Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52006PC0195

Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 89/665/ΕΟΚ και 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης δημόσιων συμβάσεων {SEC(2006) 557}

/* COM/2006/0195 τελικό */

52006PC0195

Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 89/665/ΕΟΚ και 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης δημόσιων συμβάσεων {SEC(2006) 557} /* COM/2006/0195 τελικό */


[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 4.5.2006

COM(2006) 195 τελικό

2006/0066 (COD)

Πρόταση

ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την τροποποίηση των οδηγιών 89/665/ΕΟΚ και 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης δημόσιων συμβάσεων

(υποβάλλεται από την Επιτροπή){SEC(2006) 557}

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Πλαίσιο της πρότασης |

110 | Λόγοι υποβολής και στόχοι της πρότασης Οι οδηγίες 89/665/ΕΟΚ και 92/13/ΕΟΚ συντονίζουν τις εθνικές διατάξεις που αφορούν τις διαδικασίες προσφυγής οι οποίες ακολουθούνται σε περίπτωση παραβίασης των οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις. Ωστόσο, επειδή δεν υπάρχουν συντονισμένοι κανόνες όσον αφορά τις προθεσμίες που εφαρμόζονται για τις προσφυγές που ασκούνται πριν από τη σύναψη της σύμβασης, στα περισσότερα κράτη μέλη έχουν διατηρηθεί εθνικοί μηχανισμοί που δεν επιτρέπουν να εμποδίζεται σε εύθετο χρόνο η υπογραφή των συμβάσεων των οποίων αμφισβητείται η ανάθεση. Όμως, η υπογραφή της σχετικής σύμβασης έχει σχεδόν πάντα ως αποτέλεσμα το να καθίστανται αμετάκλητα τα αποτελέσματα της αμφισβητούμενης απόφασης για ανάθεση. Η κατάσταση αυτή είναι ακόμη πιο ανησυχητική όταν το ζήτημα είναι να αποτραπούν οι συμβάσεις που συνάπτονται παράνομα με απευθείας ανάθεση· δηλαδή συμβάσεις που συνάπτονται παράνομα χωρίς προηγούμενη διαδικασία δημοσιοποίησης και διαγωνισμού. Στόχος της πρότασης οδηγίας για τροποποίηση των οδηγιών 89/665/ΕΟΚ και 92/13/ΕΟΚ (των οδηγιών προσφυγής) είναι να ενθαρρυνθούν περισσότερο οι κοινοτικές επιχειρήσεις να υποβάλλουν προσφορές σε οποιοδήποτε κράτος μέλος της Ένωσης, παρέχοντάς τους τη διαβεβαίωση ότι θα δύνανται, εφόσον παραστεί ανάγκη, να ασκούν αποτελεσματικές προσφυγές στην περίπτωση που θίγονται τα συμφέροντά τους στο πλαίσιο διαδικασιών ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων. Η αυξανόμενη αποτελεσματικότητα προσφυγών που ασκούνται πριν από τη σύναψη της σύμβασης θα παροτρύνει τις αναθέτουσες αρχές να εφαρμόζουν καλύτερες διαδικασίες δημοσιοποίησης και διαγωνισμού, προς όφελος όλων των ενδιαφερομένων. |

120 | Γενικό πλαίσιο Οι οδηγίες για τις προσφυγές κάνουν διάκριση ανάμεσα στις προσφυγές που ασκούνται πριν από τη σύναψη της σύμβασης, οι οποίες αποσκοπούν κυρίως στη διόρθωση, σε εύθετο χρόνο, των παραβιάσεων του κοινοτικού δικαίου όσον αφορά τις δημόσιες συμβάσεις, ενώ οι προσφυγές που ασκούνται μετά τη σύναψη της σύμβασης περιορίζονται γενικά στην καταβολή αποζημιώσεων και τόκων. Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένες προθεσμίες και συγκεκριμένες πρόνοιες που να επιτρέπουν την αναστολή, σε εύθετο χρόνο, της υπογραφής μιας σύμβασης της οποίας αμφισβητείται η ανάθεση, η αποτελεσματικότητα των προσφυγών που ασκούνται πριν από τη σύναψη της σύμβασης διαφέρει σημαντικά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Εξάλλου, σε περίπτωση παράνομης σύναψης μιας σύμβασης με απευθείας ανάθεση, οι θιγόμενες επιχειρήσεις διαθέτουν στην πράξη μόνο τη δυνατότητα να ασκούν προσφυγές για αποζημιώσεις και τόκους, οι οποίες όμως δεν επιτρέπουν την διεξαγωγή νέας διαδικασίας διαγωνισμού όσον αφορά τη σύμβαση που έχει συναφθεί παράνομα. Εξάλλου, αυτές οι προσφυγές για αποζημιώσεις και τόκους έχουν ελάχιστο αποτρεπτικό αποτέλεσμα για τις αναθέτουσες αρχές, κυρίως επειδή οι επιχειρήσεις που θεωρούν ότι θίγονται πρέπει να αποδείξουν ότι είχαν σοβαρές πιθανότητες να αναλάβουν τη σύμβαση. Έτσι, αν και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει χαρακτηρίσει την παράνομη σύναψη συμβάσεων με απευθείας ανάθεση ως «την πιο σημαντική παραβίαση του κοινοτικού δικαίου στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων» (Stadt Halle, υπόθεση C-26/03, παράγραφος 37), οι ισχύουσες οδηγίες για τις προσφυγές δεν επιτρέπουν την αποτελεσματική πρόληψη ή τη διόρθωση των συνεπειών αυτών των παράνομων ενεργειών. Αν δεν υπάρξουν νομοθετικές ρυθμίσεις σε κοινοτικό επίπεδο, θα διατηρηθούν ή ακόμη και θα επιδεινωθούν οι πολύ ανόμοιες καταστάσεις, οι οποίες επικρατούν μεταξύ των κρατών μελών, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των προσφυγών που μπορούν να ασκούν οι επιχειρήσεις. Θα συνεχίσουν να υφίστανται καταστάσεις ανασφάλειας δικαίου και σοβαρές ή επαναλαμβανόμενες παραβιάσεις των οδηγιών των σχετικών με τις δημόσιες συμβάσεις. |

130 | Υφιστάμενες διατάξεις στον τομέα που αφορά η πρόταση Η παρούσα πρόταση οδηγίας τροποποιεί τις δύο οδηγίες σχετικά με τις προσφυγές στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων: i) την οδηγία 89/665/ΕΟΚ η οποία εφαρμόζεται κυρίως στις συμβάσεις έργων, παροχής υπηρεσιών και προμηθειών που συνάπτονται από τις αναθέτουσες αρχές, οι οποίες πλέον καλύπτονται από την οδηγία 2004/18/EK·ii) την οδηγία 92/13/EOK που εφαρμόζεται στις συμβάσεις των αναθετόντων φορέων που δραστηριοποιούνται στους τομείς των υδάτων, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομείων, που τώρα πλέον καλύπτονται από την οδηγία 2004/17/ΕΚ (προσφυγές στους λεγόμενους «ειδικούς» τομείς). Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις εισαγάγουν συντονισμένους κανόνες που αποσκοπούν στην αποσαφήνιση και στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των διατάξεων που ισχύουν όσον αφορά τις προσφυγές που ασκούνται πριν από τη σύναψη της σύμβασης στο πλαίσιο επίσημων διαδικασιών ανάθεσης σύμβασης ή συμβάσεων που συνάπτονται με απευθείας ανάθεση. Οι άλλες προτεινόμενες τροποποιήσεις αποσκοπούν, αφενός, στον επαναπροσανατολισμό των διορθωτικών μέτρων που μπορεί να εφαρμόσει η Επιτροπή σε περιπτώσεις σοβαρών παραβάσεων και, αφετέρου, στην κατάργηση δύο μηχανισμών (βεβαίωση των αναθετουσών αρχών και συμβιβασμός) που εφαρμόζονται αποκλειστικά στους ειδικούς τομείς και που δεν έχουν προσελκύσει το ενδιαφέρον των αναθετουσών αρχών ή των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων. |

140 | Συνεκτικότητα με τις άλλες πολιτικές και τους στόχους της Ένωσης Ο στόχος της τροποποίησης των οδηγιών για τις προσφυγές είναι, συγκεκριμένα, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των προσφυγών των οικονομικών φορέων στο πλαίσιο των διαδικασιών ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων που πρέπει όχι μόνο να είναι σύμφωνες με τις συγκεκριμένες διατάξεις των οδηγιών 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ, αλλά και με τις αρχές της Συνθήκης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όπως οι αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, της ελευθερίας εγκατάστασης και οι εξ αυτών προκύπτουσες αρχές, όπως οι αρχές της ίσης μεταχείρισης, της αμοιβαίας αναγνώρισης, της αναλογικότητας και της διαφάνειας. Εξ άλλου, ο στόχος αυτός συμβαδίζει πλήρως με το στόχο του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που διακηρύσσει το δικαίωμα, για κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, να έχει δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου. Τέλος, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των εθνικών προσφυγών, ιδίως αυτών που αφορούν τις παράνομες συνάψεις δημόσιων συμβάσεων με απευθείας ανάθεση, εγγράφεται επίσης στο πλαίσιο της κοινοτικής πολιτικής της Ένωσης για την καταπολέμηση της διαφθοράς (βλ. ανακοίνωση της Επιτροπής της 28.5.2003, COM(2003) 317 τελικό). |

Διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη και εκτίμηση των επιπτώσεων |

Διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη |

211 | Μέθοδοι διαβούλευσης, κύριοι τομείς-στόχοι και γενικά χαρακτηριστικά των συνομιλητών Ζητήθηκε η γνώμη των κρατών μελών στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής για τις δημόσιες συμβάσεις. Διοργανώθηκε δημόσια διαβούλευση, ανοικτή στους οικονομικούς φορείς και στους εκπροσώπους τους (επαγγελματικές ενώσεις και δικηγόρους) μέσω ηλεκτρονικών ερωτηματολογίων (Interactive Policy Making) με αποτέλεσμα 138 συνεισφορές. Επίσης, 5 ευρωπαϊκές και εθνικές επαγγελματικές ενώσεις υπέβαλαν με δική τους πρωτοβουλία γραπτές συνεισφορές. Πραγματοποιήθηκε άλλη μια διαβούλευση με τους οικονομικούς φορείς μέσω ενός ερωτηματολογίου που απευθυνόταν συγκεκριμένα σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα ευρωπαϊκών επιχειρήσεων (European Business Test Panel) που είχε ως αποτέλεσμα 543 συνεισφορές. Ζητήθηκε η γνώμη μη κρατικών εμπειρογνωμόνων που περιλάμβαναν επίσης εκπροσώπους των οικονομικών φορέων, στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής για την πρόσβαση στις δημόσιες συμβάσεις. Ζητήθηκε η γνώμη των αναθετουσών αρχών μέσω ενός ηλεκτρονικού ερωτηματολογίου που είχε ως αποτέλεσμα 16 συνεισφορές. |

212 | Σύνοψη των απαντήσεων και τρόπος με τον οποίον ελήφθησαν υπόψη Από τις διαβουλεύσεις με τους οικονομικούς φορείς και τους εκπροσώπους τους φαίνεται ότι η λειτουργία των εθνικών διαδικασιών προσφυγής στο πλαίσιο των ισχυουσών οδηγιών δεν επιτρέπει πάντα την αποτελεσματική διόρθωση της μη τήρησης των κοινοτικών κανόνων που αφορούν τις δημόσιες συμβάσεις. Υπάρχει οιονεί συναίνεση μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών σχετικά με την αναγκαιότητα βελτίωσης της αποτελεσματικότητας των προσφυγών που ασκούνται πριν από τη σύναψη της σύμβασης, προβλέποντας μια ανασταλτική περίοδο τύπου «standstill» μεταξύ της κοινοποίησης της απόφασης ανάθεσης και της υπογραφής μιας δημόσιας σύμβασης, καθώς και συμπληρωματικών κανόνων που θα αποβλέπουν στην εξασφάλιση της αποτελεσματικότητάς της. Υπάρχει επίσης οιονεί συναίνεση σχετικά με τη βαρύτητα των παράνομων πρακτικών απευθείας ανάθεσης συμβάσεων εκ μέρους ορισμένων αναθετουσών αρχών, αλλά υπάρχει διάσταση απόψεων ανάμεσα στα κράτη μέλη και τους οικονομικούς φορείς όσον αφορά τις ενδεδειγμένες λύσεις. Μόνο μια μειονότητα κρατών μελών και οικονομικών φορέων υποστηρίζει προτάσεις που αποσκοπούν στην επιβολή οικονομικών κυρώσεων ή προκαταρκτικών διοικητικών ελέγχων στις αναθέτουσες αρχές ή ένα μηχανισμό κοινοποίησης εκ μέρους ανεξάρτητων αρχών που θα λαμβάνουν τις καταγγελίες των θιγομένων επιχειρήσεων. Η υποχρέωση τήρησης μιας ανασταλτικής περιόδου που θα συνοδεύεται από την υποχρέωση διαφάνειας πριν από την υπογραφή μιας σύμβασης με απευθείας ανάθεση αποτελεί μια πρόταση γενικότερα πιο αποδεκτή για τα ενδιαφερόμενα μέρη. |

