EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017CJ0622

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 4ης Ιουλίου 2019.
Baltic Media Alliance Ltd. κατά Lietuvos radijo ir televizijos komisija.
Αίτηση του Vilniaus apygardos administracinis teismas για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Οδηγία 2010/13/ΕΕ – Υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων – Τηλεοπτική εκπομπή – Άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2 – Ελευθερία λήψης και αναμετάδοσης – Υποκίνηση εθνικού μίσους – Μέτρα του κράτους μέλους λήψης – Προσωρινή υποχρέωση των παρόχων υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων και των λοιπών προσώπων που παρέχουν, μέσω διαδικτύου, υπηρεσίες μετάδοσης προγράμματος τηλεοπτικών καναλιών ή τηλεοπτικών εκπομπών να μη μεταδίδουν ή αναμεταδίδουν εντός του κράτους μέλους αυτού το πρόγραμμα συγκεκριμένου καναλιού παρά μόνο στο πλαίσιο πακέτων με πρόσθετη χρέωση.
Υπόθεση C-622/17.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2019:566

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 4ης Ιουλίου 2019 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Οδηγία 2010/13/ΕΕ – Υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων – Τηλεοπτική εκπομπή – Άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2 – Ελευθερία λήψης και αναμετάδοσης – Υποκίνηση εθνικού μίσους – Μέτρα του κράτους μέλους λήψης – Προσωρινή υποχρέωση των παρόχων υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων και των λοιπών προσώπων που παρέχουν, μέσω διαδικτύου, υπηρεσίες μετάδοσης προγράμματος τηλεοπτικών καναλιών ή τηλεοπτικών εκπομπών να μη μεταδίδουν ή αναμεταδίδουν εντός του κράτους μέλους αυτού το πρόγραμμα συγκεκριμένου καναλιού παρά μόνο στο πλαίσιο πακέτων με πρόσθετη χρέωση»

Στην υπόθεση C‑622/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Vilniaus apygardos administracinis teismas (διοικητικό πρωτοδικείο του Βίλνιους, Λιθουανία) με απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Νοεμβρίου 2017, στο πλαίσιο της διαδικασίας

Baltic Media Alliance Ltd

κατά

Lietuvos radijo ir televizijos komisija,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του δευτέρου τμήματος, T. von Danwitz, C. Vajda (εισηγητή) και P. G. Xuereb, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: M. Aleksejev, προϊστάμενος μονάδας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Νοεμβρίου 2018,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Baltic Media Alliance Ltd, εκπροσωπούμενη από τον R. Audzevičius, advokatas, και από τον H. Stelmokaitis,

η Lietuvos radijo ir televizijos komisija, εκπροσωπούμενη από τους A. Iškauskas και J. Nikė, advokatai,

η Λιθουανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την K. Juodelytė, καθώς και από τους R. Dzikovič και D. Kriaučiūnas,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A. Steiblytė, καθώς και από τους G. Braun και S. L. Kalėda,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2010/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2010, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων (οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων) (ΕΕ 2010, L 95, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της BMA Media Alliance Ltd (στο εξής: BMA) και της Lietuvos radijo ir televizijos komisija (λιθουανικής επιτροπής ραδιοφώνου και τηλεόρασης) (στο εξής: LRTK), με αντικείμενο την από 18 Μαΐου 2016 απόφαση της εν λόγω αρχής (στο εξής: απόφαση της 18ης Μαΐου 2016), με την οποία επιβλήθηκε στους παρόχους υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων που δραστηριοποιούνται εντός της Λιθουανίας και στα λοιπά πρόσωπα που παρέχουν, μέσω διαδικτύου, στους Λιθουανούς καταναλωτές υπηρεσία μετάδοσης προγράμματος τηλεοπτικών καναλιών ή τηλεοπτικών εκπομπών η υποχρέωση να μη μεταδίδουν ή αναμεταδίδουν εντός της Λιθουανίας, για δώδεκα μήνες από την έναρξη ισχύος της αποφάσεως αυτής, το πρόγραμμα του καναλιού NTV Mir Lithuania παρά μόνο στο πλαίσιο πακέτων με πρόσθετη χρέωση.

Το νομικό πλαίσιο

Η ευρωπαϊκή σύμβαση για τη διασυνοριακή τηλεόραση

3

Το άρθρο 4 της ευρωπαϊκής σύμβασης για τη διασυνοριακή τηλεόραση, που υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 5 Μαΐου 1989, επιγράφεται «Ελευθερία λήψης και αναμετάδοσης» και ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα συμβαλλόμενα μέρη διασφαλίζουν την ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών[, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950], και εγγυώνται την ελευθερία λήψης, επιτρέποντας την αναμετάδοση, στην επικράτειά τους, των υπηρεσιών προγραμμάτων που συνάδουν με τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης.»

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 89/552/ΕΟΚ

4

Η τέταρτη, η ένατη, η δέκατη και η δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 1989, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ 1989, L 298, σ. 23), είχαν ως εξής:

«[…] το Συμβούλιο της Ευρώπης ενέκρινε την ευρωπαϊκή σύμβαση για τη διασυνοριακή τηλεόραση·

[…]

[…] οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών που εφαρμόζονται κατά την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων και καλωδιακής διανομής παρουσιάζουν διαφορές, ορισμένες από τις οποίες είναι δυνατό να παρεμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των σχετικών εκπομπών στην Κοινότητα και να προκαλούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της κοινής αγοράς·

[…] όλα αυτά τα εμπόδια στην ελεύθερη μετάδοση στο εσωτερικό της Κοινότητας πρέπει να εξαλειφθούν δυνάμει της συνθήκης.

[…]

[…] η υποχρέωση του κράτους μέλους καταγωγής να εξασφαλίζει τη συμμόρφωση των εκπομπών με την εθνική νομοθεσία, όπως συντονίζεται με την παρούσα οδηγία, επαρκεί, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, για τη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εν λόγω εκπομπών χωρίς να είναι αναγκαία η διενέργεια ενός δεύτερου ελέγχου για τους ίδιους λόγους στα κράτη μέλη λήψης των εκπομπών· […] παρ’ όλα αυτά, το κράτος μέλος λήψης μπορεί, σε εξαιρετικές περιστάσεις και καθορισμένες συνθήκες, να αναστέλλει προσωρινά την αναμετάδοση τηλεοπτικών εκπομπών.»

5

Το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής προέβλεπε τα κάτωθι:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την ελευθερία λήψεως και δεν εμποδίζουν την αναμετάδοση στο έδαφός τους των τηλεοπτικών εκπομπών που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, για λόγους που εμπίπτουν σε τομείς τους οποίους συντονίζει η παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη μπορούν να αναστέλλουν προσωρινά την αναμετάδοση τηλεοπτικών εκπομπών, αν συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:

[…]»

Η οδηγία 97/36/ΕΚ

6

Με την οδηγία 97/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997, για την τροποποίηση της οδηγίας 89/552 (ΕΕ 1997, L 202, σ. 60), αντικαταστάθηκε το άρθρο 2 της οδηγίας 89/552 με νέο κείμενο και προστέθηκε στην οδηγία 89/552 το άρθρο 2α, το οποίο όριζε, στις παραγράφους 1 και 2, τα ακόλουθα:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την ελευθερία λήψεως και δεν εμποδίζουν την αναμετάδοση στο έδαφός τους των τηλεοπτικών εκπομπών που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, για λόγους που εμπίπτουν σε τομείς τους οποίους συντονίζει η παρούσα οδηγία.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν προσωρινά να παρεκκλίνουν από την παράγραφο 1, αν συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

[…]»

Η οδηγία 2010/13

7

Η οδηγία 2010/13 κωδικοποίησε και αντικατέστησε την οδηγία 89/552, όπως είχε τροποποιηθεί με την οδηγία 2007/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2007 (ΕΕ 2007, L 332, σ. 27). Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 4, 5, 8, 26, 35, 36, 41, 43, 54 και 104 της οδηγίας 2010/13 έχουν ως εξής:

«(1)

Η οδηγία 89/552 […] έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα […] και ουσιωδώς. Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση της εν λόγω οδηγίας.

[…]

(4)

Ενόψει της εμφάνισης νέων τεχνολογιών για τη μετάδοση υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, το ρυθμιστικό πλαίσιο σχετικά με την άσκηση των τηλεοπτικών δραστηριοτήτων πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον αντίκτυπο των διαρθρωτικών αλλαγών, τη διάδοση των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών (ΤΠΕ) και των τεχνολογικών εξελίξεων σε επιχειρηματικά μοντέλα, ιδίως στη χρηματοδότηση της εμπορικής ραδιοτηλεόρασης, και θα πρέπει να εξασφαλίζει βέλτιστες συνθήκες ανταγωνιστικότητας και ασφάλειας δικαίου για τις ευρωπαϊκές τεχνολογίες πληροφοριών, τον κλάδο και τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων και, τέλος, τον σεβασμό της πολιτισμικής και γλωσσικής ποικιλομορφίας.

(5)

Οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων είναι ταυτοχρόνως πολιτιστικές και οικονομικές. Η αυξανόμενη σημασία που προσλαμβάνουν για τις κοινωνίες, τη δημοκρατία –ιδίως με την εγγύηση της ελευθερίας, της πληροφόρησης, της διαφορετικότητας των απόψεων και της πολυφωνίας–, την εκπαίδευση και τον πολιτισμό δικαιολογεί την εφαρμογή ειδικών κανόνων για τις εν λόγω υπηρεσίες.

