Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62011CJ0325

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 19ης Δεκεμβρίου 2012.
Krystyna Alder και Ewald Alder κατά Sabina Orlowska και Czeslaw Orlowski.
Αίτηση του Sąd Rejonowy w Koszalinie (Πολωνία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Κανονισμός (ΕΚ) 1393/2007 — Επίδοση ή κοινοποίηση των πράξεων — Διάδικος κατοικών στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους — Αντίκλητος κατοικών στην εθνική επικράτεια — Δεν υφίσταται — Διαδικαστικές πράξεις τεθείσες στη δικογραφία — Τεκμήριο γνώσεως.
Υπόθεση C‑325/11.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2012:824

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 19ης Δεκεμβρίου 2012 ( *1 )

«Κανονισμός (ΕΚ) 1393/2007 — Επίδοση ή κοινοποίηση των πράξεων — Διάδικος κατοικών στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους — Αντίκλητος κατοικών στην εθνική επικράτεια — Δεν υφίσταται — Διαδικαστικές πράξεις τεθείσες στη δικογραφία — Τεκμήριο γνώσεως»

Στην υπόθεση C-325/11,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Rejonowy w Koszalinie (Πολωνία) με απόφαση της 15ης Ιουνίου 2011, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Ιουνίου 2011, στο πλαίσιο της δίκης

Krystyna Alder,

Ewald Alder

κατά

Sabina Orlowska,

Czeslaw Orlowski,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet, E. Levits, J.-J. Kasel και M. Berger, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: K. Malacek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Σεπτεμβρίου 2012,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η K. Alder και ο E. Alder, εκπροσωπούμενοι από τον K. Góralska, adwokat,

η S. Orlowska και ο C. Orlowski, εκπροσωπούμενοι από την F. Pniewska, conseiller juridique,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την B. Czech, καθώς και από τους M. Arciszewski και M. Szpunar,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον S. Varone, avvocato dello Stato,

η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την R. Chambel Margarido και τον L. Inez Fernandes,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις A.-M. Rouchaud-Joët και A. Stobiecka-Kuik,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις («επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων») και κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου (EE L 324, σ. 79), καθώς και του άρθρου 18 ΣΛΕΕ.

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της K. Alder και του E. Alder (στο εξής: το ζεύγος Alder), αφενός, και της S. Orlowska και του C. Orlowski (στο εξής: το ζεύγος Orlowski), αφετέρου, σχετικά με την αίτηση που υπέβαλαν οι πρώτοι, ζητώντας την επανάληψη της διαδικασίας περί εισπράξεως απαιτήσεως την οποία είχαν κινήσει κατά των δεύτερων.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Σύμφωνα με στις αιτιολογικές σκέψεις 6 έως 8 και 12 του κανονισμού 1393/2007:

«(6)

Η αποτελεσματικότητα και η ταχύτητα των δικαστικών διαδικασιών στον αστικό τομέα προϋποθέτει την άμεση και ταχεία διαβίβαση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων μεταξύ τοπικών υπηρεσιών οριζομένων από τα κράτη μέλη.

(7)

Η ταχύτητα της διαβίβασης δικαιολογεί τη χρήση κάθε ενδεδειγμένου μέσου, τηρουμένων ορισμένων προϋποθέσεων όσον αφορά το ευανάγνωστο και το αξιόπιστο της διαβιβαζομένης πράξης. Η ασφάλεια της διαβίβασης απαιτεί να συνοδεύεται η πράξη από ένα τυποποιημένο έντυπο, που συμπληρώνεται στην επίσημη γλώσσα ή σε μια από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να πραγματοποιηθεί επίδοση ή κοινοποίηση ή σε κάποια άλλη γλώσσα δεκτή από το κράτος μέλος παραλαβής.

(8)

Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στην επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων στον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του ενδιαφερομένου στο κράτος μέλος όπου γίνεται η δίκη, ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής του ενδιαφερομένου.

