Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61979CJ0004

Wyrok Trybunału z dnia 15 października 1980 r.
Société coopérative "Providence agricole de la Champagne" przeciwko Office national interprofessionnel des céréales (ONIC).
Wniosek o wydanie orzeczenia w trybie prejudycjalnym: Tribunal administratif de Châlons-sur-Marne - Francja.
Sprawa 4/79.

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1980:232

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 15ης Οκτωβρίου 1980 ( *1 )

Στην υπόθεση 4/79,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunal administratif του Châlons-sur-Marne προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του μεταξύ

Société coopérative «Providence agricole de la Champagne»

και

Office national interprofessionnel des céréales (ONIC),

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί του κύρους του κανονισμού 2744/75 του Συμβουλίου, περί του καθεστώτος εισαγωγής και εξαγωγής μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα σιτηρά και την όρυζα (ΕΕ ειδ. έκδ. τόμος 03/13, σ. 205) και των κανονισμών της Επιτροπής 1910/76, της 30ής Ιουλίου 1976 (JO L 208, σ. 1), και 2466/76, της 8ης Οκτωβρίου 1976 (JO L 280, σ. 1), που τροποποίησαν τα νομισματικά εξισωτικά ποσά,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Η. Kutscher, πρόεδρο, Ρ. Pescatore και Τ. Koopmans, προέδρους τμήματος, J. Mertens de Wilmars, Mackenzie Stuart, A. O'Keefe, G. Bosco, A. Touffait και Ó. Due, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Mayras

γραμματέας: A. Van Houtte

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

(το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται)

Σκεπτικό

1

Με απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1978, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Ιανουαρίου 1979, η οποία τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με απόφαση της 2ας Μαΐου 1979, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Μαΐου 1979, το Tribunal administratif του Châlons-sur-Marne υπέβαλε στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως όσον αφορά το κύρος του κανονισμού 2744/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί του καθεστώτος εισαγωγής και εξαγωγής μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα σιτηρά και την όρυζα (ΕΕ ειδ. έκδ. τόμος 03/13, σ. 205), καθώς και των κανονισμών της Επιτροπής 1910/76, της 30ής Ιουλίου 1976 (JO L 208, σ. 1), και 2466/76, της 8ης Οκτωβρίου 1976 (JO L 280 σ.1), οι οποίοι τροποποίησαν τα νομισματικά εξισωτικά ποσά που επρόκειτο να εισπραχθούν ή να χορηγηθούν, ανάλογα με την περίπτωση, κατά την εισαγωγή ή την εξαγωγή ορισμένων προϊόντων στο τομέα των σιτηρών, και αυτών οι οποίοι τροποποίησαν στη συνέχεια τα εν λόγω ποσά υπό τις συνθήκες που θα εξετασθούν πιο κάτω.

2

Το παραπέμπον δικαστήριο ερωτά κατ' αρχάς αν ο κανονισμός 2744/75 του Συμβουλίου είναι άκυρος επειδή προσβάλλει «την αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού και της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των επιχειρήσεων εντός της Κοινότητος». Στη συνέχεια ερωτά αν οι αναφερόμενοι κανονισμοί της Επιτροπής παραβίασαν τον κανονισμό 974/71 του Συμβουλίου και ιδίως το άρθρο 2, παράγραφος 2, καθώς και την αρχή περί απαγορεύσεως των διακρίσεων μεταξύ των παραγωγών που θεσπίζεται από το άρθρο 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης της Ρώμης, καθορίζοντας το ύψος των νομισματικών εξισωτικών ποσών για τα πλιγούρια και τα σιμιγδάλια αραβοσίτου χρησιμοποιώντας το συντελεστή 1,8, ο οποίος προβλέπεται από τον κανονισμό 2744/75 του Συμβουλίου όσον αφορά τις εισφορές και τις επιστροφές.

3

Τα ερωτήματα αυτά υποβάλλονται στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της προσφεύγουσας της κύριας δίκης και του Office national interprofessionnel des céréales (ONIC — εθνική επαγγελματική υπηρεσία σιτηρών), γαλλικού οργανισμού επιφορτισμένου με την εφαρμογή των κοινοτικών διατάξεων σχετικά με την κοινή οργάνωση αγορών στον τομέα των σιτηρών. Όταν η προσφεύγουσα πραγματοποίησε μεταξύ της 10ης Αυγούστου 1976 και της 28ης Ιουλίου 1977 εξαγωγές πλιγουριών και σιμιγδαλιών αραβοσίτου, το ONIC της ζήτησε την καταβολή νομισματικών εξισωτικών ποσών, καθοριζόμενων από διάφορους κανονισμούς της Επιτροπής σε εκτέλεση του κανονισμού 974/71 του Συμβουλίου.

4

Για την περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας πραγματοποιήθηκαν οι εν λόγω εξαγωγές, τα νομισματικά εξισωτικά ποσά που έπρεπε να καταβάλουν οι γάλλοι εξαγωγείς αραβοσίτου (ΚΔ 10.05 Β) και πλιγουριών και σιμιγδαλιών αραβοσίτου (ΚΔ 11.02 Α V α περίπτωση 1 και 11.02 Α V α περίπτωση 2) καθορίστηκαν διαδοχικά από τρεις κανονισμούς της Επιτροπής, στα εξής ποσά:

Κανονισμός Επιτροπής 1910/76 της 30ής Ιουλίου 1976 (JO L 208, σ. 1):

αραβόσιτος: 39,82 FF/τόννο (γαλλικά φράγκα ανά τόννο)

σιμιγδάλια: 71,67 FF/τόννο ήτοι 39,82 Χ 1,8

Κανονισμός Επιτροπής 2466/76 της 8ης Οκτωβρίου 1976 (JO L 280, σ. 1):

αραβόσιτος: 79,64 FF/τόννο

σιμιγδάλια: 143,35 FF/τόννο ήτοι 79,64 Χ 1,8

Κανονισμός Επιτροπής 938/77 της 29ης Απριλίου 1977 (JO L 110, σ. 6):

αραβόσιτος: 110,61 FF/τόννο

σιμιγδάλια: 199,09 FF/τόννο ήτοι 110,61 Χ 1,8

5

Ο καθορισμός του νομισματικού εξισωτικού ποσού για ένα τόννο σιμιγδαλιών αραβοσίτου σε ποσό ίσο προς το νομισματικό εξισωτικό ποσό για ένα τόννο αραβοσίτου, πολλαπλασιαζόμενο με το συντελεστή 1,8, έγινε κατ' εφαρμογή των άρθρων 1 και 2 του κανονισμού 974/71 του Συμβουλίου, της 12ης Μαΐου 1971 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/06, σ. 192) όπως ίσχυε την περίοδο εκείνη.

Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, αυτού του κανονισμού, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 1 και 1 α του ίδιου άρθρου 1, επιβάλλονται εξισωτικά ποσά: α) στα προϊόντα, για τα οποία προβλέπονται μέτρα παρεμβάσεως, στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών και β) στα προϊόντα των οποίων η τιμή εξαρτάται από την τιμή των προϊόντων που αναφέρονται στην περίπτωση α) και τα οποία, επί πλέον, υπάγονται και αυτά επίσης σε κοινή οργάνωση αγορών ή αποτελούν αντικείμενο ειδικής ρυθμίσεως βάσει του άρθρου 235 της Συνθήκης. Ο αραβόσιτος υπάγεται στην περίπτωση α) και τα πλιγούρια και τα σιμιγδάλια στην περίπτωση β).

Το άρθρο 2 του ίδιου κανονισμού καθορίζει στην παράγραφο 1 τον τρόπο υπολογισμού των νομισματικών εξισωτικών ποσών για τα προϊόντα για τα οποία προβλέπονται μέτρα παρεμβάσεως (στο εξής: προϊόντα βάσεως). Στην παράγραφο 2 ορίζει ότι, για τα προϊόντα η τιμή των οποίων εξαρτάται από την τιμή των πρώτων, «τα εξισωτικά ποσά είναι ίσα με την επίπτωση επί των τιμών του προϊόντος για το οποίο πρόκειται, της εφαρμογής του εξισωτικού ποσού επί των τιμών του προϊόντος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, από τις οποίες εξαρτώνται».

