This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61985CC0313
Opinion of Mr Advocate General Cruz Vilaça delivered on 7 October 1986. # SpA Iveco Fiat v Van Hool NV. # Reference for a preliminary ruling: Hof van Cassatie - Belgium. # Convention on Jurisdiction and the Enforcement of Judgments in Civil and Commercial Matters - Application of a jurisdiction clause which has expired. # Case 313/85.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Cruz Vilaça της 7ης Οκτωβρίου 1986.
SpA Iveco Fiat κατά Van Hool NV.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hof van Cassatie - Βέλγιο.
Σύμβαση των Βρυξελλών - Εφαρμογή ρήτρας περί διεθνούς δικαιοδοσίας, ο χρόνος ισχύος της οποίας έχει λήξει.
Υπόθεση 313/85.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Cruz Vilaça της 7ης Οκτωβρίου 1986.
SpA Iveco Fiat κατά Van Hool NV.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hof van Cassatie - Βέλγιο.
Σύμβαση των Βρυξελλών - Εφαρμογή ρήτρας περί διεθνούς δικαιοδοσίας, ο χρόνος ισχύος της οποίας έχει λήξει.
Υπόθεση 313/85.
Συλλογή της Νομολογίας 1986 -03337
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1986:370
ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ
JOSÉ LUÍS DA CRUZ VILAÇA
της 7ης Οκτωβρίου 1986 ( *1 )
Êýñéå ðñüåäñå,
Κύριοι δικαστές,
|
1. |
Κατ' εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 1, του Πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Σύμβασης της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ( ΕΕ L 388 της 31.12.1982, σ. 1 ) (αποκαλούμενης εφεξής: η Σύμβαση των Βρυξελλών ), το Hof van Cassatie του Βελγίου υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών στο πλαίσιο διαφοράς ως προς την εκτέλεση συμβάσεως η οποία περιλαμβάνει ρήτρα περί απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο του κράτους της ιθαγένειας του ενός των συμβαλλομένων. Ποια είναι τα πραγματικά περιστατικά, όπως συνάγονται από την εξέταση του φακέλου, τα οποία οδήγησαν στην παρούσα διαφορά; |
|
2. |
Στις 28 Δεκεμβρίου 1956 δύο εταιρίες, και συγκεκριμένα η SpA Iveco Fiat, με έδρα το Τορίνο της Ιταλίας, και η Van Hool NV με έδρα το Koningshooikt-Lier του Βελγίου, συνήψαν σύμβαση διαρκείας ενός έτους από την 1η Ιανουαρίου 1957, σύμφωνα με την οποία η πρώτη παραχωρούσε στην εταιρία Van Hool το αποκλειστικό δικαίωμα συναρμολογήσεως ή πωλήσεως ορισμένων οχημάτων και ανταλλακτικών Fiat στις χώρες της Benelux. Την 1η Ιανουαρίου 1958 οι δύο εταιρίες συνήψαν νέα σύμβαση, με την οποία επεξέτειναν τη συνεργασία τους και σε άλλη κατηγορία οχημάτων Fiat. Μεταγενέστερα, με σύμβαση της 30ής Δεκεμβρίου 1961, μια νέα εταιρία, η Catrabel PVBA, αντικατέστησε την εταιρία Van Hool ως αντισυμβαλλόμενη στη νέα σύμβαση. Πάντως, η εταιρία Van Hool συνέχισε να ασκεί τα υπόλοιπα δικαιώματα αποκλειστικότητας, όπως απέρρεαν από τη σύμβαση του Δεκεμβρίου 1956. Τόσο η σύμβαση του 1956 (με το άρθρο 10) όσο και εκείνη του 1958 (με το άρθρο 18) ( 1 ) περιείχαν ρήτρα περί απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας, δυνάμει της οποίας το Πρωτοδικείο του Τορίνο ήταν αποκλειστικά αρμόδιο να επιληφθεί των διαφορών που ενδεχομένως θα προέκυπταν από την εφαρμογή των εν λόγω συμβάσεων. Εξάλλου — και στο σημείο αυτό ανακύπτει το ζήτημα — η σύμβαση του 1956 προέβλεπε με το άρθρο 9 ότι για την παράταση της ισχύος της πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 1957 ήταν αναγκαία η « γραπτή επιβεβαίωση της εταιρίας Fiat », ενώ παρόμοια ρήτρα περιλάμβανε και το άρθρο 16 της σύμβασης της 1ης Ιανουαρίου 1958, με την οποία θεσπιζόταν το αποκλειστικό δικαίωμα στο οποίο αργότερα υπεισήλθε η εταιρία Catrabel. Εξάλλου, η εταιρία Iveco Fiat γνωστοποίησε με μεταγενέστερα έγγραφά της στην εταιρία Van Hool ότι η σύμβαση του 1956 ανανεωνόταν για ένα έτος, αρχικά μεν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1958, για τελευταία φορά δε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1961. Μετά το 1962η εταιρία Iveco Fiat δεν εξεδήλωσε πλέον εγγράφως τη βούληση της να παρατείνει κατ' έτος τη συναφθείσα σύμβαση, πλην όμως οι δύο εταιρίες εξακολούθησαν να διατηρούν