Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32004R0074

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 74/2004 του Συμβουλίου, της 13ης Ιανουαρίου 2004, για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού, καταγωγής Ινδίας

ΕΕ L 12 της 17/01/2004, p. 1–29 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 18/01/2009: This act has been changed. Current consolidated version: 16/12/2006

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2004/74/oj

32004R0074

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 74/2004 του Συμβουλίου, της 13ης Ιανουαρίου 2004, για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού, καταγωγής Ινδίας

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 012 της 17/01/2004 σ. 0001 - 0029


Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 74/2004 του Συμβουλίου

της 13ης Ιανουαρίου 2004

για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού, καταγωγής Ινδίας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2026/97 του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας(1), και ιδίως το άρθρο 15,

την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή, ύστερα από διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Α. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1. Έναρξη διαδικασίας

(1) Στις 18 Δεκεμβρίου 2002, η Επιτροπή ανήγγειλε με ανακοίνωση ("ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας") που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την έναρξη διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων σχετικά με τις εισαγωγές στην Κοινότητα βαμβακερών πανικών κρεβατιού, καταγωγής Ινδίας, είτε αμιγών, είτε σύμμεικτων με συνθετικές ή τεχνητές ίνες ή λινάρι (όπου δεν κυριαρχεί η ίνα από λινάρι), λευκασμένων, βαμμένων ή τυπωμένων (εφεξής: "βαμβακερά πανικά κρεβατιού"), καταγωγής Ινδίας(2) και άρχισε έρευνα.

(2) Η διαδικασία κινήθηκε ύστερα από καταγγελία που υποβλήθηκε το Νοέμβριο του 2002 από την Committee of the Cotton and Allied Textile Industries of the European Community (Eurocoton) (εφεξής: "ο καταγγέλλων"), για λογαριασμό των παραγωγών που αντιπροσωπεύουν άνω του 25 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής βαμβακερών πανικών κρεβατιού. Η καταγγελία περιείχε, εκ πρώτης όψεως, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την άσκηση πρακτικών επιδοτήσεων στο υπό εξέταση προϊόν και τη σημαντική ζημία που προέκυπτε από την πρακτική αυτή, στοιχεία τα οποία θεωρήθηκαν επαρκή για να δικαιολογήσουν την έναρξη διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων.

(3) Πριν από την έναρξη της διαδικασίας και σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97 (εφεξής "ο βασικός κανονισμός"), η Επιτροπή κοινοποίησε στην κυβέρνησης της Ινδίας ότι είχε λάβει δεόντως τεκμηριωμένη καταγγελία στην οποία προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού, καταγωγής Ινδίας, προκαλούν σημαντική ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Οι ινδικές δημόσιες αρχές κλήθηκαν να συμμετάσχουν σε διαβουλεύσεις με σκοπό την αποσαφήνιση της κατάστασης όσον αφορά το περιεχόμενο της καταγγελίας και την επίτευξη αμοιβαία αποδεκτής λύσης. Εν συνέχεια, διεξήχθησαν διαβουλεύσεις μεταξύ των ινδικών δημόσιων αρχών και της Επιτροπής στα γραφεία της τελευταίας στις Βρυξέλλες, αλλά οι ινδικές δημόσιες αρχές δεν υπέβαλαν πειστικά αποδεικτικά στοιχεία που θα μπορούσαν να αναιρέσουν τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην καταγγελία. Εντούτοις, ελήφθησαν δεόντως υπόψη τα σχόλια των ινδικών δημόσιων αρχών όσον αφορά τους ισχυρισμούς που περιέχονται στην καταγγελία για τις επιδοτούμενες εισαγωγές και τη σημαντική ζημία που έχει προκληθεί στο σχετικό κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

(4) Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα τους παραγωγούς-εξαγωγείς και τους εισαγωγείς που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται, καθώς και τις ενώσεις τους, τους αντιπροσώπους της ενδιαφερόμενης χώρας εξαγωγής, τον καταγγέλλοντα και τους λοιπούς κοινοτικούς παραγωγούς, τις γνωστές ενώσεις παραγωγών καθώς και τους γνωστούς χρήστες σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας. Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν τη δυνατότητα να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση εντός της προθεσμίας που προβλεπόταν στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας.

(5) Διατυπώθηκε η παρατήρηση ότι μεσολάβησαν άνω των 45 ημερών μεταξύ της ημερομηνίας υποβολής της καταγγελίας και της ημερομηνίας έναρξης της διαδικασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 13 του βασικού κανονισμού, μια καταγγελία θεωρείται ότι υποβάλλεται την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την παράδοσή της στην Επιτροπή με συστημένη επιστολή ή βάσει της βεβαίωσης παραλαβής από την Επιτροπή. Η βεβαίωση παραλαβής φέρει ημερομηνία Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2002. Δεδομένου ότι η Παρασκευή 1η Νοεμβρίου ήταν αργία, η πρώτη εργάσιμη ημέρα με βάση τη βεβαίωση παραλαβής είναι η Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2002. Επομένως, η 4η Νοεμβρίου 2002 πρέπει να θεωρηθεί ως η ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας. Η ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας δημοσιεύθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2002, δηλαδή σαφώς εντός της προθεσμίας των 45 ημερών από την υποβολή της καταγγελίας. Επομένως, η ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας δημοσιεύθηκε εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας του άρθρου 10 παράγραφος 13 του βασικού κανονισμού.

2. Δειγματοληψία

ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ ΤΩΝ ΙΝΔΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ-ΕΞΑΓΩΓΕΩΝ

Γενικές παρατηρήσεις

(6) Λόγω του μεγάλου αριθμού εξαγωγέων στην Ινδία, η Επιτροπή αποφάσισε να εφαρμόσει τεχνικές δειγματοληψίας σύμφωνα με το άρθρο 27 του βασικού κανονισμού.

(7) Για να επιτραπεί στην Επιτροπή να επιλέξει ένα δείγμα, οι εξαγωγείς και οι αντιπρόσωποί τους κλήθηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, να αναγγελθούν εντός τριών εβδομάδων από την έναρξη της διαδικασίας και να προσκομίσουν βασικά στοιχεία σχετικά με τις εξαγωγές τους και τον εγχώριο κύκλο εργασιών τους, για ορισμένα ιδιαίτερα καθεστώτα επιδοτήσεων, καθώς και τα ονόματα και τις δραστηριότητες όλων των συνδεδεμένων εταιρειών. Η Επιτροπή ήλθε επίσης σε επαφή με τις ινδικές αρχές.

Προεπιλογή του δείγματος

(8) Αναγγέλθηκαν πάνω από ογδόντα εταιρείες που είχαν εξαγάγει το υπό εξέταση προϊόν στην Κοινότητα κατά την περίοδο της έρευνας και προσκόμισαν τα απαιτούμενα στοιχεία εντός της προθεσμίας των τριών εβδομάδων. Οι εταιρείες αυτές θεωρήθηκαν αρχικά ως συνεργαζόμενες και ελήφθησαν υπόψη για την επιλογή του δείγματος. Οι εταιρείες αυτές αντιπροσώπευαν πάνω από το 90 % των συνολικών εξαγωγών της Ινδίας στην Κοινότητα.

(9) Οι εταιρείες που δεν επιλέχθηκαν τελικά στο δείγμα πληροφορήθηκαν ότι ο ενδεχόμενος δασμός κατά των επιδοτήσεων επί των εξαγωγών τους θα υπολογισθεί σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, δηλαδή ότι δεν θα υπερβεί το σταθμισμένο μέσο όρο του ποσού των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που θα καθοριστεί για τις εταιρείες του δείγματος.

(10) Οι εταιρείες που δεν αναγγέλθηκαν εντός της προθεσμίας που είχε καθορισθεί στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας, θεωρήθηκε ότι δεν συνεργάσθηκαν στην έρευνα.

Επιλογή του δείγματος

(11) Σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, το δείγμα επιλέχθηκε με βάση το μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο εξαγωγών για τον οποίον ήταν λογικό να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου. Βάσει αυτού, οκτώ παραγωγοί-εξαγωγείς (συν τρεις συνδεδεμένες εταιρείες) επιλέχθηκαν για τη δειγματοληψία σε συνεννόηση με τους αντιπροσώπους των εταιρειών, την επαγγελματική ένωση εξαγωγέων (Texprocil) και τις ινδικές δημόσιες αρχές. Το δείγμα αυτό αντιπροσώπευε το 55 % των ινδικών εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα.

(12) Στις εταιρείες που επιλέχθησαν δειγματοληπτικώς και που συνεργάσθηκαν πλήρως στην έρευνα εφαρμόστηκε ειδικό περιθώριο επιδότησης και ατομικός δασμός.

Ατομική εξέταση των εταιρειών που δεν επιλέχθηκαν στη δειγματοληψία

(13) Εικοσιμία συνεργασθείσες εταιρείες που δεν επιλέχθηκαν στη δειγματοληψία ζήτησαν να υπολογισθούν γι' αυτές ατομικά περιθώρια επιδότησης. Σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, το αίτημά τους δεν μπόρεσε να γίνει αποδεκτό στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, δεδομένου ότι ο αριθμός των εξαγωγέων είναι τόσο μεγάλος, ώστε να καθίσταται υπερβολικά επαχθής η ατομική εξέταση των δεδομένων εκάστου εξ αυτών και να παρεμποδίζεται η ολοκλήρωση της έρευνας εγκαίρως. Οι εν λόγω εικοσιμία εταιρείες ενημερώθηκαν σχετικά.

ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ

(14) Λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου αριθμού κοινοτικών παραγωγών που υποστήριξαν την καταγγελία και σύμφωνα με το άρθρο 27 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή ανήγγειλε στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας την πρόθεσή της να επιλέξει δείγμα κοινοτικών παραγωγών, με βάση το μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο παραγωγής και πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής για τον οποίον είναι λογικό να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου. Προς το σκοπό αυτό, η Επιτροπή ζήτησε από τις εταιρείες να παράσχουν πληροφορίες σχετικά με την παραγωγή και τις πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος.

(15) Βάσει των απαντήσεων που ελήφθησαν, η Επιτροπή επέλεξε πέντε εταιρείες σε τρία κράτη μέλη. Η επιλογή πραγματοποιήθηκε σε συνάρτηση με τον όγκο της παραγωγής και τις πωλήσεις που θεωρήθηκε ότι κάλυπταν το αντιπροσωπευτικότερο μέγεθος της αγοράς.

(16) Δύο από τις πέντε αυτές εταιρείες, οι οποίες συγκαταλέγονταν στις μικρότερες, δεν μπόρεσαν να υποβάλουν πλήρη κατάλογο όλων των συναλλαγών που πραγματοποίησαν με μη συνδεδεμένους αγοραστές κατά την περίοδο της έρευνας και θεωρήθηκε, επομένως, ότι συνεργάσθηκαν εν μέρει μόνο.

3. Έρευνα

(17) Ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς της χώρας που αφορά η έρευνα, καθώς και ορισμένοι κοινοτικοί παραγωγοί, χρήστες και εισαγωγείς, γνωστοποίησαν γραπτώς τις απόψεις τους. Δεκτά σε ακρόαση έγιναν όλα τα μέρη που το ζήτησαν εντός της καθορισθείσας προθεσμίας και τα οποία απέδειξαν ότι η ακρόασή τους επιβάλλεται ένεκα ειδικών λόγων.

(18) Ελήφθησαν απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο από τους πέντε καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς που επιλέχθηκαν για τη δειγματοληψία, από αντιπροσωπευτικό δείγμα οκτώ ινδών παραγωγών-εξαγωγέων (συν τριών συνδεδεμένων εταιρειών) και από έναν μη συνδεδεμένο εισαγωγέα στην Κοινότητα.

(19) Η Επιτροπή συγκέντρωσε και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που έκρινε απαραίτητες για τον προσδιορισμό των επιδοτήσεων, της ζημίας, της αιτιώδους συνάφειας και του συμφέροντος της Κοινότητας. Πραγματοποιήθηκαν επίσης επιτόπιοι έλεγχοι στις εγκαταστάσεις των ακόλουθων εταιρειών:

Κοινοτικοί παραγωγοί:

- Bierbaum Unternehmensgruppe GmbH & Co.KG, Γερμανία

- Descamps SA, Γαλλία

- Gabel industria tessile SpA, Ιταλία

- Vanderschooten SA, Γαλλία

- Vincenzo Zucchi SpA, Ιταλία

Μη συνδεόμενοι κοινοτικοί εισαγωγείς:

- Richard Haworth, Ηνωμένο Βασίλειο

Ινδοί παραγωγοί-εξαγωγείς:

- The Bombay Dyeing and Manufacturing Co., Mumbai

- Brijmohan Purusottamdas, Mumbai

- Divya Textiles, Mumbai

- Jindal Worldwide Ltd., Ahmedabad (συνδεδεμένη εταιρεία με την Texcellence Overseas)

- Mahalaxmi Exports, Ahmedabad

- Nowrosjee Wadia & Sons, Mumbai (συνδεδεμένη εταιρεία με την Bombay Dyeing and Manufacturing Co.)

- N. W. Exports Limited, Mumbai (συνδεδεμένη εταιρεία με την Bombay Dyeing and Manufacturing Co.)

- Pasupati Fabrics, New Delhi

- Prakash Cotton Mills Pvt., Ltd., Mumbai

- Texcellence Overseas, Mumbai

- Vigneshwara Exports Limited, Mumbai

(20) Η έρευνα για την πρακτική επιδοτήσεων και τη ζημία κάλυψε την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 2001 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2002 (εφεξής "η περίοδος της έρευνας" ή "ΠΕ"). Η εξέταση των τάσεων που απαιτήθηκε για την αξιολόγηση της ζημίας κάλυψε την περίοδο από το 1999 έως το τέλος της ΠΕ ("εξεταζόμενη περίοδος").

(21) Δεδομένου ότι είναι αναγκαίο να εξετασθούν διεξοδικότερα ορισμένες πτυχές των επιδοτήσεων, της ζημίας, της αιτιώδους συνάφειας και του συμφέροντος της Κοινότητας, δεν επιβλήθηκαν προσωρινά αντισταθμιστικά μέτρα επί των εισαγωγών λευκασμένων πανικών κρεβατιού, καταγωγής Ινδίας.

Β. ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

1. Υπό εξέταση προϊόν

(22) Το υπό εξέταση προϊόν είναι ορισμένα πανικά κρεβατιού από ίνες βαμβακιού, είτε αμιγείς είτε σύμμεικτες με τεχνητές ίνες ή λινάρι (χωρίς να κυριαρχεί η ίνα από λινάρι), λευκασμένα, βαμμένα ή τυπωμένα, καταγωγής Ινδίας, τα οποία υπάγονται επί του παρόντος στους κωδικούς ΣΟ ex 6302 21 00 (κωδικοί Taric 6302 21 00*81, 6302 21 00*89 ), ex 6302 22 90 (κωδικός Taric 6302 22 90*19 ), ex 6302 31 10 (κωδικός Taric 6302 31 10*90 ), ex 6302 31 90 (κωδικός Taric 6302 31 90*90 ), και ex 6302 32 90 (κωδικός Taric 6302 32 90*19 ). Στα πανικά κρεβατιού περιλαμβάνονται τα σεντόνια (κατωσέντονα με λάστιχο ή πανωσέντονα), οι παπλωματοθήκες και οι μαξιλαροθήκες, τα οποία είναι συσκευασμένα για να πωληθούν είτε ξεχωριστά, είτε σε συνδυασμούς (σετ). Όλοι οι τύποι του προϊόντος παρουσιάζουν παρόμοια βασικά φυσικά χαρακτηριστικά και προορίζονται για τις ίδιες χρήσεις. Επομένως, θεωρούνται ως ένα και το αυτό προϊόν.

2. Ομοειδές προϊόν

(23) Όπως διαπιστώθηκε, το προϊόν που κατασκευάζεται και πωλείται στην εγχώρια αγορά της Ινδίας, το προϊόν που εξάγεται στην Κοινότητα από την Ινδία, καθώς και το προϊόν που κατασκευάζεται και πωλείται στην Κοινότητα από τους κοινοτικούς παραγωγούς, παρουσιάζουν τα ίδια βασικά φυσικά χαρακτηριστικά και προορίζονται για τις ίδιες χρήσεις, και συνεπώς θεωρούνται ως προϊόντα ομοειδή, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

Γ. ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΙΣ

1. Εισαγωγή

(24) Με βάση τις πληροφορίες που περιέχει η καταγγελία και τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής, η Επιτροπή εξέτασε τα ακόλουθα έξι καθεστώτα, που, κατά τους ισχυρισμούς, συνεπάγονται τη χορήγηση των εξαγωγικών επιδοτήσεων:

i) Καθεστώς πιστώσεων εισαγωγικών δασμών (Duty Entitlement Passbook - DEPB)

ii) Πιστοποιητικό ατελούς ανεφοδιασμού (Duty Free Replenishment Certificate - DFRC)

iii) Καθεστώς προώθησης των εξαγωγών που αφορούν κεφαλαιουχικά αγαθά (Export Promotion Capital Goods - EPCG)

iv) Καθεστώς προηγούμενης άδειας (Advance Licence Scheme - ALS)

v) Ελεύθερες βιομηχανικές ζώνες εξαγωγών/μονάδες με εξαγωγικό προσανατολισμό (Export Processing Zones/Export Oriented Units - EPZ/EOU)

vi) Καθεστώς απαλλαγής από το φόρο εισοδήματος (Income Tax Exemption - ITES).

(25) Τα καθεστώτα i), ii), iii) iv) και v) που διευκρινίζονται στην αιτιολογική σκέψη 24 βασίζονται στο νόμο του 1992 περί αναπτύξεως και ρυθμίσεως του εξωτερικού εμπορίου (αριθ. 22 του 1992) που άρχισε να ισχύει στις 7 Αυγούστου 1992. Ο εν λόγω νόμος του 1992 εξουσιοδοτεί τις ινδικές δημόσιες αρχές να δημοσιεύουν ανακοινώσεις που αφορούν την πολιτική στον τομέα των εισαγωγών και εξαγωγών. Οι ανακοινώσεις αυτές συνοψίζονται στα έγγραφα με τίτλο "Πολιτική εξαγωγών και εισαγωγών", τα οποία δημοσιεύονται από το υπουργείο εμπορίου ανά πενταετία και αναπροσαρμόζονται στην τρέχουσα κατάσταση τακτικά. Δύο έγγραφα πολιτικής στον τομέα των εξαγωγών και εισαγωγών έχουν σχέση με την ΠΕ της παρούσας υπόθεσης: το πενταετές σχέδιο σχετικά με την περίοδο από την 1η Απριλίου 1997 έως τις 31 Μαρτίου 2002 και το πενταετές σχέδιο σχετικά με την περίοδο από την 1η Απριλίου 2002 έως τις 31 Μαρτίου 2007. Εξάλλου, οι ινδικές δημόσιες αρχές έχουν καθορίσει τις διαδικασίες που διέπουν την πολιτική εξωτερικού εμπορίου της Ινδίας στο "Εγχειρίδιο εισαγωγικών και εξαγωγικών διαδικασιών - 1η Απριλίου 2002 έως 31 Μαρτίου 2007" (τόμος 1). Ένα παρόμοιο εγχειρίδιο διαδικασιών υπάρχει για την περίοδο από την 1η Απριλίου 1997 έως τις 31 Μαρτίου 2002. Το εγχειρίδιο διαδικασιών αναπροσαρμόζεται επίσης τακτικά.

(26) Κατά τον επιτόπιο έλεγχο που πραγματοποιήθηκε στην έδρα των ινδικών δημόσιων αρχών διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν επέλθει σημαντικές αλλαγές στην πολιτική εισαγωγών και εξαγωγών σε σχέση με τα εν λόγω καθεστώτα επιδοτήσεων κατά την ΠΕ. Από το έγγραφο πολιτικής εισαγωγών και εξαγωγών για την περίοδο από την 1η Απριλίου 2002 έως τις 31 Μαρτίου 2007 προκύπτει σαφώς, εκτός αν ορίζεται άλλως, ότι οι άδειες/πιστοποιητικά/εξουσιοδοτήσεις που εκδόθηκαν πριν από την έναρξη της πολιτικής αυτής εξακολουθούν να ισχύουν για τον σκοπό για τον οποίο εκδόθηκαν.

(27) Οι μνείες της νομικής βάσης των προαναφερόμενων καθεστώτων επιδοτήσεων i) έως v) που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 24, και που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας, πραγματοποιούνται με βάση το έγγραφο πολιτικής εξαγωγών και εισαγωγών για την περίοδο από την 1η Απριλίου 2002 έως τις 31 Μαρτίου 2007 και το "εγχειρίδιο διαδικασιών - 1η Απριλίου 2002 έως 31 Μαρτίου 2007" (τόμος 1).

(28) Το καθεστώς απαλλαγής από το φόρο εισοδήματος που αναφέρεται στο σημείο vi), της αιτιολογικής σκέψης 24, βασίζεται στο νόμο του 1961 περί φόρου εισοδήματος, ο οποίος τροποποιείται ετησίως από το νόμο περί δημοσιονομικών.

2. Καθεστώς πιστώσεων εισαγωγικών δασμών (Duty Entitlement Passbook - DEPB)

α) Νομική βάση

(29) Το DEPB τέθηκε σε ισχύ την 1η Απριλίου 1997 με την τελωνειακή ανακοίνωση αριθ. 34/97. Το έγγραφο πολιτικής εισαγωγών και εξαγωγών (παράγραφοι 4.3.1 έως 4.3.4) και το εγχειρίδιο διαδικασιών (παράγραφοι 4.37 έως 4.53) περιέχουν λεπτομερή περιγραφή του καθεστώτος. Το καθεστώς DEPB έχει διαδεχθεί το καθεστώς του βιβλιαρίου πιστώσεων (Passbook Scheme), το οποίο έληξε στις 31 Μαρτίου 1997. Από την αρχή, υπήρχαν δύο τύποι καθεστώτων DEPB, ήτοι το καθεστώς DEPB πριν από την εξαγωγή και το καθεστώς DEPB μετά την εξαγωγή. Οι ινδικές δημόσιες αρχές δήλωσαν ότι το καθεστώς DEPB πριν από την εξαγωγή καταργήθηκε την 1η Απριλίου 2000 και, επομένως, το καθεστώς αυτό δεν εφαρμοζόταν κατά την ΠΕ. Διαπιστώθηκε ότι καμία από τις εταιρείες δεν προσπορίστηκε οφέλη δυνάμει του καθεστώτος DEPB πριν από την εξαγωγή. Επομένως, δεν είναι απαραίτητο να καθοριστεί η αντισταθμισιμότητα του καθεστώτος DEPB πριν από την εξαγωγή.

