Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61981CJ0242

Sentenza tal-Qorti tal-Ġustizzja (it-Tieni Awla) tat-30 ta' Settembru 1982.
Société Roquette Frères vs il-Kunsill tal-Komunitajiet Ewropej.
Kawża 242/81.

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1982:325

Στην υπόθεση 242/81,

SA Roquette Frères, ἀνώνυμος ἑταιρία γαλλικοί) δικαίου, μέ έδρα τό Lestrem, Pas-de-Calais, εκπροσωπούμενη ἀπό τους Marcel Veroone καί Jacques Dutat, δικηγόρους Λίλλης, μέ ἀντίκλητο στό Λουξεμοοθργο τόν J. Loesch, δικηγόρο, 2, rue Goethe,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλιου τῶν Ευρωπαϊκων Κοινοτήτων, εκπροσωπουμενη ἀπό τόν Daniel Vignes, διευθυντή τῆς νομικῆς του υπηρεσίας, ἐπικουρούμενο ἀπό τόν Arthur Brautigam, υπάλληλο διοικήσεως στην ἐν λόγω υπηρεσία μέ ἀντίκλητο στό Λουξεμβοῦργο τόν H.J. Pabbruwe, διευθυντή νομικών υποθέσεων τῆς Ευρωπαϊκής Τραπέζης Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad-Adenauer,

καθ' οὗ,

καί

Επιτροπής τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμενης ἀπό τόν Jean-Claude Séché, νομικό τῆς σύμβουλο, μέ ἀντίκλητο στό Λουξεμβοῦργο τόν Oreste Montako, μέλος τῆς νομικής τῆς υπηρεσίας, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg, Λουξεμβοῦργο,

παρεμβαινούσης,

ή ὁποία έχει ὡς ἀντικείμενο τήν ἀκύρωση τοῦ κανονισμοῦ EOK 1785/81 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 30ής 'Ιουνίου 1981, περί κοινής ὀργανώσεως ἀγορᾶς στόν τομέα τῆς ζάχαρης (EE L 177, σ. 4),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμῆμα)

συγκείμενο ἀπό τους Ο. Due, πρόεδρο τμήματος, Α. Χλωρό καί F. Grévisse, δικαστές,

γενικός εἰσαγγελεύς: G. Reischl

γραμματεύς: Η. Α. Rühl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

εκδίδει τήν ἀκόλουθη

ΑΠΟΦΑΣΗ

Περιστατικά

Τά περιστατικά τῆς υποθέσεως, ἡ εξέλιξη της διαδικασίας, τα αἰτήματα καί οἱ Ισχυρισμοί καθώς καί τά επιχειρήματα τῶν διαδίκων έχουν συνοπτικῶς ὡς έξης:

Ι — Πραγματικά περιστατικά καί διαδικασία

1. Τό ἐπίδικο προϊόν

Ἡ γλυκόζη ὑψηλῆς περιεκτικότητος σέ φρουκτόζη, ἡ ὁποία ἀποκαλείται καί «ἰσομερόζη» ἡ «ἰσογλυκόζη» εἶναι γλυκαντικό πού παράγεται ἀπό τό άμυλο οιασδήποτε προελεύσεως, ἀλλά συνηθέστερον ἀπό άμυλο ἀραβοσίτου, οἱ Ιδιότητες τοῦ οποίου τῆς επιτρέπουν νά ὑποκαθιστᾶ άμεσα την ὑγρή ζάχαρη ἡ τό σιρόπι ζάχαρης γιά σκοπούς διατροφῆς.

Ή προσφεύγουσα στην παρούσα υπόθεση είναι παραγωγός ἀμύλου ἀπό ἀραβόσιτο, ή ὁποία ἀνέπτυξε ένα βιομηχανικό κλάδο παράγωγης ἰσογλυκ̥ζης.

2. Ἡ κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

α)

Όταν ἡ παραγωγή γλυκόζης υψηλής περιεκτικότητος σέ φρουκτόζη — ἐφ' έξῆς ἰσογλυκόζη — ενεφανίσθη στό εσωτερικό τῆς Κοινότητος, οἱ κοινές ὀργανώσεις ἀγορᾶς στους τομείς τῆς ζάχαρης, ἀφ' ενός, καί τῶν σιτηρών, ἀφ' έτερου, ἐρρυθμίζοντο αντιστοίχως ἀπό τους κανονισμούς τοῦ Συμβουλίου 1009/67, τῆς 18ης Δεκεμβρίου 1967 (JO 308, σ. 1) καί 120/67, τῆς 13ης 'Ιουνίου 1967 (JO 1967, σ. 2269).

Οἱ κανονισμοί αυτοί καθώριζαν τό ἀντίστοιχο πεδίο εφαρμογῆς τους ὡς έξης:

γιά τήν ζάχαρη: κανονισμός 1009/67, άρθρο 1:

«Ἡ κοινή ὀργάνωση ἀγοράς στον τομέα τῆς ζάχαρης διέπει τά έξης προϊόντα:

α)

...

β)

...

γ)

...

δ)

δασμολογική κλάση: ex 17.02: έτερα σάκχαρα (τη εξαιρέσει τῆς λακτόζης καί τῆς γλυκόζης), σιρόπια (τη εξαιρέσει τῶν σιροπίων λακτόζης καί γλυκόζης...)

σάκχαρα (τη εξαιρέσει τῆς λακτόζης καί τῆς γλυκόζης), σιρόπια (τῆ εξαιρέσει σιροπίων λακτόζης καί γλυκόζης) καί μελάσσαι...»

γιά τά σιτηρά: κανονισμός 120/67, άρθρο 1 :

«Ή κοινή ὀργάνωση ἀγορᾶς, στόν τομέα τῶν σιτηρών διέπει τά ἀκόλουθα προϊόντα:

α)

...

β)

...

γ)

...

δ)

προϊόντα πού περιλαμβάνονται στό παράρτημα Α τοῦ παρόντος κανονισμοῦ ... δασμολογική κλάση: ex 17.02 Β: γλυκόζη καί σιρόπια γλυκόζης.»

β)

Ή κατανομή αυτή παρέμεινε ἀμετάβλητη γιά πολλά χρόνια. Εἰδικότερα, ὁ κανονισμός 3330/74 τοῦ Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1974 (ΕΕ, εἰδ. ἔκδ. 03/011, σ. 134), περί καταργήσεως τοῦ κανονισμού 1009/67 καί θεσπίσεως νέας κοινής ὀργανώσεως ἀγοράς στόν τομέα τῆς ζάχαρης προβλέπει, στό άρθρο 1, εδάφιο 1, την εξαίρεση της ζάχαρης καί τῶν σιροπίων λακτόζης καί γλυκόζης (δασμολογικές κλάσεις 17.02 Γ μέχρι Ζ καί 17.05 Γ) 'Ομοίως ὁ κανονισμός 2727/75 τοῦ Συμβουλίου τῆς 29ης 'Οκτωβρίου 1975 (ΕΕ, εἰδ. ἔκδ. 03/013, σ. 158) περί κοινῆς ὀργανώσεως ἀγορᾶς στον τομέα τῶν σιτηρῶν, διέπει, μεταξύ άλλων, την γλυκόζη καί τά σιρόπια γλυκόζης (άρθρο 1, γράμμα δ), παράρτημα Α τοῦ κανονισμοῦ).

Τό ὅτι ἡ ἰσογλυκόζη ενέπιπτε στό πεδίο εφαρμογής τῆς κοινής ὀργανώσεως ἀγοράς τῶν σιτηρών, κατά τήν περίοδο 1976, επιβεβαιώνεται, μεταξύ άλλων διατάξεων, ἀπό τίς πράξεις πού ἐξεδόθησαν πρός εφαρμογή τοῦ κανονισμού 2727/75, ὅσον άφορα τήν καταβολή τῶν επιστροφών λόγω παραγωγής στόν τομέα τῶν σιτηρών καί, εἰδικότερον, στην παραγωγή γλυκόζης υψηλής περιεκτικότητος σέ φρουκτόζη: κανονισμός 1862/76, τοῦ Συμβουλίου, τῆς 27ης 'Ιουλίου 1976(J0 L 206, σ. 3) πού ὁρίζει τό ὕψος τῶν ἐν λόγω επιστροφών γιά τήν περίοδο 1976-1977 καί θεσπίζει εἰδικό καθεστώς γιά τήν παρασκευή γλυκόζης υψηλής περιεκτικότητος σέ φρουκτόζη κανονισμός 2158/76 τῆς 'Επιτροπής, τῆς 31ης Αὐγούστου 1976 (JO L 241, σ. 21) περί καθορισμού ὁρισμένων λεπτομερειών εφαρμογής τοῦ προαναφερομένου κανονισμού.

'Από τήν ἀνάλυση τῶν διατάξεων αυτών συνάγεται ὅτι ὁ κοινοτικός νομοθέτης ηθέλησε, κατά τήν περίοδο παραγωγής 1976-1977, νά ὑποβάλει τήν παραγωγή γλυκόζης υψηλής περιεκτικότητος σέ φρουκτόζη σέ κανόνες εξαιρετικούς ἐν σχέσει μέ αὐτούς πού διέπουν τά άλλα προϊόντα σιτηρών, κυρίως μέ τόν καθορισμό, στην ἀρχή, μικρότερης επιστροφής λόγω παραγωγής ἰσογλυκόζης ἀπό τίς άλλες παραγωγές πού εμπίπτουν στην κοινή ὀργάνωση ἀγορας τῶν σιτηρών, κατόπιν δέ, ἀπό τῆς περιόδου 1977-1978, τήν κατάργηση τῆς ἐν λόγω επιστροφής λόγω παραγωγής ἰσογλυκόζης.

γ)

Μέ τόν κανονισμό 1110/77 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 17ης Μαΐου 1977 (ΕΕ, εἰδ. ἔκδ. 03/018, σ. 83) πού τροποποιεί τόν κανονισμό 3330/74, περί κοινής οργανώσεως ἀγορᾶς στόν τομέα τῆς ζάχαρης, ὁ κοινοτικός νομοθέτης ἐπεβεβαίωνε τήν εξαίρεση τῆς ἰσογλυκόζης ἀπό τό πεδίο εφαρμογής τῆς κοινής ὀργανώσεως ἀγορᾶς τῆς ζάχαρης. Πάντως, μέ τόν κανονισμό 1111/77 τοῦ Συμβουλίου τῆς 17ης Μαΐου 1977 (ΕΕ, εἰδ. ἔκδ. 03/018, σ. 86) τό Συμβούλιο ἐθέσπιζε κοινές διατάξεις γιά τήν ἰσογλυκόζη καί ἀπέκλειε, 'έτσι, τήν ἐν λόγω παραγωγή ἀπό τό πεδίο εφαρμογής τῆς κοινής ὀργανώσεως ἀγορᾶς τῶν σιτηρών (Δασμολογικές κλάσεις 17.02 Δ 1, καί 17.05 Γ 1).

Παράλληλα μέ τίς διατάξεις τοῦ κανονισμού 1111/77, πού παρετέθη ἀνωτέρω, ὁ όποιος καθορίζει τό καθεστώς τῶν εξωτερικών συναλλαγών καί τήν συνεισφορά ἐπί τῆς παραγωγής ἰσογλυκόζης εντός τῆς Κοινότητος, τό Συμβούλιο, μέ τήν έκδοση τοῦ κανονισμού 1110/77, ἐτροποποίει τίς διατάξεις περί τῆς συνεισφοράς πού έπληττε τήν παραγωγή ζάχαρης (άρθρα 2 καί 4 τοῦ κανονισμοῦ 1110/77, πού τροποποιοῦν τά άρθρα 8 καί 27, παράγραφος 2, τοῦ κανονισμοῦ 3330/74) καί περί τοῦ καθορισμού τῆς τιμής κατωφλίου τῆς λευκής ζάχαρης (άρθρο 3 τοῦ κανονισμοῦ 1110/77, πού τροποποιεί τό άρθρο 13, παράγραφος 2, τοῦ κανονισμοῦ 3330/74), γιά νά ληφθοῦν ὑπ' ὄψη οἱ επιπτώσεις, ἐπί τῆς ἀγορᾶς ζάχαρης, τῆς συνεισφορᾶς ἐπί τῆς παραγωγής ἰσογλυκόζης πού ἐθεσπίσθη προσφάτως ἀπό τό άρθρο 9 τοῦ κανονισμοῦ 1111/77.

'Από τήν ἀνάλυση τῶν διατάξεων αυτών συνάγεται ὅτι ὁ κοινοτικός νομοθέτης ηθέλησε, κατά τήν περίοδο 1977-1978, νά θεσπίσει ἰδιαίτερο καθεστώς γιά τήν παραγωγή ἰσογλυκόζης, άλλά στενά συνδεμένο μέ εκείνο πού διέπει τήν ἀγορά ζάχαρης, ώστε νά ληφθεί ὑπ' ὄψη ἡ σχέση ὑποκαταστάσεως πού συνδέει τά δύο αυτά προϊόντα.