6

Ο συντελεστής 1,8 θεσπίστηκε για να εκφράσει, στους επίδικους κανονισμούς, την επίπτωση της εφαρμογής του νομισματικού εξισωτικού ποσού για τον αραβόσιτο (προϊόν βάσεως) επί της τιμής του σιμιγδαλιού (εξαρτώμενο προϊόν), με βάση τη σκέψη ότι, για να παραχθεί ένας τόννος σιμιγδαλιών, χρειάζεται 1,8 τόννος αραβοσίτου και, επομένως, για να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και η εκτροπή του εμπορίου, τόσο στις εμπορικές ανταλλαγές μεταξύ κρατών μελών όσο και με τις τρίτες χώρες, είναι αναγκαίο σε ένα τόννο σιμιγδαλιών να επιβάλλεται ή, ανάλογα με την περίπτωση, να χορηγείται νομισματικό εξισωτικό ποσό ίσο προς εκείνο το οποίο επιβάλλεται ή χορηγείται για 1,8 τόννο αραβοσίτου.

7

Η Επιτροπή εφάρμοσε αυτόν το συντελεστή 1,8 — ο οποίος ονομάζεται συντελεστής μεταποιήσεως — κατ' αναλογία προς τον ταυτόσημο συντελεστή που προβλέπεται από τον κανονισμό 2744/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί του καθεστώτος εισαγωγής και εξαγωγής μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα σιτηρά και την όρυζα (ΕΕ ειδ. έκδ. τόμος 03/13, σ. 205). Ο κανονισμός αυτός αποτελεί με τη σειρά του εκτέλεση του κανονισμού 2727/75 του Συμβουλίου της ίδιας ημερομηνίας, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών (ΕΕ ειδ. έκδ. τόμος 03/13, σ. 158), το άρθρο 14 του οποίου ορίζει ότι μπορεί να επιβληθεί εισφορά κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες όχι μόνο στα σιτηρά που αναφέρονται στο άρθρο 1, στοιχείο α, αυτού του κανονισμού (τα οποία ονομάζει προϊόντα βάσεως), αλλά επίσης και κατά την εισαγωγή μεταποιημένων προϊόντων που παρασκευάζονται από προϊόντα βάσεως. Αυτό το ίδιο άρθρο 14 ορίζει ότι το κινητό στοιχείο αυτής της εισφοράς, έστω και αν καθορίζεται κατ' αποκοπή, πρέπει εντούτοις να αντιστοιχεί «για τα μεταποιημένα προϊόντα τα οποία παρασκευάζονται με βάση τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 υπό στοιχείο α) προϊόντα βάσεως, στην επίπτωση επί του αρχικού τους κόστους των εισφορών που καθορίστηκαν για αυτά τα προϊόντα βάσεως».

8

Το παράρτημα 1 του κανονισμού 2744/75 εκφράζει σύμφωνα προς το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 2727/75, στις διακρίσεις 11.02 Α V α 1 και 2 του Κοινού Δασμολογίου (ΚΔ), την επίπτωση επί του κόστους του μεταποιημένου προϊόντος (πλιγούρια και σιμιγδάλια) των εισφορών που καθορίζονται για το προϊόν βάσεως (αραβόσιτο). Αυτή η επίπτωση εκφράζεται με το συντελεστή 1,8, πράγμα το οποίο έχει ως συνέπεια ότι το κινητό στοιχείο της εισφοράς επί ενός τόννου σιμιγδαλιών αραβοσίτου είναι ίσο προς την εισφορά επί 1,8 τόννου αραβοσίτου. Πρόκειται για τον ίδιο συντελεστή τον οποίο μετέφερε η Επιτροπή από τον τομέα των εισφορών στον τομέα των νομισματικών εξισωτικών ποσών.

9

Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης επικρίνει αυτή τη μεταφορά. Ισχυρίζεται ότι, ναι μεν είναι ακριβές ότι, κατά τη μεταποίηση του αραβοσίτου σε πλιγούρια ή σιμιγδάλια (κύρια παράγωγα προϊόντα), χρειάζεται 1,8 τόννος αραβοσίτου για την παρασκευή 1 τόννου σιμιγδαλιών, παράγονται όμως επί πλέον, από αυτή την ίδια ποσότητα αραβοσίτου, κι άλλα δευτερεύοντα παράγωγα προϊόντα επί των οποίων εισπράττονται ή, ανάλογα με την περίπτωση, στα οποία χορηγούνται νομισματικά εξισωτικά ποσά. Καθώς ο συντελεστής 1,8, λόγω του γεγονότος ότι εκφράζει μια καθαρά ποσοτική σχέση, μετακυλίει σε ένα μόνο προϊόν εξαρτώμενο από τον αραβόσιτο, στην προκείμενη περίπτωση το κύριο παράγωγο προϊόν, το σύνολο της επιπτώσεως του νομισματικού εξισωτικού ποσού επί του προϊόντος βάσεως, το αποτέλεσμα είναι ότι το σύνολο των νομισματικών εξισωτικών ποσών που εισπράττονται ή χορηγούνται στα διάφορα παράγωγα προϊόντα του προϊόντος βάσεως είναι μεγαλύτερο από το νομισματικό εξισωτικό ποσό επί του προϊόντος αυτού. Αυτό το αποτέλεσμα είναι, κατά την προσφεύγουσα, ασυμβίβαστο τόσο προς την έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 974/71, σύμφωνα με την οποία τα νομισματικά εξισωτικά ποσά που θα θεσπισθούν «πρέπει να περιορίζονται στα αυστηρώς απαραίτητα ποσά για την αντιστάθμιση της επιπτώσεως των νομισματικών μέτρων επί των τιμών των προϊόντων βάσεως για τα οποία προβλέπονται μέτρα παρεμβάσεως και ότι πρέπει να εφαρμόζονται μόνο σ' εκείνες τις περιπτώσεις που η επίπτωση αυτή οδηγεί σε δυσχέρειες», όσο και προς τον κανόνα που αναφέρεται ιδίως στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο για τα άλλα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 (δηλαδή για τα προϊόντα των οποίων η τιμή εξαρτάται από την τιμή των προϊόντων βάσεως), τα νομισματικά εξισωτικά ποσά «είναι ίσα με την επίπτωση επί των τιμών του προϊόντος για το οποίο πρόκειται, της εφαρμογής του εξισωτικού ποσού επί των τιμών του προϊόντος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, από τις οποίες εξαρτώνται».

10

Έτσι η μέθοδος που χρησιμοποιεί η Επιτροπή καταλήγει σε υπερβολική αντιστάθμιση της επιπτώσεως του νομισματικού εξισωτικού ποσού για το προϊόν βάσεως επί του κυρίου παραγώγου προϊόντος. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι εξαγωγείς σιμιγδαλιών των κρατών μελών με ασθενές νόμισμα καταβάλλουν υπερβολικά υψηλά νομισματικά εξισωτικά ποσά (επιβαρύνσεις), ενώ οι εξαγωγείς των κρατών μελών με ισχυρό νόμισμα εισπράττουν επίσης υπερβολικά υψηλά νομισματικά εξισωτικά ποσά (ενισχύσεις). Αυτή η υπερβολική αντιστάθμιση αποτελεί εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία του εν λόγω προϊόντος στο εσωτερικό της κοινής αγοράς και δυσμενή διάκριση μεταξύ των παραγωγών, διότι ενέχει ορισμένο προστατευτικό χαρακτήρα υπέρ των εξαγωγέων ορισμένων κρατών μελών και θέτει εμπόδια σε βάρος των εξαγωγέων άλλων κρατών μελών.

11

Κατά την προσφεύγουσα της κύριας δίκης, το ύψος των νομισματικών εξισωτικών ποσών, τα οποία της ζητήθηκε να καταβάλει, έπρεπε να μειωθεί έτσι ώστε το σύνολο των διαφόρων νομισματικών εξισωτικών ποσών που καθορίζονταν για τα διάφορα προϊόντα τα οποία παράγονται από ορισμένη ποσότητα αραβοσίτου να μην υπερβαίνει τα νομισματικά εξισωτικά ποσά που καθορίζονταν για αυτή την ίδια ποσότητα αραβοσίτου.

