Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex
Έγγραφο 61999TJ0317
Povzetek sodbe
Povzetek sodbe
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (μονομελούς)
της 27ης Σεπτεμβρίου 2000
Υπόθεση T-317/99
Franz Lemaître
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
«Υπάλληλοι — Επίδομα αποδημίας — Αποζημίωση εγκαταστάσεως — Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β', και άρθρο 5 του παραρτήματος VΙΙ του ΚΥΚ»
Πλήρες κείμενο στη γαλλική γλώσσα ΙΙ-867
Αντικείμενο:
Προσφυγή με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως των αποφάσεων της Επιτροπής της 18ης Φεβρουαρίου 1999 και της 12ης Μαρτίου 1999, με τις οποίες η Επιτροπή αποφάσισε αντιστοίχως να μη χορηγήσει στον προσφεύγοντα επίδομα αποδημίας και αποζημίωση εγκαταστάσεως.
Απόφαση:
Ακυρώνεται η απόφαση της Επιτροπής της 12ης Μαρτίου 1999 να μη χορηγήσει στον προσφεύγοντα επίδομα αποδημίας. Η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα και το ήμισυ των εξόδων του προσφεύγοντος. Ο προσφεύγων φέρει το ήμισυ των δικαστικών εξόδων του.
Περίληψη
Υπάλληλοι – Αποδοχές – Επίδομα αποδημίας – Αντικείμενο – Έννοια της αποδημίας
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 4 § 1, στοιχ. β)
Υπάλληλοι – Επιστροφή εξόδων – Αποζημίωση εγκαταστάσεως – Υπάλληλος μη δικαιούμενος επιδόματος αποδημίας
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 5 §1)
Υπάλληλοι – Επιστροφή εξόδων – Αποζημίωση εγκαταστάσεως – Αντικείμενο
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 5 §1)
Η έννοια της αποδημίας εξαρτάται από την ιδιαίτερη κατάσταοη του υπαλλήλου, ιδίως από το αν, παρά το ότι είναι υπήκοος του κράτους μέλους του τόπου διορισμού του, διέκοψε πράγματι τους κοινωνικούς και επαγγελματικούς δεσμούς του με το κράτος αυτό με την πλήρη και μακροχρόνια μεταφορά της συνήθους διαμονής του εκτός του ευρωπαϊκού εδάφους του εν λόγω κράτους. Πράγματι, η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β', του παραρτήματος VII του ΚΥΚ αφορά μόνο τα πρόσωπα που, έχοντας μεταφέρει το διαρκές κέντρο των συμφερόντων τους εκτός του κράτους διορισμού τους, μπορούν να θεωρηθούν ως μη έχοντα πλέον διαρκείς δεσμούς με το κράτος αυτό.
Όπως συνάγεται από τη διατύπωση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β', του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και τη νομολογιακή του ερμηνεία, στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο εναπόκειται να καταρρίψει το μαχητό τεκμήριο της «μη αποδημίας», αποδεικνύοντας ότι διέκοψε κάθε διαρκή δεσμό με το κράτος διορισμού. Η μνημονευόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β', του παραρτήματος VII του ΚΥΚ περίσταση, ότι είχε τη μόνιμη διαμονή του, κατά συνήθη τρόπο, επί δέκα έτη λήγοντα κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, εκτός του ευρωπαϊκού εδάφους του κράτους διορισμού, αποτελεί, επομένως, ένδειξη μιας τέτοιας διακοπής.
(βλ. σκέψεις 49 και 50)
Παραπομπή: ΔΕΚ, 13 Νοεμβρίου 1986, 330/85, Richter κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, ο. 3439, σκέψη 6
Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, κάθε μόνιμος υπάλληλος που δικαιούται επίδομα αποδημίας δικαιούται, εξ αυτού του γεγονότος και μόνον, και αποζημίωση εγκαταστάσεως. Ο υπάλληλος στον οποίο χορηγήθηκε επίδομα αποδημίας βρίσκεται, τουλάχιστον κατ' αρχήν, σε μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη μόνιμης και διαρκούς εγκαταστάσεως στον τόπο διορισμού.
Ο υπάλληλος που δεν δικαιούται επίδομα αποδημίας, διότι είναι, λόγου χάρη, υπήκοος του κράτους διορισμού, μπορεί επίσης να βρεθεί στην κατάσταση να είναι υποχρεωμένος να εγκατασταθεί κατά τρόπο μόνιμο στον τόπο διορισμού. Για τον λόγο αυτό, το άρθρο 5, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ προβλέπει, ως δεύτερη προϋπόθεση εφαρμογής, τη χορήγηση αποζημιώσεως εγκαταστάσεως στον υπάλληλο που αποδεικνύει ότι υποχρεώθηκε να αλλάξει διαμονή για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του άρθρου 20 του ΚΥΚ.
(βλ. σκέψεις 62 και 63)
Η αποζημίωση εγκαταστάσεως σκοπεί στην αντιστάθμιση των εξόδων που συνεπάγεται η κατάσταση του δεόντως μονιμοποιηθέντος υπαλλήλου, ο οποίος μεταβαίνει από ένα αβέβαιο καθεστώς σε ένα οριστικό καθεστώς και, ως εκ τούτου, πρέπει να είναι σε θέση να κατοικήσει και να ενταχθεί μονίμως και διαρκώς στον τόπο υπηρεσίας του για αόριστο αλλά σημαντικό χρονικό διάστημα.
Συναφώς, είναι εύλογο να υποτεθεί ότι ο υπάλληλος, του οποίου η κατάσταση καθίσταται σταθερή ενώ προηγουμένως ήταν αβέβαιη, θα υποβληθεί σε ορισμένα πρόσθετα έξοδα, ιδίως όσον αφορά τη διαμόρφωση κατοικίας κατάλληλης για μακρόχρονη παραμονή, στα οποία δεν χρειαζόταν να υποβληθεί όσο η κατάσταση του παρέμενε αβέβαιη.
(βλ. σκέψεις 66 και 67)
Παραπομπή: ΠΒΚ, 12 Δεκεμβρίου 1996, Τ-33/95, Lozano Palacios κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. Ι-Α-575 και ΙΙ-1535, σκέψη 63· ΠΕΚ, 12 Δεκεμβρίου 1996, Τ-74/95, Monteiro Da Silva κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. Ι-Α-583 και ΙΙ-1559, σκέψη 63· ΠΕΚ, 12 Δεκεμβρίου 1996, Τ-137/95, Mozzaglia κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. Ι-Α-619 και ΙΙ-1657, σκέψη 56