Ή ἀντίληψη αυτή διαφαίνεται σαφώς, μεταξύ άλλων, ἀπό τήν διατύπωση τῆς 3ης αἰτιολογικῆς σκέψεως τοῦ κανονισμού 1110/77, πού έχει ὡς έξης:

«Έχοντας ὑπ' ὅψη ὅτι ἡ καθιέρωση συστήματος συνεισφορᾶς στην παραγωγή της ἰσογλυκόζης, πού προβλέπεται ἀπό τό άρθρο 9 τοῦ κανονισμοῦ (ΕΟΚ) αριθ. 1111/77 τοῦ Συμβουλίου τῆς 17ης Μαΐου 1977 περί θεσπίσεως κοινῶν διατάξεων γιά τήν ἰσογλυκόζη (5), βασίζεται ουσιαστικά στήν ἀνάγκη τῆς συμμέτοχης αύτης της παράγωγης στά βάρη πού προκύπτουν γιά τόν τομέα τῆς ζάχαρης ἀπό τό γεγονός ὅτι ή ἀντικατάσταση αὐτης ἀπό τήν ἰσογλυκόζη καθιστά ἀναπόφευκτη, στήν πλεονασματική κατάσταση σέ ζάχαρη τῆς Κοινότητος, τήν εξαγωγή πρός τρίτες χῶρες ἀντιστοίχων ποσοτήτων ζάχαρης ὅτι, ὑπ' αυτές τίς συνθῆκες, πρέπει νά προβλεφθεί ὅτι τά έσοδα ἀπό τή συνεισφορά στην παραγωγή ἰσογλυκόζης μειώνουν αυτές τίς ἀπώλειες κατά τή διάθεση.»

'Επίσης επιβεβαιώνεται ἀπό τήν 9η αἰτιολο-γική σκέψη τοῦ κανονισμοῦ 1111/77 πού είναι διατυπωμένη ὡς έξης:

«Ἔχοντας ὑπ' ὄψη ὅτι τό καθεστώς συνεισφορᾶς πού καθιερώνεται ἀπό τ̥ν παρόντα κανονισμό εἶναι συμπληρωματικό εκείνου πού έχει καθιερωθεί ἀπό τόν κανονισμό (ΕΟΚ) ἀριθ. 3330/74 τοῦ Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1974, περί κοινῆς ὀργανώσεως ἀγορᾶς στόν τομέα τῆς ζάχαρης (1), ὅπως έχει τροποποιηθεί τελευταία ἀπό τόν κανονισμό (ΕΟΚ) ἀριθ. 1110/77 (2) ὅτι, έτσι, ἡ συνεισφορά πού προβλέπεται στήν παραγωγή ἰσογλυκόζης πρέπει νά εξομοιωθεί μέ ἐκείνη πού προβλέπεται στό άρθρο 27 τοῦ κανονισμοῦ (ΕΟΚ) ἀριθ. 3330/74 καί ἀποτελεῖ, ὡς ἐκ τούτου, ἴδιο πόρο τῶν Κοινοτήτων κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 2 τῆς ἀποφάσεως τοῦ Συμβουλίου τῆς 21ης 'Απριλίου 1970, περί τῆς ἀντικαταστάσεως τῶν χρηματικών εισφορών τῶν κρατών μελών ἀπό ίδιους πόρους τῶν Κοινοτήτων (JO L 94, σ. 19).»

δ)

Τό νομικό καθεστώς τῆς ἰσογλυκόζης ἐτροποποιήθη, τελευταίως, μέ τήν έκδοση τοῦ κανονισμού 1785/81 τού Συμβουλίου της 30ης 'Ιουνίου 1981, περί κοινῆς ὀργανώσεως ἀγορᾶς στον τομέα τῆς ζάχαρης (ΕΕ L 177, σ. 4) καί πού καταργεί, μεταξύ άλλων, τους κανονισμούς 3330/74 καί 1111/77.

Πράγματι, κατά τους ὅρούς τοῦ ἄρθρου 1, εδάφιο 1 :

«Ἡ κοινή ὀργάνωση τῆς ἀγοράς στόν τομέα τῆς ζάχαρης πού θεσπίζεται ἀπό τόν παρόντα κανονισμό διέπει τά ἀκόλουθα προϊόντα:

α)

...

β)

...

γ)

...

δ)

...

ε)

...

ζ)

17.02 Δ Ι ( 1 ): Ἰσογλυκόζη

η)

21.07 Ζ ΙΙΙ: Σιρόπια ἰσογλυκόζης ἀρωματισμένα ἡ μετά προσθήκης χρωστικών ουσιών.»

Ή ἀνάγκη συνδέσεως τῆς ίσογλυκόζης μέ τήν κοινή ὀργάνωση ἀγοράς τῆς ζάχαρης εκφράζεται μέ τήν 2η αἰτιολογική σκέψη τοῦ κανονισμού 1785, πού διατυπώνεται ὡς έξης:

«Έχοντας ὑπ' ὄψη ὅτι ἡ λειτουργία καί ή ἀνάπτυξη τῆς κοινής ἀγοράς γιά τά γεωργικά προϊόντα πρέπει νά συνοδεύονται ἀπό καθιέρωση κοινής γεωργικής πολιτικής καί ὅτι αυτή πρέπει, Ιδίως, νά περιλαμβάνει κοινή ὀργάνωση τῶν γεωργικών ἀγορών, ή ὁποία δύναται νά παίρνει διάφορες μορφές ἀνάλογα μέ τά προϊόντα ὅτι ἡ ἰσογλυκόζη εἶναι προϊόν ἀμεσου υποκαταστάσεως τῆς ὑγρης ζάχαρης πού προέρχεται ἀπό τή μεταποίηση τοῦ ζαχαρότευτλου ἡ τοῦ ζαχαροκάλαμου ὅτι γι' αυτό οἱ ἀγορές τῆς ζάχαρης καί τῆς ἰσογλυκόζης εἶναι ἀκόμη πιό στενά συνδεδεμένες ὅτι ἡ κατάσταση τῆς Κοινότητος, ὅσον ἀφορα τά γλυκαντικά, χαρακτηρίζεται ἀπό διαρθρωτικά πλεονάσματα καί ὅτι κάθε κοινοτική ἀπόφαση σχετικά μέ τό ένα ἀπό τά προϊόντα αυτά έχει αναπόφευκτα επιπτώσεις στό άλλο ὅτι, γι' αυτόν τό λόγο, χρειάζεται νά υπάρχει μιά κοινή ὀργάνωση στους τομείς της ζάχαρης καί τῆς ἰσογλυκόζης πού νά λαμβάνει κατάλληλα υπόψη τά εἰδικά χαρακτηριστικά τῆς μιᾱς καί τῆς άλλης παράγωγης.»

3. Διαδικασία

Μέ δικόγραφο πού ἐπρωτοκολλήθη στήν γραμματεία τοῦ Δικαστηρίου στίς 7 Σεπτεμβρίου 1981, ἡ ἑταιρία Roquette ἤσκησε ενώπιον τοῦ Δικαστηρίου, δυνάμει τοῦ άρθρου 173, παράγραφος 2, τῆς συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή ἀκυρώσεως τοῦ κανονισμοῦ 1785/81 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 30ης 'Ιουνίου 1981, περί κοινής ὀργανώσεως ἀγορᾶς στον τομέα τῆς ζάχαρης, καθ' ὅσον ὁρίζει, μέ τό άρθρο 24, ποσοστώσεις παραγωγής ἰσογλυκόζης καί θεσπίζει, μέ τό άρθρο 28, συνεισφορά ἐπί τῆς παραγωγης ἰσογλυκόζης πού καθορίζεται ἀναλόγως των ἐν λόγω ποσοστώσεων.

Στίς 13 Ἰανουαρίου 1982, ἡ εταιρία Roquette κατέθεσε στό Δικαστήριο τήν ἀπάντηση της.

Τό Συμβούλιο τῶν Ευρωπαϊκῶν Κοινοτήτων, καθ' οὗ, κατέθεσε στό Δικαστήριο τό υπόμνημα του ἀντικρούσεως στίς 6 Νοεμβρίου 1981, καί τήν ἀνταπάντηση του στίς 18 Μαρτίου 1982, μέ τά όποια θεωρεί τήν προσφυγή απαράδεκτη καί, επικουρικῶς, ἀβάσιμη.

Μέ δικόγραφο πού ἐπρωτοκολλήθη στην γραμματεία τοῦ Δικαστηρίου στίς 2 Δεκεμβρίου 1981, ἡ 'Επιτροπή ἐζήτησε νά παρέμβει πρός υποστήριξη τῶν προτάσεων τοῦ Συμβουλίου. Μέ διάταξη τῆς 20ῆς 'Ιανουαρίου 1982, τό Δικαστήριο εδέχθη τήν ἐν λόγω παρέμβαση. Ή 'Επιτροπή κατέθεσε τό υπόμνημά τῆς στό Δικαστήριο στίς 17 Μαρτίου 1982.

Μέ διάταξη τῆς 19ης Μαΐου 1982, τό Δικαστήριο, μετ' ἀκρόαση τοῦ γενικοῦ εισαγγελέως, ἀπεφάσισε, σύμφωνα μέ τό άρθρο 95, παράγραφος 1, τοῦ κανονισμοῦ διαδικασίας τοῦ Δικαστηρίου νά παραπέμψει τήν υπόθεση ἐνώπιον τοῦ δευτέρου τμήματος.

ΙΙ — Αἰτήματα τῶν διαδίκων

1.

Ή ἑταιρία Roquette Frères ζητεί ἀπό τό Δικαστήριο:

νά κρίνει τήν προσφυγή τῆς παραδεκτή καί βάσιμη

νά ἀκυρώσει τόν κανονισμό 1785/81 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 30ῆς 'Ιουνίου 1982, κατά τό μέτρο, τουλάχιστον, πού οἱ διατάξεις του ἀφορούν τήν προσφεύγουσα ἑταιρία.

νά καταδικάσει τό Συμβούλιο στά δικαστικά έξοδα.

2.

Τό Συμβούλιο τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί ἀπό τό Δικαστήριο νά κρίνει τήν προσφυγή ἀπαράδεκτη, επικουρικώς νά τήν ἀπορρίψει λόγω ἐλλείψεως έννομου συμφέροντος καί, ὅλως επικουρικώς, νά τήν ἀπορρίψει ὡς ἀβάσιμη.

Τό Συμβούλιο ἐπί πλέον ζητεί ἀπό τό Δικαστήριο νά καταδικάσει τήν προσφεύγουσα στά δικαστικά έξοδα.

3.

Ή 'Επιτροπή υποστηρίζει τά αἰτήματα τοῦ Συμβουλίου πού ἀποβλέπουν:

στην ἀπόρριψη τῆς προσφυγῆς ἀκυρώσεως·

στην καταδίκη τῆς προσφευγούσης στά δικαστικά έξοδα.

ΙΙΙ — 'Ισχυρισμοί καί επιχειρήματα τῶν διαδίκων

Α — Ἐπί τοῦ παραοεκνοῦ

1.

Ή εταιρία Roquette Frères επιδιώκει νά προλάβει τά επιχειρήματα πού θά ἠδύνατο νά τῆς ἀντιτάξει τό Συμβούλιο ἐπί τοῦ παραδεκτού τῆς προσφυγής τῆς καί διευκρινίζει, στό δικόγραφό της, ὅτι ἡ προσφυγή τῆς εἶναι παραδεκτή καθ' ὅσον έχει ὡς ἀντικείμενο τήν ακύρωση κανονισμού πού τήν άφορᾶ άμεσα καί ἀτομικά.

Ή προσφεύγουσα παρατηρεί, πρώτον, ὅτι τό Δικαστήριο, μέ τήν ἀπόφαση τῆς 29ης 'Οκτωβρίου 1980 στην υπόθεση 138/79 (Rec. 1980, σ. 3333), έκρινε παραδεκτή την προσφυγή τῆς πού ἐστρέφετο κατά τοῦ κανονισμοῦ 1111/77, περί κοινών διατάξεων γιά τήν ἰσογλυκόζη.

Δεύτερον, ἡ προσφεύγουσα ἀντικρούει τό επιχείρημα κατά τό όποιο ἡ ἀφηρημένη μορφή καθορισμοί), κατά κράτος μέλος καί ὅχι πλέον κατά ἐπιχείρηση, τῶν ποσοστώσεων παραγωγης, καθίστα ἀδύνατη τήν εξατομίκευση τῶν παράγωγων πού άφορα ὁ επίδικος κανονισμός. Πράγματι, ἡ προσφεύγουσα ἀποκαλύπτει ὅτι, εξαιρέσει τῆς διευρύνσεως τῆς Κοινότητος μέ τήν ένταξη τῆς 'Ελλάδος, ὁ ἀριθμός τῶν επιχειρήσεων παραγωγης ἰσο-γλυκόζης, πού άφορα ὁ επίδικος κανονισμός, δέν μετεβλήθη ἀπό τίς περιόδους τίς προγενέστερες τῆς περιόδου 1981 πού διέπεται ἀπό τόν παρόντα κανονισμό καί ὅτι, σέ κάθε χώρα ἡ περιοχή παράγωγης, οἱ παραγωγοί αυτοί εἶναι ἀκόμη ευκολότερα ἐξακριβώσιμοι καθ' ὅσον εἶναι μοναδικοί, ἐκτός τῆς 'Ιταλίας καί τῆς 'Ελλάδος, ὅπου είναι επίσης δύο τόν ἀριθμό. Ή θέσπιση ποσοστώσεων κατά κράτος μέλος καί ὄχι κατά παραγωγό δέν θά έπρεπε, ἑπομένως, νά δημιουργεί αυταπάτη ὡς πρός τήν δυνατότητα πού εἶχε ὁ κοινοτικός νομοθέτης νά γνωρίζει ἀκριβώς τήν κατανομή τῶν δυνατοτήτων παραγωγης μεταξύ τῶν επιχειρηματιών. Ή προσφεύγουσα προβάλλει πρός ἀπόδειξη τοῦ ισχυρισμοί) αὐτοῦ τό γεγονός ὅτι ἡ καθοριζομένη ἀπό τόν κανονισμό 1785/81 ποσόστωση γιά τήν Γαλλία δέν εἶναι, στην πραγματικότητα, παρά ή ποσόστωση πού ἐχορήγησε τό Συμβούλιο στην προσφεύγουσα κατά τίς προηγούμενες περιόδους παράγωγης, πράγμα πού είναι λογικό, ἐφ' ὅσον ἡ προσφεύγουσα είναι ὁ μόνος παραγωγός ἰσογλυκόζης εγκατεστημένος ἐπί τοῦ γαλλικοῦ εδάφους. Ή προσφεύγουσα προσθέτει, ἐπί πλέον, ὅτι ὅσον άφορα τήν 'Ελλάδα, ὁ νομοθέτης ἐμε-ρίμνησε νά καθορισθεί ἡ κατανομή της εθνικής ποσοστώσεως μεταξύ τῶν δύο ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, καί ὅτι, ὅσον άφορα τήν 'Ιταλία, ἡ χορηγούμενη στό ἐν λόγω κράτος μέλος ποσόστωση, ἀντιπροσωπεύει τό ἀριθμητικό σύνολο τῶν ποσοστώσεων πού ἐχορηγήθησαν προηγουμένως στους δύο εγκατεστημένους στό έδαφος αυτό παραγωγούς ἰσογλυκόζης.