εμπορικές σχέσεις μέχρι το τέλος του 1981, προφανώς στο πλαίσιο της αρχικής σύμβασης. Εντούτοις, λόγω διαφωνιών που ανέκυψαν εν τω μεταξύ, η εταιρία Iveco Fiat διέκοψε κάθε εμπορική σχέση με την εταιρία Van Hool από την 1η Ιανουαρίου 1982. Κατόπιν της μονομερούς αυτής διακοπής των εμπορικών σχέσεων η εταιρία Van Hool άσκησε αγωγή κατά της εταιρίας Iveco Fiat ενώπιον του Rechtbank van Koophandel ( Εμποροδικείου ) του Mechelen ( Βέλγιο ). Η εναγόμενη εταιρία προέβαλε ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου ένσταση αναρμοδιότητάς του, δεδομένου ότι, κατ' αυτή, η συμφωνία περί απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας στο Πρωτοδικείο του Τορίνο ίσχυε και για τις συμβατικές σχέσεις που διατήρησαν τα μέρη μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1961, τελευταίο έτος κατά το οποίο η εταιρία Iveco Fiat ανανέωσε εγγράφως τη σύμβαση. Το Εμποροδικείο του Mechelen πάντως κήρυξε εαυτό αρμόδιο, επειδή, σύμφωνα με το εθνικό δικαστήριο, δεν είχαν τηρηθεί οι απαιτούμενες από το άρθρο 17, παράγραφος 1, της Σύμβασης των Βρυξελλών προϋποθέσεις όσον αφορά το κύρος των συμφωνιών διεθνούς δικαιοδοσίας. Την απόφαση του Εμποροδικείου επικύρωσε στη συνέχεια το Εφετείο της Αμβέρσας, κατά της απόφασης του οποίου η εταιρία Iveco Fiat άσκησε αναίρεση ενώπιον του Hof van Cassatie. Κατόπιν αυτού, το βελγικό ακυρωτικό δικαστήριο αποφάσισε να αναβάλει την έκδοση αποφάσεως του μέχρις ότου το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφανθεί επί του ακόλουθου προδικαστικού ερωτήματος: « Πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 17 της Σύμβασης της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 η γραπτή σύμβαση η οποία περιλαμβάνει ρήτρα περί διεθνούς δικαιοδοσίας και η οποία, παρόλο ότι έχει λήξει, εξακολούθησε να συνιστά τη νομική βάση των συμβατικών σχέσεων των μερών, μολονότι δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από την ίδια τη σύμβαση προϋπόθεση ότι η ισχύς της δεν μπορούσε να παραταθεί παρά μόνο εγγράφως; » |
|
3. |
Το άρθρο 17, παράγραφος 1, της Σύμβασης των Βρυξελλών προβλέπει μεταξύ άλλων ότι « αν τα μέρη... συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια συμβαλλόμενου κράτους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία ». Πάντως, η Σύμβαση των Βρυξελλών απαιτεί η συμφωνία περί απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας να συνάπτεται γραπτά ή προφορικά με γραπτή επιβεβαίωοη. Όπως τονίζεται στην έκθεση Jenard για τη Σύμβαση των Βρυξελλών (JO C 59 της 5. 3.1979, σ. 1 ), οι απαιτούμενες αυτές τυπικές προϋποθέσεις έχουν βέβαια ως αφετηρία την πρωταρχική μέριμνα για « ασφάλεια του δικαίου ». Επανειλημμένα το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να διασαφηνίσει τους λόγους που υπαγόρευσαν τη θέσπιση της εν λόγω διάταξης και να καθορίσει τη σημασία των προϋποθέσεων που αναφέρθηκαν: οι προϋποθέσεις από τις οποίες το άρθρο 17 εξαρτά το κύρος των ρητρών διεθνούς δικαιοδοσίας αποσκοπούν στο να εξασφαλίσουν ότι η συμφωνία των μερών όσον αφορά τη συγκεκριμένη ρήτρα — η οποία επιπλέον παρεκκλίνει από τις γενικές διατάξεις περί καθορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας — « είναι πράγματι αποδεδειγμένη και εκδηλώνεται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο » ( 2 ). Κατά το γενικό εισαγγελέα Capotorti ( προτάσεις στην υπόθεση Estasis Salotti, Rec. 1976, σ. 1845), το ζητούμενο είναι «η ασφαλής απόδειξη ότι υφίσταται σύμπτωση των βουλήσεων των μερών όσον αφορά τη ρήτρα περί καθορισμού του κατά τόπον αρμόδιου δικαστηρίου ». Για το λόγο αυτό το Δικαστήριο κρίνει παγίως ότι οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται το κύρος των ρητρών περί απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας κατά το άρθρο 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών « ερμηνεύονται στενά ». Είναι σαφές, όπως άλλωστε αναφέρει και η έκθεση Jenard, ότι επιδίωξη των συντακτών της Σύμβασης ήταν να αποφευχθούν τα εμπόδια στις « εμπορικές συνήθειες » στα οποία θα μπορούσε να οδηγήσει η επιβολή « υπερβολικά τυπολατρικών » προϋποθέσεων. Μπορεί λοιπόν να λεχθεί ότι το άρθρο 17 είναι απόρροια του συμβιβασμού μεταξύ των επιταγών για ασφάλεια δικαίου και για ευκαμψία στις εμπορικές συναλλαγές, γεγονός το οποίο άλλωστε οδήγησε στην αποδοχή του κύρους προφορικά συναπτόμενης συμβάσεως με απλή γραπτή επιβεβαίωση. Σύμφωνα όμως με την οικονομία της Συμβάσεως, νομίζω ότι δεν πρόκειται για προϋποθέσεις που έχουν την ίδια σημασία. 'Οπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, όταν τίθενται στην πλάστιγγα η ασφάλεια δικαίου και η ευκαμψία των εμπορικών συναλλαγών, πρέπει να δίδεται προτεραιότητα στην πρώτη· ηανάγκη ταχύτητας και ευκολίας στην εμπορική πρακτική δηλαδή δεν είναι δυνατό να δικαιολογεί την ύπαρξη αμφιβολιών ή παρερμηνειών όσον αφορά τη συμφωνία των συμβαλλομένων να συμπεριλάβουν στη σύμβαση τους ρήτρα περί διεθνούς δικαιοδοσίας κατά παρέκκλιση των γενικών κριτηρίων δικαιοδοσίας του άρθρου 2 και των άρθρων 5 και 6 της Σύμβασης των Βρυξελλών: « ο απαιτούμενος έγγραφος τύπος έχει σκοπό να εφιστά την προσοχή των συμβαλλομένων επί των κινδύνων της ρήτρας περί παρεκκλίσεως » ( προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mancini στην υπόθεση 201/82, Gerling κατά Amministrazione del Tesoro dello Stato, Συλλογή 1983, σ. 2521 ). Θα μπορούσε να πει κανείς ότι βρισκόμαστε ενώπιον ενός ζητήματος γραμμικού σχεδιασμού, όπου μία από τις μεταβλητές του, και συγκεκριμένα η ασφάλεια, πρέπει να μεγιστοποιηθεί στο πλαίσιο διαφόρων παραμέτρων που αποβλέπουν στη διασφάλιση της απρόσκοπτης διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών, σύμφωνα με τα κριτήρια των τρεχουσών συνηθειών και των επιταγών της αρχής της καλής πίστης. Αυτή νομίζω ότι είναι η σημασία του άρθρου 17, όπως ισχύει σήμερα, παρόλον ότι το άρθρο αυτό επιδέχεται και διαφορετική ερμηνεία μετά την έναρξη ισχύος της τροποποιήσεως που του επέφερε η σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 σχετικά με την προσχώρηση της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου στη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968. Σύμφωνα με τη νέα αυτή διατύπωση, η συμφωνία περί απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας μπορεί να συναφθεί στο διεθνές εμπόριο όχι μόνο « γραπτά » ή « προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση », αλλά και « υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνήθειες του διεθνούς εμπορίου που τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν ». Στην αλληλουχία αυτή είναι δυνατό να διατυπωθεί συλλογιστική αντίστροφη από αυτή που μόλις εξέθεσα, εφόσον γίνει δεκτό ότι οι αξίες και οι επιταγές της εμπορικής πρακτικής αντιπροσωπεύουν την κύρια μεταβλητή, η οποία περιορίζεται στην εξέλιξη της από την ανάγκη να υπάρχει για τους συμβαλλομένους η απαιτούμενη ασφάλεια δικαίου. Επειδή όμως τα πράγματα έχουν έτσι όπως διατυπώθηκαν αρχικά και η νέα διατύπωση του άρθρου 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών δεν έχει ακόμα τεθεί σε ισχύ, θεωρώ πρόωρο να κινηθώ προς την κατεύθυνση της αλλαγής αυτής. Κατ' εμέ όμως, η συλλογιστική που προανέφερα είναι αυτή που ανταποκρίνεται καλύτερα στη σημασία της Σύμβασης, εφόσον η Σύμβαση ερμηνευθεί, σύμφωνα με τις συστάσεις του Δικαστηρίου ( 3 ), βάσει της οικονομίας και των στόχων της. Κατά τα λοιπά φρονώ ότι η αποδοχή της γραπτής επιβεβαίωσης προφορικής συμφωνίας αντικατοπτρίζει την ουσία των παραχωρήσεων που αναγνωρίζονται με το άρθρο 17 της Σύμβασης σε σχέση με την ευκαμψία των εμπορικών πρακτικών ως προς τις συμφωνίες διεθνούς δικαιοδοσίας, ενώ παράλληλα πρέπει κανείς να επιδεικνύει μεγάλη αυστηρότητα και προσοχή σε σχέση με τους όρους που επιβάλλονται για την απόδειξη της υπάρξεως πραγματικής συμφωνίας των συμβαλλομένων. |
|
4. |
