EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52013PC0534

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας

/* COM/2013/0534 final - 2013/0255 (APP) */

52013PC0534

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας /* COM/2013/0534 final - 2013/0255 (APP) */


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1.           ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Η δίωξη αδικημάτων εις βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ εμπίπτει επί του παρόντος στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών και η Ένωση δεν έχει καμία απολύτως αρμοδιότητα στον συγκεκριμένο τομέα. Παρά τις σημαντικές ζημίες που μπορούν να προκαλέσουν τα εν λόγω αδικήματα, οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν προβαίνουν πάντοτε στη διερεύνηση και τη δίωξή τους, καθώς οι πόροι επιβολής του νόμου είναι περιορισμένοι. Το αποτέλεσμα είναι οι εθνικές προσπάθειες επιβολής του νόμου στον συγκεκριμένο τομέα να είναι ακόμη αποσπασματικές και η διασυνοριακή διάσταση των συγκεκριμένων αδικημάτων να διαφεύγει συνήθως της προσοχής των αρχών.

Για την καταπολέμηση των διασυνοριακών υποθέσεων απάτης απαιτείται η διενέργεια αυστηρά συντονισμένων και αποτελεσματικών ερευνών και διώξεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Όμως, τα ισχύοντα επί του παρόντος επίπεδα ανταλλαγής πληροφοριών και συντονισμού δεν επαρκούν για την επίτευξη του στόχου αυτού, παρά την εντατικοποίηση των προσπαθειών που καταβάλλουν διάφοροι οργανισμοί της Ένωσης, όπως η Eurojust, η Ευρωπόλ και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF). Πολυάριθμα είναι τα προβλήματα και οι περιορισμοί που καταγράφονται σε επίπεδο συντονισμού, συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών, λόγω του κατακερματισμού των αρμοδιοτήτων μεταξύ αρχών που ανήκουν σε διαφορετικές εδαφικές και λειτουργικές δικαιοδοσίες. Αδυναμίες σε επίπεδο ανάληψης δικαστικών ενεργειών για την καταπολέμηση της απάτης εντοπίζονται καθημερινά σε διάφορα επίπεδα και μεταξύ διαφόρων αρχών, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται σημαντικά η αποτελεσματική διερεύνηση και δίωξη των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

Η Eurojust και η Ευρωπόλ έχουν λάβει τη γενική εντολή να διευκολύνουν την ανταλλαγή πληροφοριών και να συντονίζουν τις εθνικές ποινικές έρευνες και διώξεις. Οι ίδιες, όμως, δεν έχουν την εξουσία να προβαίνουν σε πράξεις έρευνας ή δίωξης. Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) έχει μεν την εντολή να διερευνά απάτες και παράνομες δραστηριότητες εις βάρος της ΕΕ, όμως οι αρμοδιότητές της περιορίζονται σε διοικητικές έρευνες. Οι εθνικές δικαστικές αρχές εξακολουθούν να κινούνται με αργούς ρυθμούς ως επί το πλείστον, τα ποσοστά δίωξης κυμαίνονται κατά μέσο όρο σε χαμηλά επίπεδα, ενώ μεγάλες είναι και οι ανομοιογένειες μεταξύ των αποτελεσμάτων που επιτυγχάνουν τα διάφορα κράτη μέλη σε επίπεδο ερευνών και διώξεων. Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ξεκάθαρα ότι οι ενέργειες που αναλαμβάνουν οι δικαστικές αρχές των κρατών μελών για την καταπολέμηση της απάτης δεν μπορούν να θεωρηθούν επί του παρόντος αποτελεσματικές, ισοδύναμες και αποτρεπτικές σύμφωνα με τα όσα ορίζει η Συνθήκη.

Δεδομένου, λοιπόν, ότι οι αρχές ποινικής διερεύνησης και δίωξης των κρατών μελών δεν είναι σε θέση επί του παρόντος να εξασφαλίσουν ισοδύναμο επίπεδο προστασίας και επιβολής σε όλο το έδαφος της ΕΕ, η Ένωση έχει, όχι μόνο την αρμοδιότητα, αλλά και την υποχρέωση να αναλάβει δράση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 325 της Συνθήκης. Πέραν αυτού όμως, αν λάβει κανείς υπόψη τις διατάξεις της Ένωσης που ισχύουν ειδικά για το συγκεκριμένο θέμα διαπιστώνει ότι η Ένωση διαθέτει όλα τα απαιτούμενα μέσα για να προστατεύει αποτελεσματικά τα οικονομικά της συμφέροντα και, μεταξύ αυτών, τη δυνατότητα δίωξης των αδικημάτων που διαπράττονται εις βάρος των εν λόγω συμφερόντων. Το άρθρο 86 της Συνθήκης παρέχει την αναγκαία νομική βάση για τη θέσπιση νέου συστήματος δίωξης σε επίπεδο Ένωσης, σκοπός του οποίου είναι να αντιμετωπίζει τις ανεπάρκειες του ισχύοντος συστήματος επιβολής του νόμου που βασίζεται αποκλειστικά στις εθνικές προσπάθειες, καθώς και να μεριμνά για τη συνοχή και τον συντονισμό των τελευταίων.

Η παρούσα πρόταση κανονισμού αφορά τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων και των διαδικασιών της. Συμπληρώνει δε παλαιότερη νομοθετική πρόταση[1] στην οποία ορίζονται τα ποινικά αδικήματα καθώς και οι επιβαλλόμενες κυρώσεις.

Η παρούσα πρόταση είναι μέρος δέσμης νομοθετικών μέτρων καθώς θα συνοδευθεί από έτερη πρόταση περί μεταρρύθμισης της Eurojust.

2.           ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΚΤΙΜΗΣΕΩΝ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΥ

Στο πλαίσιο της προετοιμασίας του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή προέβη επανειλημμένως σε ευρείες διαβουλεύσεις με τους ενδιαφερόμενους, αξιοποιώντας, επιπλέον, παλαιότερες συζητήσεις με θέμα τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, οι οποίες διεξάγονται εδώ και περισσότερα από δέκα χρόνια[2]. Κατά τις προπαρασκευαστικές διαβουλεύσεις για την κατάρτιση της παρούσας πρότασης κανονισμού εξετάστηκαν διεξοδικά τα βασικά ζητήματα που πραγματεύεται ο παρών κανονισμός και, μεταξύ άλλων, διάφορες εναλλακτικές λύσεις όσον αφορά τις θεσμικές, νομικές, οργανωτικές και λειτουργικές πτυχές της θέσπισης ευρωπαϊκού συστήματος διερεύνησης και δίωξης των συναφών αδικημάτων.

Στις αρχές του 2012 δημοσιεύθηκαν και διανεμήθηκαν μέσω του Διαδικτύου δύο ερωτηματολόγια, εκ των οποίων το ένα προοριζόταν για τους επαγγελματίες του κλάδου της δικαιοσύνης και το άλλο για το ευρύ κοινό. Σε γενικές γραμμές, οι απαντήσεις ήταν θετικές όσον αφορά τη λήψη νέων μέτρων για την ενίσχυση του ουσιαστικού και διαδικαστικού πλαισίου καταπολέμησης των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ, ενώ οι περισσότεροι ερωτώμενοι τάχθηκαν, επιπλέον, υπέρ της ιδέας της σύστασης Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Διατυπώθηκαν ακόμη διάφορες επιμέρους προτάσεις, ανησυχίες και ερωτήσεις, που αφορούσαν συγκεκριμένα τη σχέση μεταξύ Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και εθνικών αρχών δίωξης, τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας όσον αφορά τη διεύθυνση και τον συντονισμό των ερευνών σε εθνικό επίπεδο, και τις δυσκολίες που μπορεί να προκύψουν από τον εναρμονισμένο ευρωπαϊκό εσωτερικό κανονισμό των διαδικασιών της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Παράλληλα, διεξήχθη επιτόπια έρευνα σε διάφορα κράτη μέλη, στο πλαίσιο της εξωτερικής μελέτης που εκπονήθηκε για τη στήριξη της εν λόγω έκθεσης. Επιπλέον, καθ’ όλη τη διάρκεια του 2012 και στις αρχές του 2013, έλαβαν χώρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο διάφορες συζητήσεις ή συναντήσεις, όπως:

· Δίκτυο εισαγγελικών αρχών ή αντίστοιχων φορέων στα Ανώτατα Δικαστήρια των κρατών μελών (Βουδαπέστη, 25-26 Μαΐου 2012).

· Διάσκεψη με θέμα «A Blueprint for the European Public Prosecutor's Office?», (Λουξεμβούργο, 13-15 Ιουνίου 2012). Στη διάσκεψη συμμετείχαν εμπειρογνώμονες και εκπρόσωποι υψηλού επιπέδου από τον ακαδημαϊκό χώρο, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και τα κράτη μέλη.

· Συνάντηση διαβούλευσης της αντιπροέδρου της Επιτροπής, κ. Reding, με τους Γενικούς Εισαγγελείς και τους διευθυντές των εισαγγελικών αρχών των κρατών μελών (Βρυξέλλες, 26 Ιουνίου 2012). Στο πλαίσιο της συνάντησης διεξήχθη ανοιχτή συζήτηση επί συγκεκριμένων ζητημάτων που άπτονταν της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

· Στις 18 Οκτωβρίου 2012, η Επιτροπή διοργάνωσε συνάντηση διαβούλευσης για ζητήματα που άπτονταν πιθανής μεταρρύθμισης της Eurojust. Κατά την εν λόγω συνάντηση συζητήθηκαν επίσης με εκπροσώπους των κρατών μελών θέματα σχετικά με την ενδεχόμενη σύσταση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Οι συμμετέχοντες στη συνάντηση τάχθηκαν ως επί το πλείστον υπέρ της ανάπτυξης στενής σχέσης μεταξύ Eurojust και Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

· Στο πλαίσιο της 10ης διάσκεψης της OLAF στην οποία συμμετείχαν οι αρχές δίωξης της απάτης (Βερολίνο, 8-9 Νοεμβρίου 2012), δόθηκε η ευκαιρία να διερευνηθούν οι τρόποι με τους οποίους θα αλληλεπιδρούν οι εθνικοί εισαγγελείς με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, εάν και εφόσον συσταθεί.

· Στο πλαίσιο της άτυπης διαβούλευσης που πραγματοποιήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2012 με τη συμμετοχή συνηγόρων υπεράσπισης (Συμβούλιο των Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρωπαϊκής Ένωσης-CCBE και Ευρωπαϊκή Ένωση Δικηγορικών Συλλόγων Ποινικολόγων-ECBA) εξετάστηκαν διαδικαστικές εγγυήσεις υπέρ υπόπτων και διατυπώθηκαν χρήσιμες συναφείς συστάσεις.

· Σεμινάριο της Ακαδημίας Ευρωπαϊκού Δικαίου (ERA) με θέμα «Προς τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας» (17 και 18 Ιανουαρίου 2013).

· Συνεδρίαση της ομάδας εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής σε θέματα ευρωπαϊκής ποινικής πολιτικής (Βρυξέλλες, 23 Ιανουαρίου 2013).

· Πρόσθετη συνάντηση διαβούλευσης με την ECBA και το CCBE (Βρυξέλλες, 9 Απριλίου 2013).

Κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2012 και στις αρχές του 2013 πραγματοποιήθηκαν επίσης πολυάριθμες διμερείς συναντήσεις διαβούλευσης με τις αρχές των κρατών μελών.

Η Επιτροπή προέβη σε εκτίμηση επιπτώσεων των διαφόρων εναλλακτικών λύσεων πολιτικής, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, εξωτερική μελέτη (ειδική σύμβαση αριθ. JUST/2011/JPEN/FW/0030.A4) στο πλαίσιο της οποίας εξετάστηκαν διάφορες εναλλακτικές επιλογές σχετικά με τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Σύμφωνα με την ανάλυση της εκτίμησης επιπτώσεων, τα περισσότερα οφέλη με το μικρότερο δυνατό κόστος παρουσιάζει η λύση της σύστασης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ως αποκεντρωμένου και ολοκληρωμένου οργανισμού της Ένωσης, που θα βασίζεται στα εθνικά δικαστικά συστήματα.

3.           ΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

3.1.        Η νομική βάση

Νομική βάση της πρότασης είναι το άρθρο 86 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του εν λόγω άρθρου, «[γ]ια την καταπολέμηση των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία μέσω κανονισμών, μπορεί να συστήσει Ευρωπαϊκή Εισαγγελία εκ της Eurojust. Το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα μετά από την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου». Η δεύτερη παράγραφος του εν λόγω άρθρου καθορίζει τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας: «[η] Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι αρμόδια για την καταζήτηση, τη δίωξη και την παραπομπή ενώπιον της δικαιοσύνης, ενδεχομένως σε σύνδεση με την Ευρωπόλ, των δραστών αδικημάτων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, όπως τα συμφέροντα αυτά ορίζονται στον κανονισμό της παραγράφου 1, καθώς και των συνεργών τους. Ασκεί δε ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων των κρατών μελών την ποινική δίωξη των αδικημάτων αυτών». Τέλος, η τρίτη παράγραφος του άρθρου 86 της Συνθήκης καθορίζει το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής των κανονισμών που θα εγκριθούν δυνάμει του εν λόγω άρθρου: «[ο]ι κανονισμοί της παραγράφου 1 καθορίζουν το καθεστώς της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, τους όρους άσκησης των καθηκόντων της, τους δικονομικούς κανόνες που διέπουν τις δραστηριότητές της καθώς και τους δικονομικούς κανόνες που διέπουν το παραδεκτό των αποδείξεων, και τους κανόνες που ισχύουν για τον δικαστικό έλεγχο των διαδικαστικών της πράξεων κατά την άσκηση των καθηκόντων της».

3.2.        Επικουρικότητα και αναλογικότητα

Η εγγενής ενωσιακή διάσταση που ενέχει η προβλεπόμενη δράση επιβάλλει την ανάληψη δράσης εκ μέρους της Ένωσης με στόχο τη διεύθυνση και τον συντονισμό σε επίπεδο Ένωσης των ερευνών και των διώξεων ποινικών αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ, για την προστασία των οποίων οφείλουν να μεριμνούν τόσο η ίδια η Ένωση όσο και τα κράτη μέλη της, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 310 παράγραφος 6 και 325 της ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, ο προαναφερθείς στόχος μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο επίπεδο της Ένωσης λόγω της κλίμακας και των επιπτώσεών του. Όπως προαναφέρθηκε, το ισχύον σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου η δίωξη αδικημάτων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα των αρχών των κρατών μελών, δεν είναι διόλου ικανοποιητικό και δεν συμβάλλει επαρκώς στην επίτευξη του στόχου της αποτελεσματικής καταπολέμησης των αδικημάτων εις βάρος του προϋπολογισμού της Ένωσης.

Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του προαναφερθέντος στόχου. Στην πρόταση κανονισμού επιλέχθηκαν και παρουσιάζονται οι λιγότερο παρεμβατικές λύσεις για τις έννομες τάξεις και τις θεσμικές δομές των κρατών μελών. Βασικά χαρακτηριστικά της πρότασης, όπως η επιλογή της νομοθεσίας που θα διέπει τη λήψη μέτρων έρευνας, ο αριθμός των Εντεταλμένων Εισαγγελέων, ο αποκεντρωμένος χαρακτήρας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και του συστήματος δικαστικού ελέγχου, σχεδιάστηκαν με γνώμονα να μην υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των κύριων στόχων της πρότασης.

Η αρμοδιότητα της Ένωσης στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης και λοιπών αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά της συμφέροντα θεσπίζεται ξεκάθαρα στα άρθρα 86 και 325 της Συνθήκης. Δεδομένου ότι η εν λόγω αρμοδιότητα της Ένωσης δεν είναι παρεπόμενη της αρμοδιότητας των κρατών μελών και δεδομένου ότι η άσκησή της καθίσταται πλέον αναγκαία για την αποτελεσματικότερη προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, η προτεινόμενη δέσμη μέτρων συνάδει πλήρως με την αρχή της επικουρικότητας.

3.3.        Επεξήγηση της πρότασης ανά κεφάλαιο

Οι βασικοί στόχοι της πρότασης είναι οι ακόλουθοι:

· Να συμβάλει στην ενίσχυση της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και στην περαιτέρω ανάπτυξη του χώρου δικαιοσύνης, καθώς και να τονώσει την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των πολιτών στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, μεριμνώντας ταυτόχρονα για τον σεβασμό όλων των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

· Να θεσπίσει ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό σύστημα διερεύνησης και δίωξης των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

· Να διασφαλίσει την αποτελεσματικότερη και αποδοτικότερη διερεύνηση και δίωξη των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ.

· Να αυξήσει τον αριθμό των διώξεων, οδηγώντας έτσι σε αύξηση του αριθμού των καταδικαστικών αποφάσεων και των επιπέδων ανάκτησης δολίως αποκτηθέντων κονδυλίων της Ένωσης.

· Να διασφαλίσει τη στενή συνεργασία και την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ευρωπαϊκών και εθνικών αρμόδιων αρχών.

· Να ενισχύσει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα όσον αφορά τη διάπραξη αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

3.3.1.     Κεφάλαιο Ι: Αντικείμενο και ορισμοί

Στο κεφάλαιο αυτό καθορίζεται το αντικείμενο του κανονισμού, ήτοι η σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, και παρατίθενται οι ορισμοί διαφόρων όρων που χρησιμοποιούνται στο κείμενο, όπως του όρου «οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης».

3.3.2.     Κεφάλαιο II: Γενικοί κανόνες

Στο εν λόγω κεφάλαιο καθορίζονται τα βασικά χαρακτηριστικά, το καθεστώς και η δομή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ως νέου οργανισμού της Ένωσης με καθήκοντα διενέργειας ερευνών και άσκησης διώξεων. Παρατίθενται ακόμη συγκεκριμένοι κανόνες για τον διορισμό και την παύση του Ευρωπαίου Εισαγγελέα, των αναπληρωτών του και των Εντεταλμένων Ευρωπαίων Εισαγγελέων και θεσπίζονται οι βασικές αρχές λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

Στο τμήμα 1 (Καθεστώς, οργάνωση και δομή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας) παρέχονται διευκρινίσεις σχετικά με τον τρόπο συγκρότησης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και τα καθήκοντα που θα της ανατεθούν. Το κείμενο προβλέπει τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ως νέου οργανισμού της Ένωσης με νομική προσωπικότητα, και οριοθετεί τη σχέση της με τη Eurojust. Μεταξύ των βασικών χαρακτηριστικών της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που παρατίθενται στο κείμενο συγκαταλέγονται η ανεξαρτησία και η λογοδοσία, οι οποίες θα πρέπει να διασφαλίζουν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία τη δυνατότητα να ασκεί τα καθήκοντα και τις εξουσίες της απολύτως ανεπηρέαστη από αθέμιτες επιρροές. Στο κείμενο περιγράφονται ακόμη τα βασικά χαρακτηριστικά της δομής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

Στο τμήμα 2 (Διορισμός και παύση των μελών της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας) παρατίθενται οι κανόνες που διέπουν τις διαδικασίες διορισμού και παύσης του Ευρωπαίου Εισαγγελέα, των αναπληρωτών του και του προσωπικού. Ελήφθη κάθε μέριμνα ώστε η διαδικασία διορισμού του Ευρωπαίου Εισαγγελέα να διασφαλίζει την ανεξαρτησία και την υποχρέωση λογοδοσίας του στα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Για τη διαδικασία παύσης του αρμόδιο είναι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όσον αφορά τους Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς, για τον διορισμό και την παύση των οποίων αρμόδιος είναι ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας, η διαδικασία διασφαλίζει την ενσωμάτωσή τους στα εθνικά συστήματα ποινικών διώξεων.

Στο τμήμα 3 (Βασικές αρχές) περιγράφονται οι βασικές νομικές αρχές που θα διέπουν τις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας όπως, μεταξύ άλλων, η συμμόρφωση προς τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αναλογικότητα, η θέσπιση εθνικής νομοθεσίας για τη μεταφορά και εφαρμογή του κανονισμού στα κράτη μέλη, η διαδικαστική ουδετερότητα, η νομιμότητα των ερευνών και η ταχεία διεξαγωγή τους, καθώς και η υποχρέωση των κρατών μελών να στηρίζουν τις έρευνες και τις διώξεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

Στο τμήμα 4 (Αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας) παρέχονται διευκρινίσεις σχετικά με τα ποινικά αδικήματα που εμπίπτουν στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Τα εν λόγω αδικήματα θα ορίζονται με παραπομπή στο εθνικό δίκαιο δυνάμει του οποίου εφαρμόζεται στο εκάστοτε κράτος μέλος το δίκαιο της Ένωσης (οδηγία 2013/xx/ΕΕ). Στο κείμενο γίνεται διάκριση μεταξύ δύο κατηγοριών αδικημάτων, εκ των οποίων η πρώτη εμπίπτει αυτομάτως στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (άρθρο 12), ενώ για τη δεύτερη (άρθρο 13) απαιτείται θεμελίωση της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας εφόσον υφίστανται ορισμένα συνδετικά στοιχεία με τα αδικήματα της πρώτης κατηγορίας. Στο εν λόγω τμήμα περιγράφεται ακόμη ο τρόπος με τον οποίο θα ασκεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία τις σχετικές με τα συγκεκριμένα αδικήματα αρμοδιότητές της.

3.3.3.     Κεφάλαιο III: Διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν τις έρευνες, τις διώξεις και τις δικαστικές διαδικασίες

Στο εν λόγω κεφάλαιο καθορίζονται τα βασικά χαρακτηριστικά των ερευνών που θα διενεργεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και των διώξεων που θα ασκεί. Παρατίθενται, μεταξύ άλλων, διατάξεις σχετικά με τον ενδεδειγμένο τρόπο ελέγχου των εν λόγω ερευνών και διώξεων από τα εθνικά δικαστήρια, το είδος των αποφάσεων που θα μπορεί να λαμβάνει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κατά την ολοκλήρωση της εκάστοτε έρευνας, τον τρόπο εκτέλεσης των καθηκόντων της που άπτονται της άσκησης διώξεων, και τον τρόπο χρησιμοποίησης των συλλεχθέντων αποδεικτικών στοιχείων ενώπιον του δικαστηρίου που εκδικάζει την εκάστοτε υπόθεση.

Στο τμήμα 1 (Διεξαγωγή ερευνών) παρατίθενται οι γενικοί κανόνες που θα διέπουν τις έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας όπως, μεταξύ άλλων, οι πηγές πληροφόρησης που θα μπορούν να χρησιμοποιούνται, ο τρόπος έναρξης και διεξαγωγής των ερευνών, και ο τρόπος συλλογής πρόσθετων πληροφοριών εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας από βάσεις δεδομένων ή από δεδομένα συλλεχθέντα βάσει αιτήματός της.

Στο τμήμα 2 (Επεξεργασία πληροφοριών) παρέχονται διευκρινίσεις σχετικά με τη λειτουργία του συστήματος διαχείρισης υποθέσεων.

Στο τμήμα 3 (Μέτρα έρευνας) καθορίζονται οι κατηγορίες και οι προϋποθέσεις των επιμέρους μέτρων έρευνας που θα μπορεί να λαμβάνει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Το κείμενο δεν προβαίνει σε λεπτομερή καθορισμό κάθε επιμέρους μέτρου, αλλά προβλέπει την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας.

Στο τμήμα 4 (Περάτωση της έρευνας και αρμοδιότητες δίωξης) καθορίζονται οι διάφορες κατηγορίες αποφάσεων τις οποίες θα μπορεί να λαμβάνει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κατά την ολοκλήρωση της εκάστοτε έρευνας, συμπεριλαμβανομένης της υποβολής κατηγορητηρίου και της απόρριψης της υπόθεσης.

Στο τμήμα 5 (Παραδεκτό των αποδείξεων) προσδιορίζεται το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων που θα συλλέγονται και θα προσκομίζονται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ενώπιον του δικαστηρίου που θα εκδικάζει την εκάστοτε υπόθεση.

Στο τμήμα 6 (Κατάσχεση) καθορίζεται ο τρόπος διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων που θα κατάσχονται από τα εθνικά δικαστήρια στο πλαίσιο δίωξης ασκηθείσας από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

3.3.4.     Κεφάλαιο IV: Διαδικαστικές εγγυήσεις

Στο κεφάλαιο αυτό θεσπίζονται εγγυήσεις για όσους είναι ύποπτοι για αδικήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, καθώς και για κάθε άλλον εμπλεκόμενο. Οι εν λόγω εγγυήσεις θα πρέπει να συνάδουν με τα συναφή πρότυπα, και συγκεκριμένα με τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι διατάξεις του κεφαλαίου αυτού παραπέμπουν σε ισχύουσες νομικές πράξεις της Ένωσης (οδηγίες σχετικά με διάφορα διαδικαστικά δικαιώματα στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών) όσον αφορά ορισμένα δικαιώματα, ή προβαίνουν σε αυτόνομο ορισμό άλλων δικαιωμάτων τα οποία δεν έχουν ακόμη ρυθμιστεί κανονιστικά σε επίπεδο νομοθεσίας της Ένωσης, παρέχοντας έτσι πρόσθετη προστασία σε σύγκριση με τα εθνικά δίκαια, καθώς δίνουν στους υπόπτους και στα λοιπά πρόσωπα τη δυνατότητα να κάνουν απευθείας χρήση της παρεχόμενης προστασίας σε επίπεδο Ένωσης.

3.3.5.     Κεφάλαιο V: Δικαστικός έλεγχος

Σύμφωνα με το άρθρο 86 παράγραφος 3 της Συνθήκης, ο νομοθέτης της Ένωσης δύναται να προβλέπει τους κανόνες που θα ισχύουν για τον δικαστικό έλεγχο των διαδικαστικών πράξεων στις οποίες θα προβαίνει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κατά την άσκηση των καθηκόντων της. Η δυνατότητα αυτή αντικατοπτρίζει τη ιδιαίτερη φύση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, που την ξεχωρίζει από όλα τα άλλα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και απαιτεί την εφαρμογή ειδικών κανόνων δικαστικού ελέγχου.

Σύμφωνα με το άρθρο 86 παράγραφος 2 της Συνθήκης, «η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ασκεί ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων των κρατών μελών την ποινική δίωξη των αδικημάτων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης». Οι πράξεις έρευνας στις οποίες θα προβαίνει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα συνδέονται επίσης στενά με την πιθανότητα άσκησης δίωξης, οι δε επιπτώσεις τους θα έχουν κατά κύριο λόγο αντίκτυπο στις έννομες τάξεις των κρατών μελών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι έρευνες και οι διώξεις θα διεξάγονται και από τις εθνικές αρχές επιβολής του νόμου, οι οποίες θα ενεργούν υπό τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ενίοτε μάλιστα κατόπιν λήψης της απαιτούμενης έγκρισης από το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι, επομένως, οργανισμός της Ένωσης του οποίου η δράση θα έχει σε μεγάλο βαθμό άμεση σχέση με τις εθνικές έννομες τάξεις. Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμο να αντιμετωπίζεται η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ως εθνική αρχή για τον σκοπό του δικαστικού ελέγχου των πράξεων έρευνας και δίωξης στις οποίες θα προβαίνει. Κατά συνέπεια, τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να επιφορτιστούν με τον δικαστικό έλεγχο όλων των πράξεων έρευνας και δίωξης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας κατά των οποίων δύναται να ασκηθεί προσφυγή, και τα Δικαστήρια της Ένωσης δεν θα πρέπει να είναι άμεσα αρμόδια για τις εν λόγω πράξεις, σύμφωνα με τα άρθρα 263, 265 και 268 της Συνθήκης, καθώς οι τελευταίες δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως πράξεις οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης για τον σκοπό του δικαστικού ελέγχου.