213 | Από τις 19 Μαρτίου του 2004 έως τις 7 Μαΐου του 2004 διενεργήθηκε ανοικτή διαβούλευση μέσω του διαδικτύου. Η Επιτροπή έλαβε 543 απαντήσεις. Τα αποτελέσματα διατίθενται στη διεύθυνση: http://europa.eu.int/comm/internal_market/publicprocurement/remedies |

Απόκτηση και χρήση εμπειρογνωμοσύνης |

229 | Δεν υπήρξε ανάγκη εξωτερικής εμπειρογνωμοσύνης. |

230 | Ανάλυση των επιπτώσεων Εξετάστηκαν τρεις κύριες εναλλακτικές επιλογές στο πλαίσιο της αναθεώρησης των οδηγιών για τις προσφυγές: (1) Διατήρηση των οδηγιών στη σημερινή τους κατάσταση: η επιλογή αυτή περιλαμβάνει την παρότρυνση της Επιτροπής να κινεί διαδικασίες επί παραβάσει ώστε να αντιμετωπίζει όλα τα προβλήματα ασυμβατότητας με τις οδηγίες για τις προσφυγές των εθνικών νομοθεσιών ή πρακτικών στον τομέα αυτό. Οι διαφορές που έχουν ήδη διαπιστωθεί όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη εξάγουν λειτουργικά συμπεράσματα από τις αρχές που προέρχονται από τη νομολογία του Δικαστηρίου θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν και τα προβλήματα του αγώνα δρόμου για την υπογραφή της σύμβασης θα επιλυθούν κατά ένα μέρος μόνο και με πολύ διαφορετικούς ρυθμούς από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, στερώντας έτσι από τους οικονομικούς φορείς τις εγγυήσεις σχετικά με την αποτελεσματικότητα προσφυγών που ασκούνται πριν από την υπογραφή της σύμβασης όπως εφαρμόζονται στα κράτη μέλη («no level playing field»). Όσον αφορά τις παράνομες υπογραφές συμβάσεων με απευθείας ανάθεση, η πλειονότητα των κρατών μελών δεν εξετάζει προς το παρόν το ενδεχόμενο να εφαρμόσει ειδικούς μηχανισμούς προσφυγής. Στην πράξη, οι δυνητικοί ανάδοχοι θα συνεχίσουν να έχουν στη διάθεσή τους μόνο προσφυγές για αποζημιώσεις και τόκους. Όμως, οι εγγενείς δυσκολίες αυτού του είδους προσφυγών, όπως το βάρος της απόδειξης, η διάρκεια και το κόστος των διαδικασιών, δεν ενθαρρύνουν τους ενδιαφερόμενους να τις χρησιμοποιούν, δεδομένου ότι σπάνια παράγουν θετικά αποτελέσματα. Εφόσον δεν θα υπάρχει συντονισμένη προσέγγιση που θα επιτρέπει την άσκηση αποτελεσματικών προσφυγών κατά αυτής της παράνομης πρακτικής, δεν θα βελτιωθεί η διαφάνεια και ο ανταγωνισμός στο πλαίσιο των δημόσιων συμβάσεων, πράγμα που θα στερήσει από τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις (περιλαμβανομένων και των πιο ανταγωνιστικών από αυτές) την ευκαιρία να υποβάλλουν προσφορές για τις δημόσιες συμβάσεις που εξακολουθούν να ανατίθενται παράνομα με απευθείας ανάθεση. (2) Καθιέρωση μιας ανασταλτικής περιόδου τύπου «standstill» μέσω τροποποίησης των οδηγιών ή μέσω μιας ανακοίνωσης που θα τονίζει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών ως προς το ζήτημα αυτό: Αν και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έχει διευκρινίσει την απαίτηση να προβλέπεται εύλογη ανασταλτική περίοδος, έτσι ώστε οι υποψήφιοι που θεωρούν ότι θίγονται τα συμφέροντα τους να έχουν τη δυνατότητα να ασκούν αποτελεσματική προσφυγή στο στάδιο στο οποίο μπορούν ακόμη να διορθωθούν οι παραβιάσεις, εξακολουθούν να υπάρχουν αποκλίνουσες προσεγγίσεις μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την εμβέλεια και το ακριβές περιεχόμενο της υποχρέωσης αυτής. Η εξαγωγή λειτουργικών συμπερασμάτων από την εν λόγω υποχρέωση σε μια οδηγία επιτρέπει να αντιμετωπίζεται ταυτόχρονα το πρόβλημα του αγώνα δρόμου για την υπογραφή της σύμβασης στις επίσημες διαδικασίες ανάθεσης και το πρόβλημα με τις παράνομες απευθείας αναθέσεις, βελτιώνοντας την ασφάλεια δικαίου των καταστάσεων που καλύπτονται και προβλέποντας εγγυήσεις για την αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού. (3) Χορήγηση νέων εξουσιών σε ανεξάρτητες αρχές μέσω τροποποίησης των οδηγιών ή μέσω μιας ανακοίνωσης που θα ενθαρρύνει τη σύσταση των εν λόγω αρχών: τα κράτη μέλη θα ορίζουν ανεξάρτητες αρχές που θα έχουν την εξουσία να κοινοποιούν στις αναθέτουσες αρχές τις πιο σοβαρές παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου για τις δημόσιες συμβάσεις (ιδιαίτερα τις παράνομες απευθείας αναθέσεις), έτσι ώστε να τις παροτρύνει να διορθώνουν αφ' εαυτών τη διαπιστωθείσα παράβαση. Αυτός ο μηχανισμός κοινοποίησης παρουσιάζει πλεονεκτήματα για τους υποψηφίους από την άποψη κόστους και ανωνυμίας. Αντίθετα, η αβεβαιότητα σχετικά με τις διοικητικές δαπάνες που θα απαιτούνται για τη λειτουργία αυτών των ανεξάρτητων αρχών και η αρνητική θέση που εξέφρασε η πλειονότητα των αντιπροσωπειών των κρατών μελών στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής για τις δημόσιες συμβάσεις οδήγησαν την Επιτροπή στην απόρριψη της λύσης αυτής και στη θέσπιση ανασταλτικής περιόδου. |

231 | Η Επιτροπή προέβη σε ανάλυση των επιπτώσεων, εγγεγραμμένη στο νομοθετικό πρόγραμμα και στο πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής. Η σχετική έκθεση διατίθεται στη διεύθυνση http://europa.eu.int/comm/internal_market/publicprocurement/remedies |

Νομικά στοιχεια της προτασησ |

305 | Σύνοψη των προτεινόμενων μέτρων Όταν μια αναθέτουσα αρχή περατώνει μια επίσημη διαδικασία ανάθεσης σύμβασης σύμφωνα με τις οδηγίες τις σχετικές με τις δημόσιες συμβάσεις, πρέπει καταρχήν να αναστέλλει τη σύναψη της σύμβασης μέχρι τη λήξη μιας ελάχιστης προθεσμίας δέκα ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της αιτιολογημένης απόφασης για ανάθεση στους οικονομικούς φορείς που συμμετείχαν στη διαδικασία υποβολής προσφορών. Όταν μια αναθέτουσα αρχή θεωρεί ότι έχει το δικαίωμα να αναθέσει απευθείας μια σύμβαση της οποίας το ύψος είναι ανώτερο από τα κατώτατα όρια που ορίζονται από τις οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις, θα πρέπει (εκτός από περιπτώσεις κατεπείγουσας ανάγκης) να αναστείλει τη σύναψη της σύμβασης για μια ελάχιστη περίοδο δέκα ημερολογιακών ημερών, αφού πρώτα προβεί στην κατάλληλη κοινοποίηση με μια απλουστευμένη προκήρυξη ανάθεσης. Εάν συναφθεί παράνομα μια σύμβαση με την αναθέτουσα αρχή κατά τη διάρκεια της ανασταλτικής περιόδου, η υπογραφή της σύμβασης θα θεωρείται άκυρη. Οι συνέπειες της παρανομίας αυτής για τα αποτελέσματα της σύμβασης καθορίζονται από την αρμόδια αρχή που επεξεργάζεται την προσφυγή, στην οποία ωστόσο πρέπει να προσφύγει ένας οικονομικός φορέας πριν από τη λήξη εξάμηνης προθεσμίες παραγραφής έξι μηνών από την πραγματική ημερομηνία σύναψης της σύμβασης. Ο διορθωτικός μηχανισμός συγκεντρώνεται στις περιπτώσεις σοβαρών παραβιάσεων και καταργούνται οι μη χρησιμοποιούμενοι μηχανισμοί βεβαίωσης και συμβιβασμού. |

310 | Νομική βάση Άρθρο 95 της συνθήκης ΕΚ. |

320 | Αρχή της επικουρικότητας Η αρχή της επικουρικότητας εφαρμόζεται στο βαθμό που η πρόταση δεν αφορά τομέα που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας. |

Οι στόχοι της πρότασης δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν σε ικανοποιητικό βαθμό από τη δράση των κρατών μελών για τους ακόλουθους λόγους. |

321 | Παρά τις εξελίξεις της νομολογίας που σημειώθηκαν από το 1999 και τις μεταγενέστερες ενέργειες ορισμένων κρατών μελών, κυρίως μετά από διαδικασίες επί παραβάσει που κίνησε η Επιτροπή, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των προσφυγών στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων. Εξάλλου, η απουσία της εξασφάλισης αποτελεσματικών θεραπειών αποθαρρύνει τις κοινοτικές επιχειρήσεις από το να υποβάλλουν προσφορές έξω από τη χώρα προέλευσής τους. Από την εμπειρία των τελευταίων ετών φαίνεται ότι αυτή η ανασφάλεια δικαίου δεν θα αρθεί με μεμονωμένες και ανόμοιες πράξεις ορισμένων κρατών μελών. |

Οι στόχοι της πρότασης μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα με κοινοτική δράση για τους ακόλουθους λόγους. |

324 | Οι αδυναμίες που διαπιστώθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαβούλευσης εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής των δύο οδηγιών που εκδόθηκαν το 1989 και το 1992. Οι βελτιώσεις και οι αποσαφηνίσεις των ισχυουσών διατάξεων των εν λόγω οδηγιών μπορούν να παράγουν πλήρη αποτελέσματα μόνο με μια τροποποιητική οδηγία. Η Ένωση μπορεί καλύτερα να επιτύχει το στόχο της βελτίωσης της αποτελεσματικότητας των προσφυγών στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων που καλύπτονται από τις οδηγίες 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ. Στην πραγματικότητα, οι προκαταρκτικές διαβουλεύσεις έδειξαν ότι ο βαθμός κινητοποίησης εξακολουθεί να είναι πολύ διαφορετικός από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, όσον αφορά την ανάγκη ενίσχυσης των διατάξεων που επιτρέπουν να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή των οδηγιών των σχετικών με τις δημόσιες συμβάσεις. Αν δεν υπάρξει κοινοτική πρωτοβουλία στον τομέα αυτόν, οι διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την ορθή εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας για τις δημόσιες συμβάσεις θα διατηρηθούν. |