Ή δυνατότης, πού προβλέπεται στό άρθρο 25, εδάφιο 2, τοῦ κανονισμού 1785/81, γιά τά κράτη μέλη νά τροποποιήσουν εντός τῶν ὁρίων τοῦ 10 % τίς χορηγούμενες στους διαφόρους παραγωγούς ποσοστώσεις, δέν δύναται, κατά τήν γνώμη της προσφευγούσης, νά μεταβάλει τήν ἀνάλυση αυτή. Πράγματι, ἡ προσφεύγουσα παρατηρεῖ ὅτι τα μέτρα αυτά προεβλέφθησαν, κατά τήν άποψη της, ἀπό τόν νομοθέτη, γιά νά επιτρέψουν τήν χορήγηση ποσοστώσεως παράγωγης σέ ένα νέο παραγωγό, ὁ ὁποῖος θά ἐνεφανίζετο στην ἀγορά. 'Αλλά ἐφ' ὅσον τό ενδεχόμενο αυτό δέν ἐπραγματοποιήθη, ἡ ευχέρεια πού τό άρθρο 25, εδάφιο 2, παρείχε στά κράτη μέλη δέν έχει χρησιμοποιηθεῖ καί τά μεταβατικά μέτρα πού έλαβε ἡ 'Επιτροπή μέ τόν κανονισμό 3041/81 (ΕΕ αριθ. L 303, σ. 10), ἐξ ὅσων γνωρίζει ἡ προσφεύγουσα, δέν είχαν ἀποτέλεσμα.

'Εν πάση περιπτώσει, ἡ δυνατότης αυτή πού παρεσχέθη στά κράτη μέλη νά τροποποιήσουν τήν χορήγηση τῶν ποσοστώσεων εντός τῶν ὁρίων τοῦ 10 % τῶν ἀναφερομένων ἀπό τόν κανονισμό 1785/81 ποσών πρέπει νά συγκριθεί μέ τόν προηγούμενο μηχανισμό πού προεβλέπετο ἀπό τό άρθρο 3 τοῦ κανονισμού 1293/79 (νέο άρθρο 9, παράγραφος 6, τοῦ κανονισμού 1111/77), ὁ όποιος επέτρεπε στό Συμβούλιο νά χορηγεί στίς νέες επιχειρήσεις μία ποσόστωση λόγω παράγωγης εντός τῶν ὁρίων τοῦ 5 % τῶν χορηγουμένων στους άλλους παραγωγούς ποσοστώσεων.

Ή προσφεύγουσα παρατηρεί ὅτι ὁ μηχανισμός αυτός, τοῦ ὁποίου οἱ σκοποί ήσαν πανομοιότυποι καί ὁ τρόπος εφαρμογῆς παρόμοιος μέ εκείνους πού ἐπεδιώκοντο ἀπό τό άρθρο 25, εδάφιο 2, τοῦ κανονισμοῦ 1785/81, δέν επέτρεψε στό Δικαστήριο νά κρίνει ἀπαράδεκτη τήν προσφυγή πού ἤσκησε ἡ εταιρία Roquette κατά τοῦ κανονισμοῦ 1293/79 (υπόθεση 138/79, Recueil 1980, σ. 3333).

Γιά τόν λόγο αυτό θεωρεί ὅτι, ἐφ' ὅσον ή κοινοτική ἀγορά παρέμεινε ἀμετάβλητη ἐν σχέσει μέ τίς προηγούμενες τοῦ 1981 περιόδους, ὁ καθορισμός τῶν ποσοστώσεων παράγωγης κατά κράτος μέλος καί ὄχι κατά επιχείρηση δέν μεταβάλλει καθόλου τό παραδεκτό τῆς προσφυγῆς, πού εδέχθη προηγουμένως τό Δικαστήριο στην υπόθεση 138/79.

2.

Τό Συμβούλιο τῶν Εὐρωπαϊκών Κοινοτήτων θεωρεί ὅτι ἡ προσφυγή εἶναι ἀπαράδεκτη καθ' ὅσον δέν συγκεντρώνει τίς προϋποθέσεις πού επιβάλλει τό άρθρο 173 τῆς συνθήκης καί καθ' ὅσον ἡ προσφεύγουσα δέν έχει ἔννομο συμφέρον.

Τό Συμβούλιο θεωρεί, πρῶτον, ὅτι ή προσβαλλομένη πράξη δέν ἀφορᾶ τήν προσφεύγουσα ούτε ἄμεσα οὔτε ἀτομικά. Πράγματι, ἐν ἀντιθέσει μέ τους προηγουμένους κανονισμούς πού ἐχορηγοῦσαν ποσοστώσεις λόγω παραγωγής, καί επέβαλαν συνεισφορά ἐπί τῆς παραγωγής τῆς ἰσογλυκόζης, ὁ κανονισμός 1785/81 δέν χορηγεί τίς επίδικες ποσοστώσεις άλλα επιφορτίζει τά κράτη μέλη γιά τήν ἐν λόγω κατανομή μεταξύ τῶν διαφόρων παραγωγῶν πού εἶναι εγκατεστημένοι στό έδαφος τους, παρέχοντάς τους συγχρόνως, κατά τήν εφαρμογή τῆς ἐν λόγω κατανομής ἕνα «περιθώριο διακριτικής εκτιμήσεως».

Τό Συμβούλιο υπενθυμίζει ὅτι δυνάμει τοῦ άρθρου 25 τοῦ ἐν λόγω κανονισμοῦ, τά κράτη μέλη, προκειμένου νά επιτρέψουν τήν πρόσβαση στην ἀγορά ενός νέου παραγωγού, έχουν τήν ευχέρεια νά μειώσουν, εντός τῶν ὁρίων τοῦ 10 %, τίς χορηγούμενες στην κάθε επιχείρηση ποσοστώσεις Α καί Β. Κατά τήν άποψη τοῦ Συμβουλίου, ἡ ευχέρεια αυτή λύει τήν άμεση σχέση, πού επιβάλλει τό άρθρο 173 τῆς συνθήκης γιά τό παραδεκτό προσφυγής ἀκυρώσεως, μεταξύ τῆς προ-σφευγούσης καί τῆς ἀμφισβητούμενης πράξεως. 'Από αυτό συνάγεται, κατά τό Συμβούλιο, ὅτι ἡ παρούσα προσφυγή πρέπει νά κριθεί απαράδεκτη.

Πρός στήριξη τῆς ἀπόψεως αυτής, τό Συμβούλιο προβάλλει τά ἀκόλουθα επιχειρήματα:

Ἀντίθετα ἀπό τόν προβλεπόμενο στό άρθρο 3 τοῦ κανονισμού 1293/79 μηχανισμό, πού παρενέβαλε στον κανονισμό 1111/77 ένα νέο άρθρο 9, παράγραφος 6, τό όποιο προέβλεπε, σέ περίπτωση ἐμφανίσεως στην ἀγορά ἑνός νέου παραγωγού, τήν δυνατότητα γιά τό Συμβούλιο νά χορηγήσει νέα ποσόστωση περιοριζομενη στό 5 % τῶν ὑφισταμένων ποσοστώσεων, ὁ κανονισμός 1785/81 προβλέπει τήν δυνατότητα μειώσεως, ἀπό τίς ἀρμόδιες ἀρχές τῶν κρατών μελών, τῶν ποσοστώσεων οἱ ὁποίες έχουν ήδη καθορισθεί ἀπό τίς ἐν λόγω ἀρχές γιά τίς υφιστάμενες επιχειρήσεις. Ἀπό αυτό συνάγεται ὅτι, ἀντιθέτως πρός τόν προβλεπόμενο στόν κανονισμό 1293/79 μηχανισμό, ή χρησιμοποίηση τῆς εὐχερείας πού προβλέπει τό άρθρο 25 τοῦ κανονισμού 1785/81 δύναται νά επηρεάσει τίς χορηγούμενες στίς υφιστάμενες επιχειρήσεις ποσοστώσεις καί αυτό, κατόπιν εκτιμήσεως ἀπό τά κράτη μέλη τῆς καταστάσεως τῆς ἀγοράς.

Ή εφαρμογή τῆς διατάξεως αυτής, ἀντίθετα ἀπό ὅ,τι φαίνεται νά θεωρεί ἡ προσφεύγουσα, δύναται νά γίνει σέ οιαδήποτε στιγμή, καί ἡ παρούσα κατάσταση — ή ὁποία φαίνεται πανομοιότυπη μέ εκείνη τῶν προηγουμένων περιόδων — δέν θά παραμείνει ἀναλλοίωτη επειδή ἡ διάταξη αυτή δέν έχει ἀκόμη τεθεί σέ εφαρμογή. Τό Συμβούλιο υπογραμμίζει, σχετικῶς, ὅτι τά ἀναγκαία μέτρα εφαρμογής τοῦ ἄρθρου 25, παράγραφος 2, τοῦ κανονισμοῦ 1785/81 υφίστανται ήδη ὑπό τήν μορφή τοῦ άρθρου 8 τοῦ κανονισμού 3331/74 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 19ης Δεκεμβρίου 1974 (ΕΕ, εἰδ. ἕκδ. 03/011, σ. 151) περί κατανομής καί τροποποιήσεως τῶν βασικών ποσοστώσεων στόν τομέα τῆς ζάχαρης. Διευκρινίζει, ἐπί πλέον, ὅτι τά κράτη μέλη θά δύνανται ἀκόμη, μέχρι καί τῆς περιόδου 1985-1986 συμπεριλαμβανομένης, νά τροποποιοῦν τίς χορηγηθείσες στίς επιχειρήσεις ποσοστώσεις κατ' εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 25, παράγραφος 2, καί, τέλος, ὅτι τά μέτρα εφαρμογής πού ἐθέ-σπισε ἡ 'Επιτροπή ( 2 ) — καί στά όποια ή προσφεύγουσα ἀναφέρεται γιά νά ἀποδείξει ὅτι δέν θά γίνει χρήση τῆς εὐχερείας αυτής τροποποιήσεως τῶν χορηγουμένων ποσοστώσεων — δέν ἀφορούν τήν ἐφαρμογή τοῦ ἄρθρου 25, εδάφιο 2, τοῦ κανονισμού 1785/81, άλλά τίς μεταφορές ποσοστώσεων σέ περίπτωση συγχωνεύσεως επιχειρήσεων ἡ παύσεως δραστηριότητος ενός επιχειρηματία.

'Επί τοῦ σημείου αὐτοῦ τό Συμβούλιο καταλήγει, ἑπομένως, ὅτι ἡ παραχώρηση στά κράτη μέλη τῆς ευθύνης καθορισμού των ποσοστώσεων παραγωγής κάθε ἐπιχειρήσεως καί ἡ δυνατότης, πού εδόθη στίς εθνικές ἀρχές, νά κάμνουν χρήση μιᾶς «σημαντικής διακριτικής εὐχερείας» στην χορήγηση τῶν ἀτομικῶν αυτῶν ποσοστώσεων, δέν επιτρέπει στους επιχειρηματίες νά Ισχυρίζονται ὅτι οἱ διατάξεις τοῦ κανονισμού 1785/81 τους ἀφορούν άμεσα καί ἀτομικά. Τό Συμβούλιο συμπεραίνει ἀπό αυτό ὅτι ἡ προσφυγή τῆς ἑταιρίας Roquette δέν εἶναι παραδεκτή.

Δεύτερον, τό Συμβούλιο διευκρινίζει ὅτι ή εταιρία Roquette δέν έχει πραγματικό συμφέρον ἀσκήσεως τῆς παρούσης προσφυγής ἀκυρώσεως.