[…]

(8)

Είναι σημαντικό τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε να αποτρέπονται οποιεσδήποτε πράξεις ενδέχεται να παραβλάψουν την ελεύθερη κυκλοφορία και την εμπορία των τηλεοπτικών προγραμμάτων ή προωθούν τη δημιουργία δεσποζουσών θέσεων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε περιορισμούς [του πλουραλισμού] και της ελευθερίας των τηλεοπτικών μεταδόσεων καθώς και της πληροφόρησης εν γένει.

[…]

(26)

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ο ορισμός του παρόχου υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων δεν θα πρέπει να καλύπτει φυσικά ή νομικά πρόσωπα που απλώς αναμεταδίδουν προγράμματα για τα οποία τη συντακτική ευθύνη φέρουν τρίτοι.

[…]

(35)

Ο καθορισμός σειράς πρακτικών κριτηρίων αποσκοπεί να προσδιορίσει, με εξαντλητική διαδικασία, το ένα και μόνο κράτος μέλος στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται κάποιος πάροχος υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών την οποία ρυθμίζει η παρούσα οδηγία. Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου […] και για να αποφευχθούν περιπτώσεις κενού δικαιοδοσίας, είναι σκόπιμη η παραπομπή στο κριτήριο της εγκατάστασης κατά την έννοια των άρθρων 49 έως 55 [ΣΛΕΕ] ως το τελικό κριτήριο για τον προσδιορισμό της δικαιοδοσίας ενός κράτους μέλους.

(36)

Η υποχρέωση του κράτους μέλους προέλευσης να εξασφαλίζει τη συμμόρφωση των τηλεοπτικών μεταδόσεων εκπομπών με το εθνικό δίκαιο, όπως συντονίζεται με την παρούσα οδηγία, επαρκεί, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, για τη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εν λόγω μεταδόσεων χωρίς να είναι αναγκαία η διενέργεια ενός δεύτερου ελέγχου για τους ίδιους λόγους στα κράτη μέλη λήψης των μεταδόσεων αυτών. Παρόλα αυτά, το κράτος μέλος λήψης μπορεί, σε εξαιρετικές περιστάσεις και υπό καθορισμένες συνθήκες, να αναστέλλει προσωρινά την αναμετάδοση τηλεοπτικών εκπομπών.

[…]

(41)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να εφαρμόζουν λεπτομερέστερους ή αυστηρότερους κανόνες στα πεδία που συντονίζει η παρούσα οδηγία όσον αφορά παρόχους υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων υπό τη δικαιοδοσία τους, φροντίζοντας οι κανόνες αυτοί να συνάδουν με τις γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου. Για να αντιμετωπισθούν οι καταστάσεις στις οποίες ένας τηλεοπτικός οργανισμός, ο οποίος εμπίπτει στη δικαιοδοσία ενός κράτους μέλους, παρέχει τηλεοπτική εκπομπή η οποία απευθύνεται στο σύνολό της ή κατά το μεγαλύτερο μέρος της προς την επικράτεια άλλου κράτους μέλους, η απαίτηση τα κράτη μέλη να συνεργάζονται το ένα με το άλλο και, σε περιπτώσεις καταστρατήγησης, η κωδικοποίηση της νομολογίας του Δικαστηρίου […], σε συνδυασμό με αποτελεσματικότερη διαδικασία, είναι η ενδεδειγμένη λύση που λαμβάνει υπόψη τις ανησυχίες των κρατών μελών χωρίς να αμφισβητείται η ορθή εφαρμογή της αρχής της χώρας προέλευσης. Η έννοια των κανόνων γενικού δημοσίου συμφέροντος έχει αναπτυχθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τα άρθρα 43 και 49 [ΕΚ] (νυν άρθρα 49 και 56 [ΣΛΕΕ]) και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, κανόνες για την προστασία των καταναλωτών, την προστασία των ανηλίκων και την πολιτική στον τομέα του πολιτισμού. Το αιτούν τη συνεργασία κράτος μέλος θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι οι συγκεκριμένοι εθνικοί κανόνες είναι αντικειμενικώς αναγκαίοι, εφαρμόζονται κατά τρόπο που δεν επιφέρει διακρίσεις και τηρούν την αρχή της αναλογικότητας.

[…]

(43)

Βάσει της παρούσας οδηγίας, παρά την εφαρμογή της αρχής της χώρας προέλευσης, τα κράτη μέλη δύνανται ακόμη να λαμβάνουν μέτρα περιορισμού της ελεύθερης διακίνησης των τηλεοπτικών εκπομπών, μόνον όμως υπό τους όρους και κατά τη διαδικασία που ορίζεται στην παρούσα οδηγία. Ωστόσο, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κάθε περιορισμός της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, όπως οι παρεκκλίσεις από ορισμένη θεμελιώδη αρχή της συνθήκης, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά […].

[…]

(54)

Τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να λαμβάνουν τα μέτρα που κρίνουν κατάλληλα κατά παρόχων υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων προερχόμενων από τρίτες χώρες, που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 2 της παρούσας οδηγίας, εφόσον συμβιβάζονται με το ενωσιακό δίκαιο και τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ένωσης.

[…]

(104)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, που είναι κυρίως η δημιουργία χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα για υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων με ταυτόχρονη εξασφάλιση υψηλού βαθμού προστασίας των στόχων γενικού συμφέροντος, ιδίως της προστασίας των ανηλίκων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας καθώς και της προώθησης δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορούν συνεπώς, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της παρούσας οδηγίας να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση δύναται να υιοθετήσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που προβλέπεται στο άρθρο 5 [ΣΕΕ]. […]»

8

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2010/13, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο Ι υπό τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει, στην παράγραφο 1 στοιχεία αʹ και γʹ έως στʹ, τα κάτωθι:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

“υπηρεσία οπτικοακουστικών μέσων”:

i)

υπηρεσία όπως ορίζεται στα άρθρα [56 και 57 ΣΛΕΕ], η οποία τελεί υπό τη συντακτική ευθύνη παρόχου υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, κύριος σκοπός της οποίας είναι η παροχή προγραμμάτων με σκοπό την ενημέρωση, την ψυχαγωγία ή την εκπαίδευση του ευρέως κοινού μέσω δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο α) της οδηγίας 2002/21/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με ένα κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία-πλαίσιο) (ΕΕ 2002, L 108, σ. 33)]. Οι εν λόγω υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων είναι είτε τηλεοπτικές εκπομπές, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο στοιχείο ε) της παρούσας παραγράφου, είτε κατά παραγγελία υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο στοιχείο ζ) της παρούσας παραγράφου·

[…]

[…]

γ)

“συντακτική ευθύνη”: η άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου όσον αφορά την επιλογή των προγραμμάτων και την οργάνωσή τους σε χρονολογικό προγραμματισμό εάν πρόκειται για τηλεοπτικές εκπομπές, ή σε κατάλογο εάν πρόκειται για κατά παραγγελία υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων. Η συντακτική ευθύνη δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά νομική ευθύνη δυνάμει του εθνικού δικαίου για το περιεχόμενο ή για τις παρεχόμενες υπηρεσίες·

δ)

“πάροχος υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων”: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει τη συντακτική ευθύνη για την επιλογή του οπτικοακουστικού περιεχομένου της υπηρεσίας οπτικοακουστικών μέσων και που καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο αυτό οργανώνεται·

ε)

“τηλεοπτική εκπομπή” (ήτοι γραμμική υπηρεσία οπτικοακουστικών μέσων): υπηρεσία οπτικοακουστικών μέσων που παρέχεται από πάροχο υπηρεσίας οπτικοακουστικών μέσων για ταυτόχρονη παρακολούθηση προγραμμάτων με βάση έναν προγραμματισμό μεταδόσεων·

στ)

“τηλεοπτικός οργανισμός”: ο πάροχος υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων που παρέχει τηλεοπτικές εκπομπές· […]»

9

Κατά το άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας 2010/13:

«1.   Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε όλες οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων οι οποίες μεταδίδονται από παρόχους υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων που υπάγονται στη δικαιοδοσία του, να τηρούν τους κανόνες δικαίου που ισχύουν σε αυτό το κράτος μέλος για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων που απευθύνονται στο κοινό.

2.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως πάροχοι υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων που υπάγονται στη δικαιοδοσία ενός κράτους μέλους νοούνται οποιοιδήποτε από τους ακόλουθους:

α)

εκείνοι οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος αυτό σύμφωνα με την παράγραφο 3· […]

[…]

3.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ένας πάροχος υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένος σε ένα κράτος μέλος στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

ο πάροχος υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων έχει τα κεντρικά γραφεία του σε αυτό το κράτος μέλος και οι συντακτικές αποφάσεις για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων λαμβάνονται στο κράτος μέλος αυτό·

β)

εάν ένας πάροχος υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων έχει τα κεντρικά γραφεία του σε ένα κράτος μέλος, αλλά οι συντακτικές αποφάσεις για την υπηρεσία οπτικοακουστικών μέσων λαμβάνονται σε άλλο κράτος μέλος, ο πάροχος αυτός θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος στο οποίο εργάζεται ένα σημαντικό τμήμα του προσωπικού του που ασχολείται με τη δραστηριότητα της υπηρεσίας οπτικοακουστικών μέσων. Εάν ένα σημαντικό τμήμα του προσωπικού του, το οποίο ασχολείται με τη δραστηριότητα της υπηρεσίας οπτικοακουστικών μέσων, εργάζεται σε καθένα από τα κράτη μέλη αυτά, ο πάροχος υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος όπου έχει τα κεντρικά γραφεία του. Εάν ένα σημαντικό τμήμα του προσωπικού που ασχολείται με τη δραστηριότητα της υπηρεσίας οπτικοακουστικών μέσων, δεν εργάζεται σε κανένα από αυτά τα κράτη μέλη, ο πάροχος υπηρεσιών μέσων θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος στο οποίο άρχισε, για πρώτη φορά, τη δραστηριότητά του, σύμφωνα με το δίκαιο εκείνου του κράτους μέλους, εφόσον διατηρεί σταθερό και πραγματικό δεσμό με την οικονομία του κράτους μέλους αυτού·

γ)

εάν ένας πάροχος υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων έχει τα κεντρικά γραφεία του σε ένα κράτος μέλος, αλλά οι αποφάσεις για την υπηρεσία οπτικοακουστικών μέσων λαμβάνονται σε τρίτη χώρα, ή αντιστρόφως, θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένος στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, εφόσον ένα σημαντικό τμήμα του προσωπικού του το οποίο ασχολείται με τη δραστηριότητα της υπηρεσίας οπτικοακουστικών μέσων εργάζεται σε αυτό το κράτος μέλος.»

