EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52007PC0249

Πρόταση οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την επιβολή κυρώσεων στους εργοδότες που απασχολούν παράνομα διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών {SEC(2007) 596} {SEC(2007) 603} {SEC(2007) 604}

/* COM/2007/0249 τελικό - COD 2007/0094 */

52007PC0249

Πρόταση οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την επιβολή κυρώσεων στους εργοδότες που απασχολούν παράνομα διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών {SEC(2007) 596} {SEC(2007) 603} {SEC(2007) 604} /* COM/2007/0249 τελικό - COD 2007/0094 */


[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 16.5.2007

COM(2007) 249 τελικό

2007/0094 (COD)

Πρόταση

ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την επιβολή κυρώσεων στους εργοδότες που απασχολούν παράνομα διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών

(υποβληθείσα από την Επιτροπή) {SEC(2007) 596}{SEC(2007) 603}{SEC(2007) 604}

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ |

110 | Αιτιολόγηση και στόχοι της πρότασης Η παρούσα πρόταση εγγράφεται στο πλαίσιο των προσπαθειών που καταβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση να επεξεργαστεί μια συνολική πολιτική στον τομέα των μεταναστεύσεων. Το Σεπτέμβριο 2007, η Επιτροπή προτίθεται να υποβάλει μια πρώτη πρόταση σχετικά με τη νόμιμη μετανάστευση, σύμφωνα με το δικό της πρόγραμμα-δράσης του Δεκεμβρίου 2005[1]. Ένας από τους παράγοντες που ενθαρρύνουν την παράνομη μετανάστευση στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η δυνατότητα εξεύρεσης εργασίας. Η παρούσα πρόταση στοχεύει να περιορίσει αυτόν τον παράγοντα έλξης βάζοντας στο στόχαστρο την απασχόληση των υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν παράνομα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Βασισμένη στα μέτρα που ήδη υπάρχουν στα κράτη μέλη, στόχος είναι να εξασφαλίσει ότι όλα τα κράτη μέλη θεσπίζουν παρόμοιες κυρώσεις κατά των εργοδοτών που απασχολούν παράνομα διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών και τις εκτελούν με αποτελεσματικό τρόπο. Η Επιτροπή πρότεινε τα συγκεκριμένα μέτρα στην ανακοίνωσή της του Ιουλίου 2006 για τις προτεραιότητες δράσης στον τομέα της καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης υπηκόων τρίτων χωρών[2]. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε αυτή την υπόδειξη το Δεκέμβριο του 2006 και κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις. Γενικό πλαίσιο |

120 | Η απασχόληση παράνομα διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (στο εξής "παράνομη απασχόληση") είναι το αποτέλεσμα σύγκλισης μεταξύ της προσφοράς που αντιπροσωπεύουν μετανάστες σε αναζήτηση καλύτερης ζωής και της ζήτησης εργοδοτών που είναι διατεθειμένοι να αντλήσουν όφελος από εργαζόμενους οι οποίοι είναι πρόθυμοι να αναλάβουν κακά αμειβόμενες εργασίες που απαιτούν χαμηλό επίπεδο προσόντων. Το εύρος του φαινομένου είναι δύσκολο να υπολογισθεί ποσοτικά: σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο αριθμός υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν παράνομα στην ΕΕ κυμαίνεται μεταξύ 4,5 και 8 εκατομμυρίων. Η παράνομη απασχόληση συγκεντρώνεται σε ορισμένους τομείς: οικοδομές, γεωργία, καθαρισμός, ξενοδοχεία και εστιατόρια. Από τη μια πλευρά, δρώντας σαν παράγοντας έλξης της λαθρομετανάστευσης, η παράνομη απασχόληση, παρόμοια με την αδήλωτη εργασία των πολιτών της ΕΕ, συνεπάγεται απώλειες για τα δημόσια οικονομικά, μπορεί να οδηγήσει σε μείωση μισθών και σε επιδείνωση των συνθηκών εργασίας, να νοθεύσει των ανταγωνισμό μεταξύ επιχειρήσεων και σημαίνει ότι οι αδήλωτοι εργαζόμενοι δεν θα επωφελούνται ασφάλισης ασθένειας και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία εξαρτώνται από την καταβολή εισφορών. Από την άλλη πλευρά, οι παράνομα απασχολούμενοι υπήκοοι τρίτων χωρών είναι ακόμα πιο ευάλωτοι, επειδή σε περίπτωση που συλληφθούν, μπορούν να υποχρεωθούν να επιστρέψουν στην χώρα καταγωγής. Η παρούσα πρόταση ασχολείται με την πολιτική μετανάστευσης και όχι με την πολιτική απασχόλησης ή με την κοινωνική πολιτική. Προβλέπει κυρώσεις όχι κατά των παράνομα απασχολούμενων υπηκόων τρίτων χωρών αλλά κατά των εργοδοτών (όμως, η πρόταση οδηγίας της Επιτροπής του 2005 σχετικά με την επιστροφή αξίωνε κατά γενικό κανόνα από τα κράτη μέλη την έκδοση αποφάσεων επιστροφής εις βάρος των παράνομα διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών). |

130 | Ισχύουσες διατάξεις στον τομέα της πρότασης Η σύσταση του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1995 για την εναρμόνιση των μέσων καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης και απασχόλησης[3] προέβλεπε ότι οι εργοδότες που επιθυμούν να προσλάβουν αλλοδαπούς πρέπει να παρακινούνται να ελέγχουν τη νομιμότητα της κατάστασής τους όσον αφορά τη διαμονή ή την απασχόληση και ότι ο εργοδότης αλλοδαπού υπηκόου χωρίς άδεια θα πρέπει να υπόκειται σε ανάλογες κυρώσεις. Η σύσταση του Συμβουλίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1996 για την καταπολέμηση της παράνομης απασχόλησης υπηκόων τρίτων χωρών[4] προέβλεπε ιδιαίτερα ότι η πρόσληψη υπηκόων τρίτων χωρών που δεν διαθέτουν την απαιτούμενη άδεια απαγορεύεται και επισύρει ποινικές και/ή διοικητικές κυρώσεις. Η παρούσα πρόταση βασίζεται στις εν λόγω συστάσεις αξιώνοντας από τα κράτη μέλη να απαγορεύουν την παράνομη απασχόληση, να προβλέπουν κυρώσεις, και να αξιώνουν από τους εργοδότες να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα και να πραγματοποιούν ελέγχους. Η πολιτική της ΕΕ κατά της παράνομης μετανάστευσης συμπεριλαμβάνει διατάξεις για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και της λαθραίας διακίνησης ανθρώπων διαμέσου των συνόρων. Η απόφαση-πλαίσιο σχετικά με την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων[5] ποινικοποιεί την εμπορία ανθρώπων με σκοπό την εκμετάλλευση της εργασίας τους ή τη σεξουαλική εκμετάλλευση και προβλέπει προσέγγιση των κυρώσεων. Η παράνομη απασχόληση που προβλέπεται από την παρούσα πρόταση θα μπορούσε εξίσου να εξομοιωθεί με την εμπορία, η οποία αποτελεί σοβαρότερο ποινικό αδίκημα εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις της απόφασης-πλαίσιο, κυρίως εάν χρησιμοποιείται σε σχέση με τα συγκεκριμένα πρόσωπα εξαναγκασμός ή εξαπάτηση με σκοπό την εκμετάλλευση της εργασίας τους. Εντούτοις, η παρούσα πρόταση καλύπτει εξίσου τις καταστάσεις στις οποίες δεν υπάρχει ούτε εξαναγκασμός ούτε εξαπάτηση. Μία οδηγία του 2002[6] και η απόφαση-πλαίσιο που τη συνοδεύει[7] ασχολούνται με το θέμα της εμπορίας ανθρώπων ποινικοποιώντας την υποβοήθηση της παράνομης εισόδου, διέλευσης και διαμονής και προβλέποντας την προσέγγιση των κυρώσεων. Δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι η παράνομη απασχόληση μπορεί να συνδυάζεται με υποβοήθηση της παράνομης εισόδου και/ή διαμονής, αλλά η παρούσα πρόταση αφορά εξίσου τους εργοδότες που δεν έχουν ανάμιξη στην είσοδο ή τη διαμονή των υπηκόων τρίτων χωρών που απασχολούνται παράνομα. |

