Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62023CJ0582

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 3ης Ιουλίου 2025.
R.S.
Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Άρθρο 6, παράγραφος 1, και άρθρο 7, παράγραφος 1 – Εξουσίες και υποχρεώσεις του εθνικού δικαστηρίου – Διαδικασία πτώχευσης φυσικού προσώπου – Έλλειψη εξουσίας του πτωχευτικού δικαστηρίου να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών σύμβασης από την οποία απορρέει απαίτηση περιλαμβανόμενη στον κατάλογο των απαιτήσεων – Έλλειψη εξουσίας του πτωχευτικού δικαστηρίου να διατάξει προσωρινά μέτρα – Αρχή της αποτελεσματικότητας.
Υπόθεση C-582/23.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2025:518

Υπόθεση C‑582/23 [Wiszkier] ( i )

R.S.

(αίτηση του Sąd Rejonowy dla Łodzi-Śródmieścia w Łodzi για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 3ης Ιουλίου 2025

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Άρθρο 6, παράγραφος 1, και άρθρο 7, παράγραφος 1 – Εξουσίες και υποχρεώσεις του εθνικού δικαστηρίου – Διαδικασία πτώχευσης φυσικού προσώπου – Έλλειψη εξουσίας του πτωχευτικού δικαστηρίου να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών σύμβασης από την οποία απορρέει απαίτηση περιλαμβανόμενη στον κατάλογο των απαιτήσεων – Έλλειψη εξουσίας του πτωχευτικού δικαστηρίου να διατάξει προσωρινά μέτρα – Αρχή της αποτελεσματικότητας»

  1. Προστασία των καταναλωτών – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13 – Διαδικασία πτώχευσης φυσικού προσώπου – Ο κατάλογος των απαιτήσεων που έχει εγκριθεί από τον εισηγητή δικαστή δεσμεύει το πτωχευτικό δικαστήριο – Έλλειψη εξουσίας του εισηγητή δικαστή να εξετάζει τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών σύμβασης από την οποία απορρέει απαίτηση περιλαμβανόμενη στον κατάλογο των απαιτήσεων – Ισχύς δεδικασμένου – Έλλειψη εξουσίας του πτωχευτικού δικαστηρίου να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών σύμβασης από την οποία απορρέει απαίτηση περιλαμβανόμενη στον κατάλογο των απαιτήσεων – Δεν επιτρέπεται

    (Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, άρθρα 6 § 1 και 7 § 1)

    (βλ. σκέψεις 37-40, 42-44, 49-51, 55, 58, διατακτ. 1)

  2. Προστασία των καταναλωτών – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13 – Διαδικασία πτώχευσης φυσικού προσώπου – Έλλειψη εξουσίας του πτωχευτικού δικαστηρίου να διατάξει προσωρινά μέτρα για τη διευθέτηση της κατάστασης του πτωχεύσαντος εν αναμονή της απόφασης με την οποία περατώνεται η εξέταση του καταχρηστικού χαρακτήρα των επίμαχων ρητρών – Ανεπίτρεπτο

    (Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, άρθρα 6 § 1 και 7 § 1)

    (βλ. σκέψεις 60-62, 65-68, 70, 72, διατακτ. 2)

Σύνοψη

Επιληφθέν αιτήσεως προδικαστικής του Sąd Rejonowy dla Łodzi-Śródmieścia w Łodzi (πρωτοδικείου Łódź, κεντρικός τομέας της πόλης Łódź, Πολωνία), η οποία έχει ως αντικείμενο την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 ( 1 ), σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες, το Δικαστήριο αποφαίνεται, υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, επί των διατάξεων του πολωνικού δικαίου που διέπουν την πτώχευση φυσικού προσώπου το οποίο δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα.

