Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62023CJ0070

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 4ης Ιουλίου 2024.
    Westfälische Drahtindustrie GmbH κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ευρωπαϊκή αγορά του προεντεταμένου χάλυβα – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία ακυρώνεται εν μέρει η απόφαση και καθορίζεται πρόστιμο ισόποσο με το αρχικώς επιβληθέν – Συμψηφισμός των προσωρινώς πραγματοποιηθεισών πληρωμών – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με το ποσό του προστίμου που δεν έχει ακόμη καταβληθεί – Ημερομηνία κατά την οποία καθίσταται απαιτητό πρόστιμο το ύψος του οποίου έχει καθοριστεί από τον δικαστή της Ένωσης στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του.
    Υπόθεση C-70/23 P.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:580

    Προσωρινό κείμενο

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

    της 4ης Ιουλίου 2024 (*)

    «Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ευρωπαϊκή αγορά του προεντεταμένου χάλυβα – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία ακυρώνεται εν μέρει η απόφαση και καθορίζεται πρόστιμο ισόποσο με το αρχικώς επιβληθέν – Συμψηφισμός των προσωρινώς πραγματοποιηθεισών πληρωμών – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με το ποσό του προστίμου που δεν έχει ακόμη καταβληθεί – Ημερομηνία κατά την οποία καθίσταται απαιτητό πρόστιμο το ύψος του οποίου έχει καθοριστεί από τον δικαστή της Ένωσης στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του»

    Στην υπόθεση C‑70/23 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2023,

    Westfälische Drahtindustrie GmbH, με έδρα το Hamm (Γερμανία),

    Westfälische Drahtindustrie Verwaltungsgesellschaft mbH & Co. KG, με έδρα το Hamm,

    Pampus Industriebeteiligungen GmbH & Co. KG, με έδρα το Iserlohn (Γερμανία),

    εκπροσωπούμενες από τους O. Duys και N. Tkatchenko, Rechtsanwälte,

    αναιρεσείουσες,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι:

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Keidel, L. Mantl και P. Rossi,

    καθής-εναγομένη πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, Z. Csehi (εισηγητή), M. Ilešič, I. Jarukaitis και Δ. Γρατσία, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 1ης Φεβρουαρίου 2024,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, οι εταιρίες Westfälische Drahtindustrie GmbH (στο εξής: WDI), Westfälische Drahtindustrie Verwaltungsgesellschaft mbH & Co. KG και Pampus Industriebeteiligungen GmbH & Co. KG ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 23ης Νοεμβρίου 2022, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑275/20, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2022:723), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή-αγωγή τους που είχε ως κύρια αιτήματα, πρώτον, να ακυρωθεί το έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 2ας Μαρτίου 2020 (στο εξής: επίδικη πράξη), με το οποίο η Επιτροπή τις είχε οχλήσει καλώντας τες να της καταβάλουν το ποσό των 12 236 931,69 ευρώ το οποίο αντιστοιχούσε, κατά το θεσμικό αυτό όργανο, στο οφειλόμενο υπόλοιπο του προστίμου που τους είχε επιβάλει στις 30 Σεπτεμβρίου 2010, δεύτερον, να διαπιστωθεί ότι το πρόστιμο εξοφλήθηκε ολοσχερώς στις 17 Οκτωβρίου 2019 διά της καταβολής του ποσού των 18 149 636,24 ευρώ και, τρίτον, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει στην WDI το ποσό των 1 633 085,17 ευρώ, πλέον τόκων από τις 17 Οκτωβρίου 2019, λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού του θεσμικού οργάνου, και ως επικουρικό αίτημα να υποχρεωθεί η Επιτροπή να τους καταβάλει το ποσό των 12 236 931,69 ευρώ, το οποίο είχε αξιώσει η Επιτροπή από την WDI, καθώς και το αχρεωστήτως καταβληθέν στο θεσμικό αυτό όργανο ποσό των 1 633 085,17 ευρώ, πλέον τόκων από τις 17 Οκτωβρίου 2019 έως την πλήρη εξόφληση του οφειλόμενου ποσού.

     Το νομικό πλαίσιο

    2        Ο κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), προβλέπει στο άρθρο 23, παράγραφος 2, τα εξής:

    «Η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλει σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα, σε περίπτωση που αυτές, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

    α)      διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου [101] ή του άρθρου [102 ΣΛΕΕ] [...]

    [...]».

    3        Το άρθρο 31 του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

    «Το Δικαστήριο διαθέτει πλήρη δικαιοδοσία για τον έλεγχο των αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμο ή χρηματική ποινή. Το Δικαστήριο δύναται να καταργεί, να μειώνει ή να επαυξάνει τα πρόστιμα ή τις χρηματικές ποινές που έχουν επιβληθεί.»

    4        Το σημείο 35 των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2) (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006), το οποίο φέρει τον τίτλο «Δυνατότητα πληρωμής», ορίζει τα εξής:

    «Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η Επιτροπή δύναται, εφόσον αυτό της ζητηθεί, να συνεκτιμήσει την αδυναμία της επιχείρησης να πληρώσει το πρόστιμο σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο. Η Επιτροπή δεν θα βασίζει καμία μείωση του προστίμου που χορηγείται για αυτό τον λόγο στην απλή διαπίστωση μιας προβληματικής ή ελλειμματικής οικονομικής κατάστασης. Μία τέτοια μείωση θα μπορεί να χορηγείται μόνο βάσει αντικειμενικών αποδείξεων ότι η επιβολή του προστίμου, σύμφωνα με τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές, θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα της εμπλεκόμενης επιχείρησης και θα οδηγούσε στην απώλεια της αξίας στοιχείων του ενεργητικού της.»