140 | Συνοχή με τις άλλες πολιτικές και τους στόχους της Ένωσης Η απασχόληση παράνομα διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών εγγράφεται στο πλαίσιο της ευρύτερης προβληματικής της αδήλωτης εργασίας, δηλαδή των νόμιμων αλλά μη δηλωμένων στις δημόσιες αρχές αμειβόμενων δραστηριοτήτων[8]. Στο θέμα της αδήλωτης εργασίας και στα συναφή ζητήματα ενέχονται όχι μόνον υπήκοοι τρίτων χωρών αλλά εξίσου πολίτες της ΕΕ και η Επιτροπή θα εκδώσει ανακοίνωση σχετικά με το ζήτημα το φθινόπωρο του 2007. Τα μέτρα που προβλέπονται σύμφωνα με την παρούσα πρόταση είναι συνεκτικά με και υποστηρίζουν την πολιτική και τις δράσεις που διεξάγονται σε κοινοτικό επίπεδο για την πρόληψη και την καταπολέμηση της φορολογικής απάτης. Η παρούσα πρόταση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα. Δεν θίγει τα δικαιώματα των υπηκόων τρίτων χωρών ως εργαζομένων, όπως το δικαίωμά τους να συμμετέχουν σε συνδικαλιστική οργάνωση, να παίρνουν μέρος σε συλλογικές διαπραγματεύσεις και να επωφελούνται από αυτές και να απολαμβάνουν συνθηκών εργασίας σύμφωνων με τους κανόνες υγιεινής και ασφάλειας. Όσον αφορά την παράβαση για την οποία μπορεί να θεωρηθούν υπεύθυνοι οι εργοδότες, πρέπει να σημειωθεί ότι δυνάμει της παρούσας πρότασης, ένας εργοδότης που ελέγχει τα έγγραφα που υποβάλλονται από τους δυνάμει εργαζομένους δεν θα θεωρείται υπεύθυνος, για παράδειγμα, εάν αποδειχθεί ότι τα συγκεκριμένα έγγραφα είναι πλαστά. Οι ποινικές κυρώσεις περιορίζονται στις σοβαρές περιπτώσεις όπου η ποινική κύρωση είναι ανάλογη προς το εύρος ή τη σοβαρότητα της παράβασης. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία συγκεντρώνουν οι εργοδότες και οι αρχές στο πλαίσιο της εφαρμογής της παρούσας πρότασης πρέπει να αντιμετωπίζονται σύμφωνα με την οδηγία 95/46/EΚ σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων[9]. |

ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΥ |

Διαβούλευση με τους ενδιαφερομένους |

211 | Μέθοδοι διαβούλευσης, κύριοι τομείς-στόχοι και γενικά χαρακτηριστικά των συνομιλητών Διοργανώθηκαν συνεδριάσεις με την ΕΣΣ (Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων) και την UNICE/Business Europe (Ένωση Συνομοσπονδιών Βιομηχανίας και Εργοδοτών της Ευρώπης). Η διαβούλευση με τα κράτη μέλη έγινε στο πλαίσιο της επιτροπής για τη μετανάστευση και το άσυλο της Επιτροπής. Κατά την προετοιμασία της πρότασης ελήφθησαν επίσης υπόψη οι συμβολές των αντιπροσώπων των κοινωνικών εταίρων και άλλων ΜΚΟ σε διάφορα σεμινάρια και εργαστήρια. Στο πλαίσιο της εξωτερικής μελέτης που διατάχθηκε από την Επιτροπή προς υποστήριξη της ανάλυσης αντικτύπου, διεξάχθηκε με μια άλλη διαβούλευση με τα κράτη μέλη (συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών καταστολής των κρατών μελών), τα συνδικάτα, τις οργανώσεις εργοδοτών και ΜΚΟ υπό τη μορφή ερωτηματολογίων και συνεντεύξεων. |

212 | Σύνθεση των απαντήσεων και τρόπος με τον οποίον αυτές ελήφθησαν υπόψη Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα σχόλια που διατυπώθηκαν ως αντίδραση στην ανακοίνωση του Ιουλίου 2006. |

Συγκέντρωση και χρήση εμπειρογνωμοσύνης |

229 | Δεν υπήρξε ανάγκη προσφυγής στη γνώμη εξωτερικών εμπειρογνωμόνων. |

230 | Ανάλυση αντικτύπου Οι ακόλουθες επιλογές εξετάστηκαν κατά την ανάλυση αντικτύπου: Επιλογή 1: Status quo. Παρά το γεγονός ότι τα περισσότερα των κρατών μελών (εάν όχι όλα) έχουν ήδη θεσπίσει κυρώσεις κατά των εργοδοτών και προληπτικά μέτρα, αυτά δεν έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά. Αυτή η επιλογή δεν θα επέτρεπε να δημιουργηθούν ίσες προϋποθέσεις για όλους και η κατάσταση θα μπορούσε επιπλέον να επιδεινωθεί δεδομένου ότι οι διαφορές μεταξύ των κρατών μελών θα μπορούσαν να ενταθούν. Το επίπεδο των υφιστάμενων κυρώσεων θα μπορούσε να αποδειχθεί ανεπαρκές για να εξουδετερώσει τα οικονομικά προτερήματα της παράνομης απασχόλησης. Δεν θα απευθυνόταν σαφές μήνυμα στους εργοδότες, στις τρίτες χώρες και στους υπηκόους τους που να τους καθιστά γνωστό ότι ελήφθησαν μέτρα για να καλυφθούν τα κενά της νομοθεσίας που επέτρεπαν την αποφυγή των κυρώσεων. Επιλογή 2: Εναρμονισμένες κυρώσεις κατά των εργοδοτών παράνομα διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών σε όλη την ΕΕ, συνδυασμένες με υποχρέωση εκτέλεσης που επιβάλλεται στα κράτη μέλη (υποχρέωση να πραγματοποιήσουν ορισμένο αριθμό ελέγχων στους τόπους εργασίας). Αυτή η επιλογή θα μείωνε τις διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών και μεταξύ των μέτρων εκτέλεσης και θα ευνοούσε τη δημιουργία ίσων όρων για όλους. Το ελάχιστο επίπεδο κυρώσεων κατά των εργοδοτών θα αυξανόταν σε διάφορα κράτη μέλη, γεγονός που θα ενίσχυε το αποτρεπτικό αποτέλεσμα αυτών των κυρώσεων. Η καλύτερη εκτέλεση θα επέτρεπε τη μείωση της παράνομης εργασίας. Επιλογή 3: Εναρμονισμένα προληπτικά μέτρα: κοινή υποχρέωση για τους εργοδότες όλης της ΕΕ να λαμβάνουν αντίγραφο των σχετικών εγγράφων (άδεια διαμονής) και να ενημερώνουν τα αρμόδια εθνικά όργανα. Αυτή η επιλογή θα μείωνε την παράνομη απασχόληση, δεδομένου ότι ο εργοδότης θα μπορούσε να καθορίζει από την αρχή της διαδικασίας πρόσληψης εάν ένας δυνάμει εργαζόμενος έχει άδεια να εργαστεί. Ένα ελάχιστο συμπληρωματικό βάρος θα επιβαλλόταν κατ’αυτόν τον τρόπο στους εργοδότες. Πράγματι, πολλά κράτη μέλη υποχρεώνουν ήδη τους εργοδότες να ελέγχουν τα έγγραφα που τους παρουσιάζονται. Αυτή η επιλογή θα συντελούσε στη δημιουργία ίσων όρων για όλους δεδομένου ότι θα εφαρμόζονταν οι ίδιες διαδικασίες στο σύνολο της ΕΕ. Εντούτοις, υπάρχει το ενδεχόμενο κατάχρησης ταυτότητας και πλαστογράφησης εγγράφων. Η προστασία δεδομένων θα έπρεπε να είναι κατοχυρωμένη. Επιλογή 4: Εναρμονισμένες κυρώσεις κατά των εργοδοτών και εναρμονισμένα προληπτικά μέτρα (συνδυασμός των επιλογών 2 και 3). Στο πλαίσιο αυτής της επιλογής, τα θετικά αποτελέσματα των επιλογών 2 και 3 θα ενισχύονταν αμοιβαία και θα αποστελλόταν ισχυρό μήνυμα όσον αφορά τη δέσμευση της ΕΕ να καταπολεμήσει την παράνομη απασχόληση. Επιλογή 5: Εκστρατεία ευαισθητοποίησης σε κλίμακα Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις συνέπειες της πρόσληψης παράνομα διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών. Η εφαρμογή αυτής της επιλογής θα χρειαζόταν περιορισμένους πόρους και θα μπορούσε να έχει περιορισμένο και προσωρινό αποτέλεσμα αλλά θετικό από την άποψη της τήρησης των κανόνων. Εντούτοις, δε θα οδηγούσε σε μείωση της παράνομης απασχόλησης μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, δεδομένου ότι οι εργοδότες είναι ήδη ενήμεροι για τις αρνητικές συνέπειες της παράνομης απασχόλησης. Επιλογή 6: Εντοπισμός και ανταλλαγή μεταξύ των κρατών μελών των βέλτιστων πρακτικών όσον αφορά την εφαρμογή των κυρώσεων έναντι των εργοδοτών. Όλοι οι συμμετέχοντες θεωρούν ότι είναι απαραίτητο να βελτιωθεί η εκτέλεση, και αυτή η επιλογή θα επέτρεπε την ενίσχυση των ικανοτήτων των υπηρεσιών καταστολής, και κατά συνέπεια της αποτελεσματικότητάς τους. Εντούτοις, οι απαραίτητοι πόροι για τους ελέγχους θα συνέχιζαν να εξαρτώνται από τα κράτη μέλη. Αυτή η επιλογή θα είχε περιορισμένη συμβολή στη δημιουργία ίσων όρων για όλους, δεδομένου ότι οι διαφορές μεταξύ των κυρώσεων και μεταξύ των προληπτικών μέτρων θα συνέχιζαν να υφίστανται και θα μπορούσαν μάλιστα να αυξηθούν. Προκύπτει από σύγκριση των διαφόρων επιλογών και των αντίστοιχων επιπτώσεών τους καθώς και από την εξέταση των γνωμοδοτήσεων των κρατών μελών και των συμμετεχόντων ότι η επιλογή που πρέπει να προωθηθεί είναι ένας συνδυασμός των επιλογών 4 και 6. Τα νέα προτεινόμενα μέτρα θα πρέπει να υποστηριχθούν από εκστρατείες ευαισθητοποίησης με στόχο τους εργοδότες (κυρίως τους ιδιώτες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις). Η επιλογή 4 αντικατοπτρίζεται στην παρούσα πρόταση, ενώ η επιλογή 6 και οι υποστηριχτικές εκστρατείες ευαισθητοποίησης αντικατοπτρίζονται στο συνοδευτικό έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής. |

ΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ |

305 | Σύνοψη των προτεινόμενων μέτρων Η παρούσα πρόταση θεσπίζει γενική απαγόρευση της απασχόλησης παράνομα διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών. Οι παραβάσεις θα πρέπει να τιμωρούνται με ποινές (οι οποίες μπορεί να είναι διοικητικού χαρακτήρα) που θα συνίστανται σε πρόστιμα και, στην περίπτωση των επιχειρήσεων, σε άλλα μέτρα, μεταξύ των οποίων ο αποκλεισμός από τη χορήγηση δημόσιων επιδοτήσεων ή η ανάκτηση τέτοιων επιδοτήσεων. Θα πρέπει να προβλέπονται ποινικές κυρώσεις σε σοβαρές περιπτώσεις. Προκειμένου αυτή η απαγόρευση να είναι αποτελεσματική, οι εργοδότες θα πρέπει να υποχρεώνονται να προβαίνουν σε ορισμένους ελέγχους πριν να προσλάβουν υπηκόους τρίτων χωρών, θα πρέπει να διευκολύνεται η διαδικασία για την υποβολή καταγγελιών και τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεώνονται να διενεργούν ορισμένο αριθμό επιθεωρήσεων. Οι σοβαρότερες κυρώσεις και οι αυστηρότερες υποχρεώσεις εκτέλεσης που προβλέπονται από την παρούσα πρόταση όσον αφορά την απασχόληση υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν παράνομα σε σχέση με εκείνες που εφαρμόζονται δυνάμει των ισχυουσών κοινοτικών πράξεων, κυρίως στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών, σε σχέση με τους πολίτες της ΕΕ και τους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα αποδεικνύονται δικαιολογημένες υπό το φως του στόχου της παρούσας οδηγίας και δεν εισάγουν διακρίσεις σε σχέση με το διαφορετικό καθεστώς των παράνομα διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών. |

310 | Νομική βάση Οι διατάξεις της παρούσας πρότασης στοχεύουν να περιορίσουν την παράνομη μετανάστευση στην ΕΕ. Κατά συνέπεια, η δέουσα νομική βάση είναι το άρθρο 63, παράγραφος 3 στοιχείο β) της συνθήκης ΕΚ. Αυτή η νομική βάση δεν καλύπτει τα μέτρα που αφορούν υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην ΕΕ οι οποίοι εργάζονται κατά παράβαση του καθεστώτος διαμονής τους, για παράδειγμα φοιτητές τρίτων χωρών που εργάζονται περισσότερο από τον επιτρεπόμενο αριθμό ωρών. Κατά συνέπεια, η παρούσα πρόταση δε ρυθμίζει καταστάσεις αυτού του είδους, παρά το γεγονός ότι η ρύθμιση αυτών των καταστάσεων είναι εξίσου σημαντική για να περιορισθεί η έλξη που ασκούν οι δυνατότητες απασχόλησης. |

320 | Αρχή επικουρικότητας Η αρχή επικουρικότητας εφαρμόζεται στο μέτρο που η πρόταση δεν υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας. |

Οι στόχοι της πρότασης δεν μπορούν να υλοποιηθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη για τον/τους ακόλουθο/ους λόγο/λόγους. |

321 | Εάν τα κράτη μέλη ενεργήσουν μόνα, το επίπεδο κυρώσεων και ο βαθμός εκτέλεσης ενδέχεται να διαφέρει κατά πολύ από το ένα κράτος στο άλλο. Αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό στο πλαίσιο της ενιαίας αγοράς και να προκαλέσει δευτερογενείς μετακινήσεις παράνομα διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών προς τα κράτη μέλη στα οποία οι κυρώσεις είναι λιγότερο αυστηρές και ο βαθμός εκτέλεσης μικρότερος. |

Μία κοινοτική δράση θα επιτρέψει την καλύτερη υλοποίηση των στόχων της πρότασης για τον/τους ακόλουθο/ους λόγο/λόγους. |

324 | Σ’ένα χώρο απαλλαγμένο από εσωτερικά σύνορα, τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την καταπολέμηση της λαθρομετανάστευσης πρέπει να είναι κοινά. Αυτή η αρχή έχει ισχύ όχι μόνο για τα μέτρα που λαμβάνονται στα κοινά σύνορα αλλά εξίσου για τα μέτρα προσδιορισμού των παραγόντων έλξης. Ένα κοινό ελάχιστο επίπεδο κυρώσεων για τους εργοδότες θα εξασφαλίσει (1) ότι όλα τα κράτη μέλη διαθέτουν επαρκώς αυστηρές κυρώσεις για να έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα (2) ότι οι κυρώσεις δεν διαφέρουν σε βαθμό που να δημιουργούν δευτερογενείς μετακινήσεις παράνομα διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών και (3) ότι ισχύουν ίσοι όροι για όλες τις επιχειρήσεις της ΕΕ. |