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας κατά του R.S., καταναλωτή ο οποίος έχει κηρυχθεί σε πτώχευση, με αντικείμενο τον καθορισμό σχεδίου αποπληρωμής των πιστωτών του, στους οποίους συγκαταλέγεται η τράπεζα G. S.A. (στο εξής: τράπεζα G.). Ο R.S., η σύζυγός του και δύο άλλα φυσικά πρόσωπα είχαν συνάψει με την τράπεζα αυτή σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με ρήτρα ελβετικού φράγκου. Μετά την κήρυξη του R.S. σε πτώχευση, καταρτίστηκε από εκκαθαριστή κατάλογος απαιτήσεων, η πλειονότητα των οποίων ήταν απαιτήσεις της τράπεζας G., και στη συνέχεια ο κατάλογος αυτός εγκρίθηκε από τον εισηγητή δικαστή. Δεν διατυπώθηκαν αντιρρήσεις και ο R.S. αναγνώρισε το σύνολο των απαιτήσεων.

Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση ενυπόθηκου δανείου περιέχει καταχρηστικές ρήτρες δυνάμενες να επιφέρουν την ακυρότητά της και επισημαίνει ότι το ζήτημα αυτό δεν έχει εξεταστεί προηγουμένως. Θεωρεί ότι οι απαιτήσεις της τράπεζας G. είναι χαμηλότερες από τις αναγγελθείσες ή δεν υφίστανται καθόλου.

Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι, στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας διεπόμενης από το πολωνικό δίκαιο, εναπόκειται στο πτωχευτικό δικαστήριο να καταρτίσει, βάσει του καταλόγου των απαιτήσεων που έχει ήδη συντάξει ο σύνδικος και εγκρίνει ο εισηγητής δικαστής, σχέδιο αποπληρωμής των οφειλών του πτωχεύσαντος ή να διαπιστώσει ότι τα στοιχεία του ενεργητικού που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία αρκούν για την εξόφληση όλων των χρεών του και ότι δεν απαιτείται σχέδιο αποπληρωμής. Η σχετική απόφαση του δικαστηρίου αυτού περατώνει την πτωχευτική διαδικασία.

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, ωστόσο, ότι οι εφαρμοστέες διατάξεις του εθνικού δικαίου δεν επιτρέπουν στο πτωχευτικό δικαστήριο, όταν καταρτίζει σχέδιο αποπληρωμής, να εξετάζει το ίδιο εάν οι συμβατικές ρήτρες έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Περαιτέρω, οι διατάξεις που έχουν εφαρμογή στην επίμαχη στην κύρια δίκη πτωχευτική διαδικασία δεν επιτρέπουν ούτε στο πτωχευτικό δικαστήριο ούτε στον εισηγητή δικαστή να προβούν σε οιαδήποτε ενέργεια σε σχέση με το ύψος των παρακρατούμενων ποσών που προορίζονται να ενσωματωθούν στην πτωχευτική περιουσία. Τέλος, λαμβανομένου υπόψη του ύψους των κεφαλαίων που συγκεντρώθηκαν κατά την πτωχευτική διαδικασία και ενσωματώθηκαν στην πτωχευτική περιουσία καθώς και του ποσού των λοιπών χρεών, ενδέχεται να διαπιστωθεί ότι τα κεφάλαια αυτά επαρκούν για την ικανοποίηση των απαιτήσεων πλην της απαίτησης της τράπεζας G. Σύμφωνα, όμως, με την κρίσιμη εργατική νομοθεσία, το ήμισυ του μισθού του πτωχεύσαντος εξακολουθεί να καταβάλλεται στην πτωχευτική περιουσία, μόνο δε μετά το πέρας της πτωχευτικής διαδικασίας επιστρέφεται τυχόν πλεόνασμα στον πτωχεύσαντα.

