverkehr». Ωστόσο, ο όρος αυτός δεν περιλαμβάνεται στον τελωνειακό κώδικα. Αντιθέτως, στην αγγλική και τη γαλλική απόδοση του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού REACH χρησιμοποιείται ο όρος «transit», ο οποίος περιλαμβάνεται στον τελωνειακό κώδικα. Στη γερμανική απόδοση του τελωνειακού κώδικα ο όρος αυτός αναφέρεται ως «Versand». Επομένως, φρονώ ότι η χρήση του όρου «Transitverkehr» στη γερμανική απόδοση οφείλεται σε μεταφραστικό σφάλμα.

38.      Η διαμετακόμιση, ως εναλλακτική λύση της αποθήκευσης, περιλαμβάνει και άλλα ειδικά καθεστώτα τα οποία ρυθμίζονται στον τίτλο VII, κεφάλαιο 2, του τελωνειακού κώδικα και, συνεπώς, αποκλείουν επίσης την αποθήκευση σε αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης.

39.      Συνοψίζοντας, από τα ως άνω προκύπτει ότι οι ουσίες που αποθηκεύονται σε αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού REACH, δεδομένου ότι δεν υπάγονται σε κανένα από τα προβλεπόμενα στον εν λόγω κανονισμό ειδικά τελωνειακά καθεστώτα. Επομένως, ο κανονισμός δεν εφαρμόζεται επί των ουσιών αυτών. Κατά συνέπεια, υπό το πρίσμα του ορισμού του άρθρου 3, σημείο 10, η εισαγωγή τους πραγματοποιείται ήδη με τη φυσική εισαγωγή τους στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης και ήδη από αυτό το χρονικό σημείο απαιτείται καταχώρισή τους στον ECHA.

40.      Το συμπέρασμα αυτό συνάδει με τον σκοπό που επιδιώκει η εξαίρεση του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού REACH. Πράγματι, σκοπός του κανονισμού REACH δεν είναι να ρυθμίσει τις εξαγωγές χημικών ουσιών, αλλά να εξασφαλίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και ένα υψηλό επίπεδο προστασίας στην εσωτερική αγορά (8). Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 16, οι παρασκευαστές, εισαγωγείς και μεταγενέστεροι χρήστες των ουσιών αυτών πρέπει να παρασκευάζουν, εισάγουν ή χρησιμοποιούν ουσίες ή να τις διαθέτουν στην αγορά με την ευθύνη και τη μέριμνα που απαιτούνται για να διασφαλίζεται ότι, υπό ευλόγως προβλέψιμες συνθήκες, δεν βλάπτεται η υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον.

41.      Ως εκ τούτου, το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού REACH πρέπει να εξαιρεί εμπορεύματα από την εφαρμογή των απαιτήσεων που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό οσάκις, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των τριών προαναφερθέντων τελωνειακών καθεστώτων, τα εμπορεύματα θεωρείται ότι βρίσκονται προσωρινώς στο έδαφος της Ένωσης χωρίς να υπόκεινται σε περαιτέρω επεξεργασία ή μεταποίηση. Όπως διαλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 10, οι ουσίες αυτές δεν χρησιμοποιούνται κατά την έννοια του κανονισμού REACH. Στην περίπτωση αυτή, η επέλευση των κινδύνων που συνδέονται με τις εκάστοτε ουσίες εντός της Ένωσης είναι σχεδόν απίθανη. Ωστόσο, οι εξαιρετικά επικίνδυνες ουσίες μπορεί να υπάγονται σε ειδικές ρυθμίσεις (9).

42.      Όταν, αντιθέτως, η ουσία υφίσταται επεξεργασία ή μεταποίηση εντός της Ένωσης, ο κανονισμός REACH πρέπει να εφαρμόζεται, προκειμένου να διασφαλίζεται το επίπεδο προστασίας που επιδιώκεται σε επίπεδο Ένωσης. Τούτο διότι στην περίπτωση αυτή πρέπει να λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα, προκειμένου κατά την επεξεργασία ή τη μεταποίηση να αποτρέπονται οι κίνδυνοι που συνδέονται με την ουσία. Αντιθέτως, το κατά πόσον η ουσία ή τα προϊόντα που παρασκευάζονται με αυτήν υπάγονται σε τελωνειακό καθεστώς με σκοπό τη μεταγενέστερη εξαγωγή τους είναι άνευ σημασίας για την αντιμετώπιση του κινδύνου αυτού.

