EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document JOC_2001_154_E_0117_01

Τροποποιημένη πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση καταλόγου ουσιών προτεραιότητας στον τομέα της πολιτικής υδάτων [COM(2001) 17 τελικό — 2000/0035(COD)] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΕΕ C 154E της 29.5.2001, p. 117–122 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

52001PC0017

/* COM/2001/0017 τελικό - COD 2000/0035 */ Τροποποιημένη πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση καταλόγου ουσιών προτεραιότητας στον τομέα της πολιτικής υδάτων

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 154 E της 29/05/2001 σ. 0117 - 0122


Τροποποιημένη πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τη θέσπιση καταλόγου ουσιών προτεραιότητας στον τομέα της πολιτικής υδάτων

(υποβληθείσα από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ)

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η Επιτροπή παρουσίασε πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση καταλόγου ουσιών προτεραιότητας στον τομέα της πολιτικής υδάτων (COM(2000) 47 τελικό της 7ης Φεβρουαρίου 2000 [1]) με βάση την κοινή θέση του Συμβουλίου [2] και την πορεία των διαπραγματεύσεων επί της προταθείσης οδηγίας-πλαίσιο για το νερό. Η τελική συμφωνία για την οδηγία- πλαίσιο κατά τη διαβούλευση της 28/29 Ιουνίου 2000 εισήγαγε μια νέα απαίτηση προς την Επιτροπή για την ταυτοποίηση «επικινδύνων ουσιών προτεραιότητας» των οποίων πρέπει να παύσουν ή να εξαλειφθούν σταδιακά οι απορρίψεις, εκπομπές και διαρροές εντός 20 ετών.

[1] ΕΕ αριθ. C 177E, 27.06.2000, σ. 74.

[2] ΕΕ αριθ. C 343, 30.11.1999, σ.1.

Η Επιτροπή έχει τώρα τροποποιήσει την προαναφερόμενη πρόταση ώστε να την προσαρμόσει με το τελικά εγκριθέν κείμενο της οδηγίας 2000/60/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής υδάτων [3], ειδικότερα δε:

[3] ΕΕ αριθ. L XXX, xx.12.2000, σ. X.

*με την ταυτοποίηση των «επικινδύνων ουσιών προτεραιότητας»,

*με την εισαγωγή μιάς «ρήτρας επανεξέτασης» για ορισμένες "ουσίες προτεραιότητας" και

*με την προσαρμογή της ορολογίας και της διατύπωσης του τελικά εγκρινομένου κειμένου.

Η τροπολογία ζητήθηκε τόσο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και από το Συμβούλιο. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί εδώ ότι, εκτός από τις προαναφερόμενες τροποποιήσεις, η πρόταση του Φεβρουαρίου 2000 εξακολουθεί να παραμένει εντελώς ευθυγραμμισμένη με τις απαιτήσεις που θέτει η οδηγία-πλαίσιο για το νερό.

Περιληπτικά, 32 ουσίες ή ομάδες ουσιών προτείνονται ως «ουσίες προτεραιότητας» στην οδηγία-πλαίσιο για το νερό, από τις οποίες 11 ουσίες προτείνονται ως "επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας» και 11 ουσίες προτείνονται ως "ουσίες προτεραιότητας υπό επανεξέταση". Η τελική απόφαση για την ταυτοποίησή τους ως "επικινδύνων ουσιών προτεραιότητας" θα προταθεί και εκδοθεί με την αναθεώρηση του καταλόγου ουσιών προτεραιότητας, που προβλέπεται εντός τεσσάρων ετών μετά από τη θέση σε ισχύ της οδηγίας-πλαίσιο. Για τις εναπομένουσες 10 ουσίες προτεραιότητας, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι είναι «τοξικές, δυσαποδόμητες και βιοσυσσωρεύσιμες» ή ότι παρουσιάζουν κάποιο «ισοδύναμο επίπεδο ανησυχιών» με βάση τις βέλτιστες διαθέσιμες γνώσεις.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΈΚΘΕΣΗ

1. Εισαγωγη

1. Το 1997 η Επιτροπή πρότεινε οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής υδάτων [4] (οδηγία-πλαίσιο για το νερό, στο εξής αποκαλούμενη WFD). Η οδηγία τελικά εκδόθηκε τον Σεπτέμβριο 2000 (2000/60/EΚ) [5].

[4] ΕΕ αριθ. C 184, 17.6.1997, σ. 20, ΕΕ αριθ. C 16, 10.1.1998, σ. 14, ΕΕ αριθ. C 108, 7.4.1998, σ. 94 και ΕΕ αριθ. C 342, 30.11.1999, σ.1.

[5] ΕΕ αριθ. L XXX, xx.XX.2000, σ. X.

2. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 16 της οδηγίας 2000/60/EΚ εκτίθεται η κοινοτική στρατηγική για την υιοθέτηση εναρμονισμένων ποιοτικών προδιαγραφών και ελέγχων εκπομπής ορισμένων ουσιών που εμφανίζουν σημαντικό κίνδυνο για το υδατικό περιβάλλον ή μέσω αυτού. Θα υποκαταστήσει, μετά από ορισμένη μεταβατική περίοδο, την πολιτική ελέγχου των εκπομπών που καθιερώνονταν με την οδηγία 76/464/EΟΚ του Συμβουλίου για τη ρύπανση που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες απορριπτόμενες στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητας [6] και τις οδηγίες που ακολούθησαν στο πλαίσιο αυτό.

[6] ΕΕ αριθ. L 129, 18.5.1976, σ. 23.

3. Το άρθρο 16 περιέχει για πρώτη φορά νομικό πλαίσιο και σαφή μεθοδολογική βάση για τον χαρακτηρισμό της προτεραιότητας των ουσιών. Στην πρότασή της για την WFD, η Επιτροπή έθετε μια προθεσμία για την εκπόνηση της πρότασης με την οποία εισάγονταν ο κατάλογος ουσιών προτεραιότητας στον τομέα της πολιτικής υδάτων (στο εξής αποκαλούμενος κατάλογος ουσιών προτεραιότητας). Για τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή ξεκίνησε επιστημονικές συζητήσεις για την ανάπτυξη ενός γενικά παραδεκτού αλγορίθμου προτεραιότητας. Κατά τους τρεις γύρους των επιστημονικών συζητήσεων από τον Φεβρουάριο 1998 ως τον Απρίλιο 1999, σχεδιάστηκε μια διαδικασία «combined monitoring-based and modelling-based priority setting (COMMPS)», σε συνεργασία με σύμβουλο, η οποία εφαρμόστηκε κατά τη διαδικασία επιλογής των προτεινομένων ουσιών προτεραιότητας. Η τελική έκθεση της εν λόγω μελέτης δημοσιεύτηκε από την Επιτροπή τον Δεκέμβριο 1999 [7].