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πτωχεύσας θα μπορούσε να αποθαρρυνθεί από το να ζητήσει την προστασία που απορρέει από την οδηγία 93/13, διότι, αν δεν ζητήσει την προστασία αυτή, το πτωχευτικό δικαστήριο θα μπορέσει ταχύτερα να καταρτίσει ως προς αυτόν σχέδιο αποπληρωμής λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες του ιδίου και των μελών της οικογένειάς του, πράγμα που θα είχε κατά πάσα πιθανότητα ως συνέπεια την καταβολή ποσών μικρότερων από τα ποσά που παρακρατήθηκαν από τους μισθούς. Προς τούτο, όμως, θα έπρεπε να αποδεχθεί να συμπεριληφθούν οι απαιτήσεις της τράπεζας G. στον κατάλογο των απαιτήσεων.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο δύο προδικαστικά ερωτήματα.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Απαντώντας στο πρώτο υποβληθέν ερώτημα, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι, στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας φυσικών προσώπων, μετά την έγκριση του καταλόγου των απαιτήσεων από δικαστική αρχή, η οποία δεν εξέτασε τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών της οικείας σύμβασης, και μετά την κίνηση της διαδικασίας ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, το πτωχευτικό δικαστήριο δεσμεύεται από τον ως άνω κατάλογο, με αποτέλεσμα να μην έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών σύμβασης δανείου στην οποία στηρίζεται απαίτηση περιλαμβανόμενη στον κατάλογο των απαιτήσεων ούτε να τροποποιήσει τον κατάλογο αυτόν, αλλά οφείλει να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει το ζήτημα του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών αυτών στην κρίση της ως άνω δικαστικής αρχής.

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο υπενθυμίζει, προκαταρκτικώς, ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 είναι διάταξη αναγκαστικού δικαίου και ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει, ως εκ τούτου, να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 και να αίρει την υφιστάμενη ανισότητα μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία.

Όσον αφορά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, η διάταξη αυτή υποχρεώνει τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές. Δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, εναπόκειται σε αυτά να ορίσουν, στην εσωτερική έννομη τάξη τους, τους κανόνες εφαρμογής της προστασίας των καταναλωτών την οποία προβλέπει η οδηγία 93/13, τηρουμένων των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, το ζήτημα αν μια εθνική ρύθμιση καθιστά αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένης υπόψη της όλης διαδικασίας, της εξέλιξής της και των ιδιαιτεροτήτων της, σε συνδυασμό, κατά περίπτωση, με τις αρχές που διέπουν το εθνικό δικαιοδοτικό σύστημα. Εντούτοις, τα ειδικά χαρακτηριστικά των διαδικασιών δεν μπορούν να αποτελούν στοιχείο δυνάμενο να θίξει την έννομη προστασία η οποία πρέπει να παρέχεται στον καταναλωτή δυνάμει των διατάξεων της οδηγίας 93/13. Τούτου λεχθέντος, η τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας δεν μπορεί να βαίνει μέχρι του σημείου πλήρους επανόρθωσης των συνεπειών που απορρέουν από την πλήρη αδράνεια του οικείου καταναλωτή. Επιπλέον, η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης ενέχει απαίτηση περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο κατάλογος των απαιτήσεων που έχει εγκριθεί από τον εισηγητή δικαστή είναι δεσμευτικός για το πτωχευτικό δικαστήριο, το οποίο δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να προβεί το ίδιο σε πραγματικές διαπιστώσεις όσον αφορά την ύπαρξη των απαιτήσεων προκειμένου να καταρτίσει το σχέδιο αποπληρωμής των πιστωτών. Κατά το αιτούν δικαστήριο, το μόνο μέσο που έχει στη διάθεσή του προκειμένου να ελέγξει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών σύμβασης από την οποία απορρέει απαίτηση εγγεγραμμένη στον κατάλογο των απαιτήσεων που κατάρτισε ο σύνδικος πτώχευσης και ενέκρινε ο εισηγητής δικαστής είναι να απευθυνθεί στον εισηγητή δικαστή προκειμένου αυτός να εξετάσει τόσο τις εν λόγω συμβατικές ρήτρες όσο και την ανάγκη αυτεπάγγελτης τροποποίησης του καταλόγου των απαιτήσεων. Προκύπτει επίσης ότι η υποχρέωση του πτωχευτικού δικαστηρίου να απευθυνθεί στον εισηγητή δικαστή καθυστερεί την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας και παρατείνει την επισφαλή οικονομική κατάσταση πτωχεύσαντος, καθόσον η πτωχευτική περιουσία εξακολουθεί να τροφοδοτείται με τις κρατήσεις επί του μισθού του καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Επομένως, η παράταση της διαδικασίας ενδέχεται να αποθαρρύνει τον πτωχεύσαντα από την άσκηση του δικαιώματός του να ζητήσει την προστασία που απορρέει από την οδηγία 93/13.

Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, ως εκ τούτου, είναι εν γένει κρίσιμο για τον πτωχεύσαντα να περατωθεί η πτωχευτική διαδικασία το ταχύτερο δυνατόν. Συγκεκριμένα, κατά την κατάρτιση του σχεδίου αποπληρωμής με το οποίο περατώνεται η διαδικασία αυτή, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη την προσωπική κατάσταση του πτωχεύσαντος, τις δαπάνες του και την ανάγκη να καλυφθούν οι ανάγκες των πιο κοντινών του προσώπων. Το ποσό που ο πτωχεύσας πρέπει να διαθέτει μηνιαίως για την αποπληρωμή των χρεών του μετά το πέρας της διαδικασίας καθορίζεται σε ύψος χαμηλότερο σε σχέση με το ποσό που παρακρατείται από τον μισθό του κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας. Επομένως, ο πτωχεύσας, προκειμένου να αποφύγει την παράταση της πτωχευτικής διαδικασίας, μπορεί να αναγκαστεί να μη ζητήσει την προστασία που απορρέει από την οδηγία 93/13 και να αποδεχθεί σχέδιο αποπληρωμής το οποίο περιλαμβάνει απαίτηση απορρέουσα από σύμβαση που περιέχει καταχρηστικές ενδεχομένως ρήτρες.

Πάντως, η προστασία που η οδηγία 93/13 παρέχει στους καταναλωτές καλύπτει και τις περιπτώσεις στις οποίες ο καταναλωτής ο οποίος συνήψε με επαγγελματία σύμβαση περιλαμβάνουσα καταχρηστική ρήτρα δεν προβάλλει, αφενός, το ότι η σύμβαση αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και, αφετέρου, τον καταχρηστικό χαρακτήρα της επίμαχης ρήτρας, είτε επειδή αγνοεί τα δικαιώματά του είτε επειδή αποθαρρύνεται από τη διεκδίκησή τους λόγω των δικαστικών εξόδων που συνεπάγεται η άσκηση αγωγής ή λόγω της οικονομικής επιβάρυνσης που θα πρέπει να επωμιστεί.

Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το Δικαστήριο κρίνει ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία ενδέχεται να αποθαρρύνει τον πτωχεύσαντα από την άσκηση του δικαιώματός του να ζητήσει την προστασία που απορρέει από την οδηγία 93/13, είναι ικανή να καταστήσει υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή της οδηγίας στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας.

Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, το δικαίωμα αποτελεσματικής προστασίας του καταναλωτή περιλαμβάνει τη δυνατότητα παραίτησης από την άσκηση των δικαιωμάτων του, όπερ συνεπάγεται ότι ο εθνικός δικαστής πρέπει, κατά περίπτωση, να λαμβάνει υπόψη τη βούληση που εξέφρασε ο καταναλωτής όταν, έχοντας επίγνωση του μη δεσμευτικού χαρακτήρα καταχρηστικής ρήτρας, δηλώνει εντούτοις ότι αντιτίθεται στη μη εφαρμογή της, δίνοντας έτσι ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεση για την επίμαχη ρήτρα. Εν προκειμένω, όμως, ο πτωχεύσας δεν φαίνεται να παραιτήθηκε από την επίκληση της προστασίας που παρέχει η οδηγία 93/13. Το γεγονός ότι ο πτωχεύσας, χωρίς να εκπροσωπείται από δικηγόρο κατά το στάδιο αυτό της πτωχευτικής διαδικασίας, αναγνώρισε τις απαιτήσεις που αναγγέλθηκαν ενώπιον του συνδίκου πτώχευσης και δεν άσκησε ανακοπή ενώπιον του εισηγητή δικαστή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη ελεύθερης και εν επιγνώσει παραίτησης από την προστασία αυτή. Εξάλλου, δεδομένου ότι πτωχεύσας υποστήριξε ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση ενυπόθηκου δανείου περιείχε καταχρηστικές ρήτρες, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η στάση του χαρακτηρίζεται από πλήρη αδράνεια.