10

Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την ελευθερία λήψεως και δεν περιορίζουν την αναμετάδοση στο έδαφός τους υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, για λόγους που εμπίπτουν στα πεδία τα οποία διέπει η παρούσα οδηγία.

2.   Όσον αφορά τις τηλεοπτικές εκπομπές, τα κράτη μέλη μπορούν προσωρινά να παρεκκλίνουν από την παράγραφο 1, αν συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

μια τηλεοπτική εκπομπή προερχόμενη από άλλο κράτος μέλος παραβαίνει προφανώς, σοβαρώς και βαρέως το άρθρο 27 παράγραφοι 1 ή 2 ή/και το άρθρο 6·

β)

ο τηλεοπτικός οργανισμός παρέβη την (τις) διάταξη(-εις) του στοιχείου α) τουλάχιστον δύο φορές εντός των δώδεκα προηγούμενων μηνών·

γ)

το συγκεκριμένο κράτος μέλος έχει κοινοποιήσει, γραπτώς, στον τηλεοπτικό οργανισμό και στην Επιτροπή τις καταγγελλόμενες παραβάσεις, καθώς και τα μέτρα που σκοπεύει να λάβει σε περίπτωση νέας παράβασης·

δ)

οι διαβουλεύσεις με το κράτος μέλος μετάδοσης και την Επιτροπή δεν κατέληξαν σε φιλικό διακανονισμό, εντός 15 ημερών από την κοινοποίηση που προβλέπεται στο στοιχείο γ), και η καταγγελλόμενη παράβαση εξακολουθεί.

Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση των μέτρων που λαμβάνει το κράτος μέλος, η Επιτροπή αποφασίζει αν τα μέτρα συμβιβάζονται προς το δίκαιο της Ένωσης. Εάν αποφασίσει ότι τα μέτρα δεν συμβιβάζονται προς το δίκαιο της Ένωσης, ζητείται από το κράτος μέλος να άρει κατεπειγόντως τα εν λόγω μέτρα.»

11

Το άρθρο 4, παράγραφοι 2 έως 5, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα ακόλουθα:

«2.   Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα κράτος μέλος:

α)

κάνει χρήση της δυνατότητας που του παρέχεται μέσω της παραγράφου 1 για τη θέσπιση λεπτομερέστερων ή αυστηρότερων κανόνων γενικού δημοσίου συμφέροντος και

β)

εκτιμά ότι ένας τηλεοπτικός οργανισμός ο οποίος εμπίπτει στη δικαιοδοσία άλλου κράτους μέλους παρέχει τηλεοπτική εκπομπή η οποία κατευθύνεται στο σύνολό της ή κατά το μεγαλύτερο μέρος της στην επικράτειά του,

μπορεί να έλθει σε επαφή με το κράτος μέλος που έχει δικαιοδοσία προκειμένου να εξεύρουν αμοιβαία ικανοποιητική λύση σε προβλήματα που ανακύπτουν. Αφού λάβει τεκμηριωμένο αίτημα από το πρώτο κράτος μέλος, το κράτος μέλος που έχει δικαιοδοσία καλεί τον τηλεοπτικό οργανισμό να συμμορφωθεί προς τους εν λόγω κανόνες γενικού δημοσίου συμφέροντος. Το κράτος μέλος που έχει δικαιοδοσία ενημερώνει εντός δύο μηνών το πρώτο κράτος μέλος σχετικά με τα αποτελέσματα που είχε το αίτημά του. Οιοδήποτε των κρατών μελών μπορεί να ζητήσει από την επιτροπή επαφών που συστήνεται βάσει του άρθρου 29 να εξετάσει την υπόθεση.

3.   Το πρώτο κράτος μέλος μπορεί να λάβει μέτρα κατά του εν λόγω τηλεοπτικού οργανισμού στην περίπτωση που εκτιμήσει ότι:

α)

τα αποτελέσματα που επετεύχθησαν κατόπιν εφαρμογής της παραγράφου 2 δεν είναι ικανοποιητικά και

β)

ο εν λόγω τηλεοπτικός οργανισμός έχει εγκατασταθεί στο κράτος μέλος που έχει τη δικαιοδοσία με σκοπό να παρακάμψει τους αυστηρότερους κανόνες, στους τομείς που συντονίζει η παρούσα οδηγία, οι οποίοι θα ίσχυαν στην περίπτωσή του εάν είχε εγκατασταθεί στο πρώτο κράτος μέλος.

Τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι αντικειμενικώς αναγκαία, να εφαρμόζονται κατά τρόπο που δεν επιφέρει διακρίσεις και να είναι ανάλογα προς τους επιδιωκόμενους στόχους τους.

4.   Τα κράτη μέλη δύνανται να λαμβάνουν μέτρα κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3 μόνον εφόσον πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

α)

έχουν κοινοποιήσει στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο τηλεοπτικός οργανισμός, την πρόθεσή τους να λάβουν τα μέτρα αυτά θεμελιώνοντας επίσης τους λόγους στους οποίους στηρίζουν την εκτίμησή τους και

β)

η Επιτροπή έχει αποφασίσει ότι τα μέτρα είναι συμβατά με το ενωσιακό δίκαιο και ιδίως ότι οι εκτιμήσεις του κράτους μέλους το οποίο λαμβάνει τα εν λόγω μέτρα σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 είναι ορθώς θεμελιωμένες.

5.   Η Επιτροπή αποφασίζει εντός τριμήνου μετά την κοινοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο 4 στοιχείο α). Εάν η Επιτροπή αποφασίσει ότι τα μέτρα δεν είναι συμβατά με το κοινοτικό δίκαιο, το εν λόγω κράτος μέλος δεν λαμβάνει τα προτεινόμενα μέτρα.»

12

Κατά το άρθρο 6 της ίδιας οδηγίας:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν με τα ενδεδειγμένα μέσα ώστε οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων που παρέχονται από παρόχους υπό τη δικαιοδοσία τους να μην περιέχουν οποιαδήποτε πρόκληση μίσους βάσει φυλής, φύλου, θρησκείας ή εθνικότητας.»

Το λιθουανικό δίκαιο

13

Το άρθρο 19, παράγραφος 1, σημείο 3, του Lietuvos Respublikos visuomenės informavimo įstatymas (λιθουανικού νόμου για την πληροφόρηση του κοινού), της 2ας Ιουλίου 2006 (Žin., 2006, αριθ. 82‑3254), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο για τη διαφορά της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος για την πληροφόρηση του κοινού), το οποίο μεταφέρει το άρθρο 6 της οδηγίας 2010/13 στην εσωτερική έννομη τάξη, προβλέπει τα εξής:

«Απαγορεύεται η μετάδοση, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, υλικού

[…]

3)

που αποτελεί πολεμική προπαγάνδα, που υποκινεί σε πόλεμο ή σε μίσος, σε γελοιοποίηση ή σε ευτελισμό, που ενθαρρύνει τις διακρίσεις, τη βία ή τα αντίποινα εις βάρος ομάδας προσώπων ή μέλους της αντίστοιχης ομάδας, λόγω ηλικίας, φύλου, γενετήσιου προσανατολισμού, εθνοτικής καταγωγής, φυλής, εθνικότητας, ιθαγένειας, γλώσσας, καταγωγής, κοινωνικής θέσης, πεποιθήσεων, πίστης, απόψεων ή θρησκείας· […]».

14

Το άρθρο 33, παράγραφοι 11 και 12, του νόμου αυτού ορίζει τα κάτωθι:

«11.   Οι οργανισμοί οι οποίοι αναμεταδίδουν το πρόγραμμα τηλεοπτικών καναλιών, καθώς και όσα πρόσωπα παρέχουν στους Λιθουανούς καταναλωτές, μέσω διαδικτύου, υπηρεσίες μετάδοσης προγράμματος τηλεοπτικών καναλιών και/ή τηλεοπτικών εκπομπών που συνθέτουν πακέτα καναλιών προς αναμετάδοση και/ή μετάδοση μέσω διαδικτύου πρέπει να συμμορφώνονται με τους κανόνες της [LRTK] σχετικά με τη σύνθεση των πακέτων, να εγγυώνται το δικαίωμα των καταναλωτών για πληροφόρηση η οποία να χαρακτηρίζεται από αμεροληψία, πολυφωνία και πλουραλισμό, πολιτισμικό και γλωσσικό, και να διασφαλίζουν την αποτελεσματική προστασία των ανηλίκων από τις τυχόν επιβλαβείς συνέπειες των ενημερωτικών προγραμμάτων. Για χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών από την έκδοση της αποφάσεως στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 12, σημείο 1, του παρόντος άρθρου, το πρόγραμμα των τηλεοπτικών καναλιών που έχουν μεταδώσει υλικό το οποίο καταλαμβάνεται από την απαγόρευση του άρθρου 19, παράγραφος 1, σημείο 3, του [παρόντος νόμου] δεν επιτρέπεται να αναμεταδίδεται και/ή να μεταδίδεται μέσω διαδικτύου παρά μόνο στο πλαίσιο πακέτων με πρόσθετη χρέωση, ενώ απαγορεύεται, στην περίπτωση αυτή, οποιαδήποτε επιδότηση, στήριξη ή παραχώρηση σε σχέση με τα συγκεκριμένα πακέτα, το δε τίμημά τους δεν μπορεί να υπολείπεται του κόστους στο οποίο υποβλήθηκε ο πάροχος υπηρεσιών για την απόκτηση, την αναμετάδοση και/ή τη μετάδοση μέσω διαδικτύου των προγραμμάτων των καναλιών που περιλαμβάνονται στα πακέτα αυτά.