325 | Όσον αφορά το πρόβλημα της παράνομης σύναψης συμβάσεων με απευθείας ανάθεση, τα περισσότερα κράτη μέλη δεν έχουν ακόμη εφαρμόσει μια αποτελεσματική λύση για την καταπολέμηση αυτής της παράνομης τακτικής, αν και τα περισσότερα αναγνωρίζουν την πραγματικότητα και τη σοβαρότητα του προβλήματος. Όσον αφορά το πρόβλημα του αγώνα δρόμου για την υπογραφή της σύμβασης στις επίσημες διαδικασίες ανάθεσης, οι εκπρόσωποι των κρατών μελών συμφωνούν σχετικά με την ανάγκη να συμπεριληφθεί, σε μια τροποποιητική οδηγία, ανασταλτική περίοδος με σαφώς καθορισμένο πεδίο και όρους εφαρμογής. Επιπλέον, είναι απαραίτητη η νομοθετική δράση στο επίπεδο της Ένωσης προκειμένου να καθιερωθεί ένας σαφής μηχανισμός αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων για τις πιο σοβαρές παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου για τις δημόσιες συμβάσεις. |

327 | Τα κράτη μέλη θα εξακολουθήσουν να έχουν την εξουσία να ορίζουν τις αρμόδιες αρχές για τις διαδικασίες προσφυγής και θα διατηρήσουν τους εθνικούς διαδικαστικούς κανονισμούς που εφαρμόζονται στις προσφυγές αυτές (σεβασμός της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών). Η πρόταση οδηγίας επικεντρώνεται στα δύο σημαντικότερα προβλήματα που είναι κοινά για το σύνολο των κρατών μελών. |

Κατά συνέπεια, η πρόταση συμβαδίζει με την αρχή της επικουρικότητας. |

Αρχή της αναλογικότητας Η πρόταση είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας για τους ακόλουθους λόγους. |

331 | Η πρόταση οδηγίας περιορίζεται στην εισαγωγή ορισμένων βελτιώσεων ή αποσαφηνίσεων των υφισταμένων διατάξεων που αφορούν τις προσφυγές που ασκούνται πριν από τη σύναψη της σύμβασης και μόνο για τις συμβάσεις των οποίων το ύψος υπερβαίνει τα κατώτατα όρια που ορίζονται από τις οδηγίες 2004/18/ΕΚ και 2004/17/ΕΚ, χωρίς να απαιτεί τροποποίηση των υφισταμένων διοικητικών ή δικαστικών συστημάτων. Εξάλλου, ο αναλογικός χαρακτήρας της πρωτοβουλίας της Επιτροπής φαίνεται από το γεγονός ότι προβλέπεται η μεταγενέστερη σύνταξη ερμηνευτικών εγγράφων για να ρυθμιστούν τα λοιπά προβλήματα κακής λειτουργίας των εθνικών διαδικασιών προσφυγής που οφείλονται σε εσφαλμένη ερμηνεία των υφισταμένων διατάξεων από ορισμένα κράτη μέλη. |

Η επιβάρυνση των | Η επιβάρυνση των δημόσιων αρχών περιορίζεται κυρίως στα οριακά κόστη που συνδέονται με την υποχρέωση αναβολής της υπογραφής της σύμβασης διάρκειας κατά κανόνα δέκα ημερολογιακών ημερών , και στην αρχική αύξηση του αριθμού των προσφυγών κατά λίγες εκατοστιαίες μονάδες σε σχέση με τον αριθμό των δημόσιων συμβάσεων που δημοσιεύονται σε κοινοτικό επίπεδο. Για την κοινωνία συνολικά το κύριο όφελος της καλύτερης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου για τις δημόσιες συμβάσεις λόγω του αποτρεπτικού αποτελέσματος των αποτελεσματικών προσφυγών θα ήταν συγκεκριμένα η μείωση των δημόσιων δαπανών και η βελτίωση της ποιότητας των δημόσιων υπηρεσιών, και αυτό το συνολικό όφελος θα υπερβαίνει κατά πολύ τα προαναφερθέντα πρόσθετα κόστη. Εφόσον δεν θα υπάρχει ανάγκη να δημιουργηθούν νέες διοικητικές δομές, ελαχιστοποιείται επίσης ο οικονομικός και διοικητικός φόρτος για τις δημόσιες αρχές. |

Επιλογή μέσων |

341 | Προτεινόμενο νομοθετικό μέσο: οδηγία. |

342 | Η χρήση άλλων μέσων δεν θα ήταν κατάλληλη για τους ακόλουθους λόγους. Η εναλλακτική λύση για μια οδηγία που ορίζει το πεδίο και τους όρους εφαρμογής μιας ανασταλτικής περιόδου τύπου «standstill», θα ήταν η έκδοση ενός εγγράφου που θα ερμήνευε τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Ωστόσο, αυτή η εναλλακτική λύση απορρίφθηκε γιατί δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί την εφαρμογή, σε όλα τα κράτη μέλη, μιας ανασταλτικής περιόδου που θα ήταν σαφώς καθορισμένη και ικανοποιητική όσον αφορά τις διάφορες καταστάσεις που καλύπτονται από τις οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις. Γενικά, οι διαφορές ερμηνείας με τα κράτη μέλη αλλά και μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά το πεδίο της νομολογίας στην οποία βασίζεται η απαίτηση τήρησης μιας ανασταλτικής περιόδου, καθώς και σχετικά με τις μεθόδους εφαρμογής αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης αυτής της διάταξης που είναι βασική για την αποτελεσματικότητα των προσφυγών που υποβάλλονται πριν από τη σύναψη της σύμβασης δεν θα μπορούσαν να εξαλειφθούν με την έκδοση ενός ερμηνευτικού εγγράφου από την Επιτροπή. |

Δημοσιονομικές επιπτώσεις |

409 | Η πρόταση αυτή δεν έχει καμία δημοσιονομική επίπτωση στον κοινοτικό προϋπολογισμό. |

Συμπληρωματικές πληροφορίες |

510 | Απλούστευση |

511 | Η πρόταση εισάγει μια απλούστευση του νομικού πλαισίου. |

512 | Η προτεινόμενη απλούστευση συνίσταται στην κατάργηση των μηχανισμών βεβαίωσης και συμβιβασμού που είναι εφαρμοστέοι στους ειδικούς τομείς (οδηγία 92/13/ΕΟΚ) και οι οποίοι δεν έχουν χρησιμοποιηθεί. |

Επανεξέταση / αναθεώρηση / ρήτρα αυτόματης κατάργησης |

531 | Η πρόταση περιλαμβάνει ρήτρα επανεξέτασης. |

550 | Πίνακας αντιστοιχίας Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή το κείμενο των εθνικών διατάξεων για τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας των εν λόγω διατάξεων και της παρούσας οδηγίας. |

560 | Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος Αυτή η πρόταση αφορά θέμα που καλύπτεται από τη συμφωνία ΕΟΧ και πρέπει, συνεπώς, να επεκταθεί και στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο. |

2006/0066 (COD)

Πρόταση

ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την τροποποίηση των οδηγιών 89/665/ΕΟΚ και 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης δημόσιων συμβάσεων

(κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95,

την πρόταση της Επιτροπής[1],

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[2],

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών[3],

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης[4],

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1. Η οδηγία 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημόσιων έργων[5], καθώς και η οδηγία 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων στις διαδικασίες σύναψης των συμβάσεων φορέων οι οποίοι λειτουργούν στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών[6] αφορούν τις διαδικασίες προσφυγής σχετικά με συμβάσεις που συνάπτονται από τις αναθέτουσες αρχές και τους αναθέτοντες φορείς, αντίστοιχα. Οι οδηγίες αυτές αποσκοπούν στο να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική εφαρμογή των οδηγιών 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων προμηθειών και υπηρεσιών[7] και 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 31ης Μαρτίου 2004 για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών[8].

2. Οι διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη καθώς και η νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων απεκάλυψαν ορισμένες αδυναμίες στους μηχανισμούς προσφυγής που υπάρχουν στα κράτη μέλη. Λόγω των αδυναμιών αυτών, οι μηχανισμοί που προβλέπονται από τις οδηγίες 89/665/ΕΟΚ και 92/13/ΕΟΚ δεν επιτρέπουν πάντοτε να εξασφαλίζεται συμμόρφωση με τις κοινοτικές διατάξεις , ιδίως σε στάδιο στο οποίο μπορούν ακόμη να διορθωθούν οι παραβιάσεις. Έτσι, οι οικονομικοί φορείς δεν διαθέτουν ακόμη εγγυήσεις διαφάνειας και αποφυγής των διακρίσεων όπως αυτές που επιδιώκονται με τις εν λόγω οδηγίες. Υπό τις συνθήκες αυτές, η κοινότητα ως σύνολο δεν μπορεί να επωφεληθεί πλήρως από τα θετικά αποτελέσματα του εκσυγχρονισμού και της απλούστευσης των οδηγιών των σχετικών με τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων, που έχουν επιτευχθεί με τις οδηγίες 2004/18/ΕΚ και 2004/17/ΕΚ. Ενδείκνυται λοιπόν να τροποποιηθούν οι οδηγίες 89/665/ΕΟΚ και 92/13/ΕΟΚ με την προσθήκη των απαραίτητων αποσαφηνίσεων που θα επιτρέψουν την επίτευξη των αποτελεσμάτων που επιδίωκε ο κοινοτικός νομοθέτης.

3. Στις αδυναμίες που εντοπίστηκαν περιλαμβάνεται συγκεκριμένα η απουσία μιας περιόδου που θα επιτρέπει την αποτελεσματική προσφυγή μεταξύ της απόφασης για ανάθεση μιας σύμβασης και της σύναψης της σχετικής σύμβασης, πράγμα που οδηγεί μερικές φορές σε έναν αγώνα δρόμου για την υπογραφή της σύμβασης εκ μέρους των αναθετουσών αρχών που επιθυμούν να καταστήσουν αμετάκλητες τις συνέπειες της αμφισβητούμενης απόφασης για ανάθεση. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η αδυναμία, που αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για την αποτελεσματική έννομη προστασία των ενδιαφερομένων υποψηφίων ή προσφερόντων, πρέπει απαραίτητα να προβλεφθεί μια ελάχιστη ανασταλτική περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας αναστέλλεται η σύναψη της σχετικής σύμβασης, ασχέτως του αν αυτό συμβαίνει τη στιγμή της υπογραφής της σύμβασης ή όχι.

4. Λαμβάνοντας υπόψη την αναγκαιότητα, που αναγνωρίζεται από το σύνολο των ενδιαφερομένων μερών, να συνδυάζεται η ταχύτητα των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων και η αποτελεσματικότητα των εθνικών διαδικασιών προσφυγής, θα πρέπει να συνδυάζεται, αφενός, η υποχρέωση τήρησης μιας ελάχιστης εύλογης ανασταλτικής περιόδου που θα είναι προσαρμοσμένη στις χρονικές περιστάσεις και στις λιγότερο ή περισσότερο πολύπλοκες συνθήκες υπό τις οποίες εφαρμόζονται ορισμένες διαδικασίες και, αφετέρου, η υποχρέωση διαβίβασης, με τα ταχύτερα διαθέσιμα μέσα επικοινωνίας, των πληροφοριών που είναι απαραίτητες για οποιονδήποτε επιθυμεί να ασκήσει αποτελεσματική προσφυγή. Στις πληροφορίες αυτές περιλαμβάνονται συγκεκριμένα, με τη μορφή μιας συνοπτικής έκθεσης, οι αιτιολογήσεις όπως προβλέπονται από τις οδηγίες 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ.

5. Δεδομένου ότι οι οδηγίες 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ έχουν σκοπό τον εκσυγχρονισμό και την απλούστευση των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων, θα πρέπει να περιοριστεί η υποχρέωση της ελάχιστης ανασταλτικής περιόδου στις συνθήκες υπό τις οποίες άλλοι οικονομικοί φορείς, εκτός από τον ανάδοχο της σύμβασης, θα μπορούν ευλόγως να επικαλεστούν παράβαση των κοινοτικών διατάξεων που εφαρμόζονται στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων όσον αφορά τη διαφάνεια και τον ανταγωνισμό.

