EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 51996AG1024(07)

ΚΟΙΝΗ ΘΕΣΗ (ΕΚ) αριθ. 58/96 η οποία καθορίστηκε απο το Συμβούλιο στις 12 Σεπτεμβρίου 1996 για τη θέσπιση της οδηγίας 96/.../ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της ..., για την τροποποιήση των οδηγιών 90/387/ΕΟΚ και 92/44/ΕΟΚ του Συμβουλίου με σκοπό την προσαρμογή του τηλεπικοινωνιακού τομέα στο ανταγωνιστικό περιβάλλον

ΕΕ C 315 της 24.10.1996, p. 41–56 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

51996AG1024(07)

ΚΟΙΝΗ ΘΕΣΗ (ΕΚ) αριθ. 58/96 η οποία καθορίστηκε απο το Συμβούλιο στις 12 Σεπτεμβρίου 1996 για τη θέσπιση της οδηγίας 96/.../ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της ..., για την τροποποιήση των οδηγιών 90/387/ΕΟΚ και 92/44/ΕΟΚ του Συμβουλίου με σκοπό την προσαρμογή του τηλεπικοινωνιακού τομέα στο ανταγωνιστικό περιβάλλον

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 315 της 24/10/1996 σ. 0041


ΚΟΙΝΗ ΘΕΣΗ (ΕΚ) αριθ. 58/96 η οποία καθορίστηκε απο το Συμβούλιο στις 12 Σεπτεμβρίου 1996 για τη θέσπιση της οδηγίας 96/. . ./ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της . . ., για την τροποποιήση των οδηγιών 90/387/ΕΟΚ και 92/44/ΕΟΚ του Συμβουλίου με σκοπό την προσαρμογή του τηλεπικοινωνιακού τομέα στο ανταγωνιστικό περιβάλλον (96/C 315/07)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 100 Α,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β της συνθήκης (3),

Εκτιμώντας:

(1) ότι η οδηγία 90/387/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, για τη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών μέσω της εφαρμογής της παροχής ανοικτού δικτύου (Open Network Provision) (4) αφορά την εναρμόνιση των προϋποθέσεων ανοικτής και αποτελεσματικής προσπέλασης και χρήσης δημόσιων τηλεπικοινωνιακών δικτύων και, ενδεχομένως, δημόσιων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών 7 ότι, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, το Συμβούλιο εξέδωσε την οδηγία 92/44/ΕΟΚ, της 5ης Ιουνίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή της παροχής ανοικτού δικτύου στις μισθωμένες γραμμές (5) 7 (2) ότι, στο ψήφισμα του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 1993, σχετικά με την επισκόπηση της κατάστασης στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και την ανάγκη περαιτέρω ανάπτυξης της αγοράς αυτής (6), σε συνδυασμό με το ψήφισμα του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, για τις αρχές και το χρονοδιάγραμμα της ελευθέρωσης της τηλεπικοινωνιακής υποδομής (7), ζητείται η ελευθέρωση των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και υποδομών έως την 1η Ιανουαρίου 1998 (με μεταβατικές περιόδους για ορισμένα κράτη μέλη) 7 ότι ο εν λόγω στόχος υποστηρίζεται από το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 20ής Απριλίου 1993, σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής για την κατάσταση στον τομέα των τηλεπικοινωνιών κατά το 1992 (8), καθώς και το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 19ης Μαΐου 1995, σχετικά με την Πράσινη Βίβλο για την ελευθέρωση της υποδομής των τηλεπικοινωνιακής και των δικτύων καλωδιακής τηλεόρασης (Μέρος II) (9) 7 (3) ότι, στο ψήφισμα του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 1993, θεωρείται ως κύριος στόχος της κοινοτικής τηλεπικοινωνιακής πολιτικής η εφαρμογή σε ολόκληρη την Κοινότητα και, όταν αυτό χρειάζεται, η προσαρμογή, υπό το φως μεγαλύτερης ελευθέρωσης, των αρχών παροχής ανοικτού δικτύου όσον αφορά τους καλυπτόμενους οργανισμούς και θέματα όπως η καθολικότης υπηρεσιών, η διασύνδεση και η χρέωση προσβάσεων καθώς και τα παρεπόμενα θέματα που συνδέονται τους όρους χορήγησης των αδειών 7 ότι, στο ψήφισμα του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, για τη θέσπιση του μελλοντικού κανονιστικού πλαισίου των τηλεπικοινωνιών (10), η Επιτροπή καλείται, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που καθορίζεται στα ψηφίσματα του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 1993 και της 22ας Δεκεμβρίου 1994, να υποβάλει, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, πριν από την 1η Ιανουαρίου 1996, όλες τις νομοθετικές διατάξεις για τη σύσταση του ευρωπαϊκού κανονιστικού πλαισίου τηλεπικοινωνιών το οποίο θα συνοδεύει την πλήρη ελευθέρωση του τομέα, ιδίως όσον αφορά την προσαρμογή των μέτρων παροχής ανοικτού δικτύου στο μελλοντικό ανταγωνιστικό περιβάλλον 7 (4) ότι, στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινβουλίου, της 6ης Μαΐου 1994, σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής, που συνοδεύεται από πρόταση ψηφίσματος του Συμβουλίου για τις αρχές παροχής της καθολικής υπηρεσίας στον τηλεπικοινωνιακό τομέα (11), υπογραμμίζεται η θεμελιώδης σημασία που έχουν οι αρχές παροχής μιας καθολικής υπηρεσίας 7 ότι το ψήφισμα του Συμβουλίου, της 7ης Φεβρουαρίου 1994, για τις αρχές που διέπουν την καθολική υπηρεσία στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (12) περιλαμβάνει βασικό ορισμό της καθολικής υπηρεσίας και καλεί τα κράτη μέλη να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν το κατάλληλο κανονιστικό πλαίσιο προκειμένου να την εξασφαλίσουν σε ολόκληρη την επικράτειά τους 7 ότι, όπως το ανεγνώρισε το Συμβούλιο στο εν λόγω ψήφισμα, η έννοια της καθολικής υπηρεσίας πρέπει να εξελίσσεται ακολουθώντας τον ρυθμό της τεχνικής πρόδου, της ανάπτυξης της αγοράς και της εξέλιξης των αναγκών των χρηστών 7 ότι η παροχή καθολικής υπηρεσίας στον τηλεπικοινωνιακό τομέα θα συμβάλει στην ενίσχυση της κοινωνικής και οικονομικής συνοχής, ιδίως στις απομακρυσμένες, περιφερειακές, μεσόγειες και αγροτικές, καθώς και νησιωτικές περιοχές της Κοινότητας 7 ότι, όπου αυτό δικαιολογείται, το καθαρό κόστος των υποχρεώσεων της καθολικής υπηρεσίας μπορεί να κατανέμεται μεταξύ των φορέων της αγοράς σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο 7 (5) ότι οι βασικές αρχές που αφορούν την πρόβαση και τη χρήση των δημόσιων τηλεπικοινωνιακών δικτύων και υπηρεσιών, που καθορίζονται στο πλαίσιο της παροχής ανοικτού δικτύου, πρέπει να προσαρμόζονται ώστε να παρέχονται υπηρεσίες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, μέσα σε φιλελεύθερο περιβάλλον, κατά τρόπο ώστε να επωφελούνται οι χρήστες και οι οργανισμοί παροχής δημόσιων τηλεπικοινωνιακών δικτύων και/ή υπηρεσιών 7 ότι, σε ένα φιλελεύθερο περιβάλλον, είναι σκόπιμη μια εθελούσια προσέγγιση βασιζόμενη σε κοινά τεχνικά πρότυπα και προδιαγραφές, με την εφαρμογή μηχανισμών διαβούλευσης όταν αυτό είναι απαραίτητο για την ικανοποιητική κάλυψη των αναγκών των χρηστών 7 ότι, ωστόσο, πρέπει να εξασφαλίζεται η παροχή καθολικής υπηρεσίας και η δυνατότητα διάθεσης ενός στοιχειώδους συνόλου υπηρεσιών σε όλους τους χρήστες της Κοινότητας σύμφωνα με τα ισχύοντα κοινοτικά μέτρα 7 ότι, προκειμένου να παρασχεθεί διαλειτουργικότητα υπηρεσιών από άκρο σε άκρο για τους κοινοτικούς χρήστες, χρειάζεται ένα γενικό πλαίσιο όσον αφορά τη διασύνδεση στα δημόσια τηλεπικοινωνιακά δίκτυα και τις δημόσιες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες 7 (6) ότι οι προϋποθέσεις παροχής ανοικτού δικτύου δεν πρέπει να περιορίζουν τη χρήση ή την πρόσβαση στα δημόσια τηλεπικοινωνιακά δίκτυα ή τις προσιτές στο κοινό τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, εκτός εάν υπάρχουν λόγοι που βασίζονται στις βασικές απαιτήσεις ή προκύπτουν από την άσκηση ειδικών και αποκλειστικών δικαιωμάτων των κρατών μελών σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο 7 (7) ότι οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν εμποδίζουν ένα κράτος μέλος να λαμβάνει μέτρα τα οποία δικαιολογούνται από λόγους των άρθρων 36 και 56 της συνθήκης, ιδίως για λόγους δημόσιας ασφάλειας, δημόσιας τάξεως και δημόσιας ηθικής 7 (8) ότι, σύμφωνα με την αρχή του διαχωρισμού των κανονιστικών και των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εγγυώνται την ανεξαρτησία της εθνικής κανονιστικής αρχής ή αρχών ούτως ώστε να διασφαλίζεται η αμεροληψία των αποφάσεών τους, και να εξασφαλίζουν ότι η εθνική κανονιστική αρχή ή αρχές κάθε κράτους μέλους θα παίζουν πρωταρχικό ρόλο στην εφαρμογή του κανονιστικού πλαισίου που καθορίζεται στη σχετική κοινοτική νομοθεσία: ότι αυτή η απαίτηση περί ανεξαρτησίας εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της θεσμικής αυτονομίας και των συνταγματικών υποχρεώσεων των κρατών μελών, ή της αρχής της ουδετερότητας όσον αφορά τους κανόνες των κρατών μελών που διέπουν το σύστημα ιδιοκτησίας, σύμφωνα με το άρθρο 222 της συνθήκης 7 ότι οι εθνικές κανονιστικές αρχές θα πρέπει να διαθέτουν τους απαραίτητους πόρους, όσον αφορά το προσωπικό, την εμπειρία και τα οικονομικά μέσα, για να διεκπεραιώνουν το έργο τους 7 (9) ότι η αριθμοδότηση και οι γενικότερες αρχές της διευθυνσιοδότησης και απόδοσης ονομασίας διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο 7 ότι η εφαρμογή εναρμονισμένης προσέγγισης για την αριθμοδότηση/διευθυνσιοδότηση, και, ανάλογα με την περίπτωση, της απόδοσης ονομασίας, θα συμβάλει στις ευρωπαϊκές επικοινωνίες για τους χρήστες και τη διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών από άκρο σε άκρο 7 ότι παράλληλα προς την αριθμοδότηση μπορεί να απαιτείται να εφαρμόζονται οι αρχές της αντικειμενικότητας, διαφάνειας, μη διακρίσεως και αναλογικότητας κατά την κατανομή ονομάτων και διευθύνσεων 7 ότι η οδηγία 96/13/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 1996, για τροποποίηση της οδηγίας 90/338/ΕΟΚ όσον αφορά το πλήρες άνοιγμα των αγορών τηλεπικοινωνιών στον ανταγωνισμό (1) προβλέπει, για όλες τις τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, την κατάλληλη αριθμοδότηση που θα πραγματοποείται κατά αντικειμενικό, διαφανή, αμερόληπτο και αναλογικό τρόπο 7 (10) ότι, για να εξασφαλίσουν την παροχή μισθωμένων γραμμών σε όλη την Κοινότητα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε, σε κάθε σημείο του εδάφους τους, οι χρήστες να έχουν πρόσβαση σε ένα στοιχειώδη αριθμό μισθωμένων γραμμών από τουλάχιστον έναν οργανισμό 7 ότι οι οργανισμοί που υποχρεούνται να παρέχουν μισθωμένες γραμμές θα πρέπει να ορίζονται από τα κράτη μέλη 7 ότι τα κράτη μέλη πρέπει να κοινοποιούν στην Επιτροπή τους οργανισμούς που υπόκεινται στην παρούσα οδηγία, τις κατηγορίες μισθωμένων γραμμών που πληρούν την στοιχειώδη δέσμη υπηρεσιών που υποχρεούνται να παρέχουν, καθώς και τις γεωγραφικές περιοχές στις οποίες ισχύει η υποχρέωση αυτή 7 ότι, εντός μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής, όλες οι κατηγορίες μισθωμένων γραμμών τις οποίες παρέχει κοινοποιημένος οργανισμός υπόκεινται στις γενικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας 7 (11) ότι η θέση ενός οργανισμού στην αγορά εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, στους οποίους περιλαμβάνονται το μερίδιό του της αγοράς όσον αφορά το συγκεκριμένο προϊόν ή αγορά υπηρεσιών στην εν λόγω γεωγραφική αγορά, ο κύκλος εργασιών του σε σχέση με το μέγεθος της αγοράς, η ικανότητά του να επηρεάζει τις συνθήκες της αγοράς, ο έλεγχος που ασκεί στα μέσα πρόσβασης στους τελικούς χρήστες, η πρόσβασή του σε χρηματικούς πόρους, η πείρα του στην προμήθεια προϊόντων και την παροχή υπηρεσιών στην αγορά 7 ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να καθορίζουν ποιοί οργανισμοί έχουν σημαντική θέση στην αγορά, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της σχετικής αγοράς 7 (12) ότι η έννοια της παροχής υπηρεσιών μισθωμένων γραμμών θα εξελιχθεί με την πρόοδο της τεχνολογίας και τη ζήτηση της αγοράς, κατά τρόπο ώστε να επιτρέπει στους χρήστες να χρησιμοποιούν με πιο ευέλικτο τρόπο το εύρος της ζώνης μισθωμένων γραμμών 7 (13) ότι, για να επιτευχθεί καλύτερη επικοινωνία εντός της Κοινότητας, είναι σημαντικό να ενθαρρύνουν τα κράτη μέλη την παροχή ενός συμπληρωματικού εναρμονισμένου συνόλου μισθωμένων γραμμών υψηλοτέρων προδιαγραφών, λαμβάνοντας υπόψη τη ζήτηση της αγοράς και την επιτελούμενη πρόοδο όσον αφορά την τυποποίηση 7 (14) ότι, έως ότου επιτευχθεί ένα αποτελεσματικό ανταγωνιστικό περιβάλλον, χρειάζεται κανονιστική παρακολούθηση των τιμών των μισθωμένων γραμμών ώστε να εξασφαλίζεται η τιμολόγηση με βάση το κόστος και η διαφάνεια, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας 7 ότι ενδείκνυται να επιτρέπεται να εκλείπουν οι προϋποθέσεις για διαφάνεια και τιμολόγηση με βάση το κόστος σε συγκεκριμένες αγορές στις οποίες κανένας οργανισμός δεν κατέχει σημαντική θέση ή όπου αποτελεσματικός ανταγωνισμός εξασφαλίζει εύλογες τιμές των μισθωμένων γραμμών 7 (15) ότι οι κοινοί τεχνικοί κανόνες (CTRs) που θεσπίστηκαν στο πλαίσιο της οδηγίας 91/263/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1991, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τον τερματικό εξοπλισμό τηλεπικοινωνιών, περιλαμβανομένης και της αμοιβαίας αναγνωρίσεως της πιστότητας (1) και της οδηγίας 93/97/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1993, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 91/263/ΕΟΚ όσον αφορά τον εξοπλισμό δορυφορικών επίγειων σταθμών (2), καθορίζουν τους όρους διασύνδεσης του τερματικού εξοπλισμού στις μισθωμένες γραμμές 7 (16) ότι ενδείκνυται να τροποποιηθούν ορισμένα από τα ισχύοντα μέτρα παροχής ανοικτού δικτύου προκειμένου να εξασφαλισθεί συνοχή με τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις και με άλλα κανονιστικά μέτρα τα οποία θα περιληφθούν στο γενικότερο κανονιστικό πλαίσιο του τηλεπικοινωνιακού τομέα 7 (17) ότι όλοι οι τομείς που ορίζονται στο Παράρτημα I της οδηγίας 90/387/ΕΟΚ ως ενδεχόμενοι τομείς εφαρμογής προϋποθέσεων παροχής ανοικτού δικτύου έχουν εξετασθεί στο πλαίσιο αναλυτικών εκθέσεων τις οποίες μπορεί να συμβουλευτεί το κοινό, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 4 παράρτημα III της εν λόγω οδηγίας 7 (18) ότι, για να μπορεί η Επιτροπή να διεκπεραιώνει το έργο ελέγχου για το οποίο είναι αρμόδια βάσει της συνθήκης, οι μεταβολές που αφορούν την εθνική κανονιστική αρχή ή αρχές καθώς και τους ενδιαφερόμενους οργανισμούς πρέπει να κοινοποιούνται ταχύτατα στην Επιτροπή 7 (19) ότι, σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 3 Β της συνθήκης, ο στόχος της προσαρμογής των οδηγιών 90/387/ΕΟΚ και 92/44/ΕΟΚ στο ανταγωνιστικό περιβάλλον στον τομέα των τηλεπικοινωνιών δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και, συνεπώς, μπορεί να επιτευχθεί καλλύτερα από την Κοινότητα 7 (20) ότι η λειτουργία των οδηγιών 90/387/ΕΟΚ και 92/44/ΕΟΚ θα πρέπει να επανεξετασθεί το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 1999 7 ότι, κατά την επανεξέταση αυτή, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η αυξανόμενη αποτελεσματικότητα του ανταγωνισμού στις τηλεπικοινωνιακές αγορές 7 (21) ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 52 και 59 της συνθήκης, το κανονιστικό πλαίσιο στον τηλεπικοινωνιακό τομέα θα πρέπει να συμβιβάζεται και να είναι συνεπές με τις αρχές της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών και θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του την ανάγκη για διευκόλυνση της εισαγωγής νέων υπηρεσιών καθώς και της ευρείας διάδοσης της εφαρμογής των τεχνολογικών βελτιώσεων,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποίηση της οδηγίας 90/387/ΕΟΚ

Η οδηγία 90/387/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1. Το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

α) η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2. Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 έχουν ως στόχο να διευκολύνουν την παροχή δημόσιων τηλεπικοινωνιακών δικτύων και/ή δημόσιων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, εντός και μεταξύ κρατών μελών, ιδίως όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών από επιχειρήσεις, εταιρίες ή φυσικά πρόσωπα εγκατεστημένα σε κράτος μέλος εκτός από το κράτος των επιχειρήσεων, εταιρειών ή φυσικών προσώπων για τα οποία προορίζονται οι υπηρεσίες.» 7 β) προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3. Οι συνθήκες παροχής ανοικτού δικτύου έχουν ως στόχο να:

- εξασφαλίζουν τη δυνατότητα διάθεσης στοιχειώδους συνόλου υπηρεσιών,

- διασφαλίζουν την πρόσβαση και τη δυνατότητα διασύνδεσης στα δημόσια τηλεπικοινωνιακά δίκτυα και δημόσιες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες,

- ενθαρρύνουν την παροχή εναρμονισμένων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών προς όφελος των χρηστών, ιδίως με τον εντοπισμό και την προώθηση, με εθελούσια μέθοδο, εναρμονισμένων τεχνικών διεπαφών για ανοικτή και αποτελεσματική πρόσβαση και διασύνδεση και των σχετικών προτύπων ή/και προδιαγραφών, και - εγγυώνται την παροχή καθολικής υπηρεσίας στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, λαμβάνοντας υποψη οποιαδήποτε μελλοντική εξέλιξη,

- σε όλη την Κοινότητα.».