β) Επιλεξιμότητα

(30) Από το καθεστώς DEPB, μπορούν να επωφελούνται μετά την εξαγωγή οι παραγωγοί-εξαγωγείς ή οι έμποροι-εξαγωγείς (δηλαδή οι εμπορικοί φορείς).

γ) Πρακτική εφαρμογή του καθεστώτος DEPB μετά την εξαγωγή

(31) Σύμφωνα με το καθεστώς αυτό, οποιοσδήποτε επιλέξιμος εξαγωγέας μπορεί να ζητήσει πιστώσεις που υπολογίζονται ως ποσοστό της αξίας των εξαγομένων τελικών προϊόντων. Οι εν λόγω συντελεστές DEPB έχουν καθοριστεί από τις ινδικές αρχές για τα περισσότερα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένου του υπό εξέταση προϊόντος, με βάση τους συνήθεις κανόνες εισαγωγών/εξαγωγών ("Standard Input/Output norms - SION"). Η άδεια που αναφέρει το ποσό της χορηγηθείσας πίστωσης εκδίδεται αυτομάτως κατά την παραλαβή της αίτησης.

(32) Το καθεστώς DEPB μετά την εξαγωγή επιτρέπει τη χρησιμοποίηση αυτών των πιστώσεων για την αντιστάθμιση των δασμών που εφαρμόζονται σε μεταγενέστερες εισαγωγές οποιουδήποτε εμπορεύματος, με εξαίρεση τα προϊόντα των οποίων η εισαγωγή απαγορεύεται ή υπόκειται σε περιορισμούς. Τα εισαγόμενα εμπορεύματα με βάση τις πιστώσεις αυτές μπορούν να πωλούνται στην εγχώρια αγορά (μόλις καταβληθεί ο φόρος επί των πωλήσεων) ή να χρησιμοποιούνται κατά διαφορετικό τρόπο.

(33) Οι άδειες DEPB είναι ελευθέρως μεταβιβάσιμες και, συνεπώς, πωλούνται συχνά. Η άδεια DEPB ισχύει για περίοδο δώδεκα μηνών από την ημερομηνία χορήγησής της. Η εταιρεία είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στην αρμόδια αρχή τέλος ίσο με το 0,5 % της πίστωσης DEPB που έχει λάβει.

δ) Συμπεράσματα σχετικά με το καθεστώς DEPB μετά την εξαγωγή

(34) Όταν μια εταιρεία εξάγει προϊόντα, λαμβάνει πίστωση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αντισταθμιστούν τα ποσά των δασμών που πρέπει να καταβληθούν για μελλοντικές εισαγωγές εμπορευμάτων οποιουδήποτε τύπου ή μπορεί απλώς να πωληθεί.

(35) Η πίστωση υπολογίζεται αυτόματα σύμφωνα με μια μέθοδο που χρησιμοποιεί τους συντελεστές SION, ανεξάρτητα από το αν εισήχθησαν συντελεστές παραγωγής, αν έχει καταβληθεί επ' αυτών εισαγωγικός δασμός ή αν οι συντελεστές παραγωγής χρησιμοποιήθηκαν πραγματικά για την παραγωγή προϊόντων που προορίζονται για εξαγωγές και στις προβλεπόμενες ποσότητες. Πράγματι, μια εταιρεία μπορεί να ζητήσει άδεια βάσει εξαγωγών που πραγματοποιήθηκαν στο παρελθόν, ανεξάρτητα από το αν πραγματοποιεί εισαγωγές ή αν αγοράζει προϊόντα από άλλες πηγές. Οι πιστώσεις DEPB θεωρούνται ως χρηματοδοτική συνδρομή επειδή πρόκειται για μη επιστρεπτέες ενισχύσεις. Περιλαμβάνουν άμεση μεταφορά κεφαλαίων, δεδομένου ότι μπορούν είτε να εκχωρηθούν και να μετατραπούν σε ρευστά διαθέσιμα, είτε να χρησιμοποιηθούν για την αντιστάθμιση των εισαγωγικών δασμών, με αποτέλεσμα την παραίτηση των ινδικών δημόσιων αρχών από την απαίτηση κανονικά οφειλόμενων εσόδων.

(36) Η Texprocil υποστήριξε ότι εάν ο εξαγωγέας εισάγει πράγματι συντελεστές παραγωγής που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή προϊόντων εξαγωγής και χρησιμοποιεί τις πιστώσεις DEPB για να καταβάλει το δασμό επί των εισαγόμενων συντελεστών παραγωγής, δεν μπορεί να λεχθεί ότι ο εξαγωγέας έχει τύχει αντισταθμίσιμου οφέλους χάρη στο DEPB.

(37) Εν προκειμένω, το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι, εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, το καθεστώς επιστροφής και το καθεστώς επιστροφής σε περιπτώσεις υποκατάστασης, τα οποία είναι σύμφωνα με τους αυστηρούς κανόνες που καθορίζονται στο παράρτημα Ι στοιχείο i), καθώς και στο παράρτημα ΙΙ (ορισμός και κανόνες επιστροφής φόρου) και στο παράρτημα ΙΙΙ (ορισμός και κανόνες επιστροφής φόρου σε περίπτωση υποκατάστασης).

(38) Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, ο εξαγωγέας δεν είναι υποχρεωμένος να καταναλώσει πραγματικά τα εμπορεύματα που εισάγονται με δασμολογική ατέλεια κατά την παραγωγική διαδικασία και το ποσό της πίστωσης δεν υπολογίζεται ανάλογα με τους πραγματικά χρησιμοποιηθέντες συντελεστές παραγωγής.

(39) Επιπλέον, δεν έχει θεσπιστεί άλλο σύστημα ή διαδικασία που επιτρέπει να επιβεβαιωθεί ποιοι είναι οι συντελεστές παραγωγής που καταναλώνονται πραγματικά κατά την παραγωγική διαδικασία του εξαγόμενου προϊόντος ή αν έχει πραγματοποιηθεί καθ' υπέρβαση πληρωμή εισαγωγικών δασμών κατά την έννοια του παραρτήματος Ι στοιχείο i) και των παραρτημάτων ΙΙ και ΙΙΙ του βασικού κανονισμού.

(40) Τέλος, οι παραγωγοί μπορούν να επωφελούνται από τα οφέλη που απορρέουν από το καθεστώς DEPB, ανεξάρτητα από το αν εισάγουν πράγματι συντελεστές παραγωγής. Για να επωφεληθεί του καθεστώτος ένας εξαγωγέας, αρκεί να εξάγει απλώς εμπορεύματα, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ότι έχει εισαγάγει υλικό για την παραγωγή τους. Έτσι, ακόμη και οι εξαγωγείς που προμηθεύονται όλους τους συντελεστές παραγωγής από την τοπική αγορά και δεν εισάγουν προϊόντα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως συντελεστές παραγωγής, δικαιούνται επίσης να προσπορίζονται τα οφέλη που απορρέουν από το καθεστώς DEPB. Επομένως, το καθεστώς DEPB μετά την εξαγωγή δεν πληροί τα κριτήρια των παραρτημάτων Ι, ΙΙ και ΙΙΙ.

(41) Αν δεν υφίσταται υποχρέωση χρησιμοποίησης εισαγόμενων συντελεστών παραγωγής κατά την παραγωγική διαδικασία και σύστημα επαλήθευσης, όπως προβλέπει το παράρτημα ΙΙ του βασικού κανονισμού, το καθεστώς DEPB μετά την εξαγωγή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιτρεπόμενο καθεστώς επιστροφής ή καθεστώς επιστροφής σε περιπτώσεις υποκατάστασης (παράρτημα ΙΙΙ) δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) του βασικού κανονισμού.

(42) Επομένως, επειδή δεν εφαρμόζεται η εν λόγω παρέκκλιση στον ορισμό της επιδότησης που προβλέπεται για τα καθεστώτα επιστροφής και επιστροφής σε περιπτώσεις υποκατάστασης που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 37, δεν τίθεται ζήτημα καθ' υπέρβαση επιστροφής και το αντισταθμίσιμο όφελος συνίσταται στη διαγραφή των συνολικών εισαγωγικών δασμών που οφείλονται κανονικά εφ' όλων των εισαγωγών.

(43) Βάσει των ανωτέρω, συνήχθη το συμπέρασμα ότι οι ινδικές δημόσιες αρχές, με την έκδοση ελευθέρως μεταβιβάσιμης άδειας, παρέχουν στους εξαγωγείς χρηματοδοτική συνεισφορά δυνάμει του καθεστώτος DEPB. Η χρηματοδοτική αυτή συνεισφορά προσπορίζει όφελος στον δικαιούχο πίστωσης DEPB, δεδομένου ότι ο τελευταίος λαμβάνει χρηματική παροχή που, αυτή καθαυτή, δεν θα ήταν διαθέσιμη στην αγορά. Επομένως, το καθεστώς αποτελεί επιδότηση. Δεδομένου ότι η επιδότηση αυτή μπορεί να ληφθεί μόνο στην περίπτωση πραγματοποίησης εξαγωγών, εξαρτάται de jure από την επίτευξη εξαγωγικής επίδοσης σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού. Επομένως, η επιδότηση θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, είναι αντισταθμίσιμη.

ε) Υπολογισμός του ποσού της επιδότησης για το καθεστώς DEPB μετά την εξαγωγή

(44) Tο όφελος που αποκόμισαν οι εταιρείες υπολογίστηκε με βάση το ποσό της πίστωσης που χορηγήθηκε στις άδειες που χρησιμοποιήθηκαν ή μεταφέρθηκαν κατά την ΠΕ.

(45) Στις περιπτώσεις που οι άδειες χρησιμοποιήθηκαν για την εισαγωγή προϊόντων χωρίς την καταβολή εφαρμοστέων δασμών, το όφελος υπολογίστηκε με βάση το σύνολο των εισαγωγικών δασμών από τους οποίους παραιτήθηκε το Δημόσιο. Στις περιπτώσεις που οι άδειες μεταφέρθηκαν (εκχωρήθηκαν), το όφελος υπολογίστηκε με βάση το ποσό της πίστωσης που χορηγήθηκε στην άδεια (ονομαστική αξία) ανεξάρτητα από την τιμή πώλησης της τελευταίας, δεδομένου ότι η πώληση μιας άδειας αποτελεί καθαρά εμπορική απόφαση που δεν μεταβάλλει το ποσό του οφέλους (ισοδύναμου προς τη μεταφορά κεφαλαίων των ινδικών δημόσιων αρχών) που αποκομίστηκε από το καθεστώς.

(46) Το ποσό της επιδότησης κατανεμήθηκε στις συνολικές εξαγωγές κατά την ΠΕ, σύμφωνα με το άρθρο 7 του βασικού κανονισμού. Κατά τον υπολογισμό του οφέλους, αφαιρέθηκαν τα έξοδα που είχαν πραγματοποιηθεί κατ' ανάγκη για τη χορήγηση της επιδότησης.

(47) Για μια εταιρεία διαπιστώθηκε ότι το έγγραφο πολιτικής εισαγωγών και εξαγωγών απέκλειε ρητώς ορισμένα εμπορεύματα από το πεδίο εφαρμογής του DEPB, δεδομένου ότι η εξαγωγή των εμπορευμάτων αυτών υπόκειτο σε ειδικές άδειες. Στην περίπτωση αυτή, για τον υπολογισμό της κατ' αξίαν επιδότησης θεωρήθηκε σκόπιμο να κατανεμηθεί το όφελος του DEPB (αριθμητής) επί του κύκλου πωλήσεων εξαγωγών των προϊόντων που μπορούσαν να υπαχθούν στο καθεστώς DEPB (παρονομαστής).

(48) Η Texprocil και διάφορες εταιρείες υποστήριξαν ότι τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν για την πληρωμή ειδικευμένων υπαλλήλων, οι προμήθειες πωλήσεων και διάφορα άλλα έξοδα θα έπρεπε να αφαιρεθούν κατά τον υπολογισμό του οφέλους που προκύπτει από το εν λόγω καθεστώς. Εν προκειμένω, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η προσφυγή σε τρίτους για την πώληση των αδειών αποτελεί καθαρά εμπορική απόφαση που δεν μεταβάλλει το ποσό της πίστωσης που χορηγείται στις άδειες. Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, είναι δυνατό να αφαιρείται από τη συνολική επιδότηση μόνο κάθε αναγκαίο έξοδο που πραγματοποιήθηκε με σκοπό τη λήψη της επιδότησης. Δεδομένου ότι τα εν λόγω έξοδα δεν είναι αναγκαία για την εξασφάλιση του δικαιώματος προς επιδότηση, τα αιτήματα απορρίφθηκαν.

(49) Η Texprocil και οι διάφορες άλλες εταιρείες υποστήριξαν ότι η πώληση των αδειών DEPB υπόκειτο σε φόρο επί των πωλήσεων και, επομένως, το όφελος έπρεπε να μειωθεί ανάλογα. Ωστόσο, σύμφωνα με την ινδική φορολογική νομοθεσία, υποκείμενος στο φόρο επί των πωλήσεων είναι ο αγοραστής και όχι ο πωλητής. Ο πωλητής αρκείται στο εισπράξει τον εν λόγω φόρο για λογαριασμό των αρμόδιων αρχών. Συνεπώς, το αίτημα απορρίφθηκε.

(50) Διάφορες εταιρείες παρατήρησαν ότι οι πωλήσεις των αδειών DEPB δημιουργούν επιπλέον έσοδα και, με τον τρόπο αυτό, αυξάνουν τη συνολική φορολογική οφειλή τους, κυρίως όσον αφορά το φόρο εισοδήματος των εταιρειών. Επομένως, ζήτησαν να μειωθεί το όφελος που απορρέει για τις εταιρείες αυτές από τις πιστώσεις DEPB κατά το ποσό του πράγματι καταβλητέου φόρου εισοδήματος. Οι εταιρείες δήλωσαν επίσης ότι το αίτημα αυτό δεν είναι αιτιολογημένο αν, κατά την ίδια περίοδο, δεν οφείλεται κανείς φόρος επί του εισοδήματος. Επιπλέον, η Texprocil υποστήριξε ότι τα έσοδα που συνδέονται με το καθεστώς DEPB είναι φορολογητέα με ενιαίο συντελεστή που εφαρμόζεται στους εξαγωγείς και ότι, αν ο εξαγωγέας έχει πράγματι καταβάλει το φόρο επί των οφελών DEPB που χορηγεί η ινδική δημόσια διοίκηση, το όφελος που έχει αποκομιστεί μειώνεται κατά το ποσό του φόρου εισοδήματος.

Κατά την εξέταση των επιχειρημάτων αυτών, πρέπει, κατ' αρχάς, να γίνει υπόμνηση ότι μια πίστωση DEPB αποτελεί μη επιστρεπτέα ενίσχυση που χορηγείται σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, δεν μπορεί πράγματι να αποκλειστεί ότι οι ενισχύσεις αυτές μπορούν, σε μεταγενέστερο στάδιο, να αυξήσουν τη συνολική φορολογική οφειλή μιας εταιρείας. Ωστόσο, τούτο ενδέχεται να συμβεί μελλοντικά και εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, οι περισσότεροι από τους οποίους επηρεάζονται από εμπορικές αποφάσεις που λαμβάνει η ίδια η εταιρεία. Οι παράγοντες αυτοί δεν αφορούν μόνο τον καθορισμό των τιμών και τις πωλήσεις, αλλά και διάφορα άλλα στοιχεία που διέπουν τη συνολική φορολογική οφειλή, όπως για παράδειγμα οι αποφάσεις οι σχετικές με το ρυθμό απόσβεσης, τη μεταφορά των ζημιών και πολλούς άλλους παράγοντες. Όλες αυτές οι αποφάσεις επηρεάζουν τη φορολογική κατηγορία που εφαρμόζεται τελικά στην εταιρεία σε συγκεκριμένο φορολογικό έτος. Επομένως, δεν είναι δυνατό να καθοριστεί με ακρίβεια κατά πόσο έχουν συμβάλει στον προσδιορισμό του εφαρμοστέου φορολογικού συντελεστή τα οφέλη που έχουν προκύψει από τις πωλήσεις DEPB. Επιπλέον, αν η ενδιαφερόμενη εταιρεία είχε χρησιμοποιήσει τις άδειες DEPB για τους σκοπούς για τους οποίους προορίζονται πράγματι, και συγκεκριμένα για την εισαγωγή συντελεστών παραγωγής, θα είχε πράγματι μειώσει το κόστος της και δεν θα είχε αυξήσει τα έσοδά της, γεγονός που μπορεί να έχει και πάλι διαφορετικό αντίκτυπο στη φορολογία.

Επομένως, είναι σαφές ότι η χορήγηση πιστώσεων DEPB και η ενδεχόμενη μεταγενέστερη φορολόγησή τους αποτελούν δύο ανεξάρτητες δράσεις της ινδικής δημόσιας διοίκησης. Δεν εναπόκειται στην αρχή που διεξάγει την έρευνα να επιχειρήσει να ανακατασκευάσει την κατάσταση που θα επικρατούσε σε περίπτωση φορολόγησης ή μη. Εν πάση περιπτώσει, τούτο δεν θα είχε επιπτώσεις στον υπολογισμό του ποσού των επιδοτήσεων που καθορίστηκε κατά την ΠΕ.

Συνεπώς, τα αιτήματα αυτά απορρίφθηκαν.

(51) Οκτώ εταιρείες της δειγματοληψίας επωφελήθηκαν από αυτό το καθεστώς κατά την ΠΕ και έλαβαν επιδοτήσεις που κυμαίνονταν μεταξύ 1,45 και 8,44 %.

3. Πιστοποιητικό ατελούς ανεφοδιασμού (Duty Free Replenishment Certificate - DFRC)

α) Νομική βάση

(52) Η νομική βάση του καθεστώτος αυτού περιγράφεται στις παραγράφους 4.2.1 έως 4.2.7 του έγγραφου πολιτικής εισαγωγών και εξαγωγών και στις παραγράφους 4.31 έως 4.36 του εγχειριδίου διαδικασιών.

β) Επιλεξιμότητα

(53) Το πιστοποιητικό DFRC εκδίδεται για τους εμπόρους-εξαγωγείς ή τους κατασκευαστές-εξαγωγείς για την εισαγωγή με δασμολογική απαλλαγή των συντελεστών παραγωγής που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αγαθών.

γ) Πρακτική εφαρμογή

(54) Το DFRC είναι καθεστώς μετά τις εξαγωγές που επιτρέπει τον ανεφοδιασμό, δηλαδή την επανεισαγωγή με δασμολογική απαλλαγή των συντελεστών παραγωγής που έχουν τα ίδια τεχνικά χαρακτηριστικά, ποιότητα και προδιαγραφές με τους συντελεστές που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή του προοριζόμενου προς εξαγωγή προϊόντος. Η ποσότητα των συντελεστών αυτών καθορίζεται με βάση τα πρότυπα SION. Τα εισαγόμενα αυτά εμπορεύματα μπορούν να πωληθούν στην εγχώρια αγορά ή να χρησιμοποιηθούν κατά διαφορετικό τρόπο.

(55) Σύμφωνα με το καθεστώς αυτό, οποιοσδήποτε επιλέξιμος εξαγωγέας δύναται να υποβάλει αίτηση χορήγησης τέτοιου πιστοποιητικού. Το DFRC εκδίδεται για την εισαγωγή συντελεστών παραγωγής με βάση τα πρότυπα SION, όπως αναφέρεται στις φορτωτικές.

(56) Το DFRC καλύπτει μόνο τους συντελεστές παραγωγής που περιγράφονται στα πρότυπα SION. Τα τεχνικά χαρακτηριστικά, η ποιότητα και οι προδιαγραφές των συντελεστών παραγωγής που μπορούν να επανενταχθούν πρέπει να αντιστοιχούν στα χαρακτηριστικά των συντελεστών παραγωγής που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή του προοριζόμενου προς εξαγωγή προϊόντος.

(57) Το πιστοποιητικό DFRC είναι ελευθέρως μεταβιβάσιμο και η διάρκεια ισχύος του ανέρχεται σε 18 μήνες.

δ) Συμπέρασμα σχετικά με το καθεστώς

(58) Όταν μια εταιρεία εξάγει προϊόντα, λαμβάνει πιστοποιητικό το οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει για να αντισταθμίσει τα ποσά των δασμών που πρέπει να καταβάλει για μελλοντικές εισαγωγές συντελεστών παραγωγής που μπορούν να ενσωματωθούν φυσικώς στα εξαγόμενα προϊόντα ή μπορεί απλώς να το εκχωρήσει.

(59) Τα πιστοποιητικά θεωρούνται ως χρηματοδοτική συνδρομή επειδή πρόκειται για μη επιστρεπτέες ενισχύσεις. Συνίστανται σε άμεση μεταφορά κεφαλαίων, δεδομένου ότι μπορούν είτε να εκχωρηθούν και να μετατραπούν σε ρευστά διαθέσιμα, είτε να χρησιμοποιηθούν για την αντιστάθμιση εισαγωγικών δασμών, με αποτέλεσμα την παραίτηση των ινδικών δημόσιων αρχών από την απαίτηση κανονικά οφειλόμενων εσόδων.