12.   Εφόσον η [LRTK] διαπιστώσει ότι, στο πρόγραμμα τηλεοπτικού καναλιού που αναμεταδίδεται και/ή μεταδίδεται μέσω διαδικτύου από κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κράτη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και άλλα ευρωπαϊκά κράτη τα οποία έχουν επικυρώσει την [ευρωπαϊκή σύμβαση για τη διασυνοριακή τηλεόραση] ή σε επιμέρους εκπομπές τέτοιου καναλιού έχει δημοσιευθεί, μεταδοθεί και διαδοθεί υλικό που καταλαμβάνεται από την απαγόρευση του άρθρου 19, παράγραφος 1, σημεία 1, 2 και 3, του [παρόντος νόμου]:

1)

εκδίδει απόφαση βάσει της οποίας το πρόγραμμα του συγκεκριμένου καναλιού μπορεί να μεταδίδεται μόνο στο πλαίσιο πακέτων με πρόσθετη χρέωση, και ενημερώνει σχετικά τους τηλεοπτικούς οργανισμούς και τα λοιπά πρόσωπα που παρέχουν στους Λιθουανούς καταναλωτές υπηρεσίες μετάδοσης προγράμματος τηλεοπτικών καναλιών και/ή τηλεοπτικών εκπομπών μέσω διαδικτύου·

2)

λαμβάνει αμελλητί τα μέτρα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 341 του [παρόντος] νόμου, ώστε να διασφαλίζεται η μετάδοση μόνον προγράμματος τηλεοπτικών καναλιών και/ή τηλεοπτικών εκπομπών που συνάδουν με τις απαιτήσεις του νόμου αυτού.

[…]»

15

Το άρθρο 341, παράγραφοι 1 και 3, του νόμου για την πληροφόρηση του κοινού μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2010/13. Το άρθρο 341, παράγραφος 1, του νόμου αυτού κατοχυρώνει στη Λιθουανία την ελευθερία λήψης υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, ειδικά από τα κράτη μέλη. Το άρθρο 341, παράγραφος 3, του εν λόγω νόμου ορίζει ότι η ελευθερία αυτή μπορεί «να ανασταλεί προσωρινά», εφόσον συντρέχουν τέσσερις προϋποθέσεις οι οποίες αντιστοιχούν σε εκείνες που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2010/13.

16

Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι το βασικό πακέτο είναι ένα σύνολο τηλεοπτικών καναλιών το οποίο δημιουργείται και προτείνεται στους καταναλωτές από τηλεοπτικό οργανισμό ή άλλο πρόσωπο που παρέχει στους καταναλωτές, μέσω διαδικτύου, υπηρεσίες μετάδοσης προγράμματος τηλεοπτικών καναλιών ή τηλεοπτικών εκπομπών, έναντι καταβολής συνδρομής. Το πακέτο με πρόσθετη χρέωση είναι ένα σύνολο καναλιών των οποίων τα προγράμματα μεταδίδονται στους καταναλωτές έναντι πληρωμής επιπλέον ποσού, που δεν υπολογίζεται στην τιμή του βασικού πακέτου.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17

Η BMA, εταιρία καταχωρισμένη στα μητρώα του Ηνωμένου Βασιλείου, έχει λάβει από το Office of Communications (Αρχή για τις επικοινωνίες, Ηνωμένο Βασίλειο) άδεια για τη μετάδοση του προγράμματος του τηλεοπτικού καναλιού NTV Mir Lithouania.

18

Η LRTK εξέδωσε, βάσει του άρθρου 33, παράγραφοι 11 και 12, σημείο 1, του νόμου για την πληροφόρηση του κοινού, την απόφαση της 18ης Μαΐου 2016. Η απόφαση αυτή στηρίχθηκε στο γεγονός ότι ένα πρόγραμμα που μεταδόθηκε στις 15 Απριλίου 2016 στο κανάλι NTV Mir Lithouania, με τίτλο «Ypatingas įvrakis. Tyrimas» (Έκτακτο συμβάν – Έρευνα), περιείχε υλικό το οποίο υποκινούσε σε εθνικό μίσος, όπερ απαγορεύεται από το άρθρο 19, παράγραφος 1, σημείο 3, του ως άνω νόμου.

19

Στις 22 Ιουνίου 2016 η LRTK εξέδωσε νέα απόφαση προς τροποποίηση της αποφάσεως της 18ης Μαΐου 2016. Κατάργησε την υποχρέωση μετάδοσης του προγράμματος NTV Mir Lithuania αποκλειστικώς στο πλαίσιο πακέτων με πρόσθετη χρέωση και αποφάσισε να κινήσει διαδικασία για την προσωρινή αναστολή της λήψης του προγράμματος του καναλιού αυτού, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 341, παράγραφος 3, του νόμου για την πληροφόρηση του κοινού. Στο πλαίσιο αυτό, ενημέρωσε την BMA για την παράβαση που είχε διαπιστωθεί με την απόφαση της 18ης Μαΐου 2016 και για τα μέτρα τα οποία σκόπευε να λάβει σε περίπτωση επανάληψής της. Η LRTK ενημέρωσε επίσης το Office of Communications (Αρχή για τις επικοινωνίες) σχετικά με την επίδικη παράβαση.

20

Την ίδια ημέρα, η BMA άσκησε ενώπιον του Vilniaus apygardos administracinis teismas (διοικητικού πρωτοδικείου του Βίλνιους, Λιθουανία) προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της 18ης Μαΐου 2016. Στο πλαίσιο αυτό, η BMA υποστήριξε, ειδικότερα, ότι η απόφαση εκείνη εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2010/13 και συνιστούσε εμπόδιο στην αναμετάδοση προγράμματος τηλεοπτικού καναλιού προερχόμενου από άλλο κράτος μέλος. Επομένως, οι λόγοι οι οποίοι δικαιολογούσαν το εμπόδιο αυτό και η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την έκδοση της σχετικής αποφάσεως θα έπρεπε να συνάδουν με τη συγκεκριμένη διάταξη. Κατά την άποψή της όμως, τούτο δεν ίσχυε εν προκειμένω.

21

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Vilniaus apygardos administracinis teismas (διοικητικό πρωτοδικείο του Βίλνιους) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Καλύπτει το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας [2010/13] μόνον τις περιπτώσεις όπου το κράτος μέλος λήψης προτίθεται να αναστείλει τη μετάδοση και/ή την αναμετάδοση τηλεοπτικών εκπομπών ή καλύπτει και κάθε μέτρο αυτού του κράτους μέλους, το οποίο έχει ως σκοπό να παρακωλύσει με άλλον τρόπο την ελεύθερη λήψη και την αναμετάδοση προγραμμάτων στο πλαίσιο υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων;

2)

Πρέπει η αιτιολογική σκέψη 8 και το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας [2010/13] να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν στο κράτος μέλος λήψης, εφόσον διαπιστώσει ότι, σε τηλεοπτικό πρόγραμμα που μεταδίδεται ή αναμεταδίδεται μέσω διαδικτύου από άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημοσιεύθηκε, μεταδόθηκε και διαδόθηκε υλικό όπως αυτό στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 6 της οδηγίας, να εκδώσει, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας, απόφαση όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 33, παράγραφοι 11 και 12, σημείο 1, του [λιθουανικού νόμου για την πληροφόρηση του κοινού], δηλαδή να επιβάλει προσωρινά σε όσους τηλεοπτικούς οργανισμούς δραστηριοποιούνται στο κράτος μέλος λήψης, καθώς και σε όσα πρόσωπα παρέχουν υπηρεσίες διανομής τηλεοπτικών προγραμμάτων μέσω του διαδικτύου, την υποχρέωση να μεταδίδουν και/ή να αναμεταδίδουν το επίμαχο τηλεοπτικό πρόγραμμα μόνο στο πλαίσιο πακέτων διαθέσιμων έναντι πρόσθετης χρέωσης;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του παραδεκτού

22

Η LRTK και η Λιθουανική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη.

23

Πρώτον, ισχυρίζονται ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα είναι υποθετικά. Πιο συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η LRTK, την ίδια ημέρα που η BMA άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, τροποποίησε την απόφαση της 18ης Μαΐου 2016, κατάργησε την υποχρέωση μετάδοσης του προγράμματος NTV Mir Lithuania αποκλειστικώς στο πλαίσιο πακέτων με πρόσθετη χρέωση και κίνησε διαδικασία αναστολής σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2010/13, η διαφορά της κύριας δίκης έχει καταστεί, κατά την άποψή τους, άνευ αντικειμένου, εφόσον η BMA δεν έχει πλέον κανένα συμφέρον να διαπιστωθεί δικαστικώς ο παράνομος χαρακτήρας της αποφάσεως εκείνης.

24

Υπενθυμίζεται επ’ αυτού ότι, κατά πάγια νομολογία, η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μηχανισμό συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, μέσω του οποίου το πρώτο παρέχει στα δεύτερα τα στοιχεία ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου που τους είναι αναγκαία για την επίλυση των διαφορών επί των οποίων καλούνται να αποφανθούν (πρβλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2016, Petruhhin, C‑182/15, EU:C:2016:630, σκέψη 18).