     Το ιστορικό της διαφοράς

    5        Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 2 έως 26 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και μπορεί να συνοψισθεί ως εξής.

    6        Με την απόφαση C(2010) 4387 τελικό, της 30ής Ιουνίου 2010, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38344 – Προεντεταμένος χάλυβας), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2010) 6676 τελικό, της 30ής Σεπτεμβρίου 2010 (στο εξής: επίμαχη απόφαση), η Επιτροπή επέβαλε κυρώσεις σε πολλές επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και στις αναιρεσείουσες, οι οποίες είναι προμηθεύτριες προεντεταμένου χάλυβα, λόγω της συμμετοχής τους σε σύμπραξη στην αγορά του προεντεταμένου χάλυβα. Η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο ύψους 46 550 000 ευρώ στην WDI, ενώ η Westfälische Drahtindustrie Verwaltungsgesellschaft και η Pampus Industriebeteiligungen κρίθηκαν εις ολόκληρον υπεύθυνες για ποσά ύψους 38 855 000 ευρώ και 15 485 000 ευρώ, αντιστοίχως.

    7        Σύμφωνα με την επίμαχη απόφαση, η πληρωμή του προστίμου έπρεπε να πραγματοποιηθεί εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της επίμαχης αποφάσεως. Μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής θα οφείλονταν αυτοδικαίως τόκοι υπολογιζόμενοι με το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως προσαυξημένο κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες. Η επίμαχη απόφαση προέβλεπε επίσης ότι, σε περίπτωση άσκησης προσφυγής από επιχείρηση στην οποία επιβλήθηκε πρόστιμο, η επιχείρηση αυτή μπορούσε να καλύψει το πρόστιμο εμπροθέσμως είτε παρέχοντας τραπεζική εγγύηση είτε καταβάλλοντας προσωρινώς το πρόστιμο.

    8        Κατόπιν ασκήσεως προσφυγής στο πλαίσιο της οποίας οι προσφεύγουσες, και νυν αναιρεσείουσες, ζήτησαν όχι μόνον την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως αλλά και τη μείωση του επιβληθέντος προστίμου, οι νυν αναιρεσείουσες υπέβαλαν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ζητώντας, κατ’ ουσίαν, την αναστολή εκτελέσεως της επίμαχης αποφάσεως έως την έκδοση της αποφάσεως επί της προσφυγής.

    9        Με διάταξη της 13ης Απριλίου 2011, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑393/10 R, EU:T:2011:178), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, διατάσσοντας την αναστολή εκτελέσεως της υποχρεώσεως που είχε επιβληθεί στις νυν αναιρεσείουσες να συστήσουν τραπεζική εγγύηση υπέρ της Επιτροπής προς αποφυγήν της άμεσης πληρωμής του προστίμου, υπό την προϋπόθεση καταβολής στο θεσμικό αυτό όργανο, προσωρινώς, αφενός, του ποσού των 2 000 000 ευρώ και, αφετέρου, μηνιαίων δόσεων ύψους 300 000 ευρώ έως την έκδοση της αποφάσεως επί της προσφυγής ακυρώσεως.

    10      Με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑393/10, στο εξής: απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, EU:T:2015:515), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση κατά το μέρος που επέβαλε πρόστιμο στις νυν αναιρεσείουσες. Εν συνεχεία τις υποχρέωσε να καταβάλουν πρόστιμο ισόποσο με εκείνο που τους είχε επιβληθεί με την επίμαχη απόφαση. Για να καταλήξει στην απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε κατ’ αρχάς ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε σφάλματα κατά την εκτίμηση της ικανότητάς τους προς καταβολή προστίμου. Ακολούθως, στο πλαίσιο ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι από διάφορες ενδείξεις όπως, μεταξύ άλλων, η αναδιάρθρωση στην οποία είχαν προβεί οι ίδιες οι νυν αναιρεσείουσες μετά την ημερομηνία εκδόσεως της επίμαχης αποφάσεως προέκυπτε εντούτοις ότι η αξίωσή τους για μείωση του προστίμου λόγω αδυναμίας τους να το καταβάλουν δεν ήταν βάσιμη.

    11      Κατά της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 ασκήθηκε αναίρεση από τις νυν αναιρεσείουσες οι οποίες προσήψαν, μεταξύ άλλων, στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στο πλαίσιο ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, είχε λάβει υπόψη την ικανότητά τους προς καταβολή προστίμου κατά το έτος 2015 και όχι κατά το έτος 2010. Η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως απορρίφθηκε με τη διάταξη της 7ης Ιουλίου 2016, Westfälische Drahtindustrie και Pampus Industriebeteiligungen κατά Επιτροπής (C‑523/15 P, EU:C:2016:541).

    12      Μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 υπήρξε διάσταση απόψεων μεταξύ της Επιτροπής και των δικηγόρων των νυν αναιρεσειουσών σχετικά με την ημερομηνία από την οποία έπρεπε να οφείλονται τόκοι επί του προστίμου. Ενώ οι τελευταίοι θεωρούσαν ότι το πρόστιμο ήταν απαιτητό μόνον από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή εκτιμούσε ότι οι τόκοι οφείλονταν από την προβλεπόμενη στην επίμαχη απόφαση ημερομηνία.