325 | Η πρόταση προβλέπει μόνον ένα ελάχιστο επίπεδο εναρμόνισης. |

327 | Κατά συνέπεια, η πρόταση είναι σύμφωνη με την αρχή της επικουρικότητας |

Αρχή της αναλογικότητας Η πρόταση τηρεί την αρχή της αναλογικότητας για τον/τους ακόλουθο/ους λόγο/λόγους. |

Η πράξη που επελέγη είναι οδηγία, η οποία αφήνει στα κράτη μέλη μεγάλη ευελιξία κατά την εφαρμογή. Δυνάμει του άρθρου 63, προτελευταίο εδάφιο, της συνθήκης ΕΚ, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να διατηρούν ή να εισάγουν άλλα μέτρα πέραν εκείνων που ορίζονται στην οδηγία, υπό τον όρο ότι αυτά συμβιβάζονται με τη συνθήκη και με τις διεθνείς συμφωνίες. |

331 | Στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας, οι εθνικές και περιφερειακές διοικήσεις των κρατών μελών θα επιφορτιστούν ενδεχομένως με πρόσθετο οικονομικό και διοικητικό βάρος για την επεξεργασία της απαιτούμενης στρατηγικής εκτέλεσης και για την υλοποίηση του ελάχιστου αριθμού απαιτούμενων επιθεωρήσεων. Εξάλλου, αυτές οι διοικήσεις θα επιβαρυνθούν ενδεχομένως με πρόσθετο βάρος που απορρέει από μία δυνάμει αύξηση του αριθμού διοικητικών και ποινικών διαδικασιών. Αυτά τα αυξημένα βάρη θα περιοριστούν εντούτοις στα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της πρότασης. Τα βάρη που επιβάλλονται στους οικονομικούς φορείς θα περιοριστούν σε ελέγχους πριν από την πρόσληψη υπηκόων τρίτων χωρών, στην ενημέρωση των αρμοδίων αρχών και στην υποχρέωση τήρησης αρχείων. Αυτά τα βάρη είναι ανάλογα προς τον στόχο της πρότασης. |

332 | Επιλογή των μέσων |

Προτεινόμενο μέσο: οδηγία. |

341 |

342 | Άλλα μέτρα δεν θα ήταν πρόσφορα για τον/τους ακόλουθο/ους λόγο/λόγους. Η οδηγία είναι το καλύτερα προσαρμοσμένο μέσο για την εφαρμογή της παρούσας δράσης, επειδή θεσπίζει ελάχιστους δεσμευτικούς κανόνες, αλλά αφήνει στα κράτη μέλη ορισμένο περιθώριο ευελιξίας κατά την ενσωμάτωση αυτών των κανόνων στην εθνική νομοθεσία και στην πρακτική εκτέλεσης. |

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΠΤΩΣΗ |

409 | Η πρόταση δεν έχει επίπτωση στον προϋπολογισμό της ΕΕ. |

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ |

Ρήτρα επανεξέτασης/αναθεώρησης/λήξης ισχύος |

Η πρόταση περιλαμβάνει ρήτρα επανεξέτασης. |

531 | Πίνακας αντιστοιχίας Τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των εθνικών διατάξεων με τις οποίες μεταφέρουν την παρούσα πρόταση οδηγίας καθώς και έναν πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών των διατάξεων και της οδηγίας. |

550 | Λεπτομερής ανάλυση της πρότασης Άρθρο 1 και 2 Η παρούσα πρόταση δεν εφαρμόζεται στους πολίτες της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των οποίων το δικαίωμα απασχόλησης σε ένα συγκεκριμένο κράτος μέλος περιορίζεται από μεταβατικές διατάξεις. Ο όρος «εργοδότης» καλύπτει όχι μόνο τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που απασχολούν άλλα πρόσωπα στο πλαίσιο οικονομικών δραστηριοτήτων αλλά εξίσου τους ιδιώτες που απασχολούν, για παράδειγμα, μια οικιακή βοηθό. Δεδομένου ότι ο στόχος είναι να μειωθεί ο παράγοντας έλξης που αντιπροσωπεύει η παράνομη απασχόληση, ο αποκλεισμός των ιδιωτών ως εργοδοτών δεν θα είχε καμία έννοια. Άρθρο 3 Η κύρια διάταξη της πρότασης συνίσταται σε γενική απαγόρευση της απασχόλησης υπηκόων τρίτων χωρών που δεν έχουν το δικαίωμα να διαμένουν στην ΕΕ. Άρθρα 4 και 5 Οι εργοδότες θα είναι υποχρεωμένοι να επαληθεύουν, πριν από την πρόσληψη υπηκόων τρίτων χωρών, το κατά πόσον αυτοί οι τελευταίοι διαθέτουν άδεια διαμονής ή άλλη αντίστοιχη άδεια. Οι επιχειρήσεις και τα νομικά πρόσωπα (όπως οι καταχωρημένες μη κερδοσκοπικές ενώσεις) θα είναι επιπλέον υποχρεωμένα να ενημερώνουν τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Οι εργοδότες που μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν τηρήσει αυτές τις υποχρεώσεις δεν θα υπόκεινται σε κυρώσεις. Όσον αφορά τα πλαστά έγγραφα, είναι σαφώς παράλογο να υποχρεωθούν οι εργοδότες να εντοπίζουν αυτό το είδος εγγράφων. Στην ανακοίνωσή της του Ιουλίου 2006, η Επιτροπή υποστήριξε τη θέσπιση κοινών κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τους ελάχιστους κανόνες ασφάλειας, κυρίως σε σχέση με τις διαδικασίες έκδοσης εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων των αδειών διαμονής. Εντούτοις, οι εργοδότες δεν πρέπει να εκφεύγουν των ευθυνών τους όταν τα έγγραφα είναι σαφώς πλαστά (για παράδειγμα ένα έγγραφο που περιλαμβάνει φωτογραφία που σαφώς δεν είναι εκείνη του εργαζομένου ή ένα έγγραφο που έχει εμφανώς παραποιηθεί). Άρθρο 6 Οι παραβάσεις που διαπράττονται από τους εργοδότες θα πρέπει να τιμωρούνται με αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές κυρώσεις, οι οποίες θα μπορούν να είναι διοικητικού χαρακτήρα. Σε σχέση με κάθε παράβαση, οι εν λόγω κυρώσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν πρόστιμα και το κόστος επιστροφής του υπηκόου τρίτης χώρας. Οι συγκεκριμένοι υπήκοοι τρίτων χωρών δεν θα υπόκεινται σε κυρώσεις δυνάμει της παρούσας πρότασης. Η Επιτροπή υπέβαλε χωριστή πρόταση οδηγίας[10] η οποία, κατά γενικό κανόνα, αξιώνει από τα κράτη μέλη να εκδίδουν απόφαση επιστροφής σε σχέση με οποιονδήποτε υπήκοο τρίτης χώρας που διαμένει παράνομα. Άρθρο 7 Οι εργοδότες θα είναι υποχρεωμένοι να καταβάλουν όλες τις οφειλόμενες αμοιβές στους παράνομα διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών και τα κράτη μέλη θα είναι υποχρεωμένα να θέτουν σε εφαρμογή μηχανισμούς μέσω των οποίων η υπήκοοι τρίτων χωρών, ακόμα και όταν έχουν εγκαταλείψει την επικράτειά τους, να λαμβάνουν όλες τις οφειλόμενες αμοιβές που δικαιούνται. Άρθρο 8 Για τις επιχειρήσεις θα προβλέπονται άλλα μέτρα, όπως ο αποκλεισμός από δημόσιες παροχές ή επιδοτήσεις (συμπεριλαμβανομένων των χρηματοδοτήσεων της ΕΕ που διαχειρίζονται τα κράτη μέλη) και από τη συμμετοχή σε διαδικασίες δημοσίων συμβάσεων. Θα είναι επίσης πιθανή η ανάκτηση δημόσιων επιδοτήσεων που έχουν χορηγηθεί στον εργοδότη κατά τη διάρκεια των δώδεκα προηγούμενων μηνών, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοδοτήσεων της ΕΕ που διαχειρίζονται τα κράτη μέλη. Ο δημοσιονομικός κανονισμός προβλέπει την ίδια δυνατότητα όσον αφορά τους πόρους της ΕΕ που διαχειρίζεται απευθείας η Επιτροπή. Άρθρο 9 Στο μέτρο που μια χρηματική ποινή δεν μπορεί να εισπραχθεί από έναν υπεργολάβο, θα πρέπει να μπορεί να εισπραχθεί από άλλους συμβαλλόμενους στην αλυσίδα της υπεργολαβίας, συμπεριλαμβανομένου του κύριου εργολάβου. Άρθρα 10 και 11 Τα πρόστιμα και τα άλλα διοικητικά μέτρα δεν θα είναι ενδεχομένως επαρκή για να αποτρέψουν ορισμένους εργοδότες. Τα κράτη μέλη θα είναι ως εκ τούτου υποχρεωμένα να προβλέψουν ποινικές κυρώσεις για τέσσερα είδη σοβαρών περιπτώσεων: κατ’ εξακολούθηση παραβάσεις, απασχόληση σημαντικού αριθμού υπηκόων τρίτων χωρών, ιδιαίτερα καταχρηστικοί όροι εργασίας και καταστάσεις στις οποίες ο εργοδότης γνωρίζει ότι ο εργαζόμενος είναι θύμα εμπορίας ανθρώπων. Για να εξασφαλιστεί ιδιαίτερα ότι οι επιμέρους εργοδότες δεν θα υπόκεινται σε ποινικές κυρώσεις παρά μόνο σε σοβαρές περιπτώσεις, μία κατ’εξακολούθηση παράβαση θα θεωρείται σαν ποινικό αδίκημα μόνον εφόσον πρόκειται για την τρίτη παράβαση που έχει διαπραχθεί σε περίοδο δύο ετών. Άρθρα 12 και 13 Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίσουν ότι τα νομικά πρόσωπα μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνα για ποινικά αδικήματα. Δεν εξειδικεύεται το κατά πόσον η ευθύνη των νομικών προσώπων θα πρέπει είναι ποινική. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη τα οποία δεν αναγνωρίζουν την ποινική ευθύνη νομικών προσώπων δεν είναι υποχρεωμένα να τροποποιήσουν το σύστημά τους. Άρθρο 14 Για να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα των μέτρων εκτέλεσης, θα πρέπει να δημιουργηθούν μηχανισμοί μέσω των οποίων οι υπήκοοι τρίτων χωρών θα μπορούν να υποβάλουν καταγγελίες άμεσα ή μέσω τρίτων διορισμένων προσώπων. Αυτοί οι τρίτοι θα πρέπει να προστατεύονται έναντι ενδεχόμενων κυρώσεων δυνάμει των κανόνων που απαγορεύουν την υποβοήθηση της παράνομης εισόδου και διαμονής. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και οι ΜΚΟ έχουν τονίσει την ανάγκη μιας τέτοιας διάταξης. Προτείνονται συμπληρωματικά μέτρα για να προστατεύσουν τους υπηκόους τρίτων χωρών σε περίπτωση ιδιαίτερα καταχρηστικών όρων εργασίας που οδηγούν σε ποινική ευθύνη. Πρώτον, τα πρόσωπα που συνεργάζονται πρέπει να επωφελούνται από την ίδια δυνατότητα να τους χορηγηθεί άδεια προσωρινής διαμονής με αυτήν που προβλέπεται από το κοινοτικό δίκαιο για τα θύματα της εμπορίας ανθρώπων που συνεργάζονται με τις αρχές. Δεύτερον, η επιστροφή τους θα πρέπει να αναβάλλεται μέχρις ότου έχουν πράγματι λάβει τις καθυστερημένες πληρωμές των μισθών τους. Άρθρο 15 Τα κράτη μέλη θα είναι υποχρεωμένα να πραγματοποιούν ορισμένους ελέγχους στη βάση ανάλυσης κινδύνων. |