6. Η ελάχιστη αυτή ανασταλτική περίοδος δεν θα εφαρμόζεται ούτε σε περίπτωση κατεπείγουσας ανάγκης κατά την έννοια των οδηγιών 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ, ούτε στις συμβάσεις που εξαιρούνται ρητά από τις οδηγίες αυτές.

7. Εντούτοις, λαμβάνοντας υπόψη την αναγνωρισμένη βαρύτητα της παράνομης σύναψης συμβάσεων με απευθείας ανάθεση, και προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική δικαστική προστασία για όλους τους ενδιαφερόμενους, θα πρέπει να εφαρμόζεται μια ελάχιστη ανασταλτική περίοδος που θα συνοδεύεται από την υποχρέωση διαφάνειας για την απευθείας ανάθεση συμβάσεων χωρίς προηγούμενη δημοσίευση ή προκήρυξη διαγωνισμού δυνάμει των παρεκκλίσεων που περιλαμβάνονται στις οδηγίες 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ, και, σε κάθε περίπτωση, κάθε φορά που μια αναθέτουσα αρχή συνάπτει με απευθείας ανάθεση σύμβαση της οποίας το ύψος υπερβαίνει τα κατώτατα όρια που ορίζονται από τις εν λόγω οδηγίες, χωρίς προηγούμενη δημοσίευση ή διαγωνισμό με ένα πρόσωπο που έχει ξεχωριστή νομική προσωπικότητα από αυτή. Η εφαρμογή αυτής της ανασταλτικής περιόδου που θα συνοδεύεται από την υποχρέωση διαφάνειας, όπως αυτή προβλέπεται από την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-26/03, Stadt Halle[9], θα επιτρέψει την αποτελεσματική καταπολέμηση της σύναψης παράνομων συμβάσεων με απευθείας ανάθεση, που αποτελεί την πιο σημαντική παραβίαση, εκ μέρους του αναθετουσών αρχών, του κοινοτικού δικαίου του σχετικού με τις δημόσιες συμβάσεις.

8. Δεδομένου ότι η παρούσα οδηγία πρέπει να καθορίσει την ελάχιστη ανασταλτική περίοδο που θεωρείται απαραίτητη για την άσκηση αποτελεσματικής προσφυγής, θα πρέπει να εξασφαλιστεί η συνεκτικότητα των σχετικών διατάξεων των οδηγιών 89/665/ΕΟΚ και 92/13/ΕΟΚ, έτσι ώστε να μη θίγεται η αποτελεσματικότητα του συνολικού μηχανισμού που αποσκοπεί στο να καταστήσει δυνατή η άσκηση προσφυγής πριν από την ανάθεση μιας σύμβασης.

9. Ιδίως όταν ένα κράτος μέλος απαιτεί από το πρόσωπο που προτίθεται να χρησιμοποιήσει μια διαδικασία προσφυγής να πληροφορεί σχετικά την αναθέτουσα αρχή, θα πρέπει να μην επιβάλλεται συμπληρωματική ελάχιστη περίοδος από τη στιγμή της αποστολής των πληροφοριών αυτών στην αναθέτουσα αρχή ως τη στιγμή κατάθεσης της προσφυγής. Επίσης, όταν ένα κράτος μέλος απαιτεί από το σχετικό πρόσωπο να ασκήσει πρώτα προσφυγή στην αναθέτουσα αρχή, θα πρέπει το εν λόγω πρόσωπο να έχει στη διάθεσή του μια εύλογη ελάχιστη περίοδο ώστε να προσφύγει στην αρχή που είναι αρμόδια για προσφυγές πριν από τη σύναψη της σύμβασης στην περίπτωση που επιθυμεί να αμφισβητήσει την απάντηση ή την απουσία απάντησης εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής.

10. Η άσκηση προσφυγής λίγο πριν από τη λήξη της ελάχιστης ανασταλτικής περιόδου δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα το να στερεί από την αρχή που είναι υπεύθυνη για τις διαδικασίες προσφυγής τον ελάχιστο χρόνο που είναι απαραίτητος για να δράσει, και ιδιαίτερα για να παρατείνει την ανασταλτική περίοδο για τη σύναψη της σύμβασης. Έτσι, θα πρέπει να προβλέπεται μια αυτόνομη ελάχιστη ανασταλτική περίοδος που θα ενεργοποιείται από το γεγονός της προσφυγής στην αρχή που είναι υπεύθυνη για τις διαδικασίες προσφυγής και η οποία σε κάθε περίπτωση θα επιτρέπει στην εν λόγω αρχή να ενεργεί σε ένα σύντομο αλλά εύλογο χρονικό διάστημα.

11. Για τους ίδιους λόγους αποτελεσματικότητας του συνολικού μηχανισμού, θα πρέπει να προβλέπεται η διαβίβαση των σχετικών πληροφοριών και η κατάθεση των σχετικών προσφυγών με τα ταχύτερα μέσα επικοινωνίας που να μπορούν να διατηρήσουν την αποτελεσματικότητα της ελάχιστης ανασταλτικής περιόδου και που να μπορούν επίσης να παρέχουν αποδεικτικά στοιχεία για τις σχετικές επικοινωνίες. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να προβλέπεται η αποστολή με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικά μέσα, εφόσον πρόκειται για μέσα επικοινωνιών που έχουν τα χαρακτηριστικά αυτά και συνδυάζουν, επιπλέον, απλό χειρισμό και μικρότερο κόστος για το σύνολο των ενδιαφερομένων

12. Επίσης, πρέπει να εξασφαλιστεί η συνεκτικότητα μεταξύ των προθεσμιών προσφυγής κατά των αποφάσεων των αναθετουσών αρχών που τερματίζουν τη συμμετοχή ενός προσφέροντος ή ενός υποψηφίου σε μια διαδικασία που καλύπτεται από τις οδηγίες 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ, αφενός, και των ανασταλτικών περιόδων, αφετέρου.

13. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η τήρηση αποτελεσματικών προθεσμιών προσφυγής με σκοπό την καταπολέμηση του αγώνα δρόμου για την υπογραφή συμβάσεων που έχουν ανατεθεί παράνομα και της παράνομης σύναψης συμβάσεων με απευθείας ανάθεση, που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει χαρακτηρίσει την πιο σημαντική παραβίαση του κοινοτικού δικαίου για τις δημόσιες συμβάσεις, εκ μέρους αναθετουσών αρχών, πρέπει να προβλεφθεί μια αποτελεσματική, ανάλογη και αποτρεπτική κύρωση για όλες τις αναθέτουσες αρχές που έχουν παραβιάσει τις ελάχιστες ανασταλτικές περιόδους. Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον οι οδηγίες 89/665/ΕΟΚ και 92/13/ΕΟΚ προβλέπουν ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι παράνομες αποφάσεις των αναθετουσών αρχών να μπορούν να παραμεριστούν από τις αρχές που είναι υπεύθυνες για τις διαδικασίες προσφυγής, πρέπει να προβλεφθεί ότι η σύναψη μιας σύμβασης που πραγματοποιείται παραβιάζοντας αυτές τις περιόδους πρέπει να θεωρείται ανενεργή και ότι η αρχή που είναι υπεύθυνη για τις διαδικασίες προσφυγής θα ορίζει όλες τις συνέπειες για την παράνομη σύμβαση, όπως αυτές που συνδέονται με την επιστροφή οποιονδήποτε ποσών που έχουν ενδεχομένως καταβληθεί από την αναθέτουσα αρχή.

14. Ωστόσο, προκειμένου να εξασφαλιστεί η τήρηση της αναλογικότητας των εφαρμοζόμενων κυρώσεων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα στην αρχή που είναι υπεύθυνη για τις διαδικασίες προσφυγής να μην θέτει υπό αμφισβήτηση τη σύμβαση ή να αναγνωρίζει ορισμένα από τα αποτελέσματά της διαχρονικά, εφόσον αυτό υπαγορεύεται από τις εν λόγω εξαιρετικές περιστάσεις για να ικανοποιηθούν ορισμένες επιτακτικές ανάγκες που συνδέονται με γενικό συμφέρον μη οικονομικού χαρακτήρα. Εξάλλου, η αναγκαιότητα να εξασφαλιστεί διαχρονικά η ασφάλεια δικαίου των αποφάσεων που λαμβάνουν οι αναθέτουσες αρχές απαιτεί τον καθορισμό μιας εύλογης ελάχιστης περιόδου παραγραφής των προσφυγών με σκοπό να διαπιστώνεται η απουσία αποτελέσματος της εν λόγω σύναψης της σύμβασης και η οριστικοποίηση των συνεπειών.

15. Η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των εθνικών προσφυγών χάρη στην παρούσα οδηγία αναμένεται ότι θα παροτρύνει τους ενδιαφερόμενους να χρησιμοποιούν περισσότερο τις δυνατότητες προσφυγής πριν από τη σύναψη της σύμβασης μέσω διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων. Υπό τις συνθήκες αυτές, θα πρέπει να επαναπροσανατολιστεί ο διορθωτικός μηχανισμός στις υποθέσεις σοβαρών παραβιάσεων των κοινοτικών διατάξεων για τις δημόσιες συμβάσεις, και να αφήσει την Επιτροπή να μεριμνήσει ώστε να ορίσει για το σχετικό κράτος μέλος μια εύλογη προθεσμία απάντησης που θα λαμβάνει καλύτερα υπόψη τις εν λόγω συνθήκες.

16. Το εθελοντικό σύστημα βεβαίωσης που προβλέπεται από την οδηγία 92/13/ΕΟΚ, με το οποίο οι αναθέτοντες φορείς έχουν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν ότι διαπιστώνεται η συμμόρφωση των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων που εφαρμόσουν, μέσω τακτικών επιθεωρήσεων, δεν χρησιμοποιήθηκε ουσιαστικά ποτέ και επομένως δεν μπορεί να επιτύχει το στόχο της πρόληψης ενός σημαντικού αριθμού παραβιάσεων του κοινοτικού δικαίου για τις δημόσιες συμβάσεις. Αντίθετα, η υποχρέωση που επιβάλλει στα κράτη μέλη η οδηγία 92/13/ΕΟΚ να εξασφαλίσουν τη μόνιμη διαθεσιμότητα διαπιστευμένων οργανισμών για το σκοπό αυτό μπορεί να αντιπροσωπεύει ένα διοικητικό κόστος συντήρησης που δεν δικαιολογείται πλέον λόγω της απουσίας πραγματικής ζήτησης εκ μέρους τον αναθετόντων φορέων. Για τους λόγους αυτούς θα πρέπει επομένως να καταργηθεί αυτό το σύστημα βεβαίωσης.

17. Επίσης, ο μηχανισμός συμβιβασμού που προβλέπεται από την οδηγία 92/13/ΕΟΚ, δεν προκάλεσε το πραγματικό ενδιαφέρον των οικονομικών φορέων, τόσο επειδή δεν επιτρέπει αφ' εαυτού να λαμβάνονται προσωρινά δεσμευτικά μέτρα που θα μπορούν να εμποδίσουν εγκαίρως την παράνομη σύναψη μιας σύμβασης, όσο και λόγω του χαρακτήρα του που ήταν ελάχιστα συμβατός με την τήρηση των ιδιαίτερα σύντομων περιόδων προσφυγής με σκοπό προσωρινά μέτρα και ακύρωση των παράνομων αποφάσεων. Εξάλλου, η δυνητική αποτελεσματικότητα του μηχανισμού συμβιβασμού εξασθένησε ακόμη περισσότερο λόγω των δυσκολιών σχετικά με την κατάρτιση ενός πλήρους και επαρκώς εκτεταμένου καταλόγου ανεξάρτητων φορέων συμβιβασμού για κάθε κράτος μέλος, που θα ήταν διαθέσιμοι ανά πάσα στιγμή και θα μπορούσαν να επεξεργαστούν τις αιτήσεις συμβιβασμού σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Για τους λόγους αυτούς θα πρέπει επομένως να καταργηθεί ο μηχανισμός αυτός συμβιβασμού.

