Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017CJ0021

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 6ης Σεπτεμβρίου 2018.
    Catlin Europe SE κατά O.K. Trans Praha spol. s r. o.
    Αίτηση του Nejvyšší soud České republiky για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής – Κανονισμός (ΕΚ) 1896/2006 – Έκδοση διαταγής πληρωμής μαζί με την αίτηση εκδόσεως διαταγής πληρωμής – Έλλειψη μεταφράσεως της τελευταίας – Ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής κηρυχθείσα εκτελεστή – Αίτηση επανεξετάσεως μετά τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή αντιρρήσεων – Επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων – Κανονισμός (ΕΚ) 1393/2007 – Δυνατότητα εφαρμογής – Άρθρο 8 και παράρτημα II – Ενημέρωση του παραλήπτη για το δικαίωμά του να αρνηθεί την παραλαβή εισαγωγικού της δίκης εγγράφου που δεν έχει μεταφρασθεί – Παράλειψη χρήσεως του τυποποιημένου εντύπου – Συνέπειες.
    Υπόθεση C-21/17.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2018:675

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

    της 6ης Σεπτεμβρίου 2018 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής – Κανονισμός (ΕΚ) 1896/2006 – Έκδοση διαταγής πληρωμής μαζί με την αίτηση εκδόσεως διαταγής πληρωμής – Έλλειψη μεταφράσεως της τελευταίας – Ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής κηρυχθείσα εκτελεστή – Αίτηση επανεξετάσεως μετά τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή αντιρρήσεων – Επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων – Κανονισμός (ΕΚ) 1393/2007 – Δυνατότητα εφαρμογής – Άρθρο 8 και παράρτημα II – Ενημέρωση του παραλήπτη για το δικαίωμά του να αρνηθεί την παραλαβή εισαγωγικού της δίκης εγγράφου που δεν έχει μεταφρασθεί – Παράλειψη χρήσεως του τυποποιημένου εντύπου – Συνέπειες»

    Στην υπόθεση C‑21/17,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Nejvyšší soud (Ανώτατο Δικαστήριο, Τσεχική Δημοκρατία) με απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Ιανουαρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

    Catlin Europe SE

    κατά

    O.K. Trans Praha spol. s r.o.,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça, πρόεδρο τμήματος, E. Levits, A. Borg Barthet, M. Berger και F. Biltgen (εισηγητή), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    η O.K. Trans Praha spol. s r.o., εκπροσωπούμενη από τον M. Laipold, advokát,

    η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Β. Καρρά, Α. Δημητρακοπούλου, Μ. Τασσοπούλου και Ε. Τσαούση,

    η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Rocchitta, avvocato dello Stato,

    η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις M. Šimerdová και M. Heller,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Μαΐου 2018,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (ΕΕ 2006, L 399, σ. 1), καθώς και του κανονισμού (ΕΚ) 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις («επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων») και κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου (ΕΕ 2007, L 324, σ. 79).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Catlin Europe SE και της O.K. Trans Praha spol. s r.o. σχετικά με διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής.

    Το νομικό πλαίσιο

    Ο κανονισμός 1896/2006

    3

    Το άρθρο 7 του κανονισμού 1896/2006 προβλέπει τα εξής:

    «1.   Η αίτηση για ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής υποβάλλεται με το τυποποιημένο έντυπο Α που παρατίθεται στο Παράρτημα Ι.

    2.   Η αίτηση περιλαμβάνει:

    […]

    δ)

    την αιτία της διαφοράς, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής των πραγματικών περιστατικών στα οποία θεμελιώνεται η αξίωση και, ενδεχομένως, των αιτούμενων τόκων,

    ε)

    την περιγραφή των αποδεικτικών στοιχείων που υποστηρίζουν την αξίωση·

    […]».

    4

    Το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού έχει ως εξής:

    «Η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής εκδίδεται μαζί με αντίγραφο του εντύπου της αίτησης. […]»

    5

    Το άρθρο 16, παράγραφοι 1 έως 3, του ιδίου κανονισμού ορίζει τα εξής:

    «1.   Ο καθού μπορεί να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ενώπιον του δικαστηρίου προέλευσης […].

    2.   Η δήλωση αντιρρήσεων πρέπει να αποστέλλεται εντός 30 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης της διαταγής στον καθού.

    3.   Ο καθού δηλώνει στη δήλωση αντιρρήσεων ότι αμφισβητεί την αξίωση, χωρίς να πρέπει να προσδιορίζει τους σχετικούς λόγους.»