Επ' αυτού αναπτύσσει την ακόλουθη επιχειρηματολογία:

1.

Από 1,8 τόννο αραβοσίτου παράγονται:

 

1,000 τόννος σιμιγδάλια και πλιγούρια,

 

0,270 τόννος πρώτο άλευρο,

 

0,242 τόννος βλαστοί,

 

0,270 τόννος άλευρο χορτονομής,

 

ενώ το υπόλοιπο αποτελεί την απομείωση.

2.

Οι επίδικοι κανονισμοί της Επιτροπής επιβάλλουν νομισματικά εξισωτικά ποσά για:

α)

τον αραβόσιτο (ΚΔ 10.05 Β),

β)

τα πλιγούρια και τα σιμιγδάλια αραβοσίτου (ΚΔ 11.02 Α V α 1 και 2),

γ)

τα πρώτα άλευρα (ΚΔ 11.01 Ε II),

δ)

τους βλαστούς αραβοσίτου (ΚΔ 11.02 Η Π),

ε)

το άλευρο χορτονομής (ΚΔ 23.02 Αία και β).

3.

Από το νομισματικό εξισωτικό ποσό που της ζητήθηκε για ένα τόννο πλιγουριών και σιμιγδαλιών έπρεπε να αφαιρεθούν τα νομισματικά εξισωτικά ποσά που επιβάλλονταν επί των ποσοτήτων των τριών άλλων προϊόντων τα οποία παράγονται από 1,8 τόννο αραβοσίτου.

Τέλος εκφράζει την άποψη της με την εξής μαθηματική σχέση:

Το νομισματικό εξισωτικό ποσό επί 1 τόννου πλιγουριών και σιμιγδαλιών ισοδυναμεί προς το νομισματικό εξισωτικό ποσό επί 1,8 τόννου αραβοσίτου

μετά από αφαίρεση του νομισματικού εξισωτικού ποσού επί 0,270 τόννου πρώτου αλεύρου,

του νομισματικού εξισωτικού ποσού επί 0,242 τόννου βλαστών,

και του νομισματικού εξισωτικού ποσού επί 0,270 τόννου αλεύρου χορτονομής.

12

Από τις προηγούμενες παρατηρήσεις προκύπτει ότι τα τιθέμενα ζητήματα αφορούν ουσιαστικά το αν το σύνολο των νομισματικών εξισωτικών ποσών, που εφαρμόζονται για τα διάφορα προϊόντα ή υποπροϊόντα τα οποία παράγονται από τη μεταποίηση δοθείσας ποσότητας ενός προϊόντος βάσεως, μπορεί να υπερβεί το νομισματικό εξισωτικό ποσό που εφαρμόζεται γι' αυτό το προϊόν βάσεως.

13

Πριν από την εξέταση αυτών των ζητημάτων, πρέπει να υπογραμμιστούν ορισμένες ιδιομορφίες του συστήματος των συντελεστών μεταποιήσεως που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των νομισματικών εξισωτικών ποσών για άλλα προϊόντα εκτός από αυτά τα οποία υπόκεινται σε παρέμβαση.

α)

Από την εξέταση της παρούσας διαφοράς, καθώς και από την ανάλυση των παραρτημάτων του κανονισμού 2744/75, προκύπτει ότι οι συντελεστές μεταποιήσεως οι οποίοι χρησιμοποιούνται στον κανονισμό αυτό για τον υπολογισμό των εισφορών επί των μεταποιημένων προϊόντων δεν έχουν όλοι ποσοτικό χαρακτήρα, όπως συμβαίνει για το συντελεστή 1,8, όσον αφορά τη σχέση αραβοσίτου/σιμιγδαλιού. Στην απάντηση της στις ερωτήσεις που υπέβαλε το Δικαστήριο επ' ευκαιρία της επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας, η Επιτροπή εξήγησε ότι η επιλογή ενός συντελεστού μεταποιήσεως μπορεί να γίνεται επίσης σε συνάρτηση είτε των ποιοτικών διαφορών μεταξύ των διαφόρων μεταποιημένων προϊόντων είτε ακόμα της σχέσεως μεταξύ της τιμής του μεταποιημένου προϊόντος και των προϊόντων που τελούν σε σχέση ανταγωνισμού με το τελευταίο. Σε γενικές γραμμές, όπως αναφέρει η Επιτροπή, η επιλογή του συντελεστή έγινε, στην αρχή, «όχι σε ποσοστική βάση, αλλά λαμβανομένης υπόψη της οικονομικά απαραίτητης προστασίας για τη σταθεροποίηση της τιμής αυτών των προϊόντων», και μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, με σκοπό «να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή προστασία». Στη συνέχεια ελήφθησαν υπόψη ¡ακόμα «ειδικά στοιχεία ορισμένων υποπροϊόντων» για τον καθορισμό των συντελεστών μεταποιήσεως. Είναι αυτονόητο ότι αυτή η διαφοροποίηση όσον αφορά την επιλογή των συντελεστών μεταποιήσεως υφίσταται επίσης, με ανάλογα αποτελέσματα, όταν οι συντελεστές μεταφέρονται αυτούσιοι στον τομέα των νομισματικών εξισωτικών ποσών.

β)

Εν πάση περιπτώσει η Επιτροπή δεν διατήρησε τον παραλληλισμό μεταξύ των συντελεστών μεταποιήσεως που εφάρμοζε για τον υπολογισμό των νομισματικών εξισωτικών ποσών. Οι τελευταίοι συντελεστές μειώθηκαν από 1,8 (αραβόσιτος/σιμιγδάλι) σε 1,6 με τον κανονισμό 1771/77, της 29ης Ιουλίου 1977 (JO L 193, σ. 1), από τις 3 Οκτωβρίου 1977, και σε 1,5 με τον κανονισμό 746/79, της 11ης Απριλίου 1979 (JO L 95, σ. 3), από τις 28 Μαΐου 1979, ενώ οι συντελεστές μεταποιήσεως παρέμειναν αμετάβλητοι όσον αφορά τις εισφορές. Το ίδιο έγινε για τα άλλα υποπροϊόντα αραβοσίτου για τα οποία γίνεται λόγος στην παρούσα διαφορά (πρώτο άλευρο, βλαστοί και άλευρο χορτονομής).

γ)

Στο πλαίσιο τόσο του συστήματος των εισφορών (άρθρο 14, παράγραφος 1, Α, γ, του κανονισμού 2727/75) όσο και του συστήματος των νομισματικών εξισωτικών ποσών (άρθρο 2 του κανονισμού 974/71), είναι δυνατή η θέσπιση εισφορών και νομισματικών εξισωτικών ποσών επί των προϊόντων που προέρχονται από τη μεταποίηση ενός γεωργικού προϊόντος βάσεως, για το οποίο δεν προβλέπονται νομισματικά εξισωτικά ποσά και δεν θα μπορούσαν να προβλεφθούν νομίμως, λόγω του ότι δεν αποτελεί αντικείμενο μέτρων παρεμβάσεως στο πλαίσιο μιας κοινής οργανώσεως αγορών. Η σχέση «εξαρτήσεως» προς ένα προϊόν βάσεως για το οποίο προβλέπονται νομισματικά εξισωτικά ποσά υποτίθεται ότι προκύπτει, σ' αυτή την περίπτωση, από το γεγονός ότι το οικείο προϊόν βρίσκεται σε άμεσο ανταγωνισμό με ένα προϊόν που προέρχεται από τη μεταποίηση του προϊόντος βάσεως.

Οι ερωτήσεις στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθούν λαμβανομένων υπόψη ιδίως αυτών των τριών ιδιομορφιών.