18. Θα πρέπει να διατηρηθεί η υποχρέωση για τα κράτη μέλη να παρέχουν τακτικά πληροφορίες σχετικά με την λειτουργία των εθνικών διαδικασιών προσφυγής, ανάλογες με τον επιδιωκόμενο στόχο, με τη σύμπραξη της Συμβουλευτικής Επιτροπής για τις Δημόσιες Συμβάσεις στον προσδιορισμό της έκτασης και της φύσης αυτών των πληροφοριών. Πράγματι, μόνο η διαθεσιμότητα αυτών των πληροφοριών μπορεί να επιτρέψει την ορθή αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των μεταβολών που εισάγονται στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας μετά τη λήξη μιας σημαντικής περιόδου εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

19. Πρέπει ως εκ τούτου να τροποποιηθούν οι οδηγίες 89/665/ΕΟΚ και 92/13/ΕΟΚ ανάλογα.

20. Δεδομένου ότι, για τους προαναφερθέντες λόγους, οι στόχοι της παρούσας οδηγίας δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα δύναται να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που καθιερώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει αυτό που είναι απαραίτητο για την επίτευξη των στόχων αυτών, τηρώντας κυρίως την αρχή της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών.

21. Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται, ιδίως, από το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, επιδιώκει να εξασφαλίσει την πλήρη τήρηση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου, η οποία προβλέπεται από το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 47 του Χάρτη.

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1 Οδηγία 89/665/ΕΟΚ

Η οδηγία 89/665/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1) Το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

α) Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε, όσον αφορά τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(*), οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι αναθέτουσες αρχές να υπόκεινται στην άσκηση αποτελεσματικών και, ιδίως, όσο το δυνατόν ταχύτερων προσφυγών, υπό τις προϋποθέσεις που τίθενται στα άρθρα 2 έως 2 στ της παρούσας οδηγίας, λόγω του ότι οι αποφάσεις αυτές παραβιάζουν την κοινοτική νομοθεσία περί δημοσίων συμβάσεων ή τους εθνικούς κανόνες που ενσωματώνουν την εν λόγω νομοθεσία.

_____________________

(*) ΕΕ L 134 της 30.4.2004, σ. 114 »

β) Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ότι οι διαδικασίες προσφυγής να είναι δυνατόν να κινηθούν, σύμφωνα με τους κανόνες που μπορούν να καθορίζουν τα κράτη μέλη, τουλάχιστον από οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη δημόσια σύμβαση και το οποίο υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από εικαζόμενη παράβαση.»

γ) Προστίθενται οι ακόλουθοι παράγραφοι 4 και 5:

«4. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από το πρόσωπο που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία προσφυγής να ενημερώνει προηγουμένως την αναθέτουσα αρχή με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικά μέσα για την εικαζόμενη παράβαση και για την πρόθεσή του να ασκήσει προσφυγή. Σε αυτήν την περίπτωση, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να μην επιβληθεί καμία ελάχιστη προθεσμία μεταξύ της χρονικής στιγμής κατά την οποία αποστέλλεται αυτή η πληροφορία στην αναθέτουσα αρχή και της χρονικής στιγμής κατά την οποία ασκείται προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου για τις διαδικασίες προσφυγής οργάνου.

Ομοίως, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να ασκήσει κατ’ αρχάς προσφυγή στην αναθέτουσα αρχή. Σε αυτήν την περίπτωση, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η άσκηση της εν λόγω προσφυγής, με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικά μέσα, να συνεπάγεται την άμεση αναστολή της δυνατότητας σύναψης της σύμβασης.

Η αυτόματη αναστολή που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο λήγει με την εκπνοή προθεσμίας που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από πέντε εργάσιμες ημέρες, η οποία αρχίζει να υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας κατά την οποία η αναθέτουσα αρχή απέστειλε την απάντησή της με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικά μέσα.

5. Σε περίπτωση προσφυγής σχετικά με τις συνθήκες στις οποίες πραγματοποιήθηκαν ή δεν πραγματοποιήθηκαν οι αναφερόμενες στην παράγραφο 4 αποστολές με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό μέσο, το αρμόδιο για τις διαδικασίες προσφυγής όργανο, το οποίο είναι ανεξάρτητο από την αναθέτουσα αρχή, λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη όλα τα εύλογα και συναφή αποδεικτικά στοιχεία που του διαβιβάζονται από τους οικείους αποστολείς και τα οποία επιβεβαιώνουν τις πραγματοποιηθείσες αποστολές και την παραλαβή τους από τους παραλήπτες τους.»

2) Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α) Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3. Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 παράγραφος 4 και στα άρθρα 2α έως 2στ, οι διαδικασίες προσφυγής δεν πρέπει να έχουν απαραιτήτως αυτόματα ανασταλτικά αποτελέσματα επί των διαδικασιών σύναψης των συμβάσεων στις οποίες αναφέρονται.»

β) Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 3α:

«3α. Όταν όργανο ανεξάρτητο από την αναθέτουσα αρχή επιλαμβάνεται προσφυγής σχετικά με την απόφαση για την ανάθεση σύμβασης ή σχετικά με απόφαση μεταγενέστερη αυτής, το εν λόγω όργανο ενημερώνει αμέσως την αναθέτουσα αρχή, με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό μέσο, για το γεγονός ότι δεν μπορεί να προβεί στη σύναψη της σύμβασης, για χρονικό διάστημα που καθορίζεται από το κράτος μέλος στου οποίου τη δικαιοδοσία εμπίπτει το εν λόγω όργανο. Η εν λόγω προθεσμία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από πέντε εργάσιμες ημέρες, που υπολογίζονται από την επομένη της αποστολής της σχετικής πληροφορίας. Το όργανο, αφού εξετάσει το σύνολο των συνοδευτικών εγγράφων της προσφυγής και εφόσον καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν συντρέχει λόγος παράτασης της προαναφερόμενης προθεσμίας αναστολής, μπορεί να παύσει ανά πάσα στιγμή την υποχρέωση μη σύναψης της σύμβασης».

γ) Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, εφόσον το αρμόδιο για τις διαδικασίες προσφυγής όργανο εξετάσει κατά πόσον κρίνεται σκόπιμο να ληφθούν προσωρινά μέτρα, το εν λόγω όργανο μπορεί να συνυπολογίσει τις πιθανές συνέπειες αυτών των μέτρων για όλα τα συμφέροντα που ενδέχεται να ζημιωθούν, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, και να αποφασίσει να μην επιτρέψει τη λήψη αυτών των μέτρων, εάν οι αρνητικές συνέπειές τους θα μπορούσαν να εξουδετερώσουν τα οφέλη τους.

Τα κράτη μέλη, κάνοντας χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, δεν μπορούν να εμποδίσουν την εφαρμογή του άρθρου 2στ, εφόσον η σύναψη της οικείας σύμβασης έγινε κατά παράβαση του άρθρου 1 παράγραφος 4, του άρθρου 2 παράγραφος 3α, ή ενός εκ των άρθρων 2α έως 2ε, ή κατά παράβαση ενός συμπληρωματικού προσωρινού μέτρου που ελήφθη από το αρμόδιο για τις διαδικασίες προσφυγής όργανο και δυνάμει του οποίου παρατείνεται η αναστολή της υπό εξέταση σύναψης.

Η απόφαση να μη ληφθούν προσωρινά μέτρα δεν επηρεάζει τις λοιπές αξιώσεις που προβάλλει το πρόσωπο που έχει ζητήσει τη λήψη των εν λόγω μέτρων.»

δ) Η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6. Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 παράγραφος 4 και στα άρθρα 2α έως 2στ, τα αποτελέσματα της άσκησης των εξουσιών που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου επί των συμβάσεων που ακολουθούν την ανάθεση σύμβασης καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο.

Επιπροσθέτως, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία μια απόφαση πρέπει να ακυρωθεί προτού χορηγηθεί αποζημίωση, ένα κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει ότι, μετά τη σύναψη της σύμβασης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 4, το άρθρο 2 παράγραφος 3, τα άρθρα 2α έως 2στ, οι εξουσίες του υπεύθυνου για τις διαδικασίες προσφυγής οργάνου περιορίζονται στη χορήγηση αποζημίωσης σε κάθε πρόσωπο που υπέστη ζημία λόγω παράβασης. »

ε) Στην παράγραφο 8 πρώτο εδάφιο, η φράση «δικαιοδοτικό όργανο κατά την έννοια του άρθρου 177 της συνθήκης» αντικαθίσταται από τη φράση «δικαιοδοτικό όργανο κατά την έννοια του άρθρου 234 της Συνθήκης».

3) Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα 2α έως 2στ:

«Άρθρο 2α

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 παράγραφος 3 πρόσωπα να έχουν στη διάθεσή τους προθεσμίες που εξασφαλίζουν αποτελεσματικές προσφυγές εναντίον των αποφάσεων που λαμβάνονται από τις αναθέτουσες αρχές, με την έγκριση των απαραίτητων διατάξεων που πληρούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου και στα άρθρα 2β, 2γ και 2δ.

2. Η σύναψη της σύμβασης που ακολουθεί την απόφαση ανάθεσης μιας δημόσιας σύμβασης υπαγομένης στην οδηγία 2004/18/ΕΚ δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πριν από την εκπνοή προθεσμίας τουλάχιστον δέκα ημερολογιακών ημερών από την επομένη της κοινοποίησης της απόφασης ανάθεσης της σύμβασης στους οικείους προσφέροντες με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό μέσο. Η κοινοποίηση της απόφασης ανάθεσης σε κάθε οικείο προσφέροντα συνοδεύεται από τη συνοπτική έκθεση των συναφών λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 41 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ.

3. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, εάν συντρέχουν οι «επείγοντες λόγοι» που αναφέρονται στο άρθρο 38 παράγραφος 8 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η σύναψη της σύμβασης που ακολουθεί την απόφαση ανάθεσης μιας δημόσιας σύμβασης δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πριν από την εκπνοή προθεσμίας τουλάχιστον επτά ημερολογιακών ημερών από την επομένη της κοινοποίησης της απόφασης ανάθεσης της σύμβασης στους οικείους προσφέροντες με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό μέσο. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται αυτόματα κατά τρεις ημερολογιακές ημέρες, εφόσον πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας γνωστοποιήσει εντός αυτής της προθεσμίας, με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό μέσο, στην οικεία αναθέτουσα αρχή την πρόθεσή του να ασκήσει προσφυγή. Η κοινοποίηση της απόφασης ανάθεσης σε κάθε οικείο προσφέροντα συνοδεύεται από συνοπτική έκθεση των συναφών λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 41 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ.

Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν το πρώτο εδάφιο εφόσον πρόκειται για συμβάσεις που βασίζονται σε συμφωνία-πλαίσιο κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 5 της οδηγίαας 2004/18/ΕΚ, ή για συμβάσεις που ανατίθενται στο πλαίσιο δυναμικών συστημάτων αγορών κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 6 της εν λόγω οδηγίας.

4. Οι προθεσμίες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση κατεπείγουσας ανάγκης κατά την έννοια του άρθρου 31, σημείο (1), στοιχείο γ) της οδηγίας 2004/18/ΕΚ.

Άρθρο 2β

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι οι προθεσμίες που αναφέρονται στο άρθρο 2α παράγραφοι 2 και 3 δεν εφαρμόζονται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) εφόσον πρόκειται για συμβάσεις που βασίζονται σε μια συμφωνία-πλαίσιο η οποία συνάπτεται με έναν μόνο οικονομικό φορέα κατά την έννοια του άρθρου 32 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ·

β) εφόσον πρόκειται για συμβάσεις που βασίζονται σε μια συμφωνία-πλαίσιο η οποία συνάπτεται με περισσότερους από έναν οικονομικούς φορείς και εφόσον οι εν λόγω συμβάσεις συνήφθησαν κατ’ εφαρμογήν των όρων που καθορίζονται στη συμφωνία-πλαίσιο, χωρίς διαγωνισμό, κατά την έννοια του άρθρου 32 παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίπτωση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ·

γ) εφόσον πρόκειται για συμβάσεις που ανατίθενται στο πλαίσιο ανοικτής διαδικασίας κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 11, στοιχείο α) της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, και η αναθέτουσα αρχή έχει λάβει μόνο την προσφορά του προσφέροντα στον οποίο ανατίθεται η σύμβαση·

δ) εφόσον πρόκειται για συμβάσεις που ανατίθενται στο πλαίσιο κλειστής διαδικασίας κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 11, στοιχείο β) της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, και, εκτός από την περίπτωση οικονομικού φορέα στον οποίο ανατίθεται η σύμβαση, όλοι οι οικονομικοί φορείς που κλήθηκαν να υποβάλουν προσφορά έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο απόφασης της αναθέτουσας αρχής που υπόκειται σε προσφυγή και περατώνει τη συμμετοχή τους στη διαδικασία με βάση άλλη από τα κριτήρια για την ανάθεση της οικείας σύμβασης·

ε) εφόσον πρόκειται για συμβάσεις που ανατίθενται στο πλαίσιο διαδικασίας με διαπραγμάτευση κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 11, στοιχείο δ) της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, και εφόσον, εκτός από την περίπτωση οικονομικού φορέα στον οποίο ανατίθεται η σύμβαση, όλοι οι οικονομικοί φορείς που έλαβαν γνώση και εκδήλωσαν το ενδιαφέρον τους για την εν λόγω σύμβαση έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο απόφασης της αναθέτουσας αρχής που υπόκειται σε προσφυγή και περατώνει τη συμμετοχή τους στη διαδικασία με βάση άλλη από τα κριτήρια για την ανάθεση της οικείας σύμβασης.