1. 2007/0094 (COD)

Πρόταση

ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την επιβολή κυρώσεων στους εργοδότες που απασχολούν παράνομα διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη,

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και κυρίως το άρθρο 63, παράγραφος 3, στοιχείο β),

την πρόταση της Επιτροπής[11],

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[12],

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών[13],

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 251 της συνθήκης[14],

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Κατά τη συνεδρίασή του της 14ης και 15ης Δεκεμβρίου 2006, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δέχθηκε να ενισχύσει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα της καταπολέμησης της λαθρομετανάστευσης και αναγνώρισε κυρίως ότι τα μέτρα που αποβλέπουν στην καταπολέμηση της παράνομης απασχόλησης θα πρέπει να εντατικοποιηθούν στο επίπεδο των κρατών μελών και της ΕΕ.

(2) Ένας από τους βασικούς παράγοντες έλξης της λαθρομετανάστευσης στην ΕΕ είναι η δυνατότητα εξεύρεσης εργασίας στην ΕΕ χωρίς να υπάρχει το απαιτούμενο νομικό καθεστώς. Η δράση που στοχεύει στην καταπολέμηση της λαθρομετανάστευσης και της παράνομης διαμονής θα πρέπει ως εκ τούτου να προβλέπει μέτρα κατά του συγκεκριμένου παράγοντα έλξης.

(3) Τα μέτρα αυτού του είδους θα πρέπει να επικεντρώνονται στη γενική απαγόρευση της απασχόλησης των υπηκόων τρίτων χωρών που δεν έχουν το δικαίωμα διαμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε συνδυασμό με κυρώσεις εις βάρος των εργοδοτών που παραβαίνουν αυτήν την απαγόρευση.

(4) Εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής αυτών των διατάξεων οι υπήκοοι τρίτων χωρών που δεν διαμένουν παράνομα, συμπεριλαμβανομένων των υπηκόων τρίτων χωρών που είναι μέλη της οικογένειας πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι ασκούν το δικαίωμά τους στην ελεύθερη κυκλοφορία στο εσωτερικό της Κοινότητας και εκείνων οι οποίοι, δυνάμει συμφωνιών μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και των χωρών καταγωγής αυτών των υπηκόων, αφετέρου, απολαμβάνουν δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας αντίστοιχων προς αυτά των υπηκόων της Ένωσης. Εξαιρούνται επίσης οι υπήκοοι τρίτων χωρών οι οποίοι βρίσκονται σε κατάσταση καλυπτόμενη από το κοινοτικό δίκαιο, όπως εκείνοι που απασχολούνται νόμιμα σε κάποιο κράτος μέλος και αποσπώνται από έναν πάροχο υπηρεσίας σε άλλο κράτος μέλος στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών.

(5) Για να αποτραπεί η απασχόληση παράνομα διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, οι εργοδότες θα πρέπει να είναι υποχρεωμένοι να επαληθεύουν, πριν από την πρόσληψη υπηκόων τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες ο υπήκοος τρίτης χώρας προσλαμβάνεται με σκοπό να αποσπαστεί σε άλλο κράτος μέλος στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών, ότι αυτοί διαθέτουν άδεια διαμονής ή άλλη ανάλογη άδεια ισχύουσα για την περίοδο της απασχόλησης. Το βάρος που επιβάλλεται στους εργοδότες πρέπει να περιορίζεται στο να επαληθεύουν ότι τα χορηγούμενα έγγραφα δεν είναι έκδηλα πλαστά, όπως για παράδειγμα ότι δεν φέρουν έκδηλα λάθος φωτογραφία. Για να δοθεί κυρίως η δυνατότητα στα κράτη μέλη να εντοπίζουν τα πλαστά έγγραφα, οι επιχειρήσεις και τα νομικά πρόσωπα θα πρέπει εξίσου να είναι υποχρεωμένα να ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές για την απασχόληση υπηκόου τρίτης χώρας.

(6) Οι εργοδότες που έχουν τηρήσει τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από την παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θεωρούνται υπεύθυνοι για την πρόσληψη παράνομα διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, κυρίως εάν η αρμόδια αρχή διαπιστώσει μεταγενέστερα ότι το έγγραφο που υποβλήθηκε από έναν εργαζόμενο ήταν πλαστογραφημένο ή είχε χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά.