[7] "Study on the prioritisation of substances dangerous to the aquatic environment". Υπηρεσία επισήμων δημοσιεύσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 1999 (ISBN 92-828-7981-X).

4. Με βάση τα αποτελέσματα της μελέτης και τα σχόλια που έλαβε η Επιτροπή από όλους τους ενδιαφερομένους, εκπονήθηκε πρόταση στην οποία περιλαμβάνονταν 32 ουσίες ή ομάδες ουσιών. Οι προτεινόμενες ουσίες προτεραιότητας θα υποβληθούν σε κοινοτικούς ελέγχους εκπομπής και σε ποιοτικά πρότυπα όπως προβλέπονται στο άρθρο 16. Τελικά, η Επιτροπή εξέδωσε την πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με την οποία καθιερώνεται κατάλογος ουσιών προτεραιότητας στον τομέα της πολιτικής υδάτων, στις 7 Φεβρουαρίου 2000 (COM(2000) 47 τελικό) [8].

[8] ΕΕ αριθ. C 177E, 27.06.2000, σ. 74.

5. Στις τελικές διαπραγματεύσεις, κατά τη διαδικασία της συνδιαλλαγής, για την οδηγία-πλαίσιο για το νερό, το ζήτημα των επικινδύνων ουσιών συζητήθηκε έντονα. Εισήχθησαν ορισμένες τροποποιήσεις στις αιτιολογικές σκέψεις, στα άρθρα 1, 2, 4 και 11 για να γίνει δυνατή η σύγκλιση μεταξύ κοινής θέσης του Συμβουλίου [9] και τροπολογιών όπως εγκρίθηκαν στην δεύτερη ανάγνωση του Κοινοβουλίου [10]. Παρ' όλες τις αλλαγές αυτές, η πρόταση για την καθιέρωση καταλόγου ουσιών προτεραιότητας ισχύει. Η διαδικασία επιλογής που προτείνεται στο άρθρο 16 παράγραφος 2 δεν άλλαξε κατ' ουσίαν και η πρόταση περιλαμβάνει τις ουσίες που προκαλούν τις «μεγαλύτερες ανησυχίες για τα ευρωπαϊκά επιφανειακά και παράκτια νερά» και οι οποίες πρέπει να υπόκεινται σε ρυθμίσεις ανεξάρτητα από το ακριβές κείμενο σε ό,τι αφορά τους στόχους και τα μέτρα.

[9] ΕΕ αριθ. C 343, 30.11.1999, σ.1.

[10] Νομοθετική απόφαση του Eυρωπαϊκού Κοινοβουλίου A5-0027/2000 επί της κοινής θέσης του Συμβουλίου (9085/3/1999-C5-0209/1999-1997/0067(COD)) στην σύνοδο της 16.02.2000 (www.europarl.eu.int).

6. Επιπλέον, εισήχθη στο άρθρο 16 η παράγραφος 3 ως νέο στοιχείο που θα επιτρέψει την επίτευξη ακόμη υψηλότερου επιπέδου προστασίας από ουσίες που προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία για τα γλυκά νερά, το παράκτιο και το θαλάσσιο περιβάλλον. Η παράγραφος αναφέρει:

"Η πρόταση της Επιτροπής προσδιορίζει επίσης τις επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας. Προς τούτο, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την επιλογή ανησυχητικών ουσιών η οποία επιχειρήθηκε στην οικεία κοινοτική νομοθεσία περί επικινδύνων ουσιών ή στις οικείες διεθνείς συμφωνίες."

Επιπλέον, οι ορισμοί που περιέχονται στο άρθρο 2 της οδηγίας για το νερό προσδιορίζουν ότι:

"29) "Επικίνδυνες ουσίες": ουσίες ή ομάδες ουσιών που είναι τοξικές, σταθερές και επιρρεπείς σε βιοσυσσώρευση, καθώς και άλλες ουσίες ή ομάδες ουσιών που δημιουργούν ανάλογο βαθμό ανησυχίας.

και

"30) "Ουσίες προτεραιότητας": ουσίες που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 και απαριθμούνται στο παράρτημα X. Μεταξύ των ουσιών αυτών υπάρχουν «επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας» δηλαδή ουσίες καθοριζόμενες σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφοι 3 και 6, για τις οποίες πρέπει να ληφθούν μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφοι 1 και 8.

7. Tο διάφορο επίπεδο προστασίας και στόχων πρέπει να επιτευχθεί με ελέγχους εκπομπής διαφόρου στάθμης για τις ουσίες προτεραιότητας και τις επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 16 παράγραφος 6:

"Για τις ουσίες προτεραιότητας, η Επιτροπή υποβάλλει προτάσεις ελέγχων για :

-την προοδευτική μείωση των απορρίψεων, εκπομπών και διαρροών των σχετικών ουσιών, και ειδικότερα

-την παύση ή τη σταδιακή εξάλειψη των απορρίψεων, εκπομπών και διαρροών ουσιών όπως προσδιορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3, συμπεριλαμβανομένου καταλλήλου χρονοδιαγράμματος προς το σκοπό αυτό. Το χρονοδιάγραμμα δεν υπερβαίνει τα 20 έτη από την έγκριση των εν λόγω προτάσεων από το Eυρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

8. Ο κατάλογος ουσιών προτεραιότητας και οι χαρακτηρισθείσες επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας θα παίξουν σημαντικό ρόλο στη μελλοντική κοινοτική πολιτική περιβάλλοντος και ιδιαίτερα την πολιτική υδάτων. Ως συνέπεια του χαρακτηρισμού των ουσιών προτεραιότητας, η Επιτροπή υποβάλλει προτάσεις για τη διενέργεια ελέγχων εκπομπής και για ποιοτικά πρότυπα εντός δύο ετών, όπως διευκρινίζεται στο άρθρο 16 παράγραφοι 7 και 8 της οδηγίας-πλαίσιο για το νερό (2000/60/EΚ). Για τις επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας οι προτάσεις για ελέγχους εκπομπής αποσκοπούν στην απαγόρευση και κατάργηση εκπομπών, απορρίψεων και διαρροών εντός 20 ετών.