25

Από την ίδια νομολογία προκύπτει επίσης ότι ο εθνικός δικαστής, ο οποίος έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη για τη δικαστική απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί, είναι αποκλειστικώς αρμόδιος να εκτιμήσει, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, τόσο το αν η προδικαστική απόφαση είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το αν τα ερωτήματα τα οποία υποβάλλει στο Δικαστήριο είναι λυσιτελή. Κατά συνέπεια, εφόσον τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία κανόνα δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται κατ’ αρχήν να αποφανθεί (απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Wightman κ.λπ., C‑621/18, EU:C:2018:999, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26

Επομένως, τα ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης τεκμαίρονται λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα το οποίο τίθεται από εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που του είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβαλλόμενα ερωτήματα (απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Wightman κ.λπ., C‑621/18, EU:C:2018:999, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27

Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι, κατά πάγια νομολογία, ο δικαιολογητικός λόγος της προδικαστικής παραπομπής δεν έγκειται στη διατύπωση συμβουλευτικής γνώμης επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, αλλά στην ανάγκη αποτελεσματικής επίλυσης μιας ένδικης διαφοράς (απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Wightman κ.λπ., C‑621/18, EU:C:2018:999, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28

Στην προκειμένη περίπτωση, το αιτούν δικαστήριο εξήγησε με τη διάταξη περί παραπομπής ότι, παρά την τροποποίηση της αποφάσεως της 18ης Μαΐου 2016, με την οποία η LRTK κατάργησε τα προσβληθέντα από την BMA μέτρα, το ίδιο θα πρέπει να αποφανθεί αν η LRTK προσέβαλε, με την προαναφερθείσα απόφαση, τα δικαιώματα της εταιρίας αυτής και αν η απόφαση εκείνη ήταν νόμιμη κατά την ημερομηνία έκδοσής της.

29

Η BMA ισχυρίζεται συναφώς ότι η απόφαση της 18ης Μαΐου 2016 ίσχυε από τις 23 Μαΐου έως τις 27 Ιουνίου 2016, ότι είχε, στη διάρκεια της χρονικής αυτής περιόδου, επιζήμιες συνέπειες για την ίδια και ότι η LRTK, τροποποιώντας την εν λόγω απόφαση, δεν αναγνώρισε τον παράνομο χαρακτήρα της ούτε εξαφάνισε όσα αποτελέσματά της είχαν ήδη επέλθει. Η BMA επισημαίνει ακόμη ότι η διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα της αποφάσεως της 18ης Μαΐου 2016 θα απέτρεπε ιδίως τον κίνδυνο να επαναληφθεί η προβαλλόμενη παρανομία στο μέλλον.

30

Επομένως, συνάγεται ότι, εφόσον η κατάργηση από τη LRTK των προσβληθέντων από την BMA μέτρων κατά την ημερομηνία που ασκήθηκε η προσφυγή της κύριας δίκης δεν ικανοποίησε την εταιρία, υπάρχει πράγματι διαφορά η οποία εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

31

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν προκύπτει προδήλως ότι η διαφορά της κύριας δίκης έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, όπερ θα σήμαινε ότι τα προδικαστικά ερωτήματα είτε δεν έχουν καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς είτε αφορούν υποθετικό πρόβλημα.

32

Δεύτερον, η Λιθουανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ένα μέτρο όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, με το οποίο επιβάλλεται η υποχρέωση να μη μεταδίδεται, για χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών, το πρόγραμμα ενός τηλεοπτικού καναλιού παρά μόνο στο πλαίσιο πακέτων με πρόσθετη χρέωση, περιορίζει την πρόσβαση που έχουν στο κανάλι αυτό οι καταναλωτές εντός της εθνικής επικράτειας, χωρίς, ωστόσο, να αναστέλλει την αναμετάδοση μιας υπηρεσίας οπτικοακουστικών μέσων. Ως εκ τούτου, ένα τέτοιο μέτρο δεν εμπίπτει, κατά την άποψή της, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2010/13 και συνιστά αυτόνομο μέτρο το οποίο έχει ληφθεί βάσει του εθνικού δικαίου, με συνέπεια να μην είναι αναγκαία η ερμηνεία των διατάξεων της προαναφερθείσας οδηγίας.

33

Ως προς το σημείο αυτό, διαπιστώνεται ότι το ως άνω επιχείρημα δεν έχει σχέση με το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, αλλά άπτεται της ουσίας της υπόθεσης της κύριας δίκης και, πιο συγκεκριμένα, αποτελεί το αντικείμενο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1991, Society for the Protection of Unborn Children Ireland, C‑159/90, EU:C:1991:378, σκέψη 15).

34

Κατόπιν των ανωτέρω, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κρίνεται παραδεκτή.

Επί της ουσίας

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

35

Κατ’ αρχάς, πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα της LRTK και της Λιθουανικής Κυβέρνησης ότι ένα τηλεοπτικό κανάλι όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, του οποίου τα προγράμματα παράγονται σε τρίτο κράτος, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2010/13 και δεν μπορεί, συνεπώς, να επικαλεστεί υπέρ του την ελευθερία λήψης και αναμετάδοσης που καθιερώνεται με την οδηγία αυτή.

36

Η Λιθουανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, ειδικότερα, ότι τα προγράμματα του καναλιού NTV Mir Lithuania παράγονται από εταιρία με έδρα τη Ρωσία και ότι η BMA, η οποία είναι εγκατεστημένη στο Ηνωμένο Βασίλειο, παρέχει απλώς και μόνο μια υπηρεσία μετάδοσης του προγράμματος του καναλιού αυτού στη Λιθουανία, χωρίς να έχει οποιαδήποτε συντακτική ευθύνη για το περιεχόμενό του.

37

Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται ότι η οδηγία 2010/13, όπως καθίσταται σαφές από την αιτιολογική της σκέψη 35, θέτει μια σειρά ουσιαστικών κριτηρίων βάσει των οποίων καθορίζεται ποιο κράτος μέλος είναι αρμόδιο για κάθε πάροχο υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, όσον αφορά την παροχή των υπηρεσιών που καλύπτονται από την εν λόγω οδηγία.

38

Βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2010/13, υπάγονται στη δικαιοδοσία ενός κράτους μέλους οι πάροχοι υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, οι οποίοι θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένοι στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 του προαναφερθέντος άρθρου 2.

39

Πρώτον, ως προς την έννοια του «παρόχου υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων», αυτή καλύπτει, κατά τον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2010/13, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει συντακτική ευθύνη για την επιλογή του οπτικοακουστικού περιεχομένου της υπηρεσίας οπτικοακουστικών μέσων και καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο είναι οργανωμένη.

40

Η έννοια «συντακτική ευθύνη» ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της ίδιας οδηγίας ως «η άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου όσον αφορά την επιλογή των προγραμμάτων και την οργάνωσή τους σε χρονολογικό προγραμματισμό εάν πρόκειται για τηλεοπτικές εκπομπές, ή σε κατάλογο εάν πρόκειται για κατά παραγγελία υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων». Η άσκηση αυτού του ελέγχου οδηγεί στη λήψη συντακτικών αποφάσεων και στην ανάληψη της συνακόλουθης συντακτικής ευθύνης οι οποίες χαρακτηρίζουν τον πάροχο υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, όπως ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας.

41

Ως εκ τούτου, φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο σε κράτος μέλος θεωρείται ότι έχει την κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2010/13 συντακτική ευθύνη σε σχέση με τα προγράμματα ενός τηλεοπτικού καναλιού, όταν επιλέγει και οργανώνει τα προγράμματα του συγκεκριμένου καναλιού σε χρονική σειρά. Στην περίπτωση αυτή, αποτελεί πάροχο υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της ως άνω οδηγίας.

42

Αντιθέτως, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας 2010/13, ο ορισμός του παρόχου υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων αποκλείει τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που απλώς και μόνο μεταδίδουν προγράμματα για τα οποία τη συντακτική ευθύνη έχουν τρίτοι.

43

Όσον αφορά τους διάφορους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται συναφώς υπόψη, το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει λάβει άδεια από τον ρυθμιστικό φορέα κράτους μέλους, καίτοι ενδέχεται να συνιστά ένδειξη ότι το πρόσωπο αυτό έχει αναλάβει τη συντακτική ευθύνη για τα προγράμματα του αντίστοιχου τηλεοπτικού καναλιού, δεν μπορεί, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 40 των προτάσεών του, να είναι αποφασιστικής σημασίας, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έχει εναρμονίσει, στην οδηγία 2010/13, τη χορήγηση διοικητικών αδειών ή εγκρίσεων για την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων. Επιπλέον, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει την εξουσία της τελικής αποφάσεως για το ίδιο το παρεχόμενο οπτικοακουστικό υλικό, όπερ προϋποθέτει ότι έχει στη διάθεσή του επαρκείς υλικούς και ανθρώπινους πόρους ώστε να μπορεί να αναλάβει τη σχετική ευθύνη, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 43 έως 45 των προτάσεών του.

44

Δεύτερον, το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ έως γʹ, της οδηγίας 2010/13 απαριθμεί τις περιπτώσεις στις οποίες θεωρείται ότι ο πάροχος υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος και, ως εκ τούτου, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

45

Το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2010/13 ορίζει ότι ο πάροχος υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος εφόσον έχει εκεί τα κεντρικά γραφεία του και «οι συντακτικές αποφάσεις για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων λαμβάνονται στο κράτος μέλος αυτό».