Σύμφωνα με το άρθρο 267 της Συνθήκης, τα εθνικά δικαστήρια δύνανται ή, σε ορισμένες περιστάσεις, υποχρεούνται να ζητούν από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις επί της ερμηνείας ή του κύρους διατάξεων της νομοθεσίας της Ένωσης οι οποίες διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των πράξεων έρευνας και δίωξης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Τα αιτήματα για έκδοση προδικαστικής απόφασης δύνανται να περιλαμβάνουν και ερωτήσεις σχετικά με την ερμηνεία του παρόντος κανονισμού. Καθώς η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα θεωρείται ως εθνική αρχή για τον σκοπό του δικαστικού ελέγχου, τα εθνικά δικαστήρια θα μπορούν να παραπέμπουν στο Δικαστήριο μόνο ζητήματα ερμηνείας αναφορικά με τις πράξεις της. Η διαδικασία έκδοσης προδικαστικής απόφασης θα διασφαλίζει, κατά συνέπεια, την ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σε ολόκληρη την Ένωση, ενώ το κύρος των πράξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα μπορεί να αμφισβητείται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας.

3.3.6.     Κεφάλαιο VI: Προστασία των δεδομένων

Στο εν λόγω κεφάλαιο παρατίθενται διατάξεις σχετικά με το καθεστώς προστασίας των δεδομένων οι οποίες, όσον αφορά συγκεκριμένα την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, εξειδικεύουν και συμπληρώνουν τη νομοθεσία της Ένωσης περί της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τους φορείς της ΕΕ (και συγκεκριμένα τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών). Για την εποπτεία όλων των πράξεων επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στις οποίες προβαίνει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της υπεύθυνος είναι ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ).

3.3.7.     Κεφάλαιο VII: Δημοσιονομικές διατάξεις και διατάξεις σχετικά με το προσωπικό

Στο κεφάλαιο αυτό καθορίζεται ο τρόπος με τον οποίο θα διαχειρίζεται η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία τον προϋπολογισμό και το προσωπικό της. Οι διατάξεις του εν λόγω κεφαλαίου βασίζονται στην ισχύουσα νομοθεσία της Ένωσης, ήτοι στον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου για δημοσιονομικά ζητήματα, και στον κανονισμό 31 (ΕΟΚ), όπως τροποποιήθηκε, για ζητήματα που άπτονται του προσωπικού.

3.3.8.     Κεφάλαιο VIII: Διατάξεις που διέπουν τις σχέσεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας

Στο κεφάλαιο αυτό καθορίζονται οι σχέσεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με τα θεσμικά όργανα ή άλλους οργανισμούς της Ένωσης, καθώς και με τρίτους φορείς. Ειδικοί κανόνες διέπουν τη σχέση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με τη Eurojust, λόγω των ιδιαίτερων δεσμών που συνδέουν τους εν λόγω δύο οργανισμούς στους τομείς των επιχειρησιακών δραστηριοτήτων, της διοίκησης και της διαχείρισης.

3.3.9.     Κεφάλαιο IX: Γενικές διατάξεις

Οι διατάξεις αυτές πραγματεύονται θεσμικά ζητήματα τα οποία ανακύπτουν στο πλαίσιο της σύστασης κάθε νέου οργανισμού της Ένωσης. Εμπνέονται σε μεγάλο βαθμό από την «Κοινή προσέγγιση για τους αποκεντρωμένους οργανισμούς», λαμβάνοντας όμως υπόψη τους την ιδιαίτερη φύση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ήτοι τον δικαστικό της χαρακτήρα. Οι γενικές διατάξεις καλύπτουν διάφορα ζητήματα, όπως το νομικό καθεστώς και τις προϋποθέσεις λειτουργίας της, το γλωσσικό καθεστώς, τις απαιτήσεις διαφάνειας, τους κανόνες περί πρόληψης της απάτης, τη διαχείριση διαβαθμισμένων πληροφοριών, τις διοικητικές έρευνες και τους κανόνες περί ευθύνης.

3.3.10.   Κεφάλαιο X: Τελικές διατάξεις

Οι διατάξεις αυτές άπτονται της εφαρμογής του κανονισμού και προβλέπουν την έγκριση κανόνων εφαρμογής, μεταβατικών διατάξεων, διοικητικών κανόνων, καθώς και την έναρξη ισχύος του κανονισμού.

4.           ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Επιδιώκοντας να είναι οικονομικά αποδοτική για τον προϋπολογισμό της ΕΕ, η πρόταση προβλέπει τη χρησιμοποίηση μέρους των υφιστάμενων κονδυλίων της OLAF για τη σύσταση της έδρας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η οποία με τη σειρά της θα βασιστεί στη διοικητική υποστήριξη της Eurojust.

Το αξίωμα των Εντεταλμένων Ευρωπαίων Εισαγγελέων, οι οποίοι θα έχουν την έδρα τους στα κράτη μέλη και θα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, προβλέπεται να επισύρει, επιπλέον, κάποιες μικρές πρόσθετες δαπάνες. Δεδομένης της διττής ιδιότητάς τους (εισαγγελείς της Ένωσης και εθνικοί εισαγγελείς), θα αμείβονται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ και θα διέπονται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

Δεδομένου ότι η φάση σύστασης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας αναμένεται να διαρκέσει αρκετά χρόνια, έχει προβλεφθεί η σταδιακή μετάθεση μελών του προσωπικού από την OLAF στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Από τον πίνακα προσωπικού και από τον προϋπολογισμό της OLAF θα αφαιρούνται σταδιακά ο ισοδύναμος αριθμός υπαλλήλων που θα μετατίθενται και οι αντίστοιχες απαιτούμενες πιστώσεις για τη χρηματοδότησή τους. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα αρχίσει να λειτουργεί κανονικά μόλις συμπληρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός υπαλλήλων, ήτοι το έτος 2023 που θα συμπληρωθεί ο αριθμός των 235 υπαλλήλων, εκ των οποίων οι 180 θα καταλαμβάνουν θέσεις απασχόλησης του πίνακα προσωπικού και οι 55 θα είναι εξωτερικό προσωπικό. Το κόστος λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας το 2023 με τον προαναφερθέντα αριθμό υπαλλήλων ανέρχεται, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, σε περίπου 35 εκατομμύρια ευρώ.

2013/0255 (APP)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 86,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

Κατόπιν διαβούλευσης με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)       Η Ένωση και τα κράτη μέλη βαρύνονται αμφότερα με την υποχρέωση να προστατεύουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης από ποινικά αδικήματα, τα οποία προκαλούν σημαντικές οικονομικές ζημίες κάθε έτος. Παρόλα αυτά, τα εν λόγω αδικήματα δεν διερευνώνται ούτε διώκονται επί του παρόντος επαρκώς από τις αρμόδιες εθνικές αρχές.

(2)       Η σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας προβλέπεται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) στο πλαίσιο του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

(3)       Σύμφωνα με όσα απαιτεί ρητώς η Συνθήκη, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα συσταθεί εκ της Eurojust, γεγονός που σημαίνει ότι ο παρών κανονισμός θα πρέπει να μεριμνά για την ανάπτυξη διασυνδέσεων μεταξύ των δύο οργανισμών.

(4)       Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη Συνθήκη, η εντολή που δίδεται στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έγκειται στην καταπολέμηση των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

(5)       Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η καταπολέμηση αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, λόγω της κλίμακας και των επιπτώσεών της. Το ισχύον σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου η δίωξη αδικημάτων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα των αρχών των κρατών μελών, δεν συμβάλλει ικανοποιητικά στην επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου. Δεδομένου λοιπόν ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, και συγκεκριμένα η σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, δεν μπορούν να επιτευχθούν σε επίπεδο κρατών μελών, λόγω του κατακερματισμού των εθνικών δράσεων δίωξης των αδικημάτων που διαπράττονται εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, και δεδομένου ότι οι προαναφερθέντες στόχοι μπορούν επομένως να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, λόγω της αποκλειστικής αρμοδιότητας που θα έχει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία όσον αφορά τη δίωξη των εν λόγω αδικημάτων, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που προβλέπεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

(6)       Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας που προβλέπεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των προαναφερθέντων στόχων και μεριμνά για την ελάχιστη δυνατή παρέμβασή του στις έννομες τάξεις και τις θεσμικές δομές των κρατών μελών.

(7)       Η εντολή που δίδεται στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έγκειται στην καταζήτηση, τη δίωξη και την παραπομπή ενώπιον της δικαιοσύνης των δραστών αδικημάτων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, γεγονός που προϋποθέτει αυτόνομες εξουσίες έρευνας και δίωξης, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας διερεύνησης διασυνοριακών ή περίπλοκων υποθέσεων.

(8)       Η οργανωτική δομή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα πρέπει να διευκολύνει, επιπλέον, την ταχεία και αποτελεσματική λήψη αποφάσεων κατά τη διεξαγωγή των ποινικών ερευνών και διώξεων, ανεξάρτητα από τον αριθμό των κρατών μελών που εμπλέκονται σε αυτές.

(9)       Οι έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα διεξάγονται κατά κανόνα από τους Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς στα κράτη μέλη. Σε ιδιαίτερα περίπλοκες υποθέσεις ή σε υποθέσεις στις οποίες εμπλέκονται αρκετά κράτη μέλη, η Εισαγγελική Αρχή θα δύναται, επιπλέον, να ασκεί εξουσίες καθοδήγησης των εθνικών αρχών επιβολής του νόμου, με γνώμονα πάντοτε την αποτελεσματική διεκπεραίωση των ερευνών και των διώξεων.

(10)     Δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα επιφορτιστεί με εξουσίες έρευνας και δίωξης, επιβάλλεται η θέσπιση θεσμικών εγγυήσεων προκειμένου να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία της, καθώς και η υποχρέωση λογοδοσίας της στα θεσμικά όργανα της Ένωσης.

(11)     Η αυστηρή λογοδοσία συμπληρώνει την ανεξαρτησία και τις εξουσίες που εκχωρούνται στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Ως επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας υπόκειται σε πλήρη λογοδοσία όσον αφορά την εκτέλεση των καθηκόντων του και, με την ιδιότητά του αυτή, οφείλει να προσέρχεται ενώπιον των θεσμικών οργάνων της Ένωσης για να παρουσιάζει αναλυτικά όλες τις γενικές δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Αυτό σημαίνει ότι οποιοδήποτε από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δύναται να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζητώντας την παύση του Ευρωπαίου Εισαγγελέα υπό ορισμένες περιστάσεις όπως, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση διάπραξης σοβαρού παραπτώματος. Η εν λόγω υποχρέωση λογοδοσίας θα πρέπει να συνδυάζεται με την εφαρμογή αυστηρού καθεστώτος δικαστικού ελέγχου, στο πλαίσιο του οποίου η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα μπορεί να χρησιμοποιεί καταναγκαστικού χαρακτήρα εξουσίες έρευνας μόνο με προηγούμενη δικαστική έγκριση, και τα αποδεικτικά στοιχεία που θα προσκομίζει στο δικαστήριο το οποίο θα εκδικάζει την εκάστοτε υπόθεση θα πρέπει να ελέγχονται από το τελευταίο ως προς τη συμμόρφωσή τους προς τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(12)     Με γνώμονα τη διασφάλιση της συνοχής των δράσεών της και, κατά συνέπεια, της ισοδύναμης προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σε όλο το έδαφός της, η οργανωτική δομή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα πρέπει να καθιστά δυνατό τον κεντρικό συντονισμό και τη διεύθυνση όλων των ερευνών και διώξεων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει, επομένως, να έχει κεντρική δομή στο πλαίσιο της οποίας οι αποφάσεις θα λαμβάνονται από τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα.

(13)     Με γνώμονα τη μεγιστοποίηση της αποδοτικότητας και την ελαχιστοποίηση του κόστους, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να τηρεί απαρεγκλίτως την αρχή της αποκέντρωσης, ήτοι να αναθέτει καταρχήν τη διεκπεραίωση των ερευνών και των διώξεων στους Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς που εδρεύουν στα κράτη μέλη. Όσον αφορά συγκεκριμένα την εφαρμογή μέτρων καταναγκαστικού χαρακτήρα, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να στηρίζεται στις εθνικές αρχές των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των αστυνομικών αρχών. Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, όλες οι εθνικές αρχές και οι αρμόδιοι οργανισμοί της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των Ευρωπόλ, Eurojust και OLAF, οφείλουν να στηρίζουν ενεργά τις έρευνες και τις διώξεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, καθώς και να συνεργάζονται μαζί της στον μέγιστο δυνατό βαθμό.

(14)     Οι επιχειρησιακές δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα πρέπει να ασκούνται από τους Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς ή από το προσωπικό που αυτοί απασχολούν στο εκάστοτε κράτος μέλος σύμφωνα με τις οδηγίες του Ευρωπαίου Εισαγγελέα και εξ ονόματος αυτού. Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας και οι αναπληρωτές του θα πρέπει να διαθέτουν το προσωπικό που απαιτείται για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον παρόντα κανονισμό. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να θεωρείται ως αδιαίρετη ενότητα.

(15)     Η διαδικασία διορισμού του Ευρωπαίου Εισαγγελέα θα πρέπει να διασφαλίζει την ανεξαρτησία του, ενώ η νομιμότητά του θα πρέπει να αντλείται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Οι αναπληρωτές του Ευρωπαίου Εισαγγελέα θα πρέπει να διορίζονται μέσω της ίδιας διαδικασίας.

(16)     Η διαδικασία διορισμού των Εντεταλμένων Ευρωπαίων Εισαγγελέων θα πρέπει να διασφαλίζει τον αναπόσπαστο χαρακτήρα της σχέση τους με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, καθώς και την ενσωμάτωσή τους, σε επιχειρησιακό αλλά και λειτουργικό επίπεδο, στα εθνικά νομικά συστήματα και τις δομές δίωξης των κρατών μελών.

(17)     Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί την κοινή βάση προστασίας των δικαιωμάτων των υπόπτων σε ποινικές διαδικασίες τόσο σε προδικαστικό στάδιο όσο και κατά τη διάρκεια της δίκης. Κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να σέβεται πλήρως τα εν λόγω δικαιώματα.

(18)     Οι έρευνες και οι διώξεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα πρέπει να διέπονται από τις αρχές της αναλογικότητας, της αμεροληψίας και της δίκαιης διεξαγωγής της διαδικασίας έναντι του υπόπτου. Στο πλαίσιο αυτό εμπίπτει και η υποχρέωση συλλογής κάθε είδους αποδεικτικών στοιχείων, επιβαρυντικών και απαλλακτικών.

(19)     Επιβάλλεται ο καθορισμός των διαδικαστικών κανόνων που θα διέπουν τις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Δεδομένου ότι θα ήταν δυσανάλογη η παράθεση λεπτομερών διατάξεων σχετικά με τη διεκπεραίωση των ερευνών και των διώξεων εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, στον παρόντα κανονισμό απαριθμούνται μόνο τα μέτρα έρευνας που θα χρειαστεί ενδεχομένως να λάβει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, ενώ τα υπόλοιπα ζητήματα, και συγκεκριμένα οι κανόνες που διέπουν την εκτέλεσή τους, αφήνονται στη δικαιοδοσία των εθνικών δικαίων.

(20)     Με γνώμονα την προστασία της ασφάλειας δικαίου και τη μηδενική ανοχή έναντι των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, οι δραστηριότητες έρευνας και δίωξης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα πρέπει να βασίζονται στην αρχή της υποχρεωτικής άσκησης δίωξης, ήτοι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να διερευνά και, εφόσον πληρούνται οι σχετικές πρόσθετες προϋποθέσεις, να διώκει κάθε αδίκημα που εμπίπτει στην αρμοδιότητά της.

(21)     Οι καθ’ ύλην αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα πρέπει να περιορίζονται στα ποινικά αδικήματα που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Ενδεχόμενη επέκταση των εν λόγω αρμοδιοτήτων σε σοβαρά αδικήματα με διασυνοριακή διάσταση είναι δυνατή μόνο με ομόφωνη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

(22)     Τα αδικήματα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης συνδέονται συνήθως στενά με άλλες αξιόποινες πράξεις. Με γνώμονα την αποτελεσματική εφαρμογή των διαδικασιών και την αποφυγή ενδεχόμενης παραβίασης της αρχής ne bis in idem, στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα πρέπει να εμπίπτουν και αξιόποινες πράξεις οι οποίες δεν καθορίζονται μεν από τεχνικής πλευράς στα εθνικά δίκαια ως αδικήματα που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, αλλά τα πραγματικά περιστατικά τους είναι πανομοιότυπα και άρρηκτα συνδεδεμένα με τα πραγματικά περιστατικά αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Σε τέτοιες μεικτές υποθέσεις, όπου υπερισχύει το αδίκημα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, η αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα πρέπει να ασκείται κατόπιν διαβούλευσης με τις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους. Ο καθορισμός της υπερισχύουσας αξιόποινης πράξης θα πρέπει να βασίζεται σε κριτήρια όπως ο οικονομικός αντίκτυπος των αδικημάτων στην Ένωση και στους εθνικούς προϋπολογισμούς, ο αριθμός των θυμάτων ή άλλες περιστάσεις που άπτονται της βαρύτητας των αξιόποινων πράξεων, οι επιβαλλόμενες κυρώσεις, κ.λπ.

(23)     Η αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας όσον αφορά τα αδικήματα που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης θα πρέπει να έχει προτεραιότητα έναντι των εθνικών διεκδικήσεων δικαιοδοσίας, ώστε να διασφαλίζεται η συνοχή και η διεύθυνση των ερευνών και των διώξεων στο επίπεδο της Ένωσης. Όσον αφορά τα συγκεκριμένα αδικήματα, οι αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να ενεργούν μόνο κατόπιν αιτήματος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία απαιτείται επειγόντως η λήψη μέτρων.

(24)     Δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα ασκεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων την ποινική δίωξη των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, η αρμοδιότητά της θα πρέπει να καθοριστεί με κριτήριο τα ποινικά δίκαια των κρατών μελών, τα οποία ποινικοποιούν πράξεις ή παραλείψεις που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης και καθορίζουν τις επιβαλλόμενες κυρώσεις, κατ’ εφαρμογή της συναφούς νομοθεσίας της ΕΕ, και συγκεκριμένα [της οδηγίας 2013/xx/ΕΕ[3]], στα κράτη μέλη.

(25)     Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να ασκεί τις αρμοδιότητές της στον ευρύτερο δυνατό βαθμό, ώστε οι έρευνες και οι διώξεις της να καλύπτουν και αξιόποινες πράξεις οι οποίες διαπράττονται εκτός του εδάφους των κρατών μελών. Η άσκηση των αρμοδιοτήτων της θα πρέπει, επομένως, να είναι εναρμονισμένη προς τις διατάξεις [της οδηγίας 2013/xx/ΕΕ].

(26)     Δεδομένης της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας επί των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, οι αρμόδιες εθνικές αρχές και οι συναφείς φορείς της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των Eurojust, Ευρωπόλ και OLAF, θα πρέπει να διευκολύνουν τις έρευνες που θα διενεργεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία στο έδαφος των κρατών μελών από τη στιγμή που θα υποβάλλεται αναφορά στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία για εικαζόμενη αξιόποινη πράξη και έως ότου αποφασίσει η τελευταία εάν θα ασκήσει δίωξη ή θα διευθετήσει διαφορετικά την υπόθεση.

(27)     Στο πλαίσιο της πλήρους συμμόρφωσής τους προς την υποχρέωσή τους να ενημερώνουν την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σε περίπτωση που επιβεβαιώνονται οι υποψίες τους περί διάπραξης αδικήματος το οποίο εμπίπτει στην αρμοδιότητά της, οι εθνικές αρχές των κρατών μελών, καθώς και όλα τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης, θα πρέπει να εφαρμόζουν τις ισχύουσες διαδικασίες υποβολής αναφοράς και να διαθέτουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς προκαταρκτικής αξιολόγησης των καταγγελιών που τους υποβάλλονται. Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης μπορούν να χρησιμοποιούν την OLAF για τον σκοπό αυτόν.

(28)     Για την αποτελεσματική διερεύνηση και δίωξη των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία οφείλει να συλλέγει αποδεικτικά στοιχεία από ολόκληρη την Ένωση με τη βοήθεια ολοκληρωμένης δέσμης μέτρων έρευνας, έχοντας ταυτόχρονα υπόψη της την αρχή της αναλογικότητας και την ανάγκη λήψης δικαστικής έγκρισης για ορισμένα μέτρα έρευνας. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να τίθενται στη διάθεση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για τον σκοπό της διερεύνησης και της δίωξης αδικημάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της. Εφόσον δίδεται σχετική εντολή από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ή από την αρμόδια δικαστική αρχή, κατόπιν αιτήματος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, θα πρέπει τα μέτρα να εφαρμόζονται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να έχει πρόσβαση σε όλες τις συναφείς πηγές δεδομένων όπως, μεταξύ άλλων, σε δημόσια και ιδιωτικά μητρώα.

(29)     Τα μέτρα έρευνας που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που θεσπίζονται σε αυτόν όπως, μεταξύ άλλων, την ανάγκη λήψης δικαστικής έγκρισης για ορισμένα μέτρα έρευνας καταναγκαστικού χαρακτήρα. Δικαστική έγκριση είναι δυνατόν να απαιτείται και για άλλα μέτρα έρευνας, εφόσον αυτό προβλέπεται στην εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο εφαρμόζεται το εκάστοτε μέτρο έρευνας. Η έκδοση εντολής εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για την εφαρμογή των μέτρων και η έγκρισή τους από την αρμόδια εθνική δικαστική αρχή θα πρέπει να διέπονται από τις γενικές επιταγές της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(30)     Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 86 της Συνθήκης, ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας οφείλει να ασκεί καθήκοντα εισαγγελέα, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η λήψη αποφάσεων σχετικά με το κατηγορητήριο που θα απαγγελθεί στον ύποπτο, και η επιλογή του αρμόδιου δικαστηρίου. Η απόφαση περί απαγγελίας ή όχι κατηγορητηρίου σε ύποπτο θα πρέπει να λαμβάνεται από τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα, ώστε να διασφαλίζεται κοινή πολιτική άσκησης διώξεων. Η επιλογή του δικαστηρίου που θα είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της εκάστοτε υπόθεσης θα πρέπει να γίνεται από τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα βάσει δέσμης διαφανών κριτηρίων.

(31)     Λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της υποχρεωτικής άσκησης δίωξης, οι έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα πρέπει κατά κανόνα να καταλήγουν στην άσκηση ποινικής δίωξης ενώπιον των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, εφόσον έχουν προκύψει αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία και δεν υπάρχουν νομικοί λόγοι που να απαγορεύουν την άσκηση δίωξης. Σε περίπτωση έλλειψης αδιάσειστων αποδεικτικών στοιχείων ή δυσκολίας συλλογής των αποδεικτικών στοιχείων που επιβάλλεται να προσκομιστούν στο δικαστήριο, η υπόθεση είναι δυνατό να απορρίπτεται. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να έχει, επιπλέον, τη δυνατότητα να απορρίπτει την υπόθεση, εφόσον το αδίκημα είναι ελάσσονος σημασίας. Σε περίπτωση που η υπόθεση δεν απορρίπτεται μεν για τους προαναφερθέντες λόγους, αλλά δεν αιτιολογείται ούτε η άσκηση δίωξης, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προτείνει συμβιβασμό στον ύποπτο, εφόσον αυτό εξυπηρετεί την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Οι διοικητικοί κανόνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα πρέπει να περιλαμβάνουν διευκρινίσεις σχετικά με τους κανόνες που θα διέπουν τους εν λόγω συμβιβασμούς, καθώς και σχετικά με τους κανόνες που θα διέπουν τον υπολογισμό των προς επιβολή προστίμων. Η περάτωση υπόθεσης μέσω συμβιβασμού με τον ύποπτο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να επηρεάζει την εφαρμογή διοικητικών μέτρων από τις αρμόδιες αρχές, εφόσον τα τελευταία δεν αφορούν κυρώσεις οι οποίες μπορούν να εξομοιωθούν με ποινές επιβληθείσες βάσει του ποινικού δικαίου.

(32)     Τα αποδεικτικά στοιχεία που θα προσκομίζει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία στο δικαστήριο το οποίο θα εκδικάζει την εκάστοτε υπόθεση θα πρέπει να αναγνωρίζονται ως παραδεκτά και να θεωρείται, κατά συνέπεια, ότι πληρούν όλες τις σχετικές με τα αποδεικτικά στοιχεία απαιτήσεις που απορρέουν από την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους όπου εδρεύει το δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση, εφόσον το τελευταίο κρίνει ότι συνάδουν με την αρχή της δίκαιης διεξαγωγής της διαδικασίας και ότι σέβονται τα δικαιώματα υπεράσπισης του υπόπτου τα οποία προβλέπει ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση δεν δύναται να αποκλείει τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ως μη παραδεκτά με την αιτιολογία ότι η εθνική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους προβλέπει διαφορετικούς όρους και κανόνες συλλογής των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων.

(33)     Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που κατοχυρώνονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δυνάμει του παρόντος κανονισμού, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία οφείλει να σέβεται, συγκεκριμένα, το δικαίωμα αμερόληπτου δικαστηρίου, τα δικαιώματα της υπεράσπισης και το τεκμήριο αθωότητας, που κατοχυρώνονται στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη. Το άρθρο 50 του Χάρτη, το οποίο θεσπίζει το δικαίωμα του προσώπου να μην δικάζεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη, διασφαλίζει την αρχή «ου δις δικάζειν» (ne bis in idem) προστατεύοντας έτσι τον ύποπτο σε περίπτωση άσκησης δίωξης εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να σέβεται πλήρως τα εν λόγω δικαιώματα, και να εφαρμόζει και να ερμηνεύει αναλόγως τον παρόντα κανονισμό.

(34)     Σύμφωνα με το άρθρο 82 παράγραφος 2 της Συνθήκης, η Ένωση μπορεί να θεσπίζει ελάχιστους κανόνες σχετικά με τα δικαιώματα των προσώπων που εμπλέκονται σε ποινικές διαδικασίες, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης και της δίκαιης διεξαγωγής της δικαστικής διαδικασίας. Παρότι η Ένωση διαθέτει ήδη σημαντικό κεκτημένο, ορισμένα από τα δικαιώματα αυτά δεν έχουν εναρμονιστεί ακόμη στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης. Όσον αφορά τα συγκεκριμένα δικαιώματα ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίζει διατάξεις οι οποίες θα ισχύουν αποκλειστικά για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

(35)     Κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να σέβεται τα δικαιώματα της υπεράσπισης που κατοχυρώνονται ήδη στη συναφή νομοθεσία της Ένωσης, όπως π.χ. στην οδηγία 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία[4], στην οδηγία 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών[5], και [στην οδηγία 2013/xx/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της xx xxxx 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο κατά την ποινική διαδικασία και το δικαίωμα επικοινωνίας μετά τη σύλληψη], όπως μεταφέρθηκαν και εφαρμόστηκαν στα κράτη μέλη. Κάθε ύποπτος σε βάρος του οποίου κινεί έρευνα η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να χαίρει της προστασίας που παρέχουν οι προαναφερθείσες νομικές πράξεις.

(36)     Σύμφωνα με το άρθρο 86 παράγραφος 3 της Συνθήκης, ο νομοθέτης της Ένωσης δύναται να προβλέπει τους κανόνες που ισχύουν για τον δικαστικό έλεγχο των διαδικαστικών πράξεων στις οποίες προβαίνει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κατά την άσκηση των καθηκόντων της. Η δυνατότητα αυτή που παρέχεται στον νομοθέτη αντικατοπτρίζει τη ιδιαίτερη φύση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, που την ξεχωρίζει από όλα τα άλλα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και απαιτεί την εφαρμογή ειδικών κανόνων δικαστικού ελέγχου.

(37)     Σύμφωνα με το άρθρο 86 παράγραφος 2 της Συνθήκης, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ασκεί ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων των κρατών μελών την ποινική δίωξη των αδικημάτων αυτών. Οι πράξεις έρευνας στις οποίες θα προβαίνει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα συνδέονται στενά με την πιθανότητα άσκησης δίωξης, και θα έχουν επιπτώσεις στις έννομες τάξεις των κρατών μελών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι έρευνες και οι διώξεις θα διεξάγονται από τις εθνικές αρχές επιβολής του νόμου οι οποίες θα ενεργούν υπό τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, και ενίοτε κατόπιν λήψης της απαιτούμενης έγκρισης από το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο. Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμο να αντιμετωπίζεται η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ως εθνική αρχή για τον σκοπό του δικαστικού ελέγχου των πράξεων έρευνας και δίωξης στις οποίες θα προβαίνει. Κατά συνέπεια, τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να επιφορτιστούν με τον δικαστικό έλεγχο όλων των πράξεων έρευνας και δίωξης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας κατά των οποίων δύναται να ασκηθεί προσφυγή, το δε Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα πρέπει να είναι άμεσα αρμόδιο για τις εν λόγω πράξεις, σύμφωνα με τα άρθρα 263, 265 και 268 της Συνθήκης, καθώς οι τελευταίες δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως πράξεις φορέα της Ένωσης για τον σκοπό του δικαστικού ελέγχου.