(60) Οι ινδικές δημόσιες αρχές και η Texprocil υποστήριξαν ότι η DFRC αποτελεί θεμιτό καθεστώς επιστροφής σε περιπτώσεις υποκατάστασης, δεδομένου ότι το καθεστώς προβλέπει τον ανεφοδιασμό των συντελεστών παραγωγής που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος. Δεδομένου ότι η ποσότητα, η ποιότητα και τα τεχνικά χαρακτηριστικά, καθώς και οι προδιαγραφές αντιστοιχούν στους συντελεστές παραγωγής που χρησιμοποιήθηκαν στο προοριζόμενο προς εξαγωγή προϊόν, οι ινδικές δημόσιες αρχές και η Texprocil εκτιμούν ότι το καθεστώς είναι επιτρεπόμενο, δυνάμει της συμφωνίας για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα του ΠΟΕ (συμφωνία ASCM). Η Texprocil υποστήριξε επίσης ότι, όταν αξιολογείται το θεμιτό ενός καθεστώτος επιστροφής σε περιπτώσεις υποκατάστασης, αυτό που πρέπει κυρίως να εξετάζεται είναι το εισαγόμενο προϊόν και όχι το πρόσωπο που πραγματοποιεί την εισαγωγή. Επιπλέον, υποστήριξε ότι, όσον αφορά τις ινδικές δημόσιες αρχές, δεν χορηγήθηκε κανένα πρόσθετο όφελος.

(61) Το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) προβλέπει ότι εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, τα καθεστώτα επιστροφής και επιστροφής σε περιπτώσεις υποκατάστασης, τα οποία είναι σύμφωνα με τους αυστηρούς κανόνες που καθορίζονται στο παράρτημα Ι στοιχείο i), καθώς και στο παράρτημα ΙΙ (ορισμός και κανόνες επιστροφής φόρου) και στο παράρτημα ΙΙΙ (ορισμός και κανόνες επιστροφής φόρου σε περίπτωση υποκατάστασης).

(62) Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τα καθεστώτα υποκατάστασης συνεπάγονται την επιστροφή των δασμών που έχουν καταβληθεί επί των εισαγόμενων συντελεστών παραγωγής που καταναλώθηκαν κατά την παραγωγική διαδικασία ενός εξαγόμενου προϊόντος. Ωστόσο, στην περίπτωση του DFRC, δεν είναι απαραίτητο να έχουν ήδη εισαχθεί συντελεστές παραγωγής με την καταβολή δασμού ή με δασμολογική απαλλαγή.

(63) Τα συστήματα επιστροφής φόρου είναι δυνατό να προβλέπουν την εκ των υστέρων επιστροφή ή την επιστροφή εισαγωγικών επιβαρύνσεων επί εισαγωγών συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται κατά την παραγωγική διαδικασία ενός άλλου προϊόντος, εφόσον το τελευταίο αυτό προϊόν κατά την εξαγωγή του περιέχει εγχώριους συντελεστές παραγωγής που έχουν την ίδια ποιότητα και τα ίδια χαρακτηριστικά με των εισαγόμενων συντελεστών υποκατάστασης (καλούμενα "καθεστώτα επιστροφής σε περιπτώσεις υποκατάστασης"). Ειδικότερα, επιτρέπουν σε μία εταιρεία που αντιμετωπίζει έλλειψη εισαγόμενων συντελεστών παραγωγής να χρησιμοποιεί εγχώριους συντελεστές παραγωγής και να τους ενσωματώνει στα εξαγόμενα προϊόντα και, εν συνεχεία, να εισάγει την αντίστοιχη ποσότητα συντελεστών παραγωγής με δασμολογική ατέλεια. Στο πλαίσιο αυτό, η ύπαρξη συστήματος ή διαδικασίας επαλήθευσης είναι σημαντική, διότι επιτρέπει στις δημόσιες αρχές της χώρας εξαγωγής να διασφαλίζουν και να είναι σε θέση να αποδείξουν ότι η ποσότητα συντελεστών παραγωγής για την οποία ζητείται η επιστροφή δεν υπερβαίνει την ποσότητα παρόμοιων προϊόντων που εξάγονται υπό οιαδήποτε μορφή και ότι η επιστροφή επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών δεν υπερβαίνει το ποσό των επιβαρύνσεων που εισπράχθηκαν αρχικά επί των οικείων εισαγόμενων συντελεστών παραγωγής.

(64) Το DFRC, το οποίο είναι καθεστώς μετά τις εξαγωγές, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 54, περιέχει την εγγενή υποχρέωση να εισάγονται μόνο οι συντελεστές παραγωγής που καταναλώθηκαν κατά την παραγωγή των εξαγόμενων εμπορευμάτων. Οι εν λόγω συντελεστές πρέπει, από ποσοτικής και ποιοτικής απόψεως, να είναι ακριβώς οι ίδιοι με τους εγχώριους συντελεστές παραγωγής που χρησιμοποιήθηκαν στα εξαγόμενα προϊόντα. Από την άποψη αυτή, το DFRC παρουσιάζει ορισμένα χαρακτηριστικά του καθεστώτος επιστροφής σε περιπτώσεις υποκατάστασης που περιγράφεται στο παράρτημα III του βασικού κανονισμού. Ωστόσο, η έρευνα κατέδειξε ότι δεν υπάρχει κάποιο άλλο εφαρμοζόμενο σύστημα ή διαδικασία που να επιτρέπει να καθοριστεί εάν και ποιοι συντελεστές παραγωγής καταναλώθηκαν κατά την παραγωγική διαδικασία του εξαγόμενου προϊόντος, ή αν επιστράφηκε καθ' υπέρβαση ποσό εισαγωγικών δασμών, κατά την έννοια του σημείου i) του παραρτήματος Ι και των παραρτημάτων ΙΙ και ΙΙΙ του βασικού κανονισμού.

(65) Επιπλέον, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 57, το DFRC είναι ελευθέρως μεταβιβάσιμο. Τούτο σημαίνει ότι ο εξαγωγέας που λαμβάνει ένα πιστοποιητικό για την αντιστάθμιση των δασμών που πρέπει να καταβάλει επί των μελλοντικών εισαγωγών συντελεστών παραγωγής, δεν είναι υποχρεωμένος να καταναλώσει πράγματι τους εισαγόμενους συντελεστές παραγωγής κατά την παραγωγική διαδικασία ούτε να χρησιμοποιήσει πράγματι το πιστοποιητικό για την εισαγωγή των συντελεστών παραγωγής (δηλαδή, δεν υπάρχει προϋπόθεση του πραγματικού χρήστη). Αντίθετα, ο εξαγωγέας μπορεί να αποφασίσει να πωλήσει το πιστοποιητικό σε άλλους εισαγωγείς. Επομένως, το DFRC δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καθεστώς επιστροφής σε περιπτώσεις υποκατάστασης δυνάμει του βασικού κανονισμού(3).

(66) Βάσει των ανωτέρω, οι ινδικές δημόσιες αρχές, με την έκδοση ελευθέρως μεταβιβάσιμου πιστοποιητικού, παρέχουν χρηματοδοτική συνεισφορά στους εξαγωγείς. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα πιστοποιητικά αποτελούν στην πράξη άμεση μη επιστρεφόμενη ενίσχυση των ινδικών δημόσιων αρχών προς τους ενδιαφερόμενους εξαγωγείς.

(67) Συμπερασματικά, η χρηματοδοτική αυτή συνεισφορά από τις ινδικές δημόσιες αρχές προσπορίζει όφελος στον κάτοχο DFRC, δεδομένου ότι ο τελευταίος λαμβάνει κεφάλαια τα οποία, αυτά καθ' εαυτά, δεν θα ήταν διαθέσιμα στην εμπορική αγορά. Επομένως, το καθεστώς αποτελεί επιδότηση. Δεδομένου ότι η επιδότηση μπορεί να ληφθεί μόνο εφόσον πραγματοποιηθούν εξαγωγές, εξαρτάται de jure από την προϋπόθεση επίτευξης εξαγωγικής επίδοσης σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού. Επομένως, η επιδότηση θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, είναι αντισταθμίσιμη.

ε) Υπολογισμός του ποσού της επιδότησης

(68) Ένας εξαγωγέας χρησιμοποίησε το DFRC ως καθεστώς επιστροφής σε περιπτώσεις υποκατάστασης. Η εν λόγω εταιρεία ήταν σε θέση να αποδείξει ότι οι ποσότητες των εισαγόμενων συντελεστών παραγωγής που είχαν απαλλαχθεί από τους εισαγωγικούς δασμούς δεν υπερέβησαν τις ποσότητες που χρησιμοποιήθηκαν για τα εξαγόμενα εμπορεύματα. Επιπλέον, η εταιρεία μπόρεσε να αποδείξει ότι η επιστροφή των εισαγωγικών επιβαρύνσεων δεν υπερέβη το ποσό που είχε εισπραχθεί αρχικά επί των εν λόγω εισαγόμενων συντελεστών παραγωγής. Επομένως, συνήχθη το συμπέρασμα ότι, στη συγκεκριμένη υπόθεση, η απαλλαγή των συντελεστών παραγωγής από εισαγωγικούς δασμούς χορηγήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των παραρτημάτων Ι έως ΙΙΙ του βασικού κανονισμού και ότι δεν χορηγήθηκε κανένα όφελος στην εταιρεία κατά την ΠΕ.

(69) Δύο εταιρείες πώλησαν τα πιστοποιητικά που είχαν λάβει. Δεδομένου ότι το DFRC καλύπτει μόνο τους συντελεστές παραγωγής που αναφέρονται στα πρότυπα SION, θα ήταν σκόπιμο να καθοριστεί το χορηγούμενο όφελος κατά τον ίδιο τρόπο που υπολογίστηκε για το καθεστώς DEPB, δηλαδή ως ποσοστό της αξίας των εξαγόμενων τελικών προϊόντων. Όπως περιγράφεται ανωτέρω, οι κατ' αποκοπή αυτοί συντελεστές καθορίστηκαν από τις ινδικές αρχές για τα περισσότερα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένου του υπό εξέταση προϊόντος.

(70) Ωστόσο, το πιστοποιητικό που εκδίδεται δυνάμει του καθεστώτος αυτού δεν έχει ονομαστική αξία, όπως συμβαίνει με τις πιστώσεις του καθεστώτος DEPB. Στο πιστοποιητικό αναφέρεται η ποσότητα των εισαγόμενων συντελεστών παραγωγής που μπορούν να εισαχθούν καθώς και η συνολική επιτρεπόμενη ανώτατη αξία τους. Στην περίπτωση αυτή, δεδομένου ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη νομισματική αξία σε κάθε πιστοποιητικό, δεν ήταν δυνατό να καθοριστεί το όφελος που απορρέει από το καθεστώς με βάση την αξία ή την ποσότητα των εξαγόμενων προϊόντων. Στις περιπτώσεις μεταβίβασης (πώλησης) των πιστοποιητικών αυτών, κρίθηκε, επομένως, εύλογο να υπολογιστεί το όφελος με βάση την τιμή πώλησης του πιστοποιητικού.

(71) Το ποσό της επιδότησης κατανεμήθηκε στις συνολικές εξαγωγές που πραγματοποιήθηκαν κατά την ΠΕ, σύμφωνα με το άρθρο 7 του βασικού κανονισμού.

(72) Δύο εταιρείες επωφελήθηκαν από το καθεστώς αυτό κατά την ΠΕ. Η επιδότηση που έλαβε η μία από τις εταιρείες αυτές ανερχόταν σε 3,08 %, ενώ η επιδότηση της δεύτερης ήταν αμελητέα.

4. Καθεστώς προώθησης των εξαγωγών που αφορούν κεφαλαιουχικά αγαθά (Export Promotion Capital Goods - EPCG)

α) Νομική βάση

(73) To καθεστώς EPCG αναγγέλθηκε την 1η Απριλίου 1992. Κατά την ΠΕ, το καθεστώς διέπετο από τις τελωνειακές ανακοινώσεις αριθ. 28/97 και αριθ. 29/97 που τέθηκαν σε ισχύ την 1η Απριλίου 1997. Το καθεστώς περιγράφεται λεπτομερώς στο κεφάλαιο 5 του εγγράφου πολιτικής εισαγωγών και εξαγωγών 2002-2007, καθώς και στο κεφάλαιο 5 του εγχειριδίου διαδικασιών.

β) Επιλεξιμότητα

(74) Δύνανται να επωφεληθούν του καθεστώτος αυτού οι "παραγωγοί-εξαγωγείς με ή χωρίς συνδεδεμένο(-ους) παραγωγό(-ους)-πωλητή(-ές), οι έμποροι-εξαγωγείς που συνδέονται με τους παραγωγούς και οι φορείς παροχής υπηρεσιών" (κατά την έννοια του κεφαλαίου 5.2 του εγγράφου πολιτικής εισαγωγών και εξαγωγών 2002-2007).

γ) Πρακτική εφαρμογή

(75) Για να μπορέσει να επωφεληθεί από το καθεστώς αυτό, μια εταιρεία πρέπει να παράσχει στις αρμόδιες αρχές λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τον τύπο και την αξία των κεφαλαιουχικών αγαθών που πρόκειται να εισαχθούν. Ανάλογα με τις εξαγωγικές δεσμεύσεις που προτίθεται να αναλάβει, η εταιρεία μπορεί να εισάγει κεφαλαιουχικά αγαθά με μηδενικό ή μειωμένο δασμό. Για να εκπληρωθεί η υποχρέωση εξαγωγής, τα εισαγόμενα κεφαλαιουχικά αγαθά πρέπει να χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των προοριζόμενων προς εξαγωγή προϊόντων. Κατόπιν αιτήσεως του εξαγωγέα, εκδίδεται άδεια που επιτρέπει να πραγματοποιεί εισαγωγές με προτιμησιακό δασμό. Για την έκδοση της άδειας καταβάλλεται τέλος κατά την υποβολή της σχετικής αίτησης.

(76) Ο κάτοχος αδείας EPCG δύναται επίσης να εφοδιαστεί κεφαλαιουχικά αγαθά στην εγχώρια αγορά. Στην περίπτωση αυτή, ο εγχώριος παραγωγός κεφαλαιουχικών αγαθών δύναται να εισαγάγει με δασμολογική απαλλαγή τα δομικά στοιχεία που απαιτούνται για την παραγωγή των κεφαλαιουχικών αυτών αγαθών. Εναλλακτικά, ο εγχώριος παραγωγός δύναται να ζητήσει από τον κάτοχο αδείας EPCG να προσποριστεί το όφελος που συνδέεται με την προβλεπόμενη εξαγωγή για την προμήθεια κεφαλαιουχικών αγαθών.

(77) Το καθεστώς EPCG υπόκειται σε υποχρέωση εξαγωγής. Για να εκπληρωθεί η υποχρέωση εξαγωγής, τα προϊόντα που έχουν κατασκευαστεί ή παραχθεί με τη χρησιμοποίηση των κεφαλαιουχικών αγαθών που έχουν εισαχθεί δυνάμει του καθεστώτος πρέπει να εξαχθούν. Το επίπεδο των εξαγωγών πρέπει επίσης να υπερβαίνει το μέσο επίπεδο των εξαγωγών του ίδιου προϊόντος που έχει πραγματοποιήσει η εταιρεία κατά τα τρία έτη που προηγούνται της έκδοσης της άδειας.

(78) Τελευταία, το καθεστώς τροποποιήθηκε όσον αφορά τον υπολογισμό της εξαγωγικής υποχρέωσης. Ωστόσο, η τροποποίηση αυτή ισχύει μόνο για τις άδειες που χορηγήθηκαν μετά την 1η Απριλίου 2003, δηλαδή μετά την ΠΕ. Δυνάμει των νέων κανόνων, οι εταιρείες θα έχουν στη διάθεσή τους οκτώ έτη για να εκπληρώσουν την εξαγωγική υποχρέωση (η αξία των εξαγωγών θα πρέπει να είναι εξαπλάσια της αξίας του συνολικού ποσού της δασμολογικής απαλλαγής για τα εισαγόμενα κεφαλαιουχικά αγαθά).

δ) Συμπέρασμα σχετικά με το καθεστώς EPCG

(79) Η καταβολή μηδενικού ή μειωμένου δασμού από τον εξαγωγέα αποτελεί χρηματοδοτική συνεισφορά των ινδικών δημόσιων αρχών, εφόσον η δημόσια διοίκηση παραιτείται από την απαίτηση κανονικά οφειλόμενων εσόδων και ο δικαιούχος προσπορίζεται όφελος, δεδομένου ότι καταβάλλει χαμηλότερους δασμούς ή απαλλάσσεται από την καταβολή εισαγωγικών δασμών. Επομένως, το καθεστώς EPCG αποτελεί επιδότηση.

(80) Η άδεια δεν μπορεί να χορηγηθεί χωρίς να αναληφθεί δέσμευση εξαγωγής εμπορευμάτων. Η επιδότηση αυτή θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα και είναι αντισταθμίσιμη, επειδή εξαρτάται de jure από την επίτευξη εξαγωγικής επίδοσης σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού.

(81) Υποστηρίχθηκε ότι ο όρος "συντελεστής παραγωγής" στο παράρτημα Ι στοιχείο α) του βασικού κανονισμού καλύπτει επίσης τα κεφαλαιουχικά αγαθά, δεδομένου ότι αυτά αποτελούν βασικούς συντελεστές παραγωγής, χωρίς τους οποίους δεν μπορεί να παραχθεί κανένα τελικό προϊόν. Επιπλέον, υποστηρίχθηκε ότι μόνο με τη χρησιμοποίηση κεφαλαιουχικών αγαθών μπορούν να μετατραπούν οι πρώτες ύλες σε τελικά προϊόντα και ότι η απόσβεση που υπολογίζεται για τα κεφαλαιουχικά αγαθά αντιπροσωπεύει την αξία των κεφαλαιουχικών αγαθών που έχουν χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή των τελικών προϊόντων. Επομένως, η δασμολογική απαλλαγή για τα κεφαλαιουχικά αγαθά που έχουν χρησιμοποιηθεί στην παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος θα πρέπει να θεωρηθεί ως δασμολογική απαλλαγή επί των συντελεστών παραγωγής που έχουν χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή των εξαγόμενων προϊόντων και όχι ως αντισταθμίσιμο όφελος κατά την έννοια του βασικού κανονισμού.

Σε απάντηση στα επιχειρήματα αυτά, θεωρείται ότι τα κεφαλαιουχικά αγαθά δεν αποτελούν "συντελεστές παραγωγής" κατά την έννοια του βασικού κανονισμού, επειδή δεν ενσωματώνονται φυσικώς στα εξαγόμενα προϊόντα. Κατά συνέπεια, απορρίπτονται οι ανωτέρω ισχυρισμοί.

ε) Υπολογισμός του ποσού της επιδότησης

(82) Το όφελος που προσπορίστηκαν οι εταιρείες υπολογίστηκε με βάση το ποσό του μη καταβληθέντος απαιτητού δασμού επί των εισαγόμενων κεφαλαιουχικών αγαθών, το οποίο κατανεμήθηκε στη διάρκεια χρονικής περιόδους που αντιστοιχεί στην κανονική απόσβεση των εν λόγω κεφαλαιουχικών αγαθών στο συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 7 του βασικού κανονισμού. Σύμφωνα με την πάγια πρακτική της Επιτροπής, το ποσό που υπολογίστηκε κατά τον τρόπο αυτό και καταλογίζεται στην ΠΕ προσαρμόστηκε προσθέτοντας τους τόκους που αντιστοιχούν στην ΠΕ ώστε να καθορισθεί χρονικά η συνολική αξία του οφέλους και, με τον τρόπο αυτό, το συνολικό όφελος που προσπορίζεται ο δικαιούχος με το καθεστώς αυτό. Λόγω του χαρακτήρα της επιδότησης αυτής, που αντιστοιχεί σε εφάπαξ επιχορήγηση, κρίθηκε κατάλληλο το εμπορικό επιτόκιο που ίσχυε στην Ινδία κατά την περίοδο της έρευνας, (εκτιμώμενο σε 10 %). Το ποσό της επιδότησης κατανεμήθηκε εν συνεχεία στις συνολικές εξαγωγές που πραγματοποιήθηκαν κατά την ΠΕ, σύμφωνα με το άρθρο 7 του βασικού κανονισμού.

(83) Όσον αφορά τον υπολογισμό του ποσού της επιδότησης, υποστηρίχθηκε ότι ένας τέτοιος υπολογισμός βασιζόμενος στο "όφελος που προσπορίζεται ο δικαιούχος" απαιτεί την κατανομή του ποσού της επιδότησης (που αντιστοιχεί στους μη καταβληθέντες δασμούς) που καταλογίζεται στην ΠΕ επί του συνόλου της παραγωγής (που προορίζεται για την εγχώρια αγορά και την εξαγωγή) του υπό εξέταση προϊόντος. Επιπλέον, υποστηρίχθηκε ότι οι εταιρείες που πραγματοποιούν επίσης εγχώριες πωλήσεις πανικών κρεβατιού, χρησιμοποιούσαν τα ίδια κεφαλαιουχικά αγαθά για ολόκληρη την παραγωγή πανικών κρεβατιού.

Σε απάντηση στο επιχείρημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι το καθεστώς αυτό προϋποθέτει αποκλειστικά την εξαγωγική επίδοση. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, το όφελος που απορρέει από το σύστημα αυτό θα πρέπει, επομένως, να κατανεμηθεί επί του συνολικού κύκλου εργασιών κατά την εξαγωγή, δεδομένου ότι η επιδότηση παρέχεται σε συνάρτηση με συγκεκριμένη αξία των εξαγόμενων αγαθών εντός ορισμένης χρονικής περιόδου. Επομένως, απορρίπτεται ο ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίο τα οφέλη που αποφέρει το καθεστώς αυτό θα πρέπει να κατανεμηθούν επί του συνολικού κύκλου εργασιών.

(84) Τρεις εταιρείες επωφελήθηκαν από το καθεστώς αυτό κατά την ΠΕ. Δύο από αυτές έλαβαν επιδοτήσεις 0,38 και 2,0 % αντίστοιχα, ενώ η επιδότηση που καθορίστηκε για την τρίτη ήταν αμελητέα.