    6

    Το άρθρο 20 του κανονισμού 1896/2006, με τίτλο «Επανεξέταση σε έκτακτες περιπτώσεις», προβλέπει τα εξής:

    «1.   Μετά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 16, παράγραφος 2, ο καθού δικαιούται να ζητήσει την επανεξέταση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους προέλευσης, όταν:

    α)

    i)

    η διαταγή πληρωμής επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε με έναν από τους τρόπους που προβλέπονται στο άρθρο 14,

    και

    ii)

    η επίδοση ή κοινοποίηση δεν διενεργήθηκε εγκαίρως ώστε να είναι σε θέση ο καθού να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, χωρίς δική του υπαιτιότητα,

    ή

    β)

    ο καθού δεν είχε τη δυνατότητα να αντιταχθεί στην αξίωση για λόγους ανωτέρας βίας ή λόγω εκτάκτων περιστάσεων, χωρίς δική του υπαιτιότητα,

    εφόσον και στις δύο περιπτώσεις ενεργεί ταχέως.

    2.   Μετά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 16, παράγραφος 2, ο καθού δικαιούται επίσης να ζητήσει την επανεξέταση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους προέλευσης, όταν η έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ήταν προδήλως εσφαλμένη, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, ή λόγω άλλων εξαιρετικών περιστάσεων.

    3.   Εάν το δικαστήριο απορρίψει την αίτηση του καθού με βάση το ότι δεν ισχύει κανένας από τους λόγους επανεξέτασης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής παραμένει εν ισχύι.

    Εάν το δικαστήριο αποφασίσει ότι η επανεξέταση δικαιολογείται για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής καθίσταται άκυρη.»

    7

    Το άρθρο 26 του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

    «Όλα τα δικονομικά ζητήματα που δεν ρυθμίζονται ρητά με τον παρόντα κανονισμό διέπονται από το εθνικό δίκαιο.»

    8

    Υπό τον τίτλο «Σχέση με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1348/2000», το άρθρο 27 του κανονισμού 1896/2006 ορίζει τα εξής:

    «Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις [ΕΕ 2000, L 160, σ. 37].»

    9

    Το παράρτημα I του εν λόγω κανονισμού περιέχει το έντυπο A, με τίτλο «Αίτηση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής».

    10

    Το έντυπο E για την έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής περιλαμβάνεται στο παράρτημα V του ίδιου κανονισμού.

    Ο κανονισμός 1393/2007

    11

    Ο κανονισμός 1393/2007 έχει εφαρμογή, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, αυτού, σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όταν μια δικαστική ή εξώδικη πράξη πρέπει να διαβιβασθεί από ένα κράτος μέλος σε άλλο για να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί.

    12

    Το άρθρο 8 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Άρνηση παραλαβής της πράξης», ορίζει τα ακόλουθα:

    «1.   Η υπηρεσία παραλαβής ενημερώνει τον παραλήπτη, μέσω της έντυπης βεβαίωσης που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ, ότι μπορεί να αρνηθεί την παραλαβή κατά τη χρονική στιγμή της επίδοσης ή κοινοποίησης ή μπορεί να επιστρέψει την πράξη στην υπηρεσία παραλαβής εντός μιας εβδομάδας, εφόσον η πράξη που επιδίδεται ή κοινοποιείται δεν έχει συνταχθεί ή δεν συνοδεύεται από μετάφραση σε μία από τις ακόλουθες γλώσσες:

    α)

    σε γλώσσα την οποία ο παραλήπτης κατανοεί, ή

    β)

    στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή, εάν αυτό το κράτος έχει περισσότερες επίσημες γλώσσες, στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση ή η κοινοποίηση.

    2.   Εάν η υπηρεσία παραλαβής πληροφορηθεί ότι ο παραλήπτης αρνήθηκε να παραλάβει την πράξη σύμφωνα με την παράγραφο 1, ενημερώνει αμέσως την υπηρεσία διαβίβασης με την έντυπη βεβαίωση του άρθρου 10, και επιστρέφει την αίτηση και τις πράξεις των οποίων ζητείται η μετάφραση.

    3.   Εάν ο παραλήπτης αρνήθηκε να παραλάβει την πράξη βάσει της παραγράφου 1, τούτο μπορεί να θεραπευθεί μέσω της επίδοσης και κοινοποίησης στον παραλήπτη, βάσει του παρόντος κανονισμού, της πράξης συνοδευόμενης από μετάφραση σε μια από τις γλώσσες που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Στην περίπτωση αυτή, η ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης της πράξης είναι η ημερομηνία κατά την οποία η πράξη, συνοδευόμενη από μετάφραση, επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής. Όταν όμως, σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, μια πράξη πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί εντός τακτής προθεσμίας, λαμβάνεται υπόψη για τον αιτούντα η ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης του πρωτοτύπου της πράξης, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2.