(38)     Σύμφωνα με το άρθρο 267 της Συνθήκης, τα εθνικά δικαστήρια δύνανται ή, σε ορισμένες περιστάσεις, υποχρεούνται να ζητούν από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις επί της ερμηνείας ή του κύρους διατάξεων της νομοθεσίας της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του παρόντος κανονισμού, οι οποίες διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των πράξεων έρευνας και δίωξης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Τα εθνικά δικαστήρια δεν θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν από το Δικαστήριο να αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις επί του κύρους των πράξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, καθώς οι πράξεις αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως πράξεις φορέα της Ένωσης για τον σκοπό του δικαστικού ελέγχου.

(39)     Διευκρινίζεται ακόμη ότι για ζητήματα που άπτονται της ερμηνείας διατάξεων του εθνικού δικαίου, οι οποίες καθίστανται εφαρμοστέες δυνάμει του παρόντος κανονισμού, αρμόδια είναι αποκλειστικά τα εθνικά δικαστήρια. Κατά συνέπεια, τα εθνικά δικαστήρια δεν δύνανται να υποβάλλουν στο Δικαστήριο ερωτήσεις σχετικά με την ερμηνεία του εθνικού δικαίου στο οποίο παραπέμπει ο παρών κανονισμός.

(40)     Δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη Συνθήκη, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα συσταθεί εκ της Eurojust, οι δύο οργανισμοί θα πρέπει να συνυπάρχουν, να συνεργάζονται και να αλληλοσυμπληρώνονται οργανικά, λειτουργικά και διοικητικά.

(41)     Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει, επιπλέον, να συνεργάζεται στενά και με άλλα θεσμικά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης, με γνώμονα την αποτελεσματικότερη άσκηση των καθηκόντων της που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό, και να συνάπτει, όπου απαιτείται, επίσημες συμφωνίες με θέμα τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων που θα διέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία. Ιδιαίτερη βαρύτητα θα πρέπει να δίδεται στη συνεργασία με την Ευρωπόλ και την OLAF, ώστε να αποφεύγεται η αλληλοεπικάλυψη δραστηριοτήτων, και να μπορεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να λαμβάνει τις πληροφορίες που χρειάζεται και που διαθέτουν οι εν λόγω οργανισμοί και, επιπλέον, να αξιοποιεί τα αναλυτικά συμπεράσματά τους για συγκεκριμένες έρευνες.

(42)     Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας διέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[6]. Συγκεκριμένα, από τον προαναφερθέντα κανονισμό διέπονται η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται στο πλαίσιο της επίτευξης των στόχων και της εκτέλεσης των καθηκόντων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν το προσωπικό και η επεξεργασία διοικητικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διατηρεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα πρέπει να παρακολουθείται από τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων. Οι αρχές του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 θα πρέπει να εξειδικευθούν και να συμπληρωθούν όσον αφορά την επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, όπου αυτό απαιτείται. Σε περίπτωση διαβίβασης επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σε αρχή τρίτης χώρας, σε διεθνή οργανισμό ή στην Ιντερπόλ δυνάμει διεθνούς συμφωνίας η οποία έχει συναφθεί σύμφωνα με το άρθρο 218 της Συνθήκης, οι παρεχόμενες επαρκείς εγγυήσεις για την προστασία της ιδιωτικής ζωής, των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών των προσώπων θα πρέπει να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση προς τις διατάξεις περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του παρόντος κανονισμού.

(43)     Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων διέπεται από [την οδηγία 2013/xx/ΕΕ για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών].

(44)     Το σύστημα επεξεργασίας δεδομένων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα πρέπει να βασίζεται στο σύστημα διαχείρισης υποθέσεων της Eurojust. Ωστόσο, τα προσωρινά αρχεία εργασίας του θα πρέπει να θεωρούνται ως δικογραφίες από τη στιγμή κίνησης της σχετικής έρευνας.

(45)     Το καθεστώς της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας όσον αφορά το προσωπικό και την οικονομική και δημοσιονομική διαχείριση, θα πρέπει να συμμορφώνεται προς τα συναφή πρότυπα της Ένωσης τα οποία ισχύουν για τους οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 208 του κανονισμού (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[7], λαμβανομένης δεόντως υπόψη, πάντως, της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας όσον αφορά τη διεκπεραίωση ερευνών και διώξεων στο επίπεδο της Ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να βαρύνεται με την υποχρέωση υποβολής ετήσιων εκθέσεων.

(46)     Οι γενικοί κανόνες διαφάνειας που ισχύουν για τους οργανισμούς της Ένωσης θα πρέπει να ισχύουν και για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, μόνο όμως όσον αφορά τα διοικητικά της καθήκοντα, ώστε να μην διακυβεύεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο η απαίτηση της εμπιστευτικότητας που διέπει το επιχειρησιακό της έργο. Ομοίως, οι διοικητικές έρευνες που διεξάγει ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής θα πρέπει να σέβονται την απαίτηση της εμπιστευτικότητας που διέπει τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

(47)     Σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 21) για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα εν λόγω δύο κράτη μέλη γνωστοποίησαν ότι επιθυμούν να [μην] [συμμετάσχουν] στη θέσπιση και εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(48)     Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου (αριθ. 22) σχετικά με τη θέση της Δανίας, που προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση του παρόντος κανονισμού, δεν δεσμεύεται από αυτόν, ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του.

(49)     Οι αντιπρόσωποι των κρατών μελών, που συνήλθαν σε επίπεδο αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων στις Βρυξέλλες, στις 13 Δεκεμβρίου 2003, καθόρισαν την έδρα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1 Αντικείμενο

Με τον παρόντα κανονισμό συστήνεται η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και καθορίζονται οι κανόνες λειτουργίας της.

Άρθρο 2 Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:

α)           ως «πρόσωπο» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο·

β)           ως «ποινικά αδικήματα που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης» νοούνται τα αδικήματα που προβλέπονται στην οδηγία 2013/xx/ΕΕ, όπως εφαρμόστηκε στο εθνικό δίκαιο·

γ)           ως «οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης» νοούνται όλα τα έσοδα, έξοδα και στοιχεία του ενεργητικού που είτε καλύπτονται από τον προϋπολογισμό της Ένωσης και τους προϋπολογισμούς των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών που έχουν ιδρυθεί βάσει των συνθηκών και τους προϋπολογισμούς υπό τη διαχείριση και τον έλεγχό τους, είτε αποκτώνται μέσω αυτών των προϋπολογισμών, είτε οφείλονται σε αυτούς·

δ)           ως «διοικητικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» νοούνται όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που επεξεργάζεται η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, εκτός από τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα·

ε)           ως «επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» νοούνται όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που επεξεργάζεται η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία για την επίτευξη των σκοπών που προβλέπονται στο άρθρο 37.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ

Τμήμα 1 Καθεστώς, οργανωση και δομη της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας

Άρθρο 3 Σύσταση

1.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία συστήνεται ως οργανισμός της Ένωσης με αποκεντρωμένη δομή.

2.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει νομική προσωπικότητα.

3.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία συνεργάζεται με τη Eurojust και βασίζεται στη διοικητική της υποστήριξη σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 57.

Άρθρο 4 Καθήκοντα

1.           Αποστολή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας είναι η καταπολέμηση των ποινικών αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

2.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι υπεύθυνη για τη διερεύνηση, τη δίωξη και την παραπομπή ενώπιον της δικαιοσύνης των δραστών των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, καθώς και των συνεργών τους. Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διευθύνει και εποπτεύει έρευνες, και ασκεί διώξεις, συμπεριλαμβανομένης της απόρριψης της εκάστοτε υπόθεσης.

3.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ασκεί καθήκοντα εισαγγελέα στα αρμόδια δικαστήρια των κρατών μελών όσον αφορά τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένης της υποβολής κατηγορητηρίου και ενδεχόμενων προσφυγών μέχρι την τελική διευθέτηση της υπόθεσης.

Άρθρο 5 Ανεξαρτησία και λογοδοσία

1.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι ανεξάρτητη.

2.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, ήτοι ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας, οι αναπληρωτές και το προσωπικό του, καθώς και οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς και το προσωπικό που αυτοί απασχολούν στα κράτη μέλη, δεν επιζητεί ούτε λαμβάνει, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, οδηγίες από κανένα πρόσωπο, κράτος μέλος, θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης. Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης, καθώς και τα κράτη μέλη, σέβονται την ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και δεν επιζητούν να την επηρεάσουν κατά την άσκηση των καθηκόντων της.

3.           Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας είναι υπόλογος για τις γενικές δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προς τα οποία υποβάλλει κάθε έτος έκθεση σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 70.

Άρθρο 6 Δομή και οργάνωση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας

1.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποτελείται από τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα, τους αναπληρωτές του, το προσωπικό που τους συνδράμει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους τα οποία απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό, καθώς και από τους Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς που έχουν την έδρα τους στα κράτη μέλη.

2.           Επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας είναι ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας, ο οποίος διευθύνει τις δραστηριότητές της και οργανώνει τις εργασίες της. Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας επικουρείται από τέσσερις αναπληρωτές.

3.           Οι αναπληρωτές συνδράμουν τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και τον αντικαθιστούν, σύμφωνα με τους κανόνες που έχουν θεσπιστεί δυνάμει του άρθρου 72 στοιχείο δ), σε περίπτωσης απουσίας ή κωλύματος. Ένας από τους αναπληρωτές είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

4.           Οι έρευνες και οι διώξεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας πραγματοποιούνται από τους Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς υπό τη διεύθυνση και την εποπτεία του Ευρωπαίου Εισαγγελέα. Όποτε κρίνεται αναγκαίο προς όφελος της έρευνας ή της δίωξης, ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας μπορεί να ασκεί απευθείας τις εξουσίες του σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 18 παράγραφος 5.

5.           Σε κάθε κράτος μέλος υπάρχει τουλάχιστον ένας Εντεταλμένος Ευρωπαίος Εισαγγελέας, ο οποίος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Ευρωπαίου Εισαγγελέα και ακολουθούν τις οδηγίες, τις κατευθυντήριες γραμμές και τις αποφάσεις του κατά τη διεκπεραίωση των ερευνών και των διώξεων που τους ανατίθενται. Εφόσον ενεργούν στο πλαίσιο της εντολής τους που απορρέει από τον παρόντα κανονισμό, είναι πλήρως ανεξάρτητοι από τους εθνικούς φορείς δίωξης και δεν έχουν υποχρεώσεις απέναντί τους.

6.           Οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς μπορούν επίσης να ασκούν καθήκοντα εθνικού εισαγγελέα. Σε περίπτωση που τους ανατίθενται αντικρουόμενα καθήκοντα, οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς ενημερώνουν σχετικά τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα, ο οποίος μπορεί, κατόπιν διαβούλευσης με τις αρμόδιες εθνικές αρχές δίωξης, να τους συμβουλεύσει, προς όφελος των ερευνών και των διώξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, να δώσουν προτεραιότητα στα καθήκοντά τους που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας ενημερώνει αμέσως σχετικά τις αρμόδιες εθνικές αρχές δίωξης.

7.           Οι ενέργειες στις οποίες προβαίνουν, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας, οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς, οποιοδήποτε μέλος του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ή κάθε άλλο πρόσωπο που ενεργεί εξ ονόματος αυτής, αποδίδονται στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας εκπροσωπεί την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ενώπιον των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, των κρατών μελών και οιουδήποτε τρίτου.

8.           Εφόσον απαιτείται για τον σκοπό έρευνας ή δίωξης, ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας δύναται να διαθέσει προσωρινά πόρους και προσωπικό στους Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς.

Άρθρο 7 Εσωτερικός κανονισμός της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας

1.           Ο εσωτερικός κανονισμός της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας εγκρίνεται με απόφαση του Ευρωπαίου Εισαγγελέα, των τεσσάρων αναπληρωτών του και πέντε Εντεταλμένων Ευρωπαίων Εισαγγελέων, οι οποίοι επιλέγονται από τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα βάσει συστήματος αυστηρά ισότιμης εναλλαγής που να επιτρέπει να αντικατοπτρίζεται το δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα του συνόλου των κρατών μελών. Η απόφαση λαμβάνεται με απλή πλειοψηφία όλων των μελών, καθένα από τα οποία δικαιούται μία ψήφο. Σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του Ευρωπαίου Εισαγγελέα.

2.           Ο εσωτερικός κανονισμός διέπει την οργάνωση των εργασιών της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και περιλαμβάνει γενικούς κανόνες σχετικά με τον καταμερισμό των υποθέσεων.

Τμήμα 2 Διορισμός και παυση των μελων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας

Άρθρο 8 Διορισμός και παύση του Ευρωπαίου Εισαγγελέα

1.           Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας διορίζεται από το Συμβούλιο με την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η θητεία του είναι οκταετής και μη ανανεώσιμη. Το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία.

2.           Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας επιλέγεται μεταξύ προσωπικοτήτων που παρέχουν πλήρη εγγύηση ανεξαρτησίας, συγκεντρώνουν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τον διορισμό σε ανώτατο δικαστικό αξίωμα και διαθέτουν εμπειρία σε θέματα δίωξης.

3.           Η επιλογή του Ευρωπαίου Εισαγγελέα γίνεται βάσει ανοικτής πρόσκλησης υποβολής υποψηφιοτήτων, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη συνέχεια, η Επιτροπή καταρτίζει κατάλογο υποψηφίων τον οποίον υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Προτού υποβάλει τον κατάλογο με τα ονόματα των υποψηφίων, η Επιτροπή ζητεί τη γνώμη επιτροπής την οποία έχει συστήσει η ίδια. Η εν λόγω επιτροπή αποτελείται από επτά μέλη, ένα εκ των οποίων προτείνεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τα οποία επιλέγονται μεταξύ πρώην μελών του Δικαστηρίου, μελών εθνικών ανώτατων δικαστηρίων, εθνικών εισαγγελικών αρχών ή/και δικηγόρων αναγνωρισμένου κύρους, καθώς και από τον πρόεδρο της Eurojust με την ιδιότητα του παρατηρητή.

4.           Εάν ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας δεν πληροί πλέον τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των καθηκόντων του ή εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί, αιτήσει του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, να τον παύσει.

Άρθρο 9 Διορισμός και παύση των αναπληρωτών του Ευρωπαίου Εισαγγελέα

1.           Οι αναπληρωτές του Ευρωπαίου Εισαγγελέα διορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 παράγραφος 1.

2.           Οι αναπληρωτές του Ευρωπαίου Εισαγγελέα επιλέγονται μεταξύ προσωπικοτήτων που παρέχουν πλήρη εγγύηση ανεξαρτησίας, συγκεντρώνουν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τον διορισμό σε ανώτατο δικαστικό αξίωμα και διαθέτουν εμπειρία σε θέματα δίωξης.

3.           Η επιλογή των αναπληρωτών του Ευρωπαίου Εισαγγελέα γίνεται βάσει ανοικτής πρόσκλησης υποβολής υποψηφιοτήτων, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα. Στη συνέχεια, η Επιτροπή, με τη σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαίου Εισαγγελέα, καταρτίζει κατάλογο υποψηφίων τον οποίον υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Ο εν λόγω κατάλογος επιτρέπει να αντικατοπτρίζεται το δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα του συνόλου των κρατών μελών.

4.           Οι αναπληρωτές του Ευρωπαίου Εισαγγελέα παύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 παράγραφος 4, κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαίου Εισαγγελέα.

Άρθρο 10 Διορισμός και παύση των Εντεταλμένων Ευρωπαίων Εισαγγελέων

1.           Οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς διορίζονται από τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα βάσει καταλόγου τριών τουλάχιστον υποψηφίων που πληρούν τις απαιτήσεις της παραγράφου 2. Ο κατάλογος υποβάλλεται από το ή τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Η θητεία των Εντεταλμένων Ευρωπαίων Εισαγγελέων είναι πενταετής και ανανεώσιμη.

2.           Οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς επιλέγονται μεταξύ προσωπικοτήτων που συγκεντρώνουν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τον διορισμό σε ανώτατο δικαστικό αξίωμα και διαθέτουν εμπειρία σε θέματα δίωξης. Παρέχουν πλήρη εγγύηση ανεξαρτησίας. Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τον διορισμό του Εντεταλμένου Ευρωπαίου Εισαγγελέα σε θέση εισαγγελέα δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, εφόσον δεν διαθέτει ήδη τη συγκεκριμένη επαγγελματική ιδιότητα κατά τη χρονική στιγμή διορισμού του στη θέση του Εντεταλμένου Ευρωπαίου Εισαγγελέα.

3.           Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας δύναται να παύσει τους Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς, εφόσον αυτοί δεν πληρούν πλέον τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 ή τα κριτήρια που διέπουν την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ή εφόσον διαπράξουν βαρύ παράπτωμα. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν δύνανται να απαλλάξουν τους Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς από τα καθήκοντα του εθνικού εισαγγελέα χωρίς την έγκριση του Ευρωπαίου Εισαγγελέα, καθ’ όλη τη χρονική περίοδο που εκτελούν τα καθήκοντά τους εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

Τμήμα 3 Βασικές Αρχές

Άρθρο 11 Βασικές αρχές των δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας

1.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διασφαλίζει, κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της, τον σεβασμό των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.           Οι ενέργειες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας διέπονται από την αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 26 παράγραφος 3.

3.           Οι έρευνες και οι διώξεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας διέπονται από τον παρόντα κανονισμό. Τα ζητήματα που δεν ρυθμίζονται ενδεχομένως από τον παρόντα κανονισμό διευθετούνται από τα εθνικά δίκαια. Το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο είναι το δίκαιο του κράτους μέλους όπου διεκπεραιώνεται η έρευνα ή η δίωξη. Σε περίπτωση που κάποιο ζήτημα ρυθμίζεται και από το εθνικό δίκαιο και από τον παρόντα κανονισμό, υπερισχύουν οι διατάξεις του κανονισμού.

4.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να διερευνά και να διώκει ποινικά αδικήματα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

5.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διεξάγει τις έρευνές της με αμεροληψία και συλλέγει όλα τα συναφή αποδεικτικά στοιχεία, είτε αυτά είναι επιβαρυντικά είτε απαλλακτικά.

6.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κινεί έρευνες χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, και μεριμνά για την ταχεία διεκπεραίωση των ερευνών και των διώξεων.

7.           Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών συνδράμουν και στηρίζουν ενεργά τις έρευνες και τις διώξεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, κατόπιν αιτήματός της, και απέχουν από κάθε ενέργεια, πολιτική ή διαδικασία που θα μπορούσε να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την πρόοδό τους.

Τμήμα 4 Αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας

Άρθρο 12 Ποινικά αδικήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει αρμοδιότητα επί των ποινικών αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην οδηγία 2013/xx/ΕΕ, όπως εφαρμόστηκε στο εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 13 Παρεπόμενη αρμοδιότητα

1.           Εφόσον τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 12 συνδέονται άρρηκτα με άλλα ποινικά αδικήματα πέραν αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 12, και εφόσον η κοινή διερεύνηση και δίωξή τους εξυπηρετεί την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει επίσης αρμοδιότητα και επί των εν λόγω άλλων ποινικών αδικημάτων, υπό τις προϋποθέσεις πρώτον, ότι υπερισχύουν τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 12 και, δεύτερον, ότι τα πραγματικά περιστατικά των άλλων ποινικών αδικημάτων είναι πανομοιότυπα με τα περιστατικά των αδικημάτων του άρθρου 12.

              Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις, το κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για τα άλλα αδικήματα φέρει αρμοδιότητα και για τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 12.

2.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και οι εθνικές διωκτικές αρχές διαβουλεύονται μεταξύ τους προκειμένου να καθορίζουν ποια αρχή έχει αρμοδιότητα σύμφωνα με την παράγραφο 1. Για λόγους διευκόλυνσης του καθορισμού της εν λόγω αρμοδιότητας, είναι δυνατή, όπου αυτό απαιτείται, η συμμετοχή της Eurojust σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 57.

3.           Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και των εθνικών διωκτικών αρχών σχετικά με τον καθορισμό της αρμοδιότητας σύμφωνα με την παράγραφο 1, για την παρεπόμενη αρμοδιότητα αποφασίζει η εθνική δικαστική αρχή που είναι αρμόδια για την κατανομή των αρμοδιοτήτων δίωξης σε εθνικό επίπεδο.

4.           Ο καθορισμός της αρμοδιότητας δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν υπόκειται σε επανεξέταση.

Άρθρο 14 Άσκηση της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ασκεί την αποκλειστική αρμοδιότητά της όσον αφορά τη διερεύνηση και τη δίωξη των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 12 και 13, εφόσον τα αδικήματα αυτά διαπράχθηκαν εν όλω ή εν μέρει

α)           στο έδαφος ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, ή

β)           από υπήκοο κράτους μέλους ή από μέλη του προσωπικού της Ένωσης ή από μέλη των θεσμικών οργάνων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΙΣ ΕΡΕΥΝΕΣ, ΤΙΣ ΔΙΩΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Τμήμα 1 Διεξαγωγή ερευνων

Άρθρο 15 Πηγές ερευνών

1.           Όλες οι εθνικές αρχές των κρατών μελών και όλα τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης ενημερώνουν αμέσως την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία για κάθε συμπεριφορά η οποία ενδέχεται να συνιστά αδίκημα που εμπίπτει στην αρμοδιότητά της.

2.           Οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς ενημερώνουν αμέσως τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα για κάθε συμπεριφορά που υποπίπτει στην αντίληψή τους η οποία ενδέχεται να συνιστά αδίκημα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

3.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να συλλέξει ή να λάβει πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο για συμπεριφορά η οποία ενδέχεται να συνιστά αδίκημα που εμπίπτει στην αρμοδιότητά της.

4.           Κάθε πληροφορία που τίθεται υπόψη της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας καταχωρίζεται και εξακριβώνεται από τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα ή από τους Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς. Εφόσον ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας ή οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς αποφασίσουν, μετά από τη σχετική εξακρίβωση, να μην προβούν στην κίνηση έρευνας, περατώνουν την υπόθεση και καταχωρίζουν τη συναφή αιτιολογία στο σύστημα διαχείρισης υποθέσεων. Ενημερώνουν σχετικά την εθνική αρχή, το θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της ΕΕ που παρέσχε την αρχική πληροφορία, καθώς και, κατόπιν αιτήματός τους, τα πρόσωπα που παρέσχον την αρχική πληροφορία, όπου αυτό απαιτείται.

Άρθρο 16 Κίνηση ερευνών

1.           Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας ή, εξ ονόματός του, οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς κινούν έρευνα με γραπτή απόφαση, εφόσον πιστεύουν ευλόγως ότι διαπράττεται ή διαπράχθηκε αδίκημα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

2.           Σε περίπτωση κίνησης της έρευνας από τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα, ο τελευταίος αναθέτει την υπόθεση σε Εντεταλμένο Ευρωπαίο Εισαγγελέα, εκτός και αν επιθυμεί να αναλάβει ο ίδιος τη διεξαγωγή της έρευνας, σύμφωνα με τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 18 παράγραφος 5. Σε περίπτωση κίνησης της έρευνας από Εντεταλμένο Ευρωπαίο Εισαγγελέα, ο τελευταίος ενημερώνει αμέσως σχετικά τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα. Μόλις ενημερωθεί σχετικά, ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας ελέγχει ότι δεν έχει κινηθεί ήδη έρευνα από τον ίδιο ή από άλλον Εντεταλμένο Ευρωπαίο Εισαγγελέα. Με γνώμονα την αποτελεσματικότερη διεξαγωγή της έρευνας, ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας μπορεί να αποφασίσει να αναθέσει την υπόθεση σε άλλον Εντεταλμένο Ευρωπαίο Εισαγγελέα ή να την αναλάβει ο ίδιος, σύμφωνα με τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 18 παράγραφος 5.

             

Άρθρο 17 Επείγοντα μέτρα και παραπομπές

1.           Σε περίπτωση που απαιτείται η ανάληψη άμεσης δράσης για αδίκημα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, οι εθνικές αρχές λαμβάνουν όλα τα επείγοντα μέτρα που απαιτούνται για την αποτελεσματική διερεύνηση και δίωξη του αδικήματος. Στη συνέχεια, οι εθνικές αρχές παραπέμπουν χωρίς καθυστέρηση την υπόθεση στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Σε αυτήν την περίπτωση, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία επιβεβαιώνει, ει δυνατόν εντός 48 ωρών από την κίνηση της έρευνάς της, τα μέτρα που ελήφθησαν από τις εθνικές αρχές, ακόμη και αν τα τελευταία θεσπίστηκαν και εφαρμόστηκαν δυνάμει διατάξεων άλλων από αυτές που περιέχονται στον παρόντα κανονισμό.

2.           Εφόσον έχει αμφιβολίες για την αρμοδιότητά της επί της υπόθεσης, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δύναται να προβαίνει, σε οποιοδήποτε στάδιο της έρευνας, σε διαβουλεύσεις με τις εθνικές διωκτικές αρχές για τον καθορισμό της αρμόδιας αρχής. Μέχρι να εκδοθεί η απόφαση περί καθορισμού της αρμοδιότητας, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία λαμβάνει όλα τα επείγοντα μέτρα που απαιτούνται για την αποτελεσματική διερεύνηση και δίωξη του αδικήματος. Σε περίπτωση που κριθεί αρμόδια η εθνική αρχή, η αρχή αυτή επιβεβαιώνει, εντός 48 ωρών από την κίνηση της εθνικής έρευνας, τα επείγοντα μέτρα που ελήφθησαν από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

3.           Σε περίπτωση που, από την έρευνα την οποία κίνησε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, προκύψει ότι η υπό διερεύνηση συμπεριφορά συνιστά ποινικό αδίκημα το οποίο όμως δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητά της, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία παραπέμπει χωρίς καθυστέρηση την υπόθεση στις αρμόδιες εθνικές αρχές επιβολής του νόμου και στις δικαστικές αρχές των κρατών μελών.

4.           Σε περίπτωση που, από την έρευνα την οποία κίνησαν οι εθνικές αρχές, προκύψει ότι η υπό διερεύνηση συμπεριφορά συνιστά αδίκημα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, οι εθνικές αρχές παραπέμπουν χωρίς καθυστέρηση την υπόθεση στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Σε αυτήν την περίπτωση, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία επιβεβαιώνει, ει δυνατόν εντός 48 ωρών από την κίνηση της έρευνάς της, τα μέτρα που ελήφθησαν από τις εθνικές αρχές, ακόμη και αν τα τελευταία θεσπίστηκαν και εφαρμόστηκαν δυνάμει διατάξεων άλλων από αυτές που περιέχονται στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 18 Διεξαγωγή της έρευνας

1.           Ο ορισθείς Εντεταλμένος Ευρωπαίος Εισαγγελέας διευθύνει την έρευνα εξ ονόματος του Ευρωπαίου Εισαγγελέα και σύμφωνα με τις οδηγίες του. Ο ορισθείς Εντεταλμένος Ευρωπαίος Εισαγγελέας μπορεί είτε να προβεί ο ίδιος στην εκτέλεση των μέτρων έρευνας είτε να δώσει σχετικές οδηγίες στις αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα του. Οι εν λόγω αρχές συμμορφώνονται προς τις οδηγίες του Εντεταλμένου Ευρωπαίου Εισαγγελέα και εκτελούν τα μέτρα έρευνας που τους αναθέτει ο τελευταίος.