5. Καθεστώς προκαταβολικής άδειας (Advance Licence Scheme - ALS)

α) Νομική βάση

(85) Το καθεστώς αυτό εφαρμόζεται από το 1977/78. Το καθεστώς περιγράφεται στις παραγράφους 4.1.1 έως 4.1.7 του εγγράφου πολιτικής εισαγωγών και εξαγωγών και σε ορισμένα τμήματα του κεφαλαίου 4 του εγχειριδίου διαδικασιών.

β) Επιλεξιμότητα

(86) Δύνανται να τύχουν του καθεστώτος αυτού οι εξαγωγείς, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να εισάγουν, με δασμολογική ατέλεια, συντελεστές παραγωγής που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή προϊόντων προοριζόμενων προς εξαγωγή.

γ) Πρακτική εφαρμογή

(87) Ο όγκος των επιτρεπόμενων εισαγωγών δυνάμει του καθεστώτος αυτού καθορίζεται ως εκατοστιαίο ποσοστό της ποσότητας των εξαγόμενων τελικών προϊόντων. Οι προηγούμενες άδειες υπολογίζουν είτε την ποσότητα είτε την αξία των επιτρεπόμενων εισαγωγών. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι συντελεστές που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των αγορών που επιτρέπεται να πραγματοποιηθούν ατελώς καθορίζεται, για τα περισσότερα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένου του υπό εξέταση προϊόντος, με βάση τα πρότυπα SION. Οι συντελεστές παραγωγής που καθορίζονται στις εν λόγω άδειες είναι προϊόντα που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή του αντίστοιχου τελικού προϊόντος.

(88) Προκαταβολικές άδειες δύνανται να εκδοθούν στις ακόλουθες περιπτώσεις:

i) "Υλικές εξαγωγές: οι προηγούμενες άδειες μπορούν να χορηγηθούν για υλικές εξαγωγές σε έναν παραγωγό-εξαγωγέα ή σε έναν έμπορο-εξαγωγέα, συνδεόμενο με έναν ή περισσότερους παραγωγούς για την εισαγωγή των συντελεστών παραγωγής που απαιτούνται για το προοριζόμενο προς εξαγωγή προϊόν" (κατά την έννοια του κεφαλαίου 4.1.1 στοιχείο α) του εγγράφου πολιτικής εισαγωγών και εξαγωγών 2002-2007).

ii) Ενδιάμεσες προμήθειες: δύνανται να χορηγηθούν προηγούμενες άδειες σε έναν παραγωγό-εξαγωγέα για την ενδιάμεση προμήθεια συντελεστών παραγωγής που απαιτούνται για την παραγωγή προϊόντων προοριζόμενων να χορηγηθούν στον τελικό, πραγματικό ή τεκμαιρόμενο, εξαγωγέα, που είναι κάτοχος άλλης προκαταβολικής άδειας. Ο κάτοχος προηγούμενης άδειας που σκοπεύει να εφοδιαστεί με συντελεστές παραγωγής από εγχώριες πηγές, αντί να καταφεύγει σε άμεση εισαγωγή, έχει τη δυνατότητα να τους προμηθεύεται με προηγούμενες άδειες για ενδιάμεσες προμήθειες. Στις περιπτώσεις αυτές, οι ποσότητες που έχουν αγοραστεί στην εγχώρια αγορά διαγράφονται από τις προηγούμενες άδειες και εκδίδεται ενδιάμεση προκαταβολική άδεια προς όφελος του εγχώριου προμηθευτή. Ο κάτοχος μιας τέτοιας ενδιάμεσης προηγούμενης άδειας δικαιούται να εισαγάγει ατελώς τα εμπορεύματα που είναι αναγκαία για την παραγωγή των συντελεστών που παραδίδονται στον τελικό εξαγωγέα.

iii) Προβλεπόμενες εξαγωγές: δύνανται να χορηγηθούν προηγούμενες άδειες, με βάση τις προβλεπόμενες εξαγωγές, στον κύριο συμβαλλόμενο με σκοπό την εισαγωγή των απαιτούμενων συντελεστών παραγωγής για την παραγωγή των προϊόντων που πρέπει να παρασχεθούν στις κατηγορίες της παραγράφου 8.2 του εγγράφου πολιτικής εισαγωγών και εξαγωγών. Σύμφωνα με τις ινδικές δημόσιες αρχές, ως προβλεπόμενες εξαγωγές νοούνται οι συναλλαγές για τις οποίες τα παρεχόμενα προϊόντα δεν εγκαταλείπουν τη χώρα. Ορισμένες συναλλαγές εφοδιασμού θεωρούνται ως προβλεπόμενες εξαγωγές υπό την προϋπόθεση ότι τα οικεία προϊόντα κατασκευάζονται στην Ινδία, για παράδειγμα ο εφοδιασμός με εμπορεύματα των μονάδων εξαγωγικού προσανατολισμού, η παροχή κεφαλαιουχικών αγαθών στους κατόχους αδειών στο πλαίσιο του καθεστώτος EPCG.

iv) Προηγούμενη εντολή παράδοσης (Advance Release Orders - ΑRO): ο κάτοχος προηγούμενης άδειας που σκοπεύει να εφοδιαστεί με συντελεστές παραγωγής από εγχώριες πηγές, αντί να καταφεύγει σε άμεση εισαγωγή, έχει τη δυνατότητα να τους αγοράζει αντί προηγούμενης εντολής παράδοσης. Στις περιπτώσεις αυτές, οι προκαταβολικές άδειες επικυρώνονται ως προηγούμενες εντολές παράδοσης και οπισθογραφούνται στον προμηθευτή κατά την παράδοση των συντελεστών παραγωγής που αναφέρονται σε αυτές. Η οπισθογράφηση των ΑRO παρέχει στον προμηθευτή το όφελος της επιστροφής δασμού και της επιστροφής του τελικού ειδικού φόρου κατανάλωσης. Κατά κάποιο τρόπο, ο μηχανισμός ARO συνίσταται στην επιστροφή φόρων και δασμών στον προμηθευτή του προϊόντος αντί στην επιστροφή του ίδιου ποσού στον εξαγωγέα υπό μορφή επιστροφής δασμών. Η επιστροφή φόρων/δασμών ισχύει τόσο για τους εγχώριους συντελεστές παραγωγής όσο και για τους εισαγόμενους.

(89) Κατά τον έλεγχο, καθορίστηκε ότι μόνο οι προηγούμενες άδειες υπό τη μορφή που περιγράφεται παραπάνω στο σημείο i) (υλικές εξαγωγές) είχαν χρησιμοποιηθεί από έναν παραγωγό-εξαγωγέα κατά την ΠΕ. Επομένως, δεν είναι αναγκαίο να καθοριστεί, στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, αν οι κατηγορίες ii), iii) και iv) των προηγούμενων εντολών παράδοσης είναι αντισταθμίσιμες.

δ) Συμπεράσματα σχετικά με το καθεστώς

(90) Άδειες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αντιστάθμιση των εισαγωγικών δασμών χορηγούνται μόνο στις εταιρείες εξαγωγής. Εν προκειμένω, το καθεστώς εξαρτάται από την επίτευξη εξαγωγικής επίδοσης.

(91) Όπως αναφέρεται παραπάνω, καθορίστηκε ότι οι προηγούμενες άδειες για τις "υλικές εξαγωγές" χρησιμοποιήθηκαν από μία μόνο εταιρεία κατά την ΠΕ. Οι άδειες αυτές της επέτρεψαν να εισάγει με δασμολογική ατέλεια συντελεστές παραγωγής που προορίζονταν για την παραγωγή προοριζόμενων προς εξαγωγή προϊόντων.

(92) Οι ινδικές δημόσιες αρχές υποστήριξαν ότι το καθεστώς προηγούμενης άδειας βασίζεται στην ποσότητα και ότι οι συντελεστές παραγωγής που επιτρέπονται δυνάμει της άδειας αυτής εξαρτώνται από την εξαγόμενη ποσότητα. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι ανεξάρτητα από τους συντελεστές παραγωγής που εισάγονται δυνάμει του καθεστώτος προηγούμενης άδειας, οι ίδιοι συντελεστές παραγωγής πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή των εξαγόμενων προϊόντων ή για τον ανεφοδιασμό των αποθεμάτων συντελεστών παραγωγής που έχουν χρησιμοποιηθεί για τα ήδη εξαχθέντα προϊόντα. Σύμφωνα με τις ινδικές δημόσιες αρχές, οι εισαγόμενοι συντελεστές παραγωγής πρέπει να χρησιμοποιηθούν από τον εξαγωγέα και δεν μπορούν να πωληθούν ή να μεταβιβαστούν.

(93) Παρότι το καθεστώς ALS φαίνεται ότι εξαρτάται από την προϋπόθεση του πραγματικού χρήστη, παρατηρήθηκε ότι δεν υπάρχει κανένα σύστημα ή διαδικασία που να επιτρέπει να καθοριστεί αν και ποιοι συντελεστές παραγωγής καταναλώνονται στην παραγωγική διαδικασία των εξαγόμενων προϊόντων. Το σύστημα φανερώνει μόνο ότι τα εμπορεύματα που εισήχθησαν ατελώς χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγική διαδικασία, χωρίς διάκριση μεταξύ του προορισμού των εμπορευμάτων (εγχώριας ή εξαγωγικής αγοράς).

(94) Ωστόσο, για τους σκοπούς της παρούσας έρευνας, η εν λόγω εταιρεία μπόρεσε να αποδείξει ότι οι ποσότητες των υλικών που εισήχθησαν με δασμολογική απαλλαγή δεν υπερέβησαν τις ποσότητες που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή των προοριζόμενων προς εξαγωγή εμπορευμάτων. Επομένως, συνήχθη το συμπέρασμα ότι, στη συγκεκριμένη υπόθεση, η απαλλαγή εισαγωγικών δασμών επί των συντελεστών παραγωγής που ήταν απαραίτητοι για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος, χορηγήθηκε σύμφωνα με τις απαιτήσεις των παραρτημάτων Ι, ΙΙ και ΙΙΙ του βασικού κανονισμού.

(95) Συνάγεται, συνεπώς, το συμπέρασμα ότι η εταιρεία δεν αποκόμισε όφελος από το εν λόγω καθεστώς.

6. Ζώνες μεταποίησης προς εξαγωγή (ΕΡΖ)/Μονάδες εξαγωγικού προσανατολισμού (Export Processing Zones - EPZ/Export Oriented Units - EOU)

α) Νομική βάση

(96) Το καθεστώς EPZ/EOU, το οποίο θεσπίστηκε το 1965, είναι ένα μέσο της πολιτικής εισαγωγών και εξαγωγών που συνίσταται στην παροχή κινήτρων για τις εξαγωγές. Κατά την ΠΕ, το καθεστώς διέπετο από τις τελωνειακές ανακοινώσεις αριθ. 53/97, αριθ. 133/94 και αριθ. 126/94. Το καθεστώς αυτό περιγράφεται λεπτομερώς στο κεφάλαιο 6 του εγγράφου πολιτικής εισαγωγών και εξαγωγών 2002-2007 καθώς και στο κεφάλαιο 6 του εγχειριδίου διαδικασιών.

β) Επιλεξιμότητα

(97) Κατ' αρχήν, οι εταιρείες που αναλαμβάνουν την υποχρέωση να εξαγάγουν ολόκληρη την παραγωγή εμπορευμάτων και υπηρεσιών τους μπορούν να συστήνονται στο πλαίσιο του καθεστώτος EPZ/EOU. Μόλις χορηγηθεί το καθεστώς, οι εν λόγω εταιρείες μπορούν να αποκομίσουν ορισμένα οφέλη. Στην Ινδία υπάρχουν επτά ζώνες EPZ. Αντίθετα, μονάδες EOU μπορούν να βρίσκονται οπουδήποτε στην Ινδία. Πρόκειται για μονάδες που τελούν υπό τελωνειακή επιτήρηση σύμφωνα με το τμήμα 65 του νόμου περί τελωνείων. Αν και οι εταιρείες που λειτουργούν υπό καθεστώς EOU/ΕΡΖ υποχρεούνται θεωρητικά να εξάγουν ολόκληρη την παραγωγή τους, οι ινδικές δημόσιες αρχές επιτρέπουν σε αυτές να πωλούν τμήμα της παραγωγής τους στην εγχώρια αγορά υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

γ) Πρακτική εφαρμογή

(98) Οι εταιρείες που ζητούν το καθεστώς EOU ή που σκοπεύουν να εγκατασταθούν σε ζώνη EPZ υποχρεούνται να υποβάλλουν σχετική αίτηση στις αρμόδιες αρχές. Στην αίτηση αυτή πρέπει να αναγράφονται για την επομένη πενταετία, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες ποσότητες παραγωγής, η προβλεπόμενη αξία των εξαγωγών, οι ανάγκες εισαγωγών και οι εγχώριες ανάγκες. Αν οι αρχές δεχθούν την αίτηση της εταιρείας, η εταιρεία ενημερώνεται για τους όρους και τις προϋποθέσεις που συνεπάγεται η αποδοχή αυτή. Οι εταιρείες που βρίσκονται στις ζώνες EPZ και οι μονάδες ΕΟU μπορούν να παράγουν οποιοδήποτε προϊόν. Η αναγνώριση μιας εταιρείας ως εταιρείας ζώνης EPZ ή μονάδας ΕΟU ισχύει για μια πενταετία και μπορεί να ανανεωθεί για επιπλέον περιόδους.

(99) Οι μονάδες ΕΡΖ/EOU δικαιούνται να προσπορίζονται τα παρακάτω οφέλη:

i) απαλλαγή από εισαγωγικούς δασμούς για όλους τους τύπους εμπορευμάτων (συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαιουχικών αγαθών, πρώτων υλών και αναλώσιμων) που απαιτούνται για την κατασκευή, την παραγωγή, τη μεταποίηση ή που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών,

ii) απαλλαγή από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης επί των εμπορευμάτων που αγοράζονται στην εγχώρια αγορά,

iii) απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος που είναι κατά κανόνας απαιτητός επί των εξαγωγικών πωλήσεων σύμφωνα με το τμήμα 10A ή το τμήμα 10B του νόμου περί φορολογίας εισοδήματος, για μια δεκαετία, έως το 2010,

iv) επιστροφή του κεντρικού φόρου πωλήσεων που έχει καταβληθεί για τα εμπορεύματα που έχουν αγοραστεί στην εγχώρια αγορά,

v) δυνατότητα ξένης ιδιοκτησίας μετοχών κατά 100 %,

vi) δυνατότητα πώλησης μέρους της παραγωγής στην εγχώρια αγορά έναντι πληρωμής των επιβαλλόμενων δασμών, κατά παρέκκλιση της γενικής υποχρέωσης εξαγωγής της συνολικής παραγωγής.

(100) Οι εν λόγω εταιρείες θα πρέπει να τηρούν λογιστική, υπό ειδική μορφή, όλων των σχετικών εισαγωγών τους, καθώς και της κατανάλωσης και χρησιμοποίησης όλων των εισαγόμενων πρώτων υλών και όλων των εξαγωγών που έχουν πραγματοποιηθεί. Η λογιστική αυτή πρέπει να υποβάλλεται ανά τακτά διαστήματα, κατόπιν αιτήσεως, στις αρμόδιες αρχές.

(101) Ο εισαγωγέας θα πρέπει επίσης να εξασφαλίζει ελάχιστο ποσοστό κερδών σε καθαρό ξένο συνάλλαγμα, το οποίο υπολογίζεται επί των εξαγωγών και της εξαγωγικής επίδοσης, όπως ορίζεται στο έγγραφο πολιτικής εισαγωγών εξαγωγών. Όλες οι δραστηριότητες μιας μονάδας EOU/EPZ, θα πρέπει να διενεργούνται σε εγκαταστάσεις που τελούν υπό τελωνειακή επιτήρηση.

δ) Συμπέρασμα σχετικά με το καθεστώς EPZ/EOU

(102) Στην παρούσα διαδικασία, το καθεστώς EPZ/EOU χρησιμοποιήθηκε από μια εταιρεία για την εισαγωγή πρώτων υλών και κεφαλαιουχικών αγαθών, καθώς και για την προμήθεια εμπορευμάτων από την εγχώρια αγορά. Επιπλέον, η εταιρεία προσέφυγε στη διευκόλυνση αυτή για να πωλήσει μέρος της παραγωγής της στην εγχώρια αγορά. Όπως διαπιστώθηκε, η εταιρεία είχε χρησιμοποιήσει την παραχώρηση που αφορά την απαλλαγή εισαγωγικών δασμών επί των πρώτων υλών και των κεφαλαιουχικών αγαθών, την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης επί των εμπορευμάτων που προέρχονται από εγχώριες πηγές και την επιστροφή του κεντρικού φόρου επί των πωλήσεων για εμπορεύματα που αγοράζονται στην εγχώρια αγορά. Συνεπώς, η Επιτροπή εξέτασε μόνο τον αντισταθμίσιμο χαρακτήρα των εν λόγω παραχωρήσεων. Εν προκειμένω, το καθεστώς αυτό συνίσταται στη χορήγηση επιδοτήσεων, δεδομένου ότι οι παραχωρήσεις που χορηγούνται δυνάμει αυτού αποτελούν χρηματοδοτική συνεισφορά των δημοσίων αρχών της Ινδίας, δεδομένου ότι αυτές παραιτούνται από την απαίτηση κανονικά οφειλόμενων εσόδων και ο δικαιούχος προσπορίζεται όφελος. Η επιδότηση αυτή θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα και είναι αντισταθμίσιμη, επειδή εξαρτάται de jure από την επίτευξη εξαγωγικής επίδοσης σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού.

(103) Όσον αφορά τις πρώτες ύλες και τα αναλώσιμα, μπορούν να τυγχάνουν της απαλλαγής που αναφέρεται στο σημείο i) του παραρτήματος I του βασικού κανονισμού, μόνο αν καταναλώνονται στο πλαίσιο της παραγωγής του εξαγόμενου προϊόντος και εφόσον υπάρχει σύστημα ή διαδικασία παραγωγής που επιτρέπει να εξακριβωθεί ποιοι συντελεστές παραγωγής καταναλώθηκαν για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος και σε ποιο ποσοστό. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η απαλλαγή αυτή δεν αφορά τις εισαγωγές μηχανών (κεφαλαιουχικού εξοπλισμού).

(104) Η Τexprocil υποστήριξε ότι, για τους ίδιους λόγους που επικαλέστηκε στο πλαίσιο του καθεστώτος EPCG στην αιτιολογική σκέψη 81, τα κεφαλαιουχικά αγαθά που εισάγονται υπό το καθεστώς EOU δεν θα πρέπει να είναι αντισταθμίσιμα.

(105) Σε απάντηση στο επιχείρημα αυτό, θα πρέπει να γίνει υπόμνηση ότι, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 81 σχετικά με το καθεστώς EPCG, τα κεφαλαιουχικά αγαθά δεν αποτελούν συντελεστές παραγωγής κατά την έννοια του βασικού κανονισμού. Επιπλέον, έχει καθορισθεί ότι το σύστημα αυτό εξαρτάται de jure μόνο από την εξαγωγική επίδοση. Επομένως, η επιδότηση θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, είναι αντισταθμίσιμη.

(106) Αντίθετα, στην περίπτωση της απαλλαγής από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, διαπιστώθηκε ότι ο δασμός που καταβάλλεται επί των πωλήσεων από μονάδα που δεν υπάγεται σε καθεστώς ΕΟU θεωρείται ως επιστροφή (CENVAT) και χρησιμοποιείται για την πληρωμή του ειδικού φόρου κατανάλωσης στις εγχώριες πωλήσεις. Συνεπώς, με την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης επί των αγορών που πραγματοποιεί μονάδα ΕΟU, οι δημόσιες αρχές δεν παραιτούνται από την απαίτηση περαιτέρω οφειλών και επομένως η εν λόγω μονάδα δεν προσπορίζεται επιπλέον οφέλη.

(107) Τούτο δεν ισχύει για την επιστροφή του κεντρικού φόρου επί των πωλήσεων που καταβάλλεται για τα εμπορεύματα που αγοράζονται στην εγχώρια αγορά, δεδομένου ότι ο φόρος αυτός δεν επιστρέφεται στις εταιρείες που λειτουργούν στην εγχώρια αγορά. Στην παράγραφο 6.12 του εγγράφου πολιτικής εισαγωγών και εξαγωγών διευκρινίζεται ότι οι EPZ/EOU μπορούν να επωφεληθούν από την επιστροφή αυτή υπό την προϋπόθεση ότι τα εμπορεύματα που προμηθεύονται κατασκευάζονται στην Ινδία. Τούτο σημαίνει ότι οι EOU επωφελούνται της επιστροφής του κεντρικού φόρου επί των πωλήσεων, αντίθετα με τις εταιρείες που αναπτύσσουν δραστηριότητες στην εγχώρια αγορά.

(108) Η Τexprocil υποστήριξε επίσης ότι ο κεντρικός φόρος επί των πωλήσεων που είναι απαιτητός επί των συντελεστών παραγωγής που εξασφαλίζονται από την εγχώρια αγορά και χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος αποτελεί έμμεσο φόρο κατά την έννοια του στοιχείου η) του παραρτήματος I του βασικού κανονισμού και ότι, επομένως, η απαλλαγή αυτού του τύπου έμμεσων σωρευτικών φόρων που έχουν καταβληθεί σε προγενέστερα στάδια δεν μπορεί να θεωρηθεί αντισταθμίσιμη.