43.      Κατόπιν των ανωτέρω, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πρώτο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος είναι ότι η εξαίρεση του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού REACH εφαρμόζεται μόνον εφόσον οι επίμαχες ουσίες υπάγονται σε ένα από τα εκεί προβλεπόμενα ειδικά καθεστώτα, ήτοι της προσωρινής εναπόθεσης (άρθρο 5, σημεία 11 και 17, και άρθρα 144 έως 152 του τελωνειακού κώδικα), της αποθήκευσης σε ελεύθερες ζώνες προς τον σκοπό επανεξαγωγής (άρθρο 5, σημείο 14, και άρθρα 243 έως 249, όχι όμως άρθρο 270 του τελωνειακού κώδικα) ή της διαμετακόμισης (άρθρα 226 έως 236 του τελωνειακού κώδικα), στο πλαίσιο του οποίου δεν υφίστανται επεξεργασία ή μεταποίηση.

Β.      Προσδιορισμός του εισαγωγέα

44.      Στη συνέχεια πρέπει να εξεταστεί αν το πρόσωπο το οποίο παραγγέλλει ή αγοράζει ορισμένη ποσότητα ουσίας από παρασκευαστή εγκατεστημένο εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεωρείται εισαγωγέας της ουσίας αυτής κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 3, σημείο 10, του κανονισμού REACH και, ως εκ τούτου, υποχρεούται να καταχωρίσει την ουσία στον ECHA.

45.      Κατά το άρθρο 3, σημείο 12, του κανονισμού REACH, η εισαγωγή ουσίας θεωρείται διάθεση στην αγορά. Δεδομένου ότι κατά το άρθρο 5 ουσίες μπορούν να διατίθενται στην αγορά μόνον εφόσον έχουν καταχωρισθεί, η καταχώριση πρέπει να προηγείται της εισαγωγής. Μάλιστα, το άρθρο 21, παράγραφος 1, προβλέπει ότι η εισαγωγή επιτρέπεται μόνον εφόσον εντός τριών εβδομάδων από την ημερομηνία της καταχώρισης δεν επισημανθούν ελλείψεις στα στοιχεία της καταχώρισης από τον ECHA.

46.      Ποιος, όμως, υπέχει υποχρέωση καταχώρισης; Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού REACH, σε καταχώριση στον ECHA προβαίνει ο εισαγωγέας της ουσίας που εισάγει ποσότητες ενός τόνου ή μεγαλύτερες ετησίως. Στο άρθρο 3, σημείο 11, ως εισαγωγέας ορίζεται φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο είναι εγκατεστημένο στην Ένωση και είναι υπεύθυνο για την εισαγωγή. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3, σημείο 10, ως εισαγωγή νοείται η φυσική εισαγωγή της ουσίας στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης.

47.      Επομένως, η υποχρέωση καταχώρισης κατά την εισαγωγή ουσιών εξαρτάται από το πρόσωπο το οποίο είναι υπεύθυνο για τη φυσική εισαγωγή στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης.

48.      Κατά τη συνήθη έννοια του όρου, θα μπορούσε κανείς να φανταστεί πλήθος «υπεύθυνων» προσώπων. Οσάκις δεν έχει εφαρμογή η εξαίρεση του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού REACH, άμεση ευθύνη για τη φυσική εισαγωγή φέρουν το πλήρωμα και ειδικότερα ο πλοίαρχος του πλοίου MV «HC SVEA KIM» καθώς και η εταιρία μεταφορών. Εντούτοις, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως συνάγεται ότι την ουσία εισήγαγε στην Ευρωπαϊκή Ένωση η εταιρία Belor, επομένως, κατά πάσα πιθανότητα, εκείνη ανέθεσε την εντολή στον μεταφορέα και άσκησε εποπτεία επ’ αυτού. Ως εκ τούτου, και αυτή η εταιρία θα μπορούσε να είναι υπεύθυνη για την εισαγωγή. Ωστόσο, η Belor ενεργεί κατ’ εντολή της Dreymoor, η οποία θα μπορούσε να είναι υπεύθυνη από την πλευρά της. Δεδομένου δε ότι η επίμαχη εντολή είναι απόρροια, τουλάχιστον εν μέρει, του γεγονότος ότι η Triferto ήδη είχε αγοράσει και παραγγείλει μεγάλο μέρος της αποστολής, θα μπορούσε επίσης να είναι εκείνη υπεύθυνη.

