Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62008CJ0089

Περίληψη της αποφάσεως

Υπόθεση C-89/08 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Ιρλανδίας κ.λπ.

«Αίτηση αναιρέσεως — Κρατικές ενισχύσεις — Απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών — Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 — Άρθρο 1, στοιχείο β’, v — Πλημμελής αιτιολογία — Καθήκον του εθνικού δικαστή — Λόγος δημοσίας τάξεως που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον κοινοτικό δικαστή — Παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως — Περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως»

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot της 12ης Μαΐου 2009   I ‐ 11248

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 2ας Δεκεμβρίου 2009   I ‐ 11277

Περίληψη της αποφάσεως

  1. Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Παράβαση ουσιώδους τύπου – Αυτεπάγγελτη εξέταση από τον δικαστή

    (Άρθρο 230 ΕΚ)

  2. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως – Τήρησή της στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας

    (Κανονισμός Διαδικασίας Πρωτοδικείου, άρθρο 62)

  3. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Προϋφιστάμενες και νέες ενισχύσεις – Εξέλιξη της κοινής αγοράς

    (Άρθρο 253 ΕΚ)

  1.  Η παράλειψη αιτιολογήσεως ή η ανεπαρκής αιτιολογία αποτελεί παράβαση ουσιώδους τύπου, υπό την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, και συνιστά λόγο δημοσίας τάξεως τον οποίο ο κοινοτικός δικαστής μπορεί και μάλιστα πρέπει να λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως. Λαμβάνοντας αυτεπαγγέλτως υπόψη έναν τέτοιο λόγο, ο κοινοτικός δικαστής δεν εξέρχεται του πλαισίου της διαφοράς της οποίας επιλαμβάνεται ούτε παραβαίνει τους διαδικαστικούς κανόνες σχετικά με την υποχρέωση να περιλαμβάνονται το αντικείμενο της διαφοράς και οι ισχυρισμοί στο δικόγραφο της προσφυγής.

    (βλ. σκέψεις 34-35)

  2.  Η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως καταλέγεται στα δικαιώματα άμυνας. Έχει εφαρμογή σε κάθε διαδικασία που μπορεί να καταλήξει στην εκ μέρους κοινοτικού οργάνου έκδοση αποφάσεως η οποία θίγει σοβαρά τα συμφέροντα ενός προσώπου. Ο κοινοτικός δικαστής μεριμνά ώστε να εξασφαλίζεται, τόσο ενώπιόν του όσο και από τον ίδιο, η τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως.

    Η τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως πρέπει να εξασφαλίζεται υπέρ κάθε διαδίκου σε δίκη που διεξάγεται ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, ανεξαρτήτως της νομικής του ιδιότητας. Ως εκ τούτου, τα κοινοτικά όργανα μπορούν επίσης να επικαλούνται την αρχή αυτή όταν είναι διάδικοι σε τέτοια δίκη.

    Ο δικαστής πρέπει να τηρεί και ο ίδιος την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, ιδίως όταν επιλύει διαφορά στηριζόμενος σε λόγο τον οποίο έλαβε υπόψη αυτεπαγγέλτως.

    Η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, κατά γενικό κανόνα, δεν παρέχει μόνο σε κάθε διάδικο το δικαίωμα να λάβει γνώση των εγγράφων και των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν στον δικαστή από τον αντίδικό του και να αναπτύξει συναφώς τις δικές του παρατηρήσεις, ούτε απαγορεύει απλώς και μόνο στον κοινοτικό δικαστή να στηρίξει την απόφασή του σε πραγματικά περιστατικά και έγγραφα που δεν έχουν περιέλθει σε γνώση των διαδίκων, ή ενός εξ αυτών, και επί των οποίων, ως εκ τούτου, δεν μπόρεσαν να λάβουν θέση. Η αρχή αυτή συνεπάγεται επίσης, κατά γενικό κανόνα, το δικαίωμα των διαδίκων να λάβουν γνώση και να αναπτύξουν τις παρατηρήσεις τους επί των νομικών ισχυρισμών που ο δικαστής έλαβε αυτεπαγγέλτως υπόψη και στους οποίους προτίθεται να στηρίξει την απόφασή του.