2. Το άρθρο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 2 Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1. "χρήστες", άτομα συμπεριλαμβανομένων των καταναλωτών, ή οργανισμοί που χρησιμοποιούν ή ζητούν τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες προσιτές στο κοινό,

2. "τηλεπικοινωνιακό δίκτυο", σύστημα μετάδοσης και, ανάλογα με την περίπτωση, εξοπλισμός μεταγωγής και άλλοι πόροι που επιτρέπουν τη μεταφορά σημάτων μεταξύ καθορισμένων τερματικών σημείων, με τη χρήση καλωδίου, ραδιοσημάτων, οπτικού ή άλλου ηλεκτρομαγνητικού μέσου,

"δημόσιο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο", ένα τηλεπικοινωνιακό δίκτυο το οποίο χρησιμοποιείται, εν όλω ή εν μέρει, για την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών προσιτών στο κοινό,

3. "τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες", υπηρεσίες των οποίων η παροχή συνίσταται, εν όλω ή εν μέρει, στη μετάδοση και δρομολόγηση σημάτων σε τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, εξαιρουμένων των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών,

4. "καθολική υπηρεσία", ένα καθορισμένο στοιχειώδες σύνολο υπηρεσιών συγκεκριμένης ποιότητας προσιτό σε κάθε χρήστη, ανεξάρτητα από τη γεωγραφική του θέση, και, υπό το πρίσμα των ειδικών εθνικών προϋποθέσεων, σε προσιτή τιμή,

5. "τερματικό σημείο δικτύου", το φυσικό σημείο όπου ο χρήστης έχει πρόσβαση στο δημόσιο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο. Οι τοποθεσίες των τερματικών σημείων δικτύου καθορίζονται από την εθνική κανονιστική αρχή και ισοδυναμούν με σύνορο, για κανονιστικούς σκοπούς, του δημόσιου τηλεπικοινωνιακού δικτύου,

6. "βασικές απαιτήσεις", οι λόγοι γενικού συμφέροντος και μη οικονομικού χαρακτήρα, βάσει των οποίων ένα κράτος μέλος μπορεί να επιβάλλει όρους για τη σύσταση και/ή τη λειτουργία τηλεπικοινωνιακών δικτύων ή την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Οι λόγοι αυτοί είναι η ασφάλεια λειτουργίας του δικτύου, η διατήρηση της ακεραιότητάς του και, σε δικαιολογημένες περιπτώσεις, η διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών, η προστασία των δεδομένων, η προστασία του περιβάλλοντος και οι πολεοδομικοί και χωροταξικοί στόχοι καθώς και η αποτελεσματική χρήση του φάσματος συχνοτήτων και η αποφυγή των επιβλαβών παρεμβολών μεταξύ συστημάτων ραδιοεπικοινωνιών και άλλων, διαστημικών ή επίγειων, τεχνικών συστημάτων. Στην προστασία των δεδομένων μπορεί να περιλαμβάνεται η προστασία των προσωπικών στοιχείων, η εμπιστευτικότητα των μεταδιδόμενων ή αποθηκευόμενων πληροφοριών καθώς και η προστασία της ιδιωτικής ζωής,

7. "διασύνδεση", η υλική και λογική διασύνδεση των τηλεπικοινωνιακών δικτύων που χρησιμοποιούνται από τον ίδιο ή διαφορετικό οργανισμό, προκειμένου να παρέχεται στους χρήστες ενός οργανισμού η δυνατότητα να επικοινωνούν με χρήστες του ίδιου ή άλλου οργανισμού ή να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες που παρέχονται από άλλο οργανισμό,

8. "προϋποθέσεις παροχής ανοικτού δικτύου", οι, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, εναρμονισμένες προϋποθέσεις για την ανοικτή και αποτελεσματική πρόσβαση στα δημόσια τηλεπικοινωνιακά δίκτυα και, ανάλογα με την περίπτωση, τις δημόσιες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, καθώς και η αποτελεσματική χρήση των εν λόγω δικτύων και υπηρεσιών 7 Με την επιφύλαξη της κατά περίπτωση εφαρμογής τους, οι προϋποθέσεις παροχής ανοικτού δικτύου να περιλαμβάνουν εναρμονισμένες προϋποθέσεις που αφορούν:

- τις τεχνικές διεπαφές, στις οποίες περιλαμβάνεται ο καθορισμός και η υλοποίηση τερματικών σημείων δικτύου, όπου αυτό είναι απαραίτητο,

- τους όρους χρήσης,

- τις αρχές τιμολόγησης,

- την πρόβαση σε συχνότητες και αριθμούς/διευθύνσεις/ονομασίες, όπου αυτό απαιτείται, σύμφωνα με το πλαίσιο αναφοράς του παραρτήματος,

9. "τεχνικές προδιαγραφές", "πρότυπα" και "τερματικός εξοπλισμός", έχουν (την ίδια) έννοια όπως και στο άρθρο 1 της οδηγίας 91/263/ΕΟΚ (*).

(*) ΕΕ αριθ. L 128 της 23. 5. 1991, σ. 1.»

3. Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α) οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2. Οι προϋποθέσεις παροχής ανοικτού δικτύου δεν πρέπει να περιορίζουν την πρόσβαση στα δημόσια τηλεπικοινωνιακά δίκτυα ή τις δημόσιες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, εκτός εάν υπάρχουν λόγοι που βασίζονται σε βασικές απαιτήσεις, στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου. Επιπλέον, εφαρμόζονται οι όροι που εφαρμόζονται εν γένει στην σύνδεση τερματικού εξοπλισμού στο δίκτυο.

3. Οι προϋποθέσεις παροχής ανοικτού δικτύου δεν πρέπει να επιτρέπουν οποιουσδήποτε πρόσθετους περιορισμούς στη χρήση των δημόσιων τηλεπικοινωνιακών δικτύων ή/και των δημόσιων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, εκτός από τους περιορισμούς που συμβιβάζονται προς το κοινοτικό δίκαιο.»

β) η παράγραφος 4 καταργείται 7 γ) Η παράγραφοσ 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5. Με την επιφύλαξη των ειδικών οδηγιών που θεσπίζονται στον τομέα της παροχής ανοικτού δικτύου και στο βαθμό που, βάσει της εφαρμογής των βασικών απαιτήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, ένα κράτος μέλος μπορεί να περιορίσει την πρόσβαση στα δημόσια τηλεπικοινωνιακά δίκτυα ή υπηρεσίες, οι κανόνες για την ομοιόμορφη εφαρμογή των βασικών απαιτήσεων, ιδίως όσον αφορά τη δυνατότητα διαλειτουργικότητας των υπηρεσιών και την προστασία των δεδομένων καθορίζονται, όπου ενδείκνυται, από την Επιτροπή, με τη διαδικασία του άρθρου 10.»

4) Το άρθρο 4 καταργείται.

5) Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5 1. Στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δημοσιεύεται αναφορά στα πρότυπα και/ή προδιαγραφές που καταρτίζονται ως βάση για τα εναρμονισμένα τεχνικά χαρακτηριστικά των σημείων διεπαφής ή/και των υπηρεσιών για την παροχή ανοικτού δικτύου ως κατάλληλα πρότυπα/προδιαγραφές για τις απαιτήσεις ανοικτής και αποτελεσματικής πρόσβασης, διασύνδεσης και διαλειτουργικότητας προκειμένου να ενθαρρυνθεί η παροχή εναρμονισμένων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, προς όφελος των χρηστών σε όλη την Κοινότητα.

Όταν απαιτείται, η Επιτροπή, σε διαβούλευση με την επιτροπή που προβλέπεται στο άρθρο 9, μπορεί να ζητά να καταρτίζονται πρότυπα από ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης.

2. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τη χρήση των προτύπων και/ή προδιαγραφών η αναφορά των οποίων δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα με την παράγραφο 1, για την παροχή τεχνικών διεπαφών ή/και λειτουργιών δικτύων.

Εφόσον δεν έχουν θεσπισθεί τέτοια πρότυπα και/ή προδιαγραφές, τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τη χρήση:

- προτύπων ή/και προδιαγραφών που θεσπίζονται από ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης, όπως το ETSI ή η ευρωπαϊκή επιτροπή τυποποίησης (CEN)/ευροπαϊκή επιτροπή ηλεκτροτεχνικής τυποποίησης (Cenelec),

ή, ελλείψει τέτοιων πρότυπων και/ή προδιαγραφών,

- διεθνών προτύπων ή συστάσεων που θεσπίζονται από τη διεθνή ένωση τηλεπικοινωνιών (ITU), το διεθνή οργανισμό τυποποίησης (ISO) ή τη διεθνή ηλεκτροτεχνική επιτροπή (IEC),

ή, ελλείψει τέτοιων προτύπων ή/και προδιαγραφών,

- εθνικών προτύπων ή/και προδιαγραφών.

3. Εάν η εφαρμογή των προτύπων και/ή προδιαγραφών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν επαρκεί για την εξασφάλιση της διαλειτουργικότητας των διασυνοριακών υπηρεσιών σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, μπορεί να καθίσταται υποχρεωτική η εφαρμογή των προτύπων και/ή προδιαγραφών αυτών, με τη διαδικασία του άρθρου 10, στο βαθμό που αυτό είναι απολύτως απαραίτητο για την εξασφάλιση της εν λόγω διαλειτουργικότητας και για τη βελτίωση της ελεύθερης επιλογής του χρήστη, με την επιφύλαξη των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης.

Πριν καταστεί υποχρεωτική η εφαρμογή των προτύπων και/ή προδιαγραφών σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή καλεί όλους τους ενδιαφερομένους, με δημοσίευση σχετικής ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, να υποβάλουν τα σχόλιά τους δημοσίως.