    13      Ως εκ τούτου, κατόπιν της απορρίψεως της αιτήσεώς τους αναιρέσεως, οι νυν αναιρεσείουσες ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο να ερμηνεύσει την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 υπό την έννοια ότι οι τόκοι επί του ποσού του προστίμου που είχε επιβληθεί με την απόφαση αυτή οφείλονταν από την ημερομηνία δημοσιεύσεώς της. Επικουρικώς, οι νυν αναιρεσείουσες ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο τη διόρθωση ή συμπλήρωση της αποφάσεως αυτής προκειμένου να διευκρινιστεί η ημερομηνία από την οποία οφείλονταν οι τόκοι.

    14      Με τη διάταξη της 17ης Μαΐου 2018, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑393/10 INTP, EU:T:2018:293), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις αυτές ως απαράδεκτες. Όσον αφορά την αίτηση ερμηνείας, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, για να κριθεί παραδεκτή, η αίτηση αυτή πρέπει να αφορά ζήτημα το οποίο έχει κριθεί με την προς ερμηνεία απόφαση. Ωστόσο, το ζήτημα του χρονικού σημείου από το οποίο αρχίζουν να οφείλονται οι τόκοι υπερημερίας σε περίπτωση ετεροχρονισμένης πληρωμής του ποσού του επιβληθέντος στις νυν αναιρεσείουσες προστίμου δεν είχε εξεταστεί με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, με την αίτηση αυτή, οι νυν αναιρεσείουσες ζητούσαν γνωμοδότηση επί των συνεπειών της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, όπερ δεν εντάσσεται στο πλαίσιο αιτήσεως ερμηνείας που υποβάλλεται βάσει του άρθρου 168, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του. Όσον αφορά τις δύο άλλες αιτήσεις, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν εκπρόθεσμες. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι αιτήσεις περί διορθώσεως ή συμπληρώσεως της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 που υποβλήθηκαν επικουρικώς έπρεπε να θεωρηθούν εκπρόθεσμες, λαμβανομένων υπόψη των προθεσμιών που τάσσουν προς τούτο το άρθρο 164, παράγραφος 2, και το άρθρο 165, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του.

    15      Σε εκτέλεση της διατάξεως της 13ης Απριλίου 2011, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑393/10 R, EU:T:2011:178), η WDI κατέβαλε προσωρινώς στην Επιτροπή το συνολικό ποσό των 16 400 000 ευρώ κατά το χρονικό διάστημα από τις 29 Ιουνίου 2011 έως τις 16 Ιουνίου 2015.

    16      Στις 16 Οκτωβρίου 2019 η WDI ενημέρωσε την Επιτροπή, αφενός, ότι είχε ήδη καταβάλει 31 700 000 ευρώ και, αφετέρου, ότι σκόπευε ήδη να καταβάλει το υπόλοιπο του οφειλόμενου προστίμου, κεφάλαιο και τόκους, το οποίο υπολόγιζε σε 18 149 636,24 ευρώ. Για τον υπολογισμό αυτόν, η WDI έλαβε υπόψη ως ημερομηνία έναρξης της τοκοφορίας την 15η Οκτωβρίου 2015, ήτοι την ημέρα συμπλήρωσης τριών μηνών από τη δημοσίευση της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, και εφάρμοσε επιτόκιο 3,48 %.

    17      Στις 17 Οκτωβρίου 2019 η WDI κατέβαλε το ποσό των 18 149 636,24 ευρώ στον τραπεζικό λογαριασμό της Επιτροπής, με αποτέλεσμα το συνολικό ποσό των πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν προς αποπληρωμή του προστίμου από τις 29 Ιουνίου 2011 να ανέρχεται σε 49 849 636,24 ευρώ.

    18      Με την επίδικη πράξη, η Επιτροπή γνωστοποίησε ότι διαφωνούσε με την άποψη που είχε διατυπώσει η WDI στην επιστολή της 16ης Οκτωβρίου 2019. Η Επιτροπή επισήμανε ότι, σύμφωνα με τα κριτήρια που διατυπώθηκαν στην απόφαση της 14ης Ιουλίου 1995, CB κατά Επιτροπής (T‑275/94, EU:T:1995:141), οι τόκοι που υπολογίζονταν με επιτόκιο 4,5 % είχαν αρχίσει να τρέχουν όχι από τη δημοσίευση της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, αλλά από την προβλεπόμενη στην επίμαχη απόφαση ημερομηνία, ήτοι από τις 4 Ιανουαρίου 2011. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή όχλησε την WDI καλώντας την να της καταβάλει το ποσό των 12 236 931,69 ευρώ που αντιστοιχούσε στο οφειλόμενο υπόλοιπο, με ημερομηνία αξίας την 31η Μαρτίου 2020.

     Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    19      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Μαΐου 2020, οι νυν αναιρεσείουσες ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο, πρώτον, να ακυρώσει την επίδικη πράξη, δεύτερον, να διαπιστώσει, κατά συνέπεια, ότι η Επιτροπή όφειλε να συμψηφίσει τα ποσά που είχε καταβάλει η WDI κατά το χρονικό διάστημα από τις 29 Ιουνίου 2011 έως τις 16 Ιουνίου 2015 (16 400 000 ευρώ), πλέον τόκων επί του ποσού αυτού για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (1 420 610 ευρώ), ήτοι το συνολικό ποσό των 17 820 610 ευρώ, με το πρόστιμο που είχε επιβάλει το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, το οποίο ήταν καταβλητέο από την ημερομηνία αυτή, και ότι, ως εκ τούτου, το εν λόγω πρόστιμο είχε εξοφληθεί ολοσχερώς διά της καταβολής από την WDI, στις 17 Οκτωβρίου 2019, του ποσού των 18 149 636,24 ευρώ και, τρίτον, να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στην WDI το ποσό των 1 633 085,17 ευρώ, πλέον τόκων από τις 17 Οκτωβρίου 2019 και έως την ολοσχερή εξόφληση του οφειλόμενου ποσού. Επικουρικώς δε, οι νυν αναιρεσείουσες ζήτησαν να υποχρεωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, αφενός, να τους καταβάλει αποζημίωση ίση με το ποσό που είχε αξιώσει η Επιτροπή με την επίδικη πράξη, ήτοι 12 236 931,69 ευρώ, και, αφετέρου, να καταβάλει στην WDI το ποσό των 1 633 085,17 ευρώ, πλέον τόκων από τις 17 Οκτωβρίου 2019 και έως την ολοσχερή εξόφληση του οφειλόμενου ποσού.

    20      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στο πλαίσιο της εξετάσεως του βασίμου των αιτημάτων των νυν αναιρεσειουσών, τα οποία μνημονεύονται στη σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε κατ’ αρχάς το αίτημα αποζημιώσεως των νυν αναιρεσειουσών, το οποίο στηριζόταν σε πλείονες παραβάσεις του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το σύνολο των καταγγελθεισών παραβάσεων στηριζόταν στην παραδοχή ότι το επιβληθέν με την επίμαχη απόφαση πρόστιμο δεν είχε «διατηρηθεί» ή «επιβεβαιωθεί» από το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, αλλά είχε ακυρωθεί και αντικατασταθεί από νέο πρόστιμο το οποίο οι νυν αναιρεσείουσες αποκαλούσαν «δικαστικό πρόστιμο».

    21      Αφού έκρινε ότι το αίτημα αποζημιώσεως ήταν παραδεκτό, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, στη σκέψη 98 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 14ης Ιουλίου 1995, CB κατά Επιτροπής (T‑275/94, EU:T:1995:141), το πρόστιμο που καθορίζει ο δικαστής της Ένωσης ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία του δεν συνιστά νέο πρόστιμο, νομικώς διάφορο εκείνου που επιβάλλει η Επιτροπή. Το γεγονός και μόνον ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εν τέλει σκόπιμο να ορίσει, με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, πρόστιμο ισόποσο με εκείνο που είχε επιβληθεί με την επίμαχη απόφαση δεν αποκλείει, κατά το Γενικό Δικαστήριο, την εφαρμογή της νομολογίας αυτής στην προκείμενη περίπτωση.

    22      Η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται ούτε από τα επιχειρήματα των νυν αναιρεσειουσών, με τα οποία προβλήθηκαν, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη στην ακύρωση του αρχικώς επιβληθέντος προστίμου προτού καθορίσει το νέο ποσό βάσει στοιχείων μεταγενέστερων της επίμαχης αποφάσεως και το γεγονός ότι ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου διέταξε, με τη διάταξη της 13ης Απριλίου 2011, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑393/10 R, EU:T:2011:178), την αναστολή της υποχρεώσεως συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως.

    23      Το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε περαιτέρω ότι, όταν ο δικαστής της Ένωσης, στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, διατηρεί μέρος ή το σύνολο του ποσού του προστίμου, η υποχρέωση καταβολής των τόκων υπερημερίας ab initio δεν συνιστά κύρωση, προστιθέμενη στο αρχικώς επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο.

    24      Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι δεν υφίστατο κατάφωρη παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει η Επιτροπή από το άρθρο 266 ΣΛΕΕ και απέρριψε το αποζημιωτικό αίτημα των νυν αναιρεσειουσών. Δεδομένου δε ότι και τα λοιπά αιτήματά τους στηρίζονταν, κατ’ ουσίαν, στην παραδοχή ότι η Επιτροπή είχε παραβεί τη συγκεκριμένη διάταξη, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή-αγωγή στο σύνολό της, χωρίς να εξετάσει την ένσταση απαραδέκτου που είχε προβάλει η Επιτροπή κατά του αιτήματος ακυρώσεως της επίδικης πράξεως.

     Τα αιτήματα των διαδίκων

    25      Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

    –      να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

    –      να ακυρώσει την επίδικη πράξη·

    –      κατά συνέπεια, να κρίνει ότι η Επιτροπή οφείλει να συμψηφίσει τα ποσά που κατέβαλε η WDI στην Επιτροπή κατά το χρονικό διάστημα από τις 29 Ιουνίου 2011 έως τις 16 Ιουνίου 2015, ύψους 16 400 000 ευρώ πλέον αντισταθμιστικών τόκων συνολικού ποσού 1 420 610 ευρώ, ήτοι το συνολικό ποσό ύψους 17 820 610 ευρώ, με το καταβλητέο από 15 Ιουλίου 2015 πρόστιμο που επιδίκασε αυτοτελώς το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 καθώς και ότι το πρόστιμο αυτό εξοφλήθηκε ολοσχερώς διά της καταβολής, στις 17 Οκτωβρίου 2019, του ποσού των 18 149 636,24 ευρώ·

    –      να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στην WDI το ποσό των 1 633 085,17 ευρώ πλέον αντισταθμιστικών τόκων από 17 Οκτωβρίου 2019 μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως του αντιστοίχως οφειλόμενου ποσού·

    –      επικουρικώς, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στις τρεις αναιρεσείουσες αποζημίωση ύψους 12 236 931,69 ευρώ, συμψηφίζοντάς τη με την αξίωση ύψους 12 236 931,36 ευρώ την οποία η Επιτροπή προέβαλε, με την επίδικη πράξη, κατά της WDI και να επιστρέψει στην WDI το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό των 1 633 085,17 ευρώ πλέον αντισταθμιστικών τόκων, από τις 17 Οκτωβρίου 2019 μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως του οφειλόμενου ποσού·

    –      επικουρικώς προς τα αιτήματα που διαλαμβάνονται στις ανωτέρω υπό 1 έως 5 περιπτώσεις, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί·

    και εν πάση περιπτώσει

    –      να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας και της αναιρετικής διαδικασίας.