(109) Στον επεξηγηματικό κατάλογο εξαγωγικών επιδοτήσεων που περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι του βασικού κανονισμού, το στοιχείο η) ορίζει τα ακόλουθα: "Η απαλλαγή, η διαγραφή ή η αναστολή πληρωμής που παραχωρούνται σε σχέση με προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους επί προϊόντων ή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή εξαγόμενων προϊόντων, σε έκταση μεγαλύτερη της απαλλαγής, της διαγραφής ή της αναστολής πληρωμής που παραχωρούνται σε σχέση με ανάλογους προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους επί προϊόντων ή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ομοειδών προϊόντων, τα οποία πωλούνται με προορισμό την εγχώρια κατανάλωση· πάντως, η απαλλαγή από προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους, η διαγραφή τους ή η αναστολή της πληρωμής τους επιτρέπονται σε σχέση με εξαγόμενα προϊόντα ακόμη και αν κάτι τέτοιο δεν ισχύει για τα ομοειδή προϊόντα που πωλούνται με προορισμό την εγχώρια κατανάλωση, υπό την προϋπόθεση ότι οι προανακύψαντες σωρευτικοί έμμεσοι φόροι επιβάλλονται στους συντελεστές παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος (αφού ληφθούν υπόψη οι συνήθεις απώλειες). Η παρούσα διάταξη ερμηνεύεται με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές για την κατανάλωση των συντελεστών παραγωγής στην παραγωγική διαδικασία, οι οποίες περιέχονται στο παράρτημα II".

(110) Υποστηρίχθηκε ότι το στοιχείο η) του παραρτήματος Ι του βασικού κανονισμού προβλέπει τα ακόλουθα:

"i) χορηγείται απαλλαγή από τους έμμεσους σωρευτικούς φόρους που καταβάλλονται σε προγενέστερα στάδια επί των συντελεστών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή του προϊόντος εξαγωγής,

ii) η μόνη απαιτούμενη προϋπόθεση είναι να εισπραχθούν επί των εν λόγω συντελεστών οι έμμεσοι σωρευτικοί φόροι που καταβλήθηκαν σε προγενέστερα στάδια,

iii) η απαλλαγή χορηγείται ακόμη και αν δεν παρέχεται για τα ομοειδή προϊόντα που πωλούνται για την εγχώρια κατανάλωση."

(111) Εν προκειμένω, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, για τους σκοπούς του βασικού κανονισμού, ως "σωρευτικοί έμμεσοι φόροι" νοούνται οι κλιμακούμενοι σε πολλαπλά στάδια φόροι, οι οποίοι επιβάλλονται όταν δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός για τη μεταγενέστερη πίστωση του φόρου σε περίπτωση που τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που υπόκεινται σε φόρο σε ένα στάδιο της παραγωγής χρησιμοποιούνται σε μεταγενέστερο στάδιο της παραγωγής.

(112) Σε αντίδραση στα επιχειρήματα αυτά, θα πρέπει να γίνει υπόμνηση ότι, σύμφωνα με την πολιτική εισαγωγών και εξαγωγών, οι μονάδες EOU τυγχάνουν επιστροφής του κεντρικού φόρου επί των πωλήσεων που καταβάλλεται για τα εμπορεύματα που αγοράζονται στην εγχώρια αγορά. Τούτο σημαίνει ότι τα εμπορεύματα δεν πρέπει κατ' ανάγκη να ενσωματώνονται στην παραγωγή των εξαγόμενων προϊόντων. Σύμφωνα με τις ινδικές δημόσιες αρχές, ο υποκείμενος στο φόρο επί των πωλήσεων είναι ο αγοραστής και ο κεντρικός φόρος επί των πωλήσεων δεν επιστρέφεται εν γένει.

(113) Η επιστροφή στις μονάδες EOU του κεντρικού φόρου επί των πωλήσεων που καταβάλλεται για τα εμπορεύματα που αγοράζονται στην εγχώρια αγορά θεωρείται ως αντισταθμίσιμη επιδότηση για τους ακόλουθους λόγους. Σύμφωνα με το στοιχείο η) του παραρτήματος Ι του βασικού κανονισμού, η επιστροφή στις EOU (που υποχρεούνται να πραγματοποιήσουν εξαγωγές) του κεντρικού φόρου επί των πωλήσεων που καταβάλλεται επί των εμπορευμάτων που αγοράζονται στην εγχώρια αγορά αποτελεί διαγραφή φόρων σε έκταση μεγαλύτερη των φόρων που έχουν εισπραχθεί επί των εμπορευμάτων που πωλούνται για εγχώρια κατανάλωση (για τα οποία δεν προβλέπεται καμία επιστροφή του κεντρικού φόρου επί των πωλήσεων). Όπως αναφέρεται ανωτέρω, στην παράγραφο 6.12 του εγγράφου πολιτικής εισαγωγών και εξαγωγών ορίζεται ότι οι μονάδες EPZ/EOU δύνανται να επωφελούνται από την επιστροφή αυτή υπό την προϋπόθεση ότι τα παρεχόμενα προϊόντα κατασκευάζονται στην Ινδία. Αντίθετα με τις εταιρείες που πραγματοποιούν πωλήσεις στην εγχώρια αγορά, οι ΕΟU τυγχάνουν επιστροφής του κεντρικού φόρου επί των πωλήσεων. Επιπλέον, δεν έχει αποδειχθεί ότι η επιστροφή χορηγείται σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται στις "Κατευθυντήριες γραμμές για την κατανάλωση των συντελεστών παραγωγής στην παραγωγική διαδικασία" (παράρτημα II του βασικού κανονισμού). Δεν παρασχέθηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να καταδεικνύει ότι οι ινδικές δημόσιες αρχές έχουν δημιουργήσει και εφαρμόζουν σύστημα ή διαδικασία που επιτρέπει να επαληθευθεί αν οι συντελεστές παραγωγής καταναλώθηκαν στην παραγωγική διαδικασία των εξαγόμενων προϊόντων και σε ποιο ποσοστό. Επιπλέον, η έρευνα κατέδειξε ότι η ενδιαφερόμενη εταιρεία αγόρασε, με απαλλαγή από τον κεντρικό φόρο επί των πωλήσεων, ορισμένους συντελεστές παραγωγής που δεν καταναλώθηκαν στην παραγωγή των εξαγόμενων προϊόντων. Βάσει αυτών, το μόνο που μπορεί να συναχθεί είναι ότι πρόκειται για καθ' υπέρβαση πληρωμή.

(114) Επιπλέον, υποστηρίχθηκε ότι η οικεία μονάδα EOU είναι εγκατεστημένη στο ινδικό κρατίδιο Uttar Pradesh, και ότι, επομένως, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η ισχύουσα νομοθεσία για τους φόρους επί των πωλήσεων στο κρατίδιο αυτό ώστε να καθοριστεί κατά πόσον εταιρείες άλλες εκτός των EOU που είναι εγκατεστημένες στο κρατίδιο αυτό απαλλάσσονται ή όχι από το φόρο επί των πωλήσεων. Επιπλέον, υποστηρίχθηκε ότι η ινδική νομοθεσία, και συγκεκριμένα η εθνική νομοθεσία για τον εμπορικό φόρο, επιτρέπει την απαλλαγή από την καταβολή του φόρου επί της αγοράς πρώτων υλών και υλικών συσκευασίας που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των εξαγόμενων προϊόντων. Επομένως, η διάταξη αυτή δεν κάνει διάκριση μεταξύ του προϊόντος που εξάγεται από μια EOU και εκείνου που εξάγεται από άλλη εταιρεία.

(115) Ωστόσο, καθορίστηκε ότι, κατά τον επιτόπιο έλεγχο στην έδρα των ινδικών δημόσιων αρχών, οι πωλήσεις μεταξύ κρατιδίων υπόκειντο σε κεντρικό φόρο και όχι σε τοπικό φόρο επί των πωλήσεων. Σύμφωνα με τις εξηγήσεις που παρασχέθηκαν, ο κεντρικός φόρος επί των πωλήσεων δεν επιστρέφεται εν γένει (εκτός από την περίπτωση των μονάδων EOU που δικαιούνται επιστροφής κεντρικού φόρου επί των πωλήσεων που καταβάλλεται για τα εμπορεύματα που αγοράζονται στην εγχώρια αγορά). Ωστόσο, όσον αφορά τον τοπικό φόρο επί των πωλήσεων, ο οποίος εφαρμόζεται στις πωλήσεις που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό κρατιδίου της Ινδίας, η χορήγηση απαλλαγών αποφασίζεται από την τοπική αυτοδιοίκηση. Το γεγονός ότι ένα συγκεκριμένο κρατίδιο χορηγεί ορισμένες απαλλαγές ή παραχωρήσεις σχετικά με την καταβολή των φόρων δεν είναι σημαντικό για την εκτίμηση του αντισταθμιστικού χαρακτήρα του καθεστώτος επιστροφής του κεντρικού φόρου επί των πωλήσεων που καταβάλλεται για τα εμπορεύματα που αγοράζονται στην εγχώρια αγορά. Άρα, το επιχείρημα απορρίπτεται.

(116) Συμπερασματικά, δεδομένου ότι η επιδότηση περιορίζεται στις EPZ/EOU, η επιδότηση αυτή είναι αντισταθμίσιμη, επειδή εξαρτάται de jure από την επίτευξη εξαγωγικής επίδοσης σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού. Επομένως, η επιδότηση θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, είναι αντισταθμίσιμη.

ε) Υπολογισμός του ποσού της επιδότησης

Απαλλαγή των πρώτων υλών από εισαγωγικούς δασμούς

(117) Κατά τον επιτόπιο έλεγχο, ελέγχθηκαν η φύση και οι ποσότητες των εισαχθέντων υλικών. Από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι η εταιρεία εφοδιαζόταν με πρώτες ύλες από την εγχώρια αγορά και ότι οι εισαγωγές της ήταν οριακές. Επομένως, δεν τίθεται ζήτημα καθ' υπέρβαση διαγραφής του εισαγωγικού δασμού.

Απαλλαγή των κεφαλαιουχικών αγαθών από εισαγωγικούς δασμούς

(118) Αντίθετα με τις πρώτες ύλες, τα κεφαλαιουχικά αγαθά δεν ενσωματώνονται φυσικώς στα τελικά εμπορεύματα. Προς το σκοπό του υπολογισμού, το ποσό του διαφυγόντος δασμού ισοδυναμεί με μη επιστρεπτέα ενίσχυση για κάθε εισαγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών. Επομένως, το όφελος που προσπορίστηκε η εταιρεία που αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας υπολογίστηκε με βάση το ποσό του μη καταβληθέντος δασμού επί των εισαγόμενων κεφαλαιουχικών αγαθών, το οποίο κατανεμήθηκε σε περίοδο που αντιστοιχεί στην κανονική διάρκεια απόσβεσης των εν λόγω κεφαλαιουχικών αγαθών στο βιομηχανικό κλάδο του υπό εξέταση προϊόντος, σύμφωνα με το άρθρο 7 του βασικού κανονισμού. Το ποσό που έχει υπολογιστεί κατά τον τρόπο αυτό και το οποίο καταλογίζεται στην ΠΕ προσαρμόστηκε με την προσθήκη του τόκου που αντιστοιχεί στην ΠΕ κατά τρόπο ώστε να καθοριστεί η συνολική αξία του οφέλους που αποδίδεται στο δικαιούχο με το καθεστώς αυτό. Λόγω του χαρακτήρα της επιδότησης αυτής, η οποία αντιστοιχεί σε εφάπαξ επιχορήγηση, κρίθηκε κατάλληλο το εμπορικό επιτόκιο που ίσχυε στην Ινδία κατά την ΠΕ (εκτιμώμενο σε 10 %). Το συνολικό ποσό της επιδότησης κατανεμήθηκε στη συνέχεια επί του συνολικού κύκλου εργασιών κατά την εξαγωγή που πραγματοποίησε η EOU, σύμφωνα με το άρθρο 7 του βασικού κανονισμού. Με βάση τον υπολογισμό αυτό, η εταιρεία έλαβε επιδότηση 6,85 %.

Επιστροφή του κεντρικού φόρου επί των πωλήσεων που έχει καταβληθεί για τα εμπορεύματα που έχουν αγοραστεί στην εγχώρια αγορά

(119) Το όφελος υπολογίστηκε με βάση το ποσό του κεντρικού φόρου επί των πωλήσεων που μπορεί να επιστραφεί για τις αγορές που πραγματοποιήθηκαν κατά την ΠΕ. Το ποσό της επιδότησης κατανεμήθηκε στις συνολικές εξαγωγές που πραγματοποιήθηκαν κατά την ΠΕ, σύμφωνα με το άρθρο 7 του βασικού κανονισμού. Με βάση τον υπολογισμό αυτό, διαπιστώθηκε ότι η εταιρεία έτυχε επιδότησης 1,75 %.

7. Απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος (ITES)

α) Νομική βάση

(120) Tο καθεστώς απαλλαγής από το φόρο εισοδήματος βασίζεται στο νόμο του 1961 περί φόρου εισοδήματος. Ο νόμος αυτός, που τροποποιείται κάθε χρόνο από το νόμο περί δημοσιονομικών, ορίζει τους όρους είσπραξης των φόρων καθώς και τις διάφορες απαλλαγές/μειώσεις που μπορούν να ζητηθούν. Μεταξύ των απαλλαγών που μπορούν να ζητηθούν από τις εταιρείες, περιλαμβάνονται εκείνες που καλύπτονται από τα τμήματα 10Α, 10Β και 80 HHC του νόμου, ο οποίος προβλέπει απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος για τα κέρδη που προέρχονται από τις εξαγωγικές πωλήσεις.

β) Επιλεξιμότητα

(121) Η απαλλαγή δυνάμει του τμήματος 10Α μπορεί να ζητηθεί από τις εταιρείες που βρίσκονται στις ζώνες ελεύθερου εμπορίου. Η απαλλαγή δυνάμει του τμήματος 10Β μπορεί να ζητηθεί από μία μονάδα EOU. Η απαλλαγή δυνάμει του τμήματος 80ΗΗC μπορεί να ζητηθεί από οποιαδήποτε επιχείρηση που εξάγει εμπορεύματα.

γ) Πρακτική εφαρμογή

(122) Για να επωφεληθεί από τις μειώσεις/απαλλαγές των προαναφερόμενων φόρων, μια εταιρεία πρέπει να υποβάλει αίτηση μείωσης/απαλλαγής τη στιγμή κατάθεσης της φορολογικής της δήλωσης στις φορολογικές αρχές στο τέλος του φορολογικού έτους. Το φορολογικό έτος διαρκεί από την 1η Απριλίου έως τις 31 Μαρτίου. Η φορολογική δήλωση πρέπει να υποβάλλεται στις φορολογικές αρχές πριν από τις 30 του ακόλουθου μηνός Νοεμβρίου. Η τελική αξιολόγηση από τις αρχές μπορεί να διαρκέσει έως τρία έτη από την υποβολή της φορολογικής δήλωσης. Μια εταιρεία μπορεί να ζητήσει μία μόνο από τις μειώσεις που προβλέπονται στα προαναφερόμενα τρία τμήματα.

δ) Συμπέρασμα σχετικά με το καθεστώς απαλλαγής φόρου εισοδήματος

(123) Κατά την έννοια του παραρτήματος Ι στοιχείο ε) του βασικού κανονισμού, "η ολοσχερής ή μερική απαλλαγή ... ειδικώς για τις εξαγωγές που αφορούν άμεσους φόρους" αποτελεί εξαγωγική επιδότηση. Στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού, υπάρχει χρηματοδοτική συνεισφορά των ινδικών δημόσιων αρχών, δεδομένου ότι παραιτούνται από την απαίτηση δημόσιων εσόδων υπό μορφή άμεσων φόρων οι οποίοι θα ήταν απαιτητοί αν δεν είχε ζητήσει η εταιρεία απαλλαγή φόρου εισοδήματος. Η χρηματοδοτική αυτή συνεισφορά αποφέρει όφελος στον δικαιούχο, δεδομένου ότι μειώνει το φόρο εισοδήματός του.

(124) Η επιδότηση εξαρτάται de jure από την επίτευξη εξαγωγικής επίδοσης κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι τα κέρδη που αποκομίζονται από τις εξαγωγικές πωλήσεις απαλλάσσονται από φόρους και, επομένως, θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα.

(125) Οι ινδικές δημόσιες αρχές υποστήριξαν ότι η απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος κατά την έννοια του τμήματος 80 HHC καταργήθηκε σταδιακά από το οικονομικό έτος Απριλίου 2001-Μαρτίου 2002. Επομένως, υποστήριξαν ότι δεν ήταν σκόπιμο να υποβάλουν το καθεστώς αυτό σε αντισταθμιστικά μέτρα.

(126) Υποστήριξαν επίσης ότι, όσον αφορά το μέρος 1Β του τμήματος 80HHC του νόμου για το φόρο εισοδήματος, τα κέρδη επί των εξαγωγικών πωλήσεων μπορούν να απαλλαγούν έως ένα ορισμένο ποσοστό ανάλογα με το οικονομικό έτος, σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(127) Όσον αφορά τα επιχειρήματα αυτά, κατά τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι το πρόγραμμα εξακολουθούσε να ισχύει στο τέλος της ΠΕ. Πράγματι, το πραγματικό ποσό απαλλαγής από το φόρο εισοδήματος, ήταν 70 % και το καθεστώς θα εξακολουθήσει να αποφέρει όφελος στους νδούς παραγωγούς-εξαγωγείς ακόμη και όταν επιβληθούν σε αυτούς τα οριστικά μέτρα. Σύμφωνα με το άρθρο 15 του βασικού κανονισμού, αντισταθμιστικοί δασμοί επιβάλλονται, εκτός εάν η επιδότηση ή οι επιδοτήσεις ανακληθούν ή αποδεικνύεται ότι οι επιδοτήσεις δεν προσπορίζουν πλέον κανένα όφελος στους εξαγωγείς που τις λαμβάνουν. Δεδομένου ότι η απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος δυνάμει του τμήματος 80HHC ανταποκρίνεται σαφώς στο κριτήριο επιβολής των δασμών δυνάμει του άρθρου 15 του βασικού κανονισμού, κάθε όφελος που προκύπτει από αυτήν, θα πρέπει να συμπεριληφθεί στο συνολικό ποσό του αντισταθμιστικού δασμού.

ε) Υπολογισμός του ποσού της επιδότησης

(128) Οι αιτήσεις δυνάμει των τμημάτων 10Α, 10Β και 80ΗΗC υποβάλλονται με τη φορολογική δήλωση στο τέλος του φορολογικού έτους. Δεδομένου ότι το φορολογικό έτος στην Ινδία διαρκεί από την 1η Απριλίου έως τις 31 Μαρτίου, το όφελος υπολογίστηκε με βάση την πραγματική απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος που ζητήθηκε κατά το φορολογικό έτος που λήγει κατά την ΠΕ (δηλαδή από την 1η Απριλίου 2001 έως τις 31 Μαρτίου 2002). Το αίτημα αυτό φορολογικής απαλλαγής έπρεπε να υποβληθεί στις 30 Σεπτεμβρίου 2002 το αργότερο, δηλαδή στο τέλος της ΠΕ. Επομένως, το όφελος που αποκόμισαν οι εξαγωγείς υπολογίστηκε με βάση τη διαφορά μεταξύ του κανονικά απαιτητού ποσού του φόρου χωρίς απαλλαγή και του ποσού του φόρου αυτού με απαλλαγή. Ο συντελεστής εταιρικού φόρου ανερχόταν σε 35,7 % για το συγκεκριμένο φορολογικό έτος. Το ποσό της επιδότησης κατανεμήθηκε στις συνολικές εξαγωγές, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού.

(129) Παρότι παρατηρήθηκε ότι το όφελος που προκύπτει από την επιδότηση θα πρέπει να θεωρηθεί μηδενικό, προτάθηκαν διαφορετικές μέθοδοι για τον υπολογισμό του περιθωρίου επιδότησης, ιδίως όσον αφορά τους ισχύοντες φορολογικούς συντελεστές.

(130) Εν προκειμένω, σημειώνεται ότι το άρθρο 5 του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι το ύψος της αντισταθμίσιμης επιδότησης θα πρέπει να υπολογίζεται με βάση το όφελος που προσπορίζεται στον αποδέκτη της επιδότησης και το οποίο διαπιστώνεται και καθορίζεται κατά τη διάρκεια της ΠΕ. Όπως αναφέρεται παραπάνω, το όφελος υπολογίστηκε με βάση το ποσό του φορολογητέου κέρδους που πραγματοποιήθηκε κατά το φορολογικό έτος 2001/02 (δηλαδή από την 1η Απριλίου 2001 έως τις 31 Μαρτίου 2002) το οποίο έληξε στα μέσα της ΠΕ. Κατά το φορολογητέο έτος 2001/02 (που αντιστοιχεί στο έτος αξιολόγησης 2002/03), ο πραγματικός συντελεστής απαλλαγής από το φόρο επί των εξαγωγικών κερδών (δηλαδή το ποσοστό των εξαγωγικών κερδών που αποτελούσε αντικείμενο φορολογικής απαλλαγής) ανερχόταν σε 70 %. Κατά το επόμενο φορολογικό έτος (δηλαδή από την 1η Απριλίου 2002 έως τις 31 Μαρτίου 2003), ο πραγματικός συντελεστής εξαγωγικών κερδών που έτυχε απαλλαγής φόρου εισοδήματος ανερχόταν σε 50 %. Επειδή μέρος αυτού του τελευταίου φορολογικού έτους συμπίπτει με την περίοδο έρευνας της παρούσας διαδικασίας, θεωρείται σκόπιμο να υπολογιστεί το ποσό των αντισταθμίσιμων επιχορηγήσεων με βάση pro-rata μέσο όρο των δύο συντελεστών που εφαρμόστηκαν κατά την περίοδο της έρευνας, δηλαδή 60 %. Για το λόγο αυτό, έγιναν οι κατάλληλες ρυθμίσεις για το ποσό της επιδότησης που έλαβαν οι εταιρείες που χρησιμοποίησαν αυτό το σύστημα.

