Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61983CJ0261

Sentencia del Tribunal de Justicia (Sala Primera) de 12 de julio de 1984.
Carmela Castelli contra Office national des pensions pour travailleurs salariés (ONPTS).
Petición de decisión prejudicial: Cour du travail de Liège - Bélgica.
Renta garantizada a los ancianos - Igualdad de trato.
Asunto 261/83.

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1984:280

Στην υπόθεση 261/83,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour du travail της Λιέγης προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Carmela Castelli

και

Office national des pensions pour travailleurs sauries (ONPTS)

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 1, 2, 3 και 4 του κανονισμού 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και στις οικογένειες τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73) και των άρθρων 7 και 10 του κανονισμού 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

συγκείμενο από τους Τ. Koopmans, πρόεδρο τμήματος, G. Bosco και R. Joliét, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Ρ. VerLoren van Themaat

γραμματέας: D. Louterman, υπάλληλος διοικήσεως

εκδίδει την ακόλουθη

ΑΠΟΦΑΣΗ

Περιστατικά

Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι παρατηρήσεις που κατατέθηκαν δυνάμει του άρθρου 20 του πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου των ΕΚ συνοψίζονται ως εξής:

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

Η Castelli, που γεννήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 1980, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, την Ιταλία, μετά το θάνατο του συζύγου της, προκειμένου να εγκατασταθεί στο Βέλγιο με τον υιό της ο οποίος εργάστηκε ως μισθωτός στη χώρα αυτή όπου και είναι ήδη συνταξιούχος.

Η Castelli, που λαμβάνει μερική σύνταξη επιζώντος χορηγούμενη βάσει των περιόδων ασφαλίσεως που είχε συμπληρώσει στην Ιταλία ως μισθωτός ο αποθανών σύζυγος της, διαμένει στο Βέλγιο από το Μάιο του 1957. Δεν απέκτησε ποτέ την ιδιότητα του μισθωτού στη χώρα αυτή.

Με απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 1978, το ONPTS τής αρνήθηκε το ευεργέτημα του εισοδήματος που εξασφαλίζεται στους ηλικιωμένους, το οποίο ρυθμίζεται από το νόμο της 1ης Απριλίου 1969 (Moniteur belge της 29. 4. 1969) για το λόγο ότι δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 1 του νόμου αυτού, δεδομένου ότι δεν είναι βελγίδα υπήκοος, ούτε υπήκοος χώρας με την οποία το Βέλγιο έχει συνάψει σύμβαση αμοιβαιότητας, ούτε άπατρις ή πρόσφυγας κατά την éwota του νόμου της 28ης Μαρτίου 1952 περί αστυνομίας αλλοδαπών και δεν λαμβάνει, στο Βέλγιο, σύνταξη αποχωρήσεως από την υπηρεσία ή επιζώντος.

Η Castelli προσέβαλε την απόφαση ενώπιον του Tribunal du travail της Λιέγης, επικαλούμενη, μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 1972 (υποθ. 1/72, Frilli, Recueil σ. 457) και της 16ης Δεκεμβρίου 1976 (υποθ. 63/76, Inzirilio, Recueil σ. 2057). Με απόφαση της 23ης Μαΐου 1980, το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της, κρίνοντας ότι ο νόμος της 1ης Απριλίου 1969 είναι νόμος κοινωνικής πρόνοιας που δεν εμπίπτει στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης τον οποίο καλύπτει η κανονιστική ρύθμιση ΕΟΚ παρά μόνο εφόσον αποτελεί το συμπλήρωμα πλεονεκτήματος που χορηγείται σε υπήκοο κράτους μέλους από τη βελγική κοινωνική ασφάλιση. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν λαμβάνει βελγική σύνταξη, δεν μπορεί να λάβει το συμπλήρωμα συντάξεως που αντιπροσωπεύει το εξασφαλιζόμενο στους ηλικιωμένους εισόδημα.

Η Castelli άσκησε έφεση ενώπιον του Cour du travail της Λιέγης επικαλούμενη ότι η έλλειψη σύμβασης αμοιβαιότητας είναι άνευ επιρροής όταν πρόκειται για υπήκοο της ΕΟΚ. Ζήτησε δε την εφαρμογή των κανονισμών 1408/71 και 1612/68 υπογραμμίζοντας ότι η έννοια της αμοιβαιότητας είναι συμφυής στους κοινοτικούς κανονισμούς οι οποίοι καθιερώνουν την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Επιστέγασμα της αρχής αυτής είναι η αρχή της αμοιβαιότητας.

Στις 4 Νοεμβρίου 1983, το Cour du travail της Λιέγης (έκτο τμήμα) αποφάσισε, κατ' εφαρμογή του άρθρου, 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, να αναβάλει την έκδοση οριστικής αποφάσεως και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

«α)

Λαμβανομένης υπόψη της αρχής της ίσης μεταχείρισης που θεσπίζουν οι κοινοτικοί κανονισμοί στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, η έλλειψη συμβάσεως αμοιβαιότητας μεταξύ δύο κρατών μελών της Κοινότητας μπορεί να εμποδίσει τη χορήγηση του εισοδήματος που εξασφαλίζεται στους ηλικιωμένους, στην περίπτωση που η αιτούσα, καίτοι δεν είχε ποτέ την ιδιότητα του μισθωτού εργαζομένου στο έδαφος του κράτους που διαμένει κατά το χρόνο υποβολής της αιτήσεως της, δικαιολογεί την ελάχιστη διάρκεια διαμονής που απαιτεί η νομοθεσία του κράτους αυτού για τη χορήγηση της αιτούμενης παροχής, είναι συντηρούμενο πρόσωπο του υιού της που εργάστηκε στο Βέλγιο, όπου συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα ή συνταξιοδοτείται, και λαμβάνει μερική σύνταξη από τη χώρα καταγωγής της, την Ιταλία, χώρα μέλος της ΕΟΚ, στο πλαίσιο του ιταλικού συστήματος συνταξιοδότησης μισθωτών;

6)

Λαμβανομένου υπόψη του ότι η εκκαλούσα λαμβάνει μερική σύνταξη στο πλαίσιο του ιταλικού συστήματος, η περίπτωση της μπορεί να εξομοιωθεί με την περίπτωση ενός προσώπου που λαμβάνει στο Βέλγιο βελγική μερική σύνταξη αποχωρήσεως ή επιζώντος, η οποία δικαιολογεί τη χορήγηση του συμπληρώματος που αντιπροσωπεύει το εισόδημα το οποίο εξασφαλίζεται στους ηλικιωμένους;

γ)

Η εκκαλούσα μπορεί να θεωρηθεί ως μέλος της οικογένειας του υιού της, διαδοχικά μισθωτού εργαζομένου, πρόωρα συνταξιοδοτηθέντος συνταξιούχου στο Βέλγιο κατά την έννοια των κοινοτικών κανονισμών, συγκεκριμένα των κανονισμών 1408/71 και 1612/68;»

Η απόφαση περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Νοεμβρίου 1983.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι Carmela Castelli, εκκαλούσα ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου, εκπροσωπούμενη από τον D. Rossini, αντιπρόσωπο της συνδικαλιστικής ένωσης, το ÓNPTS, εφεσίβλητο ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου, εκπροσωπούμενο από τον R. Masyn, γενικό διαχειριστή, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον J. Griesmar, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον F. Herbert, δικηγόρο Βρυξελλών, η κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από τον Ο. Fiumara, avvocato dello Stato, και η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την Γ. Δαγτόγλου, του Treasury Solicitor's Department.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

Εξάλλου, με Διάταξη της 11ης Απριλίου 1984, το Δικαστήριο αποφάσισε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 95, παράγραφοι 1 και 2, τόυ κανονισμού διαδικασίας, να αναθέσει την υπόθεση στο πρώτο τμήμα.

II — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν δυνάμει του άρθρου 20 του πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ

Με το υπόμνημα της, η Carmela Castelli παρατηρεί ότι η ιταλική σύνταξη επιζώντος που λαμβάνει ανέρχεται σε 9650 βελγικά φράγκα μηνιαίως, ενώ το μηνιαίο εισόδημα που εξασφαλίζει στους ηλικιωμένους ο βελγικός νόμος της 1ης Απριλίου 1969 ανέρχεται σε 11297 βελγικά φράγκα. Η Castelli φρονεί ότι δικαιούται τη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ποσών, υπογραμμίζοντας ότι δεν μπορεί να λάβει την ιταλική «κοινωνική σύνταξη», η οποία αντιστοιχεί καταρχήν στο εξασφαλιζόμενο βελγικό εισόδημα, διότι η σύνταξη επιζώντος που λαμβάνει στην Ιταλία είναι υψηλότερη της εν λόγω κοινωνικής σύνταξης.

Η Castelli στηρίζει το αίτημα της για το βελγικό εξασφαλιζόμενο εισόδημα στο άρθρο 2, παράγραφος 1, και στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, όπως έχει ερμηνεύσει τα κείμενα αυτά το Δικαστήριο. Επικαλούμενη το άρθρο 2, παράγραφος 1, το οποίο ορίζει ότι: «ο παρών κανονισμός ισχύει για εργαζομένους που υπάγονται ή υπήχθησαν στη νομοθεσία ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη και είναι υπήκοοι ενός από τα κράτη μέλη ... καθώς και για τα μέλη της οικογενείας τους και για τους επιζώντες τους», παρατηρεί ότι το άρθρο 1, στ) του εν λόγω κανονισμού παραπέμπει, για τον ορισμό του όρου «μέλος της οικογενείας», στην αρμόδια εθνική νομοθεσία, Όμως, στο Βέλγιο, η χορήγηση του εισοδήματος που εξασφαλίζεται στους ηλικιωμένους δεν εξαρτάται από την ιδιότητα του εργαζομένου ή του μέλους της οικογένειας εργαζομένου αλλά αποκλειστικά από «προσωπικό δικαίωμα» που χορηγείται σε άτομα τα οποία ανταποκρίνονται σε προϋποθέσεις ως προς την ηλικία, τη διαμονή και τους πόρους.

Η Castelli θεωρεί ότι η προϋπόθεση της αμοιβαιότητας που θέτει ο βελγικός νόμος της 1ης Απριλίου 1969, για τη χορήγηση στους ηλικιωμένους αλλοδαπής υπηκοότητας του εισοδήματος που εξασφαλίζεται στο Βέλγιο, δεν ισχύει για τους υπηκόους των κρατών μελών της ΕΟΚ. Η προϋπόθεση αυτή δεν συμβιβάζεται προς «τον κανόνα της ίσης μεταχείρισης που αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου» (19η σκέψη της προαναφερθείσας απόφασης Frilli). Κατά τη γνώμη της, η έννοια της αμοιβαιότητας είναι συμφυής στους κοινοτικούς κανονισμούς, η δε ίση μεταχείριση των πολιτών της ίδιας Κοινότητας δεν εξαρτάται από συμφωνίες περί αμοιβαιότητας μεταξύ των κρατών που έχουν υπογράψει τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της εν λόγω Κοινότητας. Κατά συνέπεια, η Castelli συμπεραίνει ότι δικαιούται του εισοδήματος που εξασφαλίζεται στους ηλικιωμένους ακριβώς όπως και οι βέλγοι υπήκοοι, έστω και αν δεν έχει ποτέ εργαστεί στο Βέλγιο ούτε έχει αποκτήσει δικαίωμα για βελγική προσωπική σύνταξη.

Εμμένοντας πάντα στο χαρακτηρισμό του εισοδήματος που εξασφαλίζεται στους ηλικιωμένους ως προσωπικού δικαιώματος, δηλαδή δικαιώματος το οποίο εξαρτάται από τις προσωπικές ιδιότητες, η Castelli εξετάζει τη περίπτωση κατά την οποία το εν λόγω δικαίωμα εξαρτάται από την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας στο Βέλγιο. Στην περίπτωση αυτή αναγνωρίζει ότι δεν έχει ευθέως το δικαίωμα αυτό. Το έχει όμως εμμέσως ως μητέρα εργαζομένου ο οποίος εργάστηκε επί πολλά έτη στο Βέλγιο όπου και απέκτησε δικαίωμα συντάξεως. Επικαλούμενη την απόφαση Kermaschek της 23ης Νοεμβρίου 1976 (υπόθεση 40/76, Recueil 1976, σ. 1669), διεκδικεί παράγωγο δικαίωμα υπό την ιδιότητα της ως μέλους της οικογένειας εργαζομένου.

Επικουρικώς, η Castelli παρατηρεί ότι αν το εισόδημα που εξασφαλίζεται στους ηλικιωμένους δεν μπορεί στην περίπωσή της να θεωρηθεί ως πλεονέκτημα κοινωνικής ασφαλίσεως, λόγω του ότι δεν εργάστηκε ποτέ στο Βέλγιο, πρέπει να χαρακτηριστεί ως κοινωνικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68. Στην περίπτωση αυτή η Castelli δικαιούται του πλεονεκτήματος αυτού δυνάμει του άρθρου 10 του εν λόγω κανονισμού που αναφέρει μεταξύ των μελών της οικογένειας του διακινούμενου εργαζομένου τους ανιόντες που διαμένουν μαζί του. Εξάλλου, αυτό είναι το πνεύμα και της προαναφερθείσας απόφασης Inzirillo η οποία αναφέρει ότι «προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση μεταχείριση που επιδιώκει ο κανονισμός 1612/68, το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 2, πρέπει να οροθετείται κατά τρόπο ώστε να περιλαμβάνει όλα τα φορολογικά και κοινωνικά πλεονεκτήματα είτε συνδέονται με σύμβαση εργασίας είτε όχι».