49.      Όμως, σε αντίθεση, επί παραδείγματι, με το ποινικό δίκαιο, το άρθρο 3, σημείο 11, και το άρθρο 6 του κανονισμού REACH δεν αποσκοπούν στον προσδιορισμό όλων των υπεύθυνων και στην επιβολή κυρώσεων επ’ αυτών με βάση τη συμμετοχή τους στην πράξη. Αντιθέτως, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 17, πρέπει να διασφαλίζεται ότι συλλέγονται όλες οι διαθέσιμες και χρήσιμες πληροφορίες για τις ουσίες, προκειμένου να συμβάλλουν στον προσδιορισμό επικίνδυνων ιδιοτήτων. Στο πλαίσιο της προσήκουσας κατανομής της προσπάθειας που απαιτείται για την παροχή των πληροφοριών αυτών μεταξύ των χρηστών της ουσίας, επιβάλλεται η καταχώριση κάθε ποσότητας που παρασκευάζεται ή εισάγεται στην Ένωση. Ως εκ τούτου, η καταχώριση των επίμαχων ουσιών από ένα μόνο πρόσωπο είναι απαραίτητη αλλά και επαρκής.

50.      Παρά ταύτα, ο κανονισμός REACH, ειδικότερα το άρθρο 3, σημείο 11, αυτού, έχει περιορισμένη χρησιμότητα όσον αφορά τον προσδιορισμό του υπεύθυνου προσώπου, δεδομένου ότι η έννοια «υπεύθυνος», όπως εκτίθεται στο σημείο 48, είναι ευρύτατη. Όντως, ο κύκλος των υπεύθυνων προσώπων περιορίζεται από το ότι εισαγωγείς μπορούν να είναι αποκλειστικά πρόσωπα εγκατεστημένα στο έδαφος της Ένωσης, ενδεχόμενο που αποκλείει ειδικότερα την Dreymoor, πιθανώς δε και τον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου. Όμως, στην υπό κρίση υπόθεση πιθανές υπεύθυνες εξακολουθούν να είναι τουλάχιστον η Triferto και η Belor.

51.      Στις κατευθυντήριες γραμμές του σχετικά με την υποχρέωση καταχώρισης ο ECHA προτείνει ο εισαγωγέας να προσδιορίζεται ανάλογα με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Σε αυτή τη βάση ο ECHA προσδιορίζει, για παράδειγμα, ποιος πρέπει να είναι υπεύθυνος σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Σε πολλές περιπτώσεις εισαγωγέας θεωρείται ο τελικός αποδέκτης των αγαθών, ήτοι όποιος παρήγγειλε και αγόρασε τις εισαγόμενες ουσίες, όμως υπό ορισμένες περιστάσεις εισαγωγέας μπορεί να θεωρηθεί και το πρόσωπο που οργανώνει την εισαγωγή (10). Τόσο η Επιτροπή όσο και το Βέλγιο επικαλούνται με τους ισχυρισμούς τους τις κατευθυντήριες αυτές γραμμές.

52.      Ωστόσο, ο ECHA δεν είναι αρμόδιος να συγκεκριμενοποιήσει το άρθρο 3, σημείο 11, του κανονισμού REACH μέσω δεσμευτικής ερμηνείας, όπως άλλωστε τονίζει ρητώς και στις κατευθυντήριες γραμμές του (11). Συνεπώς, οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές δεν είναι δεσμευτικές· μπορούν όμως να παράσχουν χρήσιμες ενδείξεις για την ερμηνεία μιας αόριστης νομικής έννοιας, όπως είναι η έννοια του υπεύθυνου για την εισαγωγή. Συχνά θεωρείται εύλογο ότι ο τελικός αποδέκτης της αποστολής φέρει την κύρια ευθύνη, δεδομένου ότι έχει συμφέρον να εισαχθεί η αποστολή στο έδαφος της Ένωσης. Χωρίς δική του πρωτοβουλία η εισαγωγή ουσιών είναι κατά κανόνα αδύνατη. Είναι γεγονός ότι ως επί το πλείστον ο αγοραστής έχει επίσης τέτοιο συμφέρον, ωστόσο, κατά το άρθρο 3, σημείο 11, του κανονισμού REACH, δεν θεωρείται υπεύθυνος οσάκις, όπως εν προκειμένω, δεν είναι εγκατεστημένος στο έδαφος της Ένωσης.