[…]

(12)

Η υπηρεσία παραλαβής ενημερώνει τον παραλήπτη εγγράφως, μέσω ενός τυποποιημένου εντύπου, ότι μπορεί να αρνηθεί να παραλάβει την επιδιδόμενη ή κοινοποιούμενη πράξη, είτε τη στιγμή της επίδοσης ή κοινοποίησης είτε επιστρέφοντας την πράξη στην υπηρεσία παραλαβής εντός εβδομάδος, εφόσον η πράξη δεν έχει συνταχθεί σε γλώσσα κατανοητή από τον παραλήπτη ή στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου επίδοσης ή κοινοποίησης. Αυτός ο κανόνας θα πρέπει να ισχύει εξίσου και στην επόμενη επίδοση ή κοινοποίηση εφόσον ο παραλήπτης έχει ασκήσει το δικαίωμα άρνησης παραλαβής. Οι κανόνες σχετικά με την άρνηση παραλαβής εφαρμόζονται επίσης στην επίδοση ή κοινοποίηση μέσω διπλωματικών ή προξενικών υπηρεσιών, μέσω ταχυδρομείου καθώς και στην άμεση επίδοση ή κοινοποίηση. Τονιστέον ότι η άρνηση παραλαβής μιας πράξης μπορεί να θεραπευθεί μέσω της επίδοσης ή κοινοποίησης στον παραλήπτη μιας μετάφρασης της πράξης.»

4

Το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:

«1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις όταν μια δικαστική ή εξώδικη πράξη πρέπει να διαβιβασθεί από ένα κράτος μέλος σε άλλο για να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί. Δεν εφαρμόζεται σε φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις ή όταν πρόκειται για την ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας (“acta iure imperii”).

2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται όταν η διεύθυνση του παραλήπτη της πράξης είναι άγνωστη.

[…]»

5

Το άρθρο 4, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού έχει ως εξής:

«Η διαβιβαζόμενη πράξη συνοδεύεται από αίτηση συντασσόμενη επί του τυποποιημένου εντύπου που εμφαίνεται στο παράρτημα I. Το έντυπο συμπληρώνεται στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή, εφόσον οι επίσημες γλώσσες του εν λόγω κράτους μέλους είναι πλείονες, στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί η πράξη ή σε άλλη γλώσσα την οποία το κράτος μέλος παραλαβής έχει δηλώσει ότι μπορεί να δεχθεί. Κάθε κράτος μέλος δηλώνει μια ή περισσότερες επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτός από τη δική του, στην οποία ή στις οποίες δέχεται να συμπληρωθεί το έντυπο.»

6

Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007:

«1. Η υπηρεσία διαβίβασης στην οποία κατατίθεται η προς διαβίβαση πράξη επισημαίνει στον αιτούντα ότι ο παραλήπτης μπορεί να αρνηθεί να παραλάβει την πράξη αν αυτή δεν έχει συνταχθεί σε μια από τις γλώσσες που ορίζει το άρθρο 8.»

7

Το άρθρο 14 του κανονισμού αυτού ορίζει τα ακόλουθα:

«Κάθε κράτος μέλος δύναται να επιδίδει ή να κοινοποιεί δικαστικές πράξεις απευθείας διά των ταχυδρομικών υπηρεσιών σε κατοίκους άλλου κράτους μέλους με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής ή ισοδύναμο έγγραφο.»

8

Το άρθρο 19, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Όταν πρέπει να διαβιβασθεί εισαγωγικό δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη σε άλλο κράτος μέλος προς επίδοση ή κοινοποίηση βάσει του παρόντος κανονισμού και ο εναγόμενος ερημοδικήσει, ο δικαστής υποχρεούται να αναστείλει την έκδοση απόφασης μέχρις ότου διαπιστωθεί:

α)

ότι η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, προκειμένου για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων στα πλαίσια διαδικασιών εντός του κράτους αυτού κατά προσώπων ευρισκομένων στην επικράτειά του· ή

β)

ότι η πράξη επεδόθη πράγματι στον εναγόμενο ή στην κατοικία του με άλλο τρόπο, προβλεπόμενο από τον παρόντα κανονισμό,

καθώς και ότι, και στις δύο περιπτώσεις, η επίδοση ή η κοινοποίηση έγιναν εγκαίρως, ώστε ο εναγόμενος να είναι σε θέση να αμυνθεί.»

Το πολωνικό δίκαιο

9

Το άρθρο 11355 του κώδικα πολιτικής δικονομίας ορίζει τα εξής:

«1.   Ο διάδικος που έχει την κατοικία, τη συνήθη διαμονή ή την έδρα του στην αλλοδαπή υποχρεούται, εφόσον δεν έχει διορίσει δικαστικό πληρεξούσιο κάτοικο Πολωνίας, να διορίσει αντίκλητο στην Πολωνία.