    4.   Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 εφαρμόζονται και στους τρόπους διαβίβασης και επίδοσης ή κοινοποίησης δικαστικών πράξεων που προβλέπονται στο τμήμα 2.

    5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι διπλωματικοί ή προξενικοί υπάλληλοι, όταν η επίδοση ή η κοινοποίηση πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 13, ή η αρχή ή το πρόσωπο όταν η επίδοση ή η κοινοποίηση πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 14, ενημερώνουν τον παραλήπτη ότι μπορεί να αρνηθεί να παραλάβει την πράξη και ότι κάθε πράξη για την οποία υπάρχει άρνηση παραλαβής πρέπει να αποσταλεί στους συγκεκριμένους υπαλλήλους, αρχή ή πρόσωπο, αντιστοίχως.»

    13

    Το τυποποιημένο έντυπο, με τίτλο «Ενημέρωση του παραλήπτη για το δικαίωμά του να αρνηθεί την παραλαβή της πράξης», το οποίο εμφαίνεται στο παράρτημα II του κανονισμού 1393/2007, περιλαμβάνει την ακόλουθη αναφορά η οποία απευθύνεται στον παραλήπτη της πράξεως:

    «Έχετε δικαίωμα να αρνηθείτε την παραλαβή της πράξης εφόσον δεν είναι συνταγμένη ή δεν συνοδεύεται από μετάφραση σε γλώσσα την οποία κατανοείτε ή στην επίσημη γλώσσα του τόπου επίδοσης ή κοινοποίησης.

    Εάν επιθυμείτε να ασκήσετε αυτό το δικαίωμα, πρέπει είτε να δηλώσετε την άρνηση παραλαβής κατά τη χρονική στιγμή της επίδοσης ή κοινοποίησης απευθείας στο πρόσωπο που επιδίδει ή κοινοποιεί την πράξη, είτε να την επιστρέψετε εντός μιας εβδομάδας στη διεύθυνση που αναφέρεται κατωτέρω, δηλώνοντας ότι αρνείστε την παραλαβή της.»

    14

    Το τυποποιημένο αυτό έντυπο περιλαμβάνει επίσης «δήλωση του παραλήπτη» την οποία, σε περίπτωση που ο παραλήπτης αρνείται να παραλάβει την εν λόγω πράξη, καλείται να υπογράψει και η οποία έχει ως εξής:

    «Ο κάτωθι υπογεγραμμένος αρνούμαι να παραλάβω την πράξη διότι δεν είναι συνταγμένη ή δεν συνοδεύεται από μετάφραση σε γλώσσα την οποία κατανοώ ή στην επίσημη γλώσσα του τόπου επίδοσης ή κοινοποίησης.»

    15

    Τέλος, το εν λόγω τυποποιημένο έντυπο προβλέπει ότι, στην περίπτωση αυτή, ο παραλήπτης οφείλει να υποδείξει τη γλώσσα ή τις γλώσσες τις οποίες κατανοεί μεταξύ των επισήμων γλωσσών της Ένωσης.

    16

    Κατά το άρθρο 25 του κανονισμού 1393/2007:

    «1.   Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 καταργείται από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

    2.   Κάθε παραπομπή στον καταργούμενο κανονισμό νοείται ως παραπομπή στον παρόντα κανονισμό […].»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    17

    Από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι η O.K. Trans Praha, εταιρία τσεχικού δικαίου, υπέβαλε ενώπιον του Okresní soud Praha – Západ (τοπικού δικαστηρίου Δυτικής Πράγας, Τσεχική Δημοκρατία) αίτηση για την έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής κατά της Catlin Innsbruck GmbH, εταιρίας εγκατεστημένης στην Αυστρία, στα δικαιώματα της οποίας υπεισήλθε η Catlin Europe, με έδρα την Κολωνία (Γερμανία).

    18

    Το Okresní soud Praha – Západ (τοπικό δικαστήριο Δυτικής Πράγας) έκανε δεκτή την εν λόγω αίτηση, εκδίδοντας, την 1η Αυγούστου 2012, τη ζητηθείσα ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής.

    19

    Η διαταγή αυτή κοινοποιήθηκε στην Catlin Europe στις 3 Αυγούστου 2012 και κατέστη εκτελεστή στις 3 Σεπτεμβρίου 2012.