(131) Υποστηρίχθηκε επίσης ότι τα έσοδα που προκύπτουν από το DEPB θα έπρεπε να αφαιρεθούν από το ποσό των φορολογητέων εσόδων. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς αυτούς, χωρίς τα έσοδα που προκύπτουν από το DEPB, δεν θα είχε πραγματοποιηθεί κανένα φορολογητέο όφελος επί των εξαγωγικών πωλήσεων. Το επιχείρημα αυτό στερείται ουσίας. Ακόμη και αν ήταν σκόπιμο να συμπεριληφθούν τα έσοδα που προκύπτουν από το DEPB, το καθεστώς αυτό χορηγείται στις εταιρείες που δύνανται να υπαχθούν σε αυτό υπό μορφή μη επιστρεπτέας χρηματικής παροχής (δηλαδή άμεσης μεταφοράς κεφαλαίων), ενώ η απαλλαγή του φόρου εισοδήματος εφαρμόζεται στα "κανονικά οφειλόμενα" έσοδα επί των οποίων έχει παραιτηθεί το Δημόσιο. Παρότι το όφελος που παρέχει το DEPB προκύπτει σαφώς από τα συνολικά έσοδα μιας εταιρείας, οι δύο επιδοτήσεις προκύπτουν από δύο διαφορετικά μέτρα των ινδικών δημόσιων αρχών. Δεν εναπόκειται στην αρχή που διεξάγει την έρευνα να επιχειρήσει να ανακατασκευάσει την κατάσταση που θα επικρατούσε σε περίπτωση που δεν υπήρχαν ορισμένες επιδοτήσεις. Εν πάση περιπτώσει, τα φορολογητέα κέρδη μιας εταιρείας που πραγματοποιούνται επί των εξαγωγικών πωλήσεων ή επί του συνόλου των συναλλαγών, προκύπτουν από σύγκριση του συνολικού κόστους και των εσόδων που περιλαμβάνουν πολυάριθμα διαφορετικά στοιχεία και απορρέουν από πολλαπλές εμπορικές αποφάσεις και δυνάμεις της αγοράς. Θα ήταν παράλογο να επιλεγεί ένα στοιχείο (π.χ. τα έσοδα που απορρέουν από το DEPB) και να αποκλειστεί αυτό από τον υπολογισμό. Εν πάση περιπτώσει, όπως εξηγείται παραπάνω, το όφελος υπολογίστηκε για όλες τις εταιρείες με βάση την πραγματική απαλλαγή του φόρου εισοδήματος που ζητήθηκε κατά το φορολογικό έτος που έληξε κατά την ΠΕ (δηλαδή από την 1η Απριλίου 2001 έως τις 31 Mαρτίου 2002).

(132) Έξι εταιρείες επωφελήθηκαν από το καθεστώς αυτό κατά την ΠΕ. Πέντε εταιρείες έλαβαν επιδοτήσεις κυμαινόμενες μεταξύ 0,32 και 3,70 %, ενώ, για την έκτη εταιρεία, η επιδότηση που καθορίστηκε ήταν αμελητέα.

8. Ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων

(133) Το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του βασικού κανονισμού, εκφραζόμενο κατ' αξίαν, για τους παραγωγούς-εξαγωγείς που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας, κυμαίνεται από 3,09 έως 10,44 %.

(134) Σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, το περιθώριο επιδότησης για τις συνεργασθείσες εταιρείες που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, το οποίο υπολογίστηκε με βάση το σταθμισμένο μέσο περιθώριο επιδότησης για τις συνεργασθείσες εταιρείες της δειγματοληψίας, ανέρχεται σε 7,67 %. Δεδομένου ότι το επίπεδο της συνολικής συνεργασίας με την Ινδία ήταν πολύ υψηλό (πάνω από 90 %), το υπολειπόμενο περιθώριο επιδότησης για όλες τις άλλες εταιρείες καθορίστηκε στο επίπεδο του υψηλότερου ατομικού περιθωρίου επιδότησης, δηλαδή σε 10,44 %.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(135) Όσον αφορά μια εταιρεία της δειγματοληψίας, την Bombay Dyeing and Manufacturing Co. Ltd, καθορίστηκε ότι είχε χρησιμοποιήσει άδειες που είχε λάβει από δύο συνδεδεμένες εταιρείες: Nowrosjee Wadia & Sons Limited και N. W. Exports Limited. Η έρευνα κατέδειξε ότι οι δύο συνδεδεμένες εταιρείες είχαν εξαγάγει τα προϊόντα που παρήγαγε η Bombay Dyeing and Manufacturing Co. Ltd. Επομένως, το περιθώριο ντάμπινγκ που καθορίστηκε για την Bombay Dyeing and Manufacturing Co. Ltd θα πρέπει να επιβληθεί και στις συνδεδεμένες εταιρείες.

Δ. ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΣ ΚΛΑΔΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

(136) Στην Κοινότητα, το υπό εξέταση προϊόν παράγεται από:

- τους παραγωγούς για λογαριασμό των οποίων κατατέθηκε η καταγγελία· όλοι οι παραγωγοί που επιλέχθηκαν στο δείγμα (εφεξής "κοινοτικοί παραγωγοί της δειγματοληψίας"), περιλαμβάνονταν μεταξύ των καταγγελλόντων,

- άλλους μη καταγγέλλοντες και μη συνεργασθέντες κοινοτικούς παραγωγούς. Μία μόνο εταιρεία τάχθηκε κατά της διαδικασίας, η οποία αντιπροσώπευε λιγότερο από 1 % της κοινοτικής παραγωγής.

(137) Η Επιτροπή εξέτασε αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι προαναφερόμενες εταιρείες αποτελούν το σύνολο των κοινοτικών παραγωγών σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Η παραγωγή όλων των προαναφερόμενων εταιρειών αποτελεί την κοινοτική παραγωγή.

(138) Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αποτελείται από 29 κοινοτικούς παραγωγούς που συνεργάστηκαν με την Επιτροπή, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι πέντε κοινοτικοί παραγωγοί της δειγματοληψίας. Οι εν λόγω παραγωγοί αντιπροσωπεύουν το 45 % του κοινοτικού κλάδου παραγωγής βαμβακερών πανικών κρεβατιού. Συνεπώς, θεωρήθηκε ότι αποτελούν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 1 και του άρθρου 10 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού.

Ε. ΖΗΜΙΑ

1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

(139) Δεδομένου ότι χρησιμοποιήθηκαν τεχνικές δειγματοληψίας για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, η ζημία αξιολογήθηκε, αφενός, με βάση τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν μεταξύ όλων των παραγωγών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής για τις τάσεις της παραγωγής, της παραγωγικότητας, των πωλήσεων, του μεριδίου αγοράς, της απασχόλησης και της οικονομικής μεγέθυνσης. Οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν στο επίπεδο των κοινοτικών παραγωγών της δειγματοληψίας, αφετέρου, εξετάστηκαν αναλυτικά για να καθορισθούν η τάση των τιμών και η αποδοτικότητα, οι ταμειακές ροές, η ικανότητα κινητοποίησης κεφαλαίων και οι επενδύσεις, τα αποθέματα, η ικανότητα παραγωγής, η χρησιμοποίηση της ικανότητας παραγωγής, η απόδοση των επενδύσεων και οι μισθοί.

2. Κοινοτική κατανάλωση

(140) Η κοινοτική κατανάλωση καθορίσθηκε με βάση τον όγκο παραγωγής των κοινοτικών παραγωγών που κοινοποιήθηκε από τη Eurocoton μείον τις εξαγωγές με βάση τα στοιχεία της Eurostat, στον οποίο προστέθηκαν οι εισαγωγές, καταγωγής Ινδίας, και άλλων τρίτων χωρών, με βάση επίσης τα στοιχεία της Eurostat. Μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, η φαινομένη κοινοτική κατανάλωση αυξήθηκε σταθερά από 173651 τόνους σε 199881 τόνους, δηλαδή κατά 15 %.

3. Εισαγωγές από την ενδιαφερόμενη χώρες

α) Όγκος και μερίδιο αγοράς

(141) Ο όγκος των εισαγωγών, στην Κοινότητα, βαμβακερών πανικών κρεβατιού, καταγωγής Ινδίας, μειώθηκε από 15700 τόνους το 1999 σε 14300 τόνους κατά την ΠΕ, δηλαδή κατά 9 % κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Ύστερα από ελαφρά αύξηση μεταξύ του 1999 και του 2000, οι εισαγωγές σημείωσαν κάμψη το 2001. Το αντίστοιχο μερίδιο αγοράς μειώθηκε από 9,1 % το 1999 σε 7,2 % κατά την περίοδο έρευνας.

(142) Αν και είναι αληθές ότι οι εισαγωγές, καταγωγής Ινδίας, απώλεσαν μερίδια αγοράς καθ' όλη την εξεταζόμενη περίοδο, οι εισαγωγές αυτές βρίσκονται, ωστόσο, σε επίπεδο σαφώς υψηλότερο από εκείνο που καθορίζεται στο άρθρο 10 παράγραφος 11 του βασικού κανονισμού. Επιπλέον, η σύγκριση με το μερίδιο αγοράς που κατείχε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής καταδεικνύει τη σημασία τους. Το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών, καταγωγής Ινδίας, αντιπροσωπεύει πάνω από το ένα τρίτο του μεριδίου αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2003, ο όγκος εισαγωγής αυξήθηκε κατά περισσότερο από 11 % σε ετήσια βάση.

β) Τιμές

(143) Οι μέσες τιμές που εφάρμοσε η Ινδία παρέμειναν σταθερές κατά το 1999 και το 2000 σε περίπου 5,65 ευρώ/kg. Το 2001 αυξήθηκαν σε περίπου 5,80 ευρώ/kg και, εν συνεχεία, υποχώρησαν κατά την ΠΕ σε περίπου 5,50 ευρώ/kg, δηλαδή κατά 5 %.

γ) Τιμές χαμηλότερες των κοινοτικών

(144) Για να εξετασθεί κατά πόσον πραγματοποιήθηκαν πωλήσεις σε τιμές χαμηλότερες από τις κοινοτικές, ο σταθμισμένος μέσος όρος των τιμών για κάθε τύπο προϊόντος που πώλησε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής σε μη συνδεδεμένους πελάτες στην κοινοτική αγορά συγκρίθηκε με τον αντίστοιχο σταθμισμένο μέσο όρο των τιμών εξαγωγής των οικείων εισαγωγών. Η εν λόγω σύγκριση πραγματοποιήθηκε μετά την αφαίρεση των εκπτώσεων και μειώσεων. Οι τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής προσαρμόσθηκαν στις τιμές "εκ του εργοστασίου". Οι τιμές των εν λόγω εισαγωγών καθορίστηκαν σε επίπεδο cif, αφού λήφθηκαν υπόψη οι δασμοί και τα έξοδα μετά την εισαγωγή.

(145) Από τη σύγκριση αυτή προέκυψε ότι, κατά την ΠΕ, τα εν λόγω προϊόντα, καταγωγής Ινδίας, πωλήθηκαν στην Κοινότητα σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μεταξύ 26 και 77 %. Σε περισσότερες από το 75 % των περιπτώσεων, τα περιθώρια μειωμένων πωλήσεων περιλαμβάνονταν μεταξύ 60 και 70 %.

4. Κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(146) Εξετάστηκε αν ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής εξακολουθούσε να βρίσκεται σε στάδιο ανάκαμψης από τις επιπτώσεις των προγενέστερων πρακτικών ντάμπινγκ και επιδοτήσεων, αλλά από την έρευνα δεν προέκυψαν αποδεικτικά στοιχεία.

(147) Προβλήθηκε το επιχείρημα ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν υπέστη σημαντική ζημία, δεδομένου ότι ετύγχανε της προστασίας των ποσοστώσεων. Πράγματι, είναι αληθές ότι είχαν τεθεί σε ισχύ ποσοστώσεις κατά την ΠΕ. Στο διεθνές δίκαιο, οι ποσοστώσεις αυτές έχουν ως νομική βάση τη συμφωνία του ΠΟΕ για τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και τα είδη ένδυσης και θα καταργηθούν σταδιακά έως τις 31 Δεκεμβρίου 2004. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ποσοστώσεις αυτές δεν εξαντλήθηκαν κατά την ΠΕ. Οι ποσότητες που μπορούν να εισαχθούν με βάση τις ποσοστώσεις αυτές, αντιστοιχούν σε σημαντικά μερίδια της κοινοτικής αγοράς. Πράγματι, με βάση τον κύκλο εργασιών της κατανάλωσης που παρατηρήθηκε κατά την ΠΕ, η ετήσια ποσόστωση για το 2002 αντιστοιχεί, στην περίπτωση της Ινδίας, σε μερίδιο αγοράς 12 % περίπου. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο όγκος των κλωστοϋφαντουργικών αυτών ποσοστώσεων είναι αποτέλεσμα άμεσων διαπραγματεύσεων που δεν εμπίπτουν στο αναλυτικό πλαίσιο που προβλέπει ο βασικός κανονισμός. Πράγματι, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι οι ποσοστώσεις αυτές επηρεάζουν την κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, αλλά οι ποσοστώσεις αυτές δεν αρκούν από μόνες τους για να αποτρέψουν ζημία του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Από την ανάλυση των στοιχείων των σχετικών με τη συγκεκριμένη υπόθεση, προκύπτει ότι, παρά την ύπαρξη ποσοστώσεων, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία κατά την ΠΕ. Πράγματι, η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής επιδεινώθηκε, ενώ οι ινδοί εξαγωγείς δεν εξάντλησαν την ποσόστωση που τους είχε χορηγηθεί κατά την ΠΕ. Επομένως, ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται.

α) Στοιχεία σχετικά με το σύνολο του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

Παραγωγή, απασχόληση και παραγωγικότητα

(148) Ο όγκος παραγωγής του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε ελαφρά, από 37700 τόνους το 1999 σε 39500 τόνους κατά την περίοδο της έρευνας, δηλαδή κατά 5 %.

(149) Η απασχόληση παρέμεινε σχετικά σταθερή γύρω στους 5500 εργαζομένους. Επομένως, η παραγωγικότητα αυξήθηκε από 6,8 τόνους/εργαζόμενο το 1999 σε 7,2 τόνους/εργαζόμενο κατά την ΠΕ, δηλαδή κατά 6 % κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

Όγκος πωλήσεων και μερίδιο αγοράς

(150) Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ο όγκος πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε κατά 4 % από 36200 τόνους το 1999 σε 37800 τόνους κατά την ΠΕ. Το 2001 είχε ανέλθει σε 38300 τόνους, αλλά κατά την ΠΕ μειώθηκε στην πράξη. Ο συνολικός κύκλος εργασιών που δημιουργήθηκε από τις πωλήσεις αυτές αυξήθηκε κατά 410 εκατομμύρια ευρώ το 1999 σε 441 εκατομμύρια ευρώ το 2001, αλλά εν συνεχεία απώλεσε 5 % για να μειωθεί εκ νέου σε 420 εκατομμύρια ευρώ κατά την ΠΕ.

(151) Παρά το γεγονός ότι η κατανάλωση στην κοινοτική αγορά αυξήθηκε κατά 15 % κατά την ίδια περίοδο, το μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε στην πράξη από 20,8 σε 18,9 % κατά την ΠΕ. Το μερίδιο αγοράς παρουσίασε διακυμάνσεις γύρω στο 20 % μεταξύ του 1999 και του 2001 και μειώθηκε κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ του 2001 και της ΠΕ.

Μεγέθυνση

(152) Ενώ η κοινοτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 15 % μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, ο όγκος πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε μόνο κατά 4 %. Αντίθετα, ο συνολικός όγκος των εισαγωγών αυξήθηκε κατά 35 % κατά την ίδια περίοδο, με τη σημαντικότερη αύξηση από 120000 τόνους το 2001 σε 139000 τόνους κατά την ΠΕ. Ενώ το μερίδιο αγοράς του συνόλου των εισαγωγών αυξήθηκε κατά περισσότερο από 10 ποσοστιαίες μονάδες, το μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε από 20,8 σε 18,9 %. Τούτο σημαίνει ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν μπόρεσε να επωφεληθεί επαρκώς από τη μεγέθυνση της αγοράς που σημειώθηκε μεταξύ του 1999 και της ΠΕ.

β) Στοιχεία σχετικά με τους κοινοτικούς παραγωγούς της δειγματοληψίας

Αποθέματα, ικανότητα παραγωγής και χρησιμοποίηση της ικανότητας παραγωγής

(153) Τα αποθέματα παρουσιάζουν σημαντικές διακυμάνσεις, δεδομένου ότι τα βαμβακερά πανικά κρεβατιού παράγονται κυρίως κατά παραγγελία, γεγονός που περιορίζει τη δυνατότητα παραγωγής με σκοπό την αποκλειστική δημιουργία αποθεμάτων. Παρότι παρατηρήθηκε αύξηση των αποθεμάτων των κοινοτικών παραγωγών της δειγματοληψίας, τα αποθέματα αυτά δεν θεωρούνται ως κατάλληλος δείκτης της ζημίας λόγω των σημαντικών διακυμάνσεων των αποθεμάτων που χαρακτηρίζουν τον εν λόγω βιομηχανικό κλάδο.

(154) Για όλους σχεδόν τους κοινοτικούς παραγωγούς της δειγματοληψίας, ήταν δύσκολο να καθοριστεί η παραγωγική ικανότητα, δεδομένου ότι η παραγωγική διαδικασία του ομοειδούς προϊόντος είναι εξατομικευμένη και απαιτεί διάφορους συνδυασμούς μηχανών. Επομένως, είναι αδύνατο να συναχθεί γενικό συμπέρασμα σχετικά με την παραγωγική ικανότητα που αφιερώνεται στο ομοειδές προϊόν από την παραγωγική ικανότητα των διαφόρων μηχανών. Επιπλέον, ορισμένοι κοινοτικοί παραγωγοί της δειγματοληψίας καταφεύγουν σε υπεργολαβίες για μέρος της διαδικασίας παραγωγής.

(155) Ωστόσο, για τα τυπωμένα πανικά κρεβατιού, το τμήμα εκτύπωσης θεωρήθηκε ο παράγοντας που καθορίζει την ικανότητα παραγωγής όλων των κοινοτικών παραγωγών της δειγματοληψίας. Διαπιστώθηκε ότι ο συντελεστής χρησιμοποίησης της ικανότητας παραγωγής του τμήματος εκτύπωσης μειωνόταν συνεχώς, περνώντας από 90 σε 82 %.

(156) Υποστηρίχθηκε ότι η εξέλιξη της ικανότητας παραγωγής και του συντελεστή χρησιμοποίησης της ικανότητας δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως στοιχεία που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ζημίας. Εν προκειμένω, και όπως και στις προηγούμενες έρευνες σχετικά με το ίδιο προϊόν, αναγνωρίζεται ότι δεν ήταν δυνατό να συναχθεί γενικό συμπέρασμα σχετικά με την ικανότητα παραγωγής των διαφόρων μηχανών. Ωστόσο, η ανάλυση της ικανότητας εκτύπωσης, παρότι περιορίζεται σε μέρος των ομοειδών προϊόντων, αποτελεί έναν από τους δείκτες που αφήνουν να διαφανεί η ύπαρξη ζημίας.

Τιμές

(157) Οι μέσες τιμές ανά kg των παραγωγών της δειγματοληψίας αυξήθηκαν σταδιακά, από 13,3 ευρώ σε 14,2 ευρώ κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Για να αξιολογηθεί η εξέλιξη αυτή, πρέπει να γίνει υπόμνηση ότι η μέση τιμή καλύπτει τους τύπους τόσο υψηλής όσο και χαμηλής ποιότητας του οικείου προϊόντος και ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αναγκάστηκε να προσανατολίσει την παραγωγή του σε εξειδικευμένα προϊόντα υψηλότερης ποιότητας, δεδομένου ότι οι πωλήσεις σε μεγάλους όγκους που προορίζονταν για τη μαζική αγορά του, είχαν θιγεί από τις εισαγωγές σε χαμηλές τιμές. Εξάλλου, οι μέσες τιμές ανά kg του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στο σύνολό του σημείωσαν οριακή άνοδο από 11,3 ευρώ το 1999 σε 11,5 ευρώ το 2001 αλλά, εν συνεχεία, μειώθηκαν σε 11,1 ευρώ κατά την ΠΕ.

(158) Υποστηρίχθηκε ότι η εξέλιξη των τιμών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο που επιβεβαιώνει την ύπαρξη ζημίας. Ο ισχυρισμός αυτός βασίζεται στο απλό γεγονός ότι οι τιμές πώλησης των εταιρειών της δειγματοληψίας αυξήθηκαν ελαφρά, όπως επεξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 157. Επιπλέον, η εξέλιξη των τιμών αποτελεί έναν μόνο παράγοντα που πρέπει να αναλυθεί. Το συνολικό ανά μονάδα κόστος αυξήθηκε επίσης και ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής προσανατολίστηκε περισσότερο προς την παραγωγή εξειδικευμένων προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας που πωλούνται σε υψηλότερες τιμές. Η αύξηση της μέσης τιμής δεν αποτελεί κατ' ανάγκη δείκτη απουσίας ζημίας. Επομένως, ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται.

Επενδύσεις και ικανότητα άντλησης κεφαλαίων

(159) Μεταξύ του 1999 και του 2001, οι επενδύσεις μειώθηκαν σημαντικά από 7 εκατομμύρια ευρώ σε 2,5 εκατομμύρια ευρώ. Μεταξύ του 2001 και της ΠΕ, οι επενδύσεις παρέμειναν σχετικά σταθερές αλλά αντιπροσώπευαν μόνο το 41 % των επενδύσεων το 1999.

(160) Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν ανέφερε δυσκολίες κινητοποίησης κεφαλαίων για τις δραστηριότητές του, ούτε υπάρχουν στοιχεία που φανερώνουν την ύπαρξη τέτοιων προβλημάτων.

Αποδοτικότητα, απόδοση των επενδύσεων και ταμειακές ροές

(161) Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, η αποδοτικότητα των κοινοτικών παραγωγών της δειγματοληψίας μειώθηκε αισθητά, από 7,7 % το 1999 σε 4,4 % κατά την ΠΕ, δηλαδή κατά 42 %. Η απόδοση των επενδύσεων ακολούθησε την ίδια τάση, σημειώνοντας πτώση από 10,5 % το 1999 σε 5,9 % κατά την ΠΕ, δηλαδή μείωση 44 %.