Πράγματι, εἶναι ἀναμφισβήτητο, κατά τό Συμβούλιο, ὅτι ὁ ἐπιδιωκόμενος ἀπό την προσφεύγουσα στην παρούσα προσφυγή σκοπός εἶναι νά ἀπαλλαγεί ἀπό τήν συνεισφορά ἐπί τῆς παραγωγής στην ὁποία υπεβλήθη. 'Αλλά, τό Συμβούλιο παρατηρεί ὅτι ἡ προσφεύγουσα ἀμφισβητεί ὄχι τήν ἴδια τήν ἀρχή τῆς φορολογικής αὐτής ἐπιβαρύνσεως, ἀλλα τήν διάθεση τῆς στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Τό Συμβούλιο Ισχυρίζεται, επομένως, ὅτι ἡ προσφεύγουσα δέν 'έχει συμφέρον στην παρούσα προσφυγή καθ' ὅσον, ἄν γίνει δεκτό ὅτι ὁ προβαλλόμενος ἀπό τήν προσφεύγουσα λόγος εἶναι βάσιμος, αυτό θά συνεπήγετο τήν μεταβολή τῆς διαθέσεως τῆς συνεισφοράς, άλλά ὄχι τήν κατάργηση της ὡς φορολογικής επιβαρύνσεως πού προορίζεται νά περιορίσει τήν παραγωγή τῆς ἰσο-γλυκόζης. Ἐπί πλέον, τό Συμβούλιο υπογραμμίζει ὅτι ἄν ἡ προσφεύγουσα δύναται νά θεωρηθεί ὡς άμεσα καί ἀτομικά ενδιαφερόμενη ἀπό τήν είσπραξη τῆς ἐπιδίκου συνεισφορᾶς, δέν δύναται νά υποστηριχθεί ὅτι δύναται νά θεωρείται πρόσωπο τό όποιο ἀφορᾶ άμεσα καί ἀτομικά, ὑπό τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 173, εδάφιο 2, τῆς συνθήκης ἡ διάθεση ἀπλώς τῆς ἐπιδίκου συνεισφοράς στόν κοινοτικό προϋπολογισμό ὡς Ιδίου πόρου. Τό πρόβλημα αυτό τῆς διαθέσεως άφορᾶ, πράγματι, ὅλες τίς ἐπιχειρήσεις, παρούσες ή ἐνδεχόμενες, παραγωγής ζάχαρης καί ἰσο-γλυκόζης καί ὄχι έναν περιορισμένο κύκλο επιχειρηματιών πού έχει καθορισθεί μιά γιά πάντα.

Ἐπιπροσθέτως, τό Συμβούλιο ἀντικρούει τόν Ισχυρισμό τῆς προσφευγούσης, ὅτι ὁ μηχανισμός πού θεσπίζεται ἀπό τό άρθρο 28 τοῦ κανονισμού 1785/81 — ήτοι ή πλήρης χρηματοδότηση ἀπό τους παραγωγούς τοῦ κόστους εξαγωγής τῶν πλεονασμάτων στόν τομέα τῆς ζάχαρης — δέν δύναται νά λειτουργήσει παρά μόνον ἄν ή επίδικη συνεισφορά διατεθεί, ὡς ίδιος πόρος, στόν κοινοτικό προϋπολογισμό. Τό Συμβούλιο ἐπιθυμεῖ νά υπογραμμίσει, ἐπί τοῦ σημείου αὐτοῦ, ὅτι ὁ ἐπίδικος κανονισμός σέ καμμία διάταξη του δέν ὁρίζει ὅτι ή συνεισφορά πρέπει νά θεωρηθεί ὡς ίδιος πόρος. Τό ἀντικείμενο τοῦ κανονισμού αὐτοῦ δέν εἶναι, κατά τό Συμβούλιο, νά θεσπίσει δημοσιονομικές διατάξεις, άλλά νά θέσει σέ εφαρμογή ένα μέσο κοινής γεωργικής πολιτικής, ἐν προκειμένω ένα μηχανισμό περιορισμού τῆς παραγωγής. Τό Συμβούλιο υπενθυμίζει, σχετικώς, ὅτι τό Δικαστήριο, μέ τήν σκέψη 26 τῆς ἀποφάσεως του στην υπόθεση 138/79, ἀνεγνώρισε ρητώς τήν εξουσία τοῦ Συμβουλίου νά θεσπίζει τέτοια μέτρα, δεδομένου ὅτι ἡ παραγωγή ἰσογλυ-κόζης συνέβαλλε στην αύξηση τῶν ἀποθεμάτων ζάχαρης. 'Αλλά, κατά τό Συμβούλιο, τά μέτρα αυτά δέν εἶναι ἀναγκαία νά κατατάσσονται στην κατηγορία τῶν Ιδίων πόρων, ὁπως ἡ ΦΠΑ ἡ οἱ δασμοί. Ἀντιθέτως, τό Συμβούλιο ἀντιλαμβάνεται τίς ἀποφάσεις τοῦ Δικαστηρίου στίς υποθέσεις 138/78 (Rec. 1979, σ. 713) καί 66/80 (Συλλογή 1981, σ. 1191) ὡς ἐπιτρέπουσες στόν νομοθέτη νά χαρακτηρίσει τέτοια μέτρα τῆς γεωργικής πολιτικής, πού ἀποφέρουν έσοδα γιά τήν Κοινότητα, ὡς «μέτρα παρεμβάσεως», τά όποια θά ἠδύναντο νά καταταγούν στην κατηγορία τῶν «άλλων εσόδων» πού ἀναφέρονται στό άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, τῆς αποφάσεως τῆς 21ης 'Απριλίου 1970 (JO L 94, σ. 19).

'Επομένως, πρόκειται κατά τό Συμβούλιο, γιά άλλα γεωργικά έσοδα έκτός αυτών πού προβλέπονται στό άρθρο 201 τῆς συνθήκης, τό όποιο δέν ἐθε-σπίσθη γιά τέτοια μέτρα γεωργικού ἐλεγχου, άλλά γιά νά εξασφαλίζει στά κράτη μέλη ὅτι πραγματικά δημοσιονομικά έσοδα, γενικής εφαρμογής καί τῶν οποίων τό προϊόν είναι σημαντικό καί κανονικό, δέν θά δημιουργηθούν πρός όφελος τοῦ τακτικού προϋπολογισμού τῶν Κοινοτήτων, χωρίς υποχρεωτική επικύρωση ἀπό τά εθνικά κοινοβούλια.

Ἐν πάση περιπτώσει, τό Συμβούλιο υποστηρίζει ὅτι, γιά νά επιτευχθεῖ τό επιδιωκόμενο ἀπό τόν νομοθέτη ἀποτέλεσμα, δηλαδή ή μή συμμετοχή τῆς Κοινότητος στά έξοδα διαθέσεως τῶν ἀποθεμάτων ζάχαρης καί ή ανάληψη τῶν εξόδων αυτῶν ἀπό τους παραγωγούς, δύνανται νά χρησιμοποιηθούν άλλες φοροτεχνικές μέθοδοι έκτος αυτῶν πού συνίστανται στό νά χαρακτηρίζεται τό επίδικο ἔσοδο ὡς «ίδιος πόρος». Γιά τόν λόγο αυτό τό Συμβούλιο υποστηρίζει ὅτι εἶναι ἐσφαλμένος ὁ Ισχυρισμός τῆς προσφευγούσης, ὅτι τό σύστημα πού περιγράφεται στά άρθρα 28 καί 29 τοῦ κανονισμού 1785/81 δέν δύναται νά λειτουργήσει παρά μόνον ἄν ἡ επίδικη συνεισφορά θεωρηθεί ὡς ίδιος πόρος ὑπό τήν έννοια της ἀποφάσεως τῆς 21ης'Απριλίου 1970.

Συνέπεται, κατά τήν άποψη τοῦ Συμβουλίου, ὅτι τό επιχείρημα αυτό δέν είναι καθόλου ἀποφασιστικό στην παρούσα ἀλληλουχία πού τείνει νά ἀμφισβητήσει τό κύρος τοῦ κανονισμοῦ 1785/81 καί ὅτι ή προσφεύγουσα δέν επέτυχε νά ἀποδείξει ούτε πραγματικά ούτε νομικά ὅτι εἶχε έννομο συμφέρον προσφυγῆς στην δικαιοσύνη κατά τῆς διαθέσεως αυτής.

Τό Συμβούλιο υπενθυμίζει, ἐξ άλλου, ὅτι τό πρόβλημα τῆς διαθέσεως τού προϊόντος τῆς επιδίκου συνεισφοράς συνιστά γενικό μέτρο δημοσίων οἰκονομικῶν πού εφαρμόζεται σέ ὅλους τους σημερινούς ἡ ενδεχομένους παραγωγούς ἰσογλυκόζης, τό όποιο δέν δύναται νά άφορᾶ άμεσα καί ἀτομικά, ὑπό τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 173, εδάφιο 2, τῆς συνθήκης, ὁρισμένο επιχειρηματία.

3.

Μέ τό υπόμνημά τῆς ἀντικρούσεως, ή ἑταιρία Roquette εκθέτει, ἀφ᾽ ἑνός, ὅτι επιμένει στην ἄποψη τῆς ὅτι ἡ προσβαλλομένη πράξη τήν άφορᾶ άμεσα καί ἀτομικά, ἀφ᾽ ἑτερου δέ, ἀντικρούει τήν επιχειρηματολογία τοῦ Συμβουλίου κατά τήν ὁποία ή προσφυγή τῆς εἶναι ἀπαράδεκτη λόγω ελλείψεως έννόμου συμφέροντος.

Ή προσφεύγουσα ἀντιλαμβάνεται τήν επιχειρηματολογία τοῦ Συμβουλίου ὡς στηριζομένη ἐπί τῆς ιδέας ὅτι εἶναι ἀδιάφορο στον υποβαλλόμενο στην συνεισφορά ἐπί της παραγωγης τό νά γνωρίζει ποία θά

εἶναι ἡ διάθεση τῆς φορολογικής αυτής επιβαρύνσεως — γιά τόν κοινοτικό ἡ τους εθνικούς προϋπολογισμούς — καί συνεπώς, ή ενδεχομένη παράβαση ἀπό τό Συμβούλιο τοῦ ἄρθρου 201 τῆς συνθήκης, πού ἀναφέρεται στην διαδικασία δημιουργίας νέων Ιδίων πόρων τῶν Κοινοτήτων, θά ήταν χωρίς επίπτωση ἐπί τοῦ υποχρεωτικού χαρακτῆρος τῆς φορολογικής επιβαρύνσεως πού πρέπει νά καταβληθεί.

Ή προσφεύγουσα Ισχυρίζεται, σχετικώς, ὅτι ἡ χρησιμοποίηση τῶν φόρων πού ὀφείλει νά καταβάλει άφορᾶ άμεσα τόν φορολογούμενο καί έχει, στόν τομέα αυτόν, έννομο συμφέρον προσφυγής ενώπιον τῆς δικαιοσύνης. Ἐπιπροσθέτως, ή προσφεύγουσα υποστηρίζει ὅτι τό ζήτημα τῆς νομιμότητος τῆς διαθέσεως τοῦ προϊόντος τῆς ἐπιδίκου συνεισφοράς στον κοινοτικό προϋπολογισμό ενέχει, ἐν προκειμένω, θεμελιώδη σημασία.

Πράγματι, ἐφ᾽ ὅσον ἡ συνεισφορά, κατά τους ὅρους τοῦ ἄρθρου 28, παράγραφοι 2 καί 3, τοῦ κανονισμοῦ, προορίζεται νά καλύψει τίς χρηματικές ἀπώλειες πού προκύπτουν ἀπό τήν εξαγωγή τῶν πλεονασμάτων ζάχαρης, ὁ σκοπός αυτός δέν θά ἠδύνατο νά επιτευχθεί ἄν τό προϊόν τῆς ἐν λόγω συνεισφοράς δέν διετίθετο γιά τόν κοινοτικό προϋπολογισμό. Εἶναι, ἑπομένως, ουσιαστικό τό ζήτημα τῆς νομιμότητος τῆς ἐν λόγω διαθέσεως νά λυθεῖ σαφώς ἐπ᾽ ευκαιρία τῆς παρούσης προσφυγής. Γιά τους λόγους αυτούς, ἡ προσφεύγουσα θεωρεί ὅτι ἡ προσφυγή τῆς εἶναι παραδεκτή καθ' ὅσον στρέφεται εναντίον κανονισμοῦ πού τήν άφορα άμεσα καί ἀτομικά.

Β — 'Επί τῆς ουσίας

1.

Ή εταιρία Roquette Frères, θεωρεί τήν προσφυγή τῆς βάσιμη καθ' ὅσον ἡ συνεισφορά ἐπί τῆς παραγωγής, πού θεσπίζεται μέ τό άρθρο 28 τοῦ κανονισμοῦ 1785/81, της έχει επιβληθεί κατά παράβαση τῆς ὁριζόμενης ἀπό τό άρθρο 201 τῆς συνθήκης διαδικασίας καί κατά παράβαση τήν ἀποφάσεως τοῦ Συμβουλίου τῆς 21ης 'Απριλίου 1970, περί ἀντικαταστάσεως τῶν χρηματικών συνεισφορών τῶν κρατών μελών ἀπό ίδιους πόρους τῶν Κοινοτήτων (JO L 94, σ. 19).

Τό άρθρο 2 τῆς ἀποφάσεως 70/243, της 21ης 'Απριλίου 1970, διακρίνει, κατά την προσφεύγουσα, μεταξύ τῶν «γεωργικῶν εἰσφορῶν» καί τῶν «δασμών», ἀφ᾽ ενός (άρθρο 2 α) καί 6), καί, ἀφ᾽ έτερου, «άλλων φόρων θεσπιζομενων στό πλαίσιο μιᾶς κοινῆς πολιτικῆς» (άρθρο 2, τελευταία παράγραφος). Ή προσφεύγουσα παρατηρεί ὅτι ή δεύτερη αύτη κατηγορία φόρων προϋποθέτει την υποχρέωση γιά τό Συμβούλιο νά εφαρμόζει την προβλεπομένη ἀπό τό άρθρο 201 τῆς συνθήκης διαδικασία, κατά την δημιουργία νέων Ιδίων πόρων.