Επί του πρώτου ερωτήματος: κύρος του κανονισμού 2744/75 του Συμβουλίου

14

Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης και τα κοινοτικά όργανα που υπέβαλαν παρατηρήσεις συμφωνούν στη διαπίστωση ότι η παρούσα διαφορά δεν αφορά το αν συμβιβάζεται προς το κοινοτικό δίκαιο η επιλογή των συντελεστών μεταποιήσεως στον κανονισμό 2744/75, δηλαδή για τον υπολογισμό των εισφορών. Αυτό ισχύει ιδίως για το συντελεστή 1,8 (αραβόσιτος/σιμιγδάλι). Η διαφορά συνίσταται στη μεταφορά αυτών των συντελεστών στον τομέα των νομισματικών εξισωτικών ποσών καθόσον έχει ως αποτέλεσμα ότι το σύνολο των νομισματικών εξισωτικών ποσών που εφαρμόζονται για τα διάφορα μεταποιημένα προϊόντα, τα οποία προέρχονται από ένα προϊόν βάσεως, είναι μεγαλύτερο από το νομισματικό εξισωτικό ποσό που εφαρμόζεται για την ποσότητα του προϊόντος βάσεως από την οποία προέρχονται αυτά τα διάφορα μεταποιημένα προϊόντα.

15

Αν και εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια, στο πλαίσιο της κατανομής των λειτουργιών μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου για την εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, να κρίνουν αν είναι ουσιώδη τα υποβαλλόμενα ερωτήματα, εντούτοις το Δικαστήριο διατηρεί το δικαίωμα να συναγάγει από το σύνολο των στοιχείων που του παρέχει το εθνικό δικαστήριο εκείνα τα στοιχεία κοινοτικού δικαίου τα οποία, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς, χρειάζονται ερμηνεία ή εκτίμηση του κύρους τους.

16

Από τις προηγούμενες παρατηρήσεις προκύπτει ότι το σύνολο των ερωτημάτων αφορά το κύρος της εφαρμογής του συντελεστή μεταποιήσεως 1,8 για τον υπολογισμό του νομισματικού εξισωτικού ποσού για τα σιμιγδάλια και τα πλιγούρια και, επομένως, στο πρώτο ερώτημα δεν πρέπει να δοθεί ειδική απάντηση.

Επί του δευτέρου ερωτήματος: κύρος των κανονισμών της Επιτροπής 1910/76, 2466/76 και 938/77, στο μέτρο που καθόρισαν τα νομισματικά εξισωτικά ποσά για τα σιμιγδάλια αραβοσίτου εφαρμόζοντας το συντελεστή μεταποιήσεως 1,8

Α — Γενικές παρατηρήσεις

17

Η απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να εξεταστεί υπό το φως των στόχων στους οποίους αποβλέπει η θέσπιση, από τον κανονισμό 974/71 του Συμβουλίου, της 12ης Μαΐου 1971, των νομισματικών εξισωτικών οσών στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, καθώς και των διατάξεων της Συνθήκης σχετικά με αυτή την κοινή γεωργική πολιτική, ιδίως δε των άρθρων 39, 40 και 43.

18

Τα νομισματικά εξισωτικά ποσά θεσπίστηκαν από τον κανονισμό 974/71 για να εμποδίσουν, στα πλαίσια των κοινών οργανώσεων αγορών, την αποδιοργάνωση του προβλεπόμενου από την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση συστήματος παρεμβάσεως και τις ανώμαλες διαμορφώσεις τιμών, οι οποίες προκαλούνται από τις διακυμάνσεις των νομισμάτων ορισμένων κρατών μελών. Οι αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού 974/71 διευκρινίζουν ότι τα ποσά που θα θεσπιστούν πρέπει να περιορίζονται στα αυστηρώς απαραίτητα ποσά για την αντιστάθμιση των νομισματικών μέτρων επί των τιμών των προϊόντων βάσεως για τα οποία προβλέπονται μέτρα παρεμβάσεως και ότι πρέπει να εφαρμόζονται μόνο σ' εκείνες τις περιπτώσεις που η επίπτωση αυτή οδηγεί σε δυσχέρειες.

19

Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, η είσπραξη ή η χορήγηση εξισωτικών ποσών εφαρμόζεται στα προϊόντα για τα οποία προβλέπονται μέτρα παρεμβάσεως, στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών, καθώς και στα προϊόντα των οποίων η τιμή εξαρτάται από την τιμή των προϊόντων που αναφέρονται σ' αυτή την περίπτωση και τα οποία υπάγονται στην κοινή οργάνωση των αγορών ή αποτελούν αντικείμενο ειδικής ρυθμίσεως βάσει του άρθρου 235 της Συνθήκης. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, ορίζει ότι για τα προϊόντα, εκτός από εκείνα για τα οποία προβλέπονται μέτρα παρεμβάσεως, τα εξισωτικά ποσά είναι ίσα με την επίπτωση επί των τιμών του προϊόντος για το οποίο πρόκειται της εφαρμογής του εξισωτικού ποσού επί των τιμών του προϊόντος που υπόκειται στο σύστημα παρεμβάσεως, από τις οποίες εξαρτώνται.

20

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, τόσο για τα προϊόντα βάσεως όσο και για τα εξαρτώμενα προϊόντα, η θέσπιση νομισματικών εξισωτικών ποσών έχει ως σκοπό να διορθώσει τα αποτελέσματα των μεταβολών των ασταθών συναλλαγματικών ισοτιμιών, οι οποίες, σ' ένα σύστημα οργανώσεως των αγορών γεωργικών προϊόντων που βασίζεται σε κοινές τιμές, θα ήταν ικανές να προκαλέσουν διαταραχές στο εμπόριο των προϊόντων, ιδίως δε να θέσουν σε κίνδυνο το προβλεπόμενο για τα προϊόντα αυτά σύστημα παρεμβάσεως. Η θέσπιση, επομένως, των νομισματικών εξισωτικών ποσών αποσκοπεί ουσιαστικά στη διατήρηση του συστήματος ενιαίων τιμών στις γεωργικές οργανώσεις αγοράς, καθώς αυτό το σύστημα ενιαίων τιμών αποτελεί, λαμβανομένων υπόψη των στόχων της διατηρήσεως του βιοτικού επιπέδου του γεωργικού πληθυσμού και της σταθεροποιήσεως των αγορών, που είναι χαρακτηριστικοί αυτών των οργανώσεων, το θεμέλιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των γεωργικών προϊόντων εντός της Κοινότητος. Δεν αποσκοπεί δε και δεν θα μπορούσε να αποσκοπεί στην πρόσθετη προστασία των αγορών στο επίπεδο των γεωργικών τιμών κάποιου κράτους μέλους σε σχέση με τα λοιπά, στόχος που θα ήταν ασυμβίβαστος προς την επιδιωκόμενη ενότητα.

21

Όσον αφορά ειδικότερα τα εξαρτώμενα προϊόντα, πρέπει επιπλέον να παρατηρηθεί, όπως έκρινε και το Δικαστήριο με την απόφαση του της 12ης Νοεμβρίου 1974 (υπόθεση 34/74, Roquette, Rec. σ. 1217), ότι, ενώ οι νομισματικές διακυμάνσεις για τα προϊόντα βάσεως μπορούν, δυνάμει του άρθρου 2 του κανονισμού 974/71, να αντισταθμιστούν πλήρως, αυτό δεν ισχύει για τα εξαρτώμενα προϊόντα. Για τα τελευταία, η έκφραση «επίπτωση» που αναφέρεται στην παράγραφο 2, του ίδιου άρθρου 2, επιτρέπει στην Επιτροπή μόνο να λάβει υπόψη, για τον καθορισμό των νομισματικών εξισωτικών ποσών, την επίδραση των εξισωτικών ποσών που εφαρμόζονται για το προϊόν βάσεως επί της τιμής του εξαρτώμενου προϊόντος.

22

Συνεπώς, το σύστημα των νομισματικών εξισωτικών ποσών, το οποίο, ως προσωρινό μέτρο και στο μέτρο του δυνατού, πρέπει έτσι να εξουδετερώνει τη δυσμενή επίδραση επί του συστήματος ενιαίων τιμών και, επομένως, επί της λειτουργίας των οργανώσεων αγορών, των βραχύχρονων διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών των νομισμάτων των διαφόρων κρατών μελών σε σχέση με την αντιπροσωπευτική ισοτιμία αυτών των νομισμάτων, εκπεφρασμένη σε γεωργικές λογιστικές μονάδες, είναι ουσιαστικά διαφορετικό από το σύστημα των εισφορών και των επιστροφών στις εμπορικές ανταλλαγές γεωργικών προϊόντων με τις τρίτες χώρες. Αυτό το τελευταίο σύστημα μπορεί να περιλαμβάνει, δυνάμει της αρχής της κοινοτικής προτιμήσεως, και όντως περιλαμβάνει, προστατευτικά στοιχεία όσον αφορά τη γεωργική παραγωγή στο σύνολο της. Στον υπολογισμό των εισφορών επί των μεταποιημένων προϊόντων, όπως ρυθμίζεται από τον κανονισμό 2727/75 του Συμβουλίου, αυτό το προστατευτικό στοιχείο δεν βρίσκεται μόνο στο σταθερό στοιχείο, αλλά επίσης, όπως το δέχεται εξάλλου η Επιτροπή, και στο μεταβλητό στοιχείο της εισφοράς, ακριβώς λόγω της χρησιμοποιήσεως συντελεστών μεταποιήσεως οι οποίοι καθορίστηκαν με το σκοπό να επιτευχθεί αυτό το αποτέλεσμα.