2.           Σε διασυνοριακές υποθέσεις, όπου προκύπτει η ανάγκη να εκτελεστούν μέτρα έρευνας σε άλλο κράτος μέλος από αυτό στο οποίο κινήθηκε αρχικά η έρευνα, ο Εντεταλμένος Ευρωπαίος Εισαγγελέας που κίνησε την έρευνα ή στον οποίον ανατέθηκε η υπόθεση από τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα, ενεργεί σε στενή διαβούλευση με τον Εντεταλμένο Ευρωπαίο Εισαγγελέα του κράτους μέλους στο οποίο πρέπει να εκτελεστούν τα μέτρα έρευνας. Ο τελευταίος, με τη σειρά του, είτε προβαίνει ο ίδιος στην εκτέλεση των μέτρων έρευνας είτε δίδει οδηγίες για την εκτέλεσή τους στις αρμόδιες εθνικές αρχές.

3.           Σε διασυνοριακές υποθέσεις, ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας δύναται να αποφασίσει τη συμμετοχή περισσότερων του ενός Εντεταλμένων Ευρωπαίων Εισαγγελέων στις σχετικές έρευνες και να προβεί στη σύσταση κοινών ομάδων έρευνας. Δύναται ακόμη να ζητήσει από οποιονδήποτε Εντεταλμένο Ευρωπαίο Εισαγγελέα να προβεί, εξ ονόματός του, στη συλλογή των σχετικών πληροφοριών ή στην εκτέλεση συγκεκριμένων μέτρων έρευνας.

4.           Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας παρακολουθεί τις έρευνες που διεξάγουν οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς και μεριμνά για τον συντονισμό τους. Παρέχει, επιπλέον, οδηγίες, όπου αυτό απαιτείται.

5.           Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας δύναται να απαλλάξει κάποιον Εντεταλμένο Ευρωπαίο Εισαγγελέα από μια έρευνα και να αναθέσει τη διεξαγωγή της σε άλλον ή να ηγηθεί ο ίδιος της έρευνας, εφόσον το κρίνει αναγκαίο για την αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση της έρευνας ή της δίωξης, βασιζόμενος σε ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)      τη σοβαρότητα του αδικήματος·

β)      τις ειδικές περιστάσεις που σχετίζονται με την ιδιότητα του φερόμενου ως δράστη·

γ)      τις ειδικές περιστάσεις που σχετίζονται με τη διασυνοριακή διάσταση της έρευνας·

δ)      τη μη διαθεσιμότητα εθνικών αρχών έρευνας· ή

ε)      ενδεχόμενο αίτημα των αρμόδιων αρχών του οικείου κράτους μέλους.

6.           Σε περίπτωση που ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας αποφασίσει να αναλάβει ο ίδιος τη διεξαγωγή της έρευνας, ενημερώνει σχετικά τον Εντεταλμένο Ευρωπαίο Εισαγγελέα του κράτους μέλους όπου θα χρειαστεί να εκτελεστούν τα μέτρα έρευνας. Κάθε μέτρο έρευνας του Ευρωπαίου Εισαγγελέα διεξάγεται σε συνεργασία με τις αρχές του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου διεξάγεται. Η εφαρμογή μέτρων καταναγκαστικού χαρακτήρα εμπίπτει στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών.

7.           Οι έρευνες που διεξάγονται υπό την εποπτεία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας διέπονται από τους κανόνες επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπονται στην ισχύουσα επί του παρόντος νομοθεσία της Ένωσης. Οι αρχές που συμμετέχουν στις έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας δεσμεύονται επίσης να σέβονται το επαγγελματικό απόρρητο, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην εκάστοτε ισχύουσα εθνική νομοθεσία.

Άρθρο 19 Άρση προνομίων ή ασυλιών

1.           Σε περίπτωση που οι έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας αφορούν πρόσωπα τα οποία απολαμβάνουν προνομίων ή ασυλιών δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, και εφόσον το εν λόγω προνόμιο ή η ασυλία παρεμποδίζουν συγκεκριμένη υπό διεξαγωγή έρευνα, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία υποβάλλει αιτιολογημένο γραπτό αίτημα άρσης αυτών, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην εκάστοτε εθνική νομοθεσία.

2.           Σε περίπτωση που οι έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας αφορούν πρόσωπα τα οποία απολαμβάνουν προνομίων ή ασυλιών δυνάμει της νομοθεσίας της Ένωσης, και συγκεκριμένα δυνάμει του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και εφόσον το εν λόγω προνόμιο ή η ασυλία παρεμποδίζουν συγκεκριμένη υπό διεξαγωγή έρευνα, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία υποβάλλει αιτιολογημένο γραπτό αίτημα άρσης αυτών, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στη νομοθεσία της Ένωσης.

Τμήμα 2 Επεξεργασία πληροφοριων

Άρθρο 20 Πρόσβαση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας σε πληροφορίες

Από τη στιγμή που επιλαμβάνεται μιας υπόθεσης, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δύναται να λαμβάνει κάθε σχετική πληροφορία η οποία βρίσκεται αποθηκευμένη σε εθνικές βάσεις δεδομένων που περιέχουν στοιχεία για ποινικές έρευνες και για την επιβολή του νόμου, καθώς επίσης και σε άλλα συναφή μητρώα δημόσιων αρχών, ή δύναται να έχει πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες μέσω των Εντεταλμένων Ευρωπαίων Εισαγγελέων.

Άρθρο 21 Συλλογή πληροφοριών

1.           Εφόσον απαιτείται για τον σκοπό των ερευνών της, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία λαμβάνει, κατόπιν αιτήματός της, από τη Eurojust και την Ευρωπόλ, κάθε σχετική πληροφορία η οποία αφορά αδίκημα που εμπίπτει στην αρμοδιότητά της και, επιπλέον, δύναται να ζητά από την Ευρωπόλ την παροχή αναλυτικής υποστήριξης σε συγκεκριμένη έρευνα που διεξάγεται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

2.           Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης, καθώς και οι αρχές των κρατών μελών, παρέχουν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, κατόπιν αιτήματός της, την απαιτούμενη συνδρομή και πληροφόρηση.

Άρθρον 22 Σύστημα διαχείρισης υποθέσεων, πίνακας και προσωρινά αρχεία εργασίας

1.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία καταρτίζει σύστημα διαχείρισης υποθέσεων αποτελούμενο από προσωρινά αρχεία εργασίας και πίνακα που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο παράρτημα, και δεδομένα μη προσωπικού χαρακτήρα.

2.           Το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων προορίζεται:

α)      να στηρίζει τη διαχείριση των ερευνών και διώξεων που διεξάγονται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, ιδίως με τη διασταύρωση πληροφοριών·

β)      να διευκολύνει την πρόσβαση στα στοιχεία σχετικά με διεξαγόμενες έρευνες και διώξεις·

γ)      να διευκολύνει τον έλεγχο του κατά πόσον η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εκτελείται κατά τρόπο σύννομο και σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

3.           Το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων μπορεί να συνδεθεί με την ασφαλή τηλεπικοινωνιακή σύνδεση που προβλέπεται στο άρθρο 9 της απόφασης 2008/976/ΔΕΥ[8].

4.           Ο πίνακας περιλαμβάνει αναφορές στα προσωρινά αρχεία εργασίας που αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας στο πλαίσιο των εργασιών της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και δύναται να περιέχει δεδομένα μη προσωπικού χαρακτήρα εκτός από εκείνα που προβλέπονται στις υποπεριπτώσεις α) έως θ), ια) και ιγ) του σημείου 1 και στο σημείο 2 του παραρτήματος.

5.           Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να επεξεργάζεται σε προσωρινό αρχείο εργασίας δεδομένα σχετικά με τις επιμέρους υποθέσεις επί των οποίων εργάζεται. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία παρέχει στον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 41 πρόσβαση στο προσωρινό αρχείο εργασίας. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ενημερώνει τον υπεύθυνο προστασίας των δεδομένων για το άνοιγμα κάθε νέου προσωρινού αρχείου εργασίας που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

6.           Για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν υπόθεση, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δεν μπορεί να δημιουργεί κανένα αυτοματοποιημένο αρχείο πλην του συστήματος διαχείρισης υποθέσεων ή προσωρινού αρχείου εργασίας.

Άρθρο 23 Λειτουργία των προσωρινών αρχείων εργασίας και του πίνακα

1.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ανοίγει προσωρινό αρχείο εργασίας για κάθε υπόθεση για την οποία της διαβιβάζονται πληροφορίες, εφόσον η διαβίβαση αυτή συνάδει με τον παρόντα κανονισμό ή με άλλες ισχύουσες νομικές πράξεις. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση των προσωρινών αρχείων εργασίας που έχει ανοίξει.

2.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποφασίζει, ανά περίπτωση, εάν θα περιορίσει την πρόσβαση στο προσωρινό αρχείο εργασίας ή θα παράσχει πρόσβαση σε αυτό, εν όλω ή εν μέρει, σε μέλη του προσωπικού της, εφόσον απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων του εν λόγω προσωπικού.

3.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποφασίζει επίσης ποιες πληροφορίες σχετικά με το προσωρινό αυτό αρχείο εργασίας πρέπει να περιλαμβάνονται στον πίνακα. Με την επιφύλαξη διαφορετικής απόφασης του Ευρωπαίου Εισαγγελέα, δεν περιλαμβάνονται στον πίνακα οι πληροφορίες που καταχωρίζονται και υπόκεινται σε εξακρίβωση σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 4.

Άρθρο 24 Πρόσβαση στο σύστημα διαχείρισης υποθέσεων

Οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς και το προσωπικό τους, στο βαθμό που είναι συνδεδεμένοι με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων, μπορούν να έχουν πρόσβαση μόνο:

α)           στον πίνακα, εκτός εάν η πρόσβαση αυτή έχει απαγορευθεί ρητώς·

β)           στα προσωρινά αρχεία εργασίας τα οποία έχει ανοίξει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σχετικά με έρευνες ή διώξεις που λαμβάνουν χώρα στο κράτος μέλος του εκάστοτε Εντεταλμένου Ευρωπαίου Εισαγγελέα και του προσωπικού του·

γ)           στα προσωρινά αρχεία εργασίας τα οποία έχει ανοίξει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σχετικά με έρευνες ή διώξεις που λαμβάνουν χώρα σε άλλο κράτος μέλος, στον βαθμό που αυτά σχετίζονται με έρευνες ή διώξεις που λαμβάνουν χώρα στο κράτος μέλος του εκάστοτε Εντεταλμένου Ευρωπαίου Εισαγγελέα και του προσωπικού του.

Τμήμα 3 Μέτρα έρευνας

Άρθρο 25 Η αρμοδιότητα διεξαγωγής ερευνών της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας

1.           Για τον σκοπό των ερευνών και των διώξεων στις οποίες προβαίνει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, το έδαφος των κρατών μελών της Ένωσης θεωρείται ως ενιαίος νομικός χώρος εντός του οποίου μπορεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να ασκεί την αρμοδιότητά της.

2.           Σε περίπτωση που αποφασίσει να ασκήσει την αρμοδιότητά της επί αδικήματος το οποίο διαπράχθηκε εν όλω ή εν μέρει εκτός του εδάφους των κρατών μελών από υπήκοο κράτους μέλους, από μέλη του προσωπικού της Ένωσης ή από μέλη των θεσμικών οργάνων, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ζητά συνδρομή προκειμένου να εξασφαλίσει τη συνεργασία της οικείας τρίτης χώρας, σύμφωνα με τα μέσα και τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 59.

Άρθρο 26 Μέτρα έρευνας

1.           Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει την εξουσία να ζητά ή να διατάσσει την εκτέλεση των ακόλουθων μέτρων έρευνας:

α)      διενέργεια έρευνας σε κλειστούς ή ανοιχτούς χώρους, μέσα μεταφοράς, ιδιωτικές κατοικίες, ενδύματα και κάθε άλλο προσωπικό είδος ή προσωπικό υπολογιστή·

β)      λήψη μέτρων για την προσκόμιση κάθε σχετικού αντικειμένου ή εγγράφου, ή δεδομένων αποθηκευμένων σε υπολογιστή, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων που αφορούν τραπεζικούς λογαριασμούς, κρυπτογραφημένων ή όχι, στην πρωτότυπη μορφή τους ή σε άλλη καθορισμένη μορφή·

γ)      σφράγισμα κλειστών χώρων και μέσων μεταφοράς, και δέσμευση δεδομένων, με γνώμονα τη διαφύλαξη της ακεραιότητάς τους, την αποφυγή κάθε πιθανότητας απώλειας ή νόθευσης των αποδεικτικών στοιχείων, και τη διασφάλιση της δυνατότητας κατάσχεσης·

δ)      δέσμευση οργάνων ή προϊόντων εγκλήματος, συμπεριλαμβανομένης της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων, εφόσον αναμένεται ότι θα αποτελέσουν αντικείμενο κατάσχεσης από το δικαστήριο που θα εκδικάσει την υπόθεση και εφόσον πιστεύεται ότι ο ιδιοκτήτης, ο κάτοχος ή ο διαχειριστής τους θα επιδιώξει τη ματαίωση της δικαστικής απόφασης κατάσχεσής τους·

ε)      παρακολούθηση των τηλεπικοινωνιακών συνδιαλέξεων του υπόπτου, συμπεριλαμβανομένης της αποστολής μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς και από τον ύποπτο, ή κάθε άλλης τηλεπικοινωνιακής σύνδεσης την οποία χρησιμοποιεί·

στ)    παρακολούθηση τηλεπικοινωνιακών συνδιαλέξεων σε πραγματικό χρόνο, διατάσσοντας την άμεση διαβίβαση των σχετικών δεδομένων κίνησης, με στόχο τον εντοπισμό του υπόπτου και την εξακρίβωση της ταυτότητας των προσώπων που επικοινώνησαν μαζί του σε δεδομένη χρονική στιγμή·

ζ)      παρακολούθηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών, διατάσσοντας κάθε χρηματοοικονομικό ή πιστωτικό ίδρυμα να ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σε πραγματικό χρόνο για κάθε χρηματοοικονομική συναλλαγή που πραγματοποιείται μέσω συγκεκριμένου λογαριασμού τον οποίο διατηρεί ή διαχειρίζεται ο ύποπτος ή μέσω κάθε άλλου λογαριασμού για τον οποίον υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι χρησιμοποιείται για τους σκοπούς της διάπραξης του υπό διερεύνηση αδικήματος·

η)      πάγωμα μελλοντικών χρηματοοικονομικών συναλλαγών, διατάσσοντας κάθε χρηματοοικονομικό ή πιστωτικό ίδρυμα να απέχει από την πραγματοποίηση κάθε χρηματοοικονομικής συναλλαγής μέσω ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων λογαριασμών τους οποίους διατηρεί ή διαχειρίζεται ο ύποπτος·

θ)      λήψη μέτρων παρακολούθησης μη δημόσιων χώρων, διατάσσοντας την παρακολούθηση μη δημόσιων χώρων με κρυφό οπτικοακουστικό εξοπλισμό, εξαιρουμένης της παρακολούθησης ιδιωτικών κατοικιών με βίντεο, και την καταγραφή των αποτελεσμάτων της παρακολούθησης·

ι)       διενέργεια μυστικών ερευνών, διατάσσοντας όργανο επιβολής του νόμου να ενεργήσει μυστικά ή με ψευδή στοιχεία ταυτότητας·

ια)     κλήτευση υπόπτων και μαρτύρων, εφόσον πιστεύεται ευλόγως ότι είναι σε θέση να παράσχουν χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με την έρευνα·

ιβ)     λήψη μέτρων εξακρίβωσης ταυτότητας, διατάσσοντας τη λήψη φωτογραφιών, την οπτική καταγραφή προσώπων και την καταγραφή των βιομετρικών χαρακτηριστικών τους·

ιγ)     κατάσχεση αντικειμένων που συνιστούν αποδεικτικά στοιχεία·

ιδ)     εξασφάλιση πρόσβασης σε κλειστούς χώρους και λήψη δειγμάτων από διάφορα προϊόντα·

ιε)     διενέργεια ελέγχων σε μέσα μεταφοράς, εφόσον πιστεύεται ευλόγως ότι μεταφέρουν προϊόντα που σχετίζονται με την έρευνα·

ιστ)   λήψη μέτρων για τον εντοπισμό και τον έλεγχο προσώπων, με στόχο την εξακρίβωση της τοποθεσίας στην οποία βρίσκεται συγκεκριμένο πρόσωπο·

ιζ)     παρακολούθηση και εντοπισμό οποιουδήποτε αντικειμένου με τεχνικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων των ελεγχόμενων παραδόσεων προϊόντων και των ελεγχόμενων χρηματοοικονομικών συναλλαγών·

ιη)     στοχευμένη παρακολούθηση του υπόπτου και τρίτων προσώπων σε δημόσιους χώρους·

ιθ)     εξασφάλιση πρόσβασης σε εθνικά ή ευρωπαϊκά δημόσια μητρώα και μητρώα ιδιωτικών οντοτήτων που εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον·

κ)      εξέταση του υπόπτου και των μαρτύρων·

κα)    διορισμό εμπειρογνωμόνων, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήματος του υπόπτου, σε περίπτωση που απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις.

2.           Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν τη δυνατότητα χρησιμοποίησης των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στο πλαίσιο των ερευνών και των διώξεων που διεκπεραιώνει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Τα προαναφερθέντα μέτρα διέπονται από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, καθώς και από τις προϋποθέσεις που προβλέπει η εκάστοτε εθνική νομοθεσία. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δύναται να διατάξει ή να ζητήσει τη λήψη πρόσθετων μέτρων έρευνας, πέραν αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, μόνο εάν αυτά προβλέπονται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου πρόκειται να εκτελεστούν.

3.           Η εκτέλεση των επιμέρους μέτρων έρευνας που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν διατάσσεται χωρίς βάσιμους λόγους και εφόσον είναι δυνατή η επίτευξη του ίδιου στόχου με λιγότερο παρεμβατικά μέσα.

4.           Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα μέτρα έρευνας που αναφέρονται στις υποπεριπτώσεις α) έως ι) της παραγράφου 1 να υπόκεινται στην έγκριση της αρμόδιας δικαστικής αρχής του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου πρόκειται να εκτελεστούν.

5.           Τα μέτρα έρευνας που αναφέρονται στις υποπεριπτώσεις ια) έως κα) της παραγράφου 1 υπόκεινται σε δικαστική έγκριση, μόνο εφόσον αυτό απαιτείται από την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου πρόκειται να εκτελεστούν.

6.           Εφόσον για την έγκριση της εκτέλεσης του μέτρου για το οποίο υποβάλλεται σχετικό αίτημα πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, αλλά και στην εκάστοτε εθνική νομοθεσία, η αρμόδια δικαστική αρχή παρέχει την απαιτούμενη έγκριση εντός 48 ωρών με την έκδοση γραπτής και αιτιολογημένης απόφασης.

7.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δύναται να ζητήσει από την αρμόδια δικαστική αρχή να προβεί στη σύλληψη ή στην προφυλάκιση του υπόπτου, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην εθνική νομοθεσία.

Τμήμα 4 Περάτωση της έρευνας και αρμοδιοτητεσ διωξησ

Άρθρο 27 Άσκηση δίωξης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων

1.           Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας και οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς έχουν τις ίδιες αρμοδιότητες δίωξης και παραπομπής υποθέσεων στη δικαιοσύνη με τους εθνικούς εισαγγελείς, και συγκεκριμένα τις αρμοδιότητες να υποστηρίζουν το κατηγορητήριο κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, να συμμετέχουν στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων και να ασκούν τα διαθέσιμα μέσα προσφυγής.

2.           Όταν κρίνει ότι η έρευνα έχει ολοκληρωθεί, ο Εντεταλμένος Ευρωπαίος Εισαγγελέας υποβάλλει, προς επανέλεγχο, στον Ευρωπαίο Εισαγγελέα συνοπτική περιγραφή της υπόθεσης συνοδευόμενη από σχέδιο του κατηγορητηρίου και από τον κατάλογο αποδεικτικών στοιχείων. Εφόσον ο Εντεταλμένος Ευρωπαίος Εισαγγελέας δεν προτείνει την απόρριψη της υπόθεσης σύμφωνα με το άρθρο 28, ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας τον συμβουλεύει είτε να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο υποβάλλοντας κατηγορητήριο είτε να την επιστρέψει για περαιτέρω έρευνες. Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας δύναται επίσης να παραπέμψει ο ίδιος την υπόθεση στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο.

3.           Το κατηγορητήριο που υποβάλλεται στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο περιλαμβάνει αναλυτικό κατάλογο των αποδεικτικών στοιχείων που θα προσκομιστούν στη δίκη.

4.           Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας επιλέγει, σε στενή διαβούλευση με τον Εντεταλμένο Ευρωπαίο Εισαγγελέα που παραπέμπει την υπόθεση στη δικαιοσύνη, και με γνώμονα πάντοτε την ορθή απονομή της τελευταίας, τη δικαστική δικαιοδοσία και καθορίζει το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια:

α)      τον τόπο όπου διαπράχθηκε το αδίκημα ή, σε περίπτωση περισσότερων του ενός αδικημάτων, τον τόπο όπου διαπράχθηκε η πλειονότητα των αδικημάτων·

β)      τον τόπο όπου έχει τη συνήθη διαμονή του ο κατηγορούμενος·

γ)      τον τόπο όπου βρίσκονται τα αποδεικτικά στοιχεία·

δ)      τον τόπο όπου έχουν τη συνήθη διαμονή τους οι άμεσα ζημιωθέντες.

5.           Όπου απαιτείται για τους σκοπούς της ανάκτησης χρηματικών ποσών και της διοικητικής συνέχειας ή παρακολούθησης της υπόθεσης, ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας γνωστοποιεί το κατηγορητήριο στις αρμόδιες εθνικές αρχές, στους ενδιαφερόμενους και στα συναφή θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης.

Άρθρο 28 Απόρριψη της υπόθεσης

1.           Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας απορρίπτει την υπόθεση εφόσον καθίσταται αδύνατη η άσκηση δίωξης για οποιονδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

α)      ο ύποπτος απεβίωσε·

β)      η υπό έρευνα συμπεριφορά δεν στοιχειοθετεί ποινικό αδίκημα·

γ)      ο ύποπτος απολαμβάνει αμνηστίας ή ασυλίας·

δ)      έχει λήξει η προθεσμία άσκησης δίωξης που προβλέπεται στο εκάστοτε εθνικό δίκαιο·

ε)      ο ύποπτος έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση για τα ίδια πραγματικά περιστατικά ή η υπόθεση έχει διευθετηθεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 29.

2.           Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας δύναται να απορρίψει την υπόθεση για οποιονδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

α)      το αδίκημα είναι ελάσσονος σημασίας δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας με την οποία εφαρμόστηκε η οδηγία 2013/XX/ΕΕ σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης·

β)      δεν υπάρχουν συναφή αποδεικτικά στοιχεία.

3.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να παραπέμψει απορριφθείσες από την ίδια υποθέσεις στην OLAF ή στις αρμόδιες εθνικές διοικητικές ή δικαστικές αρχές για σκοπούς ανάκτησης χρηματικών ποσών και διοικητικής συνέχειας ή παρακολούθησης της υπόθεσης.

4.           Σε περίπτωση που η κίνηση της έρευνας βασίστηκε σε πληροφορίες οι οποίες παρασχέθηκαν από τον ίδιο τον ζημιωθέντα, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία τον ενημερώνει σχετικά.

Άρθρο 29

Συμβιβασμός

1.           Σε περίπτωση μη απόρριψης της υπόθεσης, και εφόσον εξυπηρετείται ο σκοπός της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δύναται, αφού πρώτα καταβληθεί αποζημίωση για τις προκληθείσες ζημίες, να προτείνει στον ύποπτο την καταβολή κατ’ αποκοπή προστίμου το οποίο, εφόσον πληρωθεί, επισύρει την απόρριψη της υπόθεσης σε τελικό βαθμό (συμβιβασμός). Εφόσον ο ύποπτος αποδεχθεί τον συμβιβασμό, καταβάλλει το κατ’ αποκοπή πρόστιμο στην Ένωση.

2.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία εποπτεύει την είσπραξη του προστίμου που καθορίζεται στο πλαίσιο του συμβιβασμού.

3.           Εφόσον ο ύποπτος αποδεχθεί τον συμβιβασμό και καταβάλει το σχετικό πρόστιμο, ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας απορρίπτει σε τελικό βαθμό την υπόθεση, κοινοποιεί επισήμως την απόφασή του στις αρμόδιες εθνικές αρχές επιβολής του νόμου και στις δικαστικές αρχές των κρατών μελών, και ενημερώνει σχετικά τα συναφή θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης.

4.           Η απόρριψη που αναφέρεται στην παράγραφο 3 δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.

Τμήμα 5 Παραδεκτό των αποδειξεων

Άρθρο 30 Παραδεκτό των αποδείξεων

1.           Τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία στο δικαστήριο το οποίο εκδικάζει την υπόθεση, εφόσον το τελευταίο κρίνει ότι η αποδοχή τους δεν υπονομεύει τη δίκαιη διεξαγωγή της διαδικασίας ούτε έχει δυσμενή αντίκτυπο στα δικαιώματα υπεράσπισης, όπως αυτά κατοχυρώνονται στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γίνονται δεκτά στη δίκη χωρίς επικύρωση ή παρόμοια νομική διαδικασία, ακόμη και αν η εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους όπου εδρεύει το δικαστήριο προβλέπει διαφορετικές διατάξεις για τη συλλογή ή την προσκόμιση παρόμοιων αποδεικτικών στοιχείων.

2.           Από τη στιγμή που κάνουν δεκτά τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, τα εθνικά δικαστήρια ασκούν πλέον ελεύθερα κάθε αρμοδιότητά τους σχετικά με την αξιολόγηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων κατά την εκδίκαση της εκάστοτε υπόθεσης.

Τμήμα 6 Κατάσχεση

Άρθρο 31 Διάθεση των κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων

Σε περίπτωση που, κατόπιν αιτήματος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο αποφασίζει τελεσίδικα την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονται με αδίκημα το οποίο εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ή προϊόντων που προέρχονται από αυτό, η χρηματική αξία των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων ή προϊόντων μεταφέρεται στον προϋπολογισμό της Ένωσης, στον βαθμό που απαιτείται για την αντιστάθμιση της ζημίας που υπέστη η Ένωση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ

Άρθρο 32 Εύρος των δικαιωμάτων των υπόπτων, των κατηγορουμένων και λοιπών εμπλεκόμενων προσώπων

1.           Κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σέβεται πλήρως τα δικαιώματα των υπόπτων τα οποία κατοχυρώνονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα αμερόληπτου δικαστηρίου και τα δικαιώματα της υπεράσπισης.

2.           Κάθε ύποπτος και κατηγορούμενος που εμπλέκεται στις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας απολαμβάνει, κατ’ ελάχιστο, τα ακόλουθα διαδικαστικά δικαιώματα, όπως αυτά κατοχυρώνονται στη νομοθεσία της Ένωσης και στο εθνικό δίκαιο του εκάστοτε κράτους μέλους:

α)      το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην οδηγία 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου,

β)      το δικαίωμα ενημέρωσης και πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην οδηγία 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου,

γ)      το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο και το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και ενημέρωσής τους σε περίπτωση κράτησης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα [στην οδηγία 2013/xx/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της xx xxxx 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο κατά την ποινική διαδικασία και το δικαίωμα επικοινωνίας μετά τη σύλληψη],

δ)      το δικαίωμα στη σιωπή και το δικαίωμα στον σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας,

ε)      το δικαίωμα στη χορήγηση νομικής συνδρομής,

στ)    το δικαίωμα προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων, διορισμού εμπειρογνωμόνων και ακρόασης μαρτύρων.

3.           Οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι απολαμβάνουν τα δικαιώματα που απαριθμούνται στην παράγραφο 2 από τη στιγμή που κρίνονται ύποπτοι διάπραξης αδικήματος. Μετά τη βεβαίωση παραλαβής του κατηγορητηρίου από το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο, τα διαδικαστικά δικαιώματα του υπόπτου και του κατηγορουμένου διέπονται από το εθνικό καθεστώς που ισχύει στην εκάστοτε περίπτωση.