2. Ταυτοποιηση επικινδυνων ουσιων προτεραιοτητας

9. Όπως αναφέρεται παραπάνω, η τροποποιημένη πρόταση ήταν αναγκαία επειδή διαμορφώνεται νέα απαίτηση προς την Επιτροπή να ταυτοποιηθούν οι «επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας» ως υπό υπο-ομάδα των ουσιών προτεραιότητας. Ενώ στο νέο άρθρο 16 παράγραφος 3 ορίζονται οι γενικές διατάξεις ταυτοποίησης των επικινδύνων ουσιών προτεραιότητας, δεν υπάρχει ωστόσο ούτε λεπτομερής διαδικασία προβλεπόμενη στην οδηγία-πλαίσιο για το νερό, ούτε ειδικά κριτήρια, όρια ή τιμές διακοπής.

10. Αφού επετεύχθη συμφωνία κατά τη διαδικασία συνδιαλλαγής, η Επιτροπή εκπόνησε έγγραφο στο οποίο περιλαμβάνονταν σχετικά θέματα της διαδικασίας ταυτοποίησης των ουσιών. Το πρώτο σχέδιο εγγράφου εργασίας (ENV/140400/01rev της 12ης Σεπτεμβρίου 2000) συζητήθηκε σε ad-hoc ομάδα εμπειρογνωμόνων από τα κράτη μέλη, τη βιομηχανία, περιβαλλοντικές ΜΚΟ και άλλους εμπλεκόμενους στις συσκέψεις διαβούλευσης, στις 25 και 26 Σεπτεμβρίου 2000. Οι περισσότεροι εμπειρογνώμονες της ομάδας ad-hoc υπέβαλαν παρατηρήσεις, πληροφορίες και στοιχεία πριν τις 9 Οκτωβρίου 2000. Οι εν λόγω παρατηρήσεις εξετάσθηκαν με προσοχή κατά την ανασκόπηση του εγγράφου εργασίας και οι πληροφορίες και τα στοιχεία ελήφθησαν υπόψη κατά την επεξεργασία των ενημερωτικών δελτίων, όπου χρειάζονταν. Tο έγγραφο εργασίας "Τροποποιημένη πρόταση για διαδικασία ταυτοποίησης επικινδύνων ουσιών προτεραιότητας σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3 της οδηγίας-πλαίσιο για το νερό" και τα αναθεωρημένα ενημερωτικά δελτία (Original title: "Modified proposal for a procedure for the identification of priority hazardous substnaces in accordance to Article 16 (3) of the Water Framework Directive" ENV/191000/01 της 19 Oκτωβρίου 2000) αποτέλεσαν λίαν επαρκή βάση για την μεταγενέστερη λήψη αποφάσεων.

11. Η προτεινόμενη στο έγγραφο εργασίας διαδικασία ομαδοποιούσε τις προτεινόμενες 32 ουσίες προτεραιότητας ανάλογα με το "επίπεδο ανησυχιών" λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το «επίπεδο κινδύνων». Η διαδικασία βασίζονταν στις βέλτιστες διαθέσιμες γνώσεις. Κύρια έμφαση δίνονταν στις διαθέσιμες αξιολογήσεις κινδύνων, ειδικότερα δε στις εργασίες που εκτελέστηκαν στα πλαίσια της στρατηγικής OSPAR αναφορικά με τις επικίνδυνες ουσίες, την ταξινόμηση και επισήμανση των επικινδύνων ουσιών, βάσει της οδηγίας 67/548/EΟΚ του Συμβουλίου και του πρωτοκόλλου για τους POP βάσει της σύμβασης UN-ECE για την μακράς ακτίνας διασυνοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση. Επιπλέον, στη διαδικασία ελήφθησαν υπόψη οι τελικές αξιολογήσεις κινδύνων, που συντάχθηκαν βάσει του κανονισμού αριθ 793/93 ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 91/414/EΟΚ του Συμβουλίου καθώς και στοιχεία από τις ρυθμίσεις για τη ρύπανση από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που απορρίπτονται στο υδατικό περιβάλλον, βάσει της οδηγίας 76/464/EΟΚ του Συμβουλίου και των πέντε «θυγατρικών» της οδηγιών. Τα προαναφερόμενα στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για την ομαδοποίηση των ουσιών προτεραιότητας σε ορισμένα σύνολα με αυξανόμενα «επίπεδα ανησυχιών».

12. Για τον τελικό χαρακτηρισμό μιας ουσίας προτεραιότητας εξετάσθηκαν «πρόσθετες απόψεις» για να επιβεβαιωθεί ή απορριφθεί ο χαρακτηρισμός της ουσίας. Οι "πρόσθετες απόψεις" περιελάμβαναν άλλα σχετικά κοινοτικά νομοθετήματα ή συναφείς διεθνείς συμφωνίες, θέματα παραγωγής και χρήσης της ουσίας, κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις λόγω παύσης της παραγωγής ή σταδιακής εξάλειψης της ουσίας, επίσης δε και πιθανολογούμενες διαταραχές του ενδοκρινούς συστήματος. Οι λεπτομέρειες της εφαρμοζόμενης διαδικασίας και σχετικές πληροφορίες και στοιχεία παρατίθενται στο έγγραφο εργασίας ENV/191000/01 τελικό: "Ταυτοποίηση επικινδύνων ουσιών προτεραιότητας: Τροποποιημένη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3 της οδηγίας-πλαίσιο για το νερό" (Original title: "Identification of priority hazardous substances: Modified procedure in accordance with Article 16 (3) of the Water Framework Directive") που διατίθεται από την Επιτροπή.

13. Tο κύριο αποτέλεσμα από τη διαδικασία διαβούλευσης ήταν η κατάληξη ότι, για ορισμένες ουσίες προτεραιότητας οι διαθέσιμες γνώσεις μπορεί να μην επιτρέπουν να ληφθεί τελική απόφαση, αν θα πρέπει δηλαδή να ταυτοποιηθούν ως «επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας.». Επομένως, προτείνεται να ληφθούν υπό σημείωση οι ουσίες αυτές για μια έγκαιρη επανεξέταση Κατά την επενεξέταση μελετώνται λεπτομερώς περαιτέρω τεχνικά και επιστημονικά στοιχεία που μπορεί να προκύψουν κατά το χρονικό διάστημα μετά τη θέσπιση του προτεινόμενου καταλόγου ουσιών προτεραιότητας. Η τελική απόφαση, αν δηλαδή οι ουσίες αυτές παραμένουν «ουσίες προτεραιότητας»ή θα ταυτοποιούνται ως "επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας", θα λαμβάνεται με την ανασκόπηση του καταλόγου ουσιών προτεραιότητας εντός τεσσάρων ετών μετά τη θέση σε ισχύ της οδηγίας-πλαίσιο για το νερό.