4. Όταν ένα κράτος μέλος ή η Επιτροπή κρίνει ότι τα εναρμονισμένα πρότυπα ή/και προδιαγραφές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν ανταποκρίνονται στο στόχο της ανοικτής και αποτελεσματικής πρόσβασης, διαλειτουργικότητας κια διασύνδεσης, ιδίως στις βασικές αρχές και τις βασικές απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3, λαμβάνεται απόφαση για το εάν κρίνεται αναγκαίο ή όχι να απαλειφθούν οι αναφορές αυτές σε αυτά τα πρότυπα ή/και προδιαγραφές από την Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 10.

5. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη για την απόφαση αυτή, και δημοσιεύει γνώμη για την απαλοιφή των προτύπων ή/και των προδιαγραφών αυτών στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.»

6. Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 5α 1. Οσάκις το έργο της εθνικής κανονιστικής αρχής, που προβλέπεται στην κοινοτική νομοθεσία, ανατίθεται σε πλείονες του ενός φορέα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το έργο που θα εκτελέσει ο κάθε φορέας γίνεται δημοσίως γνωστό.

2. Προκειμένου να εξασφαλισθεί η ανεξαρτησία των εθνικών κανονιστικών αρχών:

- οι εθνικές κανονιστικές αρχές είναι νομικά ανεξάρτητες και λειτουργούν ανεξάρτητα από όλους τους οργανισμούς παροχής τηλεπικοινωνιακών δικτύων, εξοπλισμού και υπηρεσιών,

- τα κράτη μέλη τα οποία διατηρούν την κυριότητα ή τον έλεγχο, σε σημαντικό βαθμό, των οργανισμών παροχής τηλεπικοινωνιακών δικτύων ή/και υπηρεσιών εξασφαλίζουν τον αποτελεσματικό διαρθρωτικό διαχωρισμό της κανονιστικής αρμοδιότητας από τις δραστηριότητες που έχουν σχέση με την κυριότητα ή τον έλεγχο.

3. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, σε εθνικό επίπεδο, υπάρχουν κατάλληλοι μηχανισμοί βάσει των οποίων ένα μέρος που θίγεται από την απόφαση της εθνικής κανονιστικής αρχής έχει δικαίωμα να προσφεύγει σε ανεξάρτητο φορέα των εμπλεκομένων μερών.

4. Τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι οι εθνικές κανονιστικές αρχές μπορούν να αποκτούν, από τους οργανισμούς παροχής τηλεπικοινωνιακών δικτύων και/ή υπηρεσιών, κάθε πληροφορία που απαιτείται για την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας.»

7. Τα άρθρα 6 και 7 καταργούνται.

8. Το άρθρο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 8 Η Επιτροπή εξετάζει την λειτουργία της παρούσας οδηγίας και υποβάλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο όχι αργότερα από τις 31 Δεκεμβρίου 1999. Η έκθεση αυτή βασίζεται, μεταξύ άλλων, στις πληροφορίες που παρέχουν τα κράτη μέλη στην Επιτροπή και στην επιτροπή που αναφέρεται στα άρθρα 9 και 10. Όταν αυτό απαιτείται, στην έκθεση είναι δυνατόν να προτείνονται περαιτέρω μέτρα για την προσαρμογή της παρούσας οδηγίας, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη προς ένα πλήρως ανταγωνιστικό περιβάλλον.»

9. Στο άρθρο 9 παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ο όρος «οργανισμών τηλεπικοινωνιών» αντικαθίσταται από τους όρος «οργανισμών παροχής δημόσιων τηλεπικοινωνιακών δικτύων ή/και τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών προσιτών στο κοινό.»

10. Τα παράρτηματα I και III καταργούνται.

11. Το παράρτημα II αντικαθίσταται από το Παράρτημα I της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

Τροποποίηση της οδηγίας 92/44/ΕΟΚ

Η οδηγία 92/44/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1. Οι όροι «οργανισμοί τηλεπικοινωνιών» αντικαθίσταται από τους όρους «κοινοποιημένοι οργανισμοί σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1α», σε όλο το κείμενο 2. Στο άρθρο 1, προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, σε ολόκληρη την επικράτειά τους, υφίσταται τουλάχιστον ένας οργανισμός ο οποίος υπόκειται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν απο την παρούσα οδηγία δεν επιβάλλονται σε οργανισμούς χωρίς σημαντική θέση στην αντίστοιχη αγορά των μισθωμένων γραμμών, εκτός εάν δεν υφίστανται οργανισμοί με σημαντική θέση στην αντίστοιχη αγορά των μισθωμένων γραμμών σε κάποιο κράτος μέλος.»

3. Το άρθρο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 2 Ορισμοί 1. Οι ορισμοί της οδηγίας 90/387/ΕΟΚ εφαρμόζονται, ανάλογα με την περίπτωση, και στην παρούσα οδηγία.

2. Επιπλέον, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως,

- "μισθωμένες γραμμές", οι τηλεπικοινωνιακές διευκολύνσεις χάρη στις οποίες καθίσταται δυνατή η παροχή διαφανούς χωρητικότητας μετάδοσης μεταξύ τερματικών σημείων δικτύου και τα οποία δεν περιλαμβάνουν κατ' αίτηση μεταγωγή (λειτουργίες μεταγωγής που μπορεί να ελέγχει ο χρήστης ως μέρος της παροχής μισθωμένης γραμμής),

- "επιτροπή παροχής ανοικτού δικτύου", η επιτροπή η οποία αναφέρεται στα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 90/387/ΕΟΚ,

- "εθνική κανονιστική αρχή", ο φορέας που αναφέρεται στο άρθρο 5α της οδηγίας 90/387/ΕΟΚ.

3. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ένας οργανισμός θεωρείται ότι κατέχει σημαντική θέση στην αγορά όταν έχει μερίδιο 25 % ή περισσότερο στην αντίστοιχη αγορά των μισθωμένων γραμμών σε ένα κράτος μέλος. Η σχετική αγορά μισθωμένων γραμμών εκτιμάται βάσει του ή των τύπων μισθωμένων γραμμών που παρέχονται σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Η γεωγραφική περιοχή μπορεί να καλύπτει το σύνολο ή τμήμα της επικράτειας ενός κράτους μέλους.

Οι εθνικές κανονιστικές αρχές μπορούν να καθορίζουν ότι ένας οργανισμός ο οποίος έχει περίδιο χαμηλότερο από το 25 % στην αντίστοιχη αγορά των μισθωμένων γραμμών κατέχει σημαντική θέση. Μπορούν επίσης να καθορίζουν ότι ένας οργανισμός ο οποίος έχει 25 % μερίδιο ή περισσότερο στην αντίστοιχη αγορά των μισθωμένων γραμμών, δεν κατέχει σημαντική θέση στην αγορά.

Και στις δύο περιπτώσεις, για τον καθορισμό λαμβάνονται υπόψη η ικανότητα του οργανισμού να επηρεάζει τις συνθήκες της αγοράς μισθωμένων γραμμών, ο κύκλος εργασιών του σε συνάρτηση με το μέγεθος της αγοράς, η πρόσβασή του σε οικονομικούς πόρους και η πείρα του στην παροχή προϊόντων και υπηρεσιών στην αγορά.»

4. Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α) στην παράγραφο 1, η δεύτερη φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι αλλαγές στις υπάρχουσες προσφορές και στις πληροφορίες για νέες προσφορές δημοσιεύονται το ταχύτερο δυνατό. Η εθνική κανονιστική αρχή μπορεί να καθορίζει κατάλληλη προθεσμία κοινοποίησης.»

β) η παράγραφος 3 καταργείται.

5. Στο άρθρο 4, δεύτερη περίπτωση, η πρώτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«- την τυπική χρονική περίοδο παράδοσης, δηλαδή το χρονικό διάστημα από την ημέρα υποβολής οριστικής αίτησης μισθωμένης γραμμής από το χρήστη, μέσα στο οποίο έχει παραδοθεί στους πελάτες 95 % του συνόλου των μισθωμένων γραμμών αυτού του τύπου.»

6. Το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

α) η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που η πρόσβαση στις μισθωμένες γραμμές και η χρήση τους υπόκεινται σε περιορισμούς, σύμφωνα προς το κοινοτικό δίκαιο, αυτοί οι περιορισμοί επιβάλλονται από τις εθνικές κανονιστικές αρχές με ρύθμιση.

Απαγορεύεται η θέσπιση ή διατήρηση τεχνικών περιορισμών για τη διασύνδεση μισθωμένων γραμμών μεταξύ τους, ή για τη διασύνδεση μισθωμένων γραμμών με δημόσια τηλεπικοινωνιακά δίκτυα.»

β) στην παράγραφο 3α, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ως κατάσταση έκτακτης ανάγκης νοείται, εν προκειμένω, η εξαιρετική περίπτωση ανωτέρας βίας, όπως κακοκαιρία υπερβολικού βαθμού, σεισμός, πλημμύρα, κεραυνός ή πυρκαγιά.»

γ) στην παράγραφο 4, το πρώτο εδάφιο και η υποσημείωση 1, αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι προϋποθέσεις πρόσβασης σχετικά με τον τερματικό εξοπλισμό θεωρείται ότι πληρούνται όταν ο τερματικός εξοπλισμός είναι σύμφωνος προς τις οριζόμενες προϋποθέσεις έγκρισης για τη σύνδεσή του με το τερματικό σημείο του δικτύου της κατηγορίας της οικείας μισθωμένης γραμμής, σύμφωνα με τις οδηγίες 91/263/ΕΟΚ (*) ή 93/97/ΕΟΚ (**).

(*) ΕΕ αριθ. L 128 της 23. 5. 1991, σ. 1.

(**) ΕΕ αριθ. L 290 της 24. 11. 1993, σ. 1.».

7. Το άρθρο 7 τροποποείται ως εξής:

α) παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν την παροχή των συμπληρωματικών κατηγοριών μισθωμένων γραμμών που περιγράφονται στο παράρτημα III, λαμβάνοντας υπόψη τη ζήτηση της αγοράς και την πρόοδο των εργασιών τυποποίησης.»