4.           Τα δικαιώματα που απαριθμούνται στην παράγραφο 2 απολαμβάνει, επιπλέον, κάθε πρόσωπο, πέραν του υπόπτου ή του κατηγορούμενου, το οποίο υποβάλλεται σε ακρόαση από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία εφόσον, κατά τη διάρκεια της εξέτασης, της ανάκρισης ή της ακρόασης, καθίσταται ύποπτο διάπραξης ποινικού αδικήματος.

5.           Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο, οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι καθώς και άλλα πρόσωπα που εμπλέκονται στις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, απολαμβάνουν όλα τα διαδικαστικά δικαιώματα που προβλέπονται για την περίπτωσή τους στο ισχύον εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 33 Δικαίωμα στη σιωπή και δικαίωμα στον σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας

1.           Ο ύποπτος και ο κατηγορούμενος που εμπλέκονται στις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας έχουν, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, το δικαίωμα να παραμένουν σιωπηλοί κατά την εξέταση στην οποία υποβάλλονται όσον αφορά τα αδικήματα για τη διάπραξη των οποίων είναι ύποπτοι, και να ενημερώνονται ότι δεν υποχρεούνται να αυτοενοχοποιηθούν.

2.           Ο ύποπτος και ο κατηγορούμενος τεκμαίρονται ότι είναι αθώοι μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

Άρθρο 34 Δικαίωμα στη χορήγηση νομικής συνδρομής

Κάθε ύποπτος ή κατηγορούμενος για αδίκημα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας έχει, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, το δικαίωμα να λάβει εν όλω ή εν μέρει δωρεάν νομική συνδρομή από τις εθνικές αρχές, εφόσον δεν διαθέτει επαρκή μέσα για να πληρώσει ο ίδιος την υπεράσπισή του.

Άρθρο 35 Δικαιώματα σχετικά με τα αποδεικτικά στοιχεία

1.            Ο ύποπτος και ο κατηγορούμενος έχουν, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, το δικαίωμα να θέτουν υπόψη της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας αποδεικτικά στοιχεία προς εξέταση.

2.            Ο ύποπτος και ο κατηγορούμενος έχουν, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, το δικαίωμα να ζητούν από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να προβαίνει στη συλλογή κάθε αποδεικτικού στοιχείου που σχετίζεται με την έρευνα, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων του διορισμού εμπειρογνωμόνων και της ακρόασης μαρτύρων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

Άρθρο 36 Δικαστικός έλεγχος

1.           Όταν θεσπίζει διαδικαστικές πράξεις κατά την άσκηση των καθηκόντων της, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θεωρείται ως εθνική αρχή για τον σκοπό του δικαστικού ελέγχου.

2.           Οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που καθίστανται ενδεχομένως εφαρμοστέες δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν θεωρούνται ως διατάξεις του δικαίου της Ένωσης για τον σκοπό του άρθρου 267 της Συνθήκης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Άρθρο 37 Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να επεξεργάζεται με αυτοματοποιημένο τρόπο ή σε μη αυτοματοποιημένα διαρθρωμένα αρχεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, μόνο τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που απαριθμούνται στο σημείο 1 του παραρτήματος, και που αφορούν πρόσωπα τα οποία, κατά το εθνικό δίκαιο των οικείων κρατών μελών, θεωρούνται ύποπτα για τη διάπραξη αδικήματος ή τη συνέργειά τους σε αδίκημα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ή έχουν καταδικαστεί για παρόμοιο αδίκημα, για τους ακόλουθους σκοπούς:

– διεξαγωγή ποινικών ερευνών και άσκηση διώξεων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού·

– ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και λοιπούς φορείς της Ένωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού·

– συνεργασία με τρίτες χώρες σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού·

2.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να επεξεργάζεται μόνο τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που απαριθμούνται στο σημείο 2 του παραρτήματος και που αφορούν πρόσωπα τα οποία, κατά το εθνικό δίκαιο των οικείων κρατών μελών, θεωρούνται ως μάρτυρες ή θύματα σε έρευνα ή ποινική δίωξη που αφορά μία ή περισσότερες κατηγορίες αδικημάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ή πρόσωπα ηλικίας κάτω των 18 ετών. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία προβαίνει στην επεξεργασία των λόγω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μόνο εφόσον αυτό είναι απολύτως αναγκαίο για τους σκοπούς της παραγράφου 1.

3.           Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί επίσης να επεξεργάζεται, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τον χρόνο που απαιτείται για την περάτωση της υπόθεσης για την οποία υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα, και άλλα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πέραν αυτών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 τα οποία αφορούν τις περιστάσεις ενός αδικήματος, εφόσον παρουσιάζουν άμεσο ενδιαφέρον για τις διενεργούμενες έρευνες εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και λαμβάνονται υπόψη εν προκειμένω, και εφόσον η επεξεργασία τους είναι απολύτως αναγκαία για τους σκοπούς της παραγράφου 1, υπό την προϋπόθεση ότι η επεξεργασία αυτών των ειδικών δεδομένων είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Ο υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων, ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 41, ενημερώνεται αμέσως σχετικά με την προσφυγή στην παρούσα παράγραφο.

4.           Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, είτε υφίστανται επεξεργασία με αυτοματοποιημένα μέσα είτε όχι, τα οποία αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, καθώς και τα δεδομένα σχετικά με την υγεία και τη σεξουαλική ζωή μπορούν να υποστούν επεξεργασία από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μόνον εφόσον είναι απολύτως αναγκαία για τις έρευνές της, και εφόσον συμπληρώνουν άλλα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν ήδη υποστεί επεξεργασία. Ο υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων ενημερώνεται αμέσως σχετικά με την προσφυγή στην παρούσα παράγραφο. Τα δεδομένα αυτά δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας στον πίνακα που προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφος 4. Όταν τα άλλα αυτά δεδομένα αφορούν μάρτυρες ή θύματα κατά την έννοια της παραγράφου 2, η απόφαση για την επεξεργασία τους λαμβάνεται από τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα.

5.           Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της διέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001. Ο παρών κανονισμός εξειδικεύει και συμπληρώνει τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 όσον αφορά τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

Άρθρο 38 Προθεσμίες διατήρησης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.           Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δεν μπορούν να διατηρηθούν πέραν από την πρώτη από τις κατωτέρω ημερομηνίες που θα ισχύσει:

α)      την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας παραγραφής της ποινικής δίωξης σε όλα τα οικεία κράτη μέλη, τα οποία αφορά η έρευνα και οι διώξεις·

β)      την ημερομηνία κατά την οποία απαλλάχθηκε το θιγόμενο πρόσωπο και κατέστη αμετάκλητη η δικαστική απόφαση·

γ)      τρία έτη μετά την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη αμετάκλητη η δικαστική απόφαση του τελευταίου των οικείων κρατών μελών το οποίο αφορά η έρευνα ή οι διώξεις·

δ)      την ημερομηνία κατά την οποία η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διαπίστωσε ότι δεν ήταν πλέον απαραίτητη η συνέχιση της έρευνας ή της δίωξης.

2.           Η τήρηση των προθεσμιών διατήρησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ελέγχεται μονίμως με κατάλληλη αυτοματοποιημένη επεξεργασία. Εν πάση περιπτώσει, διενεργείται έλεγχος της ανάγκης διατήρησης των δεδομένων ανά τριετία, μετά την εισαγωγή τους. Εάν δεδομένα σχετικά με τα πρόσωπα που αναφέρονται στο παράρτημα διατηρούνται για περίοδο μεγαλύτερη των πέντε ετών, ενημερώνεται σχετικά ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων.

3.           Εάν λήξει μια εκ των προθεσμιών διατήρησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ελέγχει εάν είναι ανάγκη να διατηρηθούν τα δεδομένα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ώστε να μπορέσει να ασκήσει τα καθήκοντά της και μπορεί να αποφασίσει να διατηρήσει κατά παρέκκλιση τα δεδομένα αυτά μέχρι τον επόμενο έλεγχο. Οι λόγοι για τη συνέχιση της διατήρησης αιτιολογούνται και καταγράφονται. Εάν δεν ληφθεί απόφαση για τη συνέχιση της διατήρησης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αυτά διαγράφονται αυτομάτως μετά από τρία έτη.

4.           Εφόσον τα δεδομένα διατηρούνται, σύμφωνα με την παράγραφο 3, πέραν των ημερομηνιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, διενεργείται έλεγχος της ανάγκης διατήρησης των δεδομένων αυτών ανά τριετία από τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

5.           Εάν υπάρχει φάκελος ο οποίος περιέχει μη αυτοματοποιημένα και μη διαρθρωμένα δεδομένα και εάν έχει παρέλθει η προθεσμία διατήρησης του τελευταίου αυτοματοποιημένου δεδομένου που προήλθε από αυτό το φάκελο, κάθε έγγραφο του εν λόγω φακέλου και τυχόν αντίγραφα καταστρέφονται.

Άρθρο 39 Καταχώριση και τεκμηρίωση

1.           Για τους σκοπούς της εξακρίβωσης της νομιμότητας της επεξεργασίας δεδομένων, του αυτοελέγχου και της διασφάλισης της δέουσας ακεραιότητας και ασφάλειας των δεδομένων, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία τηρεί αρχεία για κάθε πράξη συλλογής, μεταβολής, πρόσβασης, γνωστοποίησης, συνδυασμού ή διαγραφής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για επιχειρησιακούς σκοπούς. Καταχωρίσεις ή τεκμηριώσεις αυτού του είδους διαγράφονται μετά από 18 μήνες, εκτός εάν τα δεδομένα εξακολουθούν να είναι αναγκαία για συνεχή έλεγχο.

2.           Καταχωρίσεις ή τεκμηριώσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 διαβιβάζονται, κατόπιν αιτήσεως, στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων. Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων χρησιμοποιεί τις πληροφορίες αυτές μόνο για τον σκοπό του ελέγχου της προστασίας των δεδομένων και της διασφάλισης της ορθής επεξεργασίας τους, καθώς και της ακεραιότητας και της ασφάλειας των δεδομένων.

Άρθρο 40 Επιτρεπόμενη πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα

Πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία επεξεργάζεται η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία στο πλαίσιο των επιχειρησιακών της καθηκόντων έχουν μόνο ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας, οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς και τα μέλη του προσωπικού τους τα οποία έχουν άδεια, προκειμένου να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, και εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 41 Υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων

1.           Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας διορίζει υπεύθυνο προστασίας των δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

2.           Στο πλαίσιο της συμμόρφωσής του προς τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στο άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, ο υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων:

α)      διασφαλίζει ότι τηρούνται γραπτά αρχεία διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

β)      συνεργάζεται με το προσωπικό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που είναι υπεύθυνο για τις διαδικασίες, την εκπαίδευση και την παροχή συμβουλών σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων·

γ)      καταρτίζει ετήσια έκθεση και την κοινοποιεί στον Ευρωπαίο Εισαγγελέα και στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

3.           Στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του, ο υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων διαθέτει πρόσβαση στο σύνολο των δεδομένων που επεξεργάζεται η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και σε όλους τους χώρους της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

4.           Τα μέλη του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που συνδράμουν τον υπεύθυνο προστασίας των δεδομένων στην εκτέλεση των καθηκόντων του έχουν πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και στους χώρους της στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την άσκηση των καθηκόντων τους.

5.           Σε περίπτωση που ο υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων θεωρεί ότι έχουν παραβιασθεί οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 ή του παρόντος κανονισμού σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ενημερώνει σχετικά τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα ζητώντας την επίλυση του ζητήματος της παραβίασης εντός συγκεκριμένης προθεσμίας. Αν ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας δεν δώσει λύση στο ζήτημα της παραβίασης των διατάξεων περί επεξεργασίας εντός της συγκεκριμένης προθεσμίας, ο υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων παραπέμπει το ζήτημα στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

6.           Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας θεσπίζει τους κανόνες εφαρμογής που προβλέπονται στο άρθρο 24 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Άρθρο 42 Προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος πρόσβασης

1.           Κάθε υποκείμενο των δεδομένων δύναται να ασκεί το δικαίωμα πρόσβασης σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, και ιδίως το άρθρο 13.

2.           Σε περίπτωση που το δικαίωμα πρόσβασης υπόκειται σε περιορισμό σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ενημερώνει γραπτώς το υποκείμενο των δεδομένων σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 20 παράγραφος 3. Η ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων σχετικά με τους ουσιώδεις λόγους που αιτιολογούν τον περιορισμό αυτό μπορεί να παραλείπεται εφόσον στερεί τον περιορισμό που επιβάλλεται από την ισχύ του. Η ενημέρωση που παρέχεται στο υποκείμενο των δεδομένων περιλαμβάνει, κατ’ ελάχιστο, την πληροφορία ότι ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων προέβη σε όλες τις αναγκαίες επαληθεύσεις.

3.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία τεκμηριώνει τους λόγους για τους οποίους παραλείπει την κοινοποίηση των ουσιωδών λόγων που αιτιολογούν τον αναφερόμενο στην παράγραφο 2 περιορισμό.

4.           Σε περίπτωση που ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων προβαίνει, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 46 και 47 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, σε έλεγχο της νομιμότητας της επεξεργασίας των δεδομένων που διενεργεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων σχετική ενημέρωση η οποία περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο την πληροφορία ότι ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων προέβη σε όλες τις αναγκαίες επαληθεύσεις.

Άρθρο 43 Δικαιώματα διόρθωσης και διαγραφής, και περιορισμοί της επεξεργασίας

1.           Σε περίπτωση που απαιτείται διόρθωση ή διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία έτυχαν επεξεργασίας από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, ή επιβολή περιορισμών στην επεξεργασία τους, σύμφωνα με τα άρθρα 14, 15 ή 16 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία προβαίνει στη διόρθωση ή διαγραφή των δεδομένων αυτών, ή στην επιβολή περιορισμών στην επεξεργασία τους.

2.           Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 14, 15 ή 16 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, όλοι οι αποδέκτες των δεδομένων αυτών ενημερώνονται πάραυτα, σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001. Σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες, οι αποδέκτες στη συνέχεια διορθώνουν ή διαγράφουν τα δεδομένα αυτά στα συστήματά τους, ή επιβάλλουν περιορισμούς στην επεξεργασία τους.

3.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ενημερώνει γραπτώς τα υποκείμενα των δεδομένων χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, και σε κάθε περίπτωση εντός τριών μηνών από την παραλαβή της σχετικής αίτησης, ότι δεδομένα που τα αφορούν έχουν διορθωθεί ή διαγραφεί, ή ότι έχουν επιβληθεί περιορισμοί στην επεξεργασία τους.

4.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ενημερώνει γραπτώς τα υποκείμενα των δεδομένων για τυχόν απόρριψη διόρθωσης, διαγραφής ή επιβολής περιορισμών στην επεξεργασία, καθώς και για τη δυνατότητα υποβολής καταγγελίας στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και άσκησης δικαστικής προσφυγής.

Άρθρο 44 Ευθύνη για θέματα προστασίας των δεδομένων

1.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία επεξεργάζεται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά τρόπον ώστε να είναι δυνατό να διαπιστωθεί από ποια αρχή προήλθαν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή από ποια πηγή ανακτήθηκαν.

2.           Υπεύθυνος για τη συμμόρφωση προς τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και προς τον παρόντα κανονισμό είναι ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας. Ο πάροχος των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι υπεύθυνος για τη νομιμότητα της διαβίβασης των δεδομένων αυτών στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και, αυτή με τη σειρά της, είναι υπεύθυνη για τη νομιμότητα της διαβίβασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στα κράτη μέλη, σε φορείς της Ένωσης και σε τρίτες χώρες ή οργανισμούς.

3.           Υπό την επιφύλαξη άλλων διατάξεων του παρόντος κανονισμού, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι υπεύθυνη για όλα τα δεδομένα τα οποία επεξεργάζεται.

Άρθρο 45 Συνεργασία μεταξύ του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και των εθνικών αρχών προστασίας των δεδομένων

1.           Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων ενεργεί σε στενή συνεργασία με τις αρμόδιες εθνικές αρχές για την εποπτεία της προστασίας των δεδομένων σε συγκεκριμένα ζητήματα που απαιτούν ανάμειξη των κρατών μελών, ιδίως σε περίπτωση που ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων ή μια αρμόδια εθνική αρχή για την εποπτεία της προστασίας των δεδομένων διαπιστώσει σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των πρακτικών των κρατών μελών ή δυνητικά παράνομη διαβίβαση κατά τη χρήση των διαύλων επικοινωνίας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ή στο πλαίσιο ζητημάτων που εγείρονται από μία ή περισσότερες εθνικές εποπτικές αρχές σχετικά με την εφαρμογή και ερμηνεία του παρόντος κανονισμού.

2.           Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων και οι αρμόδιες εθνικές αρχές για την εποπτεία της προστασίας των δεδομένων δύνανται να ανταλλάσσουν, εντός του πεδίου των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων τους, συναφείς πληροφορίες, να παράσχουν αμοιβαία συνδρομή για τη διενέργεια ελέγχων και επιθεωρήσεων, να εξετάζουν δυσκολίες στην ερμηνεία ή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, να διερευνούν προβλήματα που αφορούν την άσκηση ανεξάρτητης εποπτείας ή την άσκηση των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων, να εκπονούν εναρμονισμένες προτάσεις για κοινές λύσεις σε προβλήματα καθώς και να προωθούν την ευαισθητοποίηση του κοινού όσον αφορά τα δικαιώματα προστασίας των δεδομένων, ανάλογα με τις ανάγκες.

3.           Οι εθνικές εποπτικές αρχές και ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων συνεδριάζουν όπου απαιτείται για τους σκοπούς του άρθρου 1. Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων αναλαμβάνει τη διοργάνωση και τα έξοδα των συνεδριάσεων αυτών. Κατά την πρώτη συνεδρίαση εγκρίνεται ο εσωτερικός κανονισμός. Ανάλογα με τις ανάγκες, πραγματοποιείται από κοινού η επεξεργασία περαιτέρω μεθόδων εργασίας.

Άρθρο 46 Δικαίωμα υποβολής καταγγελίας στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων

1.           Όταν η καταγγελία που υποβάλλει το υποκείμενο των δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 αφορά απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 43, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων ζητά τη γνώμη της εθνικής εποπτικής αρχής ή της αρμόδιας δικαστικής αρχής του κράτους μέλους από το οποίο προέρχονται τα δεδομένα ή του άμεσα ενδιαφερομένου κράτους μέλους. Η απόφαση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, η οποία μπορεί να συνίσταται και σε άρνηση κοινοποίησης οποιασδήποτε πληροφορίας, λαμβάνεται σε στενή συνεργασία με την εθνική εποπτική αρχή ή την αρμόδια δικαστική αρχή.

2.           Όταν η καταγγελία αφορά την επεξεργασία δεδομένων που έχουν διαβιβασθεί στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία από φορείς της Ένωσης, τρίτες χώρες ή οργανισμούς ή ιδιωτικούς φορείς, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων διασφαλίζει ότι έχουν διεξαχθεί οι απαραίτητοι έλεγχοι από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

Άρθρο 47 Ευθύνη λόγω μη επιτρεπόμενης ή λανθασμένης επεξεργασίας δεδομένων

1.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ευθύνεται, σύμφωνα με το άρθρο 340 της Συνθήκης, για κάθε ζημία που υπέστη πρόσωπο λόγω μη επιτρεπόμενης ή λανθασμένης επεξεργασίας δεδομένων που διενεργήθηκε από αυτή.

2.           Οι καταγγελίες κατά της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στο πλαίσιο της ευθύνης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, εγείρονται ενώπιον του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 268 της Συνθήκης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ

Τμήμα 1 Δημοσιονομικές διαταξεισ

Άρθρο 48 Δημοσιονομικοί φορείς

1.           Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας είναι υπεύθυνος για τη λήψη αποφάσεων που άπτονται οικονομικών και δημοσιονομικών ζητημάτων.

2.           Ο αναπληρωτής τον οποίον ορίζει ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με την ιδιότητα του διατάκτη.

Άρθρο 49 Προϋπολογισμός

1.           Για κάθε οικονομικό έτος, το οποίο συμπίπτει με το ημερολογιακό έτος, καταρτίζονται προβλέψεις όλων των εσόδων και των δαπανών της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας οι οποίες εγγράφονται στον προϋπολογισμό της.

2.           Ο προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας είναι ισοσκελισμένος ως προς τα έσοδα και τις δαπάνες.

3.           Με την επιφύλαξη άλλων πόρων, τα έσοδα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας προέρχονται από:

α)      συνεισφορά της Ένωσης, η οποία εγγράφεται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης·

β)      δικαιώματα που εισπράττει από δημοσιεύσεις ή άλλες υπηρεσίες που παρέχει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

4.           Οι δαπάνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας περιλαμβάνουν τις αμοιβές του προσωπικού, διοικητικές δαπάνες και δαπάνες υποδομής, καθώς και τα έξοδα λειτουργίας.

5.           Όταν οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς ενεργούν στο πλαίσιο των καθηκόντων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, οι  δαπάνες που αφορούν αυτές τις δραστηριότητες θεωρούνται ως επιχειρησιακές δαπάνες.

Άρθρο 50 Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.           Κάθε έτος, ο αναπληρωτής του Ευρωπαίου Εισαγγελέα που αναφέρεται στο άρθρο 48 καταρτίζει προσωρινό σχέδιο προβλέψεων των εσόδων και δαπανών της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για το επόμενο οικονομικό έτος. Βάσει του σχεδίου αυτού, ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας καταρτίζει προσωρινό σχέδιο προβλέψεων των εσόδων και των δαπανών της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για το επόμενο οικονομικό έτος.

2.           Το προσωρινό σχέδιο προβλέψεων των εσόδων και των δαπανών της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας διαβιβάζεται στην Επιτροπή το αργότερο μέχρι τις 31 Ιανουαρίου κάθε έτους. Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας διαβιβάζει το τελικό σχέδιο προβλέψεων, το οποίο περιλαμβάνει σχέδιο του πίνακα προσωπικού, στην Επιτροπή μέχρι τις 31 Μαρτίου.

3.           Η Επιτροπή διαβιβάζει την κατάσταση προβλέψεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο (εφεξής καλούμενη «η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή») μαζί με το σχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης.

4.           Βάσει της κατάστασης προβλέψεων, η Επιτροπή εγγράφει στο σχέδιο γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες για τον πίνακα προσωπικού και το ποσό της συνεισφοράς από τον γενικό προϋπολογισμό, και καταθέτει το σχέδιο αυτό στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 της Συνθήκης.

5.           Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τις πιστώσεις για τη συνεισφορά προς την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

6.           Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τον πίνακα προσωπικού της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

7.           Ο προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας εγκρίνεται από τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα. Καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης. Εφόσον απαιτείται, προσαρμόζεται αναλόγως.

8.           Για κάθε σχέδιο περί ακινήτων που είναι πιθανό να έχει σημαντικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ενημερώνει όσο το δυνατόν νωρίτερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 203 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012.

9.           Εκτός περιπτώσεων ανωτέρας βίας, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 203 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αποφασίζουν για το σχέδιο περί ακινήτων εντός τεσσάρων εβδομάδων από την ημερομηνία της παραλαβής του και από τα δύο θεσμικά όργανα. Το σχέδιο περί ακινήτων θεωρείται ότι έχει εγκριθεί όταν λήξει αυτή η προθεσμία των τεσσάρων εβδομάδων, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο λάβουν απόφαση αντίθετη προς την πρόταση εντός της εν λόγω προθεσμίας. Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο διατυπώσουν δεόντως τεκμηριωμένες αμφιβολίες εντός της προθεσμίας των τεσσάρων εβδομάδων, η προθεσμία αυτή παρατείνεται μία φορά κατά δύο εβδομάδες. Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο λάβουν απόφαση αντίθετη προς το σχέδιο περί ακινήτων, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποσύρει την πρότασή της και μπορεί να υποβάλει νέα πρόταση.

10.         Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να χρηματοδοτήσει με δάνειο σχέδιο απόκτησης ακινήτων  υπό τον όρο προηγούμενης έγκρισης από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 203 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012.

Άρθρο 51 Εκτέλεση του προϋπολογισμού

1.           Με την ιδιότητα του διατάκτη της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ο αναπληρωτής του Ευρωπαίου Εισαγγελέα που αναφέρεται στο άρθρο 48, εκτελεί τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με δική του ευθύνη και εντός των ορίων που προβλέπονται σε αυτόν.

2.           Ο αναπληρωτής του Ευρωπαίου Εισαγγελέα που αναφέρεται στο άρθρο 48 διαβιβάζει ετησίως στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή όλες τις πληροφορίες σχετικά με τα πορίσματα των διαδικασιών αξιολόγησης.

Άρθρο 52 Απόδοση λογαριασμών και απαλλαγή

1.           Ο υπόλογος της Eurojust ενεργεί ως υπόλογος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού της τελευταίας. Πραγματοποιούνται δε οι απαιτούμενες ρυθμίσεις ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων.

2.           Το αργότερο την 1η Μαρτίου εκάστου οικονομικού έτους, ο υπόλογος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας διαβιβάζει τους προσωρινούς λογαριασμούς στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

3.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διαβιβάζει την έκθεση σχετικά με τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι τις 31 Μαρτίου του επόμενου οικονομικού έτους.

4.           Το αργότερο στις 31 Μαρτίου έκαστου οικονομικού έτους, ο υπόλογος της Επιτροπής διαβιβάζει τους προσωρινούς λογαριασμούς της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αφού τους έχει ενοποιήσει με τους λογαριασμούς της Επιτροπής, στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

5.           Σύμφωνα με το άρθρο 148 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012, το Ελεγκτικό Συνέδριο διατυπώνει, το αργότερο έως την 1η Ιουνίου του επόμενου έτους, τις παρατηρήσεις του σε σχέση με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

6.           Αφού λάβει τις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας σύμφωνα με το άρθρο 148 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012, ο υπόλογος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας καταρτίζει με δική του ευθύνη τους τελικούς λογαριασμούς της.

7.           Το αργότερο την 1η Ιουλίου εκάστου οικονομικού έτους, ο υπόλογος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας αποστέλλει τους οριστικούς λογαριασμούς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο.

8.           Οι οριστικοί λογαριασμοί της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας δημοσιεύονται, έως τις 15 Νοεμβρίου του επόμενου έτους, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

9            Ο αναπληρωτής του Ευρωπαίου Εισαγγελέα που αναφέρεται στο άρθρο 48 αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση στις παρατηρήσεις του το αργότερο στις 30 Σεπτεμβρίου του επόμενου έτους. Οι απαντήσεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας αποστέλλονται ταυτόχρονα και στην Επιτροπή.

10.         Ο αναπληρωτής του Ευρωπαίου Εισαγγελέα που αναφέρεται στο άρθρο 48 υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατ’ αίτησή του, κάθε αναγκαία πληροφορία για την αίσια περάτωση της διαδικασίας απαλλαγής για το οικείο οικονομικό έτος, σύμφωνα με το άρθρο 165 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012.

11.         Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατά σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, χορηγεί πριν από τις 15 Μαΐου του έτους ν + 2, απαλλαγή στον αναπληρωτή του Ευρωπαίου Εισαγγελέα που αναφέρεται στο άρθρο 48 για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους ν.

Άρθρο 53 Δημοσιονομικοί κανόνες

Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας, αφού ζητήσει τη γνώμη της Επιτροπής, θεσπίζει τους δημοσιονομικούς κανόνες στους οποίους υπόκειται η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σύμφωνα με [τον κανονισμό 2343/2002, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση δημοσιονομικού κανονισμού πλαισίου για τους κοινοτικούς οργανισμούς του άρθρου 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, ο οποίος θεσπίζει τον δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων]. Αυτοί δεν παρεκκλίνουν από [τον κανονισμό 2343/2002] εκτός εάν η παρέκκλιση αυτή απαιτείται ειδικά για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και έχει προηγουμένως συμφωνήσει η Επιτροπή.