Τέλος, η Castelli προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Cour du travail της Λιέγης, ως εξής:

«Λαμβανομένης υπόψη της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως που θέτουν οι κοινοτικοί κανονισμοί στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, η χορήγηση παροχής όπως το “εισόδημα που εξασφαλίζεται” στους ηλικιωμένους, που χορηγείται δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους δεν εξαρτάται από την ύπαρξη συμβάσεως περί αμοιβαιότητας μεταξύ δύο κρατών μελών.

Εφόσον πληρούνται όλες οι άλλες εκ του νόμου προϋποθέσεις, η παροχή αυτή δεν μπορεί να μη χορηγείται στους υπηκόους άλλου κράτους μέλους οι οποίοι, καίτοι δεν εργάστηκαν ποτέ ως μισθωτοί στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους, διαμένουν κανονικά στο κράτος αυτό και είναι μέλη της οικογένειας διακινούμενου εργαζομένου.»

Το ONPTS συγκεντρώνει την προσοχή του κατά πρώτον στο δεύτερο από τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Cour du travail της Λιέγης. Προς τούτο, αναφέρεται στην ανάλυση που περιέχεται στη σκέψη 4 της προαναφερθείσας απόφασης Fruii. 'Ετσι, το θέμα του ενδεχόμενου χαρακτηρισμού του εισοδήματος που εξασφαλίζεται σε σχέση με τον όρο «κοινωνικά πλεονεκτήματα» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 δεν εξετάζεται παρά μόνο στην περίπτωση όπου είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται για παροχή κοινωνικής ασφάλισης κατά την έννοια του κανονισμού 3 (όπως τροποποιήθηκε εν τω μεταξύ με τον κανονισμό 1408/71).

Το ONPTS φρονεί ότι με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο επιφυλάσσει το ευεργέτημα του εισοδήματος που εξασφαλίζεται στα πρόσωπα τα οποία λαμβάνουν σύνταξη αφορώσα περίοδο δραστηριότητας που έχει ασκηθεί στο κράτος μέλος το οποίο αναγνωρίζει δικαίωμα συντάξεως. Δεδομένου ότι η Castelli δεν είχε ποτέ η ίδια την ιδιότητα του μισθωτού στο Βέλγιο, δεν μπορεί να υπαχθεί στις ευεργετικές διατάξεις του κανονισμού 1408/71 τον οποίο επικαλείται αιτούμενη το εισόδημα που εξασφαλίζει ο βελγικός νόμος στους ηλικιωμένους.

Με πολυάριθμες παραπομπές στη σχετική βελγική νομολογία και διοικητική πρακτική, το ONPTS αποδεικνύει ότι τ\ερμηνεία που δίνει στην απόφαση Frilli έχει επικρατήσει τόσο στη νομολογία όσο και στη διοικητική πρακτική και έχει καταλήξει σε μια σταθερή από νομικής πλευράς κατάσταση όσον αφορά τη χορήγηση του εισοδήματος που εξασφαλίζει ο βελγικός νόμος της 1ης Απριλίου 1969 στους ηλικιωμένους οι οποίοι λαμβάνουν βελγική σύνταξη. Επιπλέον, την ερμηνεία αυτή επιρρωνύει το άρθρο 122 του βελγικού νόμου της 8ης Αυγούστου 1980 περί προτάσεων που αφορούν τον προϋπολογισμό 1979-1980 το οποίο αντικατέστησε το άρθρο 1, παράγραφος 2, εδάφιο 1, του νόμου της 1ης Απριλίου 1969 με την ακόλουθη διάταξη: «ο δικαιούχος πρέπει να είνει είτε Βέλγος, άπατρις ή αναγνωρισμένος πρόσφυγας κατά την έννοια του νόμου της 21ης Μαρτίου 1952 περί αστυνομίας αλλοδαπών, είτε υπήκοος χώρας με την οποία το Βέλγιο έχει συνάψει σύμβαση αμοιβαιότητας στον τομέα αυτό ή έχει αναγνωρίσει την ύπαρξη αμοιβαιότητας εκ των πραγμάτων, είτε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο αλλοδαπής υπηκοότητας υπό τον όρο ότι έχει, στο Βέλγιο, δικαίωμα για σύνταξη αποχωρήσεως από την υπηρεσία ή επιζώντος, μισθωτού».

Από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου αυτού προκύπτει σαφώς ότι η τροποποίηση που επέφερε το άρθρο 1, παράγραφος 2, εδάφιο 1, του νόμου της 1ης Απριλίου 1969 είχε ως σκοπό να προσαρμόσει τη βελγική νομοθεσία προς το ακριβές περιεχόμενο της αποφάσεως Frilli.

Κατά συνέπεια, το ONPTS προτείνει να δοθεί, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Cour du travail της Λιέγης, η ακόλουθη απάντηση:

«Βάσει του άρθρου 122 του νόμου της 8ης Αυγούστου 1980, με το οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 1, παράγραφος 2, εδάφιο 1, του νόμου της 1ης Απριλίου 1969 που θεσπίζει ένα εξασφαλισμένο εισόδημα στους ηλικιωμένους σύμφωνα με την απόφαση Frilli του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, μια μερική σύνταξη στο πλαίσιο του ιταλικού συνταξιοδοτικού συστήματος δεν μπορεί να εξομοιωθεί με μερική σύνταξη αποχωρήσεως ή επιζώντος, στο πλαίσιο του βελγικού συστήματος, η οποία δικαιολογεί τη χορήγηση του συμπληρώματος το οποίο αντιπροσωπεύει το εισόδημα που εξασφαλίζεται στους ηλικιωμένους».

Ως προς τα προδικαστικά ερωτήματα α) και γ), το ONPTS προβαίνει σε λεπτομερή ανάλυση των αποφάσεων Michel S. της 11ης Απριλίου 1973, Recueil σ. 457, Σνξνγοι F. της 17ης Ιουνίου 1975, Recueil σ. 679, και Inzirillo, ανωτέρω, καθώς και των προτάσεων των γενικών εισαγγελέων οι οποίες προηγήθηκαν των εν λόγω αποφάσεων και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μέχρι στιγμής το Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί παρά επί ειδικών περιπτώσεων μειονεκτούντων τέκνων μισθωτών. Άρα δεν μπορεί να υποστηριχτεί βασίμως ότι το δικαίωμα εγκαταστάσεως της μητέρας μισθωτού σε ένα κράτος μέλος συνεπάγεται την υποχρέωση του κράτους αυτού να εξασφαλίσει ένα ορισμένο μηνιαίο εισόδημα, το αντίθετο δε θα προκαλούσε καταχρήσεις και ως εκ τούτου στρέβλωση του πνεύματος των κανονισμών 1408/71 και 1612/68. Από το πνεύμα των κανονισμών αυτών προκύπτει ότι τα μέλη της οικογένειας απολαύουν αποκλειστικώς δικαιωμάτων που πηγάζουν από την απασχόληση ενός εργαζομένου, υπηκόου άλλου κράτους μέλους. Όμως, το εισόδημα που εξασφαλίζεται αποτελεί πλεονέκτημα καθαρά προσωπικό, λόγω του ότι δεν υπάρχει καμιά σχέση μεταξύ της χορηγήσεως του πλεονεκτήματος αυτού και της ιδιότητας του μέλους της οικογένειας εργαζομένου. Το αν υπάρχουν ή όχι τέκνα δεν έχει εξάλλου καμιά επιρροή.