14. Η ταυτοποίηση «επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας» αντικατοπτρίζει τις εγγενείς επικίνδυνες ιδιότητες μιας ουσίας, δηλαδή αν η ουσία είναι τοξική, δυσαποδόμητη και βιοσυσσωρεύσιμη και/ή αν προκαλεί «ισοδύναμο επίπεδο ανησυχιών».

2.1. Προτεινόμενες επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας

15. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη διαδικασία, ταυτοποιούνται ως «επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας» οι εξής 11 ουσίες ή ομάδες ουσιών:

*Bρωμιούχος διφαινυλαιθέρας (μόνο ο πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρας).

*Κάδμιο.

*Χλωροαλκάνια, C10-13.

*Εξαχλωροβενζόλιο.

*Εξαχλωροβουταδιένιο.

*Εξαχλωροκυκλοεξάνιο.

*Υδράργυρος.

*Εννεϋλοφαινόλες.

*Πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες (PAH).

*Πενταχλωροβενζόλιο.

*Παράγωγα τριβουτυλοκασσιτέρου.

16. Τέσσερις ουσίες, δηλ. τα χλωροαλκάνια (C10-13), το εξαχλωροβενζόλιο, το εξαχλωροκυκλοεξάνιο και τα παράγωγα τριβουτυλοκασσιτέρου, ταυτοποιήθηκαν ως παρουσιάζοντα εξαιρετικά υψηλούς κινδύνους, ισοδύναμους προς τους των αποκαλουμένων "Δυσαποδόμητων Οργανικών Ρύπων" (ιδιότητες οιονεί POP). Επιπλέον, οι ουσίες αυτές βρίσκονται ήδη σε στάδιο κατάργησης ή μελετάται η κατάργησή τους διεθνώς, δηλ. σε καθεστώς προβλεπόμενο στη σύμβαση OSPAR [11], στο πρωτόκολλο UN-ECE POP [12] ή τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (IMO) αντίστοιχα. Στην περίπτωση των χλωροαλκανίων (C 10-13), οι οποίες αυτές υπόκεινται, εντός της Κοινότητας, σε σοβαρούς περιορισμούς. Συνεπώς οι απαιτήσεις οι προβλεπόμενες στις διεθνείς αυτές συμφωνίες, καθώς και στην κοινοτική νομοθεσία, μπορούν να καλύπτουν σε μεγάλο βαθμό τις επερχόμενες διατάξεις για τις "επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας" της οδηγίας-πλαίσιο για το νερό.

[11] Σύμβαση OSPAR για την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό, 1992 (συγχώνευση της πρώην Σύμβασης του Oslo και της Σύμβασης των Παρισίων).

[12] Οικονομική επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (UN-ECE), Σύμβαση για την μακράς ακτίνας διασυνοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση 1979, πρωτόκολλο για τους δυσαποδόμητους οργανικούς ρύπους, υπογραφέν το 1998 στο Aarhus.

17. Ο πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρας, το εξαχλωροβουταδιένιο, το πενταχλωροβενζόλιο και το νονυλφαινόλιο είναι εξαιρετικά "επικίνδυνα", όπως οι ανωτέρω αναφερόμενες ουσίες. Ωστόσο, οι ουσίες αυτές μέχρι τώρα δεν έχουν τόσο ευρέως τεθεί υπό παρακολούθηση με διεθνείς συμφωνίες ή με την κοινοτική νομοθεσία, όπως οι τελευταίες. Το εξαχλωροβουταδιένιο και το πενταχλωροβενζόλιο έπαυσαν να παράγονται και να χρησιμοποιούνται στην Κοινότητα και οι ουσίες αυτές μπορούν μόνο να παρουσιάσουν πρόβλημα όπου εμφανίζονται ως παραπροϊόντα ή ως προσμίξεις.

18. Οι εξαιρετικές ανησυχίες για τον πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρα και τη νονυλφαινόλη επιβεβαιώνονται από τα πορίσματα των αξιολογήσεων κινδύνου που πραγματοποιήθηκαν δυνάμει του κανονισμού (EΟΚ) αριθ. 793/93 [13] του Συμβουλίου. Υπάρχουν ενδείξεις ότι και οι δύο ουσίες παρουσιάζουν πραγματικό και ευρείας εκτάσεως κίνδυνο για το υδατικό περιβάλλον ή μέσω αυτού. Δεδομένου ότι τα προτεινόμενα μέτρα περιορισμού των κινδύνων βάσει του ανωτέρω κανονισμού αποσκοπούν στην εξάλειψη αυτών το δυνατόν συντομότερα, η ταυτοποίηση ως "επικίνδυνης ουσίας προτεραιότητας" βάσει της οδηγίας-πλαίσιο για το νερό θα εξασφαλίσει υψηλότερο επίπεδο προστασίας του υδατικού περιβάλλοντος μακροπρόθεσμα. Αυτό αφορά κυρίως το θαλάσσιο περιβάλλον, το οποίο δεν αποτελούσε αντικείμενο της προαναφερόμενης αξιολόγησης κινδύνων.

[13] ΕΕ αριθ. L 84, 05.04.1993, σ.1.

19. Για δεκαετίες, ο υδράργυρος, το κάδμιο και ο μόλυβδος ήταν γνωστό ότι αποτελούσαν τα πιο τοξικά μέταλλα. Ήδη από τη δεκαετία του 1970 και 1980, εφαρμόστηκαν δραστικά μέτρα περιορισμού της ρύπανσης σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Τελικά, το 1998 προστέθηκε άλλο ένα ορόσημο μετά από τη σύναψη δύο διεθνών συμφωνιών. Πρώτον, το πρωτόκολλο για τα βαρέα μέταλλα στη Σύμβαση UN-ECE για τη μακράς ακτίνας διασυνοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση που υπογράφηκε στο Aarhus [14]. Στο πρωτόκολλο αναφέρονταν ότι υπάρχουν «σημαντικές ανεπιθύμητες δράσεις επί της ανθρώπινης υγείας ή του περιβάλλοντος» από εκπομπές βαρέων μετάλλων, δηλ. υδραργύρου, καδμίου και μολύβδου. Η Επιτροπή πρόσφατα πρότεινε την κύρωση του πρωτοκόλλου (COM(2000) 177 τελικό, της 12ης Aπριλίου 2000). Δεύτερον, παρόμοιας φύσεως εκτιμήσεις οδήγησαν στην συμπερίληψη του υδραργύρου, καδμίου και μολύβδου στον "Πίνακα χημικών ουσιών για δράσεις προτεραιότητας" στα πλαίσια της Σύμβασης OSPAR για την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος του βορειοανατολικού Ατλαντικού, το 1998 [15]. Στόχος της Σύμβασης OSPAR για τα τρία μέταλλα και άλλες επικίνδυνες ουσίες είναι να επιδιωχθεί παντοιοτρόπως η πορεία προς την παύση των εκπομπών, των απορρίψεων και των διαρροών τους μέχρι το 2020.