β) η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3. Οι τροποποιήσεις που απαιτούνται για την προσαρμογή των παραρτημάτων II και III στις νέες τεχνικές εξελίξεις και στις μεταβολές της ζήτησης της αγοράς, συμπεριλαμβανομένης της ενδεχόμενης διαγραφής ορισμένων κατηγοριών μισθωμένων γραμμών από τα Παραρτήματα, θεσπίζονται από την Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 10 της οδηγίας 90/387/ΕΟΚ, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση ανάπτυξης των εθνικών δικτύων.»

8. Στο άρθρο 8, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2. Η εθνική κανονιστική αρχή διασφαλίζει ότι οι οργανισμοί που έχουν κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο α) τηρούν την αρχή της μη διακρίσεως όταν παρέχουν μισθωμένες γραμμές. Οι οργανισμοί αυτοί εφαρμόζουν ανάλογους όρους σε ανάλογες περιπτώσεις σε οργανισμούς που παρέχουν ανάλογες υπηρεσίες, και παρέχουν μισθωμένες γραμμές σε άλλους οργανισμούς με τους ίδιους όρους και με το ίδιο επίπεδο ποιότητας με αυτές που παρέχουν για τις δικές τους υπηρεσίες, ή για τις υπηρεσίες των θυγατρικών τους εταιρειών, ή για τις υπηρεσίες των εταίρων τους, ανάλογα με την περίπτωση.»

9. Το άρθρο 9 καταργείται.

10. Το άρθρο 10 τροποποείται ως εξής:

α) η παράγραφος 1α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α) τα τιμολόγια των μισθωμένων γραμμών πρέπει να είναι ανεξάρτητα από τον τύπο της εφαρμογής που χρησιμοποιούν οι χρήστες μισθωμένων γραμμών, με την επιφύλαξη της αρχής της μη διακρίσεως που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2.»

β) στην παράγραφο 2, στοιχείο β), το σημείο iii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«iii) όταν δεν είναι δυνατόν να βρεθούν ούτε άμεσοι ούτε έμμεσοι δείκτες για τον καταλογισμό του κόστους, η κατηγορία κόστους προσδιορίζεται βάσει ενός γενικού δείκτη ο οποίος υπολογίζεται με τη χρήση του λόγου μεταξύ όλων των δαπανών που αφορούν άμεσα ή καταλογίζονται, αφενός, στις μισθωμένες γραμμές και, αφετέρου, στις άλλες υπηρεσίες.»

γ) προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4. Η εθνική κανονιστική αρχή δεν εφαρμόζει τις απαιτήσεις της παράγραφου 1 όταν ένας οργανισμός δεν κατέχει σημαντική θέση στην αγορά παροχής συγκεκριμένων υπηρεσιών στον τομέα των μισθωμένων γραμμών σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.

Η εθνική κανονιστική αρχή μπορεί να αποφασίζει να μην εφαρμόζει τις απαιτήσεις της παράγραφου 1 σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή όταν έχει εξακριβώσει ότι υφίσταται πραγματικός ανταγωνισμός στην αντίστοιχη αγορά των μισθωμένων γραμμών, που μαρτυρούν οι τιμολογήσεις οι οποίες ήδη εκπληρούν αυτές τις προϋποθέσεις.»

11. Το άρθρο 11 τροποποιείται ως εξής:

α) η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή την εθνική κανονιστική αρχή ή αρχές που είναι αρμόδιες για την εκπλήρωση των καθηκόντων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή οποιαδήποτε αλλαγή των εθνικών κανονιστικών αρχών τους.»

β) παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α. Οι εθνικές κανονιστικές αρχές κοινοποιούν στην Επιτροπή τα ονόματα των οργανισμών παροχής μισθωμένων γραμμών οι οποίοι υπόκεινται στις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Η κοινοποίηση αυτή περιλαμβάνει, ανόλογα με την περίπτωση, τις κατηγορίες μισθωμένων γραμμών που υποχρεούται να παρέχει κάθε οργανισμός σε κάθε γεωγραφική περιοχή για να τηρεί τις απαιτήσεις του άρθρου 1, καθώς και τις περιπτώσεις κατά τις οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 4, το άρθρο 10 παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται.»

γ) στην παράγραφο 2, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η εθνική κανονιστική αρχή τηρεί στη διάθεση της Επιτροπής και της υποβάλλει, κατόπιν σχετικής αιτήσεως, τα δεδομένα που αφορούν όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες περιορίστηκε η πρόσβαση σε μισθωμένες γραμμές ή η χρήση τους, καθώς και λεπτομέρειες σχετικά με τα ληφθέντα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των λόγων για τους οποίους ελήφθησαν.»

12. Το άρθρο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 14 Έκθεση Η Επιτροπή εξετάζει την λειτουργία της παρούσας οδηγίας και υποβάλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, για πρώτη φορά το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 1999. Η έκθεση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στις πληροφορίες που παρέχουν τα κράτη μέλη στην Επιτροπή και στην επιτροπή παροχής ανοικτού δικτύου. Η έκθεση περιλαμβάνει αξιολόγηση της ανάγκης συνέχισης της παρούσας οδηγίας, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη προς ένα πλήρως ανταγωνιστικό περιβάλλον. Όταν αυτό απαιτείται, μπορούν να προτείνονται στην έκθεση περαιτέρω μέτρα για την προσαρμογή της παρούσας οδηγίας.»

13. Το παράρτημα I τροποποιείται ως εξής:

α) η υποσημείωση 1 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

«(1) ΕΕ αριθ. L109 της 26. 4. 1983, σ. 8 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 94/10/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ αριθ. L100 της 19. 4. 1994, σ. 30).»

β) στο τμήμα Δ, οι παράγραφοι 1, 2, 3, 5 και 6 καταργούνται 7 γ) το τμήμα Ε αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ε. Προϋποθέσεις προσαρτήσεως του τερματικού εξοπλισμού Οι πληροφορίες σχετικά με τις προϋποθέσεις προσαρτήσεως πρέπει να περιλαμβάνουν πλήρη επισκόπηση των απαιτήσεων τις οποίες πρέπει να πληροί ο τερματικός εξοπλισμός που προσαρτάται στη συγκεκριμένη μισθωμένη γραμμή, σύμφωνα με την οδηγία 91/263/ΕΟΚ ή την οδηγία 93/97/ΕΟΚ.».

14. Το παράρτημα II της παρούσας οδηγίας προστίθεται ως παράρτημα III.

Άρθρο 3

Μεταγραφή

1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία όχι αργότερα από τις 31 Δεκεμβρίου 1997. Ενημερώνουν αμέσως των Επιτροπή σχετικά.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα κείμενα των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 4

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 5

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, . . .

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Ο Πρόεδρος Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος

(1) ΕΕ αριθ. C 62 της 1. 3. 1996, σ. 3.

(2) Γνώμη του διατυπώθηκε στις 25 Απριλίου 1996 (ΕΕ αριθ. C 204 της 15. 7. 1996, σ. 14).

(3) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Μαΐου 1996 (ΕΕ αριθ. C 166, της 10. 6. 1996, σ. 91), κοινή θέση του Συμβουλίου της 12ης Σεπτεμβρίου 1996 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της . . . (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4) ΕΕ αριθ. L 192 της 24. 7. 1990, σ. 1.

(5) ΕΕ αριθ. L 165 της 19. 6. 1992, σ. 27 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 94/439/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ αριθ. L 181 της 15. 7. 1994, σ. 40).

(6) ΕΕ αριθ. C 213 της 6. 8. 1993, σ. 1.

(7) ΕΕ αριθ. C 379 της 31. 12. 1994, σ. 4.

(8) ΕΕ αριθ. C 150 της 31. 5. 1993, σ. 39.

(9) ΕΕ αριθ. C 151 της 19. 6. 1995, σ. 479.

(10) ΕΕ αριθ. C 258 της 3. 10. 1995, σ. 1.

(11) ΕΕ αριθ. C 205 της 25. 7. 1994, σ. 551.

(12) ΕΕ αριθ. C 48 της 16. 2. 1994, σ. 1.

(1) ΕΕ αριθ. L 74 της 23. 3. 1996, σ. 13.

(1) ΕΕ αριθ. L 128 της 23. 5. 1991, σ. 1 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 93/68/ΕΟΚ (ΕΕ αριθ. L 220 της 30. 8. 1993, σ. 1).

(2) ΕΕ αριθ. L 290 της 24. 11. 1993, σ. 1.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Πλαίσιο αναφοράς για την εφαρμογή των προϋποθέσεων παροχής ανοικτού δικτύου Οι προϋποθέσεις παροχής ανοικτού δικτύου, όπως ορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 8, πρέπει να εφαρμόζονται σύμφωνα με το ακόλουθο πλαίσιο αναφοράς, λαμβάνοντας υπόψη τους σχετικούς κανόνες της συνθήκης:

1. Εναρμονισμένα τεχνικά χαρακτηριστικά των διεπαφών και/ή των λειτουργιών δικτύου Κατά την κατάρτιση των προϋποθέσεων παροχής ανοικτού δικτύου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ακόλουθο σύστημα για τον καθορισμό των προδιαγραφών για τις τεχνικές διεπαφές και/ή τις λειτουργιές δικτύου:

- για τις υφιστάμενες υπηρεσίες και δίκτυα, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι υφιστάμενες προδιαγραφές διεπαφών,

- για εντελώς νέες υπηρεσίες ή για τη βελτίωση υφιστάμενων υπηρεσιών, θα πρέπει επίσης να χρησιμοποιούνται, κατά το δυνατόν, οι υφιστάμενες προδιαγραφές διεπαφών. Εάν οι υφιστάμενες διεπαφές δεν είναι κατάλληλες, πρέπει να καθορίζονται βελτιώσεις και/ή νέες προδιαγραφές διεπαφών,

- για τα δίκτυα το οποία δεν έχουν ακόμη εισαχθεί αλλά για τα οποία έχει ήδη αρχίσει πρόγραμμα τυποποίησης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, κατά την ανάπτυξη νέων προδιαγραφών για τις διεπαφές και τις υπηρεσίες δικτύου, οι απαιτήσεις παροχής ανοικτού δικτύου, κατά την έννοια του άρθρου 3.