    20

    Στις 21 Δεκεμβρίου 2012, ήτοι μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής δηλώσεως αντιρρήσεων του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006, η Catlin Europe υπέβαλε αίτηση επανεξετάσεως της εν λόγω διαταγής πληρωμής δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού.

    21

    Προς στήριξη της αιτήσεως αυτής, η Catlin Europe προέβαλε ότι, κατά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007, δεν είχε ενημερωθεί μέσω του τυποποιημένου εντύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού αυτού για το δικαίωμά της να αρνηθεί την παραλαβή της προς επίδοση ή κοινοποίηση πράξεως, καθόσον αυτή δεν είχε συνταχθεί ή δεν συνοδευόταν από μετάφραση σε μία από τις γλώσσες που προβλέπονται στην εν λόγω διάταξη.

    22

    Συγκεκριμένα, το αντίγραφο του εντύπου της αιτήσεως εκδόσεως διαταγής πληρωμής, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006, είχε επισυναφθεί στη διαταγή πληρωμής της 1ης Αυγούστου 2012, είχε συνταχθεί μόνο στην τσεχική γλώσσα, χωρίς να συνοδεύεται από μετάφραση στη γερμανική γλώσσα.

    23

    Για τον λόγο αυτό η Catlin Europe υποστήριξε ότι της ήταν αδύνατο να κατανοήσει το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, γεγονός το οποίο συνιστούσε εξαιρετική περίσταση, κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, η οποία μπορούσε να δικαιολογήσει την επανεξέταση της διαταγής πληρωμής δυνάμει της διατάξεως αυτής.

    24

    Εντούτοις, η αίτηση αυτή επανεξετάσεως απορρίφθηκε από το Okresní soud Praha – Západ (τοπικό δικαστήριο Δυτικής Πράγας), με απόφαση της 8ης Απριλίου 2013, η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση, στις 17 Ιουνίου 2013, από το Krajský soud v Praze (περιφερειακό δικαστήριο Πράγας, Τσεχική Δημοκρατία).

    25

    Το τελευταίο αυτό δικαστήριο έκρινε ότι η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής είχε κοινοποιηθεί νομοτύπως στην Catlin Europe, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 14 του κανονισμού 1896/2006. Επιπλέον, η παράλειψη γνωστοποιήσεως στον παραλήπτη της δυνατότητάς του να αρνηθεί την παραλαβή της προς επίδοση πράξεως δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007 δεν μπορούσε να συνιστά λόγο ακυρότητας της διαταγής πληρωμής ή λόγο για την επανεξέταση αυτής, δεδομένου ότι ο κανονισμός 1896/2006 δεν προβλέπει τέτοιου είδους συνέπεια.

    26

    Η Catlin Europe άσκησε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Nejvyšší soud (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Τσεχική Δημοκρατία).

    27

    Το δικαστήριο αυτό διερωτάται εάν η μη τήρηση, στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί, των απαιτήσεων του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007 δύναται να δικαιολογήσει την επανεξέταση της διαταγής πληρωμής, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 20 του κανονισμού 1896/2006.

    28

    Ειδικότερα, ο τελευταίος αυτός κανονισμός δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη σχετική με τη γλώσσα στην οποία η αίτηση εκδόσεως διαταγής πληρωμής πρέπει να επιδίδεται ή να κοινοποιείται στον καθού. Εξάλλου, αντιθέτως προς τον κανονισμό 1393/2007, ο κανονισμός 1896/2006 θεσπίζει ειδικούς κανόνες, βασιζόμενους στη χρήση τυποποιημένων εντύπων τα οποία περιλαμβάνονται στα παραρτήματα αυτού και πρέπει, κατ’ ουσίαν, να συμπληρώνονται μέσω προκαθορισμένων αριθμητικών κωδικών. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι μια διαδικαστική πλημμέλεια όπως αυτή που προβάλλει η Catlin Europe είναι δυνατό να συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

    29

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Nejvyšší soud (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Έχει το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού [1896/2006] την έννοια ότι η παράλειψη γνωστοποιήσεως στον παραλήπτη της δυνατότητας να αρνηθεί την παραλαβή των προς επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού [1393/2007], παρέχει στην καθής (παραλήπτρια της πράξεως) το δικαίωμα να ζητήσει την επανεξέταση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής στο πλαίσιο του άρθρου 20, παράγραφος 2, του [κανονισμού 1896/2006];»

    Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    30

    Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί, αφενός, αν οι κανονισμοί 1896/2006 και 1393/2007 έχουν την έννοια ότι, στην περίπτωση κατά την οποία η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής επιδίδεται ή κοινοποιείται στον καθού χωρίς η συνημμένη σε αυτή αίτηση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής να έχει συνταχθεί ή να συνοδεύεται από μετάφραση σε γλώσσα την οποία αυτός τεκμαίρεται ότι κατανοεί, όπως επιτάσσει το άρθρο 8 παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007, πρέπει ο καθού να ενημερώνεται δεόντως, μέσω του τυποποιημένου εντύπου του παραρτήματος ΙΙ του δεύτερου αυτού κανονισμού, για το δικαίωμά του να αρνηθεί να παραλάβει την εν λόγω πράξη. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, αφετέρου, να διευκρινιστεί ποιες είναι οι συνέπειες της ελλείψεως τέτοιας πληροφόρησης και, πιο συγκεκριμένα, εάν μια τέτοια περίσταση είναι ικανή να δικαιολογήσει αίτηση επανεξετάσεως της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006.

    31

    Όσον αφορά την πρώτη πτυχή του υποβληθέντος ερωτήματος, σχετικά με το ζήτημα της εφαρμογής των απαιτήσεων του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007 στο πλαίσιο της εκδόσεως ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής προς τον καθού μαζί με το έντυπο της αιτήσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 1896/2006, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι ο κανονισμός 1393/2007 προβλέπει ρητώς, στη διάταξη αυτή, τη δυνατότητα του αποδέκτη μιας προς επίδοση ή κοινοποίηση πράξεως να αρνηθεί την παραλαβή της πράξεως εφόσον αυτή δεν έχει συνταχθεί ή δεν συνοδεύεται από μετάφραση είτε σε γλώσσα την οποία κατανοεί ο αποδέκτης είτε στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους εκτέλεσης ή, εάν υπάρχουν περισσότερες επίσημες γλώσσες στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση ή η κοινοποίηση.

    32

    Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι η δυνατότητα αρνήσεως παραλαβής της προς επίδοση ή κοινοποίηση πράξεως συνιστά δικαίωμα του παραλήπτη της (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2015, Alpha Bank Cyprus, C‑519/13, EU:C:2015:603, σκέψη 49, διάταξη της 28ης Απριλίου 2016, Alta Realitat, C‑384/14, EU:C:2016:316, σκέψη 61, και απόφαση της 2ας Μαρτίου 2017, Henderson, C‑354/15, EU:C:2017:157, σκέψη 50).

    33

    Όπως το Δικαστήριο έχει επίσης υπογραμμίσει, το δικαίωμα άρνησης παραλαβής της προς επίδοση ή κοινοποίηση πράξεως απορρέει από την ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας του παραλήπτη της πράξεως, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη που καθιερώνουν το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950. Συγκεκριμένα, μολονότι ο κανονισμός 1393/2007 αποσκοπεί, πρωτίστως, στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της ταχύτητας των ένδικων διαδικασιών και στη διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι σκοποί αυτοί δεν πρέπει να επιτυγχάνονται με την καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποδυνάμωση του αποτελεσματικού σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας του παραλήπτη της επίμαχης πράξεως (απόφαση της 2ας Μαρτίου 2017, C‑354/15, EU:C:2017:157, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    34

    Για τον λόγο αυτό, πρέπει να διασφαλίζεται όχι μόνον ότι ο παραλήπτης πράξεως όντως παραλαμβάνει την επίμαχη πράξη, αλλά και ότι αυτός είναι σε θέση να πληροφορηθεί και να κατανοήσει πραγματικά και πλήρως το νόημα και το περιεχόμενο του ενδίκου βοηθήματος που έχει ασκηθεί σε βάρος του στην αλλοδαπή, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την άμυνά του λυσιτελώς και να προβάλει τα δικαιώματά του στο κράτος μέλος προέλευσης (απόφαση της 2ας Μαρτίου 2017, C‑354/15, EU:C:2017:157, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    35

    Ωστόσο, για να μπορεί το δικαίωμα αρνήσεως του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007 να παραγάγει λυσιτελώς τα αποτελέσματά του, είναι αναγκαίο ο παραλήπτης της πράξεως να έχει επαρκώς ενημερωθεί, εκ των προτέρων και εγγράφως, για την ύπαρξη του δικαιώματος αυτού (απόφαση της 2ας Μαρτίου 2017, C‑354/15, EU:C:2017:157, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    36

    Στο πλαίσιο του συστήματος του κανονισμού αυτού, η εν λόγω ενημέρωση παρέχεται με το τυποποιημένο έντυπο του παραρτήματος II του ίδιου κανονισμού (απόφαση της 2 Μαρτίου 2017, Henderson, C‑354/15, EU:C:2017:157, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    37