(162) Προβλήθηκε το επιχείρημα ότι η μέση αποδοτικότητα άνω του 5 % κατά την εξεταζόμενη περίοδο, δεν μπορεί να αποτελέσει στοιχείο που επιβεβαιώνει την ύπαρξη ζημίας. Εν προκειμένω, η ζημία πρέπει να καθορισθεί κυρίως σε σχέση με την ΠΕ. Κατά την ΠΕ, η αποδοτικότητα ανήλθε μόνο σε 4,4 %. Εξάλλου, η αποδοτικότητα ανήλθε σε 7,7 % το 1999, σε περίοδο που ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν εθίγετο από τον ανταγωνισμό των επιδοτούμενων εισαγωγών, και, εν συνεχεία, υποχώρησε κατά 43 % κατά την εξεταζόμενη περίοδο· τούτο σημαίνει ότι σημειώθηκε σημαντική κάμψη κατά την εξεταζόμενη περίοδο λόγω του σκληρού ανταγωνισμού των επιδοτούμενων εισαγωγών. Ως εκ τούτου, κατά την ΠΕ, η αποδοτικότητα ήταν χαμηλότερη από το επίπεδο που θα μπορούσε να είχε επιτύχει, αν δεν υπήρχαν επιδοτούμενες εισαγωγές, και συγκεκριμένα 6,5 %.

(163) Υποστηρίχθηκε ότι η μείωση της αποδοτικότητας των εταιρειών της δειγματοληψίας δεν μπορεί να αποδοθεί στις επιδοτούμενες εισαγωγές, αλλά στην αύξηση του κόστους του εργατικού δυναμικού και σε μείωση των επενδύσεων. Το μέσο κόστος του εργατικού δυναμικού που απασχόλησαν οι παραγωγοί της δειγματοληψίας αυξήθηκε μόνο κατά 4,2 % κατά την εξεταζόμενη περίοδο και δεν μπορεί, επομένως, να εξηγήσει τη μείωση της αποδοτικότητας. Επιπλέον, μια μείωση των επενδύσεων δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη υποχώρηση της αποδοτικότητας. Επομένως, ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται.

(164) Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η μείωση της απόδοσης των επενδύσεων αποτελούσε απλώς συνέπεια της μείωσης των επενδύσεων. Ωστόσο, η απόδοση των επενδύσεων εκφράζει το λόγο μεταξύ κερδών και συνολικής αξίας των στοιχείων του ενεργητικού. Επομένως, η μείωση των επενδύσεων, η οποία συνεπάγεται μείωση της συνολικής αξίας των στοιχείων του ενεργητικού, θα συνέβαλε στην αύξηση της απόδοσης των επενδύσεων. Επομένως, ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται.

(165) Οι ταμειακές ροές που προέκυψαν από το ομοειδές προϊόν μειώθηκαν αισθητά, από 16,8 εκατομμύρια ευρώ το 1999 σε 11,3 εκατομμύρια ευρώ κατά την ΠΕ. Η σημαντικότερη μείωση σημειώθηκε το 2000, όταν οι ταμειακές ροές μειώθηκαν κατά 27 %. Μεταξύ του 2000 και της περιόδου της έρευνας, μειώθηκαν επιπλέον κατά 5 %.

(166) Διατυπώθηκε παρατήρηση ότι κατά την άποψη της Επιτροπής οι ταμειακές ροές δεν θεωρούνται σημαντικός δείκτης. Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι οι ταμειακές ροές επηρεάζονται από τις διακυμάνσεις των αποθεμάτων και ότι, επομένως, έχουν περιορισμένη σημασία. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ταμειακές ροές παρουσίασαν την ίδια αρνητική τάση με άλλους δείκτες, επιβεβαιώνοντας την επιδείνωση της κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, και δεν θα πρέπει επομένως να θεωρούνται ασήμαντες.

Μισθοί

(167) Το εργατικό κόστος αυξήθηκε κατά 3,3 % κατά την εξεταζόμενη περίοδο, από 35,2 εκατομμύρια ευρώ το 1999 σε 36,3 εκατομμύρια ευρώ κατά την ΠΕ. Δεδομένου ότι ο αριθμός των εργαζομένων παρέμεινε σχετικά σταθερός, το μέσο κόστος του εργατικού δυναμικού αυξήθηκε, από 29100 ευρώ σε 30300 ευρώ. Πρόκειται για ονομαστικές αυξήσεις, αισθητά χαμηλότερες από την αύξηση των τιμών κατανάλωσης άνω του 7,8 % που παρατηρήθηκε κατά την ΠΕ.

(168) Υποστηρίχθηκε ότι η αύξηση των μισθών δεν αποτελεί ένδειξη ζημίας. Σημειώνεται, εν προκειμένω, ότι το μέσο κόστος του εργατικού δυναμικού των εταιρειών της δειγματοληψίας αυξήθηκε μόνο κατά 4,2 % σε ονομαστικές τιμές κατά την εξεταζόμενη περίοδο, γεγονός που, λαμβανομένης υπόψη της αύξησης των τιμών καταναλωτή, αντιστοιχεί σε μείωση 3,6 % σε πραγματικές τιμές.

Σημασία του ποσού των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων

(169) Λαμβανομένου υπόψη του όγκου και της τιμής των επιδοτούμενων εισαγωγών, η επίπτωση του πραγματικού περιθωρίου επιδότησης, το οποίο είναι εξίσου σημαντικό, δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέα.

Καταλληλότητα των δεικτών

(170) Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η παραγωγή, η παραγωγικότητα και ο όγκος των πωλήσεων σημείωναν αύξηση και η απασχόληση ήταν σταθερή, γεγονός που δεν επιβεβαίωνε την ύπαρξη ζημίας. Προβλήθηκε επίσης το επιχείρημα ότι το ίδιο ίσχυε για την ανάλυση των αποθεμάτων και την ικανότητα κινητοποίησης κεφαλαίων και ότι ο σχολιασμός των παραγόντων αυτών ήταν άνευ ουσίας. Εν προκειμένω, θα πρέπει να σημειωθεί ότι πρέπει να εξεταστούν πολλοί παράγοντες για να καθοριστεί η ύπαρξη ζημίας και ότι, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, κανένας από τους παράγοντες αυτούς ή πλείονες εξ αυτών μαζί, δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας. Το επιχείρημα δεν είναι πειστικό, δεδομένου ότι ένας μόνο δείκτης εξεταζόμενος μεμονωμένα δεν είναι κατάλληλος και ότι άλλοι δείκτες παρουσιάζουν αρνητική τάση. Άρα, το επιχείρημα απορρίπτεται.

5. Συμπέρασμα για τη ζημία

(171) Από την εξέταση των προαναφερόμενων παραγόντων προκύπτει ότι η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής επιδεινώθηκε μεταξύ του 1999 και της περιόδου έρευνας. Η αποδοτικότητα μειώθηκε αισθητά κατά την εξεταζόμενη περίοδο και το μερίδιο αγοράς της υποχώρησε κατά 9,1 %. Πολλοί άλλοι δείκτες της ζημίας, όπως η χρησιμοποίηση της ικανότητας, οι ταμειακές ροές, η απόδοση των επενδύσεων και οι επενδύσεις σημείωσαν επίσης αρνητική εξέλιξη. Όσον αφορά τους κοινοτικούς παραγωγούς της δειγματοληψίας, τόσο οι επενδύσεις τους όσο και η απόδοση των επενδύσεών τους μειώθηκε αισθητά. Η απασχόλησε παρέμεινε σχετικά σταθερή. Ορισμένοι δείκτες σημείωσαν θετική εξέλιξη: κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ο κύκλος εργασιών και ο όγκος πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής σημείωσαν ελαφρά αύξηση. Η παραγωγικότητα και οι μισθοί αυξήθηκαν οριακά. Όσον αφορά τις μέσες τιμές πώλησης των παραγωγών της δειγματοληψίας, εξελίχθηκαν προς τα άνω κατά την εξεταζόμενη περίοδο, γεγονός που εξηγείται, ωστόσο, εν μέρει με τον αναπροσανατολισμό των παραγωγών αυτών προς πωλήσεις εξειδικευμένων προϊόντων μεγαλύτερης αξίας. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά την ίδια περίοδο, η κοινοτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 15 %, ενώ το μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής παρουσίασε κάμψη κατά 9,1 %. Οι μέσες τιμές πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκαν σημαντικά κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

(172) Βάσει των ανωτέρω, συνάγεται προσωρινά το συμπέρασμα ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία κατά την έννοια του άρθρου 8 του βασικού κανονισμού.

ΣΤ. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

1. Εισαγωγή

(173) Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο επιδοτήσεων, καταγωγής Ινδίας, προκάλεσαν στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής ζημία σε βαθμό που να μπορεί να θεωρηθεί σημαντικός. Εξετάστηκαν επίσης και διάφοροι άλλοι γνωστοί παράγοντες, πέραν των επιδοτούμενων εισαγωγών, που μπορούσαν να έχουν προκαλέσει ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, ώστε να εξασφαλισθεί ότι η πιθανή ζημία που προκλήθηκε από αυτούς δεν οφείλετο στις επιδοτούμενες εισαγωγές.

2. Επιπτώσεις των επιδοτούμενων εισαγωγών

(174) Ο όγκος των εισαγωγών, στην Κοινότητα, βαμβακερών πανικών κρεβατιού, καταγωγής Ινδίας, μειώθηκε από 15700 τόνους το 1999 σε 14300 τόνους κατά την ΠΕ, δηλαδή κατά 9 %. Ύστερα από ελαφρά αύξηση μεταξύ του 1999 και του 2000, οι εισαγωγές σημείωσαν κάμψη το 2001 και παρέμειναν σταθερές κατά την ΠΕ. Το αντίστοιχο μερίδιο αγοράς μειώθηκε από 9,1 % το 1999 σε 7,2 % κατά την περίοδο έρευνας, παραμένοντας ωστόσο σημαντικό.

(175) Οι μέσες τιμές που εφάρμοσε η Ινδία μειώθηκαν ελαφρά κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Παρέμειναν σταθερές σε πρώτη φάση, το 1999 και το 2000, σε περίπου 5,65 ευρώ/kg για να ανέλθουν σε 5,80 ευρώ/kg, αλλά εν συνεχεία μειώθηκαν κατά την ΠΕ σε περίπου 5,50 ευρώ/kg, δηλαδή κατά 5 %.

(176) Η ανάλυση των επιπτώσεων των επιδοτούμενων εισαγωγών κατέδειξε ότι η τιμή είναι το κύριο στοιχείο του ανταγωνισμού. Πράγματι, είναι ο ίδιος ο αγοραστής που καθορίζει την ποιότητα και το σχεδιασμό του προϊόντος που σκοπεύει να παραγγείλει. Όπως προκύπτει από την ανάλυση της διαδικασίας πώλησης/αγοράς, πριν γίνει παραγγελία σε έναν παραγωγό-εξαγωγέα στην Ινδία, οι εισαγωγείς και οι έμποροι διευκρινίζουν όλα τα χαρακτηριστικά του προϊόντος που πρέπει να παραδοθεί (σχεδιασμός, χρώμα, ποιότητα, διαστάσεις κ.λπ.) και έτσι συγκρίνουν τις προσφορές των διαφόρων παραγωγών με βάση κυρίως την τιμή, δεδομένου ότι όλα τα άλλα στοιχεία διαφοροποίησης προκαθορίζονται στις αιτήσεις προσφορών ή απορρέουν από τις προσπάθειες που καταβάλλουν οι ίδιοι οι εισαγωγείς για παρόμοια προϊόντα (για παράδειγμα, στρατηγική σχετικά με τα εμπορικά σήματα). Όσον αφορά τις τιμές, διαπιστώθηκε ότι οι τιμές των επιδοτούμενων εισαγωγών ήταν αισθητά χαμηλότερες από εκείνες του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και των εξαγωγέων των λοιπών τρίτων χωρών, και ότι εξακολούθησαν να μειώνονται ακόμη περισσότερο κατά την ΠΕ. Επιπλέον, διαπιστώθηκε επίσης ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αναγκάστηκε να αποσυρθεί σε μεγάλο μέρος από τα φθηνότερα τμήματα της αγοράς, στα οποία κυριαρχούσαν οι εισαγωγές, καταγωγής Ινδίας, γεγονός που υπογραμμίζει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών, καταγωγής Ινδίας, και της ζημίας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

(177) Υποστηρίχθηκε ότι οι εισαγωγές, καταγωγής Ινδίας, μειώθηκαν σε απόλυτες και σχετικές τιμές, ενώ δεν υπόκειντο σε κανένα δασμό, και ότι αντιπροσώπευαν σχετικά περιορισμένο μερίδιο αγοράς, σε βαθμό που δεν προκαλούσαν πλέον ζημία.

(178) Οι εισαγωγές, καταγωγής Ινδίας, μειώθηκαν πράγματι. Ωστόσο, τούτο μπορεί να εξηγηθεί από πολλούς παράγοντες: πρώτον, κατά την ΠΕ, οι εισαγωγές υπόκειντο σε δασμό 10,2 % (έως το Δεκέμβριο 2001) και σε 9,6 % (από τον Ιανουάριο του 2002), ενώ οι εισαγωγές, καταγωγής Πακιστάν, του κυριότερου προμηθευτή, τυγχάνουν δασμολογικής απαλλαγής από τον Ιανουάριο του 2002. Δεύτερον, όσον αφορά το μερίδιο αγοράς, το καθοριστικό ερώτημα δεν είναι αν ένα μερίδιο αγοράς είναι σχετικά περιορισμένο ή όχι, αλλά αν είναι αρκετά υψηλό ώστε να μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία. Εν προκειμένω, σημειώνεται ότι οι εισαγωγές ήταν ουσιώδεις και πραγματοποιήθηκαν σε χαμηλές τιμές που αποτελούσαν αντικείμενο επιδοτήσεων και συνεπάγονταν την πραγματοποίηση πωλήσεων σε τιμές χαμηλότερες του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Διαπιστώθηκε επίσης ότι οι εισαγωγές αυτές συνέπεσαν σε μεγάλο βαθμό με τη ζημία του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Όλα τα στοιχεία αυτά συνέβαλαν σημαντικά στο συμπέρασμα του παρόντος κεφαλαίου, και συγκεκριμένα στο ότι οι εισαγωγές προκάλεσαν σημαντική ζημία.

(179) Λαμβανομένης υπόψη της βαρύτητάς τους, τόσο ως προς τον όγκο όσο και ως προς τις τιμές, οι εισαγωγές αυτές, καταγωγής Ινδίας, άσκησαν έντονη πίεση προς τα κάτω στις τιμές και στους όγκους πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν κατόρθωσε να αντισταθμίσει τη μείωση του όγκου των πωλήσεων στα φθηνότερα τμήματα αγοράς με τις πωλήσεις εξειδικευμένων προσοδοφόρων προϊόντων υψηλής αποδοτικότητας, γεγονός που εκφράζεται με αισθητή μείωση του μεριδίου αγοράς του, των επενδύσεών του, της αποδοτικότητας και της απόδοσης των επενδύσεων.

(180) Το μερίδιο αγοράς που κατείχαν οι εισαγωγές, καταγωγής Ινδίας, κατά την ΠΕ, ήταν ουσιώδες και σαφώς υψηλότερο από το ελάχιστο επίπεδο. Η μέτρια κάμψη του εισαγόμενου όγκου δεν είναι τέτοια ώστε να αφήσει να εννοηθεί ότι οι ινδοί εξαγωγείς κατέχουν πλέον οριακή θέση στην κοινοτική αγορά και βρίσκονται στα πρόθυρα εκτόπισής τους από την κοινοτική αγορά. Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές, εξεταζόμενες μεμονωμένα, προκάλεσαν σημαντική ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Εξάλλου, σημειώνεται ενδεικτικά, ότι οι εισαγωγές, καταγωγής Ινδίας, αυξήθηκαν, απ' ό,τι φαίνεται, εκ νέου κατά περισσότερο από 8 % κατά το πρώτο εξάμηνο του 2003 σε σύγκριση με το πρώτο εξάμηνο του 2002, γεγονός που φανερώνει ότι η φαινομένη πτωτική τάση δεν έχει μόνιμο χαρακτήρα.

(181) Προβλήθηκε το επιχείρημα ότι η μέση επιδότηση ήταν 8 % και ότι το μέσο περιθώριο πωλήσεων σε τιμές χαμηλότερες από τις κοινοτικές ήταν πολύ υψηλότερο, ενώ οι τιμές που εφάρμοσαν οι παραγωγοί της δειγματοληψίας αυξάνονταν.

(182) Εν προκειμένω, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σε πολλές περιπτώσεις, οι τιμές εξαγωγής δεν περιελάμβαναν τα έξοδα σχεδιασμού και εμπορίας των πανικών κρεβατιού, δεδομένου ότι οι υπηρεσίες αυτές παρέχονταν από τον εισαγωγέα στην Κοινότητα. Τα έξοδα αυτά δεν μπορούν ευλόγως να εκτιμηθούν για το ομοειδές προϊόν συνολικά, αλλά αν ληφθούν υπόψη μειώνονται τα χαμηλότερα περιθώρια πραγματοποίησης πωλήσεων σε τιμές χαμηλότερες των κοινοτικών. Επίσης, οι τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αφορούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, προϊόντα με εμπορικό σήμα που πωλούνται σε υψηλότερη τιμή. Επιπλέον, το άρθρο 8 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού ορίζει ότι με την εξέταση πρέπει να αποδεικνύεται ότι ο όγκος ή/και τα επίπεδα τιμών των επιδοτούμενων εισαγωγών έχουν επίπτωση επί του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Επομένως, σε τελική ανάλυση, αυτό που ενέχει σημασία είναι το επίπεδο τιμών των εισαγωγών και όχι η πραγματοποίηση πωλήσεων σε τιμές χαμηλότερες των κοινοτικών. Επομένως, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές δεν προκάλεσαν σημαντική ζημία.

3. Επιπτώσεις άλλων παραγόντων

α) Εισαγωγές καταγωγής Πακιστάν που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ κατά τους ισχυρισμούς

(183) Το Πακιστάν αύξησε σταθερά το μερίδιο αγοράς του από 20,8 % το 1999 σε 24,7 % κατά την ΠΕ, δηλαδή από 36000 τόνους το 1999 σε 49400 τόνους κατά την ΠΕ. Δεδομένου ότι οι μέσες τιμές εξαγωγής του Πακιστάν τοποθετούνται στην ίδια κατηγορία με τις ινδικές τιμές, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι εξαγωγές του Πακιστάν προκάλεσαν επίσης ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι, παράλληλα με την παρούσα έρευνα κατά των επιδοτήσεων, ξεκίνησε έρευνα όσον αφορά το ίδιο προϊόν καταγωγής Πακιστάν. Η έρευνα αυτή, η οποία εξακολουθεί να διεξάγεται, βασίζεται στον ισχυρισμό ότι οι πακιστανοί παραγωγοί αύξησαν το μερίδιο αγοράς τους εξάγοντας το υπό εξέταση προϊόν σε τιμές ντάμπινγκ στην Κοινότητα και προκαλώντας κατά τον τρόπο αυτό ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Αν επιβεβαιωθεί ο ισχυρισμός αυτός με την έρευνα, θα ληφθούν κατάλληλα μέτρα σε εύθετο χρόνο.

(184) Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές, καταγωγής Πακιστάν, συνέβαλαν πιθανώς στη σημαντική ζημία του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Ωστόσο, ακόμη και αν είναι δυνατό να προκάλεσαν οι εισαγωγές αυτές ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, είναι αναμφισβήτητο ότι οι εισαγωγές, καταγωγής Ινδίας, προκάλεσαν επίσης από την πλευρά τους σημαντική ζημία.

β) Εισαγωγές καταγωγής τρίτων χωρών άλλων από την Ινδία και το Πακιστάν

(185) Οι εισαγωγές, καταγωγής τρίτων χωρών, άλλων από την Ινδία και το Πακιστάν, αυξήθηκαν από 51400 τόνους το 1999 σε 75300 κατά την ΠΕ. Το μερίδιο αγοράς τους αυξήθηκε από 29,6 % το 1999 σε 37,7 %. Το μεγαλύτερο μέρος των εισαγωγών αυτών προέρχεται από την Τουρκία. Λόγω των υφιστάμενων δεσμών μεταξύ των τουρκικών και κοινοτικών εταιρειών, υπάρχει σχετική ολοκλήρωση της αγοράς υπό μορφή διεπιχειρησιακού εμπορίου μεταξύ των τούρκων παραγωγών-εξαγωγέων και των κοινοτικών φορέων που υποδηλώνει ότι η απόφαση πραγματοποίησης εισαγωγών από τη χώρα αυτή δεν είναι απλώς συνάρτηση της τιμής των προϊόντων. Οι μέσες τιμές του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Τουρκίας κατά την ΠΕ το επιβεβαιώνουν: οι τιμές αυτές ήταν υψηλότερες κατά 45 % από τις ινδικές τιμές και κατά 34 % από τις πακιστανικές τιμές. Επομένως, είναι μάλλον απίθανο να εξάλειψαν οι εισαγωγές, καταγωγής Ινδίας, την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών, καταγωγής Ινδίας, και της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

(186) Εξεταζόμενα μεμονωμένα, τα μερίδια αγοράς των λοιπών χωρών είναι σαφώς χαμηλότερα και δεν υπερβαίνουν το 3,9 %. Επομένως, είναι μάλλον απίθανο να προκάλεσαν οι χώρες αυτές σημαντική ζημία.