23

Χωρίς αμφιβολία πρέπει να διαπιστωθεί ότι τα νομισματικά εξισωτικά ποσά εισπράττονται ή χορηγούνται όχι μόνο στις ενδοκοινοτικές εμπορικές ανταλλαγές, αλλά επίσης και στις ανταλλαγές με τις τρίτες χώρες. Αυτό το γεγονός εντούτοις δεν δικαιολογεί την ενσωμάτωση στο ποσό τους ενός προστατευτικού στοιχείου λαμβανομένου από το σύστημα των εισφορών, για τον επιπρόσθετο λόγο ότι, λόγω της επιδιωκόμενης ομοιότητας των νομισματικών εξισωτικών ποσών για το ενδοκοινοτικό εμπόριο και το εμπόριο με τις τρίτες χώρες, αυτό το προστατευτικό στοιχείο επεκτείνεται αυτόματα στις ενδοκοινοτικές εμπορικές ανταλλαγές.

24

Σ' αυτήν ακριβώς τη διαφορά μεταξύ του συστήματος των εισφορών και των επιστροφών, αφενός, και του συστήματος των νομισματικών εξισωτικών ποσών, αφετέρου, οφείλεται η αυστηρή απαίτηση ουδετερότητας των τελευταίων. Αυτή η απαίτηση ουδετερότητας υπογραμμίζεται, καταρχάς, στην έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 974/71, σύμφωνα με την οποία αυτά τα ποσά «πρέπει να περιορίζονται στα αυστηρώς απαραίτητα ποσά για την αντιστάθμιση της επιπτώσεως των νομισματικών μέτρων επί των τιμών των προϊόντων βάσεως για τα οποία προβλέπονται μέτρα παρεμβάσεως και ότι πρέπει να εφαρμόζονται μόνο σ' εκείνες τις περιπτώσεις που η επίπτωση αυτή οδηγεί σε δυσχέρειες». Υπογραμμίζεται επίσης, στη συνέχεια, από τον περιοριστικό χαρακτήρα των άρθρων 1, παράγραφος 1 α, και 3, καθώς και από το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 2 — που εφαρμόζεται για τα εξαρτώμενα προϊόντα —, σύμφωνα με το οποίο τα νομισματικά εξισωτικά ποσά «είναι ίσα με την επίπτωση επί των τιμών του προϊόντος για το οποίο πρόκειται, της εφαρμογής του εξισωτικού ποσού επί των τιμών του προϊόντος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, από τις οποίες εξαρτώνται». Ανταποκρίνεται, τέλος, προς τη θεμελιώδη επιταγή της ελεύθερης κυκλοφορίας των γεωργικών προϊόντων την οποία τα νομισματικά εξισωτικά ποσά έχουν ως σκοπό να διευκολύνουν παρά τα αποτελέσματα των βραχυπρόθεσμων συναλλαγματικών αλλαγών που προκαλούνται από τις διακυμάνσεις των νομισμάτων των κρατών μελών.

25

Ο καθορισμός των νομισματικών εξισωτικών ποσών σε επίπεδο που καταφανώς αντισταθμίζει υπερβολικά το περιθώριο μεταξύ των εκπεφρασμένων σε εθνικό νόμισμα τιμών και των εκπεφρασμένων σε λογιστικές μονάδες, κατόπιν εφαρμογής των αντιπροσωπευτικών συναλλαγματικών ισοτιμιών (πράσινες ισοτιμίες των εθνικών νομισμάτων), θα έθιγε το χαρακτήρα των νομισματικών εξισωτικών ποσών ως προσωρινού μέτρου υπερνικήσεως εμποδίων και την απαίτηση περιορισμού τους στα αυστηρώς απαραίτητα ποσά, η οποία αποτελεί προϋπόθεση της νομιμότητας τους. Αντί να αποτελούν μέσο στηρίξεως, στο μέτρο του δυνατού, του συστήματος ενιαίων τιμών και, εξ αυτού, της ελεύθερης κυκλοφορίας των γεωργικών προϊόντων, θα απέβαιναν εμπόδιο αυτής της ελεύθερης κυκλοφορίας, παρόμοια προς φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς και ασυμβίβαστα προς το στόχο τον οποίο τάσσει το άρθρο 43, παράγραφος 3, στοιχείο β, της Συνθήκης, για τις κοινές οργανώσεις αγορών, δηλαδή την εξασφάλιση στις συναλλαγές στο εσωτερικό της Κοινότητας όρων ανάλογων με εκείνους που υπάρχουν σε μια εθνική αγορά.

26

Αυτό ισχύει και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι η παρατεταμένη διατήρηση των νομισματικών εξισωτικών ποσών πρέπει να εκτιμηθεί λαμβανομένων υπόψη των αλλαγών που επέρχονται στη νομισματική κατάσταση λόγω της οποίας θεσπίστηκαν. Ένα σημαντικό μέρος των προγενέστερων διαφορών των νομισμάτων των κρατών μελών παγιοποιήθηκε στο μεταξύ και τα αποτελέσματα τους αφομοιώθηκαν από τις εθνικές οικονομίες σε μεγάλο βαθμό. Το γεγονός αυτό, μαζί με την απόφαση ορισμένων κρατών μελών να διατηρήσουν τις διακυμάνσεις των νομισμάτων τους μεταξύ τους στα πλαίσια μιας ανώτατης διαφοράς 2,25% και λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας που παραχωρήθηκε στο Συμβούλιο με τον κανονισμό 129, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 2543/73 του Συμβουλίου (ΕΕ ειδ. έκδ. τόμος 03/10) να καθορίζει τις αντιπροσωπευτικές συναλλαγματικές ισοτιμίες (πράσινες ισοτιμίες), καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την απαίτηση ουδετερότητας αυτών των ποσών για την οποία έγινε λόγος πιο πάνω.

27

Το Δικαστήριο δέχεται ότι από τον υπολογισμό της επιπτώσεως του καθορισμένου για ένα προϊόν βάσεως νομισματικού εξισωτικού ποσού επί των εξαρτώμενων προϊόντων ανακύπτουν για μεγάλο αριθμό προϊόντων, η μέθοδος κατασκευής και η σύνθεση των οποίων μπορούν να ποικίλουν στις διάφορες περιοχές της Κοινότητας, δύσκολα προβλήματα τεχνικής και οικονομικής φύσεως. Εναπόκειται στην Επιτροπή να επιλύσει αυτά τα προβλήματα, διατηρώντας ορισμένη λογική συνοχή και ένα ελάχιστο βαθμό διαφάνειας στο σύστημα των νομισματικών εξισωτικών ποσών τα οποία οφείλει να θεσπίσει στον τομέα αυτό. Για το σκοπό αυτό η Επιτροπή πρέπει να διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ιδίως όσον αφορά την ύπαρξη ή την απειλή διαταραχών του εμπορίου, τον αριθμό των εξαρτώμενων προϊόντων, για τα οποία πρέπει να θεσπιστεί ένα εξισωτικό ποσό, και την επίπτωση, επί της τιμής του εξαρτώμενου προϊόντος, του εξισωτικού ποσού που έχει θεσπιστεί για το προϊόν βάσεως. Ο καθορισμός του νομισματικού εξισωτικού ποσού για ένα μεταποιημένο προϊόν δεν μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο για το λόγο ότι, για ορισμένη επιχείρηση ή ομάδα παραγωγών, ο υπολογισμός της επιπτώσεως του εφαρμοστέου στο προϊόν βάσεως νομισματικού εξισωτικού ποσού δεν είναι απολύτως κατάλληλος διότι μπορεί να είναι απαραίτητο να γίνουν πάγιες εκτιμήσεις.