    Όσον αφορά τη σημασία που πρέπει να αποδοθεί στο εν λόγω τυποποιημένο έντυπο, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ο κανονισμός 1393/2007 δεν προβλέπει καμία εξαίρεση όσον αφορά τη χρήση του (απόφαση της 2ας Μαρτίου 2017, Henderson, C‑354/15, EU:C:2017:157, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    38

    Από τον ως άνω συλλογισμό καθώς και από τον σκοπό που επιδιώκεται με το τυποποιημένο έντυπο του παραρτήματος ΙΙ του εν λόγω κανονισμού, όπως αυτός εκτίθεται στις σκέψεις 35 και 36 της παρούσας αποφάσεως, συνάγεται ότι η αρχή που είναι υπεύθυνη για την κοινοποίηση ή την επίδοση υποχρεούται σε κάθε περίπτωση και χωρίς να διαθέτει συναφώς περιθώριο εκτίμησης, να γνωστοποιεί στον παραλήπτη πράξεως ότι έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την παραλαβή της πράξεως αυτής, χρησιμοποιώντας συστηματικά προς τούτο το εν λόγω τυποποιημένο έντυπο (απόφαση της 2ας Μαρτίου 2017, Henderson,C‑354/15, EU:C:2017:157, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    39

    Όσον αφορά το ζήτημα αν οι προηγηθέντες συλλογισμοί πρέπει να ισχύουν και στο πλαίσιο του κανονισμού 1896/2006, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 27 αυτού ρητώς ορίζει ότι ο κανονισμός αυτός δεν θίγει την εφαρμογή του κανονισμού 1348/2000. Ωστόσο, ο τελευταίος αυτός κανονισμός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 1393/2007 του οποίου το άρθρο 25, παράγραφος 2, διευκρινίζει ότι «[κ]άθε παραπομπή στον […] κανονισμό [1348/2000] νοείται ως παραπομπή στον […] κανονισμό [1393/2007]».

    40

    Ως εκ τούτου, τα ζητήματα που δεν ρυθμίζονται από τον κανονισμό 1896/2006 όσον αφορά την επίδοση ή την κοινοποίηση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, μαζί με την αίτηση διαταγής πληρωμής, πρέπει, κατά περίπτωση, να επιλύονται σύμφωνα με τον κανονισμό 1393/2007.

    41

    Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι η αίτηση διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης για την έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, πρέπει να θεωρηθεί πράξη, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007.

    42

    Επιπροσθέτως, το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006 προβλέπει ότι η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής εκδίδεται μαζί με αντίγραφο του εντύπου της αιτήσεως και, ως εκ τούτου, η επίδοση ή η κοινοποίηση της διαταγής πληρωμής στον καθού πρέπει να συνοδεύεται και από την επίδοση ή κοινοποίηση της αιτήσεως. Στην υπό κρίση περίπτωση, πραγματοποιήθηκε τέτοια διπλή επίδοση ή κοινοποίηση.

    43

    Ως εκ τούτου, οι απαιτήσεις του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007 εφαρμόζονται όχι μόνο για την επίδοση ή κοινοποίηση της διαταγής πληρωμής αυτής καθεαυτήν αλλά και για την επίδοση ή κοινοποίηση της αιτήσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Επομένως, καθεμία από τις ως άνω δύο πράξεις πρέπει να επιδίδεται ή να κοινοποιείται στον παραλήπτη της σε γλώσσα την οποία αυτός τεκμαίρεται ότι κατανοεί, υπό την έννοια του εν λόγω άρθρου 8, παράγραφος 1. Προς τον σκοπό αυτό, η επίδοση ή κοινοποίηση πρέπει να συνοδεύεται από το τυποποιημένο έντυπο του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού αυτού, το οποίο ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο για το δικαίωμά του να αρνηθεί την παραλαβή της σχετικής πράξεως.

    44

    Το ως άνω συμπέρασμα επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο καθόσον η διαδικασία εκδόσεως ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής που θεσπίζεται με τον κανονισμό 1896/2006 δεν διεξάγεται κατ’ αντιμωλίαν, υπό την έννοια ότι ο εθνικός δικαστής αποφαίνεται αποκλειστικά με βάση την αίτηση που υπέβαλε ο αιτών, χωρίς ο καθού να ενημερώνεται για την ύπαρξη διαδικασίας σε βάρος του.