(187) Η μέση τιμή των εισαγωγών καταγωγής Ινδίας και Πακιστάν αυξήθηκε 7,18 ευρώ/kg το 1999 σε 7,47 ευρώ/kg το 2001 και μειώθηκε ελαφρά σε 7,40 ευρώ/kg κατά την ΠΕ. Ωστόσο, κατά την ΠΕ, οι τιμές αυτές ήταν κατά 34 % περίπου υψηλότερες από τις τιμές των εισαγωγών καταγωγής Ινδίας. Συνεπώς, οι εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες δεν άσκησαν στις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής πίεση παρόμοια με εκείνη των εισαγωγών από την Ινδία. Επίσης, το μερίδιο αγοράς καθεμίας από τις χώρες αυτές ήταν χαμηλότερο από 4 %. Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές από τις άλλες τρίτες χώρες δεν εξάλειψαν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών καταγωγής Ινδίας και της ζημίας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

γ) Συμπίεση της ζήτησης

(188) Προβλήθηκε το επιχείρημα ότι η ζήτηση πανικών κρεβατιού που παράγονται από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής έχει μειωθεί σε όγκο, δεδομένου ότι ο κλάδος αυτός συγκεντρώνεται στο ανώτερο τμήμα της αγοράς, όπου ο όγκος πωλήσεων είναι μικρότερος. Ωστόσο, όπως διευκρινίζεται παραπάνω, η συνολική κοινοτική κατανάλωση πανικών κρεβατιού δεν μειώθηκε αλλά μάλλον αυξήθηκε κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Οι περισσότεροι κοινοτικοί παραγωγοί προτείνουν διαφορετικές σειρές προϊόντων για διαφορετικά τμήματα της αγοράς. Τα προϊόντα με εμπορικό σήμα στο ανώτερο τμήμα της αγοράς παράγουν υψηλά περιθώρια, αλλά πωλούνται σε πολύ περιορισμένες ποσότητες. Για να μεγιστοποιηθεί η χρησιμοποίηση της ικανότητας παραγωγής και να καλυφθεί το πάγιο κόστος της παραγωγής, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής πρέπει επίσης να πωλεί σημαντικούς όγκους στο χαμηλότερο τμήμα της αγοράς. Δεν υπάρχει κάποια ένδειξη που να δηλώνει ότι η ζήτηση σημείωσε κάμψη σε αυτό το τμήμα της αγοράς. Εξάλλου, στο εν λόγω τμήμα διεισδύουν σε συνεχώς αυξανόμενο βαθμό οι εισαγωγές σε χαμηλές τιμές, γεγονός που προκαλεί ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Λαμβανομένης υπόψη της γενικής αύξησης της κατανάλωσης, η οποία δεν περιορίζεται ειδικότερα σε ένα τμήμα της αγοράς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η κοινοτική ζήτησε εξάλειψε την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών από την Ινδία και της ζημίας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

δ) Εισαγωγές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(189) Διατυπώθηκε η παρατήρηση ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής εισήγαγε βαμβακερά πανικά κρεβατιού, καταγωγής Ινδίας, συμβάλλοντας κατά τον τρόπο αυτό στη ζημία. Ωστόσο, ένας μόνο από τους κοινοτικούς παραγωγούς της δειγματοληψίας εισήγαγε πράγματι το υπό εξέταση προϊόν, καταγωγής Ινδίας, κατά την ΠΕ και οι πωλήσεις των εισαγωγών αυτών αντιπροσώπευαν μικρό μόνο μέρος του συνολικού κύκλου εργασιών του (περίπου 10 %). Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι εισαγωγές, από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, του υπό εξέταση προϊόντος, καταγωγής Ινδίας, εξάλειψαν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών, καταγωγής Ινδίας, και της σημαντικής ζημίας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στο σύνολό του.

ε) Εξαγωγική επίδοση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(190) Οι εξαγωγές των κοινοτικών παραγωγών της δειγματοληψίας αντιπροσώπευαν μόνο το 0,5 % περίπου των συνολικών πωλήσεών τους. Δεδομένου ότι οι εξαγωγές υπεισέρχονται ελάχιστα στις δραστηριότητές τους, δεν ήταν δυνατό να συνέβαλαν στη σχετική ζημία.

στ) Παραγωγικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(191) Η εξέλιξη της παραγωγικότητας έχει περιγραφεί στο τμήμα του παρόντος κανονισμού που αφορά τη ζημία. Δεδομένου ότι η παραγωγικότητα αυξήθηκε από 6,8 τόνους/απασχολούμενο το 1999 σε 7,2 τόνους/απασχολούμενο κατά την ΠΕ, δηλαδή κατά 6 % περίπου, ο παράγοντας αυτός δεν μπορεί να συνέβαλε στη σχετική ζημία.

4. Συμπέρασμα

(192) Με μερίδιο αγοράς 7,2 % κατά την ΠΕ, οι επιδοτούμενες εισαγωγές, καταγωγής Ινδίας, ήταν σημαντικές και πραγματοποιήθηκαν σε χαμηλές και ελαττούμενες τιμές σε μια περίοδο που ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υφίστατο σημαντική ζημία, εκφραζόμενη με συρρίκνωση του μεριδίου αγοράς του καθώς και με μείωση του συντελεστή χρησιμοποίησης της ικανότητας, των επενδύσεων, της αποδοτικότητας, της απόδοσης των επενδύσεων και των ταμειακών ροών.

(193) Είναι πιθανό να προκλήθηκε ζημία και από τις εισαγωγές, καταγωγής Πακιστάν. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι η ζημία που προκάλεσαν οι εισαγωγές, καταγωγής Ινδίας, είναι άνευ σημασίας. Οι υπόλοιπες πιθανές αιτίες ζημίας, δηλαδή οι εισαγωγές από χώρες άλλες εκτός της Ινδίας και του Πακιστάν, η ζήτηση, οι εισαγωγές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής καθώς και οι εξαγωγές και η παραγωγικότητα εξετάστηκαν αναλυτικά, αλλά διαπιστώθηκε ότι δεν εξαλείφουν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών, καταγωγής Ινδίας, και της ζημίας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Λόγω του σημαντικού όγκου τους και της επιθετικής πολιτικής τιμών που άσκησαν, οι ινδικές εξαγωγές, εξεταζόμενες μεμονωμένα, αποτελούν ανεξάρτητη αιτία της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής. Επομένως, καμία από τις άλλες δυνητικές αιτίες ζημίας δεν μπορεί να ανατρέψει το γεγονός ότι υπάρχει πραγματική και ουσιώδης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών και της σημαντικής ζημίας.

(194) Με βάση την ανωτέρω ανάλυση κατά την οποία διαχωρίστηκαν σαφώς οι επιπτώσεις όλων των γνωστών παραγόντων στην κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής από τις ζημιογόνες επιπτώσεις των επιδοτούμενων εισαγωγών, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές, καταγωγής Ινδίας, προκάλεσαν σημαντική ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού.

Ζ. ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

1. Γενικές παρατηρήσεις

(195) Η Επιτροπή εξέτασε αν, παρά το συμπέρασμα περί υπάρξεως ζημιογόνων επιδοτήσεων, υπήρχαν σοβαροί λόγοι που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η θέσπιση μέτρων στην προκειμένη περίπτωση δεν εξυπηρετεί το συμφέρον της Κοινότητας. Για το σκοπό αυτό, και σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, εξετάστηκαν οι επιπτώσεις των πιθανών μέτρων σε όλα τα μέρη που αφορά η παρούσα διαδικασία και οι συνέπειες που θα έχει η μη λήψη μέτρων.

2. Κοινοτικός κλάδος παραγωγής

(196) Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία. Απέδειξε ότι είναι βιώσιμος και είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό, υπό θεμιτούς όρους ανταγωνισμού. Η ζημιογόνος κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει οφείλεται στη δυσχέρεια να ανταγωνισθεί τις επιδοτούμενες εισαγωγές σε χαμηλές τιμές. Η πίεση που άσκησαν οι επιδοτούμενες εισαγωγές ανάγκασε επιπλέον πολλούς κοινοτικούς παραγωγούς να σταματήσουν την παραγωγή βαμβακερών πανικών κρεβατιού.

(197) Θεωρείται ότι η επιβολή μέτρων θα αποκαταστήσει το θεμιτό ανταγωνισμό στην αγορά. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής θα μπορέσει τότε να αυξήσει τον όγκο και τις τιμές πωλήσεών του, εξασφαλίζοντας κατά τον τρόπο αυτό το περιθώριο κέρδους που δικαιολογεί τη συνέχιση των επενδύσεων στις εγκαταστάσεις παραγωγής του.

(198) Αν δεν επιβληθούν μέτρα, η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής θα εξακολουθήσει να επιδεινώνεται. Ο κοινοτικός κλάδος δεν θα είναι σε θέση να επενδύσει σε νέα παραγωγική ικανότητα και να ανταγωνισθεί αποτελεσματικά τις εισαγωγές από τρίτες χώρες. Ορισμένες εταιρείες θα πρέπει να σταματήσουν την παραγωγή και να απολύσουν τους υπαλλήλους τους.

(199) Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η επιβολή αντισταθμιστικών μέτρων είναι προς το συμφέρον του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

3. Εισαγωγείς και χρήστες

(200) Απεστάλη ερωτηματολόγιο στους εισαγωγείς και χρήστες που αναφέρονται στην καταγγελία καθώς και σε όλες τις γνωστές ενώσεις. Μόνο ένας μη συνδεδεμένος εισαγωγέας του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα απάντησε στην Επιτροπή.

(201) Οι πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος, καταγωγής Ινδίας, αντιπροσωπεύουν κάτω του 20 % του συνολικού κύκλου εργασιών της εν λόγω εταιρείας. Η συνολική αποδοτικότητα της εταιρείας ανέρχεται σε 10 %. Λόγω των ελάχιστων στοιχείων που ελήφθησαν, δεν ήταν δυνατό να εξεταστούν διεξοδικά οι πιθανές επιπτώσεις των προτεινόμενων μέτρων στο σύνολο των εισαγωγέων και των χρηστών. Ωστόσο, δεδομένου ότι προβλέπεται να επιβληθούν μέτριοι μόνο δασμοί και ενόψει του αριθμού των χωρών που δεν υπόκεινται σε δασμό αντιντάμπινγκ ή σε αντισταθμιστικό δασμό, ο αντίκτυπος της επιβολής αντισταθμιστικών δασμών μπορεί να θεωρηθεί αμελητέος.

(202) Η Επιτροπή δεν έλαβε απάντηση στο ερωτηματολόγιο από τους χρήστες, αλλά προβλήθηκαν ορισμένα επιχειρήματα στις παρατηρήσεις του Ikea και της ένωσης εξωτερικού εμπορίου.

(203) Υποστηρίχθηκε ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσει το σύνολο της ζήτησης πανικών κρεβατιού στην Κοινότητα. Θα πρέπει να γίνει υπενθύμιση ότι τα μέτρα δεν αποσκοπούν στην παρεμπόδιση των εισαγωγών στην Κοινότητα, αλλά στην εξασφάλιση ότι δεν πραγματοποιούνται με ζημιογόνες επιδοτούμενες τιμές. Οι εισαγωγές με διαφορετική καταγωγή θα εξακολουθήσουν να ικανοποιούν σημαντικό μέρος της κοινοτικής ζήτησης. Δεδομένου ότι προβλέπονται μέτριοι μόνο αντισταθμιστικοί δασμοί και πολλές εταιρείες δεν υπόκεινται σε δασμούς αντιντάμπινγκ ή σε αντισταθμιστικούς δασμούς, δεν θα πρέπει να υπάρξει έλλειψη εφοδιασμού.

(204) Υποστηρίχθηκε ότι οι εισαγωγές πανικών κρεβατιού σε χαμηλές τιμές είναι απαραίτητες για τους τελικούς καταναλωτές και τους "θεσμικούς" χρήστες, όπως τα ξενοδοχεία, τα νοσοκομεία κ.λπ., δεδομένου ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν παρέχει οικονομικότερες κατηγορίες του προϊόντος. Η έρευνα κατέδειξε ότι οι πέντε κοινοτικοί παραγωγοί της δειγματοληψίας εξακολουθούν να παράγουν τα προϊόντα αυτά. Δεν υπάρχει κανένας λόγος από τεχνικής πλευράς που να απαγορεύει αύξηση της παραγωγής των προϊόντων αυτών στην Κοινότητα. Επιπλέον, προβλέπονται μόνο μέτριοι αντισταθμιστικοί δασμοί και πολλές χώρες δεν υπόκεινται σε κανένα δασμό αντιντάμπινγκ ή αντισταθμιστικό δασμό, γεγονός που σημαίνει ότι θα υπάρχουν πάντα εναλλακτικές πηγές εφοδιασμού.

4. Συμπέρασμα σχετικά με το συμφέρον της Κοινότητας

(205) Με βάση τα παραπάνω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι, όσον αφορά το συμφέρον της Κοινότητας, για τη μη επιβολή αντισταθμιστικών δασμών στην προκειμένη περίπτωση.

Η. ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

1. Επίπεδο εξουδετέρωσης της ζημίας

(206) Κρίνεται σκόπιμο να ληφθούν αντισταθμιστικά μέτρα ώστε να αποτραπεί η συνέχιση της ζημίας που προκάλεσαν οι επιδοτούμενες εισαγωγές.

(207) Για να καθορισθεί το επίπεδο των δασμών αυτών, ελήφθησαν υπόψη τα περιθώρια επιδότησης που διαπιστώθηκαν και το ποσό του δασμού που είναι αναγκαίο για να εξουδετερωθεί η ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

(208) Λαμβανομένης υπόψη της μέσης αποδοτικότητας που εξασφάλισε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής το 1999 και το 2000, διαπιστώθηκε ότι ένα περιθώριο κέρδους 6,5 % του κύκλου εργασιών ήταν το ελάχιστο που θα μπορούσε να αναμένει ο εν λόγω κλάδος αν δεν χορηγούντο ζημιογόνες επιδοτήσεις. Εν συνεχεία, καθορίστηκε η αναγκαία αύξηση της τιμής με βάση σύγκριση της μέσης σταθμισμένης τιμής εισαγωγής, η οποία χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό των χαμηλότερων από τις κοινοτικές τιμών και της μη ζημιογόνου τιμής των προϊόντων που πωλεί ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής στην αγορά της Κοινότητας. Η μη ζημιογόνος τιμή προέκυψε από την προσαρμογή των τιμών πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ώστε να ληφθούν υπόψη οι πραγματικές απώλειες/κέρδη κατά την ΠΕ και από την προσθήκη του προαναφερόμενου περιθωρίου κέρδους. Οι τυχόν διαφορές που προέκυψαν από την εν λόγω σύγκριση εκφράστηκαν στη συνέχεια ως εκατοστιαίο ποσοστό της συνολικής αξίας εισαγωγής cif.

2. Οριστικά μέτρα

(209) Επειδή το επίπεδο εξουδετέρωσης της ζημίας είναι υψηλότερο από τα διαπιστωθέντα περιθώρια επιδότησης, τα οριστικά μέτρα θα πρέπει να βασίζονται στα τελευταία αυτά περιθώρια. Δεδομένου ότι το επίπεδο της συνολικής συνεργασίας με την Ινδία ήταν υψηλό (άνω του 90 %) το υπολειπόμενο περιθώριο επιδότησης για όλες τις άλλες εταιρείες καθορίστηκε στο επίπεδο του υψηλότερου ατομικού περιθωρίου επιδότησης, δηλαδή σε 10,4 %.

(210) Διαπιστώθηκε ότι δύο από τις εταιρείες της δειγματοληψίας, η Texcellence Overseas και η Jindal Worldwide είναι συνδεδεμένες εταιρείες. Πράγματι, η έρευνα κατέδειξε ότι έχουν κοινούς μετόχους. Οι δύο αυτές εταιρείες θα πρέπει, επομένως, να θεωρούνται ως μία και μοναδική οντότητα προς το σκοπό της είσπραξης των δασμών και, ως εκ τούτου, να υπόκεινται στον ίδιο αντισταθμιστικό δασμό. Οι εξαγόμενες ποσότητες του υπό εξέταση προϊόντος κατά την ΠΕ στην Κοινότητα από καθεμία από τις εταιρείες αυτές, χρησιμοποιήθηκαν για να διασφαλιστεί κατάλληλη στάθμιση. Ο σταθμισμένος μέσος αντισταθμιστικός δασμός για τις δύο αυτές εταιρείες ανέρχεται σε 7,8 %.

(211) Επομένως, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι δασμοί:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(212) Οι ατομικοί εταιρικοί συντελεστές αντισταθμιστικού δασμού που προσδιορίζονται στον παρόντα κανονισμό καθορίστηκαν με βάση τα συμπεράσματα της παρούσας έρευνας. Επομένως, αντανακλούν την κατάσταση που επικρατούσε κατά την έρευνα όσον αφορά τις εταιρείες αυτές. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω δασμολογικοί συντελεστές (σε αντιδιαστολή προς το δασμό σε εθνικό επίπεδο που ισχύει για "όλες τις άλλες εταιρείες") εφαρμόζονται αποκλειστικά στις εισαγωγές προϊόντων καταγωγής της ενδιαφερόμενης χώρας, τα οποία έχουν παραχθεί από τις συγκεκριμένες εταιρείες, άρα και από τα συγκεκριμένα νομικά πρόσωπα που κατονομάζονται. Τα εισαγόμενα προϊόντα που παράγονται από κάθε άλλη εταιρεία, η οποία δεν κατονομάζεται ρητώς στο διατακτικό του παρόντος κανονισμού με την επωνυμία και τη διεύθυνσή της, συμπεριλαμβανομένων των νομικών προσώπων που συνδέονται με τις εταιρείες που κατονομάζονται ρητώς, δεν μπορούν να τύχουν αυτών των συντελεστών και υπόκεινται στο δασμολογικό συντελεστή που ισχύει για "όλες τις άλλες εταιρείες".

(213) Όλες οι αιτήσεις που αφορούν την εφαρμογή αυτών των ατομικών αντισταθμιστικών δασμών στις επιμέρους εταιρείες (που έχουν, παραδείγματος χάριν, σχέση με αλλαγή της επωνυμίας ή με την ίδρυση νέων εγκαταστάσεων παραγωγής ή πωλήσεων) θα πρέπει να αποστέλλονται στην Επιτροπή πάραυτα με όλες τις σχετικές πληροφορίες, όσον αφορά ειδικότερα την τροποποίηση των δραστηριοτήτων της εταιρείας που συνδέονται με την παραγωγή, τις εγχώριες και εξαγωγικές πωλήσεις σε συνδυασμό με την αλλαγή της επωνυμίας ή με την αλλαγή των οντοτήτων παραγωγής και πωλήσεων. Ενδεχομένως, τότε ο παρών κανονισμός θα τροποποιηθεί ώστε να αναπροσαρμοσθεί ο κατάλογος των εταιρειών που τυγχάνουν ατομικών δασμών καθώς και ο κατάλογος των εταιρειών που παρατίθενται στο παράρτημα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1. Επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές πανικών κρεβατιού από ίνες βαμβακιού, είτε αμιγείς είτε σύμμεικτες με τεχνητές ίνες ή λινάρι (χωρίς να κυριαρχεί η ίνα από λινάρι), λευκασμένων, βαμμένων ή τυπωμένων, καταγωγής Ινδίας, τα οποία υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ ex 6302 21 00 (κωδικοί Taric 6302 21 00 81 και 6302 21 00 89 ), ex 6302 22 90 (κωδικός Taric 6302 22 90 19 ), ex 6302 31 10 (κωδικός Taric 6302 31 10 90 ), ex 6302 31 90 (κωδικός Taric 6302 31 90 90 ) και ex 6302 32 90 (κωδικός Taric 6302 32 90 19 ).

2. Ο δασμός που επιβάλλεται στην καθαρή τιμή, "ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας", πριν από την καταβολή δασμού, για τα προϊόντα που παράγονται από τις ακόλουθες εταιρείες, καθορίζεται ως εξής:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

3. Ο δασμός που επιβάλλεται στην καθαρή τιμή, "ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας", πριν από την καταβολή δασμού, για τα προϊόντα που παράγονται από τις εταιρείες που απαριθμούνται στο παράρτημα, καθορίζεται σε 7,6 % (πρόσθετος κωδικός Taric A498).

4. Ο δασμός που επιβάλλεται στην καθαρή τιμή, "ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας", πριν από την καταβολή δασμού, για τα προϊόντα που παράγονται από τις εταιρείες που δεν κατονομάζονται στις παραγράφους 2 και 3, καθορίζεται σε 10,4 % (πρόσθετος κωδικός Taric A999).

5. Εκτός εάν ορίζεται άλλως, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους δασμούς.

Άρθρο 2

Όταν ένας νέος παραγωγός-εξαγωγέας στην Ινδία προσκομίζει στην Επιτροπή επαρκή αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να αποδείξει:

- ότι δεν εξήγαγε στην Κοινότητα τα προϊόντα που περιγράφονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 κατά την περίοδο της έρευνας (από την 1η Οκτωβρίου 2001 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2002),

- ότι δεν συνδέεται με ινδούς εξαγωγείς ή παραγωγούς, οι οποίοι υπόκεινται στα μέτρα κατά των επιδοτήσεων που επιβάλλονται με τον παρόντα κανονισμό, και

- ότι έχει πράγματι εξαγάγει στην Κοινότητα τα υπό εξέταση προϊόντα μετά την περίοδο έρευνας στην οποία βασίζονται τα μέτρα ή ότι έχει συνάψει ανέκκλητο συμβατική υποχρέωση να εξάγει σημαντική ποσότητα προς την Κοινότητα,

το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, ύστερα από διαβούλευση στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, δύναται να τροποποιήσει το άρθρο 1 παράγραφος 3 με την προσθήκη του νέου αυτού παραγωγού-εξαγωγέα στον κατάλογο του παραρτήματος.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 13 Ιανουαρίου 2004.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

B. Cowen

(1) ΕΕ L 288 της 21.10.1997, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1973/2002 (ΕΕ L 305 της 7.11.2002, σ. 4).

(2) ΕΕ C 316 της 18.12.2002, σ. 10.

(3) Το γεγονός ότι το DFRC δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καθεστώς επιστροφής σε περιπτώσεις υποκατάστασης, δυνάμει του βασικού κανονισμού (δεδομένου ότι η ινδική νομοθεσία δεν διασφαλίζει την εφαρμογή του ως πραγματικού καθεστώτος επιστροφής) δεν αποκλείει τη δυνατότητα χρησιμοποίησής του από τους διάφορους εξαγωγείς ως καθεστώτος επιστροφής.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Top