    26      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    –      να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

    –      να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

     Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    27      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν τρεις λόγους.

     Επί του πρώτου και του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    28      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο πλάνη περί το δίκαιο λόγω μη συμμορφώσεως προς την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 καθώς και εσφαλμένη και αντιφατική αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σε σχέση με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται παράβαση του άρθρου 266 ΣΛΕΕ λόγω μη τηρήσεως του κανόνα δικαίου που προκύπτει από τον συνδυασμό του ακυρωτικού αποτελέσματος της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 και της νομικής φύσης της κρίσεως που περιέχεται στην απόφαση αυτή, η οποία νομική φύση έχει τον χαρακτήρα υποκαταστάσεως.

    29      Τούτου λεχθέντος, από τα δικόγραφα των αναιρεσειουσών προκύπτει ότι, με τους δύο αυτούς λόγους αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι το Γενικό Δικαστήριο, ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία του στο πλαίσιο της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, κατέληξε να καθορίσει πρόστιμο το οποίο πρέπει να χαρακτηριστεί ως νέο και νομικώς διάφορο σε σχέση με εκείνο που τους είχε επιβληθεί από την Επιτροπή με την επίμαχη απόφαση. Ειδικότερα, μολονότι οι αναιρεσείουσες διατυπώνουν τον πρώτο λόγο αναιρέσεως ως ερειδόμενο, εν μέρει, σε αντιφατική και εσφαλμένη αιτιολογία, από την ανάγνωση των διαφόρων επιχειρημάτων που προβλήθηκαν προς στήριξη του λόγου αυτού προκύπτει ότι οι αναιρεσείουσες επιδιώκουν, στην πραγματικότητα, να αμφισβητήσουν με τον συγκεκριμένο λόγο αναιρέσεως όχι την επάρκεια της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αλλά τις έννομες συνέπειες που συνήγαγε το Γενικό Δικαστήριο από το γεγονός ότι με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 είχε ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία του. Ως εκ τούτου, οι δύο αυτοί λόγοι αναιρέσεως πρέπει να αναλυθούν από κοινού και να εξεταστεί κατ’ αρχάς αν η εν λόγω παραδοχή είναι βάσιμη.

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    30      Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, ακύρωσε ex tunc το επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο και από την ακύρωση αυτή γεννήθηκε υπέρ των αναιρεσειουσών αξίωση αντιστοιχούσα στο ποσό που είχαν καταβάλει οι ίδιες προσωρινώς σε συμμόρφωση προς τη διάταξη ασφαλιστικών μέτρων, πλέον τόκων, και, αφετέρου, καθόρισε νέο, διακριτό πρόστιμο, καταβλητέο από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, το οποίο προσδιορίζουν ως «δικαστικό πρόστιμο», σε αντιδιαστολή προς το «ακυρωθέν πρόστιμο» που είχε επιβάλει η Επιτροπή το 2010.

    31      Προς υποστήριξη αυτού, προβάλλουν ιδίως το γεγονός ότι, με το διατακτικό της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο κατήργησε στο σύνολό του το άρθρο 2, σημείο 8, της επίμαχης αποφάσεως, όπερ είχε ως συνέπεια ότι, δυνάμει του ακυρωτικού αποτελέσματος της εν λόγω δικαστικής αποφάσεως, το επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο καταργήθηκε εξ ολοκλήρου αναδρομικώς.

    32      Επιπλέον υποστηρίζουν ότι, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας των πλημμελειών που διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 και, δεδομένου ότι δεν φαινόταν δυνατό να καθοριστεί αναδρομικώς μειωμένο πρόστιμο λόγω εσφαλμένης εκτιμήσεως, με την επίμαχη απόφαση, της ικανότητάς τους πληρωμής, το Γενικό Δικαστήριο απέκλινε από την προγενέστερη δικαστική πρακτική του. Ως εκ τούτου, αντί να καθορίσει ευθέως, όπως έπραξε στο πλαίσιο άλλων αποφάσεων, το ύψος του ακυρωθέντος προστίμου σε μειωμένο ποσό αναδρομικώς, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, να συνδυάσει την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως με την επιβολή στις αναιρεσείουσες της υποχρέωσης καταβολής προστίμου. Ο συνδυασμός αυτός παρέσχε στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα, κατ’ αρχάς, να εξαφανίσει πλήρως την επίμαχη απόφαση και, στη συνέχεια, να την υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση.

    33      Οι αναιρεσείουσες θεωρούν ομοίως ως σαφή σχετική ένδειξη το γεγονός ότι, με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι μπορούσε να λάβει υπόψη τις πληρωμές που αυτές είχαν ήδη πραγματοποιήσει κατά τη διάρκεια περίπου μιας πενταετίας καθώς και τη βελτίωση της ικανότητάς τους πληρωμής κατά την ημερομηνία δημοσιεύσεως της ως άνω αποφάσεως.