Το ONPTS καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Castelli δεν μπορεί να επικαλεστεί την ιδιότητα του πρόωρα συνταξιοδοτηθέντος ή συνταξιούχου του βελγικού δημοσίου που έχει ο υιός της προκειμένου να διεκδικήσει το εισόδημα που εξασφαλίζεται. Αυτό είναι τόσο περισσότερο ακριβές καθόσον η Castelli δεν απέδειξε καν ότι συντηρείται από τον υιό της και ως εκ τούτου δεν συγκεντρώνει την προϋπόθεση του άρθρου 10 του κανονισμού 1612/68.

Κατά συνέπεια, το ONPTS φρονεί ότι στα προδικαστικά ερωτήματα α) και γ) που υπέβαλε το Cour du travail της Λιέγης πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

«Δεδομένου ότι η χορήγηση του εισοδήματος που εξασφαλίζεται αποτελεί καθαρά προσωπικό πλεονέκτημα, ο αιτούμενος το πλεονέκτημα αυτό πρέπει να συγκεντρώνει ο ίδιος τις προϋποθέσεις που προβλέπει η νομοθεσία η οποία θεσπίζει το εν λόγω πλεονέκτημα.

Επομένως η έννοια του μέλους της οικογένειας όπως ορίζεται στους κανονισμούς 1408/71 και 1612/68 δεν έχει επιρροή για τη χορήγηση του πλεονεκτήματος αυτού. Ακόμη και στην αντίθετη περίπτωση, ο αιτών θα πρέπει να αποδείξει ότι αποτελεί συντηρούμενο πρόσωπο υπηκόου άλλου κράτους μέλους, όπως προβλέπει το άρθρο 10 του κανονισμού 1612/68.»

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με τις παρατηρήσεις της, λαμβάνει ως αφετηρία τη σκέψη ότι η υπό κρίση υπόθεση αφορά κυρίως το θέμα της ενδεχόμενης επέκτασης της αποφάσεως Frilli, ανωτέρω, ως προς τη διάκριση μεταξύ παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως, στις οποίες αναφέρεται ο κανονισμός 1408/71 και παροχών κοινωνικής πρόνοιας που δεν εμπίπτουν στον κανονισμό αυτό. Παρατηρεί ότι εν προκειμένω, αντίθετα με την Frilli, η Castelli δεν λαμβάνει καμιά παροχή κοινωνικής ασφάλισης από βελγικούς φορείς, δεν εργάστηκε ποτέ στο Βέλγιο, λαμβάνει παροχή κοινωνικής ασφάλισης από ιταλικό φορέα και συντηρείται από τον υιό της, ο οποίος λαμβάνει σύνταξη στο Βέλγιο, υπό τη στέγη του οποίου και διαμένει.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, με την απόφαση Frilli, το Δικαστήριο έκρινε ότι: «Το εξασφαλιζόμενο εισόδημα που χορηγείται από μια γενική νομοθεσία ενός κράτους μέλους, δυνάμει της οποίας οι ηλικιωμένοι που διαμένουν στο κράτος αυτό έχουν δικαίωμα ελάχιστης σύνταξης, πρέπει να θεωρείται, όσον αφορά τους μισθωτούς και τους εξομοιούμενους με μισθωτούς κατά την έννοια του κανονισμού 3 (κανονισμός 1408/71) οι οποίοι έχουν δικαίωμα συντάξεως στο ίδιο κράτος, ως παροχή γήρατος κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, γ), του εν λόγω κανονισμού (άρθρο 4, παράγραφος 1, γ), του κανονισμού 1408/71)». Κατά την Επιτροπή, το πρόβλημα περιορίζεται στο αν η απάντηση αυτή που έδωσε το Δικαστήριο σε ένα από τα προδικαστικά ερωτήματα που είχαν υποβληθεί στην υπόθεση Frilli είναι περιοριστική, αν δηλαδή η απάντηση αυτή περιέχει τη μόνη περίπτωση κατά την οποία το πλεονέκτημα του εισοδήματος που εξασφαλίζεται στους ηλικιωμένους πρέπει να θεωρείται ως παροχή κοινωνικής ασφάλισης. Πράγματι, η Castelli η οποία δεν έχει δικαίωμα συντάξεως στο Βέλγιο, δεν εμπίπτει στο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, όπως οροθετείται στην απόφαση Frilli.

Επομένως, η Επιτροπή ερμηνεύει τα ερωτήματα που υπέβαλε το Cour du travail της Λιέγης, κατά την έννοια ότι ερωτάται αν πληρούται το κριτήριο της ουσιαστικής σχέσεως είτε λόγω του ότι η Castelli λαμβάνει σύνταξη στην Ιταλία είτε λόγω του ότι ο υιός της λαμβάνει σύνταξη στο Βέλγιο.

Κατά την Επιτροπή, οι αρχές που τέθηκαν με την απόφαση Frilli και με τη μεταγενέστερη νομολογία δεν μπορούν να επεκταθούν στην περίπτωση όπου ο εργαζόμενος λαμβάνει σύνταξη σε άλλο κράτος μέλος και όχι σε εκείνο βάσει της νομοθεσίας του οποίου ζητείται το εισόδημα που εξασφαλίζεται. Σχετικώς, η Επιτροπή υπογραμμίζει τη ρητή μνεία, στο διατακτικό της αποφάσεως Frilli, του δικαιώματος συντάξεως οτο ίδιο κράτος μέλος 6άσει προηγούμενης επαγγελματικής δραστηριότητας. Η αρχή αυτή επιρρωνύεται εξάλλου με τις αποφάσεις Callemeijn της 22ας Μαΐου 1974, υπόθεση 187/73, Recueil σ. 553, Biason, της 9ης Οκτωβρίου 1974, υπόθεση 24/74, Recueil σ. 999, Costa της 13ης Νοεμβρίου 1974, υπόθεση 39/74, Recueil σ. 1251, και Piscitello της 5ης Μαίου 1983, υποθ. 139/82, που δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στη Συλλογή. Η Επιτροπή συμφωνεί πλήρως με τη σκέψη 12 της τελευταίας αυτής απόφασης, όπου αναφέρεται: «Αν ληφθεί υπόψη ο ευρύς ορισμός του κύκλου των δικαιούχων οι νομοθετικές αυτές ρυθμίσεις (που προβλέπουν δηλαδή την εξασφάλιση εισοδήματος στους ηλικιωμένους) επιτελούν, στην πραγματικότητα, διπλή λειτουργία, δηλαδή αφενός μεν εξασφαλίζουν ένα κατώτατο όριο μέσων διαβιώσεως για τα πρόσωπα που δεν καλύπτονται καθόλου από το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, αφετέρου δε εξασφαλίζουν ένα συμπλήρωμα των εισοδημάτων των δικαιούχων ανεπαρκών παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως».