Τμήμα 2 ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ

Άρθρο 54 Γενικές διατάξεις

1.           Στον Ευρωπαίο Εισαγγελέα, τους αναπληρωτές και το προσωπικό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας εφαρμόζονται ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης[9] και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και οι κανόνες που εκδίδονται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης για την εφαρμογή του προαναφερθέντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του προαναφερθέντος καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο παρόν τμήμα.

2.           Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας ασκεί, έναντι του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, εξουσίες αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής όσον αφορά τη σύναψη συμβάσεων εργασίας, οι οποίες του ανατίθενται δυνάμει του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

3.           Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας θεσπίζει κατάλληλους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας καταρτίζει επιπλέον έγγραφο προγραμματισμού των ανθρωπίνων πόρων στο πλαίσιο του γενικότερου εγγράφου προγραμματισμού.

4.           To Πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και στο προσωπικό της.

5.           Οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς διορίζονται ως ειδικοί σύμβουλοι σύμφωνα με τα άρθρα 5, 123 και 124 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές διευκολύνουν τους Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς κατά την άσκηση των καθηκόντων που τους ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, και απέχουν από κάθε ενέργεια ή πολιτική που θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς την επαγγελματική σταδιοδρομία τους και την ιδιότητά τους στους κόλπους των εθνικών συστημάτων ποινικών διώξεων. Συγκεκριμένα, οι αρμόδιες εθνικές αρχές παρέχουν στους Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς τους πόρους και τον εξοπλισμό που χρειάζονται για την ορθή άσκηση των καθηκόντων τους που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό, και μεριμνούν για την πλήρη ενσωμάτωσή τους στις εθνικές υπηρεσίες δίωξης.

Άρθρο 55 Αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες και λοιπό προσωπικό

1.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δύναται να προσφεύγει στις υπηρεσίες αποσπασμένων εθνικών εμπειρογνωμόνων ή λοιπών προσώπων των οποίων η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δεν είναι εργοδότης. Οι αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες υπάγονται στον Ευρωπαίο Εισαγγελέα όσον αφορά την άσκηση των καθηκόντων που σχετίζονται με τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

2.           Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας εκδίδει απόφαση για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με την απόσπαση εθνικών εμπειρογνωμόνων στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, καθώς και πρόσθετους κανόνες εφαρμογής, εφόσον παρίσταται ανάγκη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΤΑΙΡΟΥΣ ΤΗΣ

Τμήμα 1 ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 56 Κοινές διατάξεις

1.           Στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δύναται να συνάπτει και να διατηρεί σχέσεις συνεργασίας με φορείς και οργανισμούς της Ένωσης σύμφωνα με τους στόχους των εν λόγω φορέων ή οργανισμών, τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, διεθνείς οργανισμούς και τη Διεθνή Οργάνωση Εγκληματολογικής Αστυνομίας (Ιντερπόλ).

2.           Στον βαθμό που είναι σκόπιμο για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δύναται, σύμφωνα με το άρθρο 61, να ανταλλάσσει απευθείας κάθε πληροφορία με τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, με εξαίρεση δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

3.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δύναται να παραλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, και να επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων της και με την επιφύλαξη των διατάξεων του τμήματος 3.

4.           Επιτρέπεται μόνο η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία προς τρίτες χώρες, διεθνείς οργανισμούς και την Ιντερπόλ, εφόσον κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο για την πρόληψη και την καταπολέμηση αδικημάτων που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

5.           Η περαιτέρω διαβίβαση σε τρίτους δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία έχει λάβει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία από τα κράτη μέλη, φορείς ή οργανισμούς της Ένωσης, τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς ή την Ιντερπόλ απαγορεύεται, εκτός εάν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει δώσει ρητά τη συγκατάθεσή της, αφού πρώτα έχει λάβει δεόντως υπόψη της τις περιστάσεις της εκάστοτε υπόθεσης, για συγκεκριμένο σκοπό ο οποίος δεν είναι ασύμβατος με τον σκοπό για τον οποίον διαβιβάστηκαν αρχικά τα δεδομένα.

Τμήμα 2 ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΕΤΑΙΡΟΥΣ

Άρθρο 57 Σχέσεις με τη Eurojust

1.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία συνάπτει και διατηρεί προνομιακή σχέση με τη Eurojust με βασικούς άξονες τη στενή συνεργασία και την ανάπτυξη επιχειρησιακών, διοικητικών και διαχειριστικών σχέσεων μεταξύ των δύο οργανισμών, σύμφωνα με τα ακολούθως οριζόμενα.

2.           Σε επιχειρησιακά θέματα, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δύναται να συνεργάζεται με τη Eurojust στο πλαίσιο δραστηριοτήτων της που αφορούν διασυνοριακές ή περίπλοκες υποθέσεις:

α)      ανταλλάσσοντας πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σχετικά με τις έρευνές της, συγκεκριμένα δε όταν από τις τελευταίες προκύπτουν στοιχεία τα οποία ενδέχεται να μην εμπίπτουν στην καθ’ ύλην ή κατά τόπο αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας·

β)      ζητώντας από τη Eurojust ή από το(α) αρμόδιο(α) εθνικό(ά) μέλος(η) της να συμμετάσχουν στον συντονισμό συγκεκριμένων πράξεων έρευνας που αφορούν επιμέρους πτυχές οι οποίες ενδέχεται να μην εμπίπτουν στην καθ’ ύλην ή κατά τόπο αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας·

γ)      ζητώντας από τη Eurojust να διευκολύνει τη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και του ή των οικείων κρατών μελών όσον αφορά την παρεπόμενη δραστηριότητα, σύμφωνα με το άρθρο 13, με την επιφύλαξη ενδεχόμενης διευθέτησης του θέματος από τη δικαστική αρχή του οικείου κράτους μέλους που είναι αρμόδια να αποφανθεί επ’ αυτού·

δ)      ζητώντας από τη Eurojust ή από το(α) αρμόδιο(α) εθνικό(ά) μέλος(η) της να κάνουν χρήση των εξουσιών που διαθέτουν δυνάμει της νομοθεσίας της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου όσον αφορά συγκεκριμένες πράξεις έρευνας οι οποίες ενδέχεται να μην εμπίπτουν στην καθ’ ύλην ή κατά τόπο αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας·

ε)      ανταλλάσσοντας πληροφορίες με τη Eurojust ή με το(α) αρμόδιο(α) εθνικό(ά) μέλος(η) της για αποφάσεις που άπτονται διώξεων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 27, 28 και 29, πριν από την υποβολή τους στον Ευρωπαίο Εισαγγελέα, εφόσον επηρεάζουν ενδεχομένως τις αρμοδιότητες της Eurojust και εφόσον επιβάλλεται λόγω της προγενέστερης ανάμειξης της Eurojust στην υπόθεση·

στ)    ζητώντας από τη Eurojust ή από το(α) αρμόδιο(α) εθνικό(ά) μέλος(η) της να συνδράμει στη διαβίβαση και την εκτέλεση των αποφάσεων ή των αιτήσεών της για αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε κράτη μέλη της Eurojust, τα οποία δεν συμμετέχουν όμως στη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ή σε τρίτες χώρες.

3.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει πρόσβαση σε  μηχανισμό αυτόματης διασταύρωσης δεδομένων του συστήματος διαχείρισης υποθέσεων της Eurojust. Κάθε φορά που εντοπίζεται αντιστοιχία μεταξύ των δεδομένων που έχουν εισαχθεί στο σύστημα διαχείρισης υποθέσεων από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και των δεδομένων που έχουν εισαχθεί σε αυτό από τη Eurojust, αποστέλλεται σχετική γνωστοποίηση τόσο στην Eurojust όσο και στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, καθώς και στο κράτος μέλος που είχε παράσχει τα αρχικά δεδομένα στη Eurojust. Σε περίπτωση που τα δεδομένα είχαν παρασχεθεί από τρίτη χώρα, η Eurojust ενημερώνει μόνο την εν λόγω τρίτη χώρα για την εντοπισθείσα αντιστοιχία με τη σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

4.           Η συνεργασία που αναπτύσσεται δυνάμει της παραγράφου 1 συνεπάγεται την ανταλλαγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Τα δεδομένα που ανταλλάσσονται σύμφωνα με τα προαναφερθέντα χρησιμοποιούνται μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους παρασχέθηκαν. Κάθε άλλη χρήση των δεδομένων επιτρέπεται μόνο εφόσον εμπίπτει στην αρμοδιότητα του οργανισμού που λαμβάνει τα δεδομένα, και εφόσον έχει ληφθεί πρώτα η έγκριση του οργανισμού που παρέσχε τα δεδομένα.

5.           Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας ορίζει τα μέλη του προσωπικού που έχουν άδεια πρόσβασης στα αποτελέσματα του μηχανισμού διασταύρωσης και ενημερώνει σχετικά τη Eurojust.

6.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία βασίζεται στη στήριξη και στους πόρους των διοικητικών υπηρεσιών της Eurojust. Οι λεπτομέρειες της εν λόγω συνεργασίας καθορίζονται με συμφωνία. Η Eurojust παρέχει στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία τις ακόλουθες υπηρεσίες:

α)      τεχνική υποστήριξη για την κατάρτιση του ετήσιου προϋπολογισμού, του εγγράφου που περιέχει τον ετήσιο και πολυετή προγραμματισμό, και του σχεδίου διαχείρισης·

β)      τεχνική υποστήριξη για την πρόσληψη προσωπικού και τη διαχείριση της επαγγελματικής σταδιοδρομίας τους·

γ)      υπηρεσίες ασφαλείας·

δ)      υπηρεσίες τεχνολογιών πληροφοριών·

ε)      υπηρεσίες δημοσιονομικής διαχείρισης, λογιστικής υποστήριξης και ελέγχου·

στ)    κάθε άλλη υπηρεσία κοινού ενδιαφέροντος.

Άρθρο 58 Σχέσεις με τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης

1.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αναπτύσσει προνομιακή σχέση με την Ευρωπόλ.

2            Η συνεργασία που αναπτύσσεται δυνάμει της παραγράφου 1 συνεπάγεται την ανταλλαγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Τα δεδομένα που ανταλλάσσονται σύμφωνα με τα προαναφερθέντα χρησιμοποιούνται μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους παρασχέθηκαν. Κάθε άλλη χρήση των δεδομένων επιτρέπεται μόνο εφόσον εμπίπτει στην εντολή του οργανισμού που λαμβάνει τα δεδομένα, και εφόσον έχει ληφθεί πρώτα η έγκριση του οργανισμού που παρέσχε τα δεδομένα.

3.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία συνεργάζεται με την Επιτροπή και, μεταξύ άλλων, με την OLAF, για τον σκοπό της υλοποίησης των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 325 παράγραφος 3 της Συνθήκης. Για τον σκοπό αυτό, συνάπτουν συμφωνία στην οποία καθορίζονται οι επιμέρους όροι της συνεργασίας τους.

4.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία συνάπτει και διατηρεί σχέσεις συνεργασίας και με άλλα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης.

Άρθρο 59 Σχέσεις με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς

1.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δύναται να συνάψει ρυθμίσεις συνεργασίας με τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 56 παράγραφος 1. Οι εν λόγω ρυθμίσεις συνεργασίας δύνανται, συγκεκριμένα, να διέπουν την ανταλλαγή στρατηγικών πληροφοριών και την απόσπαση υπαλλήλων-συνδέσμων στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

2.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δύναται να ορίζει, σε συμφωνία με τις αρμόδιες αρχές, σημεία επαφής σε τρίτες χώρες με γνώμονα τη διευκόλυνση της συνεργασίας.

3.           Σε συμφωνία με το άρθρο 218 της Συνθήκης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δύναται να υποβάλλει στο Συμβούλιο προτάσεις για τη διαπραγμάτευση συμφωνιών με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες με θέμα τη συνεργασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και των αρμόδιων αρχών των εν λόγω τρίτων χωρών στους τομείς της νομικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις και της έκδοσης σε υποθέσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

4.           Όσον αφορά τα ποινικά αδικήματα που εμπίπτουν στην καθ’ ύλην αρμοδιότητά της, τα κράτη μέλη είτε αναγνωρίζουν την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ως αρμόδια αρχή για τον σκοπό της εφαρμογής των διεθνών συμφωνιών που έχουν συνάψει περί νομικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις και έκδοσης είτε, όπου απαιτείται, προβαίνουν σε τροποποίηση των εν λόγω διεθνών συμφωνιών προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα είναι σε θέση να ασκεί τις αρμοδιότητές της δυνάμει των συμφωνιών αυτών όταν αναλάβει τα καθήκοντά της σύμφωνα με το άρθρο 75 παράγραφος 2.

Τμήμα 3 ΔΙΑΒΙΒΑΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Άρθρο 60 Διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε φορείς ή οργανισμούς της Ένωσης

Με την επιφύλαξη πιθανών περιορισμών δυνάμει του παρόντος κανονισμού, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δύναται να διαβιβάζει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα απευθείας σε φορείς ή οργανισμούς της Ένωσης, στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων της ή των καθηκόντων του φορέα ή οργανισμού της Ένωσης που είναι αποδέκτης των δεδομένων.

Άρθρο 61 Διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς

1.           Στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δύναται να διαβιβάζει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε αρχή τρίτης χώρας ή σε διεθνή οργανισμό ή στην Ιντερπόλ, μόνο με βάση:

α)      απόφαση της Επιτροπής, εκδοθείσα δυνάμει [των άρθρων 25 και 31 της οδηγίας 95/46/ΕΚ], σύμφωνα με την οποία η εν λόγω χώρα ή ο εν λόγω διεθνής οργανισμός, ή κάποιος τομέας επεξεργασίας στο έδαφος της τρίτης χώρας ή στους κόλπους του διεθνούς οργανισμού διασφαλίζει επαρκές επίπεδο προστασίας (απόφαση περί επάρκειας), ή

β)      διεθνή συμφωνία συναφθείσα μεταξύ της Ένωσης και της εν λόγω τρίτης χώρας ή του εν λόγω διεθνούς οργανισμού δυνάμει του άρθρου 218 της Συνθήκης, η οποία παρέχει επαρκείς εγγυήσεις όσον αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής, των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών των προσώπων.

Για τις διαβιβάσεις αυτές δεν απαιτείται περαιτέρω έγκριση.

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δύναται να συνάψει ρυθμίσεις συνεργασίας για την εφαρμογή των εν λόγω συμφωνιών ή αποφάσεων περί επάρκειας.

2.           Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας δύναται να επιτρέπει τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς ή την Ιντερπόλ σε περιπτωσιολογική βάση, εάν:

α)      η διαβίβαση των δεδομένων είναι απολύτως αναγκαία για τη διασφάλιση των ουσιωδών συμφερόντων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών της συμφερόντων, στο πλαίσιο των στόχων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας·

β)      η διαβίβαση των δεδομένων είναι απολύτως αναγκαία για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου σε σχέση με τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων ή πράξεων τρομοκρατίας·

γ)      η διαβίβαση είναι αναγκαία ή απαιτείται εκ του νόμου για σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος της Ένωσης ή των κρατών μελών της, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο δίκαιο της Ένωσης ή στα εθνικά δίκαια, ή για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση ενός δικαιώματος ενώπιον του δικαστηρίου· ή

δ)      η διαβίβαση είναι αναγκαία για την προάσπιση ζωτικών συμφερόντων του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα ή άλλου προσώπου.

3.           Επιπλέον, ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας μπορεί, σε συνεννόηση με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, να επιτρέψει την πραγματοποίηση διαβιβάσεων σύμφωνα με τα ανωτέρω στοιχεία α) έως δ), εφόσον υπάρχουν εγγυήσεις για την προστασία της ιδιωτικής ζωής, των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών των προσώπων, για ανανεώσιμο χρονικό διάστημα διάρκειας το πολύ ενός έτους.

4.           Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων ενημερώνεται σχετικά με περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται η παράγραφος 3.

5.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δύναται να διαβιβάζει διοικητικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 62 Νομικό καθεστώς και προϋποθέσεις λειτουργίας

1.         Σε όλα τα κράτη μέλη, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει την ευρύτερη νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα από την εθνική νομοθεσία τους. Μπορεί, ειδικότερα, να αποκτά και να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

2.         Οι απαραίτητες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και τις εγκαταστάσεις που πρέπει να θέσει στη διάθεσή της το κράτος μέλος υποδοχής, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν στο κράτος μέλος υποδοχής για τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα, τους αναπληρωτές του και το προσωπικό τους, καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους, ορίζονται στο πλαίσιο συμφωνίας σχετικά με την έδρα η οποία συνάπτεται μεταξύ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και του κράτους μέλους υποδοχής το αργότερο εντός [2 ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

3.         Το κράτος μέλος υποδοχής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας διασφαλίζει τις βέλτιστες δυνατές συνθήκες για την εύρυθμη λειτουργία της, συμπεριλαμβανομένων της πολύγλωσσης και με ευρωπαϊκό προσανατολισμό σχολικής εκπαίδευσης και των κατάλληλων δρομολογίων των μέσων μεταφοράς.

Άρθρο 63 Γλωσσικό καθεστώς

1.           Οι πράξεις που προβλέπονται στα άρθρα 7 και 72 διέπονται από τον κανονισμό αριθ. 1[10].

2.           Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας παρέχονται από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 64 Εμπιστευτικότητα

1.           Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας, οι αναπληρωτές και το προσωπικό τους, οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς και το προσωπικό τους στα κράτη μέλη έχουν υποχρέωση εμπιστευτικότητας όσον αφορά οιεσδήποτε πληροφορίες που έχουν περιέλθει σε γνώση τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

2.           Η υποχρέωση εμπιστευτικότητας ισχύει για όλα τα πρόσωπα και τους οργανισμούς που καλούνται να συνεργασθούν με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

3.           Η υποχρέωση εμπιστευτικότητας παραμένει και μετά τη λήξη των καθηκόντων τους, της σύμβασης εργασίας ή της δραστηριότητας των προσώπων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

4.           Η υποχρέωση εμπιστευτικότητας εφαρμόζεται σε όλες τις πληροφορίες που λαμβάνει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, εκτός εάν οι πληροφορίες αυτές έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί ή είναι διαθέσιμες στο κοινό.

5.           Τα μέλη και το προσωπικό του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων έχουν υποχρέωση εμπιστευτικότητας όσον αφορά οιεσδήποτε πληροφορίες που έχουν περιέλθει σε γνώση τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 65 Διαφάνεια

1.           Τα έγγραφα που άπτονται των διοικητικών καθηκόντων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας διέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

2.           Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας θεσπίζει, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία σύστασης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

3.           Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δυνάμει του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο καταγγελίας στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή ή προσφυγής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 228 και 263 της Συνθήκης, αντίστοιχα.

Άρθρο 66 OLAF και Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο

1.           Για τη διευκόλυνση της καταπολέμησης της απάτης, της διαφθοράς και άλλων παράνομων πράξεων δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[11], η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, εντός έξι μηνών από την ημέρα που τέθηκε σε λειτουργία, προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και θεσπίζει τις ενδεδειγμένες διατάξεις που εφαρμόζονται σε όλους τους υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της εν λόγω συμφωνίας.

2.           Το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει αρμοδιότητα ελέγχου βάσει παραστατικών και επιτόπιου ελέγχου, η οποία ασκείται σε όλους τους δικαιούχους επιχορήγησης, αντισυμβαλλόμενους και υπεργολάβους που έλαβαν κονδύλια της Ένωσης από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

3.           Η OLAF μπορεί να διενεργεί έρευνες, μεταξύ των οποίων επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις, για να διαπιστώσει εάν έχουν σημειωθεί παρατυπίες που επηρεάζουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης όσον αφορά δαπάνη που χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, σύμφωνα με τις διατάξεις και τις διαδικασίες που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 και τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου[12].

4.           Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1, 2 και 3, οι ρυθμίσεις συνεργασίας με τρίτες χώρες και με διεθνείς οργανισμούς ή με την Ιντερπόλ, οι συμβάσεις, οι συμφωνίες επιχορήγησης και οι αποφάσεις επιχορήγησης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας περιέχουν διατάξεις οι οποίες εξουσιοδοτούν ρητά το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο και την OLAF να διεξάγουν λογιστικούς ελέγχους και έρευνες, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους.

Άρθρο 67 Κανόνες ασφάλειας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία εφαρμόζει τις αρχές ασφαλείας που περιλαμβάνονται στους κανόνες ασφαλείας της Επιτροπής σχετικά με την προστασία των Διαβαθμισμένων Πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUCI) και ευαίσθητων, μη διαβαθμισμένων πληροφοριών, που καθορίζονται στο παράρτημα της απόφασης 2001/844/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της Επιτροπής[13]. Οι κανόνες αυτοί καλύπτουν, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις για την ανταλλαγή, την επεξεργασία και την αποθήκευση τέτοιων πληροφοριών.

Άρθρο 68 Διοικητικές έρευνες

Οι διοικητικές δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας υπόκεινται στις έρευνες του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή σύμφωνα με το άρθρο 228 της Συνθήκης.

Άρθρο 69 Γενικό καθεστώς ευθύνης

1.           Η συμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας διέπεται από το δίκαιο το οποίο εφαρμόζεται στην εκάστοτε σύμβαση.

2.           Αρμόδιο για τη λήψη αποφάσεων δυνάμει οποιασδήποτε ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση που συνάπτει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.           Σε περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία υποχρεούται να αποκαθιστά, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στις νομοθεσίες των κρατών μελών και ασχέτως ευθύνης δυνάμει του άρθρου 47, τις ζημίες που προξενεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ή το προσωπικό της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, εφόσον μπορούν να τους καταλογισθούν.

4.           Η παράγραφος 3 ισχύει και για τις ζημίες που προξενούνται λόγω υπαιτιότητας Εντεταλμένου Ευρωπαίου Εισαγγελέα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

5.           Αρμόδιο για την εκδίκαση των διαφορών αποζημίωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 είναι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

6.           Τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών που είναι αρμόδια για την εκδίκαση διαφορών με αντικείμενο την ευθύνη της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας βάσει του παρόντος άρθρου καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου[14].

7.           Η προσωπική ευθύνη του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας έναντι της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας διέπεται από τις ισχύουσες για το προσωπικό αυτό διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

Άρθρο 70 Υποβολή εκθέσεων

1.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δημοσιεύει κάθε έτος έκθεση σχετικά με τις γενικές δραστηριότητές της την οποία διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στα εθνικά κοινοβούλια, καθώς και στο Συμβούλιο και την Επιτροπή.

2.           Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας προσέρχεται μία φορά ανά έτος ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για να παρουσιάσει τις γενικές δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, λαμβάνοντας υπόψη την υποχρέωση εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας. Κατόπιν σχετικού αιτήματος, προσέρχεται και ενώπιον της Επιτροπής.

3.           Τα εθνικά κοινοβούλια δύνανται να καλούν τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα ή τους Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς να συμμετέχουν σε ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τις γενικές δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ X ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 71 Μεταβατικές διατάξεις

1.           Προτού αρχίσει να ασκεί τα καθήκοντά του, ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

2.           Με την επιφύλαξη του άρθρου 9, ο διορισμός των δύο πρώτων αναπληρωτών του Ευρωπαίου Εισαγγελέα, οι οποίοι επιλέγονται με κλήρο, έχει εξαετή διάρκεια.

3.           Τα κράτη μέλη διατηρούν τις αρμοδιότητές τους μέχρι την ημερομηνία σύστασης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και ανάληψης των καθηκόντων της, σύμφωνα με το άρθρο 75 παράγραφος 2. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ασκεί τα καθήκοντά της επί οιουδήποτε αδικήματος εμπίπτει στην αρμοδιότητά της το οποίο διαπράττεται μετά την προαναφερθείσα ημερομηνία. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δύναται επίσης να ασκεί τα καθήκοντά της επί οιουδήποτε αδικήματος εμπίπτει στην αρμοδιότητά της το οποίο διαπράχθηκε πριν από την προαναφερθείσα ημερομηνία, εφόσον δεν ερευνάται ούτε διώκεται ήδη από κάποια αρμόδια εθνική αρχή.

Άρθρο 72 Διοικητικοί κανόνες και έγγραφα προγραμματισμού

Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας:

α)           εκδίδει κάθε έτος το έγγραφο που περιέχει τον ετήσιο και πολυετή προγραμματισμό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας·

β)           υιοθετεί στρατηγική καταπολέμησης της απάτης, η οποία είναι ανάλογη των κινδύνων απάτης, έχοντας υπόψη τη σχέση κόστους-οφέλους των μέτρων προς εφαρμογή·

γ)           θεσπίζει κανόνες για την αποφυγή και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων που αφορούν τους Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς·

δ)           θεσπίζει κανόνες για το καθεστώς, τα κριτήρια επιδόσεων, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των αναπληρωτών και των Εντεταλμένων Ευρωπαίων Εισαγγελέων, καθώς και για την εναλλαγή των Εντεταλμένων Ευρωπαίων Εισαγγελέων για τον σκοπό της εφαρμογής του άρθρου 7·

ε)           θεσπίζει κανόνες για τον χειρισμό των συμβιβασμών που αναφέρονται στο άρθρο 29 και τη μέθοδο υπολογισμού του ύψους του εκάστοτε προς καταβολή προστίμου·

στ)         θεσπίζει κανόνες για τους όρους παροχής ανατροφοδότησης στα πρόσωπα ή τις οντότητες που παρέχουν πληροφορίες στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία·

ζ)           θεσπίζει λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 επί των δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας·

η)           θεσπίζει τους κανόνες εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 24 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Άρθρο 73 Κοινοποιήσεις

Κάθε κράτος μέλος ορίζει τις αρχές που είναι αρμόδιες για τους σκοπούς των άρθρων 6 παράγραφος 6, 13 παράγραφος 3, 17 παράγραφος 2 και 26 παράγραφος 4. Οι πληροφορίες σχετικά με τις ορισθείσες αρχές, καθώς και με κάθε μεταγενέστερη αλλαγή, κοινοποιούνται ταυτόχρονα στον Ευρωπαίο Εισαγγελέα, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Άρθρο 74 Ρήτρα επανεξέτασης

1.           Η Επιτροπή υποβάλλει, το αργότερο [εντός πέντε ετών από την έναρξη εφαρμογής του παρόντος κανονισμού] έκθεση αξιολόγησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η οποία δύναται να συνοδεύεται από  νομοθετικές προτάσεις. Η έκθεση περιέχει τα πορίσματα της Επιτροπής σχετικά με τη δυνατότητα και τη σκοπιμότητα επέκτασης των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας σε άλλα ποινικά αδικήματα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 86 παράγραφος 4 της Συνθήκης.

2.           Η Επιτροπή υποβάλλει  νομοθετικές προτάσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι απαιτούνται λεπτομερέστεροι κανόνες αναφορικά με τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, τα καθήκοντα ή τη διαδικασία που διέπει τις δραστηριότητές της. Δύναται δε να προτείνει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 86 παράγραφος 4 της Συνθήκης.