28

Εντούτοις, η εξουσία εκτιμήσεως που πρέπει να αναγνωριστεί στην Επιτροπή έχει τα όρια της. Όταν ο τρόπος υπολογισμού που χρησιμοποιήθηκε έχει ως συνέπεια να εφαρμόζονται κατά τρόπο συστηματικό στα μεταποιημένα προϊόντα νομισματικά εξισωτικά ποσά, η επιβάρυνση των οποίων — ή, ανάλογα με την περίπτωση, το όφελος — βαίνει πέραν απ' ό,τι θα ήταν απαραίτητο για να ληφθεί υπόψη η επίπτωση του εξισωτικού ποσού που εφαρμόζεται για το προϊόν βάσεως, οι διατάξεις οι οποίες θεσπίζουν αυτά τα ποσά δεν μπορούν πλέον να θεωρηθούν ότι έχουν ως σκοπό την εξουδετέρωση των αποτελεσμάτων των νομισματικών διακυμάνσεων μεταξύ των κρατών μελών. Σε τέτοια περίπτωση η Επιτροπή δεν ενεργεί πλέον στα πλαίσια των εξουσιών που διαθέτει δυνάμει του κανονισμού 974/71.

29

Ήδη, υπό το φως αυτών των παρατηρήσεων, πρέπει να εξετασθεί εάν ο επίδικος συντελεστής μεταποιήσεως συμβιβάζεται προς το ιεραρχικά ανώτερο κοινοτικό δίκαιο.

Β — Όσον αφορά τον επίδικο συντελεστή μεταποιήσεως

30

Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι η εφαρμογή των συντελεστών μεταποιήσεως, οι οποίοι είχαν θεσπιστεί για τον υπολογισμό των νομισματικών εξισωτικών ποσών στην εν λόγω διαδικασία παραγωγής στην παρούσα διαφορά: αραβόσιτος (προϊόν βάσεως), σιμιγδάλια και πλιγούρια (κύρια παράγωγα προϊόντα), βλαστοί, πρώτο άλευρο και άλευρο χορτονομής (δευτερεύοντα παράγωγα προϊόντα), καταλήγει στον καθορισμό, για τις ποσότητες των διαφόρων παραγώγων προϊόντων (κύριων ή δευτερευόντων), που προέρχονται από δεδομένη ποσότητα αραβοσίτου, νομισματικών εξισωτικών ποσών, τα οποία προστιθέμενα υπερβαίνουν σαφώς τα νομισματικά εξισωτικά ποσά που θεσπίζονται για την ποσότητα του αραβοσίτου από την οποία προέρχονται.

31

Από αυτό προκύπτει ότι, κατά την περίοδο την οποία πραγματοποιήθηκαν οι επίδικες εξαγωγές, υπήρξε υπερβολική αντιστάθμιση της επιπτώσεως του νομισματικού εξισωτικού ποσού, που εφαρμοζόταν για το προϊόν βάσεως, επί της τιμής των παραγώγων προϊόντων. Πράγματι, αυτή η επίπτωση δεν μπορεί, για λόγους συμφυείς προς το σύστημα των νομισματικών εξισωτικών ποσών, να είναι ανώτερη από το νομισματικό εξισωτικό ποσό για το προϊόν βάσεως.

32

Χωρίς αμφιβολία είναι δύσκολο σε ορισμένες περιπτώσεις να καθοριστεί η ακριβής επίπτωση την οποία έχει το νομισματικό εξισωτικό ποσό, που θεσπίζεται για το προϊόν βάσεως, επί της τιμής καθενός από τα παράγωγα προϊόντα, η τιμή των οποίων εξαρτάται από την τιμή του προϊόντος βάσεως, η δε Επιτροπή έχει επ' αυτού του θέματος, όπως παρατήρησε, ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως. Έναν από τους περιορισμούς αυτής της εξουσίας, εντούτοις, αποτελεί το ανώτατο όριο, το οποίο εμποδίζει το ύψος των νομισματικών εξισωτικών ποσών για τα παράγωγα προϊόντα, που προέρχονται από ορισμένη ποσότητα ενός προϊόντος βάσεως, να υπερβεί το νομισματικό εξισωτικό ποσό για την ποσότητα του προϊόντος βάσεως από το οποίο προέρχονται.

33

Πρέπει όμως να παρατηρηθεί ότι, για να εξακριβωθεί αν τηρήθηκε το ανώτατο όριο, πρέπει, στην πρόσθεση των εξισωτικών ποσών για τα παράγωγα προϊόντα, να περιλαμβάνονται μόνο τα προϊόντα τα οποία μπορούν να παραχθούν, με την ίδια διαδικασία παραγωγής, από ορισμένη ποσότητα του προϊόντος βάσεως. Αυτό σημαίνει στη διαδικασία παραγωγής: αραβόσιτος/σιμιγδάλια και πλιγού-ρια/πρώτο άλευρο/βλαστοί/άλευρο χορτονομής. Σε γενικές γραμμές πρόκειται για διαδικασία παραγωγής που περιλαμβάνει ένα κύριο παράγωγο προϊόν και ορισμένο αριθμό δευτερευόντων παραγώγων προϊόντων, αυτό όμως δεν συμβαίνει κατ' ανάγκη πάντοτε. Αντίθετα, δεν μπορούν να προστεθούν τα νομισματικά εξισωτικά ποσά που θεσπίζονται για παράγωγα προϊόντα τα οποία ανήκουν σε διαφορετικές διαδικασίες παραγωγής. Έτσι η διαδικασία παραγωγής: αραβόσιτος/σιμιγδάλια/πρώτο άλευρο/βλαστοί/άλευρο χορτονομής είναι διαφορετική από τη διαδικασία παραγωγής: αραβόσιτος/άμυλο/γλουτένη/βλαστοί.

34

Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η περίπτωση κατά την οποία θεσπίζεται νομισματικό εξισωτικό ποσό για προϊόν που προέρχεται από τη μεταποίηση ενός προϊόντος βάσεως, για το οποίο δεν έχει θεσπιστεί νομισματικό εξισωτικό ποσό, όπου το εξεταζόμενο προϊόν βρίσκεται απλώς σε άμεσο ανταγωνισμό με ένα προϊόν που προέρχεται από τη μεταποίηση ενός προϊόντος βάσεως για το οποίο θεσπίζεται νομισματικό εξισωτικό ποσό (αυτό συμβαίνει στην περίπτωση του αμύλου γεωμήλων). Σ' αυτή την περίπτωση, για πρακτικούς λόγους πρέπει να μην περιληφθεί αυτό το εξομοιούμενο προϊόν στην πρόσθεση η οποία πρέπει να γίνει για να εξακριβωθεί αν υπερκαλύφθηκε το ανώτατο όριο. Πράγματι, σε τέτοια περίπτωση είναι, αν όχι αδύνατο, τουλάχιστον πολύ αβέβαιο να εξακριβωθεί δεσμός μεταξύ αυτού του ξένου προς τη διαδικασία παραγωγής προϊόντος και του προϊόντος βάσεως. Στην περίπτωση αυτή, όπως προκύπτει από την απόφαση που εκδόθηκε την ίδια ημερομηνία με την παρούσα (15 Οκτωβρίου 1980) στην υπόθεση 145/79 (Roquette), αρκεί το νομισματικό εξισωτικό ποσό για το «εξομοιούμενο» προϊόν να μην υπερβαίνει το ποσό το οποίο θεσπίζεται για το ανταγωνιστικό προϊόν, που υπάγεται πράγματι στη διαδικασία παραγωγής, στο πλαίσιο της οποίας γίνεται η πρόσθεση των νομισματικών εξισωτικών ποσών.