Όσον αφορά την υποχρέωση αυτεπάγγελτης εξέτασης, το γεγονός ότι ο κατάλογος των απαιτήσεων που εγκρίθηκε από τον εισηγητή δικαστή έχει περιβληθεί με ισχύ δεδικασμένου δεν εμποδίζει κατ’ ανάγκην το πτωχευτικό δικαστήριο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών σύμβασης από την οποία απορρέει απαίτηση περιλαμβανόμενη στον κατάλογο των απαιτήσεων. Πράγματι, η υποχρέωση διενέργειας τέτοιας αυτεπάγγελτης εξέτασης δικαιολογείται από τη φύση και τη σημασία του δημοσίου συμφέροντος στο οποίο ερείδεται η προστασία την οποία παρέχει στους καταναλωτές η οδηγία 93/13, ο δε αποτελεσματικός έλεγχος της ενδεχόμενης καταχρηστικότητας των συμβατικών ρητρών που απαιτείται κατά την οδηγία δεν μπορεί να διασφαλιστεί αν περιβάλλονται με ισχύ δεδικασμένου δικαστικές αποφάσεις οι οποίες έχουν εκδοθεί χωρίς να προκύπτει ότι έχει διενεργηθεί τέτοιος έλεγχος.

Επομένως, στο μέτρο που, εν προκειμένω, εφόσον ο εισηγητής δικαστής δεν επισήμανε ρητώς ότι εξέτασε τον καταχρηστικό χαρακτήρα των επίμαχων συμβατικών ρητρών και δεν διαπιστώθηκε από την εν λόγω εξέταση, η οποία πρέπει να αιτιολογείται τουλάχιστον συνοπτικώς, η ύπαρξη καταχρηστικής ρήτρας, προκύπτει ότι δεν διενεργήθηκε η εξέταση αυτή, πράγμα που εναπόκειται εν τέλει στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, η οδηγία 93/13 επιβάλλει στο πτωχευτικό δικαστήριο να εκτιμήσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών αυτών και να συναγάγει τις αναγκαίες συνέπειες.

Απαντώντας στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία, στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας φυσικών προσώπων, δεν προβλέπει τη δυνατότητα του πτωχευτικού δικαστηρίου να διατάξει προσωρινά μέτρα για τη διευθέτηση της κατάστασης του πτωχεύσαντος έως την έκδοση απόφασης περατώνουσας την εξέταση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών σύμβασης δανείου από την οποία απορρέει απαίτηση περιλαμβανόμενη στον κατάλογο απαιτήσεων που έχει εγκριθεί από άλλη δικαστική αρχή, η οποία δεν έχει εξετάσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών της σύμβασης.

Προκαταρκτικώς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μεριμνούν ώστε οι καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες να μη δεσμεύουν τον καταναλωτή, χωρίς αυτός να χρειάζεται να ασκήσει ένδικο βοήθημα και να επιτύχει την έκδοση απόφασης με την οποία επιβεβαιώνεται ο καταχρηστικός χαρακτήρας των επίμαχων ρητρών. Επομένως, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να μην εφαρμόζουν τις καταχρηστικές ρήτρες, ώστε αυτές να μην παράγουν δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή, εκτός αν ο καταναλωτής έχει αντίρρηση.

Εν προκειμένω, όσον αφορά ειδικότερα το ζήτημα υπό ποιες περιστάσεις μπορεί να αποδειχθεί αναγκαία η εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου λήψη προσωρινών μέτρων για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της εφαρμογής της οδηγίας 93/13, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η αναγκαιότητα τέτοιων μέτρων πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα του σκοπού της οδηγίας 93/13, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του καταναλωτή.