Άρθρο 2γ

1. Όταν τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε προσφυγή κατά απόφασης της αναθέτουσας αρχής που έχει ληφθεί στο πλαίσιο ή σε σχέση με διαδικασία σύναψης σύμβασης υπαγομένης στην οδηγία 2004/18/ΕΚ πρέπει να έχει ασκηθεί πριν από την εκπνοή καθορισμένης προθεσμίας, η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα ημερολογιακές ημέρες υπολογιζόμενες από την επομένη της κοινοποίησης αυτής της απόφασης της αναθέτουσας αρχής με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό μέσο στον οικείο προσφέροντα ή υποψήφιο. Η κοινοποίηση αυτής της απόφασης της αναθέτουσας αρχής σε κάθε οικείο προσφέροντα ή υποψήφιο συνοδεύεται από συνοπτική έκθεση των συναφών λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 41 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ.

2. Τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 2β παράγραφος 3 μπορούν να προβλέπουν ότι η προσφυγή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να έχει ασκηθεί εντός προθεσμίας που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από επτά ημερολογιακές ημέρες υπολογιζόμενες από την επομένη της κοινοποίησης αυτής της απόφασης της αναθέτουσας αρχής με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό μέσο στον οικείο προσφέρονται ή υποψήφιο.

Αυτή η προθεσμία παρατείνεται αυτόματα κατά τρεις ημερολογιακές ημέρες, εφόσον πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 κοινοποιήσει, εντός αυτής της προθεσμίας, με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό τρόπο, στην οικεία αναθέτουσα αρχή την πρόθεσή του να ασκήσει προσφυγή.

Η κοινοποίηση της απόφασης της αναθέτουσας αρχής σε κάθε οικείο προσφέροντα ή υποψήφιο συνοδεύεται από συνοπτική έκθεση των συναφών λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 41 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ.

Άρθρο 2δ

Σε περίπτωση προσφυγής σχετικά με τις συνθήκες στις οποίες πραγματοποιήθηκαν ή δεν πραγματοποιήθηκαν οι αναφερόμενες στο άρθρο 2α και 2γ αποστολές με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό μέσο, το αρμόδιο για τις διαδικασίες προσφυγής όργανο λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη όλα τα εύλογα και συναφή αποδεικτικά στοιχεία που του διαβιβάζονται από την αναθέτουσα αρχή για την αποστολή που πραγματοποιήθηκε από την εν λόγω αρχή και για την παραλαβή αυτής της αποστολής από τον οικείο προσφέροντα ή υποψήφιο.

Άρθρο 2ε

1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών για ασφαλιστικά μέτρα και των διαδικασιών για παραμερισμό των αποφάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 και στο άρθρο 2 παράγραφος 1, στοιχεία α) και β), κατά των συμβάσεων που παρανόμως ανατέθηκαν απευθείας, στις συνθήκες που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου.

2. Εφόσον η αναθέτουσα αρχή εκτιμά ότι, όσον αφορά το ισχύον κοινοτικό δίκαιο, δεν δύναται να κινήσει επίσημη διαδικασία η οποία να συνίσταται στη λήψη μέτρων δημοσιοποίησης και διαγωνισμού πριν από τη σύναψη δημόσιας σύμβασης της οποίας το ποσό υπερβαίνει το αντίστοιχο κατώτο όριο που ορίζεται στην οδηγία 2004/18/ΕΚ, αυτή η αναθέτουσα αρχή πρέπει, πριν από τη σύναψη της υπό εξέταση σύμβασης, να λάβει τα εξής δύο μέτρα:

α) να εκδώσει απόφαση ανάθεσης που δεν θα παράγει κανένα συμβατικό αποτέλεσμα και δεν θα είναι δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 της παρούσας οδηγίας

β) να δημοσιεύσει προκήρυξη που να εξασφαλίζει έναν επαρκή βαθμό δημοσιότητας και να περιέχει τουλάχιστον τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

Η δημοσίευση προκήρυξης σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 4 και το άρθρο 36 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου.

3. Η σύναψη της σύμβασης που ακολουθεί την απόφαση ανάθεσης μιας δημόσιας σύμβασης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο κατά την εκπνοή προθεσμίας τουλάχιστον δέκα ημερολογιακών ημερών από την επομένη της ημέρας κατά την οποία η προκήρυξη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) άρχισε να αποτελεί αντικείμενο της απαιτούμενης δημοσιότητας.

4. Οι παράγραφοι 2 και 3 δεν εφαρμόζονται, ούτε σε περίπτωση κατεπείγουσας ανάγκης κατά την έννοια του άρθρου 31, σημείο (1), στοιχείο γ) της οδηγίας 2004/18/ΕΚ ούτε στις συμβάσεις που αποκλείονται ρητά σύμφωνα με τα άρθρα 12 έως 18 της εν λόγω οδηγίας.

Άρθρο 2στ

1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την τήρηση, αφενός, των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 1 παράγραφος 4 και στο άρθρο 2α παράγραφοι 2 και 3 και, αφετέρου, του άρθρου 2ε, με τους όρους που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου.

2. Η σύναψη σύμβασης που πραγματοποιείται κατά παράβαση των διατάξεων της παραγράφου 1 θεωρείται ότι δεν παράγει αποτελέσματα.

3. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η σύμβαση που συνάπτεται κατά παράβαση των διατάξεων της παραγράφου 1 παράγει, ωστόσο, ορισμένα αποτελέσματα μεταξύ των οικείων μερών ή έναντι τρίτων λόγω της παρέλευσης μιας προθεσμίας παραγραφής, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από έξι μήνες από την πραγματική ημερομηνία της σύναψης.

Η παρέκκλιση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί επίσης να εφαρμοστεί εφόσον, στο πλαίσιο προσφυγής με σκοπό τη διαπίστωση και την άντληση των συνεπειών από τη σύναψη που πραγματοποιήθηκε κατά παράβαση των διατάξεων της παραγράφου 1, ένα όργανο προσφυγής ανεξάρτητο από την αναθέτουσα αρχή διαπιστώνει ότι η ικανοποίηση ορισμένων επιτακτικών αναγκών που συνδέονται με το γενικό συμφέρον μη οικονομικού χαρακτήρα επιβάλλει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να μην αμφισβητηθούν ορισμένα αποτελέσματα της εν λόγω σύμβασης.

4. Τα κράτη μέλη καθορίζουν το καθεστώς κυρώσεων που επιβάλλονται σε περίπτωση σύναψης σύμβασης κατά παράβαση των διατάξεων της παραγράφου 1, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 ή εφόσον μια αναθέτουσα αρχή επικαλέστηκε κατεπείγουσα ανάγκη κατά την έννοια του άρθρου 31 σημείο (1), στοιχείο (γ) της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, ενώ δεν πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από την εν λόγω διάταξη.

Οι εν λόγω κυρώσεις πρέπει να είναι πραγματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές.

Τα κράτη μέλη θα κοινοποιήσουν αυτές τις διατάξεις στην Επιτροπή το αργότερο στις [18 μήνες μετά τη δημοσίευση της παρούσας οδηγίας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης] , καθώς και οποιαδήποτε σχετική μεταγενέστερη τροποποίηση το συντομότερο δυνατόν.»

4) Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α) Οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Η Επιτροπή δύναται να επικαλεστεί τη διαδικασία που προβλέπεται στις παραγράφους 2 έως 5 εφόσον, εάν κρίνει ότι έχει διαπραχθεί σοβαρή παράβαση των κοινοτικών διατάξεων για τις δημόσιες συμβάσεις στο πλαίσιο μιας διαδικασίας σύναψης σύμβασης που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/18/ΕΚ.

2. Η Επιτροπή γνωστοποιεί οικείο κράτος μέλος και στην οικεία αναθέτουσα αρχή τους λόγους για τους οποίους κρίνει ότι συντελέστηκε σοβαρή παράβαση και ζητεί τη θεραπεία της.

Η Επιτροπή τάσσει οικείο κράτος μέλος εύλογη προθεσμία απάντησης, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες της κάθε περίπτωσης».

β) Στην παράγραφο 3, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εντός της προβλεπόμενης στην παράγραφο 2 προθεσμίας, το οικείο κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή:»

5) Το άρθρο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 4

1. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν κάθε χρόνο στην Επιτροπή πληροφορίες για τη λειτουργία των εθνικών διαδικασίων προσφυγής που κινήθηκαν κατά τη διάρκεια του προηγούμενου ημερολογιακού έτους. Η Επιτροπή καθορίζει, σε διαβούλευση με τη Συμβουλευτική Επιτροπή Δημόσιων Συμβάσεων, το αντικείμενο και τη φύση αυτών των πληροφοριών.

2. Πριν από τη πάροδο έξι ετών από [18 μήνες μετά την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας οδηγίας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης] , η Επιτροπή, σε διαβούλευση με τη Συμβουλευτική Επιτροπή Δημόσιων Συμβάσεων, επανεξετάζει την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας και προτείνει, ενδεχομένως, τις τροποποιήσεις που κρίνονται αναγκαίες.»

6) Το κείμενο που παρατίθεται στο παράρτημα Ι της παρούσας οδηγίας προστίθεται ως παράρτημα.

Άρθρο 2 Οδηγία 92/13/ΕΟΚ

Η οδηγία 92/13/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής :

1) Το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

α) Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε όσον αφορά τις διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*), οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι αναθέτοντες φορείς να υπόκεινται στην άσκηση αποτελεσματικών και ιδίως, όσο το δυνατόν ταχύτερων προσφυγών, υπό τις προϋποθέσεις που τίθενται στα άρθρα 2 έως 2στ της παρούσας οδηγίας, λόγω του ότι οι αποφάσεις αυτές παραβιάζουν τη κοινοτική νομοθεσία για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων ή τους εθνικούς κανόνες που ενσωματώνουν την εν λόγω νομοθεσία.

_____________________

(*) ΕΕ L 134 της 30.4.2004, σ. 1.»

β) Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι διαδικασίες προσφυγής να είναι δυνατόν να κινηθούν σύμφωνα με κανόνες που μπορούν να καθορίζουν τα κράτη μέλη, τουλάχιστον από οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη δημόσια σύμβαση και το οποίο υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από εικαζόμενη παράβαση.»

γ) Προστίθενται οι ακόλουθοι παράγραφοι 4 και 5:

«4. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από το πρόσωπο που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία προσφυγής να ενημερώνει προηγουμένως τον αναθέτοντα φορέα –με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό μέσο– για την εικαζόμενη παράβαση και για την πρόθεσή του να ασκήσει προσφυγή. Σε αυτήν την περίπτωση, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να μην επιβληθεί καμία ελάχιστη προθεσμία μεταξύ της χρονικής στιγμής κατά την οποία αποστέλλεται αυτή η πληροφορία στον αναθέτοντα φορέα και της χρονικής στιγμής κατά την οποία ασκείται προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου για τις διαδικασίες προσφυγής οργάνου.