35

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι στην καθαρά μαθηματική μέθοδο προσεγγίσεως, την οποία προϋποθέτει το προαναφερθέν ανώτατο όριο, δεν λαμβάνεται υπόψη η οικονομική πραγματικότητα. Επικαλείται ιδίως την περίπτωση κατά την οποία η ποσότητα των διαφόρων μεταποιημένων προϊόντων που μπορεί να παραχθεί από δεδομένη ποσότητα αραβοσίτου (1,8 τόννος), διαφέρει ανάλογα με το κράτος μέλος και ότι η επιβολή ενός ανωτάτου ορίου «στο πλαίσιο ενός κράτους μέλους», δηλαδή με βάση τις ποσότητες των παραγώγων προϊόντων που παράγονται από τη βιομηχανία σε ορισμένο κράτος μέλος, ενώ αυτές οι ποσότητες είναι διαφορετικές από τις παραγόμενες από τη βιομηχανία σε άλλο κράτος μέλος, «ευνοεί ανεπιτρέπτως» τη βιομηχανία ενός από αυτά τα κράτη μέλη.

36

Αυτό το επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί. Είναι ακριβές, όπως βεβαιώνει η Επιτροπή, ότι η καθαρά ποσοτική μέθοδος που προτείνει η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δεν μπορεί να επιβληθεί στην Επιτροπή, λόγω ιδίως του γεγονότος ότι παράλληλα με τους συντελεστές μεταποιήσεως που βασίζονται σε κριτήρια ποσοτικής σχέσεως (1,8 τόννος αραβοσίτου, 1 τόννος σιμιγδαλιών), μπορούν να χρησιμοποιηθούν συντελεστές μεταποιήσεως στηριζόμενοι σε μη ποσοτικά κριτήρια. Είναι επίσης ακριβές ότι η Επιτροπή πρέπει να μπορεί να λαμβάνει υπόψη τις διαφορές μεταξύ των συνθηκών παραγωγής στα διάφορα κράτη μέλη. Σχετικά, διαθέτει περιθώριο διακριτικής εξουσίας, το οποίο μπορεί να καταλήξει σε εκτιμήσεις κατ' αποκοπή, όπως έχει αναγνωρίσει το Δικαστήριο. Εντούτοις, αυτό το γενονός δεν εμποδίζει ούτε την υποχρέωση ούτε τη δυνατότητα τηρήσεως του προαναφερθέντος ανωτάτου ορίου, το οποίο αποτελεί έναν από τους περιορισμούς της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής.

37

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ακόμη ότι δεν είναι δυνατό να παραβλεφθεί η «αναπόφευκτη σχέση που υφίσταται μεταξύ των νομισματικών εξισωτικών ποσών και των εισφορών». Τα νομισματικά εξισωτικά ποσά που θεσπίστηκαν στις εμπορικές ανταλλαγές με τα τρίτα κράτη έχουν, κατά την Επιτροπή, «ως σκοπό ακριβώς να αντισταθμίσουν το ανεπαρκές ποσό της εισφοράς ή της επιστροφής», από αυτό δε προκύπτει ότι η επιδιωκόμενη ουδετερότητα των εξισωτικών ποσών «πρέπει να σταθμίζεται σε σχέση με τις απαιτήσεις προστασίας οι οποίες απορρέουν από αυτή τη σημαντική σχέση».

38

Και αυτή η επιχειρηματολογία πρέπει να απορριφθεί. Τα νομισματικά εξισωτικά ποσά δεν έχουν ως σκοπό, όπως ελέχθη, να παράσχουν συμπληρωματική προστασία σε σχέση με αυτή που παρέχουν οι εισφορές και οι επιστροφές στις εμπορικές ανταλλαγές με τις τρίτες χώρες. Ο σκοπός τους είναι, αποκλειομένου κάθε προστατευτικού στοιχείου, η στήριξη του συστήματος ενιαίων γεωργικών τιμών στο εσωτερικό της Κοινής Αγοράς, εξουδετερώνοντας τις στρεβλώσεις που θα προέκυπταν, από ένα κράτος μέλος σε άλλο, από το γεγονός ότι οι κοινές τιμές υπολογίζονται με βάση ένα συντελεστή μετατροπής των νομισμάτων (πράσινη ισοτιμία) ο οποίος δεν αντιστοιχεί προς την πραγματική ισοτιμία αυτών των νομισμάτων.

39

H Επιτροπή υπογράμμισε, κατά τη διάρκεια της επ' ακροατηρίου διαδικασίας, ότι το γεγονός ότι είναι επιθυμητό να είναι ίδιες οι βάσεις υπολογισμού των νομισματικών εξισωτικών ποσών για τις ενδοκοινοτικές εμπορικές ανταλλαγές και τις ανταλλαγές με τις τρίτες χώρες (απαίτηση, το νόμιμο της οποίας δεν αμφισβητείται καταρχήν), σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα νομισματικά εξισωτικά ποσά «επιτελούν πράγματι, έναντι των τρίτων χωρών, τη λειτουργία μιας συμπληρωματικής εισφοράς», έχει ως αποτέλεσμα «ορισμένες ατέλειες στο πλαίσιο των εσωτερικών εμπορικών ανταλλαγών», υπό την έννοια ότι στο πλαίσιο του ενδοκοινοτικού εμπορίου δεν εξασφαλίζεται «παρά μόνο μια σχετική ουδετερότητα».

Αυτή η συλλογιστική δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Θυσιάζοντας την όσο το δυνατόν περισσότερο προωθημένη ουδετερότητα των νομισματικών εξισωτικών ποσών στις ενδοκοινοτικές εμπορικές ανταλλαγές — θεμελιώδη στόχο του συστήματος — για το στόχο παροχής προστασίας, ο οποίος επιζητείται να αποδοθεί σ' αυτά τα ίδια νομισματικά εξισωτικά ποσά για ορισμένες ανταλλαγές με τις τρίτες χώρες, η Επιτροπή υπερέβη το περιθώριο εκτιμήσεως που της έχει αναγνωριστεί στον τομέα αυτό και παρέβλεψε, όχι μόνο τις αρχές οι οποίες αποτελούν τη βάση του κανονισμού 974/71, αλλά επίσης τον κανόνα που ορίζεται στο άρθρο 43, παράγραφος 3, της Συνθήκης, σύμφωνα με τον οποίο η κοινή οργάνωση αγοράς πρέπει να εξασφαλίζει στις συναλλαγές στο εσωτερικό της Κοινότητας όρους ανάλογους με εκείνους που υφίστανται σε μια εθνική αγορά.

40

Επομένως, στο υποβληθέν ερώτημα μπορεί να δοθεί απάντηση ότι, χρησιμοποιώντας, σε διάφορους διαδοχικούς εκτελεστικούς κανονισμούς και ιδίως στους κανονισμούς 1910/76, 2466/76 και 938/77, ένα σύστημα υπολογισμού των νομισματικών εξισωτικών ποσών για τα μεταποιημένα προϊόντα με βάση τον αραβόσιτο, η τιμή των οποίων εξαρτάται από την τιμή του αραβοσίτου, που καταλήγει στο να καθορίζονται για τα διάφορα προϊόντα τα οποία προέρχονται από τη μεταποίηση δεδομένης ποσότητας αραβοσίτου σε ορισμένη διαδικασία παραγωγής εξισωτικά ποσά, το ύψος των οποίων ανέρχεται σε επίπεδο σαφώς ανώτερο από εκείνο του εξισωτικού ποσού που έχει καθοριστεί γι' αυτή τη δεδομένη ποσότητα αραβοσίτου, η Επιτροπή παραβίασε το βασικό κανονισμό 974/71 του Συμβουλίου, της 12ης Μαίου 1971, καθώς και το άρθρο 43, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