Άρθρο 75 Έναρξη ισχύος

1.           Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.           Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αναλαμβάνει τα καθήκοντα διερεύνησης και δίωξης που της ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού σε ημερομηνία που θα καθοριστεί με απόφαση της Επιτροπής βάσει πρότασης του Ευρωπαίου Εισαγγελέα αφού πρώτα συσταθεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Η απόφαση της Επιτροπής δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Βρυξέλλες,

                                                                       Για το Συμβούλιο

                                                                       Ο Πρόεδρος

Παράρτημα

Κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.           α)       επώνυμο, γένος, όνομα και ενδεχομένως ψευδώνυμο ή υποκοριστικό·

β)      ημερομηνία και τόπος γέννησης·

γ)      ιθαγένεια·

δ)      φύλο·

ε)      τόπος διαμονής, επάγγελμα και τόπος όπου ενδέχεται να βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος·

στ)    αριθμοί κοινωνικής ασφάλισης, άδειες οδήγησης, έγγραφα ταυτότητας, στοιχεία διαβατηρίου, αριθμοί τελωνειακού και φορολογικού μητρώου·

ζ)      πληροφορίες σχετικά με νομικά πρόσωπα, εφόσον περιλαμβάνουν πληροφορίες για πρόσωπα των οποίων η ταυτότητα είναι ή μπορεί να γίνει γνωστή, για τα οποία διεξάγεται έρευνα ή κατά των οποίων έχει κινηθεί δικαστική δίωξη·

η)      λογαριασμοί σε τράπεζες και σε άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα·

θ)      περιγραφή και φύση των πράξεων που τους καταλογίζονται, ημερομηνία τέλεσης αυτών, ποινικός χαρακτηρισμός τους και πορεία των ερευνών·

ι)       πράξεις βάσει των οποίων προβλέπεται η διεθνής διάσταση της υπόθεσης·

ια)     πληροφορίες που σχετίζονται με την εικαζόμενη συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση·

ιβ)     αριθμοί τηλεφώνου, διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, δεδομένα κίνησης και θέσης, καθώς και τα συναφή δεδομένα που χρειάζονται για την αναγνώριση του συνδρομητή ή χρήστη·

ιγ)     δεδομένα σχετικά με τις άδειες κυκλοφορίας οχημάτων·

ιδ)     προφίλ DNA που έχουν καταρτισθεί από το μη κωδικοποιητικό τμήμα του DNA, φωτογραφίες και δακτυλικά αποτυπώματα.

2.           α)       επώνυμο, γένος, όνομα και ενδεχομένως ψευδώνυμο ή υποκοριστικό·

β)      ημερομηνία και τόπος γέννησης·

γ)      ιθαγένεια·

δ)      φύλο·

ε)      τόπος διαμονής, επάγγελμα και τόπος όπου ενδέχεται να βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος·

στ)    περιγραφή και φύση των πράξεων που τους καταλογίζονται, ημερομηνία τέλεσης αυτών, ποινικός χαρακτηρισμός τους και πορεία των ερευνών·

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

1.           ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ/ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ

1.1.        Ονομασία της πρότασης/πρωτοβουλίας

Πρόταση της Επιτροπής για κανονισμό του Συμβουλίου σχετικά με τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας

1.2.        Σχετικός(οί) τομέας(είς) πολιτικής που αφορά(ούν) τη δομή ΔΒΔ/ΠΒΔ

Τομέας πολιτικής: Δικαιοσύνη

Δραστηριότητα: Τίτλος 33

1.3.        Χαρακτήρας της πρότασης/πρωτοβουλίας

X Η πρόταση/πρωτοβουλία αφορά νέα δράση

¨ Η πρόταση/πρωτοβουλία αφορά νέα δράση μετά από πιλοτικό σχέδιο/προπαρασκευαστική δράση

Χ Η πρόταση/πρωτοβουλία αφορά την παράταση υφιστάμενης δράσης

¨ Η πρόταση/πρωτοβουλία αφορά δράση προσανατολισμένη προς νέα δράση

1.4.        Στόχος(οι)

1.4.1.     Ο(οι) πολυετής(είς) στρατηγικός(οί) στόχος(οι) της Επιτροπής που αφορά η πρόταση/πρωτοβουλία

Συμβολή στην ενίσχυση της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και στην περαιτέρω ανάπτυξη του χώρου δικαιοσύνης, και τόνωση της εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων και των πολιτών στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, με ταυτόχρονη μέριμνα για τον σεβασμό όλων των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

1.4.2.     Ειδικός(οί) στόχος(οι) και δραστηριότητα(ες) ΔΒΔ/ΠΒΔ

Ειδικός στόχος αριθ. 2 Ενίσχυση της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και συμβολή, κατά συνέπεια, στη δημιουργία ενός πραγματικού Ευρωπαϊκού Χώρου Δικαιοσύνης

(μέρος του γενικού στόχου αριθ. 2: Ενίσχυση της εμπιστοσύνης στον Ευρωπαϊκό Δικαστικό Χώρο)

Σχετική(ές) δραστηριότητα(ες) ΔΒΔ/ΠΒΔ

33 03: Δικαιοσύνη σε ποινικές και αστικές υποθέσεις

1.4.3.     Αναμενόμενο(-α) αποτέλεσμα(τα) και αντίκτυπος

Να προσδιοριστούν τα αποτελέσματα που θα πρέπει να έχει η πρόταση/πρωτοβουλία όσον αφορά τους στοχοθετημένους(ες) δικαιούχους/ομάδες.

Η σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας αναμένεται να συμβάλει στην ενίσχυση της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Η σύστασή της αναμένεται να επιφέρει αύξηση του αριθμού των διώξεων των δραστών αδικημάτων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων, οδηγώντας έτσι σε αύξηση του αριθμού των καταδικαστικών αποφάσεων, σε υψηλότερα επίπεδα ανάκτησης παρανόμως αποκτηθέντων κονδυλίων και σε ενίσχυση του αποτρεπτικού αποτελέσματος όσον αφορά τη διάπραξη συναφών αδικημάτων. Επιπλέον, ο ανεξάρτητος χαρακτήρας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα θωρακίσει τη διεκπεραίωση των πράξεων έρευνας και δίωξης των συναφών αδικημάτων από κάθε άμεση επιρροή των εθνικών αρχών.

1.4.4.     Δείκτες αποτελεσμάτων και αντικτύπου

Να προσδιοριστούν οι δείκτες για την παρακολούθηση της υλοποίησης της πρότασης/πρωτοβουλίας.

Αύξηση του αριθμού και του ποσοστού επιτυχών ποινικών ερευνών και διώξεων

1.5.        Αιτιολόγηση της πρότασης/πρωτοβουλίας

1.5.1.     Βραχυπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη κάλυψη αναγκών

Η Ένωση και τα κράτη μέλη βαρύνονται αμφότερα με την υποχρέωση να προστατεύουν τον προϋπολογισμό της Ένωσης. Στην πράξη, όμως, η Ένωση έχει ελάχιστο έλεγχο επί των δαπανών των κρατών μελών και σχεδόν καμία αρμοδιότητα παρέμβασης σε περιπτώσεις αξιόποινης κατάχρησης των κονδυλίων της ΕΕ. Η συντριπτική πλειονότητα των δημοσιονομικών κονδυλίων της ΕΕ τελεί υπό τη διαχείριση των εθνικών αρχών (π.χ. ανάθεση δημόσιων συμβάσεων ή παροχή επιχορηγήσεων χρηματοδοτούμενων από τον προϋπολογισμό της ΕΕ), η δε διεξαγωγή ποινικών ερευνών ή η άσκηση διώξεων για αδικήματα που θίγουν τον προϋπολογισμό της Ένωσης εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Οι αποκλίνουσες εθνικές νομοθεσίες και οι ανομοιογενείς προσπάθειες επιβολής του νόμου των κρατών μελών παρεμποδίζουν την ποινική διερεύνηση υποθέσεων απάτης και λοιπών αδικημάτων εις βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ. Οι εθνικές αρχές επιβολής του νόμου, και οι εισαγγελικές και δικαστικές αρχές των κρατών μελών, αποφασίζουν σύμφωνα με τις προτεραιότητες που καθορίζονται στην εθνική ποινική πολιτική και βάσει των αρμοδιοτήτων που απορρέουν από το εθνικό ποινικό δίκαιο και τους δικονομικούς κανόνες εάν θα αναλάβουν ή όχι δράση και, εφόσον ναι, με ποιον τρόπο, για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης. Ως εκ τούτου, το επίπεδο προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης διαφέρει σημαντικά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Το ποσοστό επιτυχών διώξεων αδικημάτων εις βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ το οποίο ποικίλλει σημαντικά σε ολόκληρη την ΕΕ από το ένα κράτος μέλος στο άλλο (από 19% έως 91%[15]) καταδεικνύει ακριβώς τις αδυναμίες των υφιστάμενων μηχανισμών προστασίας και καθιστά αναγκαία τη λήψη διορθωτικών μέτρων.

1.5.2.     Προστιθέμενη αξία της παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η προστιθέμενη αξία της σύστασης Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας έγκειται κατά κύριο λόγο στην αύξηση του αριθμού των διώξεων αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

Η σύσταση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα συμβάλει στη βελτίωση της αξιοποίησης των πόρων και της ανταλλαγής πληροφοριών που απαιτείται για την επιτυχή διερεύνηση και άσκηση διώξεων εις βάρος των συναφών αδικημάτων, γεγονός που θα συμβάλει, με τη σειρά του, γενικότερα στην εντατικοποίηση των προσπαθειών νομικής αντιμετώπισης των εν λόγω αδικημάτων και στην ενίσχυση του αποτρεπτικού αποτελέσματος όσον αφορά τη διάπραξη συναφών αδικημάτων από επίδοξους εγκληματίες. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα μπορεί να χρησιμοποιεί συνδυαστικά ερευνητικούς και διωκτικούς πόρους για τις ανάγκες συγκεκριμένης κατάστασης, συμβάλλοντας έτσι στην περαιτέρω βελτίωση της αποτελεσματικότητας των δράσεων επιβολής του νόμου σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο.

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα διευθύνει έρευνες και διώξεις στα κράτη μέλη, θα διασφαλίζει τον αποτελεσματικό συντονισμό ερευνών και διώξεων και θα επιλύει προβλήματα που προκύπτουν λόγω των διαφορών μεταξύ των ισχυόντων νομικών συστημάτων. Το ισχύον σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου τα κράτη μέλη είναι αποκλειστικά υπεύθυνα για τις εν λόγω έρευνες και διώξεις, με την υποστήριξη της Eurojust και της Ευρωπόλ, δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα υψηλά επίπεδα συναφών αξιόποινων πράξεων και προκληθεισών ζημιών.

Η λήψη μέτρων που θα διασφαλίζουν, αφενός, την αξιοποίηση των περιορισμένων κονδυλίων της Ένωσης προς όφελος των πολιτών της ΕΕ και, αφετέρου, την καλύτερη προστασία τους από την απάτη είναι απαραίτητη, επιπλέον, για τη νομιμότητα των δαπανών και για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης στην Ένωση.

1.5.3.     Βασικά διδάγματα που αποκομίστηκαν από συναφείς εμπειρίες

Σε εθνικό επίπεδο, είναι συνήθως ανεπαρκής η ανταλλαγή πληροφοριών για εικαζόμενα αδικήματα που αφορούν κονδύλια της ΕΕ μεταξύ των αρμόδιων αρχών για την παρακολούθηση και τον έλεγχο, των φορέων που διεξάγουν διοικητικές έρευνες και των αρχών επιβολής του νόμου. Αυτό οφείλεται εν μέρει στις αδυναμίες του προαναφερθέντος διαδικαστικού πλαισίου που δυσχεραίνουν την αποτελεσματική διεξαγωγή ερευνών στις οποίες συμμετέχουν ταυτόχρονα πολλοί και διαφορετικοί φορείς, όπως π.χ. οι δικαστικές, διοικητικές, τελωνειακές και φορολογικές αρχές των κρατών μελών. Παρά τις βάσιμες υποψίες που ενδεχομένως έχουν περί διάπραξης αξιόποινης πράξης, οι φορείς που διαχειρίζονται και ελέγχουν την εκταμίευση των κονδυλίων της ΕΕ δίνουν συνήθως βαρύτητα μόνο στην ανάκτηση των χρημάτων τους μέσω των προβλεπόμενων διαδικασιών διοικητικού και αστικού δικαίου. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα να παραμελείται η άσκηση ποινικών διώξεων και, κατ’ επέκταση, οι σκοποί της ενίσχυσης του αποτρεπτικού αποτελέσματος και της γενικής πρόληψης.

Η αποτελεσματική διερεύνηση και δίωξη αδικημάτων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ παρεμποδίζεται, επιπλέον, από το γεγονός ότι οι αρχές επιβολής του νόμου και οι εισαγγελικές αρχές δεν διαβιβάζουν πάντοτε στους συναδέλφους τους άλλων κρατών μελών ή στη Eurojust ή στην Ευρωπόλ τις πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους για ποινικά αδικήματα.

Ακόμη, οι παραδοσιακές μέθοδοι διεθνούς συνεργασίας μέσω της υποβολής αιτήσεων για αμοιβαία δικαστική συνδρομή ή μέσω της σύστασης κοινών ομάδων έρευνας δεν συμβάλλουν συνήθως επαρκώς ικανοποιητικά στην αποτελεσματική διερεύνηση και δίωξη των εν λόγω αδικημάτων, παρά τις προσπάθειες φορέων της ΕΕ, όπως η Eurojust και η Ευρωπόλ. Σημειώνονται μεγάλες καθυστερήσεις στην παροχή απαντήσεων σε αιτήσεις για αμοιβαία δικαστική συνδρομή, οι δε αστυνομικές και δικαστικές αρχές αντιμετωπίζουν πρακτικές δυσκολίες στην προσπάθειά τους να επικοινωνήσουν και να συνεργαστούν με συναδέλφους άλλων χωρών λόγω διαφορετικής γλώσσας και διαφορετικού νομικού συστήματος. Σε ορισμένα κράτη, η αργή και αναποτελεσματική διεθνής συνεργασία είχε συχνά ως αποτέλεσμα την αναγκαστική παύση δίωξης της υπόθεσης λόγω παραγραφής της. Επιπλέον, οι υποθέσεις αδικημάτων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ είναι ιδιαίτερα περίπλοκες.

Όσον αφορά τη συνεργασία σε επίπεδο Ένωσης, οι αναφορές ποικίλλουν όσον αφορά τη συνεργασία με τη Eurojust και την Ευρωπόλ, καθώς και μεταξύ των κρατών μελών και της OLAF. Η Eurojust και η Ευρωπόλ δεν λαμβάνουν πάντοτε τις πληροφορίες που χρειάζονται για να μπορέσουν να παράσχουν στήριξη στα κράτη μέλη. Η OLAF στηρίζει τα κράτη μέλη μέσω της εξειδικευμένης τεχνικής και επιχειρησιακής συνδρομής που δύναται να παρέχει, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7 του δεύτερου πρωτοκόλλου της σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ταυτόχρονα, η OLAF δύναται να διενεργεί έρευνες υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, συγκεκριμένα δε να διερευνά περιπτώσεις διαβίβασης πληροφοριών στις εθνικές δικαστικές αρχές, λαμβάνοντας υπόψη τους ισχύοντες κανόνες περί προστασίας των δεδομένων. Για τον λόγο αυτό, έχουν διατυπωθεί επανειλημμένως επικριτικά σχόλια για τη συνεργασία με την OLAF, και συγκεκριμένα για τους πολύ αργούς ρυθμούς με τους οποίους προβαίνει ενίοτε η OLAF σε ανταλλαγή πληροφοριών με τις εθνικές εισαγγελικές αρχές. Ορισμένα κράτη μέλη επιβάλλουν, επιπλέον, περιορισμούς στη συνεργασία με μη δικαστικούς φορείς όπως η OLAF, βάσει των εθνικών διατάξεων περί δικαστικού απορρήτου.

Από τα ετήσια στατιστικά στοιχεία της OLAF προκύπτει ότι η άσκηση διώξεων σε υποθέσεις που διαβιβάζονται σε εθνικές ερευνητικές και δικαστικές αρχές δεν είναι εξίσου αποτελεσματική και αποδοτική σε ολόκληρη την ΕΕ. Στην ενδέκατη επιχειρησιακή έκθεσή της, η OLAF εξέτασε αναλυτικά τη συνέχεια που δόθηκε στις υποθέσεις της από τις δικαστικές αρχές των διαφόρων κρατών μελών σε βάθος δωδεκαετίας και διαπίστωσε σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών όσον αφορά την ικανότητά τους να περατώνουν τη δικαστική διερεύνηση και δίωξη αδικημάτων εις βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ εντός εύλογου χρονικού διαστήματος με την έκδοση καταδικαστικών αποφάσεων. Το μέσο ποσοστό δίωξης κυμαίνεται κάτω του 50%, γεγονός που καταδεικνύει τις σοβαρές δυσκολίες που υπάρχουν σε επίπεδο αποτελεσματικής διεκπεραίωσης των ερευνών και των διώξεων στο σύνολο των κρατών μελών.

1.5.4.     Συμβατότητα και ενδεχόμενη συνέργεια με άλλα δημοσιονομικά μέσα

Πρόταση οδηγίας σχετικά με την καταπολέμηση της απάτης

Τα μέτρα που λαμβάνει επί του παρόντος η Ένωση για την προστασία των οικονομικών της συμφερόντων περιλαμβάνουν μεν διοικητικές έρευνες, χρηματοοικονομικούς και λογιστικούς ελέγχους, καθώς και νομοθετικές δράσεις όπως, μεταξύ άλλων, την πρόταση οδηγίας της Επιτροπής σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, αλλά δεν αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα τις αδυναμίες που εντοπίζονται σε επίπεδο διερεύνησης και δίωξης ποινικών αδικημάτων με γνώμονα την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ.

Eurojust

Οι αρμοδιότητες της Eurojust περιορίζονται στον συντονισμό και στην ενθάρρυνση της διεξαγωγής ερευνών και της άσκησης διώξεων, καθώς και στην παροχή συνδρομής σε επίπεδο ανταλλαγής πληροφοριών. Εάν κάποιο κράτος μέλος αρνηθεί να προβεί σε έρευνα ή δίωξη συγκεκριμένης υπόθεσης, η Eurojust δεν μπορεί να το υποχρεώσει να πράξει διαφορετικά. Τα εθνικά μέλη της Eurojust δεν έχουν κατά κανόνα την εξουσία να διασφαλίζουν την αποτελεσματική παρακολούθηση στα κράτη μέλη ή, σε περίπτωση που την έχουν, αποφεύγουν συνήθως να ασκήσουν τις αρμοδιότητες που απορρέουν από τα εθνικά δίκαια. Έτσι, η πλειονότητα των αποφάσεων που εκδίδονται σε τέτοιου είδους ζητήματα είναι αποτέλεσμα συμβιβασμού.

Η πρόταση σχετικά με τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας συνοδεύεται από πρόταση περί μεταρρύθμισης της Eurojust, η οποία θα την ευθυγραμμίσει με την κοινή προσέγγιση για τους οργανισμούς της ΕΕ που ενέκριναν το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Επιτροπή και θα εδραιώσει τη σχέση μεταξύ Eurojust και Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Η εν λόγω μεταρρύθμιση είναι πιθανό να συμβάλει στην αποτελεσματικότερη ανταλλαγή πληροφοριών και στη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των εθνικών αρχών.

Υπάρχουν, και πάντοτε θα υπάρχουν, υποθέσεις στις οποίες θα απαιτείται η ταυτόχρονη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και της Eurojust, και συγκεκριμένα, υποθέσεις στις οποίες οι ύποπτοι εμπλέκονται τόσο σε αδικήματα που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης όσο και σε άλλες μορφές αξιόποινων πράξεων, γεγονός που υποδηλώνει ανάγκη για διαρκή στενή συνεργασία. Για να διασφαλιστεί λοιπόν η εν λόγω διαρκής στενή συνεργασία, συμπεριλήφθηκαν σε αμφότερους τους κανονισμούς διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δύναται να ζητά από τη Eurojust ή από τα εθνικά μέλη της να παρεμβαίνουν, να συντονίζουν ή να χρησιμοποιούν καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπο τις αρμοδιότητές τους σε συγκεκριμένες υποθέσεις.

Προβλέπεται, ακόμη, η παροχή εκ μέρους της Eurojust υπηρεσιών πρακτικής στήριξης στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία με μηδενικό κόστος σε διοικητικά θέματα, όπως το προσωπικό, τα οικονομικά και οι τεχνολογίες επικοινωνιών. Η προσέγγιση αυτή προσφέρει σημαντικές συνέργειες, όπως, π.χ., τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία για τις δικές της υποθέσεις την υποδομή τεχνολογιών πληροφοριών της Eurojust, συμπεριλαμβανομένου του συστήματος διαχείρισης υποθέσεων που διαθέτει η τελευταία, των προσωρινών αρχείων εργασίας και του πίνακα. Οι λεπτομέρειες της εν λόγω συνεργασίας θα καθοριστούν με ειδική συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και της Eurojust.

OLAF

Επί του παρόντος, η OLAF διενεργεί διοικητικές έρευνες με γνώμονα την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ. Η OLAF διαθέτει εξειδικευμένο προσωπικό με μεγάλη εμπειρία στη συνεργασία με τις εθνικές αρχές ποινικής δίωξης. Πολλά μέλη του προσωπικού της OLAF διαθέτουν σχετικό υπόβαθρο λόγω της προηγούμενης απασχόλησής τους σε εθνικές αρχές επιβολής του νόμου ή σε δικαστικές αρχές των κρατών μελών (καθήκοντα αστυνομικής, τελωνειακής και διωκτικής φύσης).

Μέρος των ανθρώπινων πόρων της OLAF θα χρησιμοποιηθεί, επομένως, για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Στο πλαίσιο αυτό, θα ληφθούν υπόψη η εμπειρία τους στη διεξαγωγή διοικητικών ερευνών και ο στόχος της μη αλληλοεπικάλυψης των διοικητικών και ποινικών ερευνών. Άλλη σημαντική πτυχή είναι η χρησιμοποίηση των υφιστάμενων δικτύων που έχει αναπτύξει η OLAF στο πέρασμα των χρόνων στον τομέα της διενέργειας ερευνών για την καταπολέμηση της απάτης.

Τέλος, η OLAF θα συμβάλει στη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας μέσω της παροχής εξειδικευμένης υποστήριξης για τη διευκόλυνση της εγκληματολογικής ανάλυσης, καθώς και μέσω της παροχής τεχνικής και επιχειρησιακής στήριξης για τη διενέργεια ερευνών και τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων σε ποινικές υποθέσεις που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

Στο στάδιο της διαπραγμάτευσης μεταξύ των θεσμικών οργάνων της ΕΕ βρίσκεται επί του παρόντος πρόταση για την τροποποίηση του κανονισμού 1073/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF (μεταρρύθμιση της OLAF). Η εν λόγω πρόταση βελτιώνει μεν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της OLAF και των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της ΕΕ, καθώς και με τα κράτη μέλη, βελτιώνει τη διακυβέρνηση της OLAF και θεσπίζει δέσμη διαδικαστικών εγγυήσεων για τα πρόσωπα που υπόκεινται σε έρευνες, αλλά δεν παρέχει στην OLAF πρόσθετα μέσα δράσης, και συγκεκριμένα εξουσίες στον τομέα της διεξαγωγής ποινικών ερευνών.

Ευρωπόλ

Οι αρμοδιότητες της Ευρωπόλ περιορίζονται στην παροχή πληροφοριών ασφαλείας και στη στήριξη των εθνικών δραστηριοτήτων επιβολής του νόμου. Η Ευρωπόλ δεν έχει την αρμοδιότητα να διασφαλίζει την παρακολούθηση των αναλύσεών της στα κράτη μέλη, ούτε να διευθύνει εθνικές έρευνες. Οι εξουσίες της Ευρωπόλ περιορίζονται και από τη ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με το άρθρο 88 της ΣΛΕΕ, η Ευρωπόλ δεν δύναται να διερευνά ανεξάρτητα αξιόποινες πράξεις, ενώ κάθε επιχειρησιακή δράση της Ευρωπόλ πρέπει να διεξάγεται σε συνεργασία και σε συμφωνία με τις εθνικές αρχές επιβολής του νόμου. Τα καθήκοντα υποστήριξης της Ευρωπόλ είναι ασφαλώς σημαντικά, αλλά δεν μπορούν να υποκαταστήσουν σε καμιά περίπτωση τις εξουσίες ανεξάρτητης διερεύνησης αξιόποινων πράξεων.

Τον Μάρτιο του 2013, η Επιτροπή ενέκρινε πρόταση κανονισμού σχετικά με την Ευρωπόλ, με την οποία δίνει βαρύτητα στην ευθυγράμμιση των αρμοδιοτήτων της Ευρωπόλ με τη ΣΛΕΕ και στη μετεξέλιξή της σε κόμβο ανταλλαγής πληροφοριών, αναθέτοντάς της ταυτόχρονα νέες αρμοδιότητες σε θέματα κατάρτισης. Η πρόταση κανονισμού δεν προβλέπει, πάντως, εξουσίες διεξαγωγής αστυνομικών ερευνών ή επιβολής του νόμου στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ.

1.6.        Διάρκεια και δημοσιονομικός αντίκτυπος της δράσης

¨ Πρόταση/πρωτοβουλία περιορισμένης διάρκειας

– ¨  Ισχύουσα πρόταση/πρωτοβουλία από την [ΗΗ/ΜΜ]ΕΕΕΕ μέχρι την [ΗΗ/ΜΜ]ΕΕΕΕ

– ¨  Δημοσιονομικός αντίκτυπος από το ΕΕΕΕ μέχρι το ΕΕΕΕ

Χ Πρόταση/πρωτοβουλία απεριόριστης διάρκειας

– Περίοδος σταδιακής εφαρμογής από το 2017 μέχρι το 2023,

– και στη συνέχεια λειτουργία με κανονικό ρυθμό.

1.7.        Προβλεπόμενος(οι) τρόπος(οι) διαχείρισης

Άμεση διαχείριση από την Επιτροπή

– από τις υπηρεσίες της, συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού της στις αντιπροσωπείες της Ένωσης·

–      από τους εκτελεστικούς οργανισμούς·

¨ Επιμερισμένη διαχείριση με τα κράτη μέλη

X Έμμεση διαχείριση με ανάθεση καθηκόντων εκτέλεσης σε:

– ¨ τρίτες χώρες ή σε οντότητες που έχουν αυτές ορίσει·

– ¨ διεθνείς οργανισμούς και τις οργανώσεις τους (να προσδιοριστούν)·

– ¨την ΕΤΠ και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων·

– X φορείς που αναφέρονται στα άρθρα 208 και 209 του δημοσιονομικού κανονισμού·

– ¨ οργανισμούς δημοσίου δικαίου·

– ¨ οντότητες ιδιωτικού δικαίου επιφορτισμένες με δημόσια υπηρεσία στο βαθμό που προσφέρουν επαρκείς οικονομικές εγγυήσεις·

– ¨ οργανισμούς που διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο κράτους μέλους στους οποίους έχει ανατεθεί η εκτέλεση σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και που προσφέρουν επαρκείς οικονομικές εγγυήσεις·

– ¨ σε πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η εκτέλεση συγκεκριμένων ενεργειών στον τομέα της ΚΕΠΠΑ δυνάμει του τίτλου V της ΣΕΕ και τα οποία προσδιορίζονται στην αντίστοιχη βασική πράξη.

– Αν αναφέρονται περισσότεροι τρόποι διαχείρισης, παρακαλείσθε να τους διευκρινίσετε στο τμήμα «Παρατηρήσεις».

2.           ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

2.1.        Διατάξεις στον τομέα της παρακολούθησης και της υποβολής εκθέσεων

Να προσδιοριστούν η συχνότητα και οι όροι των διατάξεων αυτών.

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δημοσιεύει ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητές της. Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας προσέρχεται μία φορά ανά έτος ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για να παρουσιάσει τα αποτελέσματα και τις προτεραιότητες των ερευνών και των διώξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, λαμβάνοντας υπόψη την υποχρέωση εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας.

Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας ή οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς δύνανται επίσης να κληθούν να παράσχουν πληροφορίες στα εθνικά κοινοβούλια.

Επιπλέον, εντός πέντε ετών από την έναρξη εφαρμογής του κανονισμού σχετικά με τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβαίνει σε αξιολόγηση της εφαρμογής του και σε εξέταση της δυνατότητας και της σκοπιμότητας επέκτασης των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας σε άλλα αδικήματα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 86 παράγραφος 4 της ΣΛΕΕ.

2.2.        Σύστημα διαχείρισης και ελέγχου

2.2.1.     Κίνδυνος(οι) που έχει(ουν) επισημανθεί

Η εφαρμογή μέτρων διερεύνησης και δίωξης, καθώς και η άσκηση εξουσιών επιβολής του νόμου, συνιστούν ευαίσθητες δραστηριότητες που θίγουν σε κάποιον βαθμό τα ανθρώπινα δικαιώματα, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι πιθανότητες άσκησης αγωγών για αποζημίωση.