Ομοίως, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να ασκήσει κατ’ αρχάς προσφυγή στον αναθέτοντα φορέα. Σε αυτήν την περίπτωση, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η άσκηση της εν λόγω προσφυγής, με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό μέσο, να συνεπάγεται την άμεση αναστολή της δυνατότητας σύναψης της σύμβασης.

Η αυτόματη αναστολή που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο λήγει με την εκπνοή προθεσμίας που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από πέντε ημερολογιακές ημέρες, η οποία αρχίζει να υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας κατά την οποία ο αναθέτων φορέας απέστειλε την απάντησή του με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό μέσο.

5. Σε περίπτωση προσφυγής σχετικά με τις συνθήκες στις οποίες πραγματοποιήθηκαν ή δεν πραγματοποιήθηκαν οι αναφερόμενες στην παράγραφο 4 αποστολές με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό μέσο, το αρμόδιο για τις διαδικασίες προσφυγής όργανο, το οποίο είναι ανεξάρτητο από τον αναθέτοντα φορέα, λαμβάνει ιδίως υπόψη όλα τα εύλογα και συναφή αποδεικτικά στοιχεία που του διαβιβάζονται από τους οικείους αποστολείς και τα οποία επιβεβαιώνουν τις πραγματοποιηθείσες αποστολές και την παραλαβή τους από τους παραλήπτες τους.»

2) Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α) Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3. Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 παράγραφος 4 και στα άρθρα 2α έως 2στ, οι διαδικασίες προσφυγής δεν πρέπει να έχουν απαραιτήτως αυτόματα ανασταλτικά αποτελέσματα επί των διαδικασιών σύναψης των συμβάσεων στις οποίες αναφέρονται.»

β) Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 3α:

«3α. Όταν όργανο ανεξάρτητο από τον αναθέτοντα φορέα επιλαμβάνεται προσφυγής σχετικά με την απόφαση για την ανάθεση σύμβασης ή σχετικά με απόφαση μεταγενέστερη αυτής, το εν λόγω όργανο ενημερώνει αμέσως την αναθέτουσα αρχή, με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό μέσο, για το γεγονός ότι δεν μπορεί να προβεί στη σύναψη της σύμβασης, για χρονικό διάστημα που καθορίζεται από το κράτος μέλος στου οποίου τη δικαιοδοσία εμπίπτει το εν λόγω όργανο. Η εν λόγω προθεσμία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από πέντε εργάσιμες ημέρες, που υπολογίζονται από την επομένη της αποστολής της σχετικής πληροφορίας. Το όργανο, αφού εξετάσει το σύνολο των συνοδευτικών εγγράφων της προσφυγής και εφόσον καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν συντρέχει λόγος παράτασης της προαναφερόμενης προθεσμίας αναστολής, μπορεί να τερματίσει ανά πάσα στιγμή την υποχρέωση μη σύναψης της σύμβασης.»

γ) Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, όταν το αρμόδιο για τις διαδικασίες προσφυγής όργανο εξετάσει κατά πόσον κρίνεται σκόπιμο να ληφθούν προσωρινά μέτρα, μπορεί να συνυπολογίσει τις πιθανές συνέπειες αυτών των μέτρων για όλα τα συμφέροντα που ενδέχεται να ζημιωθούν, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, και να αποφασίσει να μην επιτρέψει τη λήψη αυτών των μέτρων εάν οι αρνητικές συνέπειές τους θα μπορούσαν να εξουδετερώσουν τα οφέλη τους.

Τα κράτη μέλη, κάνοντας χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, δεν μπορούν να εμποδίσουν την εφαρμογή του άρθρου 2στ, εφόσον η σύναψη της οικείας σύμβασης έγινε κατά παράβαση του άρθρου 1 παράγραφος 4, του άρθρου 2 παράγραφος 3α, ή ενός εκ των άρθρων 2α έως 2ε, ή κατά παράβαση ενός συμπληρωματικού προσωρινού μέτρου που ελήφθη από το αρμόδιο για τις διαδικασίες προσφυγής όργανο και δυνάμει του οποίου παρατείνεται η αναστολή της υπό εξέτασης σύναψης.

Η απόφαση να μη ληφθούν προσωρινά μέτρα δεν επηρεάζει τις λοιπές αξιώσεις του προσώπου που έχει ζητήσει τη λήψη τους.»

δ) Η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6. Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 παράγραφος 4 και στα άρθρα 2α έως 2στ, τα αποτελέσματα της άσκησης των εξουσιών που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου επί των συμβάσεων που ακολουθούν την ανάθεση σύμβασης καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο.

Επιπροσθέτως, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία μια απόφαση πρέπει να ακυρωθεί προτού χορηγηθεί αποζημίωση, ένα κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει ότι, μετά τη σύναψη της οικείας σύμβασης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 4, το άρθρο 2 παράγραφος 3, τα άρθρα 2α έως 2στ, οι εξουσίες του υπεύθυνου για τις διαδικασίες προσφυγής οργάνου περιορίζονται στη χορήγηση αποζημίωσης σε κάθε πρόσωπο που υπέστη ζημία λόγω παράβασης.»

ε) Στην παράγραφο 9 πρώτο εδάφιο, η φράση «δικαιοδοτικό όργανο κατά την έννοια του άρθρου 177 της συνθήκης» αντικαθίσταται από τη φράση «δικαιοδοτικό όργανο κατά την έννοια του άρθρου 234 της Συνθήκης».

3) Προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα 2α έως 2στ:

« Άρθρο 2α

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 παράγραφος 3 πρόσωπα να έχουν στη διάθεσή τους προθεσμίες που εξασφαλίζουν αποτελεσματικές προσφυγές κατά των αποφάσεων που λαμβάνονται από τις αναθέτουσες αρχές, με την έγκριση των απαραίτητων διατάξεων που πληρούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου και στα άρθρα 2β, 2γ και 2δ.

2. Η σύναψη της σύμβασης που ακολουθεί την απόφαση ανάθεσης μιας δημόσιας σύμβασης υπαγόμενης στην οδηγία 2004/17/ΕΚ δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πριν από την εκπνοή προθεσμίας τουλάχιστον δέκα ημερολογιακών ημερών από την επομένη της κοινοποίησης της απόφασης ανάθεσης της σύμβασης στους οικείους προσφέροντες με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό μέσο. Η κοινοποίηση της απόφασης ανάθεσης σε κάθε οικείο υποψήφιο συνοδεύεται από συνοπτική έκθεση των συναφών λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 49 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/17/ΕΚ.

3. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζονται οι μικρότερες προθεσμίες που αναφέρονται στο άρθρο 45 παράγραφος 8 της οδηγίας 2004/17/ΕΚ, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η σύναψη της σύμβασης που ακολουθεί την απόφαση ανάθεσης μιας δημόσιας σύμβασης δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πριν από την εκπνοή προθεσμίας τουλάχιστον επτά ημερολογιακών ημερών από την επομένη της κοινοποίησης της απόφασης ανάθεσης της σύμβασης στους οικείους προσφέροντες με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό μέσο. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται αυτόματα κατά τρεις ημερολογιακές ημέρες, εφόσον το πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας κοινοποιήσει, εντός αυτής της προθεσμίας, με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό μέσο, στην οικεία αναθέτουσα αρχή την πρόθεσή του να ασκήσει προσφυγή. Η κοινοποίηση της απόφασης ανάθεσης σε κάθε οικείο προσφέροντα συνοδεύεται από συνοπτική έκθεση των συναφών λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 49 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/17/ΕΚ.

Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν το πρώτο εδάφιο εφόσον πρόκειται για συμβάσεις που βασίζονται σε συμφωνία-πλαίσιο κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4 και του άρθρου 14 παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας 2004/17/ΕΚ ή για συμβάσεις που ανατίθενται στο πλαίσιο δυναμικών συστημάτων αγορών κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 5 και άρθρου 15 της εν λόγω οδηγίας.

4. Οι προθεσμίες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση κατεπείγουσας ανάγκης κατά την έννοια του άρθρου 40, παράγραφος 3, στοιχείο δ) της οδηγίας 2004/17/ΕΚ.

Άρθρο 2β

1. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι οι προθεσμίες που αναφέρονται στο άρθρο 2α παράγραφοι 2 και 3 δεν εφαρμόζονται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) εφόσον πρόκειται για συμβάσεις που βασίζονται σε μια συμφωνία-πλαίσιο στην οποία συμμετέχει μόνο ένας οικονομικός φορέας και η οποία συνάπτεται σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 και το άρθρο 40 παράγραφος 3 στοιχείο θ) της οδηγίας 2004/17/ΕΚ·

β) εφόσον πρόκειται για συμβάσεις που ανατίθενται στο πλαίσιο ανοικτής διαδικασίας κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 9 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/17/ΕΚ, και αναθέτων φορέας έχει λάβει μόνο την προσφορά του υποψηφίου στον οποίο ανατίθεται η σύμβαση·

γ) εφόσον πρόκειται για συμβάσεις που ανατίθενται στο πλαίσιο κλειστής διαδικασίας κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 9 στοιχείο β) της οδηγίας 2004/17/ΕΚ, και, εκτός από την περίπτωση του οικονομικού φορέα στον οποίο ανατίθεται η σύμβαση, όλοι οι οικονομικοί φορείς που κλήθηκαν να υποβάλουν προσφορά έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο απόφασης του αναθέτοντος φορέα που υπόκειται σε προσφυγή και περατώνει τη συμμετοχή τους στη διαδικασία με βάση άλλη από τα κριτήρια για την ανάθεση της οικείας σύμβασης·

δ) εφόσον πρόκειται για συμβάσεις που ανατίθενται στο πλαίσιο διαδικασίας με διαπραγμάτευση κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 9 στοιχείο γ) της οδηγίας 2004/17/ΕΚ, και εφόσον, εκτός από την περίπτωση οικονομικού φορέα στον οποίο ανατίθεται η σύμβαση, όλοι οι οικονομικοί φορείς που έλαβαν γνώση και εκδήλωσαν το ενδιαφέρον τους για την εν λόγω σύμβαση έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο απόφασης του αναθέτοντος φορέα που υπόκειται σε προσφυγή και περατώνει τη συμμετοχή τους στη διαδικασία με βάση άλλη από τα κριτήρια για την ανάθεση της οικείας σύμβασης.

Άρθρο 2γ

1. Όταν τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε προσφυγή κατά απόφασης της αναθέτουσας αρχής που έχει ληφθεί στο πλαίσιο ή σε σχέση με διαδικασία σύναψης σύμβασης υπαγόμενης στην οδηγία 2004/17/ΕΚ πρέπει να έχει ασκηθεί πριν από την εκπνοή καθορισμένης προθεσμίας, η πρόθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα ημερολογιακές ημέρες υπολογιζόμενες από την επομένη της κοινοποίησης αυτής της απόφασης της αναθέτουσας αρχής με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό μέσο στον οικείο προσφέροντα ή υποψήφιο. Η κοινοποίηση αυτής της απόφασης του αναθέτοντος φορέα σε κάθε οικείο προσφέροντα ή υποψήφιο συνοδεύεται από συνοπτική έκθεση των συναφών λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 49, παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/17/ΕΚ.

2. Τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 2β παράγραφος 3 μπορούν να προβλέπουν ότι η προσφυγή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να έχει ασκηθεί εντός προθεσμίας που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από επτά ημερολογιακές ημέρες από την επομένη της κοινοποίησης αυτής της απόφασης του αναθέτοντος φορέα με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό μέσο στον οικείο προσφέρονται ή υποψήφιο.

Αυτή η προθεσμία παρατείνεται αυτόματα κατά τρεις ημερολογιακές ημέρες, εφόσον πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 κοινοποιήσει, εντός αυτής της προθεσμίας, με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό μέσο, στον οικείο αναθέτοντα φορέα την πρόθεσή του να ασκήσει προσφυγή.

Η κοινοποίηση της απόφασης του αναθέτοντος φορέα σε κάθε οικείο προσφέροντα ή υποψήφιο συνοδεύεται από συνοπτική έκθεση των συναφών λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 49 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/17/ΕΚ.