Επομένως, ο εθνικός δικαστής πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει προσωρινά μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που ο καταναλωτής αντλεί από την οδηγία 93/13. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η προστασία την οποία εγγυάται η οδηγία στους καταναλωτές απαιτεί ο εθνικός δικαστής, ο οποίος είναι αρμόδιος να εκτιμήσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας, να έχει τη δυνατότητα να διατάξει κατάλληλο προσωρινό μέτρο, εφόσον τούτο είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της απόφασης που πρόκειται να εκδοθεί όσον αφορά τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών. Ομοίως, όταν υπάρχει ο κίνδυνος ο καταναλωτής να καταβάλλει, ενόσω εξελίσσεται η ένδικη διαδικασία, η οποία μπορεί να διαρκέσει επί μακρόν, υψηλότερες μηνιαίες δόσεις από εκείνες που θα όφειλε εάν δεν εφαρμοζόταν η επίμαχη ρήτρα, η λήψη προσωρινών μέτρων ενδέχεται να είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα της απόφασης που θα εκδοθεί σχετικά με τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών.

Συναφώς, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, πρώτον, δυνάμει της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής ρύθμισης, το πτωχευτικό δικαστήριο δεν έχει τη δυνατότητα να διατάξει προσωρινά μέτρα για την ελάφρυνση της οικονομικής κατάστασης του πτωχεύσαντος ενόσω διαρκεί η εξέταση του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας. Μολονότι, βεβαίως, ο πτωχεύσας δεν εξοφλεί, έως ότου περατωθεί η πτωχευτική διαδικασία, τις απαιτήσεις που περιλαμβάνονται στον κατάλογο των απαιτήσεων που έχει εγκρίνει ο εισηγητής δικαστής, είναι, εντούτοις, υποχρεωμένος να συνεχίσει, ενόσω διαρκεί η εξέταση περί καταχρηστικού χαρακτήρα, να τροφοδοτεί την πτωχευτική περιουσία βάσει καταλόγου απαιτήσεων ο οποίος ενδεχομένως περιλαμβάνει απαίτηση απορρέουσα από καταχρηστική ρήτρα. Δεδομένου, όμως, ότι η επίκληση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας συνεπάγεται την παράταση της πτωχευτικής διαδικασίας, ο πτωχεύσας ενδέχεται να αποθαρρυνθεί από το να ασκήσει το δικαίωμά του να ζητήσει την προστασία που απορρέει από την οδηγία 93/13. Δεύτερον, λαμβανομένου υπόψη του ποσού των κεφαλαίων που καταβλήθηκαν μέχρι σήμερα στην πτωχευτική περιουσία και του ποσού των χρεών του πτωχεύσαντος, τα κεφάλαια αυτά μπορεί να αποδειχθούν επαρκή για την ικανοποίηση των απαιτήσεων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτόν, πλην της απαίτησης της τράπεζας G.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, προσωρινό μέτρο που προβλέπει μείωση των ποσών που παρακρατούνται από τον μισθό του πτωχεύσαντος εν αναμονή της απόφασης με την οποία περατώνεται η εξέταση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας ενδέχεται να είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της προστασίας που παρέχει η οδηγία 93/13 καθώς και της εντεύθεν αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Για να διαπιστωθεί κατά πόσον είναι αναγκαίο ένα τέτοιο προσωρινό μέτρο, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη όλες τις κρίσιμες περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη επαρκών ενδείξεων περί καταχρηστικότητας των επίμαχων συμβατικών ρητρών, το συγκεκριμένο ενδεχόμενο η πτωχευτική περιουσία να επαρκεί για την ικανοποίηση των πιστωτών, πλην, ενδεχομένως, της επίδικης απαίτησης, καθώς και η οικονομική κατάσταση του πτωχεύσαντος και ο κίνδυνος να διαρκέσει επί μακρόν η διαδικασία, με συνέπεια να επιδεινωθεί αδικαιολόγητα η οικονομική του κατάσταση εν αναμονή της περάτωσης της πτωχευτικής διαδικασίας.


( i ) Η ονομασία που έχει δοθεί στην παρούσα υπόθεση είναι πλασματική. Δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό όνομα κανενός διαδίκου.

( 1 ) Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).

Top