[14] http://www.unece.org

[15] Διυπουργική σύσκεψη της Επιτροπής OSPAR, Sintra, 22-23 Ιουλίου 1998, περιληπτικά πρακτικά (http://www.ospar.org)

20. Αν και δεν είναι δυνατό να επιβληθούν κριτήρια τοξικότητας, δυσαποδομησιμότητας και βιοσυσσώρευσης για τον χαρακτηρισμό των μετάλλων τα οποία μπορούν να καταταγούν ως "επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας", είναι δυνατό ωστόσο να προταθεί ένα "ισοδύναμο επίπεδο ανησυχιών", για τον υδράργυρο και το κάδμιο. Ο υδράργυρος είναι εξαιρετικά επιζήμιος στο υδάτινο περιβάλλον και στην ανθρώπινη υγεία υπό την ανόργανη μορφή του. Επιπλέον, η οικοτοξικότητά του και η ικανότητά του για βιοσυσσώρευση αυξάνονται ακόμη περισσότερο με την μετατροπή του ανόργανου υδράργυρου σε οργανικές μορφές οι οποίες δημιουργούνται υπό ορισμένες περιβαλλοντικές συνθήκες, όπως περιγράφεται στη γνωμοδότηση της Επιστημονικής Επιτροπής Τοξικότητας, Οικοτοξικότητας και Περιβάλλοντος (SCTEE) της 28ης Σεπτεμβρίου 1999.

21. Το κάδμιο είναι άλλο ένα μη βασικό μέταλλο το οποίο είναι πολύ τοξικό και οικοτοξικό. Σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες, αναφέρθηκαν ήδη ανεπιθύμητες δράσεις του στους υδρόβιους οργανισμούς, και σε συγκεντρώσεις θεωρούμενες καταρχήν ως φυσιολογικές. Ορισμένα παράγωγα του καδμίου ταξινομούνται δυνάμει της οδηγίας 67/548/EΟΚ [16]του Συμβουλίου ως καρκινογόνα, μεταλλαξιγόνα και τοξικά της αναπαραγωγής. Χρόνιες δράσεις στην ανθρώπινη υγεία μπορεί να προκληθούν λόγω της συσσώρευσης του καδμίου στο συκώτι, τα οστά, το αίμα, τα νεφρά και τους μυς, με χρόνο ημιεξάλειψης 10-30 έτη. Αυτή η υψηλή τοξικότητα για τον άνθρωπο οδήγησε στη θέσπιση μιας δεύτερης χαμηλότερης οριακής τιμής για τις ανόργανες ουσίες με βάση την οδηγία για το πόσιμο νερό 98/83/EΚ [17], μετά από τον υδράργυρο.

[16] ΕΕ αριθ.Β 196, 16.08.1967,σ.1 όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία της Επιτροπή 2000/33/ΕΚ (ΕΕ αριθ. L 136, 08.06.2000, σ. 90)

[17] ΕΕ αριθ. L 330, 05.12.1998, σ.32.

22. Aν και ο μόλυβδος εμφανίζει παρόμοια επίπεδα ανησυχίας όπως ο υδράργυρος και το κάδμιο με βάση τις διεθνείς συμφωνίες, προτείνεται η ταυτοποίησή του ως «επικίνδυνη ουσία προτεραιότητας» να επανεξετάζεται ώστε να παρακολουθούνται τα νέα στοιχεία και οι σοβαρές συνέπειες μιας τέτοιας απόφασης.

23. Οι πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες (PAH) συνίστανται σε εκατοντάδες ξεχωριστών χημικών ουσιών. Οι περισσότεροι από τους PAH είναι τοξικοί, δυσαποδόμητοι και βιοσυσσωρεύσιμοι αν και οι ιδιότητές τους μπορεί να διαφέρουν από την μια ουσία στην άλλη. Στο πόρισμα της διαδικασίας COMMPS δείχνεται σαφώς ότι ορισμένοι από αυτούς τους υδρογονάνθρακες εμφανίζουν υψηλούς σχετικά κινδύνους για το υδατικό περιβάλλον ή μέσω αυτού στην Κοινότητα. Επιπλέον, στο πρωτόκολλο για τους POP της Σύμβασης UN-ECE για την μακράς ακτίνας διασυνοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση κατονομάζονται οι PAH και POP και επιβάλλονται σημαντικά μέτρα περιορισμού τους. Εξάλλου, ο "πίνακας χημικών ουσιών προτεραιότητας" της Σύμβασης OSPAR για την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος του βορειοανατολικού Ατλαντικού περιλαμβάνει τους PAH, με σκοπό να επιτευχθεί η κατάργηση των εκπομπών, απορρίψεων και διαρροών τους μέχρι το 2020. Προτείνεται επομένως οι PAH να ταυτοποιηθούν ως «επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας».

24. Κυριότερες πηγές εκπομπών των PAH είναι οι απορρίψεις μη σκοπίμως δημιουργούμενων παραπροϊόντων από κάθε είδους καύσεις, στην παραγωγή αλουμινίου και στις υψικαμίνους οπτάνθρακα. Επομένως, επί του παρόντος δεν μπορεί να ληφθεί απόφαση σχετικά με το αν είναι τεχνικά εφικτό τα ειδικά μέτρα που προβλέπονται δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 6 της οδηγίας-πλαίσιο για το νερό, να στοχεύσουν στην «απόλυτη μηδενική» εκπομπή. Επιπλέον, στο ίδιο άρθρο ζητείται να προσδιορισθεί "το κατάλληλο από πλευράς κόστους/αποτελεσματικότητας και αναλογικότητας επίπεδο και ο συνδυασμός των ελέγχων προϊόντων και διεργασιών". Συναφείς εκτιμήσεις μπορεί να ισχύουν και για τα μέταλλα.