    34      Επομένως, η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι, κατά την άποψή τους, αντιφατική διότι δεν λαμβάνει υπόψη τον νέο και διακριτό χαρακτήρα του προστίμου που επιβλήθηκε με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015. Ειδικότερα, στη σκέψη 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η επίμαχη απόφαση, λόγω του αποτελέσματος υποκατάστασης που έχει η απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, λογίζεται ότι εξαρχής ήταν αυτή που προέκυψε από την εκτίμηση που περιέχεται στην εν λόγω δικαστική απόφαση. Κατά τις αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να προσδιορίσει την έκταση του αποτελέσματος υποκατάστασης που επιφέρει η άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του υπό το πρίσμα του διατακτικού και του σκεπτικού της αποφάσεως από την οποία προκύπτει το αποτέλεσμα αυτό. Ωστόσο, εν προκειμένω, από το διττό αποτέλεσμα της ακυρώσεως της επίμαχης αποφάσεως και της επιβολής στις αναιρεσείουσες της υποχρέωσης καταβολής προστίμου προκύπτει ότι επιβλήθηκε νέο πρόστιμο το οποίο διαφέρει νομικώς από εκείνο που τους είχε αρχικώς επιβληθεί. Επιπλέον, από γραμματικής απόψεως, το αποτέλεσμα υποκατάστασης συνεπάγεται κατ’ ανάγκην τουλάχιστον μεταβολή του αρχικού προστίμου και, επομένως, κατ’ ουσίαν την επιβολή νέου και νομικώς διακριτού προστίμου.

    35      Εν κατακλείδι, το διατακτικό της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 και η συνολική εκτίμηση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση αυτή καταδεικνύουν, κατά την άποψη των αναιρεσειουσών, ότι η επίμαχη απόφαση μεταρρυθμίστηκε στο σύνολό της. Το αποτέλεσμα υποκατάστασης αφορούσε τόσο την αιτιολογία όσο και το υπερεκτιμηθέν ποσό του προστίμου. Επέφερε δε μεταβολή η οποία επιβάλλει τη σαφή διάκριση μεταξύ του αρχικού ακυρωθέντος προστίμου και του δικαστικού προστίμου που το αντικαθιστά, καθώς και μεταξύ των συναφών εννόμων συνεπειών.

    36      Η Επιτροπή φρονεί ότι ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμοι.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    37      Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι το σύστημα δικαστικού ελέγχου των αποφάσεων της Επιτροπής που αφορούν τις διαδικασίες εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ συνίσταται στον κατ’ άρθρο 263 ΣΛΕΕ έλεγχο νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, ο οποίος είναι δυνατό να συμπληρωθεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 261 ΣΛΕΕ, κατόπιν αιτήματος του προσφεύγοντος, από την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου άσκηση πλήρους δικαιοδοσίας όσον αφορά τις κυρώσεις που επιβάλλονται στον τομέα αυτόν από την Επιτροπή (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Orange Polska κατά Επιτροπής, C‑123/16 P, EU:C:2018:590, σκέψη 104 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    38      Η έκταση του κατ’ άρθρο 263 ΣΛΕΕ ελέγχου νομιμότητας καλύπτει όλα τα στοιχεία των αποφάσεων της Επιτροπής οι οποίες αφορούν τις διαδικασίες εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, τον εμπεριστατωμένο έλεγχο των οποίων διασφαλίζει το Γενικό Δικαστήριο, τόσο από νομικής όσον και από πραγματικής απόψεως, υπό το πρίσμα των λόγων που προβάλλει ο προσφεύγων και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που αυτός υποβάλλει στην κρίση του. Πάντως, στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να υποκαταστήσουν με τη δική τους αιτιολογία αυτήν του εκδόντος την επίμαχη πράξη (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Orange Polska κατά Επιτροπής, C‑123/16 P, EU:C:2018:590, σκέψη 105 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    39      Αντιθέτως, εφόσον ασκεί την πλήρη δικαιοδοσία του η οποία προβλέπεται στο άρθρο 261 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, ο δικαστής της Ένωσης έχει την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να προβαίνει στη δική του εκτίμηση ως προς το ποσό της κυρώσεως αυτής, υποκαθιστώντας την Επιτροπή η οποία εξέδωσε την πράξη στην οποία καθορίστηκε αρχικώς το ποσό αυτό. Κατά συνέπεια, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη πράξη, έστω και χωρίς ακύρωση, προκειμένου να καταργήσει, μειώσει ή αυξήσει το ύψος του επιβληθέντος προστίμου, η δε αρμοδιότητα αυτή ασκείται λαμβανομένων υπόψη όλων των πραγματικών περιστάσεων (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Orange Polska κατά Επιτροπής, C‑123/16 P, EU:C:2018:590, σκέψη 106 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    40      Επομένως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η πλήρης δικαιοδοσία που έχει το Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 31 του κανονισμού 1/2003, η οποία του παρέχει τη δυνατότητα να καταργήσει, μειώσει ή αυξήσει το επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο, αφορά μόνον το ποσό του αρχικώς επιβληθέντος από την Επιτροπή προστίμου (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2022, Sony Optiarc και Sony Optiarc America κατά Επιτροπής, C‑698/19 P, EU:C:2022:480, σκέψη 92).