2.   Στην περίπτωση κατά την οποία ο διάδικος δεν έχει διορίσει αντίκλητο, οι απευθυνόμενες σε αυτόν δικαστικές πράξεις τηρούνται στη δικογραφία και λογίζονται ως επιδοθείσες. Τούτο πρέπει να γνωστοποιείται στον διάδικο κατά την πρώτη επίδοση. Ο εν λόγω διάδικος πρέπει επίσης να ενημερώνεται περί της δυνατότητάς του να αντικρούσει το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο και να καταθέσει γραπτές προτάσεις, καθώς και περί των προσώπων που δύναται να διορίσει ως αντικλήτους.»

10

Κατά το άρθρο 401 του κώδικα πολιτικής δικονομίας:

«Η επανάληψη διαδικασίας λόγω ακυρότητας μπορεί να ζητηθεί:

1)

αν πρόσωπο άνευ της προς τούτο εξουσίας μετέσχε στη σύνθεση του δικαστηρίου ή αν ο δικαστής που εξέδωσε την απόφαση ήταν κατά νόμον εξαιρετέος και αν ο διάδικος δεν είχε τη δυνατότητα, προτού η απόφαση καταστεί τελεσίδικος, να ζητήσει την εξαίρεση·

2)

αν διάδικος δεν είχε την ικανότητα να είναι διάδικος ή αν δεν αντιπροσωπευόταν δεόντως ή αν στερήθηκε της δυνατότητάς του προς ενέργεια λόγω παραβιάσεως του δικαίου· ωστόσο, αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας δεν μπορεί να υποβληθεί αν η αδυναμία προς ενέργεια έπαυσε προτού η απόφαση καταστεί τελεσίδικος ή αν η έλλειψη πληρεξουσιότητας προβλήθηκε με το δικόγραφο της αγωγής ή αν ο διάδικος ενέκρινε τη διεξαγωγή των σταδίων της διαδικασίας.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

11

Στις 20 Νοεμβρίου 2008, το ζεύγος Alder, που κατοικούσε στη Γερμανία, άσκησε ενώπιον του Sąd Rejonowy w Koszalinie αγωγή περί εισπράξεως απαιτήσεως κατά του ζεύγους Orłowski, που κατοικούσε στην Πολωνία.

12

Το Sąd Rejonowy w Koszalinie ενημέρωσε τους ενάγοντες σχετικά με την υποχρέωσή τους να γνωστοποιήσουν, εντός προθεσμίας ενός μηνός, το όνομα αντικλήτου στην Πολωνία για την παραλαβή των επιδιδομένων δικαστικών πράξεων και τους προειδοποίησε ότι, αν μετά την πάροδο της προθεσμίας ουδείς αντίκλητος είχε διορισθεί, οι προς αυτούς απευθυνόμενες πράξεις θα ετίθεντο στη δικογραφία και θα λογίζονταν ως επιδοθείσες.

13

Δεδομένου ότι ουδείς αντίκλητος διορίσθηκε από το ζεύγος Alder για την παραλαβή των επιδιδομένων πράξεων στην Πολωνία, η κλήση τους για την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που ορίστηκε για τις 5 Ιουνίου 2009 και οι προτάσεις που κατέθεσε το ζεύγος Orłowski σε απάντηση στην αγωγή τέθηκαν στη δικογραφία, κατ’ εφαρμογήν του κανόνα ότι οι πράξεις αυτές λογίζονται ως επιδοθείσες στους ενάγοντες δυνάμει του άρθρου 11355 του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Οι ενάγοντες δεν παρέστησαν στην εν λόγω επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά την οποία το Sąd Rejonowy w Koszalinie εξέτασε τα προταθέντα αποδεικτικά μέσα και περάτωσε την ακροαματική διαδικασία. Την ίδια ημέρα εκδόθηκε απόφαση απορρίπτουσα την αγωγή, η οποία δεν προσβλήθηκε και συνεπώς κατέστη τελεσίδικος.