25. Μπορεί κανείς να παρατηρήσει κάποια αντίφαση μεταξύ του στόχου "παύση ή σταδιακή εξάλλειψη απορρίψεων, εκπομπών και διαρροών" και της τεχνικο-οικονομικής σκοπιμότητας ενός τέτοιου στόχου. Ωστόσο, στην οδηγία-πλαίσιο για το νερό σαφώς προβλέπεται ότι οι διατάξεις σχετικά με συγκεκριμένα μέταλλα, δυνάμει του άρθρου 16, θα προταθούν από την Επιτροπή σε ειδικές οδηγίες προς έγκριση από το Eυρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εντός δύο ετών από τη θέσπιση του καταλόγου ουσιών προτεραιότητας. Οι εν λόγω ειδικές οδηγίες μπορεί, όπου χρειάζεται, να περιλαμβάνουν ειδικούς ορισμούς, παρεκκλίσεις ή όρια εκπομπών, απορρίψεων και διαρροών, όπου θα λαμβάνονται υπόψη περιορισμοί τεχνικής και οικονομικής φύσεως. Ωστόσο, στις προτάσεις της Επιτροπής διασφαλίζεται ότι τα μέτρα για "επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας" οδηγούν στη "παύση ή τη σταδιακή εξάλειψη απορρίψεων, εκπομπών και διαρροών" όπως αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1. Η εκπόνηση των ενδεδειγμένων σχετικά δεικτών θα μπορούσε να συμβάλει στην παρακολούθηση της επίτευξης αυτού του στόχου.

26. Η Επιτροπή ήδη χρησιμοποίησε στο παρελθόν την τεχνογνωσία των ενδιαφερομένων μερών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 5 της οδηγίας- πλαίσιο για το νερό. Η ανάγκη για εντατικότερη συμβολή των εμπειρογνωμόνων θα γίνει ακόμη πιο επιβεβλημένη με την υιοθέτηση νέων τεχνικών αιτημάτων που εισάγονται στο άρθρο 16. Για να επιτευχθεί και εξασφαλισθεί η τεχνική εμπλοκή των εμπειρογνωμόνων των ενδιαφερομένων μερών, η Επιτροπή προτίθεται να συστήσει ένα συμβουλευτικό φόρουμ εμπειρογνωμόνων (EAF) το 2001. Το EAF θα ασχοληθεί με όλα τα τεχνικά θέματα που σχετίζονται με το άρθρο 16, ειδικότερα δε την επιλογή των ουσιών προτεραιότητας και των επικινδύνων ουσιών προτεραιότητας, την εκπόνηση ποιοτικών προτύπων και ελέγχων εκπομπής καθώς και την αναθεώρηση υφισταμένων προτεραιοτήτων, αλλά επίσης και άλλα θέματα σχέσιν έχοντα με τις στρατηγικές κατά της ρύπανσης των νερών στην Κοινότητα.

2.2. Επανεξέταση των προτεινομένων επικινδύνων ουσιών προτεραιότητας

Οι κατωτέρω 11 ουσίες ή ομάδες ουσιών προτεραιότητας λαμβάνονται υπό σημείωση προς επανεξέταση:

*Aνθρακένιο.

*Aτραζίνη.

*Chlorpyrifos.

*Φθαλικό δι(αιθυλεξύλιο) (DEHP).

*Eνδοσουλφάνιο.

*Μόλυβδος.

*Nαφθαλένιο.

*Oκτυλφαινόλες.

*Πενταχλωροφαινόλη.

*Tριχλωροβενζόλια.

*Tριφθοραλίνη.

27. Οι ανωτέρω ουσίες εμφανίζουν ιδιότητες συναφείς προς εκείνες που έχουν χαρακτηρισθεί ως «ουσίες προτεραιότητας» (βλ. προαναφερόμενο έγγραφο εργασίας). Ωστόσο, πρέπει να συνεχισθεί η ενδελεχής διερεύνηση πριν ληφθεί η τελική απόφαση δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 3 της οδηγίας-πλαίσιο για το νερό. Οι περαιτέρω αυτές εκτιμήσεις πρέπει να περιλαμβάνουν τεχνικές, επιστημονικές και οικονομικές ενδείξεις σύμφωνα με τις διατάξεις που προβλέπονται στην οδηγία-πλαίσιο.

28. Εκτός αυτών, εισήχθη μια «υποσημείωση για τις ουσίες προετεραιότητας, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για έγκαιρη επανεξέταση», ώστε να υπάρχει σαφής προθεσμία για την τελική απόφαση που πρέπει να ληφθεί από την Επιτροπή ("ρήτρα επανεξέτασης"). Για τελική ταυτοποίηση "επικινδύνων ουσιών προτεραιότητας", η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις συστάσεις των εμπειρογνωμόνων που έχουν κληθεί να συμμετάσχουν στο προαναφερόμενο συμβουλευτικό φόρουμ εμπειρογνωμόνων, όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 5 της οδηγίας-πλαίσιο για το νερό, συμπεριλαμβανομένης της Επιστημονικής Επιτροπής Τοξικότητας, Οικοτοξικότητας και Περιβάλλοντος (SCTEE).

2.3. Ουσίες προτεραιότητας μη προτεινόμενες ως επικίνδυνες (hasardous) ουσίες προτεραιότητας

Οι εξής 10 ουσίες ή ομάδες ουσιών δεν ταυτοποιούνται επί του παρόντος ως επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας:

*Αλαχλόρ.

*Bενζόλιο.

*Chlorfenvinphos.

*Διχλωρομεθάνιο.

*1,2-Διχλωρομεθάνιο.

*Diuron.

*Isoproturon.

*Nικέλιο.

*Σιμαζίνη.

*Tριχλωρομεθάνιο.

29. Οι προαναφερόμενες ουσίες προτεραιότητας δεν ταυτοποιήθηκαν ως "επικίνδυνες, δηλ. δεν πληρούν τα κριτήρια χαρακτηρισμού ως "τοξικών, δυσαποδόμητων και βιοσυσσωρεύσιμων" ή ως ουσιών που εμφανίζουν "ισοδύναμο επίπεδο ανησυχιών" με βάση τις βέλτιστες διαθέσιμες γνώσεις. Ωστόσο, όλες οι προαναφερόμενες ουσίες προτεραιότητας είναι «επικίνδυνες» σύμφωνα με την εναρμονισμένη ταξινόμησή τους στη οδηγία 67/548/EΟΚ του Συμβουλίου ή σύμφωνα με «αυτοταξινόμηση» βασισμένη στα κριτήρια της εν λόγω οδηγίας. Πρέπει να υπομνησθεί εδώ ότι η ταξινόμηση ως «επικίνδυνη» εδράζεται σε πολύ χαμηλότερα κριτήρια ορίων από εκείνα που χρησιμοποιούνται κατά την επιλογή ως «επικινδύνων» ή ως «μη αποδομήσιμων οργανικών ρύπων» βάσει των διεθνών συμφωνιών. Ενώ όμως η ταξινόμηση ως «επικίνδυνη» απλώς οδηγεί στην ενδεδειγμένη επισήμανση χημικών ουσιών και παρασκευασμάτων δυνάμει της 67/548/EΟΚ, η ταυτοποίηση ως «επικίνδυνη» δυνάμει της οδηγίας-πλαίσιο για το νερό, οδηγεί στην παύση ή σταδιακή εξάλειψη απορρίψεων, εκπομπών και διαρροών.