    41      Επιπλέον, αντιθέτως προς τα προκύπτοντα από το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003, το οποίο παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να επιβάλλει πρόστιμα για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, το άρθρο 31 του κανονισμού αυτού απονέμει στο Γενικό Δικαστήριο πλήρη δικαιοδοσία η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εξουσίας του να αποφαίνεται επί των προσφυγών που ασκούνται κατά των αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή επέβαλε τέτοιο πρόστιμο. Κατά συνέπεια, το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 δεν έχει ως σκοπό να παράσχει στο Γενικό Δικαστήριο την εξουσία να επιβάλει νέο πρόστιμο νομικώς διάφορο από εκείνο που καθόρισε η Επιτροπή, αλλά συμπληρώνει τον δικαστικό έλεγχο παρέχοντας στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να τροποποιήσει το ύψος του αρχικώς επιβληθέντος προστίμου.

    42      Ως εκ τούτου, πρέπει να τονιστεί, όπως επισήμανε και το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, όταν ο δικαστής της Ένωσης υποκαθιστά την εκτίμηση της Επιτροπής με τη δική του, αντικαθιστά, στην απόφαση της Επιτροπής, το αρχικώς καθορισθέν με την απόφαση αυτή ποσό με εκείνο που προκύπτει από τη δική του εκτίμηση. Επομένως, η απόφαση της Επιτροπής, λόγω του αποτελέσματος υποκατάστασης που έχει η απόφαση του δικαστή της Ένωσης, λογίζεται ότι εξαρχής ήταν αυτή που προέκυψε από την εκτίμηση του δικαστή της Ένωσης.

    43      Εν προκειμένω, με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε κατ’ αρχάς ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε σφάλματα κατά την εκτίμηση της ικανότητας των νυν αναιρεσειουσών προς πληρωμή του προστίμου, κατά την έννοια του σημείου 35 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006. Εν συνεχεία, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, κατόπιν αιτήματος των νυν αναιρεσειουσών, οι οποίες είχαν ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο όχι μόνο να ακυρώσει την επίμαχη απόφαση, αλλά και να μειώσει το επιβληθέν πρόστιμο, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, βάσει των στοιχείων που προσκόμισαν οι διάδικοι σχετικά με την οικονομική κατάσταση των νυν αναιρεσειουσών, όπως είχε εξελιχθεί μετά την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως, ότι αυτές δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν βασίμως ότι το επιβληθέν πρόστιμο έπρεπε να μειωθεί λόγω της αδυναμίας τους να το πληρώσουν, και τούτο για λόγους ανάλογους προς τους προβλεπόμενους στο σημείο 35 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006.

    44      Επομένως, δεδομένου ότι, με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο άσκησε την πλήρη δικαιοδοσία του, ορθώς στηρίχθηκε, στη σκέψη 98 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην απόφασή του της 14ης Ιουλίου 1995, CB κατά Επιτροπής (T‑275/94, EU:T:1995:141, σκέψεις 58 και 60), από την οποία προκύπτει ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν έχει την εξουσία, στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, να αντικαθιστά το επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο με νέο πρόστιμο, νομικώς διάφορο εκείνου που επέβαλε η Επιτροπή, και ορθώς συνήγαγε εξ αυτού, στη σκέψη 102 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, εν προκειμένω, το μεταρρυθμισμένο από το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 πρόστιμο ήταν απαιτητό από τις 4 Ιανουαρίου 2011 διότι δεν αποτελούσε νέο πρόστιμο.

    45      Επισημαίνεται συναφώς ότι ούτε ο τρόπος με τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο καθόρισε το ποσό του προστίμου ούτε η φύση των στοιχείων που έλαβε υπόψη, όταν υποκατέστησε την εκτίμηση της Επιτροπής με τη δική του εκτίμηση στην απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, μπορούν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι το πρόστιμο αυτό, όπως μεταρρυθμίστηκε, συνιστά νέο πρόστιμο, νομικώς διάφορο από εκείνο που είχε επιβάλει η Επιτροπή με την επίμαχη απόφαση.

    46      Είναι αληθές ότι το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε, στο σημείο 2 του διατακτικού της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, το άρθρο 2, σημείο 8, της επίμαχης αποφάσεως, το οποίο επέβαλε πρόστιμο στις νυν αναιρεσείουσες, και καθόρισε, στα σημεία 4 έως 6 του εν λόγω διατακτικού, τα διάφορα ποσά που συνιστούσαν το μεταρρυθμισμένο πρόστιμο, τα οποία αντιστοιχούσαν στα ποσά του επιβληθέντος με την επίμαχη απόφαση προστίμου. Εντούτοις, η επιλογή αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 55 των προτάσεών του, ως έκφραση της βουλήσεως του Γενικού Δικαστηρίου να επιβάλει νέο πρόστιμο, νομικώς διάφορο από εκείνο που είχε καθορίσει η Επιτροπή.

    47      Πράγματι, όταν, στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, ο δικαστής της Ένωσης υποκαθιστά με τη δική του εκτίμηση, όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, την εκτίμηση της Επιτροπής, επιβάλλοντας νέο ποσό, η υποκατάσταση αυτή συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την ακύρωση του ποσού του αρχικού προστίμου που επιβλήθηκε από την Επιτροπή, είτε γίνεται ρητή αναφορά στην εν λόγω ακύρωση με την απόφασή του είτε όχι.