Με τα νομολογιακά προηγούμενα που ήδη ανέφερα, το Δικαστήριο επανειλημμένα προσδιόρισε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να θεωρηθούν ως έγκυρες, κατά το άρθρο 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών, οι ρήτρες περί απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας που εμφανίζουν ορισμένα χαρακτηριστικά. Εντούτοις, ένα σημαντικό στοιχείο διακρίνει την παρούσα από τις υποθέσεις στις οποίες εκδόθηκαν οι προηγούμενες αποφάσεις, θέτοντας με τον τρόπο αυτό ένα νέο ζήτημα, το οποίο δεν έχει ακόμα διασαφηνισθεί. Συγκεκριμένα, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο διατυπώνεται, το ερώτημα που υπέβαλε το βελγικό Ακυρωτικό αφορά το ζήτημα κατά πόσον είναι σύμφωνη προς το άρθρο 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών μια ρήτρα περί παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας την οποία περιελάμβανε γραπτή συμφωνία, η ισχύς της οποίας έληξε και η οποία, αντίθετα από ό,τι προέβλεπε, δεν παρατάθηκε εγγράφως, χωρίς πάντως να διακοπούν οι συνήθεις εμπορικές σχέσεις των συμβαλλομένων. Τίθεται λοιπόν το ζήτημα της διαχρονικής ισχύος της σύμβασης που περιλαμβάνει τη ρήτρα περί απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας, ζήτημα το οποίο δεν είχε τεθεί σε καμία από τις προγενέστερες υποθέσεις. Πράγματι, στις λοιπές υποθέσεις επρόκειτο για έγγραφα τα οποία δεν ήγειραν κανένα ζήτημα σχετικά με την ενδεχόμενη ύπαρξη ρητρών που να περιόριζαν το κύρος της σύμβασης κατά χρόνο. Πώς πρέπει λοιπόν, στο πλαίσιο του προδικαστικού ερωτήματος, να εφαρμοστούν οι γενικές αρχές στις οποίες αναφέρθηκα προηγουμένως; |
|
5. |
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι στην υπό κρίο//υπόθεση, οι διάδικοι είχαν περιλάβει στην αρχική γραπτή σύμβαση, η οποία ρύθμιζε τις σχέσεις τους, ρήτρα περί διεθνούς δικαιοδοσίας ανταποκρινόμενη σαφώς στις τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών, χωρίς να υφίσταται κίνδυνος να περάσει απαρατήρητη μέσα στη σύμβαση. Έτσι, δεν θα ετίθετο κανένα ζήτημα, αν η εν λόγω σύμβαση είχε συναφθεί χωρίς χρονικούς περιορισμούς ή αν είχε παραταθεί κανονικά εγγράφως σύμφωνα με τους όρους που προέβλεπε. Το ζήτημα επίσης θα ήταν τελείως διαφορετικό αν η σύμβαση δεν περιείχε ρήτρα περί γραπτής ανανεώσεως, αν δηλαδή οι συμβαλλόμενοι είχαν προβλέψει τη σιωπηρή παράταση της ή αν η σύμβαση δεν ανέφερε τίποτε ως προς τον τύπο που έπρεπε να περιβληθεί η παράταση. Κανένα ζήτημα δεν θα ετίθετο επίσης αν ανέκυπταν διαφορές κατά τη διάρκεια της αρχικής περιόδου ισχύος της σύμβασης ή κατά τη διάρκεια ενός από τα χρονικά διαστήματα για τα οποία παρατάθηκε εγγράφως. Όπως όμως γνωρίζουμε, το ερώτημα που τίθεται στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι αυτό, δεδομένου ότι το ζητούμενο είναι αποκλειστικά αν είναι έγκυρη η ρήτρα περί απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο, δηλαδή κατά το χρόνο της διακοπής των εμπορικών σχέσεων μεταξύ των συμβαλλομένων, είκοσι έτη μετά την τελευταία γραπτή παράταση της σύμβασης. Κατά συνέπεια δεν υφίστανται αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη μεταξύ των συμβαλλομένων συμφωνίας περί απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας η οποία συνήφθη έγκυρα. Αντίθετα, οι αμφιβολίες αφορούν το κύρος της συμφωνίας αυτής κατά το χρόνο της επικλήσεως της ενώπιον δικαστηρίου από το διάδικο ο οποίος έχει συμφέρον να την επικαλεστεί. Αν το ίδιο ζήτημα είχε ανακόψει μετά τη λήξη των συμβατικών σχέσεων (λόγω καταγγελίας έγκυρης σύμβασης, λήξεως του χρόνου ισχύος της σύμβασης ή για οιοδήποτε άλλο λόγο), αλλά στο πλαίσιο διαφοράς που θα αφορούσε επίσης την εκτέλεση της αρχικής σύμβασης, καταρχήν δεν θα υπήρχαν ιδιαίτερες δυσχέρειες προς επίλυση. Στην περίπτωση αυτή, το ζήτημα του αρμόδιου δικαστηρίου θα εντασσόταν φυσιολογικά στο ζήτημα των εννόμων συνεπειών ρήτρας περί απονομής δικαιοδοσίας ( καθ' υπόθεση έγκυρης κατά το άρθρο 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών) που συνομολόγησαν ρητά οι συμβαλλόμενοι ώστε να ισχύει ακριβώς για όλες τις διαφορές που ανάγονται στην εκτέλεση της σύμβασης η οποία την περιελάμβανε. Στην περίπτωση αυτή η ρήτρα επιζεί φυσικά της συμβάσεως ή, με άλλα λόγια, εξακολουθεί να τη συνοδεύει στη « μετά θάνατον » ζωή της. Πρόκειται για περίπτωση που θα μπορούσε να εμφανιστεί στο πλαίσιο των πραγματικών περιστατικών της προκειμένης υπόθεσης' νομίζω πάντως ότι δεν είναι αναγκαίο να συμπεριληφθεί στις απαντήσεις που θα δοθούν στο βελγικό Ακυρωτικό, δεδομένου ότι πρόκειται για μη αμφισβητούμενο ζήτημα, ενώ από το ερώτημα του βελγικού δικαστηρίου συνάγεται έμμεσα ότι αναφέρεται μόνο στις διαφορές που ανάγονται σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της γραπτής σύμβασης. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της υπό εξέταση υπόθεσης είναι η μακρά περίοδος που διέρρευσε μετά την τελευταία γραπτή παράταση της αρχικής σύμβασης και κατά τη διάρκεια της οποίας οι συμβαλλόμενοι εξακολούθησαν να διατηρούν εμπορικές σχέσεις « στο πλαίσιο » της εν λόγω σύμβασης. Το ζήτημα περιπλέκεται όταν — όπως συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση — δεν υφίσταται συμφωνία μεταξύ των διαφόρων παραγόντων της δίκης ως προς την έννοια ή τη φύση αυτού του πλαισίου των σχέσεων. Γεγονός βέβαια είναι ότι το βελγικό Ακυρωτικό θεωρεί με το προδικαστικό του ερώτημα ότι η αρχική σύμβαση « εξακολούθησε να συνιστά τη νομική βάοη ( 4 ) των συμβατικών σχέσεων των μερών ». Εντούτοις ο τρόπος με τον οποίο είναι διατυπωμένο — ιδίως η αλληλουχία στην οποία εντάσσεται, δοθέντος ότι με το ίδιο προδικαστικό ερώτημα γίνεται δεκτό ότι η αρχική σύμβαση έχει λήξει — είναι ασαφής και επιδέχεται διάφορες ερμηνείες. Εξάλλου, ενώ η εταιρία Iveco Fiat ισχυρίζεται στις γραπτές παρατηρήσεις της ότι « η εν λόγω σύμβαση συνεργασίας εξακολούθηοε να διέπει ( 4 ) τις εμπορικές σχέσεις μεταξύ των συμβαλλομένων », η εταιρία Van Hool υποστηρίζει ότι από τις 31 Δεκεμβρίου 1961 οι συμβαλλόμενοι διατηρούσαν απλώς μια « de facto συμβατική συνεργασία », με άλλα λόγια ότι ίσχυαν άλλα από ό,τι είχαν συνομολογηθεί εγγράφως με τις προγενέστερες συμβάσεις, εφόσον ορισμένες από τις προϋποθέσεις που είχαν τεθεί με αυτές τις συμβάσεις στη συνέχεια τροποποιήθηκαν (όσον αφορά το εδαφικό πεδίο εφαρμογής της παραχώρησης των αποκλειστικών δικαιωμάτων, τη θέσπιση κατώτατων ποσοστώσεων αγοράς, τον καθορισμό των τιμών και του τρόπου πληρωμής). Φυσικά, αμφότεροι οι διάδικοι επιδιώκουν να ενισχύσουν τις απόψεις τους επικαλούμενοι γεγονότα και έγγραφα της « σκοτεινής » περιόδου που εκτείνεται από το τέλος του 1958 ώς το τέλος του 1981. Συγκεκριμένα η εταιρία Iveco Fiat προσκόμισε επιστολή της 5ης Νοεμβρίου και έγγραφο της 20ής Νοεμβρίου 1968, καθώς και υπηρεσιακό σημείωμα της 7ης Σεπτεμβρίου 1983 απευθυνόμενο στους πραγματογνώμονες που όρισε το Εμποροδικείο του Mechelen, των οποίων όλων αποστολέας ήταν η εταιρία Van Hool προσκόμισε επίσης τις συμβάσεις που συνήψε με την εταιρία Catrabel και που συνέχισαν να ισχύουν μέχρι το 1981 · από την πλευρά της, η εταιρία Van Hool προσκόμισε σκόμισε επιστολή της Iveco Fiat της 27ης Μαρτίου 1964. |
|
6. |
Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να υποκαταστήσει το εθνικό δικαιοδοτικό όργανο στο έργο του του νομικού χαρακτηρισμού — ενόψει των πραγματικών περιστατικών που αφορούν τη συμπεριφορά των διαδίκων και τα οποία καλείται να διαπιστώσει — της « σκοτεινής νομικής κατάστασης » που υφίστατο από την τελευταία γραπτή παράταση της αρχικής σύμβασης μέχρι τη διακοπή των εμπορικών σχέσεων που εξακολούθησαν και στη συνέχεια να έχουν επί σειρά ετών οι διάδικοι. Ομοίως, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί επί του γενικού ζητήματος του κύρους της αρχικής σύμβασης μετά την τελευταία γραπτή παράταση της, αλλ' ούτε και να αποφανθεί επί των προϋποθέσεων υπό τις οποίες συνήφθη ενδεχομένως έγκυρα ή μη η σύμβαση. Όπως δικαίως υπογραμμίζουν η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, τα εν λόγω ζητήματα εξέρχονται του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών και κατά συνέπεια του ζητήματος ερμηνείας του εν λόγω άρθρου. Πρόκειται για ζητήματα τα οποία καλείται να επιλύσει το εθνικό δικαιοδοτικό όργανο σύμφωνα με το δίκαιο που κατά τις εθνικές διατάξεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου ισχύει επί των συμβάσεων. Αλλ' εναπόκειται στο Δικαστήριο να καθορίσει ποια είναι κατά περίπτωση η ερμηνεία που πρέπει να δίδεται στο άρθρο 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών εντός του πεδίου εφαρμογής του, ιδίως όσον αφορά τις τυπικές προϋποθέσεις που θέτει ως προς τις συμφωνίες περί διεθνούς δικαιοδοσίας, προκειμένου να