Άρθρο 2δ

Σε περίπτωση προσφυγής σχετικά με τις συνθήκες στις οποίες πραγματοποιήθηκαν ή δεν πραγματοποιήθηκαν οι αναφερόμενες στο άρθρο 2α και 2γ αποστολές με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό μέσο, το αρμόδιο για τις διαδικασίες προσφυγής όργανο λαμβάνει ιδίως υπόψη όλα τα εύλογα και συναφή αποδεικτικά στοιχεία που του διαβιβάζονται από τον αναθέτοντα φορέα για την αποστολή που πραγματοποιήθηκε από την εν λόγω αρχή και για την παραλαβή αυτής της αποστολής από τον οικείο προσφέροντα ή υποψήφιο.

Άρθρο 2ε

1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών για ασφαλιστικά μέτρα και των διαδικασιών για παραμερισμό των αποφάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 και στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία α), β) και γ) κατά των συμβάσεων που παρανόμως ανατέθηκαν απευθείας, στις συνθήκες που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου.

2. Εφόσον ο αναθέτων φορέας εκτιμά ότι, όσον αφορά το ισχύον κοινοτικό δίκαιο, δύναται να μην κινήσει επίσημη διαδικασία η οποία να συνίσταται στη λήψη μέτρων δημοσιοποίησης και διαγωνισμού πριν από τη σύναψη δημόσιας σύμβασης της οποίας το ποσό υπερβαίνει το αντίστοιχο κατώτατο όριο που προβλέπεται στην οδηγία 2004/17/ΕΚ, ο αναθέτων αυτός φορέας πρέπει, πριν από τη σύναψη της εν λόγω δημόσιας σύμβασης, να λάβει τα εξής δύο μέτρα:

α) να εκδώσει απόφαση ανάθεσης που να μην παράγει κανένα συμβατικό αποτέλεσμα και να μην είναι δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 της παρούσας οδηγίας·

β) να δημοσιεύσει προκήρυξη που να εξασφαλίζει έναν επαρκή βαθμό δημοσιότητας και να περιέχει τουλάχιστον τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

Η δημοσίευση προκήρυξης σύμφωνα με τα άρθρα 43 και 44 της οδηγίας 2004/17/ΕΚ πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου.

3. Η σύναψη της σύμβασης που ακολουθεί την απόφαση ανάθεσης μιας δημόσιας σύμβασης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο κατά την εκπνοή προθεσμίας τουλάχιστον δέκα ημερολογιακών ημερών υπολογιζόμενων από την επομένη της ημέρας κατά την οποία η γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) άρχισε να αποτελεί αντικείμενο της απαιτούμενης δημοσιότητας.

4. Οι παράγραφοι 2 και 3 δεν εφαρμόζονται, ούτε σε περίπτωση κατεπείγουσας ανάγκης κατά την έννοια του άρθρου 40 παράγραφος 3 στοιχείο δ) της οδηγίας 2004/17/ΕΚ ούτε στις συμβάσεις που αποκλείονται ρητά σύμφωνα με τα άρθρα 19 έως 26 της εν λόγω οδηγίας.

Άρθρο 2στ

1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την τήρηση, αφενός, των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 1 παράγραφος 4 και στο άρθρο 2α παράγραφοι 2 και 3 και, αφετέρου, του άρθρου 2ε, με τους όρους που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου.

2. Η σύναψη σύμβασης που πραγματοποιείται κατά παράβαση των διατάξεων της παραγράφου 1 θεωρείται δεμ παράγει αποτελέσματα.

3. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η σύμβαση που συνάπτεται κατά παράβαση των διατάξεων της παραγράφου 1 παράγει, ωστόσο, ορισμένα αποτελέσματα μεταξύ των οικείων μερών ή έναντι τρίτων λόγω της παρέλευσης μιας προθεσμίας παραγραφής, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από έξι μήνες από την πραγματική ημερομηνία της σύναψης.

Η παρέκκλιση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί επίσης να εφαρμοστεί εφόσον, στο πλαίσιο προσφυγής με σκοπό τη διαπίστωση και την άντληση των συνεπειών από τη σύναψη που πραγματοποιήθηκε κατά παράβαση των διατάξεων της παραγράφου 1, ένα όργανο προσφυγής ανεξάρτητο από τον αναθέτοντα φορέα διαπιστώνει ότι η ικανοποίηση ορισμένων επιτακτικών αναγκών που συνδέονται με το γενικό συμφέρον μη οικονομικού χαρακτήρα επιβάλλει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να μην αμφισβητηθούν ορισμένα αποτελέσματα της εν λόγω σύμβασης.

4. Τα κράτη μέλη καθορίζουν το καθεστώς κυρώσεων που επιβάλλονται σε περίπτωση σύναψης σύμβασης κατά παράβαση των διατάξεων της παραγράφου 1, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 ή εφόσον ενός αναθέτων φορέας επικαλέστηκε την κατεπείγουσα ανάγκη κατά την έννοια του άρθρου 40 παράγραφος 3 στοιχείο δ) της οδηγίας 2004/17/ΕΚ, ενώ δεν πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από την εν λόγω διάταξη.

Οι εν λόγω κυρώσεις πρέπει να είναι πραγματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές.

Τα κράτη μέλη θα κοινοποιήσουν αυτές τις διατάξεις στην Επιτροπή το αργότερο στις [18 μήνες μετά τη δημοσίευση της παρούσας οδηγίας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης] , καθώς και οποιαδήποτε σχετική μεταγενέστερη τροποποίηση το συντομότερο δυνατόν.»

4) Τα άρθρα 3 έως 7 καταργούνται.

5) Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α) Οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Η Επιτροπή μπορεί να επικαλεστεί τις διαδικασίες που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5 εάν κρίνει ότι έχει διαπραχθεί σοβαρή παράβαση των κοινοτικών διατάξεων σχετικά με τις συμβάσεις, κατά τη διαδικασία σύναψης σύμβασης υπαγομένης στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/17/ΕΚ ή όσον αφορά το άρθρο 27 στοιχείο α) της ίδιας οδηγίας για τους αναθέτοντες φορείς στους οποίους εφαρμόζεται αυτή η διάταξη.

2. Η Επιτροπή γνωστοποιεί στο κράτος μέλος και στον οικείο αναθέτοντα φορέα τους λόγους για τους οποίους κρίνει ότι έχει διαπραχθεί σοβαρή παράβαση, και ζητεί τη θεραπεία της με τα κατάλληλα μέσα.

Η Επιτροπή τάσσει στο οικείο κράτος μέλος εύλογη προθεσμία απάντησης, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες της κάθε περίπτωσης».

β) Στην παράγραφο 3, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εντός της προβλεπόμενης στην παράγραφο 2 προθεσμίας, το οικείο κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή:».

6) Τα άρθρα 9 έως 11 καταργούνται.

7) Το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

« Άρθρο 12

1. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν κάθε χρόνο στην Επιτροπή πληροφορίες για τη λειτουργία των εθνικών διαδικασίων προσφυγής που κινήθηκαν κατά τη διάρκεια του προηγούμενου ημερολογιακού έτους. Η Επιτροπή καθορίζει, σε διαβούλευση με τη Συμβουλευτική Επιτροπή Δημόσιων Συμβάσεων, το αντικείμενο και τη φύση αυτών των πληροφοριών.

2. Πριν από τη πάροδο έξι ετών από [18 μήνες μετά την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας οδηγίας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης] , η Επιτροπή, σε διαβούλευση με τη Συμβουλευτική Επιτροπή Δημόσιων Συμβάσεων, επανεξετάζει την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας και προτείνει, ενδεχομένως, τις τροποποιήσεις που κρίνονται αναγκαίες.»

8) Το κείμενο που παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙ της παρούσας οδηγίας προστίθεται ως παράρτημα.

Άρθρο 3 Μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο

1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το αργότερο [18 μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας οδηγίας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης]. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ των εν λόγω διατάξεων και των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 4 Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

Άρθρο 5 Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, […]

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος […] […]

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Ελάχιστες πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη προκήρυξη που αναφέρεται στο άρθρο 2ε παράγραφος 2 στοιχείο β)

- ονομασία, διεύθυνση και αρμόδιος(-οι) επαφής της αναθέτουσας αρχής·

- τίτλος που δόθηκε στη σύμβαση από την αναθέτουσα αρχή·

- είδος σύμβασης (έργων/προμηθειών/υπηρεσιών) και τόπος εκτέλεσης, παράδοσης ή παροχής·

- σύντομη περιγραφή της σύμβασης·

- ταξινόμηση CPV (κοινό λεξιλόγιο για τις δημόσιες συμβάσεις)·

- τελική συνολική αξία της σύμβασης που ανατίθεται·

- ημερομηνία της απόφασης ανάθεσης της σύμβασης·

- αιτιολόγηση της επιλογής να μην κινηθεί επίσημη διαδικασία η οποία να συνίσταται στη λήψη μέτρων δημοσιοποίησης και διαγωνισμού πριν από τη σύναψη δημόσιας σύμβασης της οποίας το ποσό υπερβαίνει το αντίστοιχο κατώφλι που ορίζεται στην οδηγία 2004/18/ΕΚ, όσον αφορά την/τις περίπτωση(-ώσεις) που αναφέρεται(-ονται) στο άρθρο 31 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, ή οποιαδήποτε άλλη αιτιολόγηση που συνάδει με το ισχύον κοινοτικό δίκαιο·

- όνομα και διεύθυνση του οικονομικού φορέα στον οποίον ανατέθηκε η σύμβαση·

- ακριβής αναφορά του αρμόδιου οργάνου για τις διαδικασίες προσφυγής και τις προθεσμίες άσκησης προσφυγής·

- υπηρεσία από την οποία μπορούν να λαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με την άσκηση προσφυγής.»

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Ελάχιστες πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη προκήρυξη που αναφέρεται στο άρθρο 2ε παράγραφος 2 στοιχείο β)

- ονομασία, διεύθυνση και αρμόδιος(-οι) επαφής του αναθέτοντος φορέα·

- τίτλος που δόθηκε στη σύμβαση από τον αναθέτοντα φορέα·

- είδος σύμβασης (έργων/προμηθειών/υπηρεσιών) και τόπος εκτέλεσης, παράδοσης ή παροχής·

- σύντομη περιγραφή της σύμβασης·

- ταξινόμηση CPV (κοινό λεξιλόγιο για τις δημόσιες συμβάσεις)·

- τελική συνολική αξία της σύμβασης που ανατίθεται·

- ημερομηνία της απόφασης ανάθεσης της σύμβασης·

- αιτιολόγηση της επιλογής να μην κινηθεί επίσημη διαδικασία η οποία να συνίσταται στη λήψη μέτρων δημοσιοποίησης και διαγωνισμού πριν από τη σύναψη δημόσιας σύμβασης της οποίας το ποσό υπερβαίνει το αντίστοιχο κατώφλι που ορίζεται στην οδηγία 2004/17/ΕΚ, όσον αφορά την/τις περίπτωση(-ώσεις) που αναφέρεται(-ονται) στο άρθρο 40 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/17/ΕΚ, ή οποιαδήποτε άλλη αιτιολόγηση που συνάδει με το ισχύον κοινοτικό δίκαιο·

- όνομα και διεύθυνση του οικονομικού φορέα στον οποίον ανατέθηκε η σύμβαση·

- ακριβής αναφορά του αρμόδιου οργάνου για τις διαδικασίες προσφυγής και τις προθεσμίες άσκησης προσφυγής·

- υπηρεσία από την οποία μπορούν να λαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με την άσκηση προσφυγής.»[pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic]

[1] ΕΕ C της […], σ. […].

[2] ΕΕ C της […], σ. […].

[3] ΕΕ C της […], σ. […].

[4] ΕΕ C της […], σ. […].

[5] ΕΕ L 395 της 30.12.1989, σ. 33. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50/ΕΟΚ (ΕΕ L 209 της 24.7.1992, σ. 1).

[6] ΕΕ L 76 της 23.3.1992, σ. 14. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την πράξη προσχώρησης του 2003.

[7] ΕΕ L 134 της 30.4.2004, σ. 114. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2083/2005 της Επιτροπής (ΕΕ L 333 της 20.12.2005, σ. 28).

[8] ΕΕ L 134 της 30.4.2004, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2083/2005.

[9] Συλλογή 2005, σ. I-1, σκέψη 39.

Top