(7) Για να εφαρμοστεί η γενική απαγόρευση και να αποτραπούν οι παραβάσεις, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέψουν τις κατάλληλες κυρώσεις. Αυτές θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν χρηματικές κυρώσεις και συμμετοχή στα έξοδα επιστροφής των παράνομα διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών.

(8) Ο εργοδότης θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι υποχρεωμένος να καταβάλει στους υπηκόους τρίτης χώρας όλα τις οφειλόμενες αμοιβές για πραγματοποιηθείσα εργασία και όλες τις οφειλόμενες κοινωνικές εισφορές και φόρους.

(9) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι υποβάλλονται αιτήσεις και δημιουργούνται μηχανισμοί που να κατοχυρώνουν ότι όλες οι οφειλόμενες αμοιβές που ανακτήθηκαν καταβάλλονται στους δικαιούχους υπηκόους τρίτων χωρών.

(10) Τα κράτη μέλη πρέπει περαιτέρω να προβλέψουν ένα τεκμήριο ότι η σχέση εργασίας διήρκεσε τουλάχιστον έξι μήνες κατά τρόπον ώστε το βάρος της απόδειξης να ανατίθεται στον εργοδότη τουλάχιστον για ορισμένη περίοδο.

(11) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέψουν τη δυνατότητα περαιτέρω κυρώσεων κατά επιχειρήσεων εργοδοτών, συμπεριλαμβανομένου του αποκλεισμού από δημόσιες παροχές, ενισχύσεις ή επιδοτήσεις, συμπεριλαμβανομένων των γεωργικών επιδοτήσεων, του αποκλεισμού από διαδικασίες δημόσιων συμβάσεων, και της ανάκτησης δημόσιων παροχών, ενισχύσεων ή επιδοτήσεων, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοδοτήσεων της ΕΕ που διαχειρίζονται τα κράτη μέλη.

(12) Η παρούσα οδηγία, και κυρίως τα άρθρα της 8, 11 και 13, θα πρέπει να εφαρμόζονται υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του κανονισμού (EΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 2002 για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων[15].

(13) Λαμβάνοντας υπόψη τη συχνή χρήση της υπεργολαβίας σε ορισμένους θιγόμενους τομείς, είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί ότι όλες οι επιχειρήσεις σε μια αλυσίδα υπεργολαβίας ευθύνονται αλληλέγγυα και εις ολόκληρο να καταβάλουν τις χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σε εργοδότη στο τέλος της αλυσίδας που απασχολεί παράνομα διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών.

(14) Η πείρα αποδεικνύει ότι τα ισχύοντα συστήματα κυρώσεων έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή για να εξασφαλίσουν την πλήρη τήρηση των απαγορεύσεων που επιβάλλονται όσον αφορά την απασχόληση παράνομα διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, κυρίως επειδή από μόνες τους οι διοικητικές κυρώσεις δεν επαρκούν εμφανώς για να αποτρέψουν ορισμένους αδίστακτους εργοδότες. Η τήρηση των κανόνων πρέπει και οφείλει να ενισχυθεί με την εφαρμογή ποινικών κυρώσεων.

(15) Για να εξασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα της γενικής απαγόρευσης, υπάρχει ως εκ τούτου ιδιαίτερη ανάγκη πιο αποτρεπτικών κυρώσεων σε σοβαρές περιπτώσεις, όπως: οι κατ’ εξακολούθηση παραβάσεις, η παράνομη απασχόληση σημαντικού αριθμού υπηκόων τρίτων χωρών, οι ιδιαίτερα καταχρηστικοί όροι εργασίας και οι καταστάσεις τις οποίες ο εργοδότης γνωρίζει ότι ο εργαζόμενος είναι θύμα εμπορίας ανθρώπων. Οι όροι εργασίας θα πρέπει να θεωρούνται ως ιδιαίτερα καταχρηστικοί όταν οι μισθολογικές προϋποθέσεις και οι όροι εργασίας, κυρίως εκείνοι που έχουν επίπτωση στην υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων, διαφέρουν ουσιαστικά από εκείνους τους οποίους απολαμβάνουν οι νόμιμα απασχολούμενοι εργαζόμενοι.

(16) Σε όλες τις περιπτώσεις που κρίνονται σοβαρές σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, η παράβαση πρέπει κατά συνέπεια να θεωρείται σαν ποινικό αδίκημα στο σύνολο της Κοινότητας όταν διαπράττεται εκ προθέσεως και αυτό υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής της απόφασης-πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ της 19ης Ιουλίου 2002 σχετικά με την καταπολέμηση εμπορίας ανθρώπων[16].

(17) Τα ποινικά αδικήματα θα πρέπει να τιμωρούνται με αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές κυρώσεις οι οποίες θα πρέπει εξίσου να εφαρμόζονται στα νομικά πρόσωπα σε όλη την Κοινότητα, δεδομένου ότι πολλοί εργοδότες είναι νομικά πρόσωπα.

(18) Για να διευκολυνθεί η εκτέλεση, θα πρέπει να δημιουργηθούν αποτελεσματικοί μηχανισμοί καταγγελίας που να παρέχουν τη δυνατότητα στους υπηκόους τρίτων χωρών να υποβάλουν απευθείας καταγγελία ή με τη μεσολάβηση τρίτων όπως οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ή άλλες ενώσεις. Οι τρίτοι που προσφέρουν τη συνδρομή τους για την υποβολή καταγγελιών θα πρέπει να προστατεύονται από ενδεχόμενες κυρώσεις δυνάμει των κανόνων που απαγορεύουν την υποβοήθηση της παράνομης διαμονής.

(19) Για να συμπληρωθούν οι μηχανισμοί καταγγελίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να χορηγούν στους υπηκόους τρίτων χωρών που έχουν υποστεί εξαιρετικά καταχρηστικές συνθήκες εργασίας και οι οποίοι συνεργάζονται κατά την ποινική διαδικασία που κινείται κατά των εργοδοτών τους άδεια διαμονής περιορισμένης διάρκειας, η οποία να συνδέεται με τη διάρκεια της αντίστοιχης εθνικής διαδικασίας. Αυτές οι άδειες θα πρέπει να χορηγούνται υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες που ισχύουν για τις άδειες που εκδίδονται δυνάμει της οδηγίας 2004/81/EΚ της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με τον τίτλο παραμονής που χορηγείται στους υπηκόους τρίτων χωρών θύματα εμπορίας ανθρώπων ή συνέργειας στη λαθρομετανάστευση, οι οποίοι συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές[17].

(20) Για να εξασφαλιστεί ικανοποιητικό επίπεδο εκτέλεσης και να αποφευχθούν σημαντικές διαφορές όσον αφορά τα επίπεδα εκτέλεσης μεταξύ των κρατών μελών, ένα ορισμένο ποσοστό εταιρειών εγκατεστημένων σε κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να αποτελούν το αντικείμενο ελέγχων.

(21) Κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας πρέπει να είναι σύμφωνη προς την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[18].

(22) Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η καταπολέμηση της λαθρομετανάστευσης μέσω του περιορισμού του παράγοντα έλξης που αποτελούν οι δυνατότητες απασχόλησης, δε μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και κατά συνέπεια, λόγω των διαστάσεων και των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, θα επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που προβλέπεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, όπως προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(23) Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται κυρίως από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, πρέπει να εφαρμόζεται τηρώντας την ελευθερία του επιχειρείν, τις αρχές ισότητας έναντι του νόμου και της μη διακριτικής μεταχείρισης, το δικαίωμα ουσιαστικής ένδικης προστασίας και δίκαιης δίκης και τις αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας αξιοποίνων πράξεων και ποινών, σύμφωνα με τα άρθρα 16, 20, 21, 47 και 49 του Χάρτη.

(24) Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου για τη θέση της Δανίας, που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Δανία δε συμμετέχει στη θέσπιση της παρούσας οδηγίας και δε δεσμεύεται από αυτήν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της.