Ή προσφεύγουσα θεωρεί ὅτι ἡ ἐπίδικη συνεισφορά δέν δύναται παρά νά θεωρηθεί ὡς ἕνας ἀπό τους «άλλους φόρους» πού προβλέπονται στό άρθρο 2, τελευταία παράγραφος, τῆς ἀποφάσεως 70/243 είτε ὡς μία ἀπό τίς «εἰσφορές καί άλλα δικαιώματα πού προβλέπονται στό πλαίσιο τῆς κοινῆς ὀργανώσεως τῶν ἀγορών στόν τομέα της ζάχαρης», πού προβλέπονται στό άρθρο 2, γράμμα α) in fine, τῆς ἀποφάσεως 70/243. 'Επί τοῦ σημείου αὐτοῦ ἡ προσφεύγουσα παρατηρεί ὅτι ἐφ᾽ ὅσον τό Συμβούλιο δέν εφήρμοσε τήν διαδικασία δημιουργίας νέου Ιδίου πόρου πού ὁρίζει τό άρθρο 201 της συνθήκης, κατά τήν θέσπιση τῆς επίδικης εἰσφορᾶς, τό ὑπό κρίση στην παρούσα υπόθεση νομικό ζήτημα περιορίζεται στό κατά πόσον ἡ ἐπίδικη εἰσφορά δύναται νά θεωρηθεί ὡς μία ἀπό τίς «εἰσφορές καί άλλα δικαιώματα πού προβλέπονται στό πλαίσιο τῆς κοινῆς ὀργανώσεως τῶν ἀγορών στόν τομέα τῆς ζάχαρης», ὁπως τό Συμβούλιο καί τά κράτη μέλη ἀντελαμβάνοντο τήν έννοια αύτη κατά τήν έκδοση τῆς ἀποφάσεως τῆς 21ης 'Απριλίου 1970.

Ἐπ᾽ αὐτοῦ, ἡ προσφεύγουσα παρατηρεί, πρώτον, ὅτι ἡ ἐπιλογή τῶν ὅρων πού ἐχρησιμοποιήθησαν στό άρθρο 2, γράμμα α), της ἀποφάσεως — «εἰσφορές καί άλλα προβλεπόμενα δικαιώματα» — ἐπιτρέπει νά ἀποκλεισθοῦν ἀπό τό πεδίο εφαρμογῆς τῆς οἱ εἰσφορές καί άλλες ἐπιβαρύνσεις πού πλήττουν τίς συναλλαγές στόν τομέα τῆς ζάχαρης, οἱ ὁποιες ἐδημιουργήθησαν μετά τήν 21η 'Απριλίου 1970, δηλαδή, ὅλες οἱ επιβαρύνσεις καί εἰσφορές έκτός εκείνων πού προβλέπονται ἀπό τόν κανονισμό 1009/67, τῆς 18ης Δεκεμβρίου 1967, περί κοινῆς ὀργανώσεως ἀγορᾶς στόν τομέα αυτόν. Όμως ή προσφεύγουσα υπενθυμίζει ὅτι ἡ επίδικη εἰσφορά δέν ἐδημιουργήθη παρά τήν 17η Μαΐου 1977, μέ τήν έκδοση τοῦ κανονισμού 1111/77, ήτοι ἑπτά έτη μετά τήν έκδοση της αποφάσεως τῆς 21ης'Απριλίου 1970.

Δεύτερον, ἡ προσφεύγουσα παρατηρεί ὅτι ἡ επίδικη εἰσφορά δύναται ἀκόμη ὀλιγότερον νά ἀντιστοιχεί στην έννοια «εἰσφορά ή άλλα προβλεπόμενα δικαιώματα» τά ὁποία ὁρίζονται ἀπό τό άρθρο 2, γράμμα α), τῆς ἀποφάσεως 70/243, καθ' ὅσον τό προϊόν ἐπί τοῦ ὁποίου ἐπιβάλλεται — ή ἰσογλυκόζη — δέν ὑφίστατο τό 1970. Ἐπ᾽ αὐτοῦ, ἡ προσφεύγουσα παρατηρεί ὅτι, ὅταν ενεφανίσθη ἡ ἰσογλυκόζη, συνεδέθη μέ τήν κοινή ὀργάνωση ἀγορᾶς τῶν σιτηρών λόγω τῆς ὀργανικής τῆς προελεύσεως — τό άμυλο ἀραβοσίτου — καί όχι μέ εκείνη τῆς ζάχαρης.

Πράγματι, ἡ προσφεύγουσα υπενθυμίζει ὅτι ή ἰσογλυκόζη, ὁριζόμενη ἀρχικώς ὡς «γλυκόζη ὑψηλῆς περιεκτικότητος σέ φρουκτόζη» άνηκε στην κοινή ὀργάνωση ἀγοράς τῶν σιτηρών μέχρι τό 1977 ὅπως ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τό σύνολο τῶν κανονισμών περί δημιουργίας καί διαχειρίσεως τῶν ὀργανώσεων ἀγορας τῆς ζάχαρης καί τῶν σιτηρών. Ή προσφεύγουσα διευκρινίζει ὅτι μόνο μέ τόν κανονισμό 1111/77, της 17ης Μαΐου 1977, ἡ ἰσογλυκόζη ἀπεκλείσθη ἀπό τό πεδίο ἐφαρμογῆς τῆς κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως τῶν σιτηρών γιά νά γίνει ἀντικείμενο ειδικῆς κανονιστικής ρυθμίσεως, ξεχωριστής ἐκείνης τῆς ζάχαρης (ἐπί τοῦ σημείου αὐτοῦ, ἡ προσφεύγουσα παραπέμπει στίς διατάξεις τοῦ κανονισμού 1110/77 καί Ιδίως στό άρθρο 1) καί ὅτι μόνο μέ τόν κανονισμό 1785/81, ἀντικείμενο τῆς παρούσης προσφυγής, ἡ ἰσογλυκόζη συνεδέθη μέ τόν τομέα τῆς ζάχαρης κατά τήν δημιουργία τῆς κοινής ὀργανώσεως γιά τους δύο αυτούς τομείς.

Ή προσφεύγουσα υποστηρίζει, επομένως, ὅτι τό Συμβούλιο δέν ἠδύνατο νομίμως νά εξομοιώσει πρός «ἴδιο πόρο τοῦ τομέως τῆς ζάχαρης», ὅπως αυτός προβλέπεται ἀπό τήν ἀπόφαση τῆς 21ης 'Απριλίου 1970, εἰσφορά ἐπί τῆς παραγωγής πού επιβαρύνει τήν παραγωγή τῆς ἰσογλυκόζης, ἐνῶ ἡ ἐν λόγω παραγωγή ουδέποτε ἀνῆκε, πρό τοῦ 1981, στην κοινή αυτή ὀργάνωση ἀγορών. Θεωρεί, ἑπομένως, ὅτι τό Συμβούλιο ὤφειλε, κατά την θέσπιση τῆς ἐν λόγω φορολογικῆς επιβαρύνσεως νά θέσει σέ εφαρμογή τήν προβλεπομένη ἀπό τό άρθρο 201 τῆς συνθήκης διαδικασία. Ἀποδοχή τῆς ἀντιθέτου ἀπόψεως θά ἰσοδυναμοῦσε, κατά τήν προσφεύγουσα, μέ τό νά επιτραπεί στό Συμβούλιο νά δημιουργεί νέο ἴδιο πόρο μέ τήν ἀπλή μεταβολή τοῦ τίτλου μιας δασμολογικής κλάσεως, πραγματοποιώντας τήν μεταφορά προϊόντος οἱασδήποτε κοινής ὀργανώσεως στην κοινή ὀργάνωση τοῦ τομέως τῆς ζάχαρης.

Ἐπ' αὐτοῦ, ἡ προσφεύγουσα επιθυμεί νά υπογραμμίσει ὅτι τό γεγονός ὅτι ἡ επίδικη εισφορά δέν χαρακτηρίζεται «ίδιος πόρος» ἀπό τόν κανονισμό 1785/81 δέν 'έχει επίπτωση ἐπί τῆς νομικής υποχρεώσεως, πού επιβάλλεται στό Συμβούλιο ἀπό τό άρθρο 201 τῆς συνθήκης, νά σεβασθεί τήν διαδικασία πού προβλέπεται μέ τήν διάταξη αυτή. Πράγματι, κατά τήν προσφεύγουσα, συνάγεται σαφώς τόσο ἀπό ήήν ενδέκατη αιτιολογική σκέψη ὅσο καί ἀπό τό άρθρο 28 τοῦ επιδίκου κανονισμοῦ ὅτι ὁ ἐπιδιωκόμενος ἀπό τόν νομοθέτη σκοπός, μέ τήν δημιουργία τῆς φορολογικής αυτής επιβαρύνσεως, εἶναι ὁ συμψηφισμός των απωλειών πού υφίσταται ὁ κοινοτικός προϋπολογισμός λόγω χρηματοδοτήσεως εξαγωγῆς τῶν πλεονασμάτων ζάχαρης. Ή προσφεύγουσα υποστηρίζει ὅτι ὁ σκοπός αυτός δέν δύναται, ἑπομένως, νά επιτευχθεί παρά μόνον ἄν τό προϊόν τῆς ἀμφισβητούμενης εἰσφορᾶς διατίθεται στόν κοινοτικό προϋπολογισμό ὡς «ίδιος πόρος» τῶν Κοινοτήτων. Γιά τόν λόγο αυτόν παρατηρεί ὅτι ἄν ἡ ἐπονομασία «ίδιος πόρος» καί ή διάθεση του δέν ἀναφέρονται ἐπί λέξει στόν κανονισμό 1785/81, ὁ χαρακτηρισμός αὐτός καί ἡ διάθεση αυτή ἀποτελοῦν μέρος τοῦ προσβαλλόμενου κανονισμοῦ καθ' ὅσον συνιστοῦν προϋποθέσεις τοῦ σκοποῦ του.

Ὁμοίως, ἡ προσφεύγουσα υπενθυμίζει τήν κατάταξη τῆς ἰσογλυκόζης στόν τομέα των σιτηρών μέχρι τοῦ 1977, γιά νά ἀντικρούσει τό ἐπιχείρημα τοῦ Συμβουλίου κατά τό όποιο ἡ «νομική» αὐτή κατάταξη παραμερίζεται ἀπό τήν «πραγματική» κατάταξη τῆς ἰσογλυκόζης στόν τομέα τῆς ζάχαρης. Ή προσφεύγουσα δέν ἀμφισβητεί ὅτι ἡ ζάχαρη καί ἡ ἰσογλυκόζη συνδέονται μέ μία στενή σχέση υποκαταστάσεως, τήν ὁποία, ἐξ άλλου, υπέμνησε τό Δικαστήριο μέ τίς ἀποφάσεις του στίς υποθέσεις 125/77 (Rec. 1978, σ. 1991) καί 103 καί 145/77 (Rec. 1978, σ. 2037). Πάντως, ἡ προσφεύγουσα θεωρεί ὅτι ἡ έννοια τῆς κοινής οργανώσεως ἀγορών δέν δύναται νά περιορισθεί σέ μία ἁπλή πραγματική ἔννοια. Ή νομική έννοια τῆς κοινής ὀργανώσεως ἀγορών, πού προβλέπεται στό άρθρο 40, εδάφιο 2, τῆς συνθήκης, διαρθρωμένη κατά τομείς μέ τήν έκδοση κανονισμών πού καθορίζουν σαφώς τά ἀντίστοιχα καθ' ὕλην πεδία εφαρμογής, ἐπιβάλλει, γιά προφανεῖς λόγους ἀσφαλείας τοῦ δικαίου, ή ἀμφιβολία πού διατηρεί τό Συμβούλιο μεταξύ «τομέως» ἡ ἀγοράς ζάχαρης καί «κοινής ὀργανώσεως ἀγοράς στον τομέα τῆς ζάχαρης» νά ἐκλείψει. Κατά τήν προσφεύγουσα, τό γεγονός ὅτι ἡ εισφορά ἐπί τῆς παραγωγής ἰσογλυκόζης δέν συμπεριε-λαμβάνετο, τήν 1η Ἰανουαρίου 1971, μεταξύ τῶν «εἰσφορῶν καί άλλων δικαιωμάτων πού προβλέπονται στό πλαίσιο της κοινής ὀργανώσεως ἀγορών στόν τομέα τῆς ζάχαρης ὑπό τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 2, γράμμα a), in fine τῆς ἀποφάσεως 70/243, ἀπαγορεύει ἡ φορολογική αύτη ἐπιβάρυνση, πού ἐθεσπίσθη μετά τήν ημερομηνία αὐτή, νά θεωρείται ὅτι εἰσπράττεται νομίμως ὑπό τήν έννοια τῆς ἐν λόγω ἀποφάσεως τῆς 21ης 'Απριλίου 1970.