14

Στις 29 Οκτωβρίου 2009, οι ενάγοντες κατέθεσαν στο Sąd Rejonowy w Koszalinie αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας και ζήτησαν να εξαφανιστεί η ως άνω απόφαση και να εξεταστεί η υπόθεση εκ νέου. Συναφώς, ισχυρίστηκαν μεταξύ άλλων ότι είχαν στερηθεί της δυνατότητας να ενεργήσουν στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω του ότι δεν είχαν ουσιαστικά κληθεί στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο, παραλείποντας να τους επιδώσει τις δικαστικές πράξεις στη διεύθυνσή τους στη Γερμανία, παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας και παρέβη τις διατάξεις του κανονισμού 1393/2007.

15

Με απόφαση της 23ης Ιουνίου 2010, το Sąd Rejonowy w Koszalinie απέρριψε την αίτηση περί επαναλήψεως της διαδικασίας, κρίνοντας ότι η πολωνική πολιτική δικονομία ήταν σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης. Κατόπιν της εφέσεως που άσκησαν οι ενάγοντες, το Sąd Okręgowy w Koszalinie ακύρωσε την εν λόγω απόφαση, θεωρώντας ότι η κατά πλάσμα δικαίου λογιζόμενη ως συντελεσθείσα επίδοση ήταν αντίθετη προς τον κανονισμό 1393/2007, και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Sąd Rejonowy w Koszalinie, προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου.

16

Το Sąd Rejonowy w Koszalinie τόνισε, εντούτοις, ότι δεν συμφωνούσε με την ανάλυση αυτή. Συγκεκριμένα, εκτίμησε, αφενός, ότι ο κανονισμός 1393/2007 δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί στην υπόθεση της κύριας δίκης, στον βαθμό που διέπει αποκλειστικά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια δικαστική πράξη πρέπει να επιδοθεί εντός άλλου κράτους μέλους δυνάμει των εθνικών δικονομικών κανόνων. Αφετέρου, επικαλούμενο το άρθρο 18 ΣΛΕΕ, θεώρησε ότι ο κανόνας κατά τον οποίον οι πράξεις λογίζονται ως επιδοθείσες δεν μπορεί να συνεπάγεται άμεση δυσμενή διάκριση και ότι, ακόμα και αν συνιστούσε έμμεση δυσμενή διάκριση, η διάκριση αυτή θα ήταν εν πάση περιπτώσει δικαιολογημένη λόγω του σκοπού της, που συνίσταται στην εξασφάλιση της εύρυθμης διεξαγωγής της διαδικασίας λαμβανομένων υπόψη των δυσχερειών και του κόστους που συνδέονται με τις επιδόσεις πράξεων στην αλλοδαπή, ή ακόμη και της αδυναμίας υλοποιήσεως των επιδόσεων αυτών.

17

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Rejonowy w Koszalinie αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού [...] 1393/2007 και το άρθρο 18 ΣΛΕΕ την έννοια ότι οι δικαστικές πράξεις που απευθύνονται σε διάδικο με κατοικία ή συνήθη διαμονή σε άλλο κράτος μέλος μπορούν να τηρούνται στη δικογραφία και να λογίζονται ως επιδοθείσες, αν ο εν λόγω διάδικος δεν έχει διορίσει αντίκλητο για την παραλαβή των επιδιδομένων εγγράφων που να κατοικεί εντός του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγεται η ένδικη διαδικασία;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

18

Με το ερώτημά του, το Sąd Rejonowy w Koszalinie ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007 και, ενδεχομένως, το άρθρο 18 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αποκλείουν νομοθεσία κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει ότι οι δικαστικές πράξεις που απευθύνονται σε διάδικο του οποίου η κατοικία ή η συνήθης διαμονή βρίσκεται εντός άλλου κράτους μέλους τηρούνται στη δικογραφία, λογιζόμενες ως επιδοθείσες, αν ο εν λόγω διάδικος δεν έχει διορίσει αντίκλητο για την παραλαβή των επιδιδομένων πράξεων ο οποίος να κατοικεί εντός του πρώτου κράτους, στο οποία διεξάγεται η ένδικη διαδικασία.

19

Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει, εκ προοιμίου, να διευκρινισθεί το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1393/2007, προκειμένου να εξακριβωθεί αν καλύπτει την επίδοση ή την κοινοποίηση των δικαστικών πράξεων υπό τις συνθήκες που ορίζει ο κανονισμός αυτός, στις οποίες συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, αυτές τις οποίες αφορά η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία, ή αν, όπως ισχυρίζεται η Πολωνική Κυβέρνηση, ο εν λόγω κανονισμός έχει εφαρμογή μόνον όταν τέτοιου είδους πράξεις πρέπει να επιδοθούν ή να κοινοποιηθούν εντός άλλου κράτους μέλους δυνάμει των δικονομικών κανόνων που ισχύουν εντός του κράτους στο οποίο διεξάγεται η δίκη.