Η Επιτροπή συνάγει το συμπέρασμα ότι αν θεωρηθεί ότι η χορήγηση ιταλικής σύνταξης γεννά, στο Βέλγιο, δικαίωμα για το εισόδημα που εξασφαλίζεται στους ηλικιωμένους, προσδίδοντας έτσι στην εν λόγω παροχή το χαρακτήρα παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως κατά την έννοια του κανονισμού 1408/71, αυτό σημαίνει ότι κατά την ερμηνεία του άρθρου 42 του κανονισμού αυτού, δημιουργείται δικαίωμα κοινωνικής ασφαλίσεως σε κράτος μέλος όπου ο ενδιαφερόμενος δεν έχει ποτέ εργαστεί και επομένως δεν είναι ασφαλισμένος. Επομένως, ο κανονισμός 1408/71 δεν περιορίζεται στο συντονισμό που προβλέπει το άρθρο 51 της Συνθήκης ΕΟΚ αλλά ρυθμίζει την ίδια τη γέννηση του δικαιώματος κοινωνικής ασφαλίσεως.

Ως προς το ζήτημα κατά πόσο το μέλος της οικογένειας εργαζομένου κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 μπορεί να λάβει το εισόδημα που εξασφαλίζεται ως παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως, η Επιτροπή φρονεί ότι λόγω του συμπληρωματικού χαρακτήρα του εισοδήματος αυτού ως προς τις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως που προβλέπει το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού, θα πρέπει να πρόκειται για ένα και το αυτό πρόσωπο. Αν ληφθούν υπόψη οι ρητές διατάξεις των άρθρων 2, παράγραφος 1, και 1, στ), του κανονισμού 1408/71, δεν είναι δυνατόν να υπαχθεί στο κανονισμό αυτό το βελγικό εισόδημα που εξασφαλίζεται στους ηλικιωμένους, μέσω της ενδεχόμενης ιδιότητας της Castelli ως μέλους της οικογένειας εργαζομένου.

Εξάλλου, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι η κατάσταση της Castelli διέπεται από το άρθρο 10 του κανονισμού 1612/68 σύμφωνα με το οποίο «ανεξαρτήτως της ιθαγενείας των, έχουν δικαίωμα εγκαταστάσεως μετά του εργαζομένου υπηκόου ενός κράτους μέλους που απασχολείται στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους ... 6) οι ανιόντες του εργαζομένου αυτού και του συζύγου του, τους οποίους αυτός συντηρεί».

Κατά τη γνώμη της Επιτροπής, αν γίνει δεκτό ότι έχει εφαρμογή ο κανονισμός 1612/68 δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το εισόδημα που εξασφαλίζεται στους ηλικιωμένους, στο Βέλγιο, αποτελεί κοινωνικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού. Στην περίπτωση αυτή, η χορήγηση του πλεονεκτήματος αυτού διέπεται από την αρχή της ίσης μεταχείρισης κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1, του άρθρου 7. Η Επιτροπή επικαλείται σχετικά τις αποφάσεις Cristini της 30ής Σεπτεμβρίου 1975, υπόθεση 32/75, Recueil σ. 1085, Inzirillo, προαναφερθείσα, και Reina της 14ης Ιανουαρίου 1982, υποθ. 65/81, Συλλογή σ. 33. Κατά την Επιτροπή, δεν μπορεί να υποστηριχτεί ότι το άρθρο 7 του κανονισμού 1612/68 αναφέρεται αποκλειστικά στην ίση μεταχείριση μόνο ως προς τον εργαζόμενο. Οι αποφάσεις Cristini και Inzirìllo επιβεβαιώνουν πράγματι ότι η ίση μεταχείριση στην οποία αναφέρεται το άρθρο 7 του κανονισμού 1612/68 απαγορεύει και τις διακρίσεις ως προς τα μέλη της οικογένειας του εργαζομένου, στα οποία αναφέρεται το άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού.

Επομένως η εξάρτηση της χορήγησης ορισμένων κοινωνικών πλεονεκτημάτων στα μέλη της οικογένειας του διακινούμενου εργαζομένου από προϋποθέσεις διαφορετικές εκείνων από τις οποίες εξαρτάται η χορήγηση του ίδιου κοινωνικού πλεονεκτήματος στα μέλη της οικογένειας των ημεδαπών εργαζομένων αντιβαίνει στο σκοπό και στο πνεύμα της κοινοτικής κανονιστικής ρύθμισης περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το εισόδημα που εξασφαλίζεται από ένα κράτος μέλος σε ηλικιωμένους οι οποίοι διαμένουν στο έδαφος του δεν εξαρτάται, όσον αφορά το μέλος της οικογένειας διακινούμενου εργαζομένου κατά την έννοια του άρθρου 10 του κανονισμού 1612/68, από την ύπαρξη συμβάσεως περί αμοιβαιότητας με το κράτος μέλος, υπήκοος του οποίου είναι το μέλος της οικογένειας.

Τέλος η Επιτροπή προτείνει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στα ερωτήματα που υπέβαλε το Cour du travail της Λιέγης:

«1.

Το άρθρο 4 του κανονισμού 1408/71 έχει την έννοια ότι μια νομοθεσία που εξασφαλίζει ορισμένο εισόδημα στους ηλικιωμένους οι οποίοι διαμένουν στο συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 παρά μόνο αν, προσδίδοντας στους δικαιούχους μια συγκεκριμένη νομική κατάσταση, πέρα από κάθε ατομική και κατά διακριτική ευχέρεια εκτίμηση των αναγκών ή της προσωπικής τους κατάστασης, μπορεί να εξασφαλίσει στα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 ένα συμπλήρωμα παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως την οποία λαμβάνουν στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

2.

Σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού 1612/68, οι ανιόντες του εργαζομένου και του συζύγου του τους οποίους συντηρεί ο εργαζόμενος θεωρούνται ως μέλη της οικογένειας του και έχουν επομένως το δικαίωμα να εγκατασταθούν μαζί του.

3.