    45

    Κατά συνέπεια, μόνον κατά το στάδιο της επιδόσεως ή της κοινοποιήσεως της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής έχει ο καθού τη δυνατότητα να λάβει γνώση της υπάρξεως και του περιεχομένου της αιτήσεως. Ο σεβασμός, επομένως, των δικαιωμάτων άμυνας, στη διασφάλιση των οποίων αποβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007, είναι στο πλαίσιο αυτό μείζονος σημασίας.

    46

    Το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον κανονισμό 1896/2006, η αίτηση για την έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής υποβάλλεται διά τυποποιημένου εντύπου το οποίο περιλαμβάνεται στο παράρτημα I του κανονισμού αυτού δεν ασκεί συναφώς επιρροή.

    47

    Πράγματι, μολονότι πολλά τετραγωνίδια του εν λόγω εντύπου μπορούν να συμπληρωθούν μέσω προκαθορισμένων κωδικών, και γίνονται, ως εκ τούτου, ευχερώς κατανοητά στον βαθμό που οι επεξηγήσεις σχετικά με τους εν λόγω κωδικούς έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης, γεγονός παραμένει ότι το εν λόγω τυποποιημένο έντυπο επιβάλλει επίσης στον αιτούντα να προσκομίσει, όπως προκύπτει από το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχεία δʹ και εʹ, του εν λόγω κανονισμού, λεπτομερέστερες εξηγήσεις σχετικά με την περιγραφή των συγκεκριμένων περιστάσεων που επικαλείται ως βάση της αξιώσεως καθώς και αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη της αιτήσεως. Επομένως, ο καθού πρέπει να είναι σε θέση να λάβει γνώση των στοιχείων αυτών σε γλώσσα την οποία τεκμαίρεται ότι γνωρίζει, προκειμένου να κατανοήσει πραγματικά και πλήρως το νόημα και το περιεχόμενο της διαδικασίας που έχει κινηθεί σε βάρος του στην αλλοδαπή, καθώς και, εφόσον είναι αναγκαίο, να προετοιμάσει την άμυνά του.

    48

    Συνεπώς, βάσει των προεκτεθέντων πρέπει να γίνει δεκτό ότι η συστηματική και υποχρεωτική χρήση του τυποποιημένου εντύπου του παραρτήματος II του κανονισμού 1393/2007 εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο τόσο για την επίδοση ή την κοινοποίηση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής όσο και για την επίδοση ή την κοινοποίηση της συνημμένης σε αυτή αιτήσεως για την έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής.

    49

    Όσον αφορά τη δεύτερη πτυχή του υποβληθέντος ερωτήματος, σχετικά με τις συνέπειες της μη συμμορφώσεως προς την υποχρέωση αυτή, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η παράλειψη επισυνάψεως του τυποποιημένου εντύπου του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού 1393/2007 δεν μπορεί να συνεπάγεται την ακυρότητα ούτε της προς επίδοση ή κοινοποίηση πράξεως ούτε της διαδικασίας επιδόσεως ή κοινοποιήσεως, δεδομένου ότι η συνέπεια αυτή δεν συμβαδίζει με τον επιδιωκόμενο από τον κανονισμό αυτό σκοπό, ο οποίος προβλέπει την άμεση, ταχεία και αποτελεσματική διαβίβαση πράξεων, μεταξύ των κρατών μελών, σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (απόφαση της 2ας Μαρτίου 2017, Henderson, C‑354/15, EU:C:2017:157, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    50

    Αντιθέτως, δεδομένου ότι η κοινοποίηση του εν λόγω τυποποιημένου εντύπου συνιστά ουσιώδη τύπο που αποσκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας του παραλήπτη της πράξεως, η παράλειψή της πρέπει να θεραπεύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, η αρχή που είναι υπεύθυνη για την κοινοποίηση ή την επίδοση οφείλει να ενημερώνει αμέσως τον παραλήπτη της πράξεως για το δικαίωμά του να αρνηθεί την παραλαβή της, διαβιβάζοντάς του, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, το εν λόγω τυποποιημένο έντυπο (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 2ας Μαρτίου 2017, Henderson, C‑354/15, EU:C:2017:157, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    51

    Για τους ίδιους λόγους με αυτούς που εκτίθενται στις σκέψεις 39 έως 48 της παρούσας αποφάσεως, οι ίδιοι κανόνες πρέπει να ισχύουν, κατ’ αναλογία, για τις επιδόσεις ή τις κοινοποιήσεις πράξεων στο πλαίσιο του κανονισμού 1896/2006.