20

Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις «όταν μια δικαστική […] πράξη πρέπει να διαβιβασθεί από ένα κράτος μέλος σε άλλο για να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί».

21

Καίτοι όμως αληθεύει ότι, όπως υποστηρίζει η Πολωνική Κυβέρνηση, το γράμμα της διατάξεως αυτής δεν περιέχει καμία ρητή ένδειξη όσον αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες μια τέτοια πράξη «πρέπει» να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί από ένα κράτος μέλος σε άλλο, γεγονός παραμένει ότι από τον συνδυασμό άλλων διατάξεων του κανονισμού 1393/2007 προκύπτουν χρήσιμες διευκρινίσεις συναφώς.

22

Ειδικότερα, αφενός, η παράγραφος 2 του άρθρου 1 του κανονισμού 1393/2007 προβλέπει ρητά ότι ο κανονισμός αυτός δεν εφαρμόζεται όταν η διεύθυνση του παραλήπτη της πράξεως είναι άγνωστη.

23

Αφετέρου, η αιτιολογική σκέψη 8 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι ο κανονισμός αυτός δεν εφαρμόζεται στην επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων στον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του ενδιαφερομένου στο κράτος μέλος όπου γίνεται η δίκη, ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής του ενδιαφερομένου.

24

Από τη συστηματική ερμηνεία του εν λόγω κανονισμού προκύπτει συνεπώς ότι αυτός προβλέπει μόνο δύο περιπτώσεις στις οποίες η επίδοση και η κοινοποίηση δικαστικής πράξεως μεταξύ των κρατών μελών αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του, ήτοι, αφενός, όταν είναι άγνωστος ο τόπος της κατοικίας ή της συνήθους διαμονής του αποδέκτη και, αφετέρου, όταν ο τελευταίος αυτός έχει διορίσει εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο εντός του κράτους όπου διεξάγεται η ένδικη διαδικασία.

25

Στις άλλες περιπτώσεις, όπως το υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 49 των προτάσεών του, εφόσον ο αποδέκτης δικαστικής πράξεως κατοικεί στην αλλοδαπή, η επίδοση ή η κοινοποίηση της πράξεως αυτής εμπίπτει οπωσδήποτε στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1393/2007 και πρέπει, συνεπώς, όπως προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, να πραγματοποιείται με τα μέσα που προβλέπει προς τούτο ο ίδιος ο κανονισμός.

26

Μια τέτοια λύση, εφόσον απορρέει ευθέως από το πλαίσιο του εν λόγω κανονισμού, αφαιρεί κάθε έρεισμα από τη θέση που υποστηρίζει η Πολωνική Κυβέρνηση, κατά την οποία οι περιστάσεις υπό τις οποίες μια δικαστική πράξη «πρέπει» να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί εντός άλλου κράτους μέλους, σύμφωνα με τον ίδιο κανονισμό, πρέπει να προσδιορίζονται με γνώμονα το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου διεξάγεται η δίκη.

27

Συγκεκριμένα, αν απέκειτο στον εθνικό νομοθέτη να καθορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες προκύπτει μια τέτοια ανάγκη, θα παρεμποδιζόταν η ενιαία εφαρμογή του κανονισμού 1393/2007, καθόσον δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο τα κράτη μέλη να προβλέπουν επί του ζητήματος αυτού αποκλίνουσες λύσεις (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2005, C-443/03, Leffler, Συλλογή 2005, σ. I-9611, σκέψη 44).

28

Κατόπιν της ως άνω διευκρινίσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στον βαθμό που η επίδοση ή η κοινοποίηση των δικαστικών πράξεων υπό περιστάσεις όπως αυτές που προβλέπει η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1393/2007, η συμβατότητα της νομοθεσίας αυτής προς το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να εξετασθεί με γνώμονα το σύστημα και τον σκοπό του κανονισμού αυτού, καθόσον η εν λόγω νομοθεσία θεσπίζει έναν κανόνα κατά τον οποίο η επίδοση λογίζεται ως γενομένη αν οι δικαστικές πράξεις τηρηθούν στη δικογραφία, σε περίπτωση που ο διάδικος που κατοικεί στην αλλοδαπή δεν έχει διορίσει αντίκλητο για την παραλαβή των επιδιδομένων πράξεων στην Πολωνία.