Ή προσφεύγουσα ἀναγνωρίζει, ὅπως καί τό Συμβούλιο, ὅτι τό νομικό πλαίσιο πού καθορίζει ἡ ἀπόφαση τῆς 21ης 'Απριλίου 1970, πρέπει νά επιτρέπει τήν ἀναγκαία προσαρμογή τοῦ δημοσιονομικοῦ δικαίου των Κοινοτήτων στην τεχνολογική ἀνάπτυξη πού έχει ὡς συνέπεια τήν εμφάνιση στην ἀγορά νέων προϊόντων καί τήν δημιουργία νέων καταστάσεων. Πάντως, ή προσφεύγουσα υποστηρίζει ὅτι ἡ προσαρ-μοργή αυτή πρέπει νά γίνεται μέ τήν τήρηση τῶν κανόνων καί τῶν διαδικασιών πού ὁρίζει ἡ έννομη κοινοτική τάξη καί ὅτι ή ἀπόφαση τῆς 21ης 'Απριλίου 1970 διαλαμβάνει ευρείες δυνατότητες γιά τόν σκοπό αυτόν.

Ή προσφεύγουσα ἀντιλαμβάνεται, πράγματι, τό άρθρο 2 τῆς ἀποφάσεως τῆς 21ης 'Απριλίου 1970, ὅτι έχει ὡς σκοπό:

ἀφ᾽ ἑνός, νά μεταφέρει ὁριστικώς στίς Κοινότητες τά έσοδα τῶν εἰσφορῶν, πριμοδοτήσεων, εξισωτικῶν ποσών καί άλλων τελών, περιλαμβανομένων καί αυτών πού εισπράττονται κατ' εφαρμογή τοῦ κοινοῦ δασμολογίου, καί «θά θεσπισθοῦν ἐπί τῶν συναλλαγών μέ κράτη μή μέλη»

ἀφ᾽ έτέρου, «νά επιφυλάσσει ρητώς» τήν δημιουργία νέων φόρων, επιβάλλοντας ως μοναδική υποχρέωση τῶν Κοινοτήτων νά τηρούν τήν προβλεπομένη ἀπό τό άρθρο 201 τῆς συνθήκης διαδικασία.

Υπενθυμίζει ὅτι ἡ δημιουργία τῆς εισφοράς ἐπί τῆς παραγωγης ἰσογλυκόζης εμπίπτει στην δεύτερη αύτη κατηγορία καί δέν «βλέπει ἡ εμφάνιση καί ἀνάπτυξη τῆς ἰσογλυκόζης νά χαρακτηρίζονται ἀπό μία τέτοια έλλειψη προβλέψεως ώστε ὁ φόρος πού έπληξε τό νέο αυτό προϊόν, προκειμένου νά επιτρέψει τήν χρηματοδότηση τῶν πλεονασμάτων ενός άλλου προϋπάρχοντος προϊόντος, δέν ἠδυνήθη νά θεσπισθεί σύμφωνα μέ τόν μηχανισμό πού επιβάλλεται ἀπό τό άρθρο 2, γράμμα β), in fine, τῆς ἀποφάσεως 70/243».

Γιά τους λόγους αυτούς, ἡ προσφεύγουσα θεωρεί ὅτι ὁ κανονισμός 1785/81, καθ' ὅσον επιβάλλει συνεισφορά ἐπί τῆς παραγωγής ίσογλυκόζης, ἡ ὁποία ἐδημιουργήθη κατά παράβαση τῶν διατάξεων τοῦ ἄρθρου 201 τῆς συνθήκης καί τῆς ἀποφάσεως τοῦ Συμβουλίου, τῆς 21ης 'Απριλίου 1970, πρέπει νά ἀκυρωθεί.

2.

Τό Συμβούλιο τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θεωρεί, ἀπό τήν πλευρά του, ὅτι ή προσφυγή εἶναι ἀβάσιμη.

Πράγματι, τό Συμβούλιο επιδιώκει νά ἀποδείξει, ἀφ᾽ ενός, ὅτι ἡ ἐπίδικη εισφορά δέν είναι γενικό έσοδο τοῦ προϋπολογισμού γιά τήν μεταφορά τοῦ ὁποίου τά εθνικά κοινοβούλια πρέπει νά συναινέσουν καί, ἀφ᾽ έτερου, ὅτι ἡ ζάχαρη καί ἡ ίσογλυκόζη, έστω καί ἄν νομικώς δέν συμπεριελαμβάνετο πάντα στην ἴδια κοινή ὀργάνωση (ἀγοράς), ὑπήγοντο πάντοτε καθ' ὕλην, τόσο για σκοπούς διαχειρίσεως, τῆς κοινής γεωργικής πολιτικής οσο καί γιά τήν εφαρμογή τῶν δημοσιονομικών τῆς κανόνων, στον ἴδιο τομέα: αυτόν τῆς ζάχαρης.

Ἐπί τοῦ πρώτου σημείου, τό Συμβούλιο υπενθυμίζει ὅτι ὁ κανονισμός 1785/81 πουθενά δέν ὁρίζει ὅτι ἡ επίδικη συνεισφορά πρέπει νά θεωρηθεί ως ίδιος πόρος τῶν Κοινοτήτων. Κατά τό Συμβούλιο, ἡ διάθεση τῆς συνεισφορᾶς αυτής προκύπτει ἀπό τό άρθρο 4 τοῦ κανονισμοῦ 1110/77, τό όποιο ὁρίζει ὅτι ἡ συνεισφορά ἰσογλυκόζης πρέπει νά έχει ως ἀντικείμενο τήν μείωση τῶν ἀπωλειών πού ὀφείλονται στην ἐξαγωγή τῶν πλεονασμάτων ζάχαρης καί, επομένως, τήν μείωση τῆς επιβαρύνσεως τῶν παραγωγών ζάχαρης ὁ χαρακτηρισμός ως ἰδίου πόρου συνάγεται ἀπό τήν ένάτη αἰτιολογική σκέψη τοῦ κανονισμοῦ 1111/77 καί ἡ καταχώριση του στόν κοινοτικό προϋπολογισμό εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐγκρίσεως τοῦ κοινοτικοῦ προϋπολογισμού. 'Αλλά τό Συμβούλιο παρατηρεί ὅτι ή προσφυγή τῆς προσφευγούσης στρέφεται κατά τοῦ κανονισμοῦ 1785/81 μόνο καί ὄχι κατά μιᾶς ἡ περισσοτέρων πράξεων πού ἀναφέρονται ἀνωτέρω.

Ἐπιπροσθέτως, τό Συμβούλιο ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ χαρακτήρας τῆς εἰσφορᾶς ἐπί της παράγωγης ἰσογλυκόζης μετεβλήθη ουσιαστικά μέ τήν έκδοση τοῦ κανονισμοῦ 1785/81, καθ' ὅσον ὁ κανονισμός ὁρίζει, στό άρθρο 28, ὅτι οἱ εἰσφορές ἐπί τῆς ζάχαρης καί τῆς ἰσογλυκόζης πρέπει τοῦ λοιποῦ νά καλύπτουν πλήρως τίς χρηματικές ἀπώλειες πού προκύπτουν ἀπό τήν εξαγωγή τῶν πλεονασμάτων ζάχαρης καί ὄχι πλέον νά συμβάλλουν στην μείωση τῶν ἀπωλειών αυτών. Ἀπό αυτό συνάγεται ὅτι, κατά τό Συμβούλιο, ἡ ἐπίδικη συνεισφορά συνιστᾶ «πραγματικό μέσο διαχειρίσεως τῆς κοινής γεωργικής πολιτικής» καί ὅχι ἴδιο πόρο γιά τήν δημιουργία τοῦ ὁποίου πρέπει, δυνάμει τοῦ ἄρθρου 201 τῆς συνθήκης, νά ἀποφανθοῦν τά εθνικά κοινοβούλια. Ἐπί τοῦ σημείου αὐτοῦ, τό Συμβούλιο παραπέμπει στην επιχειρηματολογία του πού ἀνέπτυξε ἐπί τοῦ θέματος τοῦ έννόμου συμφέροντος τῆς προσφευγούσης ( 3 ) γιά νά θεωρήσει ὅτι ἡ νομολογία τοῦ Δικαστηρίου επιτρέπει νά κατατάσσονται τά έσοδα, τά όποια προέρχονται ἀπό τήν εφαρμογή τέτοιων μέτρων παρεμβάσεως ἡ διαχειρίσεως ὡς «άλλο έσοδο» ὑπό τήν ἔννοια τοῦ ἄρθρου 4, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος τῆς ἀποφάσεως τῆς 21ης 'Απριλίου 1970.

Γενικῶς τό Συμβούλιο επιθυμεί νά υπογραμμίσει ὅτι τά έσοδα πού προέρχονται ἀπό τήν ρύθμιση τῆς ἀγοράς στόν τομέα τῆς ζάχαρης είχαν διατεθεί στόν κοινοτικό προϋπολογισμό πολύ πρίν τήν λήψη τῆς αποφάσεως τῆς 21ης Ἀπριλίου 1970, ώστε επιτρέπεται ὁ Ισχυρισμός ὅτι ἡ ἐν λόγω ἀπόφαση «δέν ήταν πραγματικά δημιουργική ὡς πρός τήν διάθεση στόν προϋπολογισμό της ἐν λόγω εισφοράς». Τό Συμβούλιο υπενθυμίζει, σχετικώς, ὅτι ἡ πρώτη εισφορά ἐπί τῆς ζάχαρης ἐθεσπίσθη ἀπό τόν κανονισμό 1009/71 χωρίς νά καθορίζει τήν διάθεση τῆς καί ὅτι ἡ διάθεση πρός όφελος της Κοινότητος ἐπραγματοποιήθη μέ τό άρθρο 1 τοῦ κανονισμού 1892/68 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 28ης Νοεμβρίου 1968 (JO L 289, σ. 1), πού επέβαλε στά κράτη μέλη, τά επιφορτισμένα μέ τήν εἴσπραξη της εισφορᾶς, νά ἐπανακαταβάλλουν τό 90 % τοῦ προϊόντος τῆς ἐν λόγω εἰσφορᾶς ὡς χρηματική συνεισφορά τῶν κρατῶν μελών στην χρηματοδότηση τοῦ τμήματος εγγυήσεων τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Γεωργικοῦ Ταμείου Προσανατολισμοῦ καί Ἐγγυήσεων. Τό προηγούμενο αυτό επιβεβαιώνει, κατά τό Συμβούλιο, ὅτι μέτρα ὁπως τό επίδικο δέν εμπίπτουν στην έννοια τῶν ἰδίων πόρων πού πρέπει νά δημιουργηθοῦν βάσει τοῦ άρθρου 201 τῆς συνθήκης, άλλα μάλλον στην έννοια τῶν μέτρων ρυθμίσεως τῶν γεωργικών ἀγορών πού δύναται νά θεσπίσει τό Συμβούλιο βάσει τοῦ μόνου άρθρου 43 καί τά όποια δύνανται νά δημιουργήσουν έσοδα γιά τήν Κοινότητα.

Δεύτερον, τό Συμβούλιο στηρίζεται στό γεγονός ὅτι ἡ ζάχαρη καί ἡ ἰσογλυκόζη άνηκαν στόν ἴδιο οικονομικό τομέα — αυτόν τῆς ζάχαρης — γιά νά ἀντικρούσει τήν άποψη τῆς προσφευγούσης κατά τήν ὁποία ἡ εἰσφορά πού βαρύνει τήν παραγωγή ἰσογλυκόζης, ἄν υποτεθεί ὅτι πρέπει νά θεωρηθεί ὡς ίδιος πόρος, επέβαλλε, κατά τήν θέσπιση της, τήν εφαρμογή τῆς διαδικασίας πού προβλέπεται γιά τήν δημιουργία νέου Ιδίου πόρου.

Ή ἰσογλυκόζη, κατά τό Συμβούλιο, πρίν γίνει ἀντικείμενο κοινοῦ καθεστώτος μέ αυτό τῆς ζάχαρης, μέ τήν έκδοση τοῦ κανονισμού 1785/81, άνηκε de facto στόν οἰκο-νομικό τομέα τῆς ζάχαρης. Τό Συμβούλιο υπενθυμίζει, σχετικώς, ὅτι ἄν στην ἀρχή ή ἰσογλυκόζη νομικώς ὑπήγετο στην ὀργάνωση τῆς ἀγοράς τῶν σιτηρών, μέ τήν έκδοση τῶν κανονισμών 1110/77 καί 1111/77 έγινε ἀντικείμενο εἰδικοῦ καθεστώτος στενά συνδεδεμένου μέ αυτό της ζάχαρης, ὁπως μαρτυρούν, μεταξύ άλλων διατάξεων, τό άρθρο 4 τοῦ κανονισμού 1110/77, τό οποῖο ὁρίζει ὅτι τά έσοδα πού προέρχονται ἀπό τήν εἰσφορά ἐπί τῆς ἰσογλυκόζης θά χρησιμοποιηθούν, στό πλαίσιο τοῦ βασικοῦ κανονισμού ζάχαρης, γιά τήν μείωση τῶν ἀπωλειών πού ὀφείλονται στην χρηματοδότηση εξαγωγών τῶν ἀποθεμάτων ζάχαρης. Τό Συμβούλιο ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ υλική αυτή εξάρτηση της ἰσογλυκόζης ἐν σχέσει μέ τόν τομέα της ζάχαρης προκύπτει ἀπό μία πραγματική κατάσταση πού δύσκολα ἀμφισβητείται, ἐκείνην τῆς στενής σχέσεως υποκαταστάσεως τῶν δύο αυτών προϊόντων, ή ὁποία έχει ὡς συνέπεια ὅτι τό καθεστώς πού άφορᾶ τήν ἰσογλυκόζη δέν έχει αυτόνομη πραγματική ἀξία καί δέν δύναται νά εξηγηθεί παρά μόνο ἐν σχέσει μέ τήν κοινή ὀργάνωση ἀγοράς στόν τομέα τῆς ζάχαρης.