    48      Κατά συνέπεια, μολονότι θα ήταν ασφαλώς προτιμότερο να ακολουθεί το Γενικό Δικαστήριο μια κατά το δυνατόν ομοιόμορφη πρακτική σύνταξης των αποφάσεών του, είναι εντούτοις αληθές ότι καμία ιδιαίτερη έννομη συνέπεια δεν μπορεί να συναχθεί από το γεγονός ότι, κατόπιν της άσκησης της πλήρους δικαιοδοσίας του, το Γενικό Δικαστήριο επέλεξε, στο διατακτικό, να μην αναφέρει ότι το προηγουμένως καθορισθέν πρόστιμο υποκαθίσταται με νέο, εν προκειμένω ισόποσο, πρόστιμο, αλλά, κατ’ αρχάς, ότι το επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο ακυρώνεται και, στη συνέχεια, ότι επιβάλλεται στις νυν αναιρεσείουσες ισόποσο πρόστιμο.

    49      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, δεδομένου ότι η παραδοχή στην οποία στηρίζονται ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι εσφαλμένη, οι δύο αυτοί λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν λεπτομερέστερα οι διάφορες αιτιάσεις τις οποίες προέβαλαν οι αναιρεσείουσες στο πλαίσιο των λόγων αυτών.

     Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

    50      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι προσέβαλε το δικαίωμά τους για δίκαιη δίκη.

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    51      Κατά τις αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν ενώπιόν του στηριζόμενο σε έναν και μόνο λόγο, ήτοι στο ότι το πρόστιμο που προκύπτει από την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 δεν αποτελεί «νέο» πρόστιμο.

    52      Μολονότι οι αναιρεσείουσες παραδέχονται ότι οι ισχυρισμοί αυτοί συνδέονται μεταξύ τους, υποστηρίζουν εντούτοις ότι το γεγονός αυτό δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί επαρκές για να απορρίψει το Γενικό Δικαστήριο κατ’ αυτόν τον τρόπο το σύνολο των ισχυρισμών τους. Προς διασφάλιση της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, κατά την άποψή τους, να εξετάσει μεμονωμένα και ενδελεχώς όλους τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς. Όμως, από την αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε μια τέτοια εξέταση.

    53      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι παντελώς αβάσιμος.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    54      Στις σκέψεις 129 και 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι ο δεύτερος, ο τρίτος και ο τέταρτος ισχυρισμός που προβλήθηκαν ενώπιόν του στηρίζονταν στην παραδοχή, η οποία διατυπώθηκε στο πλαίσιο του πρώτου ενώπιόν του προβληθέντος ισχυρισμού, ότι το επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο είχε ακυρωθεί και αντικατασταθεί από «δικαστικό πρόστιμο». Κρίνοντας ότι η παραδοχή αυτή είχε αποδειχθεί εσφαλμένη στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου ισχυρισμού, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον δεύτερο, τον τρίτο και τον τέταρτο ισχυρισμό ως αβάσιμους χωρίς να εξετάσει τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς στήριξή τους.

    55      Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως προσέβαλε το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη ούτε, στο μέτρο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι νυν αναιρεσείουσες προέβαλαν μια τέτοια αιτίαση, αιτιολόγησε ανεπαρκώς το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε.

    56      Πράγματι, όπως και στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, όλα τα επιχειρήματα των νυν αναιρεσειουσών σχετικά με τον δεύτερο έως πέμπτο ισχυρισμό που προβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στηρίζονταν στην παραδοχή ότι το επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο ακυρώθηκε και αντικαταστάθηκε από «δικαστικό πρόστιμο». Δεδομένου, όμως, ότι η παραδοχή αυτή είναι ανακριβής, όπως άλλωστε επιβεβαιώθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου και του δεύτερου λόγου αναιρέσεως που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, ουδόλως ήταν αναγκαίο να αιτιολογήσει το Γενικό Δικαστήριο λεπτομερέστερα την απόρριψη του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου ισχυρισμού που προβλήθηκαν ενώπιόν του.

    57      Υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων, την οποία υπέχει το Γενικό Δικαστήριο από το άρθρο 36 και το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν του επιβάλλει να παραθέτει αιτιολογία η οποία να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν οι διάδικοι. Συνεπώς, η αιτιολογία μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να λάβουν γνώση των λόγων στους οποίους στηρίζεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στο δε Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον αναιρετικό έλεγχό του (απόφαση της 7ης Μαρτίου 2024, Nevinnomysskiy Azot και NAK «Azot» κατά Επιτροπής, C‑725/22 P, EU:C:2024:217, σκέψη 131 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    58      Εν προκειμένω, με την επιχειρηματολογία που συνοψίζεται στη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες δεν αποδεικνύουν ούτε καν ισχυρίζονται ότι δεν μπορούσαν να γνωρίζουν τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Αντιθέτως, από την επιχειρηματολογία αυτή προκύπτει ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως παρέσχε στις αναιρεσείουσες τη δυνατότητα να λάβουν γνώση των λόγων στους οποίους στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο. Η εν λόγω αιτιολογία παρέχει επίσης στο Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον έλεγχό του στο πλαίσιο της εξετάσεως της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

    59      Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    60      Δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες προς στήριξη της αιτήσεώς τους αναιρέσεως δεν έγινε δεκτός, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    61      Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

    62      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    63      Δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφασίζει:

    1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

    2)      Καταδικάζει τις Westfälische Drahtindustrie GmbH, Westfälische Drahtindustrie Verwaltungsgesellschaft mbH & Co. KG και Pampus Industriebeteiligungen GmbH & Co. KG στα δικαστικά έξοδα.

    (υπογραφές)


    *      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top