Το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 έχει την έννοια ότι η χορήγηση στα μέλη της οικογένειας του εργαζομένου, στα οποία αναφέρεται το άρθρο 10 του κανονισμού 1612/68, ενός κοινωνικού πλεονεκτήματος όπως το εισόδημα που εξασφαλίζεται στους ηλικιωμένους, το οποίο προβλέπει η νομοθεσία ενός κράτους μέλους δεν μπορεί να εξαρτηθεί από προϋποθέσεις διαφορετικές εκείνων που διέπουν τη χορήγηση του ίδιου πλεονεκτήματος στα μέλη της οικογένειας του ημεδαπού εργαζομένου.»

Η κνοερνηοη της Ιταλικής Δημοκρατίας παρατηρεί, με το υπόμνημα που κατέθεσε στο Δικαστήριο, ότι ο παραπέμπων δικαστής έκρινε ότι τα πραγματικά περιστατικά της προαναφερθείσας υπόθεσης Frilli διαφέρουν εκείνων της από κρίση ενώπιον του υποθέσεως Στην απόφαση Prilli επρόκειτο για πρόσωπο που ελάμβανε παροχή γήρατος στο πλαίσιο του βελγικού συστήματος, ενώ στην παρούσα υπόθεση πρόκειται για πρόσωπο που λαμβάνει σύνταξη υπό το σύστημα άλλου κράτους μέλους. Κατά την ιταλική κυβέρνηση, η διαφορά αυτή υπάρχει πράγματι, πλην όμως δεν ασκεί επιρροή διότι η Castelli δικαιούται ποσοστού συντάξεως επιζώντος δυνάμει του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως ενός κράτους μέλους. Η ιταλική κυβέρνηση ισχυρίζεται, όσον αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, ότι, όπως ακριβώς δεν είναι δυνατό να τεθεί όρος ως προς την εθνικότητα του ενδιαφερομένου ούτε ως προς την αμοιβαιότητα μεταξύ κρατών μελών χωρίς να παραβιαστεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης, κατά τον ίδιο τρόπο δεν είναι δυνατόν να τεθεί όρος ως προς την εθνικότητα της παροχής γήρατος χωρίς να παραβιαστεί η ίδια αρχή.

Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα που υπέβαλε το παραπέμπον δικαστήριο, είναι φανερό ότι κατά την καταβολή του εισοδήματος που εξασφαλίζεται στους ηλικιωμένους από τη βελγική νομοθεσία, πρέπει να ληφθεί υπόψη το αν χορηγούνται παροχές κοινωνικής ασφάλισης ή κοινωνικής πρόνοιας σε άλλο κράτος μέλος εφόσον οι παροχές αυτές λαμβάνονται υπόψη στο Βέλγιο.

Όσον αφορά το τρίτο ερώτημα, κατά τη γνώμη της ιταλικής κυβερνήσεως, από την προαναφερθείσα απόφαση Inzirillo προκύπτει ότι όπως ακριβώς ο κατιών που συντηρείται από το διακινούμενο εργαζόμενο, έτσι και ο ανιών ο οποίος διαμένει στο Βέλγιο υπό τη στέγη του υιού του, από τον οποίο και εξαρτάται έχει, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, 6), του κανονισμού 1612/68, το δικαίωμα να εγκατασταθεί μαζί του. Κατ' αυτόν τον τρόπο έχει επίσης δικαίωμα παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως.

Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου παρατηρεί ότι το δεύτερο ερώτημα που υπέβαλε το Δικαστήριο, δηλαδή το αν η περίπτωση της Castelli μπορεί να αντιμετωπιστεί κατά τον ίδιο τρόπο, όπως και η περίπτωση ενός προσώπου το οποίο λαμβάνει στο Βέλγιο μέρος βελγικής συντάξεως αποχωρήσεως ή επιζώντος, αποτελεί το κρίσιμο ζήτημα. Πράγματι, αν η απάντηση είναι καταφατική, οι απαντήσεις στα άλλα ερωτήματα δεν είναι απόλυτα αναγκαίες για να μπορέσει να αποφανθεί το παραπέμπον δικαστήριο. Κατά τη γνώμη της βρετανικής κυβερνήσεως, πρέπει καταρχάς να διευκρινιστεί βάσει ποιου κανονισμού η Castelli μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Αν λαμβάνει την ιταλική της σύνταξη ως επιζώσα μισθωτού ή ανεξάρτητου εργαζομένου, η αρχή της ίσης μεταχείρισης απορρέει από το άρθρο 3 του κανονισμού 1408/71. Αν, αντιθέτως, δεν λαμβάνει τη σύνταξη αυτή υπ' αυτήν την ιδιότητα, η αρχή της ίσης μεταχείρισης πρέπει να εξεταστεί υπό το φως του κανονισμού 1612/68, το άρθρο 10, παράγραφος 1, 6), του οποίου δίνει στους ανιόντες μέλη της οικογένειας του διακινούμενου εργαζομένου το δικαίωμα να εγκαθίστανται μαζί του.

Η βρετανική κυβέρνηση υπογραμμίζει στη συνέχεια ότι ακόμη και αν η αρχή της ίσης μεταχείρισης έχει εφαρμογή σύμφωνα με τον κανονισμό 1408/71, δεν είναι αναγκαίο να θεωρηθεί ότι μια σύνταξη που καταβάλλεται σε ένα κράτος μέλος έχει ως αποτέλεσμα, σε άλλο κράτος μέλος, να προσδίδει σε μια παροχή, όπως το βελγικό εισόδημα που εξασφαλίζεται στους ηλικιωμένους, το χαρακτήρα παροχής κοινωνικής ασφάλισης που προστίθεται σε άλλη, ανεπαρκή παροχή κοινωνικής ασφάλισης. Διαφορετικά, πάντα κατά την άποψη της βρετανικής κυβέρνησης, υπάρχει ο κίνδυνος εξαγωγής του βελγικού εισοδήματος που εξασφαλίζεται στους ηλικιωμένους κατόπιν του συνδυασμού των ανωτέρω αποφάσεων Biason και Piscitello.

Στο σημείο αυτό, η βρετανική κυβέρνηση αναφέρει το παράδειγμα ενός προσώπου που εργάστηκε ως μισθωτός μόνο σε ένα κράτος μέλος. Από το κράτος αυτό λαμβάνει σύνταξη αποχωρήσεως η οποία χορηγείται σύμφωνα με μια νομοθεσία που εμπίπτει στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71. Οι πόροι του προσώπου αυτού είναι τέτοιοι ώστε δικαιούται το ελάχιστο εισόδημα που εξασφαλίζεται στους ηλικιωμένους. Σύμφωνα με την προαναφερθείσα απόφαση Prilli, η σύνταξη αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως παροχή κοινωνικής ασφάλισης που εμπίπτει στο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71.