29

Συναφώς, όσον αφορά καταρχάς το σύστημα του κανονισμού 1393/2007, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο κανονισμός αυτός, ο οποίος εκδόθηκε βάσει του άρθρου 61, στοιχείο γʹ, ΕΚ, αποσκοπεί στην καθιέρωση, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική του σκέψη 2, ενός ενδοκοινοτικού συστήματος επιδόσεως και κοινοποιήσεως που σκοπεί στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση της 25ης Ιουνίου 2009, C-14/08, Roda Golf & Beach Resort, Συλλογή 2009, σ. I-5439, σκέψεις 53 έως 55).

30

Στο πλαίσιο αυτό, για να εξασφαλίσει την αποτελεσματικότητα και την ταχεία διεξαγωγή των ενδίκων διαδικασιών σε αστικές υποθέσεις, το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού, ερμηνευόμενο με γνώμονα την αιτιολογική σκέψη 6 αυτού, ορίζει ότι η διαβίβαση των δικαστικών πράξεων πρέπει να πραγματοποιείται, καταρχήν, μεταξύ των «υπηρεσιών διαβίβασης» και των «υπηρεσιών παραλαβής» που ορίζουν τα κράτη μέλη.

31

Επιπλέον, ο κανονισμός 1393/2007 προβλέπει ο ίδιος, στο Τμήμα 2, άλλους δυνατούς τρόπους διαβίβασης, χωρίς εξάλλου να προβαίνει σε ιεράρχηση μεταξύ των τρόπων αυτών (απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2006, C-473/04, Plumex, Συλλογή 2006, σ. I-1417, σκέψεις 19 έως 22), όπως είναι η διαβίβαση διά της προξενικής ή διπλωματικής οδού, καθώς και η επίδοση ή κοινοποίηση από διπλωματικούς ή προξενικούς υπαλλήλους, διά των ταχυδρομικών υπηρεσιών ή ακόμη, κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένου, απευθείας μέσω δικαστικών λειτουργών, υπαλλήλων ή άλλων αρμοδίων προσώπων του κράτους μέλους παραλαβής.

32

Δεδομένου όμως ότι αυτοί οι τρόποι διαβιβάσεως των δικαστικών πράξεων είναι οι μόνοι που προβλέπονται κατά τρόπο εξαντλητικό στο σύστημα που θέσπισε ο εν λόγω κανονισμός, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο κανονισμός αυτός ουδόλως προβλέπει και συνεπώς εμποδίζει μια κατά πλάσμα δικαίου διαδικασία επιδόσεως ή κοινοποιήσεως όπως αυτή που είναι σε ισχύ στην Πολωνία δυνάμει του άρθρου 11355 του κώδικα πολιτικής δικονομίας.

33

Η διαπίστωση αυτή επιρρωννύεται, εξάλλου, από τον σκοπό του επίμαχου κανονισμού.

34

Συγκεκριμένα, πρέπει να τονιστεί, συναφώς, ότι ο κανονισμός αυτός, όπως προκύπτει από την αιτιολογική του σκέψη 2, αποσκοπεί, βεβαίως, στην καλύτερη και ταχύτερη διαβίβαση των δικαστικών πράξεων μεταξύ των κρατών μελών (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2008, C-14/07, Weiss und Partner, Συλλογή 2008, σ. I-3367, σκέψη 46, καθώς και Roda Golf & Beach Resort, προαναφερθείσα, σκέψη 54).

35

Ωστόσο, όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, οι σκοποί αυτοί δεν θα πρέπει να επιτυγχάνονται με την καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποδυνάμωση των δικαιωμάτων άμυνας των αποδεκτών τους, τα οποία απορρέουν από το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη που καθιερώνουν τα άρθρα 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Weiss und Partner, προαναφερθείσα, σκέψη 47).

36

Υπό το πρίσμα αυτό, όπως τόνισε και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 46 και 47 των προτάσεών του, διάφορες διατάξεις του κανονισμού 1393/2007 αποσκοπούν ρητώς στο να συμβιβάσουν την αποτελεσματικότητα και την ταχύτητα της διαβιβάσεως των δικαστικών πράξεων με την απαίτηση εξασφαλίσεως προσήκουσας προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας των αποδεκτών, τούτο δε μέσω, μεταξύ άλλων, της διασφαλίσεως πραγματικής και ουσιαστικής παραλαβής των πράξεων αυτών.