53.      Παρά ταύτα, το συμφέρον του αγοραστή για την εισαγωγή δεν αποκλείει, αντί του αποδέκτη των εμπορευμάτων, την ευθύνη να αναλαμβάνει άλλο πρόσωπο –στην υπό κρίση υπόθεση η Belor– προκειμένου να καταστεί εισαγωγέας κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 11, του κανονισμού REACH και να υπεισέλθει στην υποχρέωση καταχώρισης.

54.      Για τον σκοπό αυτό, κατά κανόνα η απλή εξήγηση ή ακόμα και η σύμβαση ενδεχομένως δεν επαρκούν, δεδομένου ότι σε διαφορετική περίπτωση ελλοχεύει ο κίνδυνος παράκαμψης των υποχρεώσεων που επιβάλλει ο κανονισμός REACH στον εισαγωγέα. Ειδικότερα, πρέπει να αποτραπεί το ενδεχόμενο ο πραγματικός εισαγωγέας της ουσίας να κατανείμει τις ποσότητες που εισάγει σε διαφορετικούς «εικονικούς εισαγωγείς», εκ των οποίων κανείς δεν υπερβαίνει το κατώτατο όριο που προβλέπεται για την υποχρεωτική καταχώριση ή το κατώτατο όριο για την παροχή πληρέστερων πληροφοριών. Τούτο διότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, σε καταχώριση υποχρεούνται μόνον εισαγωγείς που εισάγουν ποσότητες οι οποίες υπερβαίνουν τον ένα τόνο ανά έτος. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 12, οι υποχρεώσεις καταχώρισης αυξάνονται όταν οι ετήσιες ποσότητες ανά εισαγωγέα είναι μεγαλύτερες (10, 100 ή 1 000 τόνοι).

55.      Ως εκ τούτου, η καταχώριση δεν αποτελεί απλώς μια τυπική διαδικασία. Αντιθέτως, συνεπάγεται σημαντική επιβάρυνση. Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 10 και τα επιμέρους παραρτήματα του κανονισμού REACH, ο καταχωρίζων οφείλει να καταθέσει πλήρη φάκελο σχετικά με την ουσία καθώς και δελτίο δεδομένων ασφάλειας. Επιπλέον, μετά την καταχώριση υπέχει περαιτέρω υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών κατά το άρθρο 22.

56.      Συνεπώς, προϋπόθεση για την έγκυρη ανάληψη της ευθύνης και της υποχρέωσης καταχώρισης αποτελεί, κατ’ ελάχιστον, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των φορέων που εμπλέκονται στην εισαγωγή ως προς το ότι το πρόσωπο το οποίο αναλαμβάνει την ευθύνη διαθέτει τις απαραίτητες γνώσεις και τους πόρους που απαιτούνται για να αντεπεξέλθει στις προαναφερόμενες υποχρεώσεις. Οι εμπλεκόμενοι φορείς, και ιδίως ο παραγγέλλων την ουσία, δεν πρέπει να έχουν τυφλή εμπιστοσύνη, αλλά οφείλουν να επιδεικνύουν την απαραίτητη επιμέλεια κατά την επιλογή και, το αργότερο πριν από την εισαγωγή, να είναι σε θέση να αποδείξουν ότι ο καταχωρίζων έχει όντως προβεί στην καταχώριση της ποσότητας της ουσίας στον ECHA.

57.      Ωστόσο, όταν το πρόσωπο που αναλαμβάνει την ευθύνη της εισαγωγής, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, έχει εκπληρώσει πράγματι τις υποχρεώσεις του εισαγωγέα –ειδικότερα έχει καταχωρίσει την αποστολή στον ECHA και έχει οργανώσει κατά τα προβλεπόμενα τη φυσική εισαγωγή της αποστολής στην Ένωση– και δεν υπάρχουν ενδείξεις αθέτησης ή παραβίασης των υποχρεώσεων που υπέχει κατά τον κανονισμό REACH, η αποδοχή ανάληψης της ευθύνης φαίνεται λυσιτελής. Αντιθέτως προς την άποψη που υποστηρίζει το Βέλγιο, είναι άνευ σημασίας το κατά πόσον η ανάληψη είναι απόρροια συμβάσεως συναφθείσας με τον αγοραστή ή άλλων περιστάσεων, εν προκειμένω της συμφωνίας μεταξύ της Dreymoor και της Belor.