Καί τό Συμβούλιο διατυπώνει τήν άποψη ὅτι τό γεγονός αὐτό καί ἡ πραγματική υπαγωγή τῆς ἰσογλυκόζης στόν τομέα τῆς ζάχαρης έγιναν δεκτά ἀπό τό Δικαστήριο κατά τό μέτρο πού, μέ τήν ἀπόφαση του στην υπόθεση 125/77 (Rec. 1978, σ. 1991), τό Δικαστήριο έκρινε ὅτι εἶναι επιτρεπτό τά κοινοτικά όργανα, κατά τήν διαμόρφωση τῆς κοινής ἀγροτικής πολιτικής, νά λαμβάνουν ὑπ' ὄψη τίς ἀλληλεπιδράσεις πού δυνατόν νά υφίστανται μεταξύ προϊόντων, τά όποια υπάγονται σέ διαφορετικές κοινές ὀργανώσεις ἀγοράς (σκέψη 23 τῆς ἀποφάσεως), καί κατά τό μέτρο πού μέ τήν ἀπόφαση του στην υπόθεση 103 καί 145/77 (Rec. 1978, σ. 2037) τό Δικαστήριο έκρινε ὅτι τό Συμβούλιο ἐδικαιοῦτο νά λάβει οἰοδήποτε χρήσιμο μέτρο — τό όποιο συμβιβάζεται μέ τό κοινοτικό δίκαιο γιά νά διασφαλίσει τήν καλή λειτουργία τῆς ἀγοράς τῶν γλυκαντικών, δηλαδή τῆς ζάχαρης καί τῆς ἰσογλυκόζης (σκέψη 86 τῆς ἀποφάσεως), καί τέλος, κατά τό μέτρο πού μέ τίς ἀποφάσεις του στίς υποθέσεις 138 καί 139/79 (Rec. 1980, σ. 3333), τό Δικαστήριο «ρητῶς ἐδέχθη τήν νομιμότητα μέτρων ὅπως αυτά πού προσβάλλονται δυνάμει τῆς κοινής γεωργικής πολιτικής».

Ὑπό τήν ὀπτική αὐτή, τό Συμβούλιο θεωρεί ὅτι ἡ εἰσφορά ἐπί τῆς παραγωγής ἰσογλυκόζης δέν επέβαλλε τήν εφαρμογή τῆς διαδικασίας επικυρώσεως ἀπό τά ἐθνικά κοινοβούλια, πού προβλέπει τό άρθρο 201 τῆς συνθήκης. Πράγματι, τό Συμβούλιο θεωρεί ὅτι τά εθνικά κοινοβούλια μέ τήν επικύρωση, τοῦ ἄρθρου 2, εδάφιο 1, τῆς ἀποφάσεως τῆς 21ης 'Απριλίου 1979, ενέκριναν τήν ὁριστική μεταφορά στον κοινοτικό προϋπολογισμό, ὡς Ιδίου πόρου, τοῦ προϊόντος τῆς εἰσφορᾶς πού εἰσπράττεται «στό πλαίσιο τῆς κοινής ὀργανώσεως ἀγοράς στον τομέα τῆς ζάχαρης». Προς στήριξη τῆς ἀπόψεως αυτής, τό Συμβούλιο ἀναφέρεται στίς προτάσεις τῶν γενικών εισαγγελέων Reischl, στην υπόθεση 125/77 (Rec. 1978, σ. 2023, ὑπό β) καί Mayras, στην υπόθεση 138/78 (Rec. 1979, σ. 729, δεξιά στήλη παράγραφος 2). Τό νά γίνει δεκτό, ὅπως πράττει ἡ προσφεύγουσα, ὅτι ἡ εμφάνιση στην ἀγορά τῆς ζάχαρης ενός νέου προϊόντος πού δύναται νά υποκαταστήσει πλήρως τήν ζάχαρη, συνεπάγεται τήν κίνηση τῆς διαδικασίας γιά τήν δημιουργία νέου Ιδίου πόρου συνιστᾶ κατά τό Συμβούλιο, προσέγγιση «πολύ τυπική» καί «ἐλάχιστα πειστική». Τό Συμβούλιο θεωρεί ὅτι ἡ ερμηνεία αυτή θά ὁδηγούσε, ἀφ᾽ ἑνός, στην αἰσθητή μείωση τῆς σημασίας τοῦ «Ιδίου πόρου ἀπό τήν ζάχαρη» καθ' ὅσον ή τεχνολογική ἀνάπτυξη θά ὁδηγούσε στην ἐμφάνιση προϊόντων ἀνταγωνιστικών τής ζάχαρης, καί ἀφ᾽ έτερου, ενεργώντας ἔτσι, θά ἐδημιουργεῖτο ἡ έξῆς ἀντίφαση: τό Συμβούλιο νά εἶναι νομικώς ἐξουσιοδοτημένο, δυνάμει τῶν υφισταμένων κανόνων περί τῆς οργανώσεως ἀγορών στον τομέα τῆς ζάχαρης, νά θεσπίζει τήν εἰσφορά πού πλήττει τό νέο προϊόν, ἐνῶ θά τοῦ ἀπαγορεύεται νά εφαρμόσει στην εἰσφορά αὐτή τους Ιδίους δημοσιονομικούς κανόνες, οἱ όποιοι εἶχαν μέχρι τώρα εφαρμογή στην εἰσφορά ζάχαρης.

Γιά τόν λόγο αυτόν, τό Συμβούλιο θεωρεί ὅτι ὁ επικαλούμενος ἀπό τήν προσφεύγουσα λόγος δέν εἶναι καθόλου βάσιμος, δεδομένου ὅτι στηρίζεται ἐπί τεχνητής καί τυπικής διακρίσεως μεταξύ δύο προϊόντων αυστηρώς ὑποκαταστατικῶν μεταξύ τους καί πού υπάγονται καθ' ὕλην, γιά τους σκοπούς τῆς κοινής γεωργικής πολιτικής καί τῶν συναφών μέ αὐτήν κανόνων στον ἴδιο τομέα: εκείνον τῆς ζάχαρης.

'Επιπροσθέτως, τό Συμβούλιο υπενθυμίζει ὅτι, ἐν πάση περιπτώσει, ὁ λόγος ἀκυρώσεως εἶναι ἀπαράδεκτος, καθ' ὅσον άσχετος, επειδή ἀναφέρεται σέ πράξεις πού έχουν δημιουργήσει καί διαθέσει τήν επίδικη εἰσφορά, οἱ ὁποῖες δέν ἀμφισβητούνται μέ τήν παρούσα διαδικασία.

3.

Ή 'Επιτροπή τῶν Εὐρωπαϊκῶν Κοινοτήτων, παρεμβαίνουσα πρός υποστήριξη τῶν αἰτημάτων τοῦ Συμβουλίου, ἀφού ἀνεφέρθη συνοπτικῶς στό Ιστορικό τῆς κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως περί τῆς ἰσογλυκόζης, προτείνει τήν κατ' ουσία ἀπόρριψη τῆς προσφυγής.

Ή 'Επιτροπή θεωρεί, πρώτον, ὅτι τό άρθρο 2, γράμμα α), τῆς ἀποφάσεως τῆς 21ης 'Απριλίου 1970 δέν δύναται νά ἑρμηνευθεί κατά τρόπο «τόσο αυστηρώς γραμματικό» ὅπως τό ἑρμηνεύει ἡ προσφεύγουσα. Κατά τήν 'Επιτροπή, οἱ ἴδιοι οἱ ὅροι τῆς διατάξεως αὐτής καταδεικνύουν ὅτι ὁ νομοθέτης δέν ηθέλησε νά «ἀπολιθώσει» τίς εἰσφορές καί τους δασμούς, πού ενεγράφησαν στόν κοινοτικό προϋπολογισμό ως ίδιος πόρος, στην κατάσταση τήν ὁποία εὑρίσκοντο στίς 21 'Απριλίου 1970. Ή γενική ἀρχή πού κατηύθυνε τόν νομοθέτη ήταν ὅτι οἱ δασμοί καί οἱ εἰσφορές «πού θεσπίζονται ἡ θά θεσπισθοῦν» χορη-γοῦνται στίς Κοινότητες. Ή Ἐπιτροπή προβάλλει ὅτι ὁ μηχανισμός αυτός εμφανίζει «ἕνα δυναμικό χαρακτήρα», ὁ όποιος διαφαίνεται σαφώς ἀπό τήν σύνταξη τοῦ κειμένου τῆς διατάξεως αυτής, Ιδίως ὅσον άφορᾶ τήν ἀγορά ζάχαρης για τήν ὁποία ή επιλογή τῶν ὅρων «τίς» εἰσφορές καί προβλεπόμενα δικαιώματα δεικνύουν ὅτι τό Συμβούλιο δέν επεδίωκε νά περιορίσει τήν πραγματοποιουμενη κατ' αυτόν τόν τρόπο μεταβίβαση «τῆς» μόνης εἰσφορᾶς πού ἐπε-βάρυνε τήν παραγωγή ζάχαρης τό 1971. 'Αντιθέτως, τό Συμβούλιο υποστηρίζει ὅτι ή μεταβίβαση αυτή ἐστόχευε «ὅλες» τίς εἰσφορές καί άλλα δικαιώματα πού δύνανται νά θεσπισθούν στον τομέα τῆς ζάχαρης γιά νά συνδράμουν στην πραγματοποίηση τῶν σκοπών τῆς κοινής αυτής πολιτικής.

Κατά τήν 'Επιτροπή, αυτό συμβαίνει καί στην προκειμένη περίπτωση. Ή δυνατότης πλήρους υποκαταστάσεως μεταξύ υγρής ζάχαρης καί ἰσογλυκόζης — πού ἀνεγνώρισε τό Δικαστήριο μέ τίς σκέψεις 62 καί 86 τῆς ἀποφάσεως στίς υποθέσεις 103 καί 145/77 (Rec. 1978, σ. 2037) καί καθιέρωσε τό γεγονός ὅτι ἡ ἰσογλυκόζη περιλαμβάνεται στην ὀργάνωση ἀγορών τῆς ζάχαρης, ή ὁποία ἐδημιουργήθη μέ τόν κανονισμό 1785/81, ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ἀναφερομένη στην ἰσογλυκόζη κανονιστική ρύθμιση δέν δύναται νά θεωρηθεί ὡς ἕνα σύνολο ἀνεξαρτήτων μέτρων άλλα, ἀντιθέτως, ὡς τό ἀπαραίτητο συμπλήρωμα τῆς κοινής ὀργανώσεως ἀγορών τῆς ζάχαρης, προκειμένου νά εξασφαλισθεί ἡ εκπλήρωση τῶν σκοπών τῆς ἐν λόγω ὀργανώσεως. Γιά τόν λόγο αυτόν ἡ Ἐπιτροπή θεωρεί ὅτι στηριζομένη στίς προτάσεις τοῦ γενικού εισαγγελέως Reischl στην υπόθεση 125/77 (Rec. 1978, σ. 2023, ὑπό β), τό Συμβούλιο ἠδύ-νατο νομίμως νά χαρακτηρίσει τήν ἀμφισβητούμενη εἰσφορά ὡς «εισφορά πού προβλέπεται στό πλαίσιο τῆς κοινής ὀργανώσεως τῶν ἀγορών στόν τομέα τῆς ζάχαρης» ὑπό τήν ἔννοια τοῦ ἄρθρου 2, γράμμα α), τῆς ἀποφάσεως τῆς 21ης 'Απριλίου 1970, λαμβάνοντας ὑπ' ὄψη τήν στενή πραγματική σχέση πού συνδέει τήν ζάχαρη καί τήν ἰσογλυκόζη.

Δεύτερον, ἡ 'Επιτροπή υπενθυμίζει, επικουρικώς, ὅτι ἡ Κοινότης, ἀκόμη καί μετά τήν θέση σέ ἰσχύ τῆς ἀποφάσεως τῆς 21ης 'Απριλίου 1970, έχει τήν εξουσία νά επιβάλλει χρηματικές ἐπιβαρύνσεις στους επιχειρηματίες βάσει τῶν μόνων διατάξεων πού δημιουργούν τίς διάφορες κοινές πολιτικές καί ὅτι δύναται νά διαθέτει τό προϊόν τῶν επιβαρύνσεων αυτών γιά ὁρισμένη χρησιμοποίηση. Ή 'Επιτροπή εὑρίσκει επιβεβαίωση τοῦ Ισχυρισμού τῆς αυτού στην ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου στην υπόθεση 138/78 (Rec. 1979, σ. 713) καί στίς προτάσεις τοῦ γενικού εἰσαγγελέως Mayras στην ἴδια αυτή υπόθεση (Rec. 1979, σ. 730, ἀριστερή στήλη).

Ή επίδικη εἰσφορά θά ἠδύνατο, κατά τήν Ἐπιτροπή, νά ἀντιστοιχεί πλήρως στην υπόθεση αυτή δεδομένου ὅτι, ἀφ' ενός, ἡ νομι-μότης τῶν χρηματικών επιβαρύνσεων πού επιβάλλονται στους παραγωγούς ἰσογλυκόζης έχει ήδη ἀναγνωρισθεί ἀπό τό Δικαστήριο, καί, ἀφ' έτέρου, ὅτι ἡ σχέση μεταξύ τοῦ προϊόντος τῆς εἐσφορᾶς ἰσογλυκόζης καί τῆς χρηματοδοτήσεως τῆς κοινής πολιτικής ζάχαρης εἶναι ἀναμφισβήτητη, καθ' ὅσον ἡ εἰσφορά αυτή προορίζεται ρητώς γιά τήν χρησιμοποίηση εξαγωγής τῶν πλεονασμάτων ζάχαρης (άρθρο 28 τοῦ κανονισμού 1785/81).