30. Παρόλα αυτά, οι 10 ουσίες προτεραιότητας επελέγησαν δυνάμει της διαδικασίας COMMPS και προτείνονται από την Επιτροπή στην πρόταση του Φεβρουαρίου 2000. Επομένως, οι προαναφερόμενες ουσίες ή ομάδες ουσιών θα υπόκεινται σε ελέγχους εκπομπών και σε ποιοτικά πρότυπα, σύμφωνα με το άρθρο 16 της οδηγίας-πλαίσιο για το νερό.

3. προσαρμογες και διορθωσεις

31. Η ανάγκη τροποποίησης της πρότασης έδωσε επίσης την ευκαιρία για την προσαρμογή της ώστε να συμβιβάζεται καλύτερα με το τελικό κείμενο της οδηγίας-πλαίσιο για το νερό, και τη διόρθωση διαφόρων ατελειών της πρώτης πρότασης. Οι εν λόγω μεταβολές αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις, στο άρθρο 1 και στο παράρτημα της πρότασης.

4. Εκτιμηση των επιπτωσεων στις επιχειρησεισ

32. Η πρόταση της Επιτροπής της 7ης Φεβρουαρίου 2000 προσδιόριζε ότι δεν θα προκληθούν πρόσθετες δαπάνες για τα κράτη μέλη πέραν των δαπανών "που ήδη επιβάλλονται από τις υποχρεώσεις τις προβλεπόμενες στην οδηγία 76/464/EΟΚ του Συμβουλίου και στην προτεινόμενη οδηγία-πλαίσιο για το νερό". Αυτό εξακολουθεί να ισχύει για την τροποποιημένη πρόταση μετά την έκδοση της οδηγίας-πλαίσιο.

33. Αν και έχει ληφθεί υπόψη στις προαναφερόμενες ρυθμίσεις, ωστόσο δεν διευκρινίζεται το κόστος των ενεργειών για τις προτεινόμενες ουσίες προτεραιότητας. Μια ποσοτική εκτίμηση του κόστους εφαρμογής των ειδικών μέτρων για τους ελέγχους θα περιληφθεί στις προτάσεις ελέγχων εκπομπής και ποιοτικών προτύπων για τις ουσίες προτεραιότητας και τις επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας, οι οποίες πρέπει να παρουσιασθούν από την Επιτροπή δύο έτη μετά την έγκριση του προτεινομένου καταλόγου ουσιών προτεραιότητας.

2000/0035 (COD)

Τροποποιημένη πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τη θέσπιση καταλόγου ουσιών προτεραιότητας στον τομέα της πολιτικής υδάτων

(κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΈΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη Συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1 ,

την πρόταση της Επιτροπής [18],

[18] ΕΕ. αριθ.C 177E, 27.06.2000, σ. 74

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [19],

[19] ΕΕ. αριθ. C X,XX.XX.2000, σ. X (Γνώμη της 12.07.2000 μη δημοσιευμένη ακόμη)

τη γνώμη της Επιτροπής Περιφερειών [20],

[20] ΕΕ. αριθ. C X,XX.XX.2000, σ. X

Ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 251 της συνθήκης,

Εκτιμώντας τα εξής:

(1) Η οδηγία 76/464/EΟΚ του Συμβουλίου για τη ρύπανση που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που απορρίπτονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητας [21] (και οι οδηγίες που θεσπίστηκαν στο σχετικό πλαίσιο, αντιπροσωπεύουν σήμερα βασικό κοινοτικό εργαλείο ελέγχου μεμονωμένων και διάχυτων απορρίψεων επικινδύνων ουσιών.

[21] ΕΕ αριθ. L 129, 18.5.1976, σ. 23

(2) Οι κοινοτικοί έλεγχοι δυνάμει της οδηγίας 76/464/EΟΚ του Συμβουλίου έχουν αντικατασταθεί, εναρμονιστεί και παραιτέρω αναπτυχθεί με την οδηγία 2000/60/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του Συμβουλίου για την εκπόνηση ενός πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής υδάτων [22].

[22] ΕΕ. αριθ. L X,XX.XX.2000, σ. X

(2α) Δυνάμει της οδηγίας 2000/60/ΕΚ θεσπίζονται ειδικά μέτρα κατά της ρύπανσης των υδάτων από συγκεκριμένους ρύπους ή ομάδες ρύπων που παρουσιάζουν σημαντικό κίνδυνο για το υδατικό περιβάλλον ή μέσω αυτού, περιλαμβανομένων και των κινδύνων για τα νερά που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή πόσιμου νερού. Τα μέτρα αυτά αφορούν την προοδευτική μείωση και, για τις επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 30 της οδηγίας 2000/60/EΚ, την παύση ή τη σταδιακή εξάλειψη απορρίψεων, εκπομπών και διαρροών. Εν όψει της έγκρισής τους, είναι αναγκαίο να θεσπιστεί, ως παράρτημα Χ της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, ο κατάλογος των ουσιών προτεραιότητας, συμπεριλαμβανομένων των επικινδύνων ουσιών προτεραιότητας. Ο κατάλογος καταρτίστηκε λαμβάνοντας υπόψη τις συστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 16 παράγραφος 5 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

(3) Η οδηγία 2000/60/EΚ του Eυρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με την οποία θεσπίζεται πλαίσιο κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής υδάτων, εισάγει εδώ στο άρθρο 16 παράγραφος 2 επιστημονικά τεκμηριωμένη μεθοδολογία επιλογής ουσιών προτεραιότητας με βάση τον σημαντικό κίνδυνο που συνεπάγονται για το υδατικό περιβάλλον ή μέσω αυτού.

(4) Η μεθοδολογία που προσδιορίζεται στην οδηγία 2000/60/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, με την οποία θεσπίζεται πλαίσιο κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής υδάτων, δίνει τη δυνατότητα εφαρμογής μιας απλοποιημένης διαδικασίας αξιολόγησης των κινδύνων ακολουθώντας επιστημονικές αρχές και λαμβάνοντας ιδίως υπόψη:

-ενδείξεις σχετικά με τους εγγενείς κινδύνους που παρουσιάζει δεδομένη ουσία και ειδικότερα την οικοτοξικότητά της στο νερό ή την τοξικότητά της στον άνθρωπο μέσω της έκθεσής του στο υδατικό περιβάλλον,

-ενδείξεις από παρακολούθηση της ευρύτερης περιβαλλοντικής μόλυνσης και

-άλλους δοκιμασμένους συντελεστές οι οποίοι μπορεί να αποκαλύψουν παρουσία ευρύτερης περιβαλλοντικής μόλυνσης, όπως θέματα παραγωγής, αναλισκομένων όγκων και χρηστικών οδών της υπόψη ουσίας.