58.      Μάλιστα, το άρθρο 8 του κανονισμού REACH προβλέπει δυνατότητα συνάψεως συμφωνίας με φορέα εγκατεστημένο εκτός του εδάφους της Ένωσης στην ειδική περίπτωση που ο παρασκευαστής της ουσίας είναι εγκατεστημένος εκτός του εδάφους της Ένωσης και παραγγέλλει, βάσει αμοιβαίας συμφωνίας, από πρόσωπο εγκατεστημένο εντός της Ένωσης το οποίο, ως αποκλειστικός του αντιπρόσωπος, εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται για τους εισαγωγείς. Συνεπώς, οι εισαγωγείς πρέπει να απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταχώρισης καθόσον, στην περίπτωση αυτή, θεωρούνται μεταγενέστεροι χρήστες.

59.      Όπως άλλωστε διαπίστωσε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι εν λόγω διατάξεις περί αποκλειστικού αντιπροσώπου δεν αποκλείουν την ανάληψη υποχρέωσης καταχώρισης σε άλλες περιπτώσεις. Είναι αληθές ότι ο κανονισμός δεν περιλαμβάνει διάταξη παρόμοια με εκείνη του άρθρου 8 του κανονισμού REACH, κατά την οποία οι φορείς που εμπλέκονται στην εισαγωγή μπορούν να συμφωνούν ποιος καλείται να εκπληρώσει την υποχρέωση καταχώρισης. Όμως, δεδομένου ότι ο κανονισμός δεν προσδιορίζει σαφώς το πρόσωπο στο οποίο θα επιβληθεί η υποχρέωση αυτή, ενώ συγχρόνως θεωρείται δεδομένο ότι οι εισαγόμενες ποσότητες ουσιών υπόκεινται σε μία μόνο καταχώριση, πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα να συμφωνηθεί ποιος θα αναλάβει αυτή την υποχρέωση.

60.      Εξάλλου, η ερμηνεία αυτή του άρθρου 3, σημείο 11, και του άρθρου 6 του κανονισμού REACH έχει το πλεονέκτημα ότι καλύπτει και την περίπτωση κατά την οποία εμπορική επιχείρηση εγκατεστημένη εκτός της Ένωσης, όπως η Dreymoor, εισάγει στην Ένωση ποσότητες ουσιών που έχουν παραχθεί από άλλον παρασκευαστή, χωρίς να διαθέτει ήδη αγοραστές εντός του εδάφους της Ένωσης. Στην περίπτωση αυτή, κανείς δεν θα μπορούσε να προβεί σε καταχώριση των παραδιδόμενων εμπορευμάτων, με αποτέλεσμα η εισαγωγή να μην είναι δυνατή βάσει της νομοθεσίας. Τέτοιου είδους εμπορικές επιχειρήσεις δεν αποτελούν παρασκευαστές των ουσιών και, ως εκ τούτου, δεν δύνανται να διορίζουν αποκλειστικό αντιπρόσωπο κατά το άρθρο 8. Ομοίως, εφόσον δεν είναι εγκατεστημένες εντός της Ένωσης δεν μπορούν να καταχωρίζουν οι ίδιες τα εμπορεύματα που παραδίδουν. Περαιτέρω, όταν οι αγοραστές δεν είναι γνωστοί εξαρχής, είναι αδύνατο να φέρουν την ευθύνη της εισαγωγής. Συνεπώς, προκειμένου να καταστεί δυνατή η πραγματοποίηση τέτοιων εισαγωγών, πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα ανάληψης της ευθύνης τους από φορέα εγκατεστημένο εντός της Ένωσης.

61.      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, τοιαύτη λύση θα ήταν λυσιτελής τουλάχιστον για τις ποσότητες τις οποίες αγόρασε η Triferto μετά την εισαγωγή, ενδεχομένως δε και για το μέρος της παρτίδας, ήτοι 2 000 τόνους, για την κατάσταση του οποίου δεν έχει ενημερωθεί το Δικαστήριο. Τούτο διότι, σύμφωνα με την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, οι ποσότητες οι οποίες σε μεταγενέστερο στάδιο πωλήθηκαν στην Triferto είχαν ήδη εισαχθεί πριν προσδιοριστεί ο αγοραστής.