Κάθε φορά που τούτο είναι δυνατόν, οι προτάσεις για την παροχή ανοικτού δικτύου πρέπει να ευθυγραμμίζονται με τις διεξαγόμενες εργασίες των ευρωπαϊκών οργανισμών τυποποίησης, ιδίως δε του ETSI, και να λαμβάνουν επίσης υπόψη τους τις εργασίες των διεθνών οργανισμών τυποποίησης, όπως το ITU-T.

2. Εναρμονισμένες προϋποθέσεις παροχής και χρήσης Εάν απαιτείται, οι προϋποθέσεις παροχής και χρήσης πρέπει να καθορίζουν τις προϋποθέσεις πρόσβασης και παροχής υπηρεσιών.

α) οι προϋποθέσεις παροχής αφορούν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι υπηρεσίες παρέχονται στους χρήστες, μπορούν δε να περιλαμβάνουν:

- τη χαρακτηριστική προθεσμία παροχής,

- τη χαρακτηριστική προθεσμία επισκευής,

- την ποιότητα των υπηρεσιών, ιδίως τη δυνατότητα διάθεσης και την ποιότητα της μετάδοσης,

- τη συντήρηση και τη διαχείριση του δικτύου 7 β) οι προϋποθέσεις χρήσης που αφορούν τις προϋποθέσεις που ισχύουν για τους χρήστες, όπως:

- οι προϋποθέσεις πρόσβασης στο δίκτυο,

- οι προϋποθέσεις από κοινού χρήσης,

- οι προϋποθέσεις για την προστασία των προσωπικών στοιχείων και τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των επικοινωνιών, όταν αυτό είναι αναγκαίο.

3. Εναρμονισμένες αρχές τιμολόγησης Οι αρχές τιμολόγησης πρέπει να συμβιβάζονται με τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1.

Συγκεκριμένα, οι εν λόγω αρχές συνεπάγονται ότι:

- οι τιμές πρέπει να βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια και, έως ότου βάσει του ανταγωνισμού μειωθούν οι τιμές για τους χρήτες, να ορίζονται κατ' αρχήν βάσει του κόστους, υπό την προϋπόθεση ότι οι πραγματικές τιμές θα εξακολουθούν να καθορίζονται βάσει την εθνικής νομοθεσίας και δεν θα εξαρτώνται από τις προϋποθέσεις παροχής ανοικτού δικτύου. Εάν ένας οργανισμός δεν κατέχει πλέον σημαντική θέση στη συγκεκριμένη αγορά, η αρμόδια εθνική κανονιστική αρχή μπορεί να αγνοεί την υποχρέωση καθορισμού της τιμής βάσει του κόστους. Ένας από τους στόχους πρέπει να είναι ο καθορισμός αποτελεσματικών αρχών τιμολόγησης σε όλη την Κοινότητα, με την παράλληλη εξασφάλιση της παροχής γενικών υπηρεσιών στο σύνολο του πληθυσμού,

- οι τιμές πρέπει να είναι διαφανείς και να δημοσιεύονται δεόντως,

- προκειμένου να προσφέρεται στους χρήστες η επιλογή μεταξύ των διαφόρων επιμέρους χαρακτηριστικών μιας υπηρεσίας, και στο βαθμό που το επιτρέπει η τεχνολογία, η τιμολόγηση πρέπει να είναι αρκετά αναλυτική, σύμφωνα με τους περί ανταγωνισμού κανόνες της συνθήκης. Συγκεκριμένα, τα πρόσθετα χαρακτηριστικά που εισάγονται προκειμένου να παρασχεθούν ορισμένες συμπληρωματικές ειδικές υπηρεσίες πρέπει, κατά κανόνα, να τιμολογούνται χωριστά και ανεξάρτητα από τα συμπεριλαμβανόμενα χαρακτηριστικά και τη μεταφορά αυτή καθεαυτή,

- η τιμολόγηση πρέπει να είναι αμερόληπτη και να εξασφαλίζει ίση μεταχείριση, εξαιρουμένων των περιορισμών που είναι συμβατοί με το κοινοτικό δίκαιο.

Όλα τα τέλη για την πρόσβαση στις δυνατότητες ή υπηρεσίες του δικτύου πρέπει να τηρούν τις προαναφερόμενες αρχές καθώς και τους περί ανταγωνισμού κανόνες της συνθήκης. Επίσης, στα εν λόγω τέλη πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αρχή της ισότιμης συμμετοχής στο συνολικό κόστος των χρησιμοποιούμενων δυνατοτήτων και η ανάγκη μιας εύλογης απόδοσης των επενδύσεων, και όπου είναι δυνατό, η χρηματοδότηση της καθολικής υπηρεσίας σύμφωνα με την οδηγία περί των διασυνδέσεων (1).

Επιτρέπεται να υπάρχουν διαφορετικές τιμές, προκειμένου ιδίως να λαμβάνεται υπόψη η επιπλέον κίνηση κατά τη διάρκεια περιόδων αιχμής και η έλλειψη κίνησης κατά τη διάρκεια νεκρών περιόδων, με την προϋπόθεση ότι οι διαφορετικές αυτές τιμές δικαιολογούνται εμπορικά και δεν έρχονται σε αντίθεση με τις προαναφερόμενες αρχές.

4. Εναρμονισμένη προσέγγιση για την αριθμοδότηση/διευθυνσιοδότηση/απόδοση ονομασίας Η αριθμοδότηση/διευθυνσιοδότηση και, σε ορισμένες περιπτώσεις, η απόδοση ονομασίας προσφέρει την επιλογή του προορισμού ή των προορισμών, ή την επιλογή μιας υπηρεσίας, ενός φορέα υπηρεσιών ή ενός φορέα δικτύου.

Συνεπώς, η τήρηση μιας εναρμονισμένης προσέγγισης για τη αριθμοδότηση/διευθυνσιοδότηση και, όπου είναι απαραίτητο, την απόδοση ονομασίας αποτελεί βασικό στοιχείο για την εξασφάλιση της πανευρωπαϊκής διασύνδεσης από άκρο σε άκρο των χρηστών και της διαλειτουργικότητας των υπηρεσιών. Επιπλέον, η αριθμοδότηση/διευθυνσιοδότηση/απόδοση ονομασίας θα πρέπει να πραγματοποιείται κατά τρόπο θεμιτό, αναλογικό και συνεπή προς τις απαιτήσεις της ίσης μεταχείρισης όσον αφορά την πρόσβαση.

Προς το σκοπό αυτό, είναι ανάγκη να:

- εξασφαλίζεται η παροχή, βάσει εναρμονισμένων αρχών, κατάλληλου φάσματος αριθμών και διευθύνσεων, προθεμάτων και σύντομων κωδικών και, ανάλογα με την περίπτωση, κατάλληλων ονομασιών, για τις όλες δημόσιες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες,

εξασφαλίζεται ο συντονισμός των εθνικών θέσεων στους διεθνείς οργανισμούς και φορείς όπου λαμβάνονται αποφάσεις σχετικά με την αριθμοδότηση/δευθυνσιοδότηση/απόδοση ονομασίας, λαμβάνοντας υπόψη τις μελλοντικές πιθανές εξελίξεις στους τομείς αυτούς σε ευρωπαϊκό επίπεδο,

- εξασφαλίζεται ότι τα σχετικά εθνικά προγράμματα αριθμοδότησης/διευθυνσιοδότησης/απόδοσης ονομασίας θα παρακολουθούνται από την εθνική κανονιστική αρχή, ώστε να εξασφαλίζεται η ανεξαρτησία τους από τους οργανισμούς παροχής δημόσιων τηλεπικοινωνιακών δικτύων ή προσιτών στο κοινό τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών,

- εξασφαλίζεται ότι οι διαδικασίες χορήγησης ατομικών αριθμών/διευθύνσεων/ονομασιών, προθεμάτων και σύντομων κωδικών, και/ή φάσματος αριθμών/διευθύνσεων είναι διαφανείς, αμερόληπτες και έγκαιρες, και ότι η εν λόγω χορήγηση πραγματοποιείται με αντικειμενικότητα, διαφάνεια και αμεροληψία, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας,

- χορηγείται στις εθνικές κανονιστικές αρχές η δυνατότητα να καθορίζουν προϋποθέσεις για τη χρήση, στα προγράμματα αριθμοδότησης/διευθυνσιοδότησης, ορισμένων προθεμάτων ή σύντομων κωδικών, ιδίως όταν τα προθέματα ή οι κωδικοί αυτοί χρησιμοποιούνται κατά την παροχή υπηρεσιών προς το ευρύ κοινό (π.χ. υπηρεσία πληροφοριών καταλόγου, υπηρεσίες κλήσης έκτακτης ανάγκης), ή για να εξασφαλίζεται η ίση μεταχείριση όσον αφορά την πρόσβαση.

5. Πρόσβαση στις συχνότητες Τα κράτή μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι διατίθενται συχνότητες στις υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο. Η πρόσβαση στις συχνότητες που χορηγούνται μέσω αδειών ή άλλων εγκρίσεων πρέπει να τηρεί το ψήφισμα του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 1992, για την εφαρμογή στην Κοινότητα των αποφάσεων της ευρωπαϊκής επιτροπής ραδιοεπικοινωνιών (2).

(1) Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 34/96 η οποία θεσπίστηκε από το Συμβούλιο, στις 18 Ιουνίου 1996, για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διασύνδεση στο χώρο των τηλεπικοινωνιών προκειμένου να διασφαλισθεί καθολική υπηρεσία και διαλειτουργικότητα με εφαρμογή των αρχών παροχής ανοικτού δικτύου (ONP) (ΕΕ αριθ. Ψ 220 της 29. 7. 1996, σ. 13).