Γιά τόν λόγο αυτόν ἡ 'Επιτροπή διατυπώνει τήν άποψη ὅτι, ἄν υποτεθεί ὅτι ἡ ἐπίδικη εἰσφορά δέν συνιστά ἴδιο πόρο, δέν παύει νά επιβάλλεται νομίμως καθ' ὅσον ἀντιστοιχεί στην κατηγορία τῶν «άλλων εσόδων» πού προέρχονται ἀπό τήν εφαρμογή μέτρων ρυθμίσεως τῶν γεωργικών ἀγορών, τά όποια ἐθεσπίσθησαν πρός πραγματοποίηση τῶν στόχων τῆς κοινῆς γεωργικής πολιτικής.

'Από αυτό συνέπεται, κατά τήν 'Επιτροπή, ὅτι ἡ προσφυγή πρέπει νά ἀπορριφθεί ὡς ἀβάσιμη.

IV — Προφορική ιαδικασία

Στην δημοσία συνεδρίαση τῆς 1ης 'Ιουλίου 1982, ἡ ἑταιρία Roquette, εκπροσωπούμενη ἀπό τόν Veroone, δικηγόρο Λίλλης, τό Συμβούλιο τῶν Ευρωπαϊκῶν Κοινοτήτων, ἐκπροσωπούμενο ἀπό τόν D. Vignes, διευθυντή τῆς νομικής του υπηρεσίας, επικουρούμενο ἀπό τόν Α. Bräutigam, κύριο διοικητικό υπάλληλο στην ἐν λόγω υπηρεσία, καί ἡ Ἐπιτροπή τῶν Ευρωπαϊκῶν Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη ἀπό τόν R. Wainwright, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο ὑπό τόν F. Lamoureux, μέλος τῆς νομικής τῆς υπηρεσίας, ἠγόρευσαν καί ἀνέπτυξαν προφορικώς τίς παρατηρήσεις τους.

Ό γενικός εἰσαγγελεύς ἀνέπτυξε τίς προτάσεις του κατά τήν συνεδρίαση τῆς 23ης Σεπτεμβρίου 1982.

Σκεπτικό

1

Μέ δικόγραφο πού κατέθεσε στην γραμματεία τοῦ Δικαστηρίου στίς 7 Σεπτεμβρίου 1981, ἡ ἀνώνυμος εταιρία γαλλικοί) δικαίου Roquette Frères ἐζήτησε ἀπό τό Δικαστήριο, δυνάμει τοῦ ἄρθρου 173, ἐδάφιο 2, τῆς συνθήκης, νά ἀκυρώσει τόν κανονισμό 1785/81 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 30ῆς 'Ιουνίου 1981, περί κοινής ὀργανώσεως ἀγορᾶς στον τομέα τῆς ζάχαρης (ΕΕ L 177, σ. 4).

2

Σύμφωνα μέ τό άρθρο του 1, εδάφιο 1, ὁ κανονισμός 1785/81 περί κοινής ὀργανώσεως ἀγορᾶς στόν τομέα τῆς ζάχαρης διέπει, μεταξύ άλλων προϊόντων, «τήν ἰσογλυκόζη», προϊόν υπαγόμενο στην δασμολογική κλάση 17.02 Δ Ι, καί τά «σιρόπια ἀρωματισμένα ἤ μετά προσθήκης χρωστικῶν οὐσιών», υπαγόμενα στήν δασμολογική κλάση 21.07 Ζ III. Ή προσφεύγουσα εἶναι μία ἀπό τίς κυριότερες επιχειρήσεις παραγωγής ἰσογλυκόζης τῆς Κοινότητος.

3

Μέ υπόμνημα ἀντικρούσεως τῆς 6ης Μαρτίου 1981, τό Συμβούλιο ἐζήτησε τήν ἀπόρριψη τῆς προσφυγής ὡς ἀπαραδέκτου. Κατά τό Συμβούλιο, ἡ προσφυγή ἀκυρώσεως δέν συγκεντρώνει τίς προϋποθέσεις τοῦ ἄρθρου 173, εδάφιο 2, τῆς συνθήκης καθ' ὅσον ἡ προσβαλλομένη πράξη δέν συνιστᾶ ἀπόφαση ἡ ὁποία ελήφθη ὑπό μορφή κανονισμοί) καί δέν άφορᾶ τήν προσφεύγουσα ούτε άμεσα ούτε ἀτομικά.

4

Ή προσφεύγουσα ισχυρίζεται ὅτι ἡ προσβαλλομένη πράξη συνιστά στην πραγματικότητα ἀπόφαση πού έλαβε τό Συμβούλιο έναντι τῶν επιχειρήσεων παραγωγής ἰσογλυκόζης εντός τῆς Κοινότητος, προκειμένου νά τίς υποβάλει σέ ἕνα σύστημα περιορισμοῦ τῆς παραγωγής μέ τήν θέσπιση ποσοστώσεων καί συνεισφορῶν. Οἱ επιχειρήσεις αυτές, πού ἀνέρχονται σέ εννέα γιά ὁλόκληρη τήν Κοινότητα, εἶναι γνωστές στό Συμβούλιο καί πλήρως εξατομικευμένες. Οἱ ποσοστώσεις παραγωγής πού ἐχορηγήθησαν κατά περιοχές ἀντιστοιχοῦν, στην πραγματικότητα, στίς ποσοστώσεις τῶν ἐπιχειρήσεων αυτών. Γιά τόν λόγο αυτόν ἡ προσφεύγουσα υποστηρίζει ὅτι, μολονότι εξεδόθη ὑπό μορφή κανονισμοί), ἡ ἀμφισβητουμενη πράξη την άφορα άμεσα καί ἀτομικά ως παραγωγό ἰσογλυκόζης καί ὅτι δύναται, κατά συνέπεια, νά ἀσκήσει κατά τῆς ἐν λόγω ἀποφάσεως προσφυγή ἀκυρώσεως, κατ' εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 173, εδάφιο 2.

5

Γιά νά δοθεί λύση μεταξύ τῶν δύο αυτών ἀντιτιθεμένων ἀπόψεων θά πρέπει, προκαταρκτικῶς, νά ὑπομνησθεῖ ἡ παγία νομολογία τοῦ Δικαστηρίου ὡς προς τά κριτήρια διακρίσεως μεταξύ κανονισμοῦ καί ἀποφάσεως, έστω καί ἄν αυτή εξεδόθη ὑπό μορφή κανονισμοί).

6

Δυνάμει τοῦ ἄρθρου 189, εδάφιο 2, τῆς συνθήκης, τό κριτήριο διακρίσεως μεταξύ κανονισμοί) καί ἀποφάσεως πρέπει νά ἀναζητηθεί στην γενική ἤ μή ἰσχύ τῆς σχετικής πράξεως. Προς τόν σκοπό αυτόν πρέπει νά εκτιμᾶται ἡ φύση τῆς προσβαλλομένης πράξεως καί, ειδικότερα, τά έννομα ἀποτελέσματα πού σκοπεί νά παραγάγει ἡ πράγματι παράγει.

7

Όπως επισημαίνει τό Δικαστήριο μέ τήν ἀπόφαση τῆς 26ης Φεβρουαρίου 1981 (F. Giuffrida καί G. Campogrande, 64/80, Συλλογή, σ. 693), ἡ κανονιστική φύση μιας πράξεως δέν θίγεται ἀπό τήν δυνατότητα προσδιορισμοί) μέ σχετική ακρίβεια τοῦ ἀριθμοῦ ἡ ἀκόμα καί τῆς ταυτότητος τῶν υποκειμένων δικαίου, στά ὁποῖα εφαρμόζεται σέ μία δεδομένη στιγμή, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ εφαρμογή αυτή χωρεί δυνάμει μιᾶς ἀντικειμενικής νομικής ἡ πραγματικής καταστάσεως πού ὁρίζεται ἀπό τήν πράξη, σέ σχέση μέ τους σκοπούς τῆς τελευταίας.

8

Μολονότι ἡ προσφυγή εμφανίζεται ὡς προσφυγή ἀκυρώσεως τοῦ κανονισμοί) 1785/61, ἡ εταιρία Roquette Frères υποστηρίζει μόνο ὅτι ἡ συνεισφορά ἐπί τῆς παραγωγής ἰσογλυκόζης επεβλήθη κατά παράβαση τῆς διαδικασίας πού ὁρίζει τό άρθρο 201 τῆς συνθήκης καί τῆς ἀποφάσεως 70/243 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 21ης 'Απριλίου 1970, περί ἀντικαταστάσεως τῶν χρηματικών συνεισφορῶν των κρατών μελών ἀπό ίδιους πόρους τῶν Κοινοτήτων (JO. L 94, σ. 19). Ἔτσι, ή διαφορά ἀναφέρεται μόνο στην συνεισφορά ἐπί τῆς παραγωγής ἰσογλυκόζης.

9

Τό άρθρο 28 τοῦ κανονισμοί) 1785/81 δέν ὁρίζει τό ποσό τῶν συνεισφορών πού ὀφείλει κάθε επιχείρηση παραγωγής ἰσογλυκόζης. Καί ούτε δύναται τό ποσό αὐτό νά συναχθεί ἀμέσως ἀπό τίς ἐν λόγω διατάξεις καί, ἐξ άλλου, τό ἴδιο τό άρθρο 28 ὁρίζει ὅτι τά εισπρακτέα ποσά τῶν συνεισφορών θεσπίζονται σύμφωνα μέ την προβλεπομένη στό άρθρο 41 διαδικασία, δηλαδή σύμφωνα μέ μία διαδικασία στην ὁποία παρεμβαίνουν ἡ Επιτροπή, ἡ επιτροπή διαχειρίσεως ζάχαρης καί, κατά περίπτωση, τό Συμβούλιο. Πράγματι, σύμφωνα μέ τίς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 28, τά ποσά τῶν συνεισφορῶν εξαρτῶνται ἀπό ἀντικειμενικά, ἀλλά πολύπλοκα καί μεταβλητά γιά κάθε περίοδο στοιχεία, τά όποια λαμβάνουν, ιδίως, ύπ᾽ ὄψη την παραγωγή ζάχαρης καί ἰσογλυκόζης εντός τῆς Κοινότητος, τίς επιβαρύνσεις κατά τήν εξαγωγή πού υφίσταται ἡ Κοινότης, τήν είσπραξη τῶν συνεισφορών ἐπί τῆς παραγωγής ζάχαρης καθώς καί ἐπί τῆς ἰσογλυκόζης.

10

Ἀπό αυτό ἕπεται ὅτι οἱ μόνες διατάξεις τοῦ προσβαλλόμενου κανονισμοί), τῶν ὁποίων ἡ προσφεύγουσα ἑταιρία ἀμφισβητεί τήν νομιμότητα, έχουν γενική εφαρμογή καί καθ' εαυτές στερούνται ἀτομικών καί ἀμεσων ἀποτελεσμάτων ὡς πρός τήν προσφεύγουσα.

11

Ἑπομένως, κατ᾽ εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 173, εδάφιο 2, τῆς συνθήκης, ἡ προσφυγή πρέπει νά ἀπορριφθεί ὡς ἀπαράδεκτη.

Ἐπί τῶν δικαστικών εξόδων

12

Κατά τό άρθρο 69, παράγραφος 2, τοῦ κανονισμοί) διαδικασίας ὁ ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στά έξοδα, ἐφ᾽ ὅσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Επειδή ή προσφεύγουσα ἡττήθη, πρέπει να καταδικασθεί στά δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων καί τῶν εξόδων στά όποια ὑπεβλήθη ἡ παρεμβαίνουσα.

 

Διά ταῦτα,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

κρίνει καί ἀποφασίζει:

 

1)

Ἀπορρίπτει τήν προσφυγή ὡς ἀπαράδεκτη.

 

2)

Καταδικάζει την προσφεύγουσα στά δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων καί τῶν εξόδων στά όποια υπεβλήθη ἡ παρεμβαίνουσα.

 

Due

Χλωρός

Grévisse

Ἐδημοσιεύθη σέ δημοσία συνεδρίαση στό Λουξεμβοῦργο στις 30 Σεπτεμβρίου 1982.

Ὁ γραμματεύς κ. ἀ. α.

J. Α. Pompe

Βοηθός γραμματεύς

Ό πρόεδρος τοῦ δευτέρου τμήματος

Ο. Due


( 1 ) Οἱ ἀναφερόμενοι ἀριθμοί τῶν δασμολογικών κλάσεων ἀντιστοιχοῦν σ᾽ εκείνους πού ὁρίζει ὁ κανονισμός 1786/81 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 19ης Μαΐου, ὁ ὁποῖος τροποποιεί τόν κανονισμό 950/68 περί κοινοῦ δασμολογίου κατόπιν τῆς θέσεως σέ ἰσχύ τοῦ κανονισμού 1785/81 (ΕΕ ἀριθ. L 177, σ. 32).

( 2 ) Κανονισμός 3041/81 τῆς Ἐπιτροπῆς τῆς 23ης 'Οκτωβρίου 1981, περί θεσπίσεως μεταβατικῶν μέτρων ὅσον άφορᾶ τήν μεταφορά τῶν ποσοστώσεων στόν τομέα τῆς ζάχαρης (ΕΕ L 303, σ. 10).

( 3 ) Βλέπε σελίδες 3218 έως 3220 τῆς παρούσης.

Επάνω