Το εν λόγω πρόσωπο μεταφέρει στη συνέχεια τη διαμονή του σε ένα δεύτερο κράτος μέλος, βάσει δε των προαναφερθεισών αποφάσεων Biason και Piscitello μπορεί να συνεχίσει να λαμβάνει τις δύο παροχές στο νέο κράτος διαμονής. Αν υποτεθεί ότι το ελάχιστο όριο διαβιώσεως στο δεύτερο κράτος μέλος είναι υψηλότερο από το άθροισμα των παροχών που λαμβάνει ήδη το εν λόγω πρόσωπο και ότι οι πόροι του είναι τέτοιοι ώστε δικαιούται του ελαχίστου εισοδήματος στο εν λόγω κράτος, αν η απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα 6, που υπέβαλε το Cour du travail της Λιέγης είναι καταφατική, το πρόσωπο αυτό δικαιούται να λάβει το επίδομα. Μάλιστα το επίδομα αυτό πρέπει να θεωρηθεί ως παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως που εμπίπτει στο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, διότι προστίθεται σε παροχές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής.

Στη συνέχεια, το πρόσωπο μεταφέρει τη διαμονή του στο κράτος μέλος 3. Δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, όπως ερμηνεύτηκε με τις αποφάσεις Biason και Piscitello, αίρεται η προϋπόθεση της διαμονής στο κράτος 2, το δε ενδιαφερόμενο πρόσωπο δικαιούται, στο κράτος μέλος 3, τις παροχές τις οποίες δικαιούταν όταν διέμενε στα δύο άλλα κράτη. Αν στη συνέχεια το ενδιαφερόμενο πρόσωπο επιστρέψει στο πρώτο κράτος μέλος όπου το ελάχιστο όριο διαβιώσεως είναι χαμηλότερο, θα χάσει το δικαίωμα για το εισόδημα που εξασφαλίζεται στους ηλικιωμένους στο κράτος αυτό, αλλά θα διατηρήσει το δικαίωμα για το εισόδημα που εξασφαλίζεται στο κράτος 2 έστω και αν δεν εργάστηκε ποτέ εκεί ούτε συνέβαλε στην οικονομία του κράτους αυτού.

Με αφετηρία την υποθετική αυτή περίπτωση, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου θεωρεί ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν πρέπει να επεκτείνεται πέραν του απολύτως αναγκαίου έτσι ώστε να μην επιφυλάσσεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 μια εφαρμογή δυναμική η οποία δεν ανταποκρίνεται στη βούληση των συντακτών του.

III — Προφορική διαδικασία

Η εκκαλούσα στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενη από τον D. Rossini του Patronato ACLI, το καθού στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενο από τον J. Peitot, υπάλληλο του ONPTS, η ιταλική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ο. Fiumara, avvocato dello Stato, και η Επιτροπή των ΕΚ, εκπροσωπούμενη από το δικηγόρο F. Herbert, αγόρευσαν κατά τη συνεδρίαση της 21ης Ιουνίου 1984.

Ο γενικός εισαγγελέας ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά την ίδια συνεδρίαση.

Σκεπτικό

1

Με απόφαση της 4ης Νοεμβρίου 1983 που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Νοεμβρίου 1983, το Cour du travail της Λιέγης υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν στην ουσία την ερμηνεία του κανονισμού 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και στις οικογένειες τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73) και του κανονισμού 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33), ενόψει της εφαρμογής του βελγικού νόμου της 1ης Απριλίου 1969 που εξασφαλίζει ένα ορισμένο εισόδημα στους ηλικιωμένους.

2

Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο δίκης μεταξύ της Castelli και του Office national des pensions des travailleurs salariés (ONPTS).

3

H Castelli είναι ιταλικής υπηκοότητας και λαμβάνει στην Ιταλία μερική σύνταξη επιζώντος. Από το Μάιο του 1957 διαμένει στο Βέλγιο με τον υιό της ο οποίος λαμβάνει βελγική σύνταξη αποχωρήσεως από την υπηρεσία. Η Castelli δεν εργάστηκε ποτέ στο Βέλγιο.

4

Με απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 1978, το ONPTS της αρνήθηκε τη χορήγηση του εισοδήματος που εξασφαλίζεται στους ηλικιωμένους, το οποίο ρυθμίζεται από το νόμο της 1ης Απριλίου 1969, με την αιτιολογία ότι δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 1 του νόμου αυτού, δεδομένου ότι δεν είναι βελγίδα υπήκοος ούτε υπήκοος χώρας με την οποία το Βέλγιο έχει συνάψει σύμβαση αμοιβαιότητας ούτε και λαμβάνει στο Βέλγιο σύνταξη αποχωρήσεως από την υπηρεσία ή επιζώντος.

5

Η Castelli προσέβαλε την απόφαση αυτή του ONPTS ενώπιον του Tribunal du travail της Λιέγης. Με απόφαση της 23ης Μαΐου 1980 το εν λόγω Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της. Η Castelli άσκησε τότε έφεση ενώπιον του Cour du travail της Λιέγης επικαλούμενη ότι η προϋπόθεση της αμοιβαιότητας που θέτει ο βελγικός νόμος αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο.

6

Κρίνοντας ότι, προκειμένου να εκδώσει την απόφαση του, του ήταν αναγκαία μια απόφαση του Δικαστηρίου, το Cour du travail της Λιέγης υπέβαλε τα ακόλουθα ερωτήματα:

«α)

Λαμβανομένης υπόψη της αρχής της ίσης μεταχείρισης που θεσπίζουν οι κοινοτικοί κανονισμοί στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, η έλλειψη συμβάσεως αμοιβαιότητας μεταξύ δύο κρατών μελών της Κοινότητας μπορεί να εμποδίσει τη χορήγηση του εισοδήματος που εξασφαλίζεται στους ηλικιωμένους, στην περίπτωση που η αιτούσα, καίτοι δεν είχε ποτέ την ιδιότητα του μισθωτού εργαζομένου στο έδαφος του κράτους που διαμένει κατά το χρόνο υποβολής της αιτήσεως της, δικαιολογεί την ελάχιστη διάρκεια διαμονής που απαιτεί η νομοθεσία του κράτους αυτού για τη χο^γηση της αιτούμενης παροχής, είναι συντηρούμενο πρόσωπο του υιού της που εργάστηκε στο Βέλγιο, όπου συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα ή συνταξιοδοτείται, και λαμβάνει μερική σύνταξη από τη χώρα καταγωγής της, την Ιταλία, χώρα μέλος της ΕΟΚ, στο πλαίσιο του ιταλικού συστήματος συνταξιοδότησης μισθωτών;

6)

Λαμβανομένου υπόψη του ότι η εκκαλούσα λαμβάνει μερική σύνταξη στο πλαίσιο του ιταλικού συστήματος, η περίπτωση της μπορεί να εξομοιωθεί με την περίπτωση προσώπου που λαμβάνει στο Βέλγιο βελγική μερική σύνταξη αποχωρήσεως ή επιζώντος, η οποία δικαιολογεί τη χορήγηση του συμπληρώματος που αντιπροσωπεύει το εισόδημα το οποίο εξασφαλίζεται στους ηλικιωμένους;

γ)