(2) ΕΕ αριθ. Ψ 318 της 4. 12. 1992, σ. 1.»

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

»

ΑΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Στις 10 Ιανουαρίου 1996, η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση για την τροποποίηση της οδηγίας-πλαισίου (90/387/ΕΟΚ) του Συμβουλίου περί παροχής ανοικτού δικτύου και της οδηγίας (92/44/ΕΟΚ) του Συμβουλίου περί μισθωμένων γραμμών, προκειμένου να τις προσαρμόσει στο ανταγωνιστικό περιβάλλον του τομέα των τηλεπικοινωνιών στο πλαίσιο της πλήρους φιλελευθεροποίησης του τομέα από την 1η Ιανουαρίου 1998.

Η πρόταση βασίζεται στο άρθρο 100 Α της συνθήκης ΕΚ.

2. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο γνωμοδότησε σε πρώτη ανάγνωση στις 22 Μαΐου 1996.

Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έδωσε τη γνώμη της στις 25 Απριλίου 1996.

Με βάση τις γνώμες αυτές, η Επιτροπή υπέβαλε τροποποιημένη πρόταση στις 31 Ιουλίου 1996.

3. Το Συμβούλιο καθόρισε την κοινή του θέση, βάσει του άρθρου 189 Β της συνθήκης, στις 12 Σεπτεμβρίου 1996.

ΙΙ. ΣΤΟΧΟΣ

Η πρόταση αυτή αποτελεί ουσιαστικό τμήμα της δέσμης κανονιστικής μεταρρύθμισης που απαιτείται προκειμένου να φιλελευθεροποιηθούν πλήρως οι υπηρεσίες και η υποδομή των τηλεπικοινωνιών από την 1η Ιανουαρίου 1998 και τροποποιεί δύο από τις βασικότερες ισχύουσες οδηγίες σχετικά με την παροχή ανοικτού δικτύου (ONP) με σκοπό να τις προσαρμόσει στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον.

Η σημαντικότερη τροποποίηση της οδηγίας-πλαισίου περί παροχής ανοικτού δικτύου αφορά τις διατάξεις που εξασφαλίζουν την ανεξαρτησία των εθνικών κανονιστικών αρχών (ΕΚΑ) και τον αποτελεσματικό διαρθρωτικό διαχωρισμό της κανονιστικής αρμοδιότητας απο τις δραστηριότητες που έχουν σχέση με την κυριότητα ή τον έλεγχο. Επιπλέον, έχει δοθεί έμφαση στην εναρμόνιση των όρων πρόσβασης και χρήσης των δημόσιων τηλεπικοινωνιακών δικτύων μέσω της τήρησης εθελούσιων προδιαγραφών.

Η οδηγία περί μισθωμένων γραμμών (92/44/ΕΟΚ) τροποποιήθηκε κυρίως για να εξασφαλιστεί ότι όλοι οι χρήστες σε κάθε κράτος μέλος θα έχουν πρόσβαση σε μισθωμένες γραμμές από έναν τουλάχιστον φορέα, υπό εναρμονισμένους όρους πρόσβασης και χρήσης. Ωστόσο, η υποχρέωση παροχής μισθωμένων γραμμών, επιβάλλεται μόνον σε φορείς με σημαντική θέση στην αγορά, εκτός εάν στη συγκεκριμένη αγορά μισθωμένων γραμμών δεν υπάρχει φορέας με σημαντική θέση στην αγορά.

Επιπλέον, η απαίτηση για τιμές οριζόμενες βάσει του κόστους, όπως ορίζεται στην οδηγία 92/44/ΕΟΚ, δεν ισχύει στις αγορές μισθωμένων γραμμών όπου υπάχρει ισχυρός ανταγωνισμός για την παροχή μισθωμένων γραμμών.

ΙΙΙ. Η ΚΟΙΝΗ ΘΕΣΗ

(Οι παραπομπές στις αιτιολογικές παραγράφους και τα άρθρα είναι αυτές που χρησιμοποιούνται στην κοινή θέση εκτός εάν αναφέρεται διαφορετικά).

1. Γενικές Παρατηρήσεις Η κοινή θέση του Συμβουλίου ευθυγραμμίζεται σε μεγάλο βαθμό με τους στόχους της πρότασης της Επιτροπής, προποποιώντας την όπου χρειάζεται ώστε να την ευθυγραμμίσει με την κοινή θέση για την οδηγία σχετικά με τη διασύνδεση (1), ιδίως όσον αφορά τους ορισμούς του άρθρου 2.

Όσον αφορά τις τροπολογίες που ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο στις περισσότερες περιπτώσεις υιοθέτησε τη γραμμή που ακολούθησε η Επιτροπή στην τροποποιημένη της πρόταση.

Στις περιπτώσεις όπου τροποποίησε την πρόταση της Επιτροπής ή δεν ενέκρινε τις προτεινόμενες από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τροπολογίες, η στάση του Συμβουλίου υπαγορεύθηκε από την ανάγκη:

- να εξασφαλιστεί συνοχή με τη σχετική κοινοτική νομοθεσία και ιδιαίτερα με την κοινή θέση για την οδηγία σχετικά με τη διασύνδεση, η οποία καθορίστηκε στις 18 Ιουνίου 1996,

- να διευκρινίσει το πεδίο εφαρμογής ορισμένων διατάξεων (π.χ. άρθρο 1 παράγραφος 2 της αναθεωρημένης οδηγίας 92/44/ΕΚ).

2. Ειδικές παρατηρήσεις i) Το Συμβούλιο συμπεριέλαβε στην κοινή του θέση τις τροπολογίες αριθ. 2, 4 (πρώτο μέρος) και 17 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καθώς και την τροπολογία αριθ. 9 εκτός από τις τρεις τελευταίες λέξεις της. Οι λέξεις που απορρίπτονται («με πλήρη αυτονομία») καλύπτονται ήδη από το πρώτο μέρος της αιτιολογικής σκέψης 8.

Επιπλέον, το Συμβούλιο δέχτηκε την αρχή που διέπει την τροπολογία αριθ. 13 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά την προσθήκη νέας παραγράφου 3 στο άρθρο 2 της αναθεωρημένης οδηγίας 92/44/ΕΟΚ, η οποία θα περιέχει τον ορισμό της «σημαντικής θέσης στην αγορά» μιας επιχείρησης, όπως συμφωνήθηκε στην κοινή θέση της οδηγίας για τη διασύνδεση.

ii) Ωστόσο, το Συμβούλιο δεν συμφώνησε με την αποδοχή από την Επιτροπή των ακόλουθων δύο τροπολογιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου:

τροπολογία αριθ. 10 (άρθρο 8 της οδηγίας 90/387/ΕΟΚ) και Τροπολογία αριθ. 14 (άρθρο 14 της οδηγίας 92/44/ΕΟΚ) Το Συμβούλιο θεωρεί ότι η προτεινόμενη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διατύπωση είναι περιττή δεδομένου η κοινή θέση προβλέπει ήδη ότι στην έκθεση της Επιτροπής για τη λειτουργία των δύο οδηγιών θα λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις προς την κατεύθυνση ενός πλήρως ανταγωνιστικού περιβάλλοντος (δηλαδή οι εξελίξεις στην αγορά).

Επιπλέον, όσον αφορά το δεύτερο μέρος της τροπολογίας αριθ. 10, το Συμβούλιο θεωρεί ότι η δυνατότητα σύστασης ευρωπαϊκής κανονιστικής αρχής δεν είναι σκόπιμο να εξεταστεί στην έκθεση για τη λειτουργία της οδηγίας-πλαισίου σχετικά με την παροχή ανοικτού δικτύου.

iii) Σημειωτέον επίσης ότι το Συμβούλιο συμπεριέλαβε στην κοινή του θέση ορισμένες νέες διατάξεις ή τροποποιήσεις της πρότασης της Επιτροπής.

Τα κύρια σημεία συνοψίζονται στη συνέχεια:

Αιτιολογικές σκέψεις Αιτιολογική σκέψη 4: σύμφωνα με τις διατάξεις της κοινής θέσης για την οδηγία σχετικά με τη διασύνδεση, προστέθηκε αναφορά στην κατανομή του καθαρού κόστους των υποχρεώσεων της καθολικής υπηρεσίας.

Αιτιολογική σκέψη 7: αυτή η νέα αιτιολογική παράγραφος είχε περιληφθεί ήδη στην κοινή θέση για την οδηγία σχετικά με τη διασύνδεση και τονίζει ότι η τροποποιητική αυτή οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις των άρθρων 36 και 56 της συνθήκης σχετικά με τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη και τη δημόσια ηθική.

Αιτιολογική σκέψη 8:

το Συμβούλιο θεώρησε απαραίτητο να διευκρινίσει ότι η απαίτηση για ανεξαρτησία των ΕΚΑ στο άρθρο 5 Α της οδηγίας 90/387/ΕΟΚ δεν θίγει τη θεσμική αυτονομία και τις συνταγματικές υποχρεώσεις των κρατών μελών ούτε τις διατάξεις του άρθρου 222 της συνθήκης.

Επιπλέον, οι αιτιολογικές σκέψεις 9, 11 και 14 τροποποιήθηκαν και προστέθηκε νέα αιτιολογική σκέψη 6 σύμφωνα με τις αλλαγές που έγιναν στα αντίστοιχα άρθρα. Οι αιτιολογικές παράγραφοι 6 και 21 της πρότασης της Επιτροπής απαλείφθηκαν διότι δεν αντιστοιχούσαν πλέον στο κείμενο της κοινής θέσης.

Οδηγία 90/387/ΕΟΚ Άρθρο 1, παράγραφος 3: το εδάφιο που αφορά την εγγύηση παροχής καθολικών υπηρεσιών τροποποιήθηκε ώστε να συμπεριλάβει αναφορά στην εξέλιξη των καθολικών υπηρεσιών.