37

Ειδικότερα, τα άρθρα 4, παράγραφος 3, και 5, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, ερμηνευόμενα υπό το φως της αιτιολογικής σκέψης 12 αυτού, προβλέπουν την ανάγκη η επίδοση ή η κοινοποίηση των δικαστικών πράξεων να πραγματοποιούνται μέσω ενός τυποποιημένου εντύπου το οποίο πρέπει να μεταφράζεται σε γλώσσα που να είναι κατανοητή από τον αποδέκτη ή στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή, εφόσον οι επίσημες γλώσσες του εν λόγω κράτους μέλους είναι πλείονες, σε μία τουλάχιστον από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί η πράξη.

38

Επιπλέον, το άρθρο 14 του κανονισμού 1393/2007 επιβάλλει σε κάθε κράτος μέλος, που επέλεξε να χρησιμοποιήσει τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, να επιδίδει ή να κοινοποιεί τις δικαστικές πράξεις με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής.

39

Υπό το ίδιο αυτό πρίσμα, το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού υποχρεώνει τον δικαστή του κράτους μέλους προελεύσεως να αναστείλει την έκδοση απόφασης, αν ο εναγόμενος ερημοδικήσει, μέχρις ότου διαπιστωθεί ότι το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε εμπροθέσμως όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής ή ότι το έγγραφο αυτό επιδόθηκε πράγματι στον εναγόμενο ή στην κατοικία του με άλλο τρόπο, προβλεπόμενο από τον εν λόγω κανονισμό, εγκαίρως, ώστε ο εναγόμενος να είναι σε θέση να αμυνθεί.

40

Στο πλαίσιο αυτό, όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ένα σύστημα πλασματικής επιδόσεως ή κοινοποιήσεως, όπως αυτό που προβλέπει το άρθρο 11355 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, είναι ασύμβατο προς την υλοποίηση των σκοπών προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας στην οποία αποβλέπει ο κανονισμός 1393/2007.

41

Πράγματι, όπως τονίζει ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 52 έως 54 των προτάσεών του, το σύστημα αυτό στερεί από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα το δικαίωμα του αποδέκτη δικαστικής πράξεως, του οποίου η κατοικία ή ο τόπος συνήθους διαμονής δεν βρίσκονται στο κράτος μέλος στο οποίο διεξάγεται η δίκη, επί πραγματικής και ουσιαστικής παραλαβής της πράξεως αυτής, τούτο δε λόγω, μεταξύ άλλων, του γεγονότος ότι δεν διασφαλίζεται για τον αποδέκτη αυτόν ούτε η έγκαιρη γνώση της δικαστικής πράξεως προκειμένου να προετοιμάσει την άμυνά του ούτε η μετάφραση της πράξεως αυτής.

42

Έχοντας υπόψη το σύνολο των εκτιμήσεων αυτών, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007 έχει την έννοια ότι είναι αντίθετο προς τη νομοθεσία κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει ότι οι δικαστικές πράξεις που απευθύνονται σε διάδικο με κατοικία ή συνήθη διαμονή σε άλλο κράτος μέλος τηρούνται στη δικογραφία και λογίζονται ως επιδοθείσες, αν ο εν λόγω διάδικος δεν έχει διορίσει αντίκλητο για την παραλαβή των επιδιδομένων εγγράφων που να κατοικεί εντός του πρώτου κράτους μέλους στο οποίο διεξάγεται η ένδικη διαδικασία.

Επί των δικαστικών εξόδων

43

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις («επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων») και κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι είναι αντίθετο προς τη νομοθεσία κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει ότι οι δικαστικές πράξεις που απευθύνονται σε διάδικο με κατοικία ή συνήθη διαμονή σε άλλο κράτος μέλος τηρούνται στη δικογραφία και λογίζονται ως επιδοθείσες, αν ο εν λόγω διάδικος δεν έχει διορίσει αντίκλητο για την παραλαβή των επιδιδομένων εγγράφων που να κατοικεί εντός του πρώτου κράτους μέλους στο οποίο διεξάγεται η ένδικη διαδικασία.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.

Top