    52

    Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, η επίδοση ή η κοινοποίηση στον καθού της αιτήσεως εκδόσεως διαταγής πληρωμής, που έχει συνταχθεί σε γλώσσα διαφορετική από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007, γίνεται χωρίς να επισυνάπτεται το τυποποιημένο έντυπο του παραρτήματος II του εν λόγω κανονισμού, η παράλειψη αυτή πρέπει να θεραπεύεται, όπως και η παράλειψη ενημερώσεως του παραλήπτη της πράξεως για το δικαίωμά του να αρνηθεί την παραλαβή λόγω παρόμοιας παραλείψεως, διά της διαβιβάσεως στον ενδιαφερόμενο, το συντομότερο δυνατό και σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού αυτού, του εν λόγω τυποποιημένου εντύπου.

    53

    Επιπροσθέτως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, σε περίπτωση παράτυπης επιδόσεως ή κοινοποιήσεως, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής δεν έχει κηρυχθεί εγκύρως εκτελεστή και η προθεσμία που τάσσεται στον καθού για την υποβολή δηλώσεως αντιρρήσεων δεν έχει αρχίσει να τρέχει (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, eco cosmetics και Raiffeisenbank St. Georgen, C‑119/13 και C‑120/13, EU:C:2014:2144, σκέψεις 41 έως 43 καθώς και σκέψη 48).

    54

    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν τίθεται στην προκειμένη περίπτωση ζήτημα επανεξετάσεως της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού 1896/2006, όπως αυτό τέθηκε από το αιτούν δικαστήριο.

    55

    Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι κανονισμοί 1896/2006 και 1393/2007 έχουν την έννοια ότι, στην περίπτωση κατά την οποία ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής επιδίδεται ή κοινοποιείται στον καθού χωρίς η συνημμένη σε αυτή αίτηση για την έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής να έχει συνταχθεί ή να συνοδεύεται από μετάφραση σε γλώσσα την οποία αυτός τεκμαίρεται ότι κατανοεί, όπως επιτάσσει το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007, ο καθού πρέπει να ενημερώνεται δεόντως, μέσω του τυποποιημένου εντύπου του παραρτήματος ΙΙ του τελευταίου αυτού κανονισμού, για το δικαίωμά του να αρνηθεί να παραλάβει την επίμαχη πράξη.

    56

    Σε περίπτωση μη τηρήσεως αυτού του τύπου, η άρση των παρατυπιών της διαδικασίας πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του τελευταίου αυτού κανονισμού, διά της κοινοποιήσεως στον ενδιαφερόμενο του τυποποιημένου εντύπου του παραρτήματος II του κανονισμού αυτού.

    57

    Στην περίπτωση αυτή, λόγω της διαδικαστικής πλημμέλειας που επηρεάζει την επίδοση ή την κοινοποίηση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, μαζί με την αίτηση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, η διαταγή αυτή πληρωμής δεν αποκτά εκτελεστό χαρακτήρα και η προθεσμία που τάσσεται στον καθού για την υποβολή δηλώσεως αντιρρήσεων δεν μπορεί να αρχίσει να τρέχει, οπότε το άρθρο 20 του κανονισμού 1896/2006 δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    58

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, καθώς και ο κανονισμός (ΕΚ) 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις («επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων»), και κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 του Συμβουλίου, έχουν την έννοια ότι, κατά την επίδοση ή κοινοποίηση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής στον καθού χωρίς η συνημμένη σε αυτή αίτηση για την έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής να έχει συνταχθεί ή να συνοδεύεται από μετάφραση σε γλώσσα την οποία αυτός τεκμαίρεται ότι κατανοεί, όπως επιτάσσει το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007, ο καθού πρέπει να ενημερώνεται δεόντως, μέσω του τυποποιημένου εντύπου του παραρτήματος ΙΙ του τελευταίου αυτού κανονισμού, για το δικαίωμά του να αρνηθεί να παραλάβει την επίμαχη πράξη.

     

    Σε περίπτωση μη τηρήσεως αυτού του τύπου, η άρση των παρατυπιών της διαδικασίας πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του τελευταίου αυτού κανονισμού, διά της κοινοποιήσεως στον ενδιαφερόμενο του τυποποιημένου εντύπου του παραρτήματος II του κανονισμού αυτού.

     

    Στην περίπτωση αυτή, λόγω της διαδικαστικής πλημμέλειας που επηρεάζει την επίδοση ή την κοινοποίηση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, μαζί με την αίτηση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, η διαταγή αυτή πληρωμής δεν αποκτά εκτελεστό χαρακτήρα και η προθεσμία που τάσσεται στον καθού για την υποβολή δηλώσεως αντιρρήσεων δεν μπορεί να αρχίσει να τρέχει, οπότε το άρθρο 20 του κανονισμού 1896/2006 δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η τσεχική.

    Top