Άρθρο 2: όπου ήταν δυνατόν, οι ορισμοί ευθυγραμμίστηκαν με τους ορισμούς της κοινής θέσης για την οδηγία σχετικά με τη διασύνδεση.

Άρθρο 3, παράγραφος 2: η παράγραφος 2 της οδηγίας-πλαισίου για την παροχή καθολικών υπηρεσιών τροποποιήθηκε σύμφωνα με τις αλλαγές που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο της οδηγίας για τη διασύνδεση όσον αφορά τον ορισμό των «βασικών απαιτήσεων».

Άρθρο 5, παράγραφος 2: απαλείφθηκε η μνεία προτύπων και προδιαγραφών που καταρτίζονται από διεθνείς οργανισμούς οι οποίοι είναι ευρέως αποδεκτοί στον τομέα, σύμφωνα με την οδηγία για τη διασύνδεση.

Άρθρο 5, παράγραφος 4 και άρθρο 5, παράγραφος 5:

η διαδικασία επιτροπολογίας της παραγράφου 4 που προέβλεπε συμβουλευτική επιτροπή βάσει του άρθρου 9 της οδηγίας-πλαισίου για την παροχή καθολικών υπηρεσιών τροποποιήθηκε ώστε να προβλέπει ρυθμιστική επιτροπή τύπου IIIα βάσει του άρθρου 10. Η διατύπωση της παραγράφου 5 τροποποιήθηκε αντιστοίχως.

Οδηγία 92/44/ΕΟΚ Άρθρο 1: η διατύπωση τροποποιήθηκε ώστε να διευκρινιστεί ότι, η περίπτωση όπου οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία αυτή δεν επιβάλλονται σε οργανισμούς χωρίς σημαντικη θέση στην αγορά, αφορά οργανισμούς στην αντίστοιχη αγορά μισθωμένων γραμμών. Επιπλέον, το κείμενο διευκρινίζει ότι, όταν δεν υφίστανται οργανισμοί με σημαντική θέση σε συγκεκριμένη αγορά μισθωμένων γραμμών, ισχύουν οι υποχρεώσεις της παραγράφου 1.

Άρθρο 2, παράγραφος 3: στην παράγραφο αυτή ορίζονται οι οργανισμοί με «σημαντική θέση στην αγορά» σύμφωνα με την οδηγία για τη διασύνδεση.

Άρθρο 2, παράγραφος 5: ο ορισμός του «τερματικού σημείου δικτύου» τροποποιήθηκε ώστε να διευκρινιστεί ότι η τεχνική εγκατάσταση του σημείου αυτού πρέπει να καθορίζεται από την εθνική κανονιστική αρχή.

Άρθρο 6, παράγραφος 1: η παράγραφος αυτή σχετικά με το ζήτημα των «ειδικών και αποκλειστικών δικαιωμάτων» αναδιατυπώθηκε ώστε να ευθυγραμμιστεί με το άρθρο 3 παράγραφος 3 της αναθεωρημένης οδηγίας 90/387/ΕΟΚ. (Προστέθηκε νέα αιτιολογική παράγραφος 6, που ανταποκρίνεται στον ίδιο στόχο).

Άρθρο 6, παράγραφος 3α: το κείμενο της οδηγίας 92/44/ΕΟΚ σχετικά με τις «βασικές απαιτήσεις» ευθυγραμμίστηκε με το κείμενο της κοινής θέσης για την οδηγία σχετικά με τη διασύνδεση.

Άρθρο 8, παράγραφος 4: η παράγραφος αυτή σχετικά με την παροχή πληροφοριών θεωρήθηκε περιττή στο πλαίσιο αυτό και λόγω της γενικής υποχρέωσης παροχής πληροφοριών που επιβάλλεται με γενικότερη διάταξη στο άρθρο 5α παράγραφος 4 της αναθεωρημένης οδηγίας 90/387/ΕΟΚ.

Άρρο 10, παράγραφος 1α: θεωρήθηκε χρήσιμο να διευκρινιστεί ότι η διατάξη αυτή δεν θίγει την αρχή της αμεροληψίας που ορίζεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2.

Άρθρο 10, παράγραφος 4: η παράγραφος αυτή προστέθηκε προκειμένου να διευκρινιστεί ότι οι αρχές τις παραγράφου 1 του άρθρου 10 όσον αφορά τον προσανατολισμό βάσει του κόστους δεν εφαρμόζονται όταν υφίσταται επαρκής πραγματικός ανταγωνισμός στην αντίστοιχη αγορά μισθωμένων γραμμών. Η πρώτη περίπτωση του τμήματος 3 του Παραρτήματος I και η αιτιολογική παράγραφος 14 τροποποιήθηκαν αντίστοιχα.

Παράρτημα I, τμήμα 3: στην παράγραφο αυτή που αφορά τα τέλη για την πρόσβαση στις δυνατότητες ή υπηρεσίες του δικτύου, προστέθηκε αναφορά στη χρηματοδότηση των καθολικών υπηρεσιών, σύμφωνα με την κοινή θέση για την οδηγία σχετικά με τη διασύνδεση.

Παράρτημα I, τμήμα 4: το περιεχόμενο των δύο πρώτων παραγράφων συνοψίστηκε και μεταφέρθηκε στην αιτιολογική παράγραφο 9. Συμπεριελήφθησαν αναφορές σε προθήματα και σύντομους κωδικούς και στην τέταρτη περίπτωση προστέθηκε αναφορά στην αρχή της αναλογικότητας. (Τροποποιήθηκε επίσης σχετικά η αιτιολογική παράγραφος 9).

Παράρτημα I, τμήμα 5: η παράγραφος αυτή σχετικά με την πρόσβαση στις συχνότητες προστέθηκε ώστε να ευθυγραμμιστεί το παράρτημα με τον ορισμό των προϋποθέσεων παροχής ανοικτού δικτύου του άρθρου 2.

iv) Σημειωτέων επίσης ότι, στο Συμβούλιο «Τηλεπικοινωνίες» της 27ης Ιουνίου 1996, η Επιτροπή αποσαφήνισε την έννοια της απαίτησης που θέτει το άρθρο 5 Α της αναθεωρημένης οδηγίας 90/387/ΕΟΚ για «αποτελεσματικό διαρθρωτικό διαχωρισμό της κανονιστικής αρμοδιότητας από τις δραστηριότητες που έχουν σχέση με την κυριότητα ή τον έλεγχο» κατά τον εξής τρόπο:

- Σύμφωνα με το άρθρο 189 της συνθήκης, η προτεινόμενη αναθεώρηση της οδηγίας 90/387/ΕΚ (συμπεριλαμβανομένου του νέου άρθρου 5 Α ορίζει ένα αποτέλεσμα προς επίτευξη αλλά αφήνει στις εθνικές αρχές την επιλογή της μορφής και των μεθόδων επίτευξης.

Σύμφωνα με το άρθρο 222 της συνθήκης, η οδηγία αυτή δεν θίγει κατά κανένα τρόπο τους κανόνες που διέπουν το σύστημα της κυριότητας στα κράτη μέλη.

Ο στόχος του αποτελεσματικού διαρθρωτικού διαχωρισμού μπορεί να επιτευχθεί με διάφορους τρόπους, ανάλογα με τις νομικές και διοικητικές παραδόσεις κάθε κράτους μέλους. Ενδεχόμενοι μηχανισμοί μπορεί να περιλαμβάνουν την ανάθεση των κανονιστικών και των λειτουργικών δραστηριοτήτων σε διαφορετικά υπουργεία, την ανάθεση των κανονιστικών δραστηριοτήτων σε ανεξάρτητη κανονιστική υπηρεσία ή την ανάθεση και των δύο δραστηριοτήτων σε ένα υπουργείο με τις δέουσες εγγυήσεις για την αποτελεσματικότητα του διαχωρισμού.

Αυτό σημαίνει ότι δίνεται έμφαση στην αποτελεσματικότητα του διαχωρισμού και όχι στη μορφή του. Προκειμένου να εξασφαλίσουν αποτελεσματικό διαχωρισμό, τα κράτη μέλη πρέπει κυρίως να βεβαιώνονται ότι:

- οι κανονιστικές αποφάσεις δεν επηρεάζονται από θέματα κυριότητας,

- το κανονιστικό όργανο δεν κοινοποιεί, στο όργανο που δρα ως μέτοχος ή κάτοχος του φορέα, τις εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες τις οποίες αποκτά κατά την επιτήρηση της αγοράς, εάν οι πληροφορίες αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα ένας κρατικός ή ελεγχόμενος από το κράτος φορέας.

- επιβάλλονται ειδικές ασφαλιστικές δικλείδες για κάθε μεταφορά προσωπικού από το κανονιστικό όργανο στο όργανο που δρα ως μέτοχος ή κάτοχος του φορέα και αντιστρόφως,

- οι δύο δραστηριότητες, η κανονιστική και η επιτήρηση/κυριότητα έχουν χωριστούς οικονομικούς λογαριασμούς, διοίκηση προσωπικού και δομές αναφοράς,

- κανένα μέλος του προσωπικού και των δύο οργάνων δεν αντιμετωπίζει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της εκπλήρωσης των στόχων του κράτους ως μετόχου/κατόχου και των στόχων ή των υποχρεώσεων του κράτους ως ρυθμιστή.

Οι προαναφερόμενες εγγυήσεις πρέπει να εκφράζονται από το καταστατικό καθώς και από την συμπεριφορά του κανονιστικού οργάνου.

(1) Κοινή θέση αριθ. 34/96, η οποία καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 18 Ιουνίου 1996, ενόψει της έκδοσης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το Συμβουλίου για τη διασύνδεση στο χώρο των τηλεπικοινωνιών, προκειμένου να διασφαλισθεί καθολική υπηρεσία και διαλειτουργικότητα με εφαρμογή των αρχών παροχής ανοικτού δικτύου (ONP) (ΕΕ αριθ. C 220 της 29. 7. 1996, σ. 13).

Top