καταστεί δυνατόν να κριθεί το κύρος των εν λόγω συμφωνιών -— και μόνο αυτών — ενόψει των προϋποθέσεων αυτών. Μετά από αυτές όμως τις παρατηρήσεις, πρέπει να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους: όταν πρόκειται να κριθεί το κύρος των συμφωνιών περί απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας, η ιδιομορφία των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών σε σχέση με τον τύπο των συμφωνιών αυτών επιβάλλει την αυτοτελή εξέταση τους, ανεξάρτητα από τις λοιπές διατάξεις των συμβάσεων στις οποίες εντάσσονται. Κατά συνέπεια, η τύχη των συμφωνιών περί απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας δεν συνδέεται κατ' ανάγκη προς εκείνη των συμβάσεων στις οποίες περιλαμβάνονται: αυτό είναι το δίδαγμα που συνάγεται από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου επί του θέματος. Για το λόγο αυτό δεν θα φτάσω μέχρι το σημείο να υποστηρίξω αυτό που φαίνεται να υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο σε κάποιο σημείο των γραπτών παρατηρήσεων που υπέβαλε στο πλαίσιο της παρούσας δίκης: δεν είναι δυνατό να εξαρτηθεί αυτόματα η διαχρονική ισχύς μιας συμφωνίας περί διεθνούς δικαιοδοσίας από το αν εξακολουθεί να ισχύει η σύμβαση στην οποία περιλαμβάνεται η συμφωνία αυτή, εφόσον το ζήτημα αυτό « δεν μπορεί να επιλυθεί παρά μόνο στο πλαίσιο του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου ». Το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί επί παραδείγματι να αναγνωρίσει το αδιαμφισβήτητο κύρος της αρχικής σύμβασης ως « νομικής βάσης » των εμπορικών σχέσεων των μερών και μετά την τελευταία παράταση της: αυτό όμως δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι, ενόψει των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών, όπως τις ερμήνευσε το Δικαστήριο, θα πρέπει να συναγάγει ότι εξακολούθησε να ισχύει η ρήτρα περί διεθνούς δικαιοδοσίας. Πράγματι, η ίδια η (ρύση της Σύμβασης των Βρυξελλών, στηριζόμενη στην αρχή της απευθείας δικαιοδοσίας, μας υποχρεώνει κατά κανόνα να ερμηνεύουμε τις διατάξεις της αυτοτελώς, ενόψει της λογικής και της αλληλουχίας τους. Όπως έχει ήδη λεχθεί ( βλέπε τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Capotorti στις υποθέσεις Estasis Salotti και Segoura, Rec. 1976, σσ. 1845 και 1867), η αυτοτελής αυτή ερμηνεία συνιστά προϋπόθεση για την ομοιόμορφη εφαρμογή της Σύμβασης στα διάφορα συμβαλλόμενα κράτη μέλη και κατά συνέπεια για την ίση μεταχείριση των πολιτών της Κοινότητας εκ μέρους των διαφόρων εθνικών δικαστηρίων. Κατά συνέπεια, το αν μια συμφωνία περί διεθνούς δικαιοδοσίας πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών είναι « ζήτημα κοινοτικού δικαίου που κρίνεται αμετάκλητα από το παρόν Δικαστήριο » ( βλέπε προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Sir Gordon Slynn στην υπόθεση Tilly Russ, Συλλογή 1984, σ. 2438), και που πρέπει να επιλυθεί σύμφωνα με τις επιταγές μιας « κοινοτικής ερμηνείας ». |
|
7. |
Εκείνο που απομένει προς εξέταση για να ολοκληρώσω τις προτάσεις μου είναι να υπενθυμίσω ταχέως τα βασικά στοιχεία της υπό κρίση υπόθεσης, όπως συνάγονται από το προδικαστικό ερώτημα του βελγικού Ακυρωτικού. Δύο εταιρίες, η έδρα των οποίων βρίσκεται σε δύο κράτη μέλη της Κοινότητας, συνήψαν περί τα τέλη του 1956 γραπτή συμφωνία περί παραχωρήσεως αποκλειστικού δικαιώματος διαρκείας ενός έτους, η οποία περιλάμβανε ρήτρα γραπτής παρατάσεως της και ρήτρα περί διεθνούς δικαιοδοσίας. Η τελευταία γραπτή ανανέωση της σύμβασης έλαβε χώρα το 1961, πλην όμως τα μέρη εξακολούθησαν να διατηρούν συνήθεις εμπορικές σχέσεις με βάση ή aro πλαίσιο ( έστω και τροποποιημένο, όπως φαίνεται) της προγενέστερης σύμβασης μέχρι το 1981, οπότε ο ένας συμβαλλόμενος αποφασίζει να διακόψει τις εν λόγω σχέσεις, γεγονός που οδήγησε τον αντισυμβαλλόμενο να εναγάγει τον πρώτο. |
|
8. |