62.      Κατόπιν των ανωτέρω, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πρώτο και το δεύτερο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος είναι ότι, κατά το άρθρο 3, σημεία 10 και 11, και το άρθρο 6 του κανονισμού REACH, ο αγοραστής ουσίας η οποία εισάγεται στην Ένωση σε ποσότητα άνω του ενός τόνου δεν υποχρεούται να την καταχωρίσει ο ίδιος, εφόσον άλλο πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση έχει αναλάβει την ευθύνη για την εισαγωγή της ουσίας και προέβη στην καταχώρισή της και εφόσον δεν υπάρχουν ενδείξεις παράκαμψης των υποχρεώσεων σχετικά με την καταχώριση της ουσίας.

V.      Πρόταση

63.      Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στην υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ως εξής:

1)      Η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων, εφαρμόζεται μόνον εφόσον οι επίμαχες ουσίες υπάγονται σε ένα από τα εκεί προβλεπόμενα ειδικά τελωνειακά καθεστώτα, ήτοι της προσωρινής εναπόθεσης [άρθρο 5, σημεία 11 και 17, και άρθρα 144 έως 152 του κανονισμού (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα], της αποθήκευσης σε ελεύθερες ζώνες προς τον σκοπό επανεξαγωγής (άρθρο 5, σημείο 14, και άρθρα 243 έως 249, όχι όμως άρθρο 270 του τελωνειακού κώδικα) ή της διαμετακόμισης (άρθρα 226 έως 236 του τελωνειακού κώδικα), στο πλαίσιο του οποίου δεν υφίστανται επεξεργασία ή μεταποίηση.

2)      Κατά το άρθρο 3, σημεία 10 και 11, και το άρθρο 6 του κανονισμού 1907/2006, ο αγοραστής ουσίας η οποία εισάγεται στην Ένωση σε ποσότητα άνω του ενός τόνου δεν υποχρεούται να την καταχωρίσει ο ίδιος, εφόσον άλλο πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση έχει αναλάβει την ευθύνη για την εισαγωγή της ουσίας και προέβη στην καταχώρισή της και εφόσον δεν υπάρχουν ενδείξεις παράκαμψης των υποχρεώσεων σχετικά με την καταχώριση της ουσίας.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2      Η ονομασία αυτή προστατεύεται από τα εμπορικά σήματα 003945938, 008526717 και W01042880 της Verband der Automobilindustrie (γερμανικής ένωσης κατασκευαστών οχημάτων).


3      ECHA, Substance Infocard Urea, https://www.echa.europa.eu/de/substance-information/-/substanceinfo/100.000.286.


4      Κανονισμός (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH), και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ 2006, L 396, σ. 1)· κρίσιμο είναι το κείμενο ως έχει κατόπιν της εκδόσεως του κανονισμού (ΕΕ) 2019/957 της Επιτροπής της 11ης Ιουνίου 2019 (ΕΕ 2019, L 154, σ. 37).


5      Βλ. κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2016/341 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2015, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά μεταβατικούς κανόνες για ορισμένες διατάξεις του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα για τις περιπτώσεις που τα σχετικά ηλεκτρονικά συστήματα δεν έχουν τεθεί ακόμη σε λειτουργία, και την τροποποίηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 της Επιτροπής (ΕΕ 2016, L 69, σ. 1) και ειδικότερα προσάρτημα D1.


6      Κανονισμός (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 2013, L 269, σ. 1), ως έχει κατόπιν της εκδόσεως του κανονισμού (ΕΕ) 2019/632 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019 (ΕΕ 2019, L 111, σ. 54).


7      Άρθρα 166 έως 181 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1992, L 302, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 648/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Απριλίου 2005 (ΕΕ 2005, L 117, σ. 13).


8      Βλ. απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, Pinckernelle (C‑535/15, EU:C:2017:315, ιδίως σκέψη 43).


9      Βλ. επίσης τον κανονισμό (ΕΕ) 649/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, σχετικά με τις εξαγωγές και εισαγωγές επικίνδυνων χημικών προϊόντων (ΕΕ 2012, L 201, σ. 60).


10      Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων, Καθοδήγηση σχετικά με την καταχώριση, Αύγουστος 2021, έκδοση 4.0, σ. 22.


11      Βλ. ανωτέρω. σ. 2. Βλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, Επιτροπή κατά CK Telecoms UK Investments (C‑376/20 P, EU:C:2023:561, σκέψη 123).

Top