Η εκκαλούσα μπορεί να θεωρηθεί ως μέλος της οικογένειας του υιού της, που διετέλεσε διαδοχικά μισθωτός εργαζόμενος, πρόωρα συνταξιοδοτηθείς και συνταξιούχος στο Βέλγιο κατά την έννοια των κοινοτικών κανονισμών, συγκεκριμένα των κανονισμών 1408/71 και 612/68;»

7

Τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την περίπτωση υπηκόου κράτους μέλους, ο οποίος λαμβάνει παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως στο κράτος αυτό και που έρχεται να εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος, όπου δεν έχει ποτέ εργαστεί και όπου συντηρείται από τον υιό της, δικαιούχο παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως στο δεύτερο αυτό κράτος. Στην ουσία ερωτάται αν το πρόσωπο αυτό δικαιούται του εισοδήματος που εξασφαλίζεται στους ηλικιωμένους το οποίο προβλέπει η νομοθεσία του δεύτερου κράτους, η τουλάχιστον της διαφοράς μεταξύ του εν λόγω εισοδήματος και της χαμηλότερου ποσού, παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως που χορηγείται από το πρώτο κράτος μέλος, είτε ως παροχή γήρατος δυνάμει του προαναφερθέντος κανονισμού 1408/71 είτε ως κοινωνικό πλεονέκτημα δυνάμει του επίσης προαναφερθέντος κανονισμού 1612/68 του Συμβουλίου.

8

Το ζήτημα πρέπει να εξεταστεί πρώτον υπό το πρίσμα του κανονισμού 1612/68 στον οποίο αναφέρεται ειδικά το τρίτο από τα ερωτήματα που υπέβαλε το παραπέμπον δικαστήριο.

9

Δυνάμει του άρθρου 10 του κανονισμού 1612/68, έχουν δικαίωμα εγκαταστάσεως μετά του εργαζομένου υπηκόου κράτους μέλους που απασχολείται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους οι ανιόντες, ανεξαρτήτως της ιθαγενείας τους, τους οποίους συντηρεί ο εργαζόμενος. Το δικαίωμα παραμονής στο έδαφος κράτους μέλους επεκτάθηκε με τον κανονισμό 1251/70 (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 64) στους ανιόντες που συντηρούνται από υπήκοο άλλου κράτους μέλους ο οποίος εργάστηκε στο πρώτο κράτος μέλος. Επομένως, είναι πρόδηλο ότι η εκκαλούσα εμπίπτει στην κατηγορία των προσώπων επί των οποίων έχουν εφαρμογή οι ευεργετικές διατάξεις του κανονισμού 1612/68.

10

Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, ο εργαζόμενος υπήκοος κράτους μέλους έχει ακριοώς τα ίδια κοινωνικά και φορολογικά πλεονεκτήματα όπως και οι ημεδαποί εργαζόμενοι. Όπως προκύπτει από τις αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 1975(Cristini, 32/75, Recueil, σ. 1085) και της 16ης Δεκεμβρίου 1976(Inzirillo, 63/76, Recueil σ. 2057), η ίση μεταχείριση που επιβάλλει το άρθρο 7 του κανονισμού 1612/68 αποβλέπει και στην αποφυγή των διακρίσεων που γίνονται σε βάρος των ανιόντων τους οποίους συντηρεί ο εργαζόμενος, όπως συμβαίνει με τη εκκαλούσα στην κύρια δίκη.

11

Όπως δέχτηκε επανειλημμένα το Δικαστήριο (αποφάσεις της 31ης Μαίου 1979, Even, 207/78, Recueil σ. 2019, και της 14ης Ιανουαρίου 1982, Reina, 65/81, Συλλογή 1982, σ. 33), η έννοια του κοινωνικού πλεονεκτήματος περιλαμβάνει όλα τα πλεονεκτήματα «τα οποία — ανεξαρτήτως του αν συνδέονται προς ορισμένη σύμβαση εργασίας ή όχι — χορηγούνται εν γένει στους ημεδαπούς εργαζομένους κυρίως λόγω της αντικειμενικής ιδιότητας τους ως εργαζομένων ή απλώς και μόνο λόγω της διαμονής τους εντός της εθνικής επικράτειας και των οποίων η επέκταση στους εργαζομένους που είναι υπήκοοι άλλων κρατών μελών φαίνεται για το λόγο αυτό ικανή να διευκολύνει την ευχέρεια διακινήσεως τους εντός της Κοινότητας». Αυτός ο ορισμός της έννοιας του κοινωνικού πλεονεκτήματος που δέχεται πάγια το Δικαστήριο καλύπτει και το εισόδημα που εξασφαλίζεται στους ηλικιωμένους από τη νομοθεσία ενός των κρατών μελών.

12

Η απάντηση είναι επομένως ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 έχει την έννοια ότι η χορήγηση κοινωνικού πλεονεκτήματος, όπως το εισόδημα που εξασφαλίζει στους ηλικιωμένους η νομοθεσία ενός των κρατών μελών στους ανιόντες του εργαζομένου τους οποίους συντηρεί ο τελευταίος, δεν εξαρτάται από την ύπαρξη συμβάσεως αμοιβαιότητας μεταξύ του εν λόγω κράτους και του κράτους μέλους, υπήκοος του οποίου είναι ο ανιών.

13

Δεδομένου ότι η απάντηση αυτή επιτρέπει στο παραπέμπον δικαστήριο να λύσει τη διαφορά στην κύρια δίκη, παρέλκει εξέταση του ερωτήματος αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπήκοος κράτους μέλους δικαιούται, δυνάμει του κανονισμού 1408/71, να λάβει το εισόδημα που εξασφαλίζεται στους ηλικιωμένους από τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, είτε ως μέλος της οικογένειας διακινούμενου εργαζομένου που είναι εγκατεστημένος στο κράτος αυτό είτε ως δικαιούχος παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως στη χώρα καταγωγής του.

Επί των δικαστικών εξόδων

14

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η ιταλική κυβέρνηση, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, έναντι των διαδίκων στην κύρια δίκη, το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 4ης Νοεμβρίου 1983 το Cour du travail της Λιέγης, αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33), έχει την έννοια ότι η χορήγηση κοινωνικού πλεονεκτήματος, όπως το εισόδημα που εξασφαλίζει στους ηλικιωμένους η νομοθεσία ενός των κρατών μελών στους ανιόντες του εργαζομένου τους οποίους συντηρεί ο τελευταίος, δεν εξαρτάται από την ύπαρξη συμβάσεως αμοιβαιότητας μεταξύ του εν λόγω κράτους μέλους και του κράτους μέλους, υπήκοος του οποίου είναι ο ανιών.

 

Koopmans

Bosco

Joliét

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Ιουλίου 1984.

Κατ' εντολή

του γραμματέα

Η. Α. Rühi

Κύριος υπάλληλος διοικήσεως

Ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος

Τ. Koopmans

Επάνω