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τη διάρκεια υπό εξέλιξη ερευνών μπορεί επίσης να αποτελέσει λόγο άσκησης αγωγών για αποζημίωση σε περίπτωση παράνομης επεξεργασίας.

2.2.2.     Προβλεπόμενο(α) μέσο(α) ελέγχου

Σύμφωνα με την κανονική διαδικασία απαλλαγής, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία βαρύνεται, μεταξύ άλλων, με τις ακόλουθες υποχρεώσεις:

– να διαβιβάζει τους προσωρινούς λογαριασμούς στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο·

– να αποστέλλει τους οριστικούς λογαριασμούς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο·

– να υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατ’ αίτησή του, κάθε αναγκαία πληροφορία για την αίσια περάτωση της διαδικασίας απαλλαγής για το οικείο οικονομικό έτος.

Επιπλέον, όσον αφορά την καταπολέμηση της απάτης και τη διενέργεια λογιστικών ελέγχων εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, αφότου αρχίσει να λειτουργεί κανονικά:

– Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και θεσπίζει τις ενδεδειγμένες διατάξεις που εφαρμόζονται σε όλους τους υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της εν λόγω συμφωνίας.

– Το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει αρμοδιότητα ελέγχου βάσει παραστατικών και επιτόπιου ελέγχου, η οποία ασκείται σε όλους τους δικαιούχους επιχορήγησης, αντισυμβαλλόμενους και υπεργολάβους που έλαβαν κονδύλια της Ένωσης από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

– Η OLAF μπορεί να διενεργεί έρευνες, μεταξύ των οποίων επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις, για να διαπιστώσει εάν έχουν σημειωθεί παρατυπίες που επηρεάζουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης όσον αφορά επιχορήγηση ή σύμβαση που χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, σύμφωνα με τις διατάξεις και τις διαδικασίες που καθορίζονται στην ισχύουσα νομοθεσία της ΕΕ.

– Οι ρυθμίσεις συνεργασίας με τρίτες χώρες και με διεθνείς οργανισμούς, οι συμβάσεις, οι συμφωνίες επιχορήγησης και οι αποφάσεις επιχορήγησης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας περιέχουν διατάξεις οι οποίες εξουσιοδοτούν ρητά το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο και την OLAF να διεξάγουν λογιστικούς ελέγχους και έρευνες, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους.

2.3.        Μέτρα πρόληψης περιπτώσεων απάτης και παρατυπίας

Να προσδιοριστούν τα ισχύοντα ή τα προβλεπόμενα μέτρα πρόληψης και προστασίας.

Υιοθέτηση στρατηγικής καταπολέμησης της απάτης, η οποία είναι ανάλογη των κινδύνων απάτης, έχοντας υπόψη τη σχέση κόστους-οφέλους των μέτρων προς εφαρμογή.

Θέσπιση κανόνων για την αποφυγή και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων που αφορούν τα μέλη του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

3.           ΕΚΤΙΜΩΜΕΝΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΣ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ/ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ

3.1.        Τομέας(είς) του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και γραμμή(ές) δαπανών του προϋπολογισμού που επηρεάζονται

· Υφιστάμενες γραμμές του προϋπολογισμού

Σύμφωνα με τη σειρά των τομέων του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και των γραμμών του προϋπολογισμού.

Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου || Γραμμή του προϋπολογισμού || Είδος δαπάνης || Συμμετοχή

Αριθμός [Τομέας……………………………………..] || ΔΠ/ΜΔΠ ([16]) || χωρών ΕΖΕΣ || υποψήφιων χωρών || τρίτων χωρών || κατά την έννοια του άρθρου 18 παράγραφος 1 στοιχείο αα) του δημοσιονομικού κανονισμού

|| || || || || ||

· Νέες γραμμές του προϋπολογισμού, των οποίων έχει ζητηθεί η δημιουργία

Σύμφωνα με τη σειρά των τομέων του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και των γραμμών του προϋπολογισμού.

Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου || Γραμμή του προϋπολογισμού || Είδος δαπάνης || Συμμετοχή

Αριθμός [Τομέας……………………………………..] || ΔΠ/ΜΔΠ || χωρών ΕΖΕΣ || υποψήφιων χωρών || τρίτων χωρών || κατά την έννοια του άρθρου 18 παράγραφος 1 στοιχείο αα) του δημοσιονομικού κανονισμού

3 || 33.03.YY.YY Ευρωπαϊκή Εισαγγελία || ΔΠ || ΌΧΙ || ΌΧΙ || ΌΧΙ || ΌΧΙ

3.2.        Εκτιμώμενος αντίκτυπος στις δαπάνες

3.2.1.     Συνοπτική παρουσίαση του εκτιμώμενου αντικτύπου στις δαπάνες (σε τιμές 2013)

σε εκατ. ευρώ (με τρία δεκαδικά ψηφία)

Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου: || Αριθμός 3 || Ασφάλεια και ιθαγένεια

Ευρωπαϊκή Εισαγγελία[17] || || || 2017 || 2018 || 2019 || 2020 || ΣΥΝΟΛΟ

Τίτλος 1[18] || Αναλήψεις υποχρεώσεων || (1) || 1,393 || 4,144 || 6,895 || 11,039 || 23,471

Πληρωμές || (2) || 1,393 || 4,144 || 6,895 || 11,039 || 23,471

Τίτλος 2[19] || Αναλήψεις υποχρεώσεων || (1α) || 0,099 || 0,194 || 0,293 || 0,487 || 1,073

Πληρωμές || (2α) || 0,099 || 0,194 || 0,293 || 0,487 || 1,073

Τίτλος 3[20] || Αναλήψεις υποχρεώσεων || (3α) || 1,052 || 2,455 || 3,507 || 4,558 || 11,572

|| Πληρωμές || (3β) || 1,052 || 2,455 || 3,507 || 4,558 || 11,572

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία || Αναλήψεις υποχρεώσεων || =1+1α +3α || 2,544 || 6,793 || 10,695 || 16,084 || 36,116

Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου: || 5 || «Διοικητικές δαπάνες»

σε εκατ. ευρώ (με τρία δεκαδικά ψηφία)

|| || || 2017 || 2018 || 2019 || 2020 || ΣΥΝΟΛΟ

ΓΔ: JUST ||

Ÿ Ανθρώπινοι πόροι || 0,170 || 0,170 || 0,170 || 0,170 || 0,680

Ÿ Άλλες διοικητικές δαπάνες || 0,050 || 0,050 || 0,050 || 0,050 || 0,200

ΣΥΝΟΛΟ ΓΔ JUST || Πιστώσεις || 0,220 || 0,220 || 0,220 || 0,220 || 0,880

Ÿ Ανθρώπινοι πόροι || 0,131 || 0,131 || 0,131 || 0,131 || 0,524

Ÿ Άλλες διοικητικές δαπάνες || 0,050 || 0,050 || 0,050 || 0,050 || 0,200

ΣΥΝΟΛΟ OLAF || Πιστώσεις || 0,181 || 0,181 || 0,181 || 0,181 || 0,724

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων για τον ΤΟΜΕΑ 5 του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου || (Σύνολο αναλήψεων υποχρεώσεων = Σύνολο πληρωμών) || 0,401 || 0,401 || 0,401 || 0,401 || 1,604

σε εκατ. ευρώ (με τρία δεκαδικά ψηφία)

|| || || 2017 || 2018 || 2019 || 2020 || ΣΥΝΟΛΟ

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων για τους ΤΟΜΕΙΣ 1 έως 5 του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου || Αναλήψεις υποχρεώσεων || 2,945 || 7,194 || 11,096 || 16,485 || 37,720

Πληρωμές || 2,945 || 7,194 || 11,096 || 16,485 || 37,720

Μειώσεις με στόχο την επίτευξη βέλτιστων οικονομικών αποτελεσμάτων/διασφάλιση της αποδοτικότητας του κόστους στον τομέα του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου: || 5 || «Διοικητικές δαπάνες»

Μειώσεις στον τομέα 5 (OLAF) || || || 2017 || 2018 || 2019 || 2020 || ΣΥΝΟΛΟ

Τίτλος 1[21] || Αναλήψεις υποχρεώσεων || (1) || -1,393 || -4,144 || -6,895 || -11,039 || -23,471

Πληρωμές || (2) || -1,393 || -4,144 || -6,895 || -11,039 || -23,471

Τίτλος 2[22] || Αναλήψεις υποχρεώσεων || (1α) || -0,099 || -0,194 || -0,293 || -0,487 || -1,073

Πληρωμές || (2α) || -0,099 || -0,194 || -0,293 || -0,487 || -1,073

Τίτλος 3[23] || Αναλήψεις υποχρεώσεων || (3α) || -0,350 || -1,051 || -1,401 || -1,750 || -4,552

|| Πληρωμές || (3β) || -0,350 || -1,051 || -1,401 || -1,750 || -4,552

ΣΥΝΟΛΟ μειώσεων στον τομέα 5 || Αναλήψεις υποχρεώσεων || =1+1α +3α || -1,842 || -5,389 || -8,589 || -13,276 || -29,096

Κατά την περίοδο σταδιακής πρόσληψης, κάθε αύξηση πόρων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας σε επίπεδο πιστώσεων ή ΙΠΑ αντισταθμίζεται με αντίστοιχη, ισοδύναμη μείωση των πόρων της OLAF σε επίπεδο πιστώσεων ή ΙΠΑ.

Διαφορά, ήτοι δαπάνες για τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών των Εντεταλμένων Ευρωπαίων Εισαγγελέων (τίτλος 3)

|| || || 2017 || 2018 || 2019 || 2020 || ΣΥΝΟΛΟ

|| Αναλήψεις υποχρεώσεων || (1) || 0,702 || 1,404 || 2,106 || 2,880 || 7,020

Πληρωμές || (2) || 0,702 || 1,404 || 2,106 || 2,880 || 7,020

Τα ποσά αντιστοιχούν στις υπολογισθείσες δαπάνες για 9, 18, 27 και 36 αντίστοιχα Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς σε ΙΠΑ.

Οι δαπάνες αυτές πρέπει να καλυφθούν από το περιθώριο του τίτλου 3 ή από μειώσεις σε άλλους οργανισμούς.

3.2.2.     Εκτιμώμενος αντίκτυπος στις πιστώσεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας

– ¨  Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση επιχειρησιακών πιστώσεων

– X  Η πρόταση/πρωτοβουλία συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση επιχειρησιακών πιστώσεων, όπως περιγράφεται κατωτέρω:

– Πιστώσεις αναλήψεως υποχρεώσεων σε εκατ. ευρώ (με τρία δεκαδικά ψηφία) σε τιμές 2013

Ενδεικτικοί στόχοι και επιμέρους αποτελέσματα ò || || || 2017 || 2018 || 2019 || 2020 || ΣΥΝΟΛΟ ||

ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ (outputs) ||

Είδος || Μέσο κόστος || Αριθ.[24] || Κόστος || Αριθ. || Κόστος || Αριθ. || Κόστος || Αριθ. || Κόστος || Σύνολο || Συνολικό κόστος ||

ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ αριθ. 1 Προστασία οικονομικών συμφερόντων - Έρευνες || || || || || || || || || || ||

- Επιμέρους αποτελέσματα || υποθέσεις αριθμός υποθέσεων || 0,0083 || 184 || 1,526 || 491 || 4,076 || 773 || 6,417 || 1163 || 9,650 || || 21,669 ||

Υποσύνολο ειδικού στόχου αριθ. 1 || || 1,526 || || 4,076 || || 6,417 || || 9,650 || || 21,669 ||

ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ αριθ. 2 Προστασία οικονομικών συμφερόντων - Διώξεις || || || || || || || || || || ||

- Επιμέρους αποτελέσματα || υποθέσεις || 0,0083 || 92 || 0,763 || 246 || 2,038 || 387 || 3,208 || 581 || 4,825 || || 10,834 ||

Υποσύνολο ειδικού στόχου αριθ. 2 || || 0,763 || || 2,038 || || 3,208 || || 4,825 || || 10,834 ||

ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ αριθ. 3 Συνεργασία με τρίτους || || || || || || || || || || ||

- Επιμέρους αποτελέσματα || || 0,0083 || 31 || 0,254 || 82 || 0,679 || 129 || 1,069 || 194 || 1,608 || || 3,610 ||

Υποσύνολο ειδικού στόχου αριθ. 3 || || 0,254 || || 0,679 || || 1,069 || || 1,608 || || 3,610 ||

ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΚΟΣΤΟΣ || || 2,543 || || 6,793 || || 10,694 || || 16,083 || || 36,113[25] ||

3.2.3.     Εκτιμώμενες επιπτώσεις στους ανθρώπινους πόρους της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας

3.2.3.1.  Συνοπτική παρουσίαση

– ¨         Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση πιστώσεων διοικητικού χαρακτήρα

– X          Η πρόταση/πρωτοβουλία συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση πιστώσεων διοικητικού χαρακτήρα, όπως περιγράφεται κατωτέρω:

Ανθρώπινοι πόροι || 2017 || 2018 || 2019 || 2020

Θέσεις απασχόλησης του πίνακα προσωπικού (σε άτομα) || 18 || 36 || 54 || 90

- εκ των οποίων AD || 12 || 24 || 36 || 60

- εκ των οποίων AST || 6 || 12 || 18 || 30

Εξωτερικό προσωπικό (σε ΙΠΑ) || 6 || 11 || 17 || 28

- εκ των οποίων συμβασιούχοι υπάλληλοι || 5 || 9 || 14 || 23

- εκ των οποίων αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες || 1 || 2 || 3 || 5

Συνολικό προσωπικό || 24 || 47 || 71 || 118

σε εκατ. ευρώ (με τρία δεκαδικά ψηφία)

Δαπάνες προσωπικού || 2017 || 2018 || 2019 || 2020 || Σύνολο

Θέσεις απασχόλησης του πίνακα προσωπικού || 1,179 || 3,537 || 5,895 || 9,432 || 20,043

- εκ των οποίων AD || 0,786 || 2,358 || 3,930 || 6,288 || 13,362

- εκ των οποίων AST || 0,393 || 1,179 || 1,965 || 3,144 || 6,681

Εξωτερικό προσωπικό || 0,214 || 0,607 || 1,000 || 1,607 || 3,428

- εκ των οποίων συμβασιούχοι υπάλληλοι || 0,175 || 0,490 || 0,805 || 1,295 || 2,765

- εκ των οποίων αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες || 0,039 || 0,117 || 0,195 || 0,312 || 663

Συνολικές δαπάνες προσωπικού || 1,393 || 4,144 || 6,895 || 11,039 || 23,471

Εκτιμώμενες απαιτήσεις σε ανθρώπινους πόρους για την εποπτεύουσα ΓΔ

– ¨         Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση ανθρώπινων πόρων

– Χ Η πρόταση/πρωτοβουλία συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση ανθρώπινων πόρων, όπως περιγράφεται κατωτέρω:

Εκτίμηση η οποία πρέπει να διατυπωθεί σε ακέραιο αριθμό (ή το πολύ με ένα δεκαδικό ψηφίο)

|| || 2017 || 2018 || 2019 || 2020 ||

Ÿ Θέσεις απασχόλησης του πίνακα προσωπικού (θέσεις μονίμων και έκτακτων υπαλλήλων) ||

|| 33 01 01 01 Προσωπικό JUST || 1,3 || 1,3 || 1,3 || 1,3 ||

|| 24 01 07 00 01 01 Προσωπικό OLAF || 1 || 1 || 1 || 1 ||

|| XX 01 01 02 (Αντιπροσωπείες) || || || || ||

|| XX 01 05 01 (Έμμεση έρευνα) || || || || ||

|| 10 01 05 01 (Άμεση έρευνα) || || || || ||

|| || || || || ||

|| Ÿ Εξωτερικό προσωπικό (σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης - ΙΠΑ)

|| XX 01 02 01 (ΣΥ, ΑΕΕ, ΠΥ των συνολικών κονδυλίων) || || || || ||

|| XX 01 02 02 (ΣΥ, ΤΥ, ΑΕΕ, ΠΥ και ΝΕΑ στις αντιπροσωπείες) || || || || ||

|| XX 01 04 yy || - στην έδρα || || || || ||

|| - σε αντιπροσωπεία || || || || ||

|| XX 01 05 02 (ΣΥ, ΑΕΕ, ΠΥ - Έμμεση έρευνα) || || || || ||

|| 10 01 05 02 (ΣΥ, ΑΕΕ, ΠΥ – ‘Αμεση έρευνα) || || || || ||

|| Άλλη γραμμή του προϋπολογισμού (να προσδιοριστεί) || || || || ||

|| ΣΥΝΟΛΟ || 2,3 || 2,3 || 2,3 || 2,3 ||

XX είναι ο τομέας πολιτικής ή ο σχετικός τίτλος.

Οι ανάγκες σε ανθρώπινους πόρους θα καλυφθούν από το προσωπικό της ΓΔ που έχει ήδη διατεθεί στη διαχείριση της δράσης ή/και που έχει ανακατανεμηθεί στο πλαίσιο της ίδιας ΓΔ και θα συμπληρωθούν, ενδεχομένως, από όλα τα συμπληρωματικά κονδύλια που μπορεί να διατεθούν στην αρμόδια για τη διαχείριση της δράσης ΓΔ στο πλαίσιο της ετήσιας διαδικασίας χορήγησης και με βάση τους ισχύοντες δημοσιονομικούς περιορισμούς.

Μόνιμοι και έκτακτοι υπάλληλοι || Παρακολούθηση πολιτικής και καθοδήγηση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, παροχή δημοσιονομικών και οικονομικών συμβουλών στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, και διαδικασίες καταβολής πληρωμών από την επιχορήγηση, απαλλαγής και κατάρτισης σχεδίου προϋπολογισμού

Εξωτερικό προσωπικό || Δεν ισχύει

Η περιγραφή του υπολογισμού του κόστους των θέσεων που εκφράζονται σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης θα πρέπει να συμπεριληφθεί στο παράρτημα, τμήμα 3.

Κατά την περίοδο σταδιακής πρόσληψης, κάθε αύξηση πόρων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας σε επίπεδο πιστώσεων ή ΙΠΑ αντισταθμίζεται με αντίστοιχη, ισοδύναμη μείωση των πόρων της OLAF σε επίπεδο πιστώσεων ή ΙΠΑ.

Μειώσεις ανθρωπίνων πόρων OLAF || 2017 || 2018 || 2019 || 2020

Θέσεις απασχόλησης του πίνακα προσωπικού (σε άτομα) || -18 || -36 || -54 || -90

- εκ των οποίων AD || -12 || -24 || -36 || -60

- εκ των οποίων AST || -6 || -12 || -18 || -30

Εξωτερικό προσωπικό (σε ΙΠΑ) || -6 || -11 || -17 || -28

- εκ των οποίων συμβασιούχοι υπάλληλοι || -5 || -9 || -14 || - 23

- εκ των οποίων αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες || -1 || -2 || -3 || -5

Συνολικό προσωπικό || -24 || -47 || -71 || -118

σε εκατ. ευρώ (με τρία δεκαδικά ψηφία) σε τιμές 2013

Μειώσεις δαπανών προσωπικού OLAF || 2017 || 2018 || 2019 || 2020 || Σύνολο

Θέσεις απασχόλησης του πίνακα προσωπικού || -1,179 || -3,537 || -5,895 || -9,432 || -20,043

- εκ των οποίων AD || -0,786 || -2,358 || -3,930 || -6,288 || -13,362

- εκ των οποίων AST || -0,393 || -1,179 || -1,965 || -3,144 || -6,681

Εξωτερικό προσωπικό || -0,214 || -0,607 || -1,000 || -1,607 || -3,428

- εκ των οποίων συμβασιούχοι υπάλληλοι || -0,175 || -0,490 || -0,805 || -1,295 || -2,765

- εκ των οποίων αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες || -0,039 || -0,117 || -0,195 || -0,312 || -663

Συνολικές δαπάνες προσωπικού 24,0107 || -1,393 || -4,144 || -6,895 || -11,039 || -23,471

3.2.4.     Συμβατότητα με το ισχύον πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο

– X          Η πρόταση/πρωτοβουλία είναι συμβατή με το ισχύον πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο.

– ¨         Η πρόταση/πρωτοβουλία απαιτεί αναπρογραμματισμό του σχετικού τομέα του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου.

– ¨         Η πρόταση/πρωτοβουλία απαιτεί τη χρησιμοποίηση του μέσου ευελιξίας ή την αναθεώρηση του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου.

Ο τομέας 5 θα πρέπει να μειωθεί ώστε να αντικατοπτρίζει τις μειώσεις στον πίνακα προσωπικού της OLAF.

3.2.5.     Συμμετοχή τρίτων στη χρηματοδότηση

– Χ Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν προβλέπει συγχρηματοδότηση από τρίτα μέρη

– ¨ Η πρόταση/πρωτοβουλία προβλέπει τη συγχρηματοδότηση που εκτιμάται κατωτέρω:

Πιστώσεις σε εκατ. ευρώ (με τρία δεκαδικά ψηφία)

|| Έτος 2017 || Έτος 2018 || Έτος 2019 || Έτος 2020 || Σύνολο

Να προσδιοριστεί ο οργανισμός συγχρηματοδότησης || || || || ||

ΣΥΝΟΛΟ συγχρηματοδοτημένων πιστώσεων || || || || ||

3.3.        Εκτιμώμενη δημοσιονομική επίπτωση στα έσοδα

– ¨         Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν έχει καμία δημοσιονομική επίπτωση στα έσοδα.

– X          Η πρόταση/πρωτοβουλία έχει τις δημοσιονομικές επιπτώσεις που περιγράφονται κατωτέρω:

– ¨            στους ιδίους πόρους

– X            στα διάφορα έσοδα

σε εκατ. ευρώ (με τρία δεκαδικά ψηφία)

Γραμμή εσόδων του προϋπολογισμού: || Εγγεγραμμένα ποσά για το τρέχον οικονομικό έτος || Αντίκτυπος της πρότασης/πρωτοβουλίας ||

2017 || 2018 || 2019 || 2020

Άρθρο XX || || pm || pm || pm || pm

Για τα διάφορα έσοδα «για ειδικό προορισμό», να προσδιοριστεί(ούν) η(οι) γραμμή(ές) δαπανών του προϋπολογισμού που έχει(ουν) επηρεαστεί.

[…]

Να προσδιοριστεί η μέθοδος υπολογισμού των επιπτώσεων στα έσοδα.

Τα έσοδα θα προέρχονται από τα λεγόμενα «τέλη συμβιβασμού» τα οποία θα καταβάλλονται απευθείας στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Επί του παρόντος δεν είναι δυνατός ο καθορισμός ποσών με αξιοπιστία.

[1]               Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, 11 Ιουλίου 2012, COM (2012) 363 τελικό.

[2]               Βλ. την Πράσινη Βίβλο σχετικά με την ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας και τη δημιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, της 11ης Δεκεμβρίου 2001, COM (2001)715 τελικό, και την έκθεση για τη συνέχεια που θα δοθεί στην εν λόγω Πράσινη Βίβλο, της 19ης Μαρτίου 2003, COM (2003)128 τελικό.

[3]               Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, 11 Ιουλίου 2012, COM (2012) 363 τελικό.

[4]               ΕΕ L 280 της 26.10.2010, σ. 1.

[5]               ΕΕ L 142 της 1.6.2012, σ. 1.

[6]               ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

[7]               Κανονισμός (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, ΕΕ L 298 της 26.10.2012, σ. 1.

[8]               ΕΕ L 348 της 24.12.2008, σ. 130.

[9]               Κανονισμός αριθ. 31 (ΕΟΚ), 11 (ΕΚΑΕ) του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1961, περί καθορισμού της υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας, ΕΕ P 045, της 14.6.1962, σ. 1385, όπως τροποποιήθηκε, συγκεκριμένα, με τον κανονισμό 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968 (ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1), όπως επίσης τροποποιήθηκε μετέπειτα.

[10]             ΕΕ L 17 της 6.10.1958, σ. 385.

[11]             ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.

[12]             ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2.

[13]             ΕΕ L 317 της 3.12.2001, σ. 1.

[14]             ΕΕ L 12 της 16.1.2001, σ. 1. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 44/2001 αντικαθίσταται, από τις 10.01.2015, με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1215/2012.

[15]             Ετήσια έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Καταπολέμηση της απάτης, COM(2012) 408

[16]             ΔΠ= διαχωριζόμενες πιστώσεις / ΜΔΠ= μη διαχωριζόμενες πιστώσεις

[17]             Υπολογίζονται μόνο το αρμόδιο για τις έρευνες και τις διώξεις προσωπικό και οι αντίστοιχες δαπάνες. Οι δομές διοικητικής υποστήριξης θα παρέχονται από τη EUROJUST με μηδενικό κόστος.

[18]             Προβλέπεται σταδιακή πρόσληψη προσωπικού (10 % - 20 % - 30 % - 40 %- 50 % - 75 %- 100 %).

[19]             Κατά τα αναμενόμενα, το κράτος μέλος υποδοχής θα παραχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κτιριακές εγκαταστάσεις και θα μεριμνήσει για τον αρχικό εφοδιασμό τους με όλον τον απαιτούμενο εξοπλισμό γραφείου, τεχνολογιών πληροφοριών και ασφαλείας. Στο σημείο αυτό περιλαμβάνονται μόνο λογαριασμοί οργανισμών κοινής ωφέλειας και δαπάνες ΤΠΕ ανά τετραγωνικό μέτρο. Σε περίπτωση που το κράτος μέλος υποδοχής δεν προσφέρει τα προαναφερθέντα, ο παρών τίτλος θα πρέπει να επανεξεταστεί.

[20]             Ο παρών τίτλος υπολογίζεται βάσει της εμπειρίας της OLAF στον τομέα των ερευνών. Συμπεριλαμβάνονται οι δαπάνες για τη σύναψη συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με έως 36 Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης (ΙΠΑ) υπολογισθείσες κατ’ εκτίμηση στο 80% των αποδοχών υπαλλήλου του βαθμού AD 10. Το ποσοστό σταδιακής πρόσληψης των Εντεταλμένων Ευρωπαίων Εισαγγελέων έχει οριστεί ως εξής: 50 % - 75 % - 100 %.

[21]             Προβλέπεται σταδιακή πρόσληψη προσωπικού (10 % - 20 % - 30 % - 40 %- 50 % - 75 %- 100 %).

[22]             Κατά τα αναμενόμενα, το κράτος μέλος υποδοχής θα παραχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κτιριακές εγκαταστάσεις και θα μεριμνήσει για τον αρχικό εφοδιασμό τους με όλον τον απαιτούμενο εξοπλισμό γραφείου, τεχνολογιών πληροφοριών και ασφαλείας. Στο σημείο αυτό περιλαμβάνονται μόνο λογαριασμοί οργανισμών κοινής ωφέλειας και δαπάνες ΤΠΕ ανά τετραγωνικό μέτρο. Σε περίπτωση που το κράτος μέλος υποδοχής δεν προσφέρει τα προαναφερθέντα, ο παρών τίτλος θα πρέπει να επανεξεταστεί.

[23]             Ο παρών τίτλος υπολογίζεται βάσει της εμπειρίας της OLAF στον τομέα των ερευνών. Συμπεριλαμβάνονται οι δαπάνες για τη σύναψη συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με έως 36 Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης (ΙΠΑ) υπολογισθείσες κατ’ εκτίμηση στο 80% των αποδοχών υπαλλήλου του βαθμού AD 10. Το ποσοστό σταδιακής πρόσληψης των Εντεταλμένων Ευρωπαίων Εισαγγελέων έχει οριστεί ως εξής: 50 % - 75 % - 100 %. Δεδομένου ότι οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς θα προταθούν από τα κράτη μέλη είναι πιθανό να μην επιτευχθεί επακριβώς αυτό το ποσοστό σταδιακής πρόσληψης.

– [24]              Ο αριθμός υποθέσεων βασίζεται σε παραδοχές που εξετάστηκαν αναλυτικά στην εκτίμηση αντικτύπου η οποία συνοδεύει το σχέδιο πρότασης.

[25]             Η διαφορά επί του συνολικού κόστους των 36,116 εκατ. ευρώ που αναφέρεται στο τμήμα 3.2.1 οφείλεται σε κανόνες στρογγυλοποίησης.

Top