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1 Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1. Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κοινές κυρώσεις και μέτρα που πρέπει να εφαρμόζονται στα κράτη μέλη κατά εργοδοτών που απασχολούν υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν παράνομα στην επικράτεια των κρατών μελών, προκειμένου να καταπολεμηθεί η παράνομη μετανάστευση.

Άρθρο 2 Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

(α) "υπήκοος τρίτης χώρας", κάθε πρόσωπο που δεν είναι πολίτης της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, της συνθήκης·

(β) "απασχόληση", η άσκηση αμειβόμενων δραστηριοτήτων για λογαριασμό και υπό τη διεύθυνση άλλου προσώπου·

(γ) "παράνομη διαμονή" σημαίνει την παρουσία στην επικράτεια κράτους μέλους υπηκόου τρίτης χώρας που δεν πληροί ή που δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις παρουσίας ή διαμονής στο συγκεκριμένο κράτος μέλος·

(δ) "παράνομη απασχόληση", η απασχόληση υπηκόου τρίτης χώρας που διαμένει παράνομα στην επικράτεια ενός κράτους μέλους·

(ε) "εργοδότης", κάθε πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των νομικών προσώπων, για λογαριασμό και υπό τη διεύθυνση του οποίου ένας υπήκοος της χώρας ασκεί αμειβόμενες δραστηριότητες·

(στ) "υπεργολάβος", φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο ανατίθεται η εκτέλεση ενός μέρους ή του συνόλου των υποχρεώσεων προηγούμενης σύμβασης.

Άρθρο 3 Απαγόρευση της παράνομης απασχόλησης

Τα κράτη μέλη απαγορεύουν την απασχόληση παράνομα διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών.

Οι παραβάσεις αυτής της απαγόρευσης υπόκεινται σε κυρώσεις και σε μέτρα που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 4 Υποχρεώσεις των εργοδοτών

1. Τα κράτη μέλη υποχρεώνουν τους εργοδότες:

(α) να αξιώνουν από τους υπηκόους τρίτων χωρών την παρουσίαση άδειας διαμονής ή άλλου τίτλου παραμονής ισχύοντος για τη συγκεκριμένη περίοδο απασχόλησης·

(β) να λαμβάνουν αντίγραφο της άδειας διαμονής ή του τίτλου παραμονής ή να καταχωρούν τις πληροφορίες που αναφέρονται σε αυτά πριν από την έναρξη της περιόδου απασχόλησης·

(γ) να διατηρούν τα συγκεκριμένα αντίγραφα ή τις συγκεκριμένες πληροφορίες στη διάθεση των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της περιόδου απασχόλησης, με σκοπό ενδεχόμενη επιθεώρηση.

2. Τα κράτη μέλη υποχρεώνουν τους εργοδότες που ενεργούν στο πλαίσιο οικονομικών δραστηριοτήτων ή ως νομικά πρόσωπα να ενημερώνουν, το αργότερο εντός μίας εβδομάδας, τις αρμόδιες αρχές που ορίζονται από τα κράτη μέλη ταυτόχρονα για την έναρξη και τη λήξη της πρόσληψης υπηκόου τρίτης χώρας.

3. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εργοδότες θεωρούνται ότι έχουν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με την παράγραφο 1, σημείο α), εκτός εάν το έγγραφο που παρουσιάστηκε σαν άδεια ή τίτλος διαμονής είναι έκδηλα πλαστό.

Άρθρο 5 Συνέπειες της τήρησης των υποχρεώσεων των εργοδοτών

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εργοδότες που είναι σε θέση να αποδείξουν ότι έχουν τηρήσει τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 δε θεωρούνται υπεύθυνοι για παραβίαση του άρθρου 3.

Άρθρο 6 Χρηματικές κυρώσεις

1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι οι παραβάσεις του άρθρου 3 υπόκεινται σε αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές κυρώσεις εις βάρος των συγκεκριμένων εργοδοτών.

2. Οι επιβαλλόμενες κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης του άρθρου 3 περιλαμβάνουν:

(α) χρηματικές κυρώσεις σε σχέση με κάθε παράνομα απασχολούμενο υπήκοο τρίτης χώρας·

(β) πληρωμή των εξόδων επιστροφής κάθε παράνομα απασχολούμενου υπηκόου τρίτης χώρας στις περιπτώσεις που κινείται διαδικασία επιστροφής.

Άρθρο 7 Καταβολή των καθυστερημένων οφειλών από τους εργοδότες

1. Για κάθε παράβαση του άρθρου 3, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο εργοδότης καταβάλλει:

(α) όλες τις οφειλόμενες αμοιβές στον παράνομα διαμένοντα υπήκοο τρίτης χώρας·

(β) όλες τις οφειλόμενες κοινωνικές εισφορές και φόρους, συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων διοικητικών προστίμων.

2. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1, σημείο α), τα κράτη μέλη:

(α) δημιουργούν μηχανισμούς για να εξασφαλίζεται ότι τίθενται σε κίνηση αυτομάτως όλες οι διαδικασίες είσπραξης των οφειλόμενων αμοιβών χωρίς ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας να χρειάζεται να υποβάλει αίτηση·

(β) θεωρούν κατά τεκμήριο ότι η σχέση συνεργασίας διήρκεσε τουλάχιστον 6 μήνες, εκτός αντίθετης απόδειξης χορηγούμενης από τον εργοδότη.

3. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι οι παράνομα απασχολούμενοι υπήκοοι τρίτων χωρών εισπράττουν όλες τις οφειλόμενες αμοιβές που ανακτώνται δυνάμει της παραγράφου 1, σημείο α), συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες έχουν επιστρέψει εκούσια ή αναγκαστικά.

4. Όσον αφορά τις ποινικές παραβάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, σημείο γ), τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να κατοχυρώσουν την αναβολή της εκτέλεσης οποιασδήποτε απόφασης επιστροφής μέχρις ότου ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας να έχει εισπράξει όλες τις οφειλόμενες αμοιβές που ανακτώνται δυνάμει της παραγράφου 1, σημείο α).

Άρθρο 8 Άλλα μέτρα

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι ένας εργοδότης που ενεργεί στο πλαίσιο των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων μπορεί εξίσου, εφόσον επιβάλλεται, να υπόκειται στα ακόλουθα μέτρα:

(α) αποκλεισμός από το ευεργέτημα δημόσιων παροχών, ενισχύσεων ή επιδοτήσεων για ένα διάστημα που μπορεί να ανέλθει μέχρι τα πέντε έτη·

(β) αποκλεισμός από τη συμμετοχή σε διαδικασία ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων για διάστημα που μπορεί να ανέλθει μέχρι τα πέντε έτη·

(γ) ανάκτηση δημόσιων παροχών, ενισχύσεων ή επιδοτήσεων που έχουν χορηγηθεί στον εργοδότη κατά τη διάρκεια των δώδεκα μηνών που προηγούνται της διαπίστωσης της παράνομης απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοδοτήσεων της ΕΕ που διαχειρίζονται τα κράτη μέλη·

(δ) προσωρινό ή οριστικό κλείσιμο εγκαταστάσεων που έχουν χρησιμεύσει για τη διάπραξη της παράβασης.

Άρθρο 9 Υπεργολαβία

1. Όταν ο εργοδότης είναι ένας υπεργολάβος, τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε ο κύρος εργολάβος και κάθε ενδιάμεσος υπεργολάβος να είναι υπόχρεοι να καταβάλουν:

(α) κάθε επιβαλλόμενη χρηματική κύρωση δυνάμει του άρθρου 6, και

(β) κάθε καθυστερημένη οφειλή δυνάμει του άρθρου 7.

2. Ο κύριος εργολάβος και όλοι οι ενδιάμεσοι υπεργολάβοι θεωρούνται, σύμφωνα με την παράγραφο 1, αλληλέγγυα υπεύθυνοι, υπό την επιφύλαξη διατάξεων του εθνικού δικαίου σχετικά με το δικαίωμα προσφυγής.