    Η διακριτική ευχέρεια που έχει το Πρωτοδικείο όσον αφορά την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, δυνάμει του άρθρου 62 του Κανονισμού Διαδικασίας, πρέπει να ασκείται λαμβανομένης υπόψη της υποχρέωσης τηρήσεως της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως.

    Συνιστά προσβολή της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως η ακύρωση της επίδικης απόφασης της Επιτροπής με την έκδοση δικαστικής αποφάσεως που στηρίχθηκε σε λόγο σχετικό με παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ, ο οποίος ελήφθη αυτεπαγγέλτως υπόψη, χωρίς προηγουμένως να κληθούν οι διάδικοι, ούτε κατά τη γραπτή ή ούτε κατά την προφορική διαδικασία, να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του λόγου αυτού. Συγκεκριμένα, μολονότι η ελλιπής αιτιολογία αποτελεί βεβαίως τυπικό ελάττωμα που δεν μπορεί καταρχήν να θεραπευθεί, εντούτοις η εν λόγω πλημμέλεια διαπιστώνεται κατόπιν εκτιμήσεως, κατά την οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ορισμένος αριθμός στοιχείων. Η εκτίμηση αυτή μπορεί να αμφισβητηθεί, ιδίως όταν δεν αφορά την παντελή έλλειψη αιτιολογίας, αλλά την αιτιολογία επί συγκεκριμένου πραγματικού και νομικού ζητήματος.

    (βλ. σκέψεις 50-57, 59-61)

  3.  Κατά το άρθρο 1, στοιχείο β’, v, του κανονισμού 659/1999, για την εφαρμογή του άρθρου 88 ΕΚ, ως υφιστάμενη νοείται η ενίσχυση που δεν θεωρήθηκε ενίσχυση κατά τον χρόνο θέσεώς της σε ισχύ, αλλά απέκτησε την ιδιότητα αυτή εκ των υστέρων, λόγω της εξελίξεως της κοινής αγοράς και χωρίς να τροποποιηθεί από το κράτος μέλος. Η έννοια της εξελίξεως της κοινής αγοράς μπορεί να ερμηνευθεί ως μεταβολή του οικονομικού και νομικού πλαισίου στον τομέα τον οποίο αφορά το επίμαχο μέτρο και δεν καλύπτει, για παράδειγμα, την περίπτωση που η Επιτροπή μεταβάλλει την εκτίμησή της, στηριζόμενη αποκλειστικώς και μόνο στην αυστηρότερη εφαρμογή των κανόνων της Συνθήκης περί κρατικών ενισχύσεων. Γενικότερα, η έννοια της κρατικής ενισχύσεως, υφιστάμενης ή νέας, αφορά αντικειμενική κατάσταση. Η έννοια αυτή δεν μπορεί να εξαρτάται από τη συμπεριφορά ή τις δηλώσεις των θεσμικών οργάνων.

    Για τον λόγο αυτό, ναι μεν η υποχρέωση αιτιολογήσεως μιας κοινοτικής πράξεως πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως, πλην όμως δεν επιβάλλεται στην Επιτροπή η υποχρέωση να διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους είχε προβεί σε διαφορετική εκτίμηση του επίμαχου μέτρου στο πλαίσιο προγενέστερων αποφάσεών της.

    Συνεπώς, οι περιστάσεις ότι, αφενός, η Επιτροπή είχε εκτιμήσει, όταν το Συμβούλιο εξέδωσε τις αποφάσεις περί εγκρίσεως των απαλλαγών, ότι οι απαλλαγές αυτές δεν συνεπάγονταν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού ούτε παρεμπόδιζαν την άρτια λειτουργία της κοινής αγοράς και ότι, αφετέρου, οι αποφάσεις αυτές μπορούσαν να δημιουργήσουν την πεποίθηση ότι οι ίδιες απαλλαγές δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστούν ως κρατικές ενισχύσεις, δεν συνεπάγονται, κατ' αρχήν, υποχρέωση της Επιτροπής να αιτιολογήσει την επίδικη απόφασή της σχετικά με τη μη εφαρμογή του άρθρου 1, στοιχείο β’, v, του κανονισμού 659/1999.

    (βλ. σκέψεις 70-73, 75)

Επάνω