Τα βασικά αυτά πραγματικά περιστατικά, τα οποία προκύπτουν από το φάκελο της υπόθεσης (και ιδίως από την απόφαση του βελγικού Ακυρωτικού), αφήνουν να διαφανούν, όπως έχω ήδη αναφέρει, διάφορες αμφιβολίες και ασάφειες ως προς την πραγματική κατάσταση στην προκειμένη περίπτωση. Ας μου επιτραπεί λοιπόν, κατόπιν των σκέψεων που εξέθεσα, να διατυπώσω δύο υποθέσεις και να συναγάγω τα αντίστοιχα συμπεράσματα. Πρώτη υπόθεση: το αρμόδιο δικαστήριο θεωρεί ότι η αρχική σύμβαση είναι νομικά έγκυρη και ισχύει, μολονότι δεν παρατάθηκε εγγράφως, εφόσον εξακολούθησε να συνιστά « τη νομική βάση » των συμβατικών σχέσεων μεταξύ των μερών. Η υπόθεση αυτή ισχύει για την περίπτωση κατά την οποία το εφαρμοστέο στη σύμβαση εθνικό δίκαιο θα αναγνώριζε επί παραδείγματι — όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της — το κύρος της προφορικής και μόνο ανακλήσεως της αρχικής ρήτρας περί γραπτής παρατάσεως, τα δε συμβαλλόμενα μέρη παρέτειναν στη συνέχεια προφορικά την αρχική σύμβαση ή την ανανέωσαν σιωπηρά. Όπως δέχεται η Επιτροπή, στην περίπτωση αυτή είναι δυνατόν να αναγνωριστεί άνευ ετέρου η πλήρης ισχύς της ρήτρας περί διεθνούς δικαιοδοσίας που περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση. Αποδέχομαι την υπόθεση αυτή, όπως και η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την απαιτούμενη ευκαμψία της εμπορικής πρακτικής και επειδή η προφορική παράταση, αναφερόμενη στο σύνολο της γραπτής σύμβασης, επεκτείνεται στο σύνολο των ρητρών σχετικά με τις οποίες δεν υπάρχουν αμφιβολίες ως προς τη συμφωνία των μερών. Σε περίπτωση γραπτής παρατάσεως παράγονται τα ίδια έννομα αποτελέσματα, χωρίς να απαιτείται η ρητή και ειδική επιβεβαίωση της ρήτρας περί διεθνούς δικαιοδοσίας. Θεωρώ συνεπώς ότι το στοιχείο αυτό είναι το πρώτο που πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την επίλυση του προδικαστικού ερωτήματος, χωρίς πάντως να συνιστά το μόνο ή εκείνο το οποίο ενδεχομένως ενέχει αποφασιστική σημασία. Πράγματι, πέρα από την καθαρά νομική εκτίμηση της κατάστασης, πρέπει να εξεταστούν με προσοχή και τα ακόλουθα περιστατικά — αποδεδειγμένα ή απλώς πιθανολογούμενα — στην υπό κρίση περίπτωση: μετά από ορισμένη ημερομηνία δεν υπήρξε πλέον γραπτή παράταση της αρχικής σύμβασης' ο χρόνος που διέρρευσε από την πρώτη γραπτή ανανέωση μέχρι τη διακοπή των εμπορικών σχέσεων μεταξύ των μερών ήταν είκοσι έτη' δεν είναι σαφές κατά πόσο τα μέρη αναφέρονταν κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα στην αρχική σύμβαση, αν έγινε ρητή επίκληση των ρητρών της σύμβασης αυτής στις σχέσεις μεταξύ των μερών ή ενώπιον δικαστηρίου ή αν η σύμβαση εξακολούθησε απλώς να συνιστά αόριστο και γενικό σημείο αναφοράς' κατά τους ισχυρισμούς του ενός από τους διαδίκους, υπήρξε μεταξύ τους αμοιβαία συναίνεση ( ρητή ή γραπτή και με ποιες έννομες συνέπειες; ) υπό την έννοια ότι ένα σύστημα σιωπηρής ανανέωσης αντικατέστησε την απαιτούμενη γραπτή παράταση' με την πάροδο των ετών οι συνο-μολογηθέντες εγγράφως όροι της σύμβασης υπέστησαν διάφορες τροποποιήσεις, χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί ο ακριβής τύπος ( έγγραφος ή προφορικός ) ή τρόπος ( ρητός ή σιωπηρός ). Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν περιστάσεις υπό τις οποίες, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ύπαρξη της αρχικής σύμβασης είναι νομικά βέβαιη, μπορεί να αρχίσει να πλανάται μια αβεβαιότητα ως προς τον τρόπο με τον οποίο η σύμβαση αυτή εξακολούθησε να συνιστά « τη νομική βάση » των σχέσεων μεταξύ των μερών. Υπό τις περιστάσεις αυτές και ανεξάρτητα από την αρχική διατύπωση, ο τύπος της συμφωνίας περί διεθνούς δικαιοδοσίας δεν παρέχει επαρκείς εγγυήσεις που να αποδεικνύουν την ύπαρξη συμφωνίας των μερών, έγκυρης κατά το άρθρο 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, στο πλαίσιο των περιστάσεων που αναλύουμε, βρισκόμαστε ενώπιον μιας διπλής επιταγής από άποψη ασφάλειας δικαίου: εκείνης του άρθρου 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών, το οποίο απαιτεί « γραπτή ή προφορική συμφωνία, επιβεβαιούμενη εγγράφως », κατά την αυστηρή ερμηνεία του Δικαστηρίου, και εκείνης της σύμβασης που συνήψαν η αναιρε-σείουσα και η αναιρεσίβλητη στην κύρια δίκη, η οποία επιβάλλει τη γραπτή επιβεβαίωση της ανανέωσης της σύμβασης. Ενόψει μιας τέτοιας καταστάσεως, πώς να μην είναι κανείς ιδιαίτερα απαιτητικός όταν εξετάζει τις τυπικές προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται το κύρος μιας συμφωνίας περί διεθνούς δικαιοδοσίας; Αεύτερη υπόθεοη: η αρχική σύμβαση δεν θεωρείται ως έγκυρη και ισχυρή ( και συνεπώς δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά κανενός από τους συμβαλλομένους ) σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, αλλ' εξακολουθεί να συνιστά το νομικό πλαίσιο των εμπορικών σχέσεων μεταξύ των μερών, υπό την έννοια ότι είναι δυνατόν να υποστηριχθεί επί παραδείγματι ότι, αν αυτό γίνεται δεκτό από το ισχύον εθνικό δίκαιο, τα μέρη την αποδέχονται ως ένα σύνολο γενικών όρων που διέπουν τις τρέχουσες εμπορικές τους σχέσεις, όρων από τους οποίους εξαρτώνται ενδεχομένως όλες οι προφορικές συμβάσεις τις οποίες έχουν συνάψει. Σε τέτοια περίπτωση, αντίκειται προς την αρχή της καλής πιότης η δυνατότητα επικλήσεως εκ μέρους ενός των συμβαλλομένων των προϋποθέσεων του άρθρου 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών για τη μη εφαρμογή της παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας ( ως προς τη σημασία της καλής πίστης στο συγκεκριμένο τομέα, βλέπε την προαναφερθείσα νομολογία ), εφόσον τα μέρη έχουν αναφερθεί πράγματι στην εν λόγω σύμβαση και την έχουν επικαλεστεί δικαστικώς ή εξωδίκως, συμμορφούμενα προς τις ρήτρες που είχαν συνομολογήσει αρχικά εγγράφως, ελευθέρως και με πλήρη συνείδηση, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ισχυρισθούν σοβαρά ότι τις αγνοούν. Με ριζικά διαφορετική μορφή θα εμφανιζόταν η δεύτερη υπόθεση αν, σύμφωνα με την εθνική έννομη τάξη όπως την ερμηνεύει και εφαρμόζει ο δικαστής στην προκειμένη περίπτωση, η σύμβαση δεν επιτρεπόταν να παραγάγει κανένα έννομο αποτέλεσμα μετά τη λήξη της ισχύος της τελευταίας γραπτής παράτασης. Τότε θα βρισκόμασταν μπροστά σε μια τελείως διαφορετική σύμβαση από εκείνη που είχε συναφθεί προηγουμένως, που θα στηριζόταν σε προφορική ή σιωπηρή συμφωνία, η οποία πιθανώς μεν να είχε σημασία κατά το εθνικό δίκαιο, σε καμιά περίπτωση όμως δεν θα ήταν δυνατό να ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις του άρθρου 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών, δεδομένου ότι δεν θα υπήρχε έγγραφος τύπος ( ακόμα και αν υποτεθεί, όσον αφορά την ουσία, ότι οι ρήτρες της μιας και της άλλης σύμβασης είναι ταυτόσημες ). Σε αντίθετη περίπτωση θα υπήρχε κίνδυνος ( όπως άλλωστε υφίσταται και στο πλαίσιο της πρώτης υπόθεσης ) να αναγνωριστεί ως έγκυρη κατά το άρθρο 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών κάποια σιωπηρή και μόνο παραπομπή σε προγενέστερη σύμβαση που είχε συναφθεί εγγράφως ( και έληξε ), πράγμα που έχει αποκλείσει η νομολογία του Δικαστηρίου, σε άλλο έστω πλαίσιο (βλέπε απόφαση στην υπόθεση Salotti, Sig. 1976, σ. 1842). |
|
9. |
Περαίνοντας, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο ερώτημα που του υπέβαλε το βελγικό Ακυρωτικό ως εξής: Η συμφωνία περί διεθνούς δικαιοδοσίας που περιελήφθη έγκυρα σε γραπτή σύμβαση η οποία εξακολούθησε να συνιστά τη νομική βάση των σχέσεων μεταξύ των μερών και μετά τη λήξη της ισχύος της, λήξη που επήλθε λόγω του ότι δεν τηρήθηκε η προϋπόθεση που έθετε μία από τις ρήτρες της, δηλαδή ότι δεν ήταν δυνατό να παραταθεί παρά μόνο εγγράφως, πρέπει να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 17, παράγραφος 1, της Σύμβασης των Βρυξελλών, της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
|
( *1 ) Μετάφραση από τα πορτογαλικά.
( 1 ) Το ίδιο ισχύει και για τη σύμβαση που συνήφθη με την εταιρία Catrabel το 1961 ( άρθρο 14 ).
( 2 ) Βλέπε υπόθεση 24/76, Estasis Salotti κατά RÜWA, Slg. 1976, σ. 1831, υπόθεση 25/76, Scgoura κατά Bonakda rian. Rec. 1976, σ. 1851, υπόθεση 784/79, Porta Leasing κατά Prestige International, Rec. 1980, σ. 1517, υπόθεση 201/82, Gerling κατά Amministrazione del Tesoro dello Stato, Συλλογή 1983, σ. 2503, υπόθεση 71/83, Tilly Russ κατά Nova, Συλλογή 1984, σ. 2417, και απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985 στην υπόθεση 221/84, Berghoefer κατά ASA, Συλλογή 1985, σ. 2699.
( 3 ) Βλέπε υπόθεση 201/82, Gerling κατά Amministrazione del Tesoro dello Stato, Συλλογή 1983, σ. 2515.
( 4 ) Η υπογράμμιση δική μου.