Άρθρο 10 Ποινικό αδίκημα

1. Κάθε κράτος μέλος φροντίζει ώστε η παράβαση που προβλέπεται στο άρθρο 3 να αποτελεί, όταν διαπράττεται εκ προθέσεως, ποινικό αδίκημα, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) η παράβαση συνεχίζεται ή επαναλαμβάνεται αφότου οι αρμόδιες εθνικές αρχές ή δικαστήρια έχουν, εντός περιόδου δύο ετών, κηρύξει τον εργοδότη σε δύο περιπτώσεις ένοχο παράβασης του άρθρου 3·

(β) η παράβαση αφορά σημαντικό αριθμό παράνομα απασχολούμενων υπηκόων τρίτων χωρών, δηλαδή τουλάχιστον τεσσάρων·

(γ) η παράβαση συνοδεύεται με ιδιαίτερα καταχρηστικούς όρους εργασίας, για παράδειγμα όροι εργασίας που διαφέρουν σημαντικά από εκείνους που ισχύουν για τους νόμιμα απασχολούμενους εργαζόμενους· ή

(δ) η παράβαση έχει διαπραχθεί από εργοδότη που χρησιμοποιεί την εργασία ή τις υπηρεσίες προσώπου γνωρίζοντας ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι θύμα εμπορίας ανθρώπων.

2. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η συμμετοχή στις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 πράξεις και η παρότρυνση για τη διάπραξή τους αποτελούν ποινικά αδικήματα.

Άρθρο 11 Κυρώσεις για το ποινικό αδίκημα

1. Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε το ποινικό αδίκημα που αναφέρεται στο άρθρο 10 να υπόκειται σε αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές κυρώσεις.

2. Οι ποινικές κυρώσεις που προβλέπονται στο συγκεκριμένο άρθρο μπορούν να συνδυάζονται με άλλες κυρώσεις ή μέτρα, κυρίως εκείνα που προβλέπονται στα άρθρα 6, 7 και 8, και να συνοδεύονται από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης που αφορά την καταδίκη ή τις επιβαλλόμενες κυρώσεις ή μέτρα.

Άρθρο 12 Ευθύνη των νομικών προσώπων

1. Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε τα νομικά πρόσωπα να μπορούν να υπέχουν ευθύνη για το ποινικό αδίκημα που προβλέπεται στο άρθρο 10 που διαπράττεται για λογαριασμό τους από οποιοδήποτε πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου, το οποίο ασκεί διευθύνουσα θέση εντός του νομικού προσώπου, βασιζόμενη στα ακόλουθα:

(α) εξουσία εκπροσώπησης του νομικού προσώπου, ή

(β) εξουσία λήψης αποφάσεων εξ ονόματος του νομικού προσώπου, ή

(γ) εξουσία άσκησης ελέγχου στο εσωτερικό του νομικού προσώπου.

2. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν επίσης ότι τα νομικά πρόσωπα μπορούν να υπέχουν ευθύνη όταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου από πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 κατέστησε εφικτή τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος που ορίζεται στο άρθρο 10 για λογαριασμό του συγκεκριμένου νομικού προσώπου από πρόσωπο το οποίο τελεί υπό την εξουσία του.

3. Η ευθύνη του νομικού προσώπου δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 δεν αποκλείει την ποινική δίωξη κατά φυσικών προσώπων που συμμετέχουν ως αυτουργοί, ηθικοί αυτουργοί ή συνεργοί στο αδίκημα που αναφέρεται στο άρθρο 10.

Άρθρο 13 Κυρώσεις κατά νομικών προσώπων

Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε ένα νομικό πρόσωπο που θεωρείται υπεύθυνο για ποινικό αδίκημα δυνάμει του άρθρου 10 να υπόκειται σε αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές κυρώσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται χρηματικές ποινές ή πρόστιμα και ενδεχομένως άλλες κυρώσεις, όπως:

(α) μέτρα αποκλεισμού από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις·

(β) αποκλεισμός από τη συμμετοχή σε διαδικασία ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων για διάστημα που μπορεί να ανέλθει μέχρι τα πέντε έτη·

(γ) μέτρα προσωρινής ή οριστικής απαγόρευσης της άσκησης γεωργικής, βιομηχανικής ή εμπορικής δραστηριότητας·

(δ) θέση υπό δικαστική εποπτεία·

(ε) μέτρο δικαστικής εκκαθάρισης.

Άρθρο 14 Διευκόλυνση των καταγγελιών

1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς χάρη στους οποίους οι παράνομα απασχολούμενοι υπήκοοι τρίτων χωρών μπορούν να υποβάλουν καταγγελία κατά του εργοδότη τους, απευθείας ή με τη μεσολάβηση τρίτων.

2. Τα κράτη μέλη δεν επιβάλουν στους τρίτους οι οποίοι συνδράμουν υπηκόους τρίτων χωρών στην υποβολή καταγγελίας κυρώσεις για υποβοήθηση σε παράνομη διαμονή.

3. Όσον αφορά τα ποινικά αδικήματα που προβλέπονται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, σημείο γ), τα κράτη μέλη εκδίδουν, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 4 έως 15 της οδηγίας 2004/81/EΚ, άδειες διαμονής ορισμένου χρόνου σε συνάρτηση με τη διάρκεια των αντίστοιχων εθνικών διαδικασιών για τους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι υποβάλλονται ή έχουν υποβληθεί σε καταχρηστικούς όρους εργασίας και οι οποίοι συνεργάζονται στις διώξεις που ασκούνται κατά του εργοδότη τους.

Άρθρο 15 Επιθεωρήσεις

1. Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε τουλάχιστον το 10% των εγκατεστημένων στην επικράτειά τους εταιρειών να αποτελούν κάθε έτος το αντικείμενο επιθεωρήσεων με σκοπό να ελεγχθεί η απασχόληση παράνομα διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών.

2. Η επιλογή των εταιρειών για επιθεώρηση βασίζεται σε ανάλυση κινδύνου η οποία διεξάγεται από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως ο τομέας στον οποίο δρα μία εταιρεία και κάθε προηγούμενο σχετικό με παράβαση.

Άρθρο 16 Εκθέσεις

Το αργότερο [ τρία έτη μετά την ημερομηνία που ορίζεται στο άρθρο 17 ], και ανά τρία έτη μετά τη συγκεκριμένη ημερομηνία, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας υπό τη μορφή έκθεσης που αναφέρει τον αριθμό των επιθεωρήσεων που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 15 και τα αποτελέσματά τους καθώς και διευκρινίσεις όσον αφορά τα ληφθέντα μέτρα δυνάμει του άρθρου 8.

Στη βάση των συγκεκριμένων εκθέσεων, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Άρθρο 17 Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε εφαρμογή τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο [24 μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ]. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των συγκεκριμένων διατάξεων καθώς και έναν πίνακα αντιστοιχιών μεταξύ αυτών των διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις συγκεκριμένες διατάξεις, αυτές περιλαμβάνουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από μία τέτοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομέρειες αυτής της παραπομπής θεσπίζονται από τα κράτη μέλη.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιαστικών διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζονται στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 18 Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την 20ή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 18 Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

[1] COM(2005)669.

[2] COM(2006)402.

[3] ΕΕ C 5, της 10.1.1996, σ. 1.

[4] ΕΕ C 304, της 14.10.1996, σ. 1.

[5] ΕΕ L 203, της 1.8.2002, σ. 1.

[6] ΕΕ L 328, της 5.12.2002, σ. 17.

[7] ΕΕ L 328, της 5.12.2002, σ. 1.

[8] COM(98)219.

[9] ΕΕ L 281, της 23.11.1995, σ. 31.

[10] COM(2005)391.

[11] ΕΕ C […], […], σ. […].

[12] ΕΕ C […], […], σ. […].

[13] ΕΕ C […], […], σ. […].

[14] ΕΕ C […], […], σ. […].

[15] ΕΕ L 248, της 19.9.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό αριθ. 1995/2006 της 13ης Δεκεμβρίου 2006 (ΕΕ L 390, της 30.12.2006, σ. 1).

[16] ΕΕ L 203, της 1.8.2002, σ. 1.

[17] ΕΕ L 261, της 6.8.2004, σ. 19.

[18] ΕΕ L 281, της 23.11.1995, σ. 31.

Top