(5) Η Επιτροπή ανέπτυξε πάνω στη βάση αυτή ένα σύστημα συνδυασμένου καθορισμού προτεραιοτήτων με βάση παρακολούθηση και προσομοιώσεις (COMMPS), σε συνεργασία με εμπειρογνώμονες των ενδιαφερομένων μερών, συμπεριλαμβανομένης της Επιστημονικής Επιτροπής Τοξικότητας, Οικοτοξικότητας και Περιβάλλοντος, των κρατών μελών, των χωρών ΕΖΕΣ, της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος, Ευρωπαϊκών επιχειρηματικών ενώσεων, περιλαμβανομένων και εκείνων που εκπροσωπούν μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς και ευρωπαϊκών περιβαλλοντικών οργανώσεων.

(6) Καταρτίστηκε ένας πρώτος κατάλογος 32 ουσιών ή ομάδων ουσιών προτεραιότητας μετά από επιλογή με βάση τη διαδικασία (COMMPS) μετά από δημόσιες και διαφανείς συζητήσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη.

(7) Η ταχεία θέσπιση του καταλόγου αυτού είναι επιθυμητή ώστε να γίνει δυνατή η έγκαιρη και σε συνεχή βάση διενέργεια κοινοτικών ελέγχων για τις επικίνδυνες ουσίες, δυνάμει της στρατηγικής που προβλέπεται στο άρθρο 16 της οδηγίας 2000/60/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ειδικότερα δε στις προτάσεις περί ελέγχων όπως ορίζονται στο άρθρο 16 παράγραφος 6 και στις προτάσεις για τα ποιοτικά πρότυπα όπως ορίζονται στο άρθρο 16 παράγραφος 7, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της οδηγίας αυτής.

(8) Ο κατάλογος ουσιών προτεραιότητας που εγκρίνεται δυνάμει της παρούσας απόφασης αντικαθιστά τον κατάλογο ουσιών που παρατίθεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο για τις επικίνδυνες ουσίες, που μπορεί να συμπεριληφθεί στον πίνακα Ι της οδηγίας 76/464/EΟΚ [23] του Συμβουλίου .

[23] ΕΕ αριθ. C 176, της 14.7.1982, σ. 3

(9) Η ταυτοποίηση των ουσιών προτεραιότητας και οι επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας που επιλέγονται για τη διενέργεια ελέγχων εκπομπής και οι απορρίψεις και διαρροές στα νερά της επιφανείας, στα ρέοντα και παράκτια νερά από χερσαίες πηγές, θα συμβάλει στην επίτευξη των στόχων αυτών και στην τήρηση των κοινοτικών υποχρεώσεων που απορρέουν από διεθνείς συμβάσεις για την προστασία των θαλασσίων υδάτων, ειδικότερα δε στην εφαρμογή της στρατηγικής περί επικινδύνων ουσιών που θεσπίστηκε στη διυπουργική διάσκεψη OSPAR 1998 στα πλαίσια της Σύμβασης για την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος του βορειοανατολικού Ατλαντικού, σύμφωνα με την απόφαση 98/249/ΕΚ του Συμβου-λίου [24].

[24] ΕΕ αριθ. L 104, της 3.4.1998, σ. 1

(10) Η διαδικασία COMMPS χαρακτηρίζεται ως ένα δυναμικό εργαλείο για τον καθορισμό προτεραιοτήτων σε επικίνδυνες ουσίες, δυνάμενο να υποστεί συνεχείς βελτιώσεις και τροποποιήσεις, με στόχο την αναθεώρηση και προσαρμογή του καταλόγου πρώτης προτεραιότητας το αργότερο 4 έτη μετά τη θέση σε ισχύ της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και εν συνεχεία τουλάχιστον κάθε τέσσερα έτη,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Θεσπίζεται ο κατάλογος ουσιών προτεραιότητας, συμπεριλαμβανομένων των ουσιών που έχουν ταυτοποιηθεί ως επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 16 παράγραφος 2 και 3 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και παρατίθεται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Ο κατάλογος ουσιών προτεραιότητας που θεσπίζεται με την παρούσα απόφαση αντικαθιστά τον κατάλογο ουσιών της ανακοίνωσης της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, της 22ας Ιουνίου 1982 για τις επικίνδυνες ουσίες που μπορεί να περιληφθεί στον πίνακα Ι της οδηγίας 76/464/EΟΚ του Συμβουλίου.

Άρθρο 3

Ο κατάλογος ουσιών προτεραιότητας στον τομέα της πολιτικής υδάτων καθίσταται, μετά την έγκρισή του από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, παράρτημα Χ της οδηγίας 2000/60/EΚ του Συμβουλίου για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής υδάτων.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση τίθεται σε ισχύ την επομένη ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

H Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κατάλογος ουσιών προτεραιότητας στον τομέα της πολιτικής υδάτων (*)

TTTABLE

* Όπου έχουν επιλεγεί ομάδες ουσιών, τυπικοί μεμονωμένοι εκπρόσωποι καταγράφονται ως ενδεικτικές παράμετροι (σε παρενθέσεις χωρίς αριθμούς). Η διενέργεια ελέγχων θα επικεντρωθεί στις συγκεκριμένες αυτές ουσίες, με την επιφύλαξη ενσωμάτωσης άλλων μεμονωμένων εκπροσώπων, όπου χρειάζεται.

** Οι ομάδες αυτές ουσιών κανονικά περιλαμβάνουν σημαντικό αριθμό μεμονωμένων ενώσεων. Επί του παρόντος, δεν μπορούν να δοθούν οι κατάλληλες ενδεικτικές παράμετροι.

*** Οι ουσίες αυτές προτεραιότητας υπόκεινται σε επανεξέταση προς ταυτοποίηση ως πιθανές "επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας" έως τις 31 Δεκεμβρίου 2003. Τελική απόφαση θα ληφθεί κατά την επανεξέταση του καταλόγου ουσιών προτεραιότητας, όπως προβλέπεται δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

**** Μόνο ο πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρας (αριθμός CAS 32534-81-9)

Top