Γ — Συνέπειες του διαπιστωθέντος ανίσχυρου

41

Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι το διαπιστωθέν ανίσχυρο δεν οδηγεί στα συμπεράσματα τα οποία συνάγει από αυτό η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, όσον αφορά τη μείωση των χρηματικών ποσών που της ζητήθηκε να καταβάλει ως νομισματικά εξισωτικά ποσά επί των εξαγωγών σιμιγδαλιών, τις οποίες είχε πραγματοποιήσει κατά τη διάρκεια της προαναφερθείσας περιόδου. Πράγματι η προσφεύγουσα στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η μείωση των νομισματικών εξισωτικών ποσών για τα διάφορα μεταποιημένα προϊόντα, κατά τρόπον ώστε το σύνολο τους να μην υπερβαίνει το νομισματικό εξισωτικό ποσό για την ποσότητα αραβοσίτου από την οποία προέρχονται, θα έπρεπε να γίνει αποκλειστικά υπέρ του σιμιγδαλιού αραβοσίτου ή, εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με μέθοδο που εκφράζει τις ποσοστιαίες αναλογίες των παραγώγων προϊόντων τα οποία παράγονται, κατ' αυτήν, στη Γαλλία, από 1,8 τόννο αραβοσίτου. Προηγουμένως εκτέθηκε ότι μια τέτοια καθαρά ποσοτική μέθοδος προσεγγίσεως, η οποία βασίζεται σε τεχνικά στοιχεία που αφορούν ένα μόνο κράτος μέλος — τα οποία εξάλλου είναι αμφισβητήσιμα, εφόσον η κυβέρνηση αυτού του κράτους μέλους προτείνει διαφορετικά αριθμητικά στοιχεία — είναι ανεπίτρεπτη. Πράγματι η Επιτροπή, τηρώντας το προαναφερθέν ανώτατο όριο, έχει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όταν πρόκειται να κατανείμει τα νομισματικά εξισωτικά ποσά στα διάφορα μεταποιημένα προϊόντα, η τιμή των οποίων εξαρτάται από την τιμή του προϊόντος βάσεως.

42

Επίσης, το περίπλοκο των στοιχείων που μπορούν να καθορίσουν, στα πλαίσια του προαναφερθέντος ανωτάτου ορίου, την κατανομή της επιπτώσεως του νομισματικού εξισωτικού ποσού, το οποίο θεσπίζεται για το προϊόν βάσεως, μεταξύ των διαφόρων παραγώγων προϊόντων, καθιστά απαραίτητη την εξέταση των αποτελεσμάτων που μπορούν να επέλθουν εάν κριθεί ανίσχυρο, στο πλαίσιο της παρούσας προδικαστικής διαδικασίας, το σύστημα υπολογισμού που χρησιμοποιεί η Επιτροπή.

43

Αν και η Συνθήκη δεν ορίζει ρητά τις συνέπειες που απορρέουν όταν το Δικαστήριο κρίνει μια πράξη ανίσχυρη στα πλαίσια προδικαστικής διαδικασίας, τα άρθρα 174 και 176 περιέχουν συγκεκριμένους κανόνες όσον αφορά τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ενός κανονισμού στο πλαίσιο προσφυγής. 'Ετσι το άρθρο 176 ορίζει ότι το όργανο του οποίου η πράξη κηρύχθηκε άκυρη οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου. Στις αποφάσεις του της 19ης Οκτωβρίου 1977, στις υποθέσεις 117/76 και 16/77 (Ruckdeschel και Hansa-Lagerhaus Ströh, Rec. σ. 1753) και στις υποθέσεις 124/76 και 20/77 (Moulins et Huileries de Pont-à-Mousson και Providence agricole de la Champagne, «Gritz», Rec. σ. 1795), το Δικαστήριο έχει ήδη αναφερθεί σ' αυτό τον κανόνα στο πλαίσιο προδικαστικής διαδικασίας.

Στην προκειμένη περίπτωση, η ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 174, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, σύμφωνα με το οποίο το Δικαστήριο μπορεί να προσδιορίσει εκείνα τα αποτελέσματα του ακυρωθέντος κανονισμού που θεωρούνται ότι διατηρούν την ισχύ τους, επιβάλλεται για τους ίδιους λόγους ασφαλείας δικαίου με εκείνους οι οποίοι αποτελούν το έρεισμα αυτής της διατάξεως. Αφενός, το ανίσχυρο για το οποίο πρόκειται στην παρούσα υπόθεση θα μπορούσε να δώσει λαβή στην επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ποσών στις χώρες με υποτιμημένο νόμισμα, και από τις οικείες εθνικές διοικήσεις στις χώρες με ισχυρό νόμισμα, πράγμα το οποίο, δεδομένης της ελλείψεως ομοιομορφίας των ισχυουσών εθνικών νομοθεσιών, θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα σημαντικά διαφορετική μεταχείριση και, επομένως, να προκαλέσει νέα νόθευση του ανταγωνισμού. Αφετέρου, δεν είναι δυνατό να γίνει εκτίμηση των οικονομικών μειονεκτημάτων που προκύπτουν από το ανίσχυρο του καθορισμού των νομισματικών εξισωτικών ποσών που προκύπτουν από το σύστημα υπολογισμού που χρησιμοποίησε η Επιτροπή, χωρίς να γίνουν εκτιμήσεις τις οποίες μόνο αυτό το κοινοτικό όργανο είναι υποχρεωμένο να κάνει δυνάμει του κανονισμού 974/71, λαμβάνοντας υπόψη και άλλους ουσιώδεις παράγοντες, για παράδειγμα την κατανομή του ανώτατου επιτρεπτού ποσού στα διάφορα παράγωγα ή εξαρτώμενα προϊόντα.

44

Για τους λόγους αυτούς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το γεγονός ότι κρίθηκε ανίσχυρος ο καθορισμός των νομισματικών εξισωτικών ποσών, ο οποίος προκύπτει από το σύστημα υπολογισμού αυτών των εξισωτικών ποσών για τα μεταποιημένα προϊόντα με βάση τον αραβόσιτο στους κανονισμούς 1910/76, 2466/76 και 938/77, δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί η είσπραξη ή η καταβολή των νομισματικών εξισωτικών ποσών στις οποίες προέβησαν οι εθνικές αρχές βάσει αυτών των κανονισμών, για την προγενέστερη της εκδόσεως της παρούσας απόφασης χρονική περίοδο.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Tribunal administratif του Châlons-sur-Marne με απόφαση του της 12ης Δεκεμβρίου 1978, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Ιανουαρίου 1979, η οποία τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με απόφαση της 2ας Μαίου 1979, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Μαΐου 1979, αποφαίνεται:

 

1)

Χρησιμοποιώντας, σε διάφορους διαδοχικούς εκτελεστικούς κανονισμούς και ιδίως στους κανονισμούς 1910/76 της 30ής Ιουλίου 1976,2466/76 της 8ης Οκτωβρίου 1976, και 938/77, της 29ης Απριλίου 1977, ένα σύστημα υπολογισμού των νομισματικών εξισωτικών ποσών για τα μεταποιημένα προϊόντα με βάση τον αραβόσιτο, η τιμή των οποίων εξαρτάται από την τιμή του αραβοσίτου, που καταλήγει στο να καθορίζονται για τα διάφορα προϊόντα τα οποία προέρχονται από τη μεταποίηση δεδομένης ποσότητας αραβοσίτου σε ορισμένη διαδικασία παραγωγής εξισωτικά ποσά, το ύψος των οποίων ανέρχεται σε επίπεδο σαφώς ανώτερο από εκείνο του εξισωτικού ποσού που έχει καθοριστεί γι' αυτή τη δεδομένη ποσότητα αραβοσίτου, η Επιτροπή παραβίασε το βασικό κανονισμό 974/71 του Συμβουλίου, της 12ης Μαίου 1971, καθώς και το άρθρο 43, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

 

2)

Το διαπιστωθέν ανίσχυρο του καθορισμού των νομισματικών εξισωτικών ποσών, τα οποία προκύπτουν από το σύστημα υπολογισμού αυτών των εξισωτικών ποσών για τα μεταποιημένα προϊόντα με βάση τον αραβόσιτο στους κανονισμούς 1910/76, 2466/76 και 938/77 της Επιτροπής, δεν επιτρέπει την αμφισβήτηση της εισπράξεως ή της καταβολής των νομισματικών εξισωτικών ποσών στις οποίες προέβησαν οι εθνικές αρχές βάσει αυτών των κανονισμών, για τη χρονική περίοδο που προηγείται της ημερομηνίας δημοσιεύσεως της παρούσας απόφασης.

 

Kutscher

Pescatore

Koopmans

Mertens de Wilmars

Mackenzie Stuart

O'Keeffe

Bosco

Touffait

Due

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Οκτωβρίου 1980.

Ο Γραμματέας

Α. Van Houtte

Ο Πρόεδρος

Η. Kutscher


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Επάνω