46

Κατά συνέπεια, προκειμένου να κριθεί αν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2010/13, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, πρέπει να ελεγχθεί όχι μόνον αν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, το οποίο αναλαμβάνει τη συντακτική ευθύνη για τις παρεχόμενες υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων, έχει τα κεντρικά γραφεία του σε κράτος μέλος, αλλά και αν οι συντακτικές αποφάσεις σχετικά με τις ως άνω υπηρεσίες λαμβάνονται στο ίδιο κράτος μέλος.

47

Μολονότι ο έλεγχος αυτός συνιστά πραγματικό ζήτημα του οποίου η εξέταση άπτεται της αρμοδιότητας του αιτούντος δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί, ωστόσο, να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τα στοιχεία ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου που του είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλείται να αποφανθεί.

48

Στο πλαίσιο του ελέγχου για τον οποίο έγινε λόγος στη σκέψη 46 της παρούσας αποφάσεως, είναι σημαντικό να διερευνηθεί αν οι προαναφερθείσες στη σκέψη 40 συντακτικές αποφάσεις σχετικά με τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων λαμβάνονται στο κράτος μέλος όπου ο ενδιαφερόμενος πάροχος υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων έχει τα κεντρικά γραφεία του.

49

Επισημαίνεται, στο πλαίσιο αυτό, ότι ο τόπος όπου λαμβάνονται οι συντακτικές αποφάσεις σχετικά με τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων έχει σημασία και για την εφαρμογή των ουσιαστικών κριτηρίων που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας 2010/13.

50

Ειδικότερα, αφενός, από την πρώτη περίοδο του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2010/13 καθίσταται σαφές ότι «εάν ένας πάροχος υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων έχει τα κεντρικά γραφεία του σε ένα κράτος μέλος, αλλά οι συντακτικές αποφάσεις για την υπηρεσία οπτικοακουστικών μέσων λαμβάνονται σε άλλο κράτος μέλος, τότε ο πάροχος αυτός θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος στο οποίο εργάζεται ένα σημαντικό τμήμα του προσωπικού του που ασχολείται με τη δραστηριότητα της υπηρεσίας οπτικοακουστικών μέσων». Αφετέρου, το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι «εάν ένας πάροχος υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων έχει τα κεντρικά γραφεία του σε ένα κράτος μέλος, αλλά οι αποφάσεις για την υπηρεσία οπτικοακουστικών μέσων λαμβάνονται σε τρίτη χώρα, ή αντιστρόφως, θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένος στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, εφόσον ένα σημαντικό τμήμα του προσωπικού του το οποίο ασχολείται με τη δραστηριότητα της υπηρεσίας οπτικοακουστικών μέσων εργάζεται σε αυτό το κράτος μέλος».

51

Εξάλλου, όπως προκύπτει από την αντίστοιχη διατύπωση του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2010/13 και του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της ίδιας οδηγίας, ο τόπος όπου βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία του παρόχου υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, καθώς και ο τόπος όπου εργάζεται το προσωπικό το οποίο ασχολείται με τις δραστηριότητες των υπηρεσιών αυτών, έχουν επίσης σημασία για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων.

52

Από την ανάλυση που προεκτέθηκε στις σκέψεις 38 έως 51 της παρούσας αποφάσεως συνάγεται ότι η συντακτική ευθύνη για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων χαρακτηρίζει τον πάροχο των υπηρεσιών αυτών, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2010/13. Επιπλέον, ο τόπος όπου ο πάροχος υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων έχει τα κεντρικά γραφεία του, ο τόπος όπου λαμβάνονται οι συντακτικές αποφάσεις σχετικά με τις ως άνω υπηρεσίες, καθώς και, ενδεχομένως, ο τόπος όπου εργάζεται το προσωπικό το οποίο ασχολείται με τις δραστηριότητες των ίδιων αυτών υπηρεσιών συνιστούν κριτήρια που ασκούν επιρροή στο πλαίσιο του ελέγχου του ζητήματος αν, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 2010/13, ο συγκεκριμένος πάροχος είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος, με συνέπεια οι υπηρεσίες τις οποίες παρέχει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής. Αντιθέτως, το γεγονός ότι τα προγράμματα τηλεοπτικού καναλιού τα οποία μεταδίδονται σε κράτος μέλος παράγονται σε τρίτη χώρα στερείται σημασίας στο πλαίσιο αυτό.

53

Στη συνέχεια, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα της Λιθουανικής Κυβέρνησης ότι εφαρμοστέα είναι η λιθουανική νομοθεσία, εφόσον το πρόγραμμα του τηλεοπτικού καναλιού NTV Mir Lithuania προορίζεται αποκλειστικώς για τη Λιθουανία και η BMA έχει εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος, αντί της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, προκειμένου να καταστρατηγήσει τη νομοθεσία αυτή.

54

Αρκεί να επισημανθεί συναφώς ότι το άρθρο 4, παράγραφοι 2 έως 5, της οδηγίας 2010/13 προβλέπει ειδική διαδικασία για την αντιμετώπιση των περιπτώσεων στις οποίες τηλεοπτικός οργανισμός που υπάγεται στη δικαιοδοσία ενός κράτους μέλους μεταδίδει τηλεοπτική εκπομπή προοριζόμενη αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο για άλλο κράτος μέλος. Πράγματι, υπό την επιφύλαξη της τήρησης της διαδικασίας και των όρων που προβλέπονται από τη διάταξη εκείνη, το κράτος μέλος λήψης μπορεί να εφαρμόζει, ως προς έναν τέτοιο τηλεοπτικό οργανισμό, τους δικούς του κανόνες δημοσίου συμφέροντος ή άλλους αυστηρότερους κανόνες στους τομείς τους οποίους συντονίζει η εν λόγω οδηγία.

55

Εντούτοις, στην προκειμένη περίπτωση, δεν αμφισβητείται ότι η LRTK δεν ακολούθησε τη συγκεκριμένη διαδικασία για την έκδοση της αποφάσεως της 18ης Μαΐου 2016.

56

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ούτε το γεγονός ότι τα προγράμματα του τηλεοπτικού καναλιού NTV Mir Lithuania ενδέχεται να παράγονται σε τρίτη χώρα ούτε, εφόσον η Δημοκρατία της Λιθουανίας δεν τήρησε την ειδική διαδικασία που προβλέπεται στην οδηγία 2010/13, το γεγονός ότι το κανάλι αυτό, του οποίου ο πάροχος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, προορίζεται αποκλειστικώς για τη Λιθουανία, δεν απαλλάσσουν τη Δημοκρατία της Λιθουανίας από την εφαρμογή της προαναφερθείσας οδηγίας.

Επί του πρώτου ερωτήματος

57

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2010/13 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής ένα μέτρο δημόσιας τάξης που έχει ληφθεί από κράτος μέλος και συνίσταται στην επιβολή υποχρέωσης, στους παρόχους υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων των οποίων οι εκπομπές προορίζονται για το συγκεκριμένο κράτος μέλος, καθώς και στα λοιπά πρόσωπα που παρέχουν, μέσω διαδικτύου, στους καταναλωτές του εν λόγω κράτους μέλους υπηρεσία μετάδοσης προγράμματος τηλεοπτικών καναλιών ή τηλεοπτικών εκπομπών, να μη μεταδίδουν ή αναμεταδίδουν εντός του ίδιου αυτού κράτους μέλους, για περίοδο δώδεκα μηνών, το πρόγραμμα τηλεοπτικού καναλιού από άλλο κράτος μέλος παρά μόνο στο πλαίσιο πακέτων με πρόσθετη χρέωση.

58

Η απάντηση του Δικαστηρίου στο ερώτημα αυτό βασίζεται στην παραδοχή ότι η BMA, αποδέκτης των επίμαχων στην κύρια δίκη μέτρων, είναι πάροχος υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος διαφορετικό από τη Δημοκρατία της Λιθουανίας, ήτοι στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2010/13, βάσει των άρθρων της 1 και 2, όπερ πρέπει να ελέγξει το αιτούν δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις ενδείξεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 37 έως 52 της παρούσας αποφάσεως.

59

Αντιθέτως, στον βαθμό που τα λοιπά πρόσωπα τα οποία παρέχουν, μέσω διαδικτύου, στους Λιθουανούς καταναλωτές υπηρεσία μετάδοσης προγράμματος τηλεοπτικών καναλιών ή τηλεοπτικών εκπομπών δεν έχουν την ιδιότητα του «παρόχου υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2010/13, τα πρόσωπα αυτά δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας.

60

Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι οι πάροχοι υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στη Λιθουανία υπάγονται, όπως προκύπτει από το άρθρο 2 της οδηγίας 2010/13, στη δικαιοδοσία αυτού του κράτους μέλους, όπερ σημαίνει ότι το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της ίδιας οδηγίας δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωσή τους.

61

Για να δοθεί απάντηση στο πρώτο ερώτημα, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13 ορίζει ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την ελευθερία λήψης και δεν εμποδίζουν την αναμετάδοση, στην επικράτειά τους, υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων προερχόμενων από άλλα κράτη μέλη, για λόγους που άπτονται των τομέων τους οποίους συντονίζει η οδηγία, όπως είναι, μεταξύ άλλων, τα μέτρα κατά της υποκίνησης μίσους, στα οποία αναφέρεται το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής. Ως προς τις τηλεοπτικές εκπομπές, το άρθρο 3, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας επιτρέπει πάντως στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν προσωρινά από την παράγραφο 1 του άρθρου 3, υπό την επιφύλαξη της τήρησης ορισμένων ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων.

62

Από τη διάταξη περί παραπομπής συνάγεται ότι υπάρχει μια διαφωνία μεταξύ, αφενός, της BMA, και, αφετέρου, της LRTK και της Λιθουανικής Κυβέρνησης, αναφορικά με το περιεχόμενο του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2010/13. Ενώ η BMA υποστηρίζει ότι η διάταξη αυτή αφορά κάθε περιορισμό ο οποίος επιβάλλεται από το κράτος μέλος λήψης στην ελευθερία λήψης και αναμετάδοσης τηλεοπτικών εκπομπών, και ο οποίος πρέπει να εξομοιώνεται με «περιορισμό» κατά την έννοια του άρθρου 56 ΣΛΕΕ, η LRTK και η Λιθουανική Κυβέρνηση αντιτείνουν ότι η συγκεκριμένη διάταξη καλύπτει μόνον την περίπτωση πλήρους αναστολής της λήψης και της αναμετάδοσης τηλεοπτικών εκπομπών.

63

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της και οι σκοποί τους οποίους αυτή επιδιώκει, αλλά και το όλο πλαίσιό της, καθώς και το σύνολο των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης. Το ιστορικό θέσπισης μιας διάταξης του δικαίου της Ένωσης μπορεί επίσης να παρέχει στοιχεία που έχουν σημασία για την ερμηνεία της (βλ., ειδικότερα, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 50).

64

Όσον αφορά, πρώτον, το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2010/13, δεν καθίσταται δυνατό, από την ίδια τη διατύπωση της διάταξης, να προσδιοριστεί η φύση των μέτρων που αυτή καλύπτει.

65

Όσον αφορά, δεύτερον, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2010/13 και τους σκοπούς που επιδιώκει, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως παρατήρησε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 59 των προτάσεών του, η ως άνω οδηγία εξειδικεύει μεν, στον τομέα των υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ, δημιουργώντας, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική της σκέψη 104, «ένα χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα» για τις υπηρεσίες αυτές, πλην όμως λαμβάνονται ταυτόχρονα υπόψη η διττή, πολιτιστική και οικονομική, φύση των εν λόγω υπηρεσιών και η σημασία τους για τη δημοκρατία, την εκπαίδευση και τον πολιτισμό, στοιχεία που δικαιολογούν την εφαρμογή ειδικών κανόνων για τις ίδιες αυτές υπηρεσίες.

66

Εξάλλου, από την ένατη και τη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/552 προέκυπτε ότι τα εμπόδια τα οποία ο νομοθέτης της Ένωσης είχε θελήσει να εξαλείψει ήταν εκείνα που οφείλονταν στις υφιστάμενες διαφορές μεταξύ των εθνικών διατάξεων των κρατών μελών σε σχέση με την άσκηση των δραστηριοτήτων μετάδοσης και διανομής τηλεοπτικών προγραμμάτων. Συνεπώς, οι τομείς τους οποίους συντόνιζε η οδηγία εκείνη αφορούσαν μόνον την καθ’ εαυτήν τηλεοπτική μετάδοση, όπως οριζόταν στο άρθρο 1, στοιχείο αʹ, της προαναφερθείσας οδηγίας (πρβλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Mesopotamia Broadcast και Roj TV, C‑244/10 και C‑245/10, EU:C:2011:607, σκέψεις 31 και 32).

67

Από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 4 της οδηγίας 2010/13 καθίσταται σαφές ότι η οδηγία αυτή κωδικοποιεί την οδηγία 89/552 προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι νέες τεχνολογίες μετάδοσης υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων. Ως εκ τούτου, οι τομείς τους οποίους συντονίζει η οδηγία 2010/13 αφορούν μόνον την καθ’ εαυτήν παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων.

68

Όσον αφορά, τρίτον, το ιστορικό θέσπισης του άρθρου 3 της οδηγίας 2010/13, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 89/552, ως είχε αρχικώς, έκανε λόγο για δυνατότητα των κρατών μελών να «αναστέλλουν» προσωρινά την αναμετάδοση τηλεοπτικών εκπομπών στις περιπτώσεις στις οποίες πληρούνταν οι εκεί προβλεπόμενες προϋποθέσεις. Μολονότι ο νομοθέτης της Ένωσης προσέθεσε, κατά την τροποποίηση της οδηγίας 89/552 με την οδηγία 97/36, ένα νέο άρθρο 2α, το οποίο επαναλάμβανε κατ’ ουσίαν, στην παράγραφο 2, πρώτο εδάφιο, την αρχική διατύπωση του άρθρου, 2 παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 89/552, αντικαθιστώντας ωστόσο το ρήμα «αναστέλλουν» με το ρήμα «παρεκκλίνουν», δεν υφίσταται, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 57 των προτάσεών του, καμία ένδειξη στις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 97/36 ότι, με την τροποποίηση αυτή, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να επαναπροσδιορίσει τη φύση των μέτρων που καλύπτονται από τη διάταξη. Αντιθέτως, η δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/552 εξακολουθούσε να κάνει λόγο, παρά την ως άνω τροποποίηση, για δυνατότητα του κράτους μέλους λήψης να «αναστέλλει προσωρινά την αναμετάδοση τηλεοπτικών εκπομπών», διατύπωση η οποία απαντά πλέον στην αιτιολογική σκέψη 36 της οδηγίας 2010/13.

69

Θα πρέπει επίσης να προστεθεί ότι η ευρωπαϊκή σύμβαση για τη διασυνοριακή τηλεόραση, η οποία καταρτιζόταν κατά τον ίδιο χρόνο με την οδηγία 89/552 και στην οποία η οδηγία αυτή παραπέμπει με την τέταρτη αιτιολογική της σκέψη, επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη της, με το άρθρο 4, που περιέχει διάταξη αντίστοιχη με εκείνη του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13, την υποχρέωση «να εγγυώνται την ελευθερία λήψης» και να «μην εμποδίζουν την αναμετάδοση», στην επικράτειά τους, των υπηρεσιών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω σύμβασης και συνάδουν με τις διατάξεις της.

70

Το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης εμπνεύστηκε, όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13, από τη διατύπωση του άρθρου 4 της ευρωπαϊκής σύμβασης για τη διασυνοριακή τηλεόραση υποδηλώνει ότι οι όροι «ελευθερία λήψης» και «περιορίζουν» έχουν, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης οδηγίας, ειδικό νόημα, όχι τόσο ευρύ όσο η έννοια «περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών» στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ.

71

Πρέπει να τονιστεί συναφώς ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί, σε σχέση με την οδηγία 89/552, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/36, της οποίας το άρθρο 2α, παράγραφοι 1 και 2, αντιστοιχεί κατ’ ουσίαν στο άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2010/13, ότι η οδηγία 89/552 καθιέρωνε την αρχή της αναγνώρισης, από το κράτος μέλος λήψης, των ελεγκτικών καθηκόντων του κράτους μέλους προέλευσης, ως προς τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων των παρόχων οι οποίοι υπάγονταν στη δικαιοδοσία του τελευταίου (πρβλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Mesopotamia Broadcast και Roj TV, C‑244/10 και C‑245/10, EU:C:2011:607, σκέψη 35).

72

Το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει, ως προς το ζήτημα αυτό, ότι αποκλειστικώς αρμόδιο τόσο για τον έλεγχο της εφαρμογής του δικαίου του κράτους μέλους προέλευσης, το οποίο διέπει την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, όσο και για την τήρηση των διατάξεων της οδηγίας 89/552, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/36, είναι το κράτος μέλος προέλευσης των υπηρεσιών αυτών και ότι το κράτος μέλος λήψης δεν έχει εξουσία να ασκεί δικό του έλεγχο για λόγους που άπτονται των τομέων τους οποίους συντονίζει η εν λόγω οδηγία (πρβλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Mesopotamia Broadcast και Roj TV, C‑244/10 και C‑245/10, EU:C:2011:607, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

73

Αντιθέτως, η οδηγία 2010/13 δεν αποκλείει, κατ’ αρχήν, την εφαρμογή εθνικής ρύθμισης που επιδιώκει, γενικώς, σκοπό δημοσίου συμφέροντος χωρίς όμως να καθιερώνει δεύτερο έλεγχο των τηλεοπτικών εκπομπών, επιπλέον εκείνου τον οποίο οφείλει να πραγματοποιεί το κράτος μέλος εκπομπής (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 1997, De Agostini και TV-Shop, C‑34/95 έως C‑36/95, EU:C:1997:344, σκέψη 34)

74

Από την απόφαση της 9ης Ιουλίου 1997, De Agostini και TVShop (C‑34/95 έως C‑36/95, EU:C:1997:344), συνάγεται ότι ένα εθνικό μέτρο το επιδιώκει σκοπό δημοσίου συμφέροντος που διέπει ορισμένες πτυχές της μετάδοσης ή της διανομής υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2010/13, εκτός αν καθιερώνει δεύτερο έλεγχο των τηλεοπτικών εκπομπών, επιπλέον εκείνου τον οποίο οφείλει να πραγματοποιεί το κράτος μέλος εκπομπής.

75

Το Δικαστήριο έκρινε με τη σκέψη 50 της αποφάσεως της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Mesopotamia Broadcast και Roj TV (C‑244/10 και C‑245/10, EU:C:2011:607), ότι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 89/552, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/36, οι εθνικές ρυθμίσεις κράτους μέλους οι οποίες δεν αφορούν ειδικώς τη μετάδοση και τη διανομή προγραμμάτων και επιδιώκουν, γενικώς, σκοπό δημοσίου συμφέροντος, χωρίς όμως να εμποδίζουν την καθ’ εαυτήν αναμετάδοση, στην επικράτειά του, των υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη.

76

Εντούτοις, η σκέψη 50 της αποφάσεως της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Mesopotamia Broadcast και Roj TV (C‑244/10 και C‑245/10, EU:C:2011:607), δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένα εθνικό μέτρο αποτελεί εμπόδιο, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13, σε περίπτωση που η ρύθμιση βάσει της οποίας έχει ληφθεί διέπει ορισμένες πτυχές της μετάδοσης ή της διανομής υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, όπως τις πρακτικές λεπτομέρειες της μετάδοσης ή της διανομής των υπηρεσιών αυτών.

77

Δεν συνιστά τέτοιο εμπόδιο ένα εθνικό μέτρο το οποίο επιδιώκει, γενικώς, σκοπό δημόσιας τάξης και ρυθμίζει τις πρακτικές λεπτομέρειες διανομής του τηλεοπτικού προγράμματος ενός καναλιού στο κράτος μέλος λήψης, υπό την προϋπόθεση ότι οι πρακτικές αυτές λεπτομέρειες δεν εμποδίζουν την καθ’ εαυτήν αναμετάδοση του προγράμματος του εν λόγω καναλιού. Τούτο διότι ένα τέτοιο μέτρο δεν καθιερώνει δεύτερο έλεγχο επί του προγράμματος του τηλεοπτικού καναλιού, επιπλέον εκείνου τον οποίο οφείλει να πραγματοποιεί το κράτος μέλος εκπομπής.

78

Όσον αφορά το επίμαχο στην κύρια δίκη μέτρο, πρώτον, από τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν η LRTK και η Λιθουανική Κυβέρνηση προκύπτει ότι, με τη θέσπιση του άρθρου 33, παράγραφοι 11 και 12, σημείο 1, του νόμου για την πληροφόρηση του κοινού, βάσει του οποίου εκδόθηκε η απόφαση της 18ης Μαΐου 2016, ο εθνικός νομοθέτης θέλησε να καταπολεμήσει την ενεργή διάδοση πληροφοριών που απαξιώνουν το λιθουανικό κράτος και απειλούν την υπόστασή του ως κράτους, και επιδίωξε, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερα σημαντικής επιρροής της τηλεόρασης στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, να προστατεύσει την ασφαλή ροή των πληροφοριών στη Λιθουανία, αλλά και να διασφαλίσει και να διαφυλάξει το συμφέρον του κοινού για ορθή ενημέρωση. Οι πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται η συγκεκριμένη διάταξη είναι εκείνες που καλύπτονται από την απαγόρευση του άρθρου 19 του ίδιου νόμου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται κάθε υλικό που παρακινεί σε διά της βίας ανατροπή της λιθουανικής συνταγματικής τάξης και σε προσβολή της κυριαρχικής εξουσίας, της εδαφικής ακεραιότητας και της πολιτικής ανεξαρτησίας της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, μέσω πολεμικής προπαγάνδας, υποκίνησης σε πόλεμο, μίσος, γελοιοποίηση ή ευτελισμό και ενθάρρυνσης των διακρίσεων, της χρήσης βίας ή των αντιποίνων εις βάρος ομάδας προσώπων ή μέλους αντίστοιχης ομάδας λόγω, μεταξύ άλλων, της εθνικότητάς τους.

79

Με τις παρατηρήσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου, η LRTK διευκρίνισε ότι η απόφαση της 18ης Μαΐου 2016 ελήφθη επειδή ένα από τα προγράμματα τα οποία μεταδόθηκαν από το κανάλι NTV Mir Lithuania περιείχε ψευδείς πληροφορίες που υποκινούσαν σε εχθρότητα και εθνικό μίσος εις βάρος των βαλτικών χωρών, αναφορικά με τη φερόμενη συνέργεια Λιθουανών και Λετονών στο Ολοκαύτωμα και με τη φερόμενη ως εθνικιστική και νεοναζιστική εσωτερική πολιτική των βαλτικών χωρών, η οποία συνιστά, κατά το ίδιο πάντοτε τηλεοπτικό πρόγραμμα, απειλή για τη ρωσική εθνική μειονότητα που ζει στις χώρες αυτές. Η LRTK υποστηρίζει ότι το πρόγραμμα αυτό απευθυνόταν στοχευμένα στη ρωσόφωνη μειονότητα της Λιθουανίας και είχε ως σκοπό, μέσω διαφόρων τεχνικών προπαγάνδας, να επηρεάσει με αρνητικό και υπαινικτικό τρόπο τις απόψεις της κοινωνικής αυτής ομάδας σχετικά με την εσωτερική και εξωτερική πολιτική την οποία ακολουθούν η Δημοκρατία της Λιθουανίας, η Δημοκρατία της Εσθονίας και η Δημοκρατία της Λετονίας, να επιτείνει το χάσμα και την πόλωση στην κοινωνία και να αναδείξει την ένταση που έχουν δημιουργήσει στην Ανατολική Ευρώπη οι δυτικές χώρες και τον ρόλο της Ρωσικής Ομοσπονδίας ως θύματος.

80

Από τη δικογραφία ενώπιον του Δικαστηρίου δεν προκύπτει να έχουν αμφισβητηθεί οι ως άνω διαπιστώσεις, πρόκειται ωστόσο για ζήτημα το οποίο πρέπει να ελεγχθεί από το αιτούν δικαστήριο. Επί τη βάσει αυτή, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ένα μέτρο όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη επιδιώκει, γενικώς, σκοπό δημόσιας τάξης.

81

Δεύτερον, η LRTK και η Λιθουανική Κυβέρνηση εξήγησαν, με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, ότι η απόφαση της 18ης Μαΐου 2016, περί επιβολής στους παρόχους υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων των οποίων οι εκπομπές προορίζονταν για τη Λιθουανία, και στα λοιπά πρόσωπα που παρείχαν, μέσω διαδικτύου, στους Λιθουανούς καταναλωτές υπηρεσία μετάδοσης προγράμματος τηλεοπτικών καναλιών ή τηλεοπτικών εκπομπών, να μη μεταδίδουν ή να μην αναμεταδίδουν εντός της Λιθουανίας, για περίοδο δώδεκα μηνών, το πρόγραμμα του καναλιού NTV Mir Lithuania παρά μόνο στο πλαίσιο πακέτων με πρόσθετη χρέωση, ρύθμιζε αποκλειστικώς τις πρακτικές λεπτομέρειες της διανομής του προγράμματος του καναλιού αυτού στους Λιθουανούς καταναλωτές. Παράλληλα, δεν αμφισβητείται ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η απόφαση της 18ης Μαΐου 2016 δεν ανέστειλε ούτε απαγόρευσε την αναμετάδοση του προγράμματος του ίδιου αυτού καναλιού στη λιθουανική επικράτεια, δεδομένου ότι το πρόγραμμά του μπορούσε, παρά την ως άνω απόφαση, να συνεχίσει να μεταδίδεται νομίμως στη Λιθουανία και ότι οι Λιθουανοί καταναλωτές μπορούσαν πάντοτε να το παρακολουθούν, υπό την προϋπόθεση ότι γίνονταν συνδρομητές σε πακέτο με πρόσθετη χρέωση.

82

Κατά συνέπεια, ένα μέτρο όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη δεν εμποδίζει την καθ’ εαυτήν αναμετάδοση, εντός του κράτους μέλους λήψης, των προερχόμενων από άλλο κράτος μέλος τηλεοπτικών εκπομπών του τηλεοπτικού καναλιού εις βάρος του οποίου ελήφθη το μέτρο αυτό.

83

Ως εκ τούτου, ένα τέτοιο μέτρο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2010/13.

84

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2010/13 έχει την έννοια ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής ένα μέτρο δημόσιας τάξης που έχει ληφθεί από κράτος μέλος και συνίσταται στην επιβολή υποχρέωσης, στους παρόχους υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων των οποίων οι εκπομπές προορίζονται για το συγκεκριμένο κράτος μέλος, καθώς και στα λοιπά πρόσωπα που παρέχουν, μέσω διαδικτύου, στους καταναλωτές του εν λόγω κράτους μέλους υπηρεσία μετάδοσης προγράμματος τηλεοπτικών καναλιών ή τηλεοπτικών εκπομπών, να μη μεταδίδουν ή αναμεταδίδουν εντός του ίδιου αυτού κράτους μέλους, για περίοδο δώδεκα μηνών, το πρόγραμμα τηλεοπτικού καναλιού από άλλο κράτος μέλος παρά μόνο στο πλαίσιο πακέτων με πρόσθετη χρέωση, χωρίς όμως να εμποδίζεται η καθ’ εαυτήν αναμετάδοση, εντός του πρώτου κράτους μέλους, των τηλεοπτικών εκπομπών του προαναφερθέντος καναλιού.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

85

Λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.

Επί των δικαστικών εξόδων

86

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2010/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2010, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων (οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων), έχει την έννοια ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής ένα μέτρο δημόσιας τάξης που έχει ληφθεί από κράτος μέλος και συνίσταται στην επιβολή υποχρέωσης, στους παρόχους υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων των οποίων οι εκπομπές προορίζονται για το συγκεκριμένο κράτος μέλος, καθώς και στα λοιπά πρόσωπα που παρέχουν, μέσω διαδικτύου, στους καταναλωτές του εν λόγω κράτους μέλους υπηρεσία μετάδοσης προγράμματος τηλεοπτικών καναλιών ή τηλεοπτικών εκπομπών, να μη μεταδίδουν ή αναμεταδίδουν εντός του ίδιου αυτού κράτους μέλους, για περίοδο δώδεκα μηνών, το πρόγραμμα τηλεοπτικού καναλιού από άλλο κράτος μέλος παρά μόνο στο πλαίσιο πακέτων με πρόσθετη χρέωση, χωρίς όμως να εμποδίζεται η καθ’ εαυτήν αναμετάδοση, εντός του πρώτου κράτους μέλους, των τηλεοπτικών εκπομπών του προαναφερθέντος